Sonya Posted March 25, 2009 Share Posted March 25, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Σόνυα Είδος: φαντασία Βία; όχι Σεξ; όχι ακριβώς Αριθμός Λέξεων: 1.917 Αυτοτελής; Ναι Τότε θα είσαι ελεύθερος... 'Να 'ναι η κάθε νότα που απ' την άρπα σου θα βγει, χρώμα και μαζί άγγιγμα, να τρυπάει την ψυχή την ίδια με χίλιες γλυκιές βελόνες. Τότε, θα είσαι ελεύθερος.' Τότε θα είσαι ελεύθερος... Πόσος καιρός είχε περάσει από κείνο το τότε; Μέρες; Μήνες; Χρόνια; Ο Μέινελ κοίταξε γύρω του, την φυλακή του. Μέταλλα, σκαλίσματα, πετάλια. Χορδές. Όραση χωρίς μάτια, ακοή χωρίς αυτιά κι αφή δανεική. Ζωή και κίνηση έπαιρνε πόνο όταν κάποιος απ' τους μαθητές τον κρατούσε στην αγκαλιά του και προσπαθούσε, τις περισσότερες φορές με οικτρές αποτυχίες, να παίξει. Όμως ο Μέινελ δεν τα παρατούσε. Το ξόρκι που τον κρατούσε μέσα στην άρπα, το είχε ζητήσει ο ίδιος, λίγο πριν πεθάνει. Και δεν είχε πεθάνει τελείως, επειδή το είχε ζητήσει. Τώρα, με τον χρόνο ν' αλλάζει τα πρόσωπα όσων τον ακουμπούσαν για λίγα χρόνια, μέχρι να τελειώσουν την μαθητεία τους στην Ακαδημία των Βάρδων, άρχιζε να καταλαβαίνει τι εννοούσε εκείνος ο μάγος όταν του έλεγε να προσέχει πάρα πολύ τις ευχές που κάνει. “Θέλω να παίξω το πιο υπέροχο τραγούδι που θα έχει παιχτεί ποτέ. Να μην πεθάνω μέχρι να τα καταφέρω”, είχε ψιθυρίσει όταν, σε αρκετά νεαρή ηλικία και πλησιάζοντας το ζενίθ της μουσικής του, που δεν έφτασε ποτέ, τον είχε χτυπήσει η φυματίωση. Μιας κι οι γιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά, ο Μέινελ είχε πάει στους μάγους. Είχε δώσει ό,τι είχε και δεν είχε σ' έναν καμπουριαστό και ξεδοντιασμένο γέρο, προκειμένου να μην πεθάνει πριν προλάβει να παίξει το πιο υπέροχο τραγούδι. Ο μάγος τον είχε κοιτάξει μέσα απ' τα μικρά του μάτια, βαθιά χωμένα στις κόχες των ματιών του κι ο Μέινελ είχε νιώσει το βλέμμα του να τον τρυπάει. Είχε κάνει το ξόρκι και τον είχε παγιδεύσει στην αθανασία. Όμως το ξόρκι δεν έκανε αθάνατο και το σώμα του. Κι όταν αυτό πήρε το δρόμο του σ' ένα φέρετρο, ο Μέινελ έμεινε να ζει για πάντα μέσα στην άρπα του. Κι ευτυχώς που οι γονείς του την δώρισαν στην Ακαδημία των Βάρδων κι έτσι είχε, τουλάχιστον, πιθανότητες, κάποιο απ' αυτά τα ατσούμπαλα και φωνακλάδικα πιτσιρίκια, να έχει κάποιο ίχνος ταλέντου μέσα του. Συνήθως τα κορίτσια ένιωθαν την παρουσία του περισσότερο απ' τ' αγόρια. Και, για έναν εκνευριστικό λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, προτιμούσαν οποιαδήποτε άλλη άρπα απ' τον Μέινελ. Αυτή την φοβόντουσαν, έλεγαν. Κι ήταν κρίμα, γιατί αν και εξίσου ατάλαντα με τ' αγόρια, τουλάχιστον τα δάχτυλά τους ήταν πιο ντελικάτα πάνω στις χορδές του και δεν τον πονούσαν. Μα δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως κι αυτός ήθελε να μιλήσει κάπου; Να πει ότι είναι φυλακισμένος -ναι, με την θέλησή του, αλλά δεν ήταν αυτό ακριβώς που είχε ζητήσει- μέσα στην άρπα και το μόνο που θέλει είναι να παίξει το πιο υπέροχο τραγούδι σ' όλο τον κόσμο. Να πει ότι δεν είναι ένα απλό κι άψυχο αντικείμενο, αλλά ένας ζωντανός άνθρωπος. Στο περίπου. Τι στους διαβόλους, τόσα μαγεμένα αντικείμενα υπήρχαν στον κόσμο κι όλοι έκαναν τούμπες για να τ' αποκτήσουν, αυτόν γιατί δεν τον ήθελαν ούτε μερικά μυξιάρικα κοριτσάκια; Αν είχε πνεύμονες και στόμα, θα ξεφυσούσε από αγανάκτηση. Όμως είχε πεισμώσει. Κι είχε αποφασίσει πια, να μην αφήνει τα πιτσιρίκια να τον κάνουν ό,τι θέλουν αυτά, αλλά να επιβάλλει την θέλησή του στο σώμα του. Στην άρπα, δηλαδή. Δεν θ' άφηνε το κάθε άμουσο καθαρματάκι να καταστρέφει τον υπέροχο ήχο του, αλλά θα τα τρόμαζε. Δυστυχώς, κατέληγε πάντα να τρομάζει τα πιο ταλαντούχα παιδιά. Μέχρι που μια μέρα, οι θεοί έμοιασαν να του χαμογελούν... Όλα ξεκίνησαν όταν ήρθε μια μικρή κοπελίτσα που είχε κερδίσει μια υποτροφία για την Ακαδημία. Δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους μαθητές (ένας απ' τους οποίους είχε υπάρξει κι ο ίδιος), κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο. Ήταν ένα μικρό και ήσυχο κοριτσάκι, ούτε όμορφο, ούτε άσχημο, μ' ένα βλέμμα που έμοιαζε να φοβάται τα πάντα γύρω του. Εκτός απ' την στιγμή που έπιανε στα χέρια της την άρπα. Τότε, το πρόσωπό της μεταμορφωνόταν σε μια πανέμορφη κι ήρεμη οπτασία, μ' ένα φωτεινό, εσωτερικό χαμόγελο που την έκανε να λάμπει ολόκληρη. Ο Μέινελ σχεδόν ζήλευε τις άλλες άρπες που έπιανε στα χέρια της η Αμέλσια. Τι 'σχεδόν', μόνο που δεν σκούριαζε απ' το κακό του. Μέχρι που, μια ευλογημένη μέρα, οι υπόλοιπες καρακάξες αποφάσισαν να της κάνουνε καψώνι και να της φορτώσουνε την άρπα που δεν ήθελε καμιά τους. Είχε περάσει πρώτη στις εξετάσεις κι αυτό δεν θα της το συγχωρούσαν έτσι, της χωριατοπούλας. Έτσι, μαζεύτηκαν όλες μαζί και της είπαν πως αυτή την άρπα, τον Μέινελ, την φυλούσαν για να την κάνουν δώρο σ' αυτήν ανάμεσά τους που θ' αρίστευε στις εξετάσεις. Η Αμέλσια χαμογέλασε ντροπαλά κι είπε πως δεν χρειαζόταν μια τόσο όμορφη άρπα, βολευόταν μια χαρά μ' αυτή που ήδη είχε, όμως οι υπόλοιπες επέμειναν και της είπαν πως θα πρόσβαλλε όχι μόνο αυτές, αλλά και την Ακαδημία ολόκληρη αν έπαιζε ποτέ άλλοτε με άλλη άρπα. Η κοπέλα είχε χαμηλώσει το κεφάλι κι είχε πλησιάσει, με τρεμάμενα χέρια, τον Μέινελ. Κι εκείνος, περιμένοντας αυτή την στιγμή όσο δεν είχε ποθήσει τίποτε άλλο στην ζωή του, αφέθηκε ολόκληρος στα χέρια της, ευχαριστώντας την μοίρα και τους θεούς που του είχαν δώσει την ευλογία να έχει τα δάχτυλα της Αμέλσια στις χορδές του. Ήταν δύσκολος ο πρώτος καιρός. Γιατί, όσο ο Μέινελ εκδήλωνε την αγάπη του, τόσο η Αμέλσια κουμπωνόταν και δίσταζε και δεν άφηνε τα χέρια της να παίξουν, ανίκανη να καταλάβει τι ήταν αυτό που την ενοχλούσε και την φόβιζε. Όμως, μέρα με την μέρα, η αγάπη της για τις μελωδίες νικούσε το παράξενο σφίξιμο που ένιωθε στην καρδιά της κάθε φορά που άγγιζε την άρπα. Κι ήρθε μια μέρα, όταν κόντευε ο καιρός ν' αποφοιτήσει απ' την Ακαδημία, που πια δεν άντεχε μακριά απ' τον Μέινελ και σπάραζε στην σκέψη πως σύντομα θα ερχόταν η μέρα που δεν θα τον έπιανε πια στην αγκαλιά της. Περνούσε όσες πιο πολλές ώρες μπορούσε με την άρπα στην αγκαλιά της κι οι συμμαθήτριες που με τόση σκληρότητα της την είχαν φορτώσει, έμεναν με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην αγάπη, σχεδόν, που έδειχνε η καλύτερη μαθήτρια ολόκληρης της Ακαδημίας για την άρπα που κανένας άλλος δεν ήθελε. Οι τελικές εξετάσεις της Ακαδημίας δεν έμοιαζαν με καμία άλλη. Δεν κλείνονταν στην μεγάλη, αυστηρή αίθουσα, ένας ένας οι μαθητές, να παίξουν τα τραγούδια τους και ν' ακούσουν την κριτική απ' τους δασκάλους τους. Όχι. Οι τελικές εξετάσεις ήταν γιορτή που γινόταν στην πλατεία της πόλης, κάτω απ' το καλοκαιρινό φεγγάρι. Δάσκαλοι, μαθητές κι όποιος άλλος ήθελε, ερχόταν ν' ακούσει τους τελειόφοιτους της Ακαδημίας των Βάρδων, που ήταν το καμάρι της πόλης. Κι όλοι μαζί, με ιαχές ή αποδοκιμασίες, αποφάσιζαν αν ο εξεταζόμενος άξιζε τα χρόνια που είχε περάσει εκεί μέσα. Το φεγγάρι είχε φτάσει στο πιο ψηλό του σημείο, όταν ήρθε η ώρα να παίξει η Αμέλσια. Επίτηδες οι καθηγητές την είχαν αφήσει ανάμεσα στους τελευταίους, μιας και τόσα χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη πως μέσα στην Ακαδημία υπήρχε μια μαθήτρια που δεν είχε ισάξιό της στην μουσική, όμως κανείς ποτέ δεν είχε δει αυτή την κοπέλα. Κι όταν η Αμέλσια, με το απλό της φουστάνι, τα καστανά της μαλλιά πιασμένα πίσω και τα μελιά της μάτια σταθερά στο πάτωμα, ανέβηκε στην σκηνή με δειλά βήματα και πλησίασε την άρπα, οι θεατές μουρμούριζαν δύσπιστα μπροστά στο θέαμα. Αυτό το φοβισμένο ελαφάκι ήταν το καμάρι της Ακαδημίας; Αδύνατον. Ο Μέινελ σχεδόν έτρεμε. Βλέποντας την Αμέλσια, την αγαπημένη του, να τον πλησιάζει, ένιωθε τις χορδές του να πάλλονται από λατρεία. Ποτέ δεν τον έπιανε απλά να παίξει. Πάντα τον χάιδευε και του μιλούσε πριν ξεκινήσει. Έτσι και τώρα, τα μικρά της δάχτυλα ταξίδεψαν στα σκαλίσματά του, και τα μαλακά της παπούτσια δοκίμασαν τα πετάλια του, την ίδια στιγμή που η ματιά της είχε απλωθεί σαν χάδι πάνω του. “Απόψε είναι η τελευταία νύχτα που παίζουμε μαζί, εσύ κι εγώ” του ψιθύρισε κι ένα κρυσταλλένιο δάκρυ δραπέτευσε απ' τα μάτια της και κύλησε πάνω του, καίγοντας, σχεδόν, την ψυχή του. “Θα πεθάνω χωρίς εσένα, Αμέλσια,” της απάντησε κλαίγοντας κι εκείνος. “Ξέρεις, δεν έχω προετοιμάσει τραγούδι γι απόψε. Ήθελα απλά ν' αφήσω την ψυχή μου να ταξιδέψει πάνω σου. Ήθελα να βγει από μέσα μου όλη η αγάπη μου για σένα.” Η Αμέλσια δεν είχε κλάψει άλλο, μόνο μουρμούριζε στην άρπα της και την χάιδευε, ενώ από κάτω το κοινό είχε αρχίσει να ψιθυρίζει ο ένας στον άλλο. Ο Μέινελ σπάραζε απ' το κλάμα, ανίκανος να κάνει οτιδήποτε άλλο, ξέροντας πως όσο δυνατά κι αν φώναζε στην Αμέλσια πόσο πολύ την αγαπούσε όλα αυτά τα χρόνια, κανείς δεν θ' άκουγε την φωνή του. Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της και τα δάχτυλά της άγγιξαν τις χορδές της άρπας. Τρυφερά, σαν μητέρα που νανουρίζει το μωρό της, χάιδευε τη μία μετά την άλλη, μέχρι που ένιωσε την ψυχή της να διαπερνά το σώμα της και να πετάει. Κι εκεί, ένιωσε τα δάχτυλα κάποιου άλλου να χαϊδεύουν εκείνη σαν να ήταν άρπα κι αυτός ο πιο τέλειος βάρδος που είχε γεννηθεί ποτέ. Τ' αόρατα δάχτυλα ταξίδεψαν σ' ολόκληρο το κορμί της, που το ένιωθε τόσο δα μικρό κι απέραντο ταυτόχρονα. Άυλα χείλια φίλησαν τα δικά της, με τέτοιο πάθος και πείνα κι ανάγκη που ένιωσε να χάνεται απ' το θνητό της σώμα και να παρασύρεται σε ωκεανούς γεμάτους αστέρια. Όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο σφιχτά, ένιωθε να πετάει και ν' αφήνεται, μέχρι που άνοιξε τα μάτια της, δειλά, ν' αντικρίσει τον κάτοχο αυτών των χεριών, αυτού του σώματος που έκανε έρωτα με το δικό της. Ο Μέινελ χαμογελούσε, κρατώντας την με όλη την ευγένεια που τόσα χρόνια τον κρατούσε αυτή. Και τώρα που μπορούσε να της μιλήσει, τώρα που θα τον άκουγε, κατάλαβε πως δεν χρειαζόταν να της πει τίποτα. Η μουσική που είχαν φτιάξει τόσα χρόνια αγκαλιασμένοι, η αγάπη που είχαν νιώσει, δεν μπορούσε να περιγραφεί με κανέναν άλλο τρόπο εκτός απ' αυτόν: την μουσική. Η Αμέλσια γέλασε και τον αγκάλιασε, κοιτώντας τον πια στα μάτια, όσο η ψυχή της έκανε έρωτα με την δική του. “Τελικά, δεν είναι η τελευταία φορά, αγαπημένε,” του ψιθύρισε. “Είναι η πρώτη.” Τέτοιο τραγούδι, δεν είχε ακουστεί ποτέ ξανά στον κόσμο και κανείς δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την μελωδία του για να το μεταβιβάσει σ' αυτούς που δεν το είχαν νιώσει. Έγινε θρύλος το τραγούδι εκείνο της Αμέλσια, που, όταν τα δάχτυλά της είχαν αγγίξει την άρπα, ένα φως είχε βγει απ' αυτήν κι είχε αγκαλιάσει, όπως έμοιαζε, τον κόσμο ολάκερο. Δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος, όσο έπαιζε η Αμέλσια. Ακόμα και τα δάκρυα, που κυλούσαν το ένα μετά το άλλο και πότιζαν τη γη, έπεφταν σιωπηλά. Σιωπηλά ήταν και τα γέλια που τ' ακολούθησαν, μιας και κανείς δεν τολμούσε να παρέμβει σ' αυτή την μουσική που παλλόταν με τους πιο ξέφρενους χτύπους του πάθους και ταυτόχρονα έσταζε σαν μέλι στις ψυχές. Δύσκολα έβγαιναν οι ανάσες και οράματα πως εκεί δίπλα είναι εκείνος ο ένας, ο μοναδικός για τον καθένα, γέμισαν τις καρδιές μ' ελπίδα κι ευτυχία. Όταν το τραγούδι, το ταξίδι, τελείωσε, βρέθηκαν να κρατούν σφιχτά χέρια ή να κρύβονται σε αγκαλιές ανθρώπων που δεν γνώριζαν κι αυτό ακόμα τους έκανε να χαμογελούν. Στην σκηνή πάνω, δεν βρισκόταν πια κανείς, ούτε η Αμέλσια, ούτε η άρπα της. Κανείς δεν έψαξε να βρει την κοπέλα που η μουσική της είχε γίνει θρύλος. Κανείς δεν το θέλησε. Ο θρύλος ταίριαζε καλύτερα σ' όλα αυτά που είχαν νιώσει όλοι εκείνοι που είχαν ακούσει το τραγούδι της αγάπης της Αμέλσια και του Μέινελ. Είπαν μόνο πως η κοπέλα κι η άρπα της έγιναν φως και μουσική και ζουν, από τότε και για πάντα, σε κάθε μελωδία που λυγίζει την καρδιά σαν κλαράκι. Μπορεί και να 'χαν δίκιο... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Sonya, η ιστορία σου είναι η πρώτη που σχολιάζω, αλλά και η πρώτη που μ' έκανε να νιώσω τόσο δυνατά και ωραία συναισθήματα. Σου εύχομαι μέσα απ' την καρδιά μου αυτή η ονειροπόλησή σου να μην σ' εγκαταλείψει ποτέ. Η ιστορία από την αρχή μου τράβηξε το ενδιαφέρον, που όσο προχωρούσε η πολύ ωραία και ζωηρή αφήγηση, αυτό μεγάλωνε. Η σκηνή του τέλους με πλυμμήρισε συναισθήματα μεγάλα, ευχάριστα, ευγενή, χωρίς μελοδραματισμούς και πυροτεχνήματα, χωρίς πολύχρωμα αστεράκια, αλλά κάτι πολύ βαθύ και αληθινό που κρύβουμε στις ψυχές μας. Μπράβο! (Και ευχαριστώ για την υπέροχη ιστορία που διάβασα... Έχω τελειώσει με τον σχολιασμό και δε λέω να φύγω από τη σελίδα...) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Παιδιά, πολλοί από εσάς έχετε γνωρίσει την φίλτατη mistress και αφότου διαβάσετε την ιστορία σίγουρα θα αναρωτηθείτε πώς αυτός ο dwarf barbarian κλεισμένος μέσα στο κορμί μιας γυναίκας μπορεί και γράφει με τέτοιον τρόπο; Ωμή ιστορία (ξέρω ότι γράφτηκε με μια ανάσα) από το στυλ που αρέσε σε μένα γιατί μου θυμίζει περισσότερο τον βάρδο/storyteller που του ζητάνε να εξιστορήσει κάτι και το βγάζει από μέσα του εκείνη την στιγμή. Δίχως πολλές διορθώσεις, δίχως σκέψεις του μπρος και πίσω, καθαρό storytelling. Κι εμένα μου αρέσει να γράφω έτσι, γι' αυτό το σημειώνω όταν βλέπω μια ιστορία να το βγάζει αυτό. Όταν κάποιος γράφει με μια ανάσα μια ιστορία, βλέπεις και το στυλ του. Όταν το κάνει αυτό η Σόνια έχουμε συνήθως τα εξής στοιχεία: Πολύ συναίσθημα και ΣΕΞ (όχι ότι περίμενε κανείς από την συγγραφέα να μην το χρησιμοποιήσει. Ε τι τώρα, σε τα μας; ) Ακαδημία Βάρδων, μαγική άρπα, το διήγημα μοσχομύριζε Λάιρα ( μπορώ να φανταστώ και τον Gilthanas να κοιτάει από κάποιο παράθυρο την γιορτή με το πονηρό χαμόγελο που λέει "εγώ είδα ακριβώς τι συνέβη στην κορασίδα" και να μας κλείνει το μάτι. ) Στην παρέα μου λέμε συχνά μια ατάκα/παράσημο η οποία ταιριάζει γάντι στην Σόνια. ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΤΟ 'ΧΕΙΣ Το χει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Μου άρεσε πολύ, τέλειο παραμύθι, κανένα παράπονο…εε, ή μήπως όχι; Σίγουρα σε προσκυνώ στην ικανότητα σου να βγάλεις κάτι τόσο άρτιο μέσα σε τόσο στενό χρονικό περιθώριο. Παίζεις στα δάχτυλα ολοκληρωμένους χαρακτήρες, παραμυθένια σκηνικά και μαγευτικά συναισθήματα. Τώρα…ο τύπος είναι νεκρός (έζησε την ζωούλα του, έφαγε τα ψωμιά του, ποιος τον φταίει που δεν κατόρθωσε πολλά στη ζωή του;), στοιχειώνει μια άρπα και περιμένει το τέλειο τραγούδι. Ως εδώ καλώς. Κι έρχεται η Αμέλσια, μια κοπέλα με μια λαμπρή σταδιοδρομία ανοιγμένη μπροστά της, χάρη στο μοναδικό της ταλέντο, που οι κακιασμένες, πλούσιες Κατίνες να φαν την σκόνη της. Και τι γίνεται; Η χαρά του μουχλιασμένου στοιχειού γίνεται. Απλώνει τα φαντασματένια κουλά του και την παίρνει μαζί του στον Άδη για περαιτέρω χουφτώματα. Και η ευκαιρία η Αμέλσια να διαπρέψει να γίνει μεγάλη σταρ;! Μπα. Προς ανακούφιση των κακιασμένων πλούσιων Κατίνων, τους άδειασε τη γωνία για να διαπρέψουν οι ίδιες! Σοβαρά όμως, πολύ καλό παραμύθι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
ntoing Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 σούπερ είναι, χίλια μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 ΟΚ, δεν περίμενα κάτι λιγότερο... Μπράβο φίλτατη!! Μια πάρα πολύ ωραία ιστορία που μου θύμισε λίγο την "Μπάρμπι και το Διαμαντένιο Κάστρο" :tongue: Όχι, εντάξει... πλάκα κάνω! Η γραφή ήταν άψογη και η ιστορία κυλούσε πολύ ωραία. Το μόνο που με χάλασε είναι το τέλος... Θα προτιμούσα κάτι πιο χαρωπό, αν και ήταν πολύ εντυπωσιακό! Εν κατακλείδι, πάρα πολλά μπράβο!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Σόνια ήταν μια πολύ ωραία ιστορία, μαγευτική! Ωραία γραφή, συναισθήματα και όμορφες εικόνες. Μπράβο! Βέβαια αυτό το σεμνό, καημένο, αδικημένο αλλά άξιο κοριτσάκι δε μου άρεσε πολύ αλλά είναι προσωπικό και άλλωστε δε μου στέρησε την απόλαυση για το υπόλοιπο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Η ιστορία που μέσα μου κονταροχτυπήθηκε περισσότερο με την ιστορία της Ευθυμίας. Απλή, ξεκάθαρη κι έντονα φορτισμένη συγκινησιακά. Η παράγραφος που έγειρε την πλάστιγκα υπέρ της Ευθυμίας ήταν εκείνη όπου γίνεται περιγραφή του ψυχικού έρωτα. Αν η Σόνυα δεν το είχε σωματοποιήσει τόσο (το ξέρω ότι ακούγεται οξύμωρο αλλά έτσι είναι), και το είχε αποδώσει μ’ ένα πιο αφηρημένο λυρικό ύφος θα είχε κερδίσει αυτή τη μάχη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Καλή γραφή, εκπληκτική η σκηνή με την τελική εξέταση και το τραγούδι της Αμέλσια και του Μέινελ. Οι πρώτες παράγραφοι είναι πολύ συμπυκνωμένες για να φτάσουμε στην τελική εξέταση, οπού μεταβαίνουμε σε έναν πολύ πιο αργό ρυθμό περιγραφής. Αυτό νομίζω ότι χαλάει την ισορροπία της ιστορίας. Η ισορροπία κλονίζεται, αλλά λιγότερο, και από τον αρχικά χιουμοριστικό τόνο, ο οποίος αργότερα γίνεται έντονα λυρικός. Τότε_θα_είσαι_ελεύθερος_σ_όλια__κριτικη.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted March 27, 2009 Share Posted March 27, 2009 Πολύ όμορφο και συγκινητικό. Όλη του η δύναμη κρύβεται στις τελευταίες παραγράφους. Πολύ καλή ιδέα που δίνει ζωή στο Τραγούδι, το θέμα του διαγωνισμού και ένας ρομαντικός ύμνος στη σχέση του μουσικού και με τη μουσική. Μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Φοβερό. Αν και μ’ όσα διαβάζω από σένα τη ψυλλιάστηκα νωρίς τη δουλειά, δεν μ’ ενόχλησε καθόλου. Κυλούσε ωραιότατα, η γραφή πολύ καλή και το τέλος συναισθηματικότατο και μετρημένο, όπως ακριβώς έπρεπε. Η ιδέα καλή και η κατάρα πολύ ταιριαστή. Αν υπάρχει κάτι που μου έλειψε ήταν μια ακόμη παράγραφος της σχέσης της άρπας με τη κοπέλα πριν την αποφοίτηση, ένας διάλογος ή κάτι άλλο που να περιγράφει την αγάπη τους. Άντε και μια επανάληψη από τα λόγια της αρχής στο τέλος, αν και προσωπικά δε πτοήθηκα, πήγα πάνω και τα ξαναδιάβασα από μόνος μου! Πέρα απ’ αυτό, το διήγημα ήταν τέλειο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Καλή η τελική σκηνή και η σχετική κορύφωση (σαρκική, πνευματική και λογοτεχνική). Όχι άσχημη ιδέα, αν και δεν ξέρω πόσο συνηθισμένη είναι στην φάνταζυ. Γλυκό τέλος με τις αντιδράσεις του κοινού και τον σχετικό θρύλο. Ουφ. Είναι πολύ κουραστικό να γράφεις καλά σχόλια. Και τώρα που ξεμπέρδεψα, συνεχίζω ανάλαφρος σαν πουλάκι: Προφανώς, είναι θέμα προσωπικής προτίμησης το πώς γράφει κανείς. Αλλά ενώ μια λογοτεχνική φλασιά είναι απόλυτα αποδεκτή τεχνική, δεν νομίζω ότι πρέπει να στέκεται κανείς σ' αυτήν. Ο αναγνώστης (όπου αναγνώστης = η ίδια η συγγραφέας μετά από καιρό + οι αναγνώστες του διαγωνισμού + οι άγνωστοι αναγνώστες στο μέλλον, λέγω με κεκτημένη ταχύτητα από σχετική κουβέντα σε άλλο τοπίκιο) ο αναγνώστης λοιπόν δεν ενδιαφέρεται αν το έργο γράφτηκε σε μισή ή μία ώρα, υπό την πίεση κάποιου διαγωνισμού ή όχι. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι οι αναπόφευκτες ατέλειες της πρώτης βεβιασμένης γραφής, οι οποίες είναι εμφανείς σε κάποια σημεία τα οποία δεν έχω την υπομονή και τον χρόνο να υποδείξω. Όπως είχα πει και στον Glowleaf, η πιθανότητα η πρώτη γραφή μας να είναι και η καλύτερη κολυμπάει πολύ κάτω από το 1%. Οπότε θα ήθελα να δω αυτό το διήγημα χτενισμένο, παρφουμαρισμένο και με τα καλά του μετά τον διαγωνισμό, τόσο ως προς το ύφος της γραφής του όσο και ως προς την εκτέλεσή του γενικότερα. Γιατί αξίζει τον κόπο. [Θέλω να πιστεύω ότι είμαι απλώς αυστηρός. Πείτε μου ότι δεν ήμουν (πολύ) κακός, γιατί ένα σχετικό σχόλιο στο μυτίγκιο με ανησύχησε...] Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 (edited) Διαβάζοντας για το διαγωνισμό, ήμουνα ως φαίνεται πολύ τυχερή. Επειδή κατάβαζα και αριθμούσα τα διηγήματα με τη σειρά περίπου που ανέβαιναν, κατέληξα να τα διαβάσω με περίπου την ίδια σειρά. Κι εκεί που πίστευα ότι είχα δει όλες τις εκδοχές του τι μπορεί να γράψει κανείς για ένα τραγούδι, βλέπω αυτό, κι αν πω ότι τώρα είμαι πράσινη από ζήλεια, θα είναι understatement! Το καλύτερο για το τέλος λοιπόν. α) και - Η ιδέα της ευχής - κατάρας εξαιρετική. Ανήκει στα πολύ αγαπημένα μου θέματα. β) Το ερωτικό-σεξουαλικό κομμάτι, που είναι τόσο πραγματικό, με ενθουσίασε. γ)Φίλτατε, mman, θύμισε μου την επόμενη φορά που θα σε δω αυτοπροσώπως να πάμε για μια παρτίδα άγριου ξύλου . Αμάν πια, αν δεν πεις την κακιά σου κουβέντα, δεν μπορείς! Ωραία, το έγραψε βιαστικά. Η άλλη εκδοχή θα ήταν να μην το γράψει! Και τότε, πραγματικά θα είχαμε χάσει την απόλαυση αυτής της ανάγνωσης. Edit: Τυπογραφικό. Edited March 29, 2009 by Tiessa Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted March 29, 2009 Author Share Posted March 29, 2009 (edited) Βασούλα, μη μου μαλώνεις τον Μιχάλη. Έχει και τους λόγους και τα δίκια του για να κάνει αυτά τα σχόλια. Και εξηγούμαι: Έλαβε χώρα ο εξής διάλογος ανάμεσά μας, σχετικά με διαγωνισμούς διηγημάτων κλπ. Κι ενώ ο Μιχάλης δήλωσε πως δεν αντέχει το ΜΙΚΡΟ χρονικό περιθώριο ενός διαγωνισμού, γιατί θέλει τον χρόνο του (ΠΟΛΥ χρόνο) για να μελετήσει και να καταγράψει ένα σωστό Διήγημα (γι αυτό και το κεφαλαίο Δ), εγώ απ' την άλλη, αν δεν μου βάλεις ένα πάρα πολύ σύντομο deadline να μου πεις "σε δύο ώρες παραδίδεις, κόψε τον σβέρκο σου", το κεφάλι μου μπορεί να σκάει από ιδέες, αλλά δεν θα γράψω καμία. Κι αν κάτσω να χτενίσω κάτι πριν περάσει κανας χρόνος (αλλά και μετά), κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήξω να γράψω κάτι άλλο. Αυτό δεν το θέλω, γιατί σαν αναγνώστης πια (σιγά μη θυμάμαι τι έγραφα πρόπερσι), αυτή η ιστορία μου μεταδίδει ατόφια συναισθήματα που δεν έχουν τύχει επεξεργασίας. Και κάπου εκεί επικοινωνώ και με την συγγραφέα του τότε και με αυτά τα συναισθήματα και μετά δεν μου πάει η καρδιά να τα πειράξω. Σαν τους ανθρώπους που αγαπάμε με τα στραβά τους (που ίσως και να μην τους αγαπούσαμε τόσο αν δεν τα είχαν), εγώ αγαπώ τα κείμενά μου (και, κυρίως τα όσα αντιπροσωπεύουν) με τα ελλατώματά τους. Σου το είπα και στο ξαναλέω: δε μ' αρέσουν ούτε τα κομμωτήρια, ούτε οι καλλωπισμοί. Μ' αρέσει η αληθινή ομορφιά κι η αληθινή ασχήμια. Το ως άνω δεν ισχύει για νουβέλες, οι οποίες περνάνε, αν όχι από κομμωτήριο, τουλάχιστον από ένα νοσοκομείο, να δούμε αν όλα τα μέλη είναι τοποθετημένα σωστά στην θέση τους. :Ρ εδίτιον το συμπληρωματικόν: όχι, δεν είσαι κακούλης. (Καλά, είσαι, αλλά είμαι στις καλές μου σήμερα :Ρ) Edited March 29, 2009 by Sonya Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Και σε εικόνες... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Αξιοσέβαστη Πνευματική Tiessa, Επειδή είναι πολύ πιθανόν να συναντηθούμε στην εκδήλωση της ΑΛΕΦ, ας προσπαθήσω να αποφύγω το ξύλο: Ναι, αφού η Sonya ανέβασε το διηγημά της μόλις 62' πριν το τέλος της διορίας, αν δεν το είχε γράψει γρήγορα, δεν θα το είχε γράψει καθόλου και κανείς μας δεν θα το ήθελε αυτό. Αλλά δεν είπα να μην το έγραφε, έστω και βιαστικά, έστω και πρόχειρα. Λέω μόνο, τώρα που το έχει "φταρνιστεί", να το περιποιηθεί λίγο. Τώρα που είναι ζεστό και μπορεί ακόμα να το κάνει σεβόμενη την Sonya της έμπνευσης και της πυρετικής στιγμής της δημιουργίας. Προσωπικά, αν και το ακριβώς αντίθετο του κοκέτου, πριν βγω έξω ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη. Αποφεύγω να συνδυάζω απλυσιά και σεξ. Προτιμώ να μου σερβίρουν το γεύμα (όσο νόστιμο κι αν είναι) σε πιάτο με μαχαιροπήρουνα αντί για κατσαρόλα με τα χέρια. Δεν συνεχίζω γιατί του πιάσατε του υπονουούμενου. Βασούλα, μη μου μαλώνεις τον Μιχάλη. Έχει και τους λόγους και τα δίκια του για να κάνει αυτά τα σχόλια. Και εξηγούμαι: Έλαβε χώρα ο εξής διάλογος ανάμεσά μας, σχετικά με διαγωνισμούς διηγημάτων κλπ. Κι ενώ ο Μιχάλης δήλωσε πως δεν αντέχει το ΜΙΚΡΟ χρονικό περιθώριο ενός διαγωνισμού, γιατί θέλει τον χρόνο του (ΠΟΛΥ χρόνο) για να μελετήσει και να καταγράψει ένα σωστό Διήγημα (γι αυτό και το κεφαλαίο Δ), [...] Τέλος, να διευκρινίσω μόνο ότι δεν ανέφερα τη λέξη "σωστό" και σίγουρα δεν κατάφερα να προφέρω τη λέξη "Διήγημα" με κεφαλαίο Δ. Προφανώς για να τα γράφει έτσι η Sonya αυτή την εντύπωση θα της έδωσαν, αλλά θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι δεν θεωρώ οτιδήποτε γράφω "σωστό", πόσο μάλλον "Διήγημα"... Απλώς είμαι απίστευτα (τραγικά δηλαδή) αργός όταν γράφω... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 (edited) Πριν βγω έξω ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη. Αποφεύγω να συνδυάζω απλυσιά και σεξ. Υποθέτω η Deadend δεν διαβάζει ποτέ το φόρουμ... Edited March 29, 2009 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Υποθέτω η Deadend δεν διαβάζει ποτέ το φόρουμ... Υποθέτεις λάθος, οπότε κανόνισε τα σχόλιά σου όπως ακριβώς κάνω κι εγώ... (Η έξοδος της πρώτης πρότασης δεν συνδέεται -απαραίτητα- με το σεξ της δεύτερης, όπως ακριβώς δεν σκέφτηκες να την συνδέσεις με την κατσαρόλα της τρίτης. Και είμαστε ήδη εκτός topic. Sorry Sonya, αλλά ο Ντίνος μυρίστηκε μαγειρεμένο και μη κρέας και είπε να το ψάξει λίγο... ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted March 29, 2009 Author Share Posted March 29, 2009 Παρακαλώ, ελεύθερα..... Εξάλλου, πάντα νιώθω περηφάνεια όταν (άμεσα ή έμμεσα) προκαλώ συζητήσεις γύρω από μη-χορτοφαγική διατροφή... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 (edited) Καλή ιδέα, αλλά η γραφή είχε σκαμπανεβάσματα, από το σοβαρό, στο αστείο, στο λυρικό, στο καταιγιστικό (με την καλή έννοια)... Δε μου άρεσε που έμενε ολοκληρωτικά σε ένα αφαιρετικό επίπεδο, χωρίς άλλα πρόσωπα πλην των δύο και χωρίς διαλόγους. Μου έλεγε κάποια πράγματα αντί να μου τα δείχνει. Edited March 29, 2009 by Electroscribe Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Τι να σου πω, μετά λες για μένα. Ούτε κι εδώ θα κάνω σχόλια. Αν μου επιτρέπετε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 Αρκετα ωραιο και ποιητικο. :rolleyes: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.