Jump to content

Ο Τραγουδιστής και ο Μορφοποιός


Tiessa

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Βάσω Χρήστου

Είδος: Φαντασία

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι με την κλασική έννοια

Αριθμός Λέξεων: 2764

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: ---

 

Singer_and_Shaper.doc

 

 

 

Ο Τραγουδιστής και ο Μορφοποιός

 

 

 

 

Δεν ήταν βάρδος.

Βάρδοι περνούσαν καμιά φορά από το χωριό. Ο Ιριβάν τούς αναγνώριζε από μακριά. Έμπαιναν ταλαιπωρημένοι, φοβισμένοι, συχνά κυνηγημένοι, και κοίταζαν γύρω τους διστακτικά. Και όσο περνούσε ο καιρός κι εμφανίζονταν περισσότερα και λαμπρότερα, εχθρικά και παγερά τα στίγματα στον ουρανό τους, τόσο πιο σπάνια έρχονταν οι βάρδοι και τόσο λιγότερο έμεναν, για να φύγουν βιαστικά για πιο ευλογημένα μέρη.

Κανένας δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει. Οι εκτάσεις ήταν παγωμένες κι έρημες, οι διαδρομές ανάμεσα στα χωριά μακρινές, ολοένα και πιο δύσκολες με κάθε κύκλο των καιρών, κι εκείνοι δεν είχαν παρά μονάχα ένα λαούτο για ν’ ανοίγουν το δρόμο τους.

Δεν ήταν βάρδος.

Οι βάρδοι δεν ταξίδευαν ποτέ μοναχοί τους. Στους δρόμους παραμόνευαν πεινασμένα θηρία και άγρια στοιχειά του πάγου και της σκοτεινιάς. Γι αυτό ταξίδευαν συνοδεία με σιδηρουργούς, με κυνηγούς και με εμπόρους.

Είχε φτάσει στο χωριό λίγο πριν ψάλει ο Ιερέας της Πύρινης Πνοής το καληνύχτισμά του στο φως. Ήταν λίγο πριν γείρει πίσω από τους λόφους ο μελανιασμένος ήλιος, την ώρα που σε άλλους καιρούς θα ονόμαζαν σούρουπο.

Δεν ήταν ούτε ψηλός ούτε μεγαλόσωμος. Δεν ήταν οπλισμένος. Δεν ήταν καν νέος.

Σούσουρο απορίας απλώθηκε μέσα στον περίβολο.

Κάποιοι μεγαλύτεροι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να πλησιάζουν, αναγκάζοντας τον Ιριβάν να στριμωχτεί ανάμεσά τους. Πριν καταλάβει καλά-καλά τι συνέβαινε, πριν εκφραστεί η απορία του για το πώς είχε ταξιδέψει μόνος του αυτός ο περασμένος στα χρόνια άντρας, βρέθηκε καθισμένος κάτω στις παγωμένες, σκούρες πλάκες της μικρής πλατείας. Και μετά, άκουσε τη δυνατή φωνή του ταξιδιώτη να υψώνεται πάνω από τους ψιθύρους του πλήθους.

Στην αρχή, δεν κατάλαβε τι τους έλεγε. Μετά συνειδητοποίησε ότι ο άντρας δε μιλούσε αλλά τραγουδούσε. Χωρίς τη συνοδεία κανενός οργάνου, χωρίς βοήθεια ή υπόκρουση, η φωνή του είχε υψωθεί κι έψελνε κάτι σε μια γλώσσα άγνωστη.

Οι τόνοι άρχισαν να διαπερνούν τον παγερό αέρα. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από σκόρπιοι ήχοι στην αρχή. Νότες υψίσυχνες και παράξενες, σε μια τονικότητα, που έκανε το σώμα του μικρού Ιριβάν ν’ ανατριχιάσει σύγκορμο κι ας τον ζέσταιναν όλα εκείνα τα κορμιά που συνωστίζονταν γύρω του.

Δεν ήταν βάρδος, συλλογίστηκε, τρομαγμένα τώρα. Γιατί τραγουδούσε;

Όταν έρχονταν οι βάρδοι στο χωριό, τραγουδούσαν για τους άφοβους ήρωες και για τους πονεμένους ταξιδευτές, για τους μεγάλους μάγους και για τις προδομένες αγάπες. Και καμιά φορά τραγουδούσαν για την εποχή πριν πέσει πάνω στον ήλιο τους η Μαύρη Σκιά. Μιλούσαν για ανθρώπους που ταξίδευαν λουσμένοι στο φως, για κείνους που έβλεπαν τη ρόδινη Ανατολή μέσα από χλοερά δάση και θερμά λιβάδια, και τότε συχνά οι ακροατές τους δάκρυζαν. Τότε ήταν που η καρδιά του Ιριβάν πετάριζε. Τότε γέμιζε το μυαλό του με εικόνες που τα παιδικά του χείλη δυσκολεύονταν να περιγράψουν. Εκείνες τις νύχτες κουκουλωνόταν στο παγωμένο κρεβάτι του και προσπαθούσε ν’ αναπλάσει τους ήχους που θα κρατούσαν για λίγο ακόμη μέσα του το φως.

Τι λέει; Αναρωτήθηκε. Τι τραγουδάει αυτός που δεν είναι βάρδος;

Η φωνή του ξένου άντρα ήταν τόσο διαφορετική. Οι ήχοι δεν περνούσαν μόνο μέσα από τ’ αυτιά του Ιριβάν. Δονούσαν το κορμί του ολόκληρο, κυλούσαν μέσα του κι έστελναν στο μυαλό του εικόνες που δεν είχαν καμιά σχέση με τον ήλιο και την ανατολή.

Χωρίς να ξέρει γιατί, τα μάτια του στράφηκαν πάνω, στην κορυφή του πανύψηλου Ιερού Οβελίσκου. Από μικρό παιδί ήξερε ότι όφειλαν το φως του στους Αρχαίους Μορφοποιούς που το είχαν βγάλει μέσα από τη γη και στους Περιπλανώμενους Τραγουδιστές, που έπλεκαν τα νήματα για να το κρατούν στην κορυφή. Ήξερε πως όφειλαν την εναλλαγή της μέρας και της νύχτας στον Ιερέα της Πύρινης Πνοής, που άναβε το φως με τους ψαλμούς του το πρωί και το έσβηνε το βράδυ.

Το φως του Οβελίσκου καθόριζε τα σύνορα μέσα στα οποία μπορούσαν να κινούνται με ασφάλεια. Το φως κρατούσε μακριά το δαχτυλίδι του πάγου που έζωνε το χωριό, επέτρεπε στα χωράφια να παράγουν τη φτενή σοδειά τους, στα λιγοστά ζώα ν’ αναπαράγονται και στην κοινότητά τους να συνεχίζει τη δύσκολη, μέσα σε μόχθο και φόβο ζωή της. Το φως στην ψηλή κορυφή κρατούσε μακριά τα στοιχειά της σκοτεινιάς και γλύκαινε τον άνεμο που τύλιγε παγερός τον τόπο απ’ όποια κατεύθυνση του ορίζοντα κι αν φυσούσε. Αλλά το φως στον Οβελίσκο ήταν πια ένα αμυδρό, ετοιμοθάνατο αποκαΐδι και ο κλοιός του πάγου έσφιγγε ολοένα και περισσότερο γύρω τους. Κάθε εποχή ήταν πιο παγερή από την προηγούμενη, και τώρα τελευταία οι μεγάλοι έβλεπαν με φόβο τα φωτεινά άστρα να προβάλουν μέρα και νύχτα στον ουρανό. Τα παλιά τραγούδια τα εξυμνούσαν. Το φως τους όμως είχε τρυπήσει δυσοίωνα τον κώνο της προστασίας του Οβελίσκου και ο φόβος είχε απλωθεί βαθύς τις τελευταίες εποχές.

Τι έκανε το αλλόκοτο τραγούδι του ξένου στον Ιερό Οβελίσκο; αναρωτήθηκε ο Ιριβάν, προσπαθώντας να διακρίνει το σημείο όπου αισθανόταν τους παλμούς να περνάνε μέσα από τη συμπαγή ύλη. Ένας παράξενος φόβος, οξύτερος από τη βαριά αγωνία της σκοτεινιάς, στάλαξε πικρά μέσα του.

Ξάφνου η φωνή του ξένου έσβησε και ο Ιριβάν ανακάλυψε ότι βαριανάσαινε και ότι τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα από δάκρυα μιας άγνωστης απώλειας. Πολεμώντας την επιθυμία να γίνει ένα κουβάρι και να ζητήσει ανακούφιση στην αγκαλιά των διπλανών του, σήκωσε τα θολωμένα μάτια του, σκουπίζοντας τα με την ανάστροφη του παγωμένου χεριού του για να δει τον ξένο. Ξαφνιασμένος, είδε τον Ιερέα της Πύρινης Πνοής γονατιστό μπροστά στον παράξενο γέροντα.

«Σε κατάλληλη ώρα έφτασα», ακούστηκε η φωνή του. Έφτασε παράξενα υπόκωφη στ’ αυτιά του Ιριβάν, που είχαν συντονιστεί στον προηγούμενο υψίσυχνο ψαλμό. «Το Υφάδι της Πύρινης Πνοής έχει αραιώσει», δήλωσε μετά, μ’ ένα τρόπο που θύμισε στο παιδί το μάγο-θεραπευτή όταν έλεγε στη μάνα του ότι είχαν κρεβατωθεί επειδή είχαν φάει καρπούς πιο άγουρους απ’ όσο έπρεπε.

Το πλήθος ήταν από την αρχή σιωπηλό, αλλά τώρα κάτι σαν ρίγος προσδοκίας διαπέρασε τις γραμμές τους.

«Είμαι ο Τραγουδιστής Λιέζαρ», δήλωσε, κι εκείνοι έσκυψαν τα κεφάλια, γιατί αυτό ήταν αρκετό για να τα εξηγήσει όλα. Ακόμα και το μικρό λυγμό της λύτρωσης που τάραξε το σώμα του γονατισμένου Ιερέα.

Ένα νέο τραγούδι ξεκίνησε τώρα. Ήταν πιο απόκοσμο, πιο διεισδυτικό από το προηγούμενο. Ο Ιριβάν κράτησε την ανάσα του. Οι ήχοι γέμιζαν με λαχτάρα την ψυχή του. Μια λαχτάρα, μια ανάγκη που δάγκωσε το σώμα του, που τον έκανε να θέλει να τραγουδήσει και να κλάψει, τα κυλιστεί κάτω και να ουρλιάξει, μια ανάγκη που δονούσε το παιδικό ακόμα κορμί του με επιθυμίες ενήλικες.

Κάποιες στιγμές ήθελε ν’ ακούσει περισσότερα, να νιώσει μέχρι το βάθος της ψυχής του αυτούς τους παράξενους, μαγικούς ήχους. Άλλοτε πάλι, ήθελε να κλείσει τ’ αυτιά του για να μην ακούει, αλλά και το μυαλό του για να μη βλέπει τις φλογερές εικόνες. Ήθελε ν’ αποφύγει τον ηδονικό πόνο που πλημμύριζε κάθε ίνα του κορμιού του.

Με κομμένη την ανάσα, γύρισε ξανά τα μάτια του στον Οβελίσκο και τον είδε διάφανο. Το Τραγούδι του Λιέζαρ έκανε άυλο τον Ιριβάν και τον βύθισε μέσα από τα στρώματα της πέτρας για να χαϊδέψει τα φωτεινά νήματα.

Έμεινε μετέωρος εκεί, να παρακολουθεί το Τραγούδι να υφαίνει τα αναδυόμενα νήματα. Χωρίς λάθος, χωρίς δυσκολία, χωρίς φαλτσάρισμα, ο Τραγουδιστής ανέβαζε το φως από τα βάθη. Μέσα από τη γη, η φλόγα ανέβαινε. Ένα πύρινο υφάδι έντυνε απαλά τον Οβελίσκο. Ένιωσε ότι θα μπορούσε να μείνει εκεί, χαμένος μέσα στην ασφαλή ευτυχία της προστασίας που τους πρόσφερε ο Τραγουδιστής. Συντονίστηκε με τους ήχους και αφέθηκε στις νότες που τον ταξίδευαν.

Το τραγούδι όμως είχε ξυπνήσει κάτι άλλο, πιο ισχυρό, πολύ βαθύτερα. Κάτι που ανταποκρινόταν και τον καλούσε. Μέσα στον πέτρινο οβελίσκο, το φως δεν ήταν πια κόκκινο. Η φωνή του Τραγουδιστή έφτανε σαν άνεμος στο μυαλό του Ιριβάν κι εκείνος έβλεπε μια χρωματιστή φλόγα να χορεύει. Χρώματα… χρώματα πολλά… Μερικά δεν τα είχε ξαναδεί αλλά τα περισσότερα τα γνώριζε: κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο λαμπρό και ζεστό, πράσινο και γαλάζιο, μπλε, βιολετί και σκούρο μοβ. Χρώματα στροβιλίζονταν και ανακατεύονταν για να δώσουν ένα εκτυφλωτικό λευκό, ένα χρώμα φλόγας που κανενός υλικού η καύση δεν μπορούσε να χαρίσει.

Το τραγούδι βούιζε μέσα στο κεφάλι του και όλο του το κορμί αντηχούσε συντονισμένο. Ο Ιριβάν παραδόθηκε. Διαλύθηκε μέσα στη μαγεία του ήχου και της αρμονίας κι ένιωσε το σώμα του ν’ απομακρύνεται από τα νήματα, να βυθίζεται και να πλησιάζει τη θερμή φλόγα. Οι φωνητικές του χορδές, τα χείλη, τα δόντια και η γλώσσα του μιμήθηκαν τους ήχους που τόσο καθαρά σχηματιζόταν μέσα στο μυαλό του. Μέσα στις πέτρες, κάτω από την πλατεία, πέρα από την άκρη του περιβόλου, και μέχρι τους γύρω λόφους, όλα έμοιαζαν μ’ ένα πελώριο σχήμα που άνθιζε από φως.

Ήθελε αυτό το άνθος. Το ήθελε με μια λαχτάρα που δεν είχε καμιά σχέση με τις παιδικές του επιθυμίες. Ήθελε να βυθιστεί στα πέταλά του, να βουλιάξει μέσα του, να το κάνει ένα με το κορμί του, να το ντυθεί και να το ρουφήξει. Ήθελε να του ψάλει κι εκείνος το Τραγούδι του και να το πλανέψει. Να το ημερώσει και να πλάσει με τους δικούς του ήχους τη φωτιά που παραμόνευε στον πυρήνα του.

Ο ένας πίσω από τον άλλον, παλμοί σαν κύματα δονούσαν την ύπαρξή του. Και ο Ιριβάν χάθηκε πάνω στις νότες, απλώνοντας ολόκληρη την ύπαρξη του για να ρουφήξει και να μορφοποιήσει την πύρινη πνοή στο άνθος που έβλεπε μέσα στο μυαλό του, να το βατέψει με την καυτή επιθυμία του και να το κάνει έναν υπέρλαμπρο, σφαιρικό καρπό που θα φούσκωνε ώριμος πάνω από τα κεφάλια τους.

Ένιωσε τη φλόγα να τον πλησιάζει. Ένιωσε τη θερμότητα να τον αγγίζει. Την ήθελε! Ω, πόσο απίστευτα, πόσο αφόρητα πολύ την ήθελε! Κάτω από το κορμί του δεν υπήρχαν πια παγωμένες πλάκες. Γύρω του δεν υπήρχε το αιώνιο μισόφωτο από τον άρρωστο ήλιο και το μισοσβησμένο αποκαΐδι του Οβελίσκου. Ο ουρανός δεν ήταν πια μαβής αλλά γαλανός. Ο ήχος μορφοποιούσε το φως, το φως πλημμύριζε με ανθισμένη φλόγα κάθε γωνιά του μυαλού του. Μια πύρινη πνοή τον αγκάλιαζε.

Ο Ιριβάν ύψωσε τώρα τη δική του φωνή, για να καλύψει τη φωνή του Τραγουδιστή, για να εκπληρώσει αυτή την αφόρητη ανάγκη ν’ αγκαλιάσει τη γη και να εκτινάξει μ’ ένα σπασμό λύτρωσης το φως από μέσα της.

Άκουσε το κρεσέντο. Το κορμί του σπάραξε από την προσδοκία μιας ηδονής που δεν είχε γνωρίσει η παιδική ακόμα σάρκα του.

Και μετά ο ήχος έγινε πόνος κι έγινε κραυγή. Και η θερμή φλόγα έγινε μια αδηφάγα, κατακλυσμιαία φωτιά. Τραγούδι και φως όρμησαν στο μυαλό του με καταστροφική ορμή.

Ο Ιριβάν ούρλιαξε και χάθηκε στο σιωπηλό σκοτάδι.

Όταν συνήλθε, βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω στο μεγάλο, βουλιαγμένο στρώμα του κρεβατιού των γονιών του. Το σώμα του πονούσε παντού. Αναρωτήθηκε αν ήταν άρρωστος. Είχε γεύση από αίμα στο στόμα, και τα μάτια του θολά μόνο διέκριναν παράξενα χρώματα, σαν κι αυτά που είχε δει μέσα από το Τραγούδι.

Κάπου κοντά του διάκρινε τη βαριά φιγούρα του θεραπευτή.

Η μάνα του έκλαιγε με λυγμούς, καθισμένη στο κρεβάτι, κι εκείνος αναρωτήθηκε αν ήταν τόσο άρρωστος και δεν το είχε καταλάβει. Την τελευταία φορά που είχε δει τη μάνα του να κλαίει έτσι ήταν όταν πέθαινε η μικρή του αδελφούλα. Δεν ένιωσε φόβο, ωστόσο. Μια μικρή θλίψη μονάχα, πως θα στενοχωρούσε τους δικούς του. Κι έπειτα, μέσα του αντήχησε η θύμηση από τις νότες του τραγουδιού του γέροντα και το μυαλό του άρχισε να ξεγλιστρά στο χορό των χρωμάτων.

«Δεν είσαι έτοιμος γι αυτό, μικρέ!»

Το χέρι που τον τράνταξε δεν ήταν του θεραπευτή αλλά του Τραγουδιστή. Ο Λιέζαρ καθόταν κι εκείνος κοντά του, στην άλλη μεριά του κρεβατιού.

Η ανάσα του Ιριβάν βγήκε από τα χείλη του σαν μικρό βογκητό. Δεν καταλάβαινε και πολλά. Δεν καταλάβαινε τίποτα, πέρα από το ότι τα μάτια του τού φανέρωναν υπέροχα χρώματα, που δεν θυμόταν να έχει δει άλλοτε στη ζωή του.

Υπήρχε τόσο φως στο δωμάτιο! Τόσο φως!

«Γιάτρεψες το φως με το Τραγούδι σου, δάσκαλε;» μουρμούρισε με θαυμασμό. Η φωνή του ήταν βραχνή, ο λαιμός του κλεισμένος.

«Αυτή είναι η αποστολή μου, μικρέ Ιριβάν», απάντησε ο Λιέζαρ, δείχνοντας το ολόφωτο δωμάτιο γύρω του. «Να περιπλανιέμαι, τραγουδάω, να υφαίνω τα νήματα και να φέρνω λίγο φως στα φοβισμένα χωριά. Να διώχνω τους πάγους πίσω από τον ορίζοντα του κάθε ξεχασμένου τόπου. Ψάχνω για τους συνεχιστές μου, αλλά εσύ αποδείχτηκες ανώτερος».

«Είδα το άνθος της Πύρινης Πνοής», έκανε ο Ιριβάν ζαλισμένα.

«Το ξέρω, παιδί μου», είπε ο Λιέζαρ χαμηλόφωνα. «Το είδες και το άγγιξες. Είσαι πολύ καλύτερος από μένα, που είμαι μονάχα ένας Τραγουδιστής. Εσύ θα γίνεις Μορφοποιός. Σαν τους μεγάλους, αρχαίους ήρωές μας». Ένα απαλό χαμόγελο στάθηκε για μια στιγμή στα χείλη και στα μάτια του Λιέζαρ. Και μετά, η έκφρασή του έγινε αυστηρή. «Αν δηλαδή δε μας σκοτώσεις όλους πρώτα!» συνέχισε απότομα.

Ο Ιριβάν τον κοίταξε με μάτια διάπλατα.

«Το Τραγούδι μου αναζωπύρωσε το φως στον Ιερό Οβελίσκο», συνέχισε ο Τραγουδιστής. «Και όση ώρα εγώ διόρθωνα τα σπασμένα νήματα που έφερναν την Πύρινη Πνοή στον οβελίσκο σας, εσύ προσπάθησες να δημιουργήσεις μια νέα σφαίρα φωτός. Ευτυχώς που σε πρόλαβα. Χρειάζεται πειθαρχία, μικρέ μου. Πειθαρχία και γνώσεις, που ούτε ένας απλός Υφαντής σαν κι εμένα, ούτε ένας ταπεινός συντηρητής σαν τον Ιερέα σας μπορεί να σου προσφέρει».

Ένας καινούργιος λυγμός ξέφυγε από το στόμα της μάνας του.

«Και τώρα, πρέπει να πας μαζί του!» έκανε με σπασμένη φωνή, μέσα από τα δάκρυα και τα αναφιλητά της.

«Και τώρα… θα σε χάσουμε και σένα!»

«Τιμή σου είναι, μητέρα, κι όχι πένθος σου», δήλωσε αυστηρά ο ηλικιωμένος. «Ακόμα και μια σταγόνα ταλέντου ν’ ανακάλυπτα μέσα του, θα τον έπαιρνα να μαθητεύσει. Αλλά αυτός εδώ…» Τα δυνατά χέρια του ηλικιωμένου Τραγουδιστή άδραξαν τα μικρά μπράτσα του Ιριβάν και τον μισοσήκωσαν από το κρεβάτι. «Αυτός κρύβει στο μυαλό του τη δύναμη της μετατροπής του ήχου σε φως. Θα διδαχτεί και θ’ ανοίξει τους δρόμους. Εκεί που τώρα βασιλεύει η σκοτεινιά, ανάμεσα στα χωριά, θ’ ανθίσουν μικροί ήλιοι».

Η μάνα δε μίλησε άλλο. Με το πρόσωπο κρυμμένο μέσα στις παλάμες της, ακούμπησε την πλάτη κουρασμένα στο γυμνό πέτρινο τοίχο της καλύβας.

Ο Ιριβάν ετοιμάστηκε να χωθεί στα σκεπάσματα, για να προφυλάξει μέσα στις βαριές κουβέρτες και στις γούνες τα κατάλευκα, γυμνά του μπράτσα. Και τότε κατάλαβε ότι για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν ξεσκέπαστος και δεν κρύωνε.

Σαν γλυκό βάλσαμο έπεσε μέσα στην ψυχή του η ζεστασιά, και ρίχτηκε κλαίγοντας στην αγκαλιά του Τραγουδιστή.

 

 

 

***

 

«Πού πηγαίνουμε, Τραγουδιστή;»

Το λαμπρό φως του Οβελίσκου είχε βουλιάξει πια πίσω τους, κάτω από το ορίζοντα. Τ’ αστέρια άρχιζαν να τρυπάνε τον ουράνιο θόλο, ψυχρά κι εχθρικά. Το στρώμα του πάγου είχε από ώρα σκεπάσει η γη και, κάτω από τα πόδια τους, πύκνωνε φανερά σχεδόν σε κάθε τους βήμα.

«Στην πρωτεύουσα και από το συντομότερο δρόμο, Ιριβάν», απάντησε εκείνος. «Πρέπει να συναντήσεις τους δασκάλους του Ναού της Πύρινης Πνοής. Η εκπαίδευσή σου είναι σπουδαιότερη από την προηγούμενη αποστολή μου, να γιατρεύω το φως στα χωριά».

Το κρύο πάγωνε τα χέρια του Ιριβάν, αλλά στην καρδιά του άναβε η νέα φλόγα των λαμπρών χρωμάτων.

«Θα διώξουμε τη Μαύρη Σκιά, Τραγουδιστή;» τόλμησε να ρωτήσει το δάσκαλο.

«Αυτό είναι πάνω από τις φτωχές μας δυνάμεις, παιδί μου», απάντησε. Τα σκούρα του μάτια φάνηκαν ακόμα πιο σκοτεινά στο βαρύ λυκόφως του ουρανού τους. «Αλλά το Τραγούδι μας θα κάνει πάντοτε το φως ν’ ανθίζει στις καρδιές των ανθρώπων».

«Τι θα μάθω στο Ναό;»

«Θα μάθεις να Τραγουδάς στη γη, Ιριβάν», αποκρίθηκε ο δάσκαλος. «Θα μάθεις να χαρίζεις το φως και τη ζεστασιά απ’ όπου περνάς. Θα μάθεις να είσαι ο κύριος των χρωμάτων και ο Μορφοποιός της Πύρινης Πνοής. Το Τραγούδι σου θα γονιμοποιεί το Άνθος της και θα είσαι ικανός να γεννήσεις καινούργιους, μικρούς ήλιους μέσα από τη γη και να βοηθήσεις το λαό μας ν’ ανακτήσει νέα εδάφη από τις αρπάγες του πάγου. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»

Ο Ιριβάν έγνεψε καταφατικά, ενθουσιασμένος. «Θα μπορούμε να ζούμε καλύτερα», είπε. «Στο χωριό έλεγαν ότι αν είχαμε περισσότερα εδάφη, θα είχαμε περισσότερο φαγητό να φάμε και περισσότερο χώρο ν’ απλωθούμε».

«Θα μπορούσαμε να πληθύνουμε. Με κάθε σπιθαμή εδάφους που θα μας δίνει το Τραγούδι σου, θα μας χαρίζεται μια παραπάνω ευκαιρία για επιβίωση. Θα είσαι περιζήτητος, Ιριβάν. Φωτισμένος, τιμημένος κι ευλογημένος». Ο γέροντας στάθηκε. «Όμως…»

«Όμως;» ρώτησε το παιδί, βλέποντας το δισταγμό και τη μελαγχολία στα μάτια του Τραγουδιστή.

Ο Λιέζαρ συλλογίστηκε με κάποιες τύψεις την τεράστια άβυσσο όπου τραβούσε το μικρό μαθητευόμενο. Ένιωθε έναν απροσδιόριστο φόβο γι αυτή τη συνουσία με τα άνθη της φλόγας. Αναλογίστηκε τις ίντριγκες και τα παιχνίδια της εξουσίας που θα ξεκινούσαν με τον Ιριβάν ως έπαθλο σε όποια από τις φατρίες του Ναού της Πύρινης Πνοής κατάφερνε να πάρει πάνω χέρι.

Ίσως η ζωή του θα ήταν σύντομη, μοιρασμένη ανάμεσα στην κούραση και στον πόνο.

«Όμως το φως γεννάει πολλές σκιές, παλικάρι μου», είπε χαμηλόφωνα

Ο Ιριβάν χαμογέλασε ανέμελα, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα σπουδαίο.

Και το Τραγούδι ξυπνάει πολλά στοιχειά, συμπλήρωσε από μέσα του ο γέροντας.

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

Link to comment
Share on other sites

Μέσα από ένα χωρίς νόημα παραλλήρημα που κράτησε πολύ, άρχισα να νιώθω ανυπομονησία. Αλλά στο δεύτερο σκέλος της ιστορίας ικανοποιήθηκα, αφού οι εξηγήσεις που μου δόθηκαν ήταν πολύ ευχάριστες. Όμως, στο τέλος πάλι μου τα χάλασες, αφού βρήκα περιττό αυτό που λέγεται από το δάσκαλο.

 

Το θέμα "Τραγούδι" εδώ παίρνει πραγματικά πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: αν και ο ήρωας βιώνει όλα αυτά τα θαυμαστά και μεγάλα συναισθήματα και λαχτάρες, για 'μένα παραμένει ένα μυστήριο το γιατί. Τι άκουσε, τέλος πάντων, και έκανε έτσι; Με λίγα λόγια, δεν με έπεισες με το τραγούδι σου. Δεν συμπόνεσα ούτε στιγμή τον ήρωα, δεν είδα μέσα από τα μάτια του και δεν άκουσα με τ' αυτιά του.

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Πολύ ατμοσφαιρικό αλλά δεν ένοιωσα συμπόνοια για τους χαρακτήρες. Γιατί ακριβώς γίνανε όλα αυτά;

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πολύ ο κόσμος που έπλασες Tiessa, αυτός ο παραδομένος στο ψύχος και τους πάγους. Με έκανες να νιώσω το κρύο. Μου άρεσε επίσης ο ρόλος των οβελίσκων και το έργο που επιτελούν οι Τραγουδιστές / Μορφοποιοί.

 

Αν κάτι με εμποδίζει να απολαύσω την ιστορία είναι οι αναπάντητες απορίες που μου δημιουργεί η αφήγηση.

 

Γιατί οι οβελίσκοι χρειάζονται και τραγουδιστές και μορφοποιούς; Όταν ο Λιέζαρ εξηγάει στον Ιριβάν τι θα κάνει σαν μορφοποιός, που περιλαμβάνει και να τραγουδάει, τότε… οι τραγουδιστές τι χρειάζονται;

 

Φαντάζομαι πως ο Ιριβάν είχε κρυμμένη μέσα του την ικανότητα του Μορφοποιού και πως το τραγούδι του Λιέζαρ την αφύπνισε. Σε τι διαφέρει ο Λιέζαρ από τους άλλους βάρδους που περνούσαν από την πόλη; Γιατί ο Ιριβάν δεν ένιωσε έτσι με τα τραγούδια των άλλων. Γιατί τα τραγούδια των άλλων δεν διόρθωναν το φως του οβελίσκου; (Αν δηλαδή υπάρχουν βάρδοι και ψευτοβάρδοι αυτό δεν ξεκαθαρίζεται στην διήγηση.) Πιο σημαντικό λοιπόν από το τι τρέχει με τον Ιριβάν είναι το «Ποιος είναι ο Λιέζαρ;»

 

Εκτός αυτών, οι εικόνες που πλέκεις είναι μαγευτικές, και όπως με πάγωσες στην αρχή, κατάφερες να με ζεστάνεις αργότερα με την τόσο δυνατή περιγραφή σου.

Link to comment
Share on other sites

Αν κάτι με εμποδίζει να απολαύσω την ιστορία είναι οι αναπάντητες απορίες που μου δημιουργεί η αφήγηση.

 

Γιατί οι οβελίσκοι χρειάζονται και τραγουδιστές και μορφοποιούς; Όταν ο Λιέζαρ εξηγάει στον Ιριβάν τι θα κάνει σαν μορφοποιός, που περιλαμβάνει και να τραγουδάει, τότε… οι τραγουδιστές τι χρειάζονται;

 

Φαντάζομαι πως ο Ιριβάν είχε κρυμμένη μέσα του την ικανότητα του Μορφοποιού και πως το τραγούδι του Λιέζαρ την αφύπνισε. Σε τι διαφέρει ο Λιέζαρ από τους άλλους βάρδους που περνούσαν από την πόλη; Γιατί ο Ιριβάν δεν ένιωσε έτσι με τα τραγούδια των άλλων. Γιατί τα τραγούδια των άλλων δεν διόρθωναν το φως του οβελίσκου; (Αν δηλαδή υπάρχουν βάρδοι και ψευτοβάρδοι αυτό δεν ξεκαθαρίζεται στην διήγηση.) Πιο σημαντικό λοιπόν από το τι τρέχει με τον Ιριβάν είναι το «Ποιος είναι ο Λιέζαρ;»

 

Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, Ντίνο.

Ας σου απαντήσω λίγο τις απορίες (που μπορεί να έχουν και άλλοι), γιατί ομολογώ ότι ο χρόνος που είχα εύκαιρος ήταν πολύ λίγος και η ιδέα όσο πήγαινε γινόταν ολοένα και πιο μπερδεμένη στο μυαλό μου.

 

Οι βάρδοι που περνάνε από το χωριό είναι απλοί βάρδοι, όπως τους ξέρουμε από την ιστορία και τα παραμύθια.

Ο Λιέζαρ ήταν Τραγουδιστής, δηλαδή ικανός με το τραγούδι του (που είναι ένα συγκεκριμένο τραγούδι, κάτι σαν εκτεταμένο ξόρκι) να διορθώνει τα σφάλματα της δομής που έφερναν τη φλόγα πάνω στον οβελίσκο.

Έτσι ο Λιέζαρ έχει συγκεκριμένη αποστολή, όχι να βγάζει τη ζήση του διασκεδάζοντας τον κόσμο, αλλά να αναζωπυρώνει τη φλόγα.

Είναι η πρώτη φορά στη ζωή του Ιριβάν που περνάει από το χωριό Τραγουδιστής. Γι αυτό το τραγούδι αφυπνίζει τις ικανότητες του ενώ οι άλλοι βάρδοι απλώς τον συγκινούν αλλά δεν κάνουν κάτι παραπάνω.

Ο μορφοποιός είναι πολύ παραπάνω από τον Τραγουδιστή. Μπορεί να δημιουργήσει νέες φλόγες. Το ταλέντο του είναι πολύ πιο σπάνιο και γι αυτό η αποστολή του θα είναι διαφορετική.

 

@Roriconfan και Cassandra: Παιδιά, καταλαβαίνω απόλυτα το ότι δεν ταυτιστήκατε με τον ήρωα. Από τη στιγμή που συνέλαβα την ιστορία μέχρι και την τελευταία στιγμή που την παρέδωσα, η ιδέα του κόσμου γινόταν ολοένα και πιο πολύπλοκη στη δομή της συγκεκριμένης κοινωνίας, και στην αγωνία μου να τη γράψω μέσα στον ελάχιστο χρόνο (και χώρο) που είχα διαθέσιμο, δεν είχα ούτε κι εγώ την ευκαιρία να προλάβω να τον 'ζήσω' λίγο περισσότερο για να χτίσω πάνω στο συναίσθημα. Σίγουρα όταν συγκεντρώσω όσα σχολια λάβω, θα χρειαστεί να ρίξω κάμποση δουλειά.

Link to comment
Share on other sites

Η καλύτερη ιστορία όλων κατά την άποψη μου, με ελάχιστα ψεγάδια στην έκφραση (ζήτημα προσωπικής αισθητικής που δεν σημαίνει και κάτι). Μπράβο Βάσω! Φοβερή παράθεση οραμάτων που καλύπτει ως έναν βαθμό την ανικανότητα του κειμένου να δημιουργήσει έντονα συναισθήματα. Το μόνο που έχω να σου προσάψω είναι πως φαίνεται ανολοκλήρωτη. Σαν πρόλογος μιας πολύ μεγαλύτερης ιστορίας. Θέλω να δω τι γίνεται στη συνέχεια…

Link to comment
Share on other sites

Καλή αρχή, εκπληκτικές περιγραφές, και ένας υπέροχος παγωμένος κόσμος με μια μαύρη σκιά να καλύπτει τον ήλιο. Καλώς ή κακώς, πίστεψα ότι κάποια στιγμή θα μάθουμε τι ήταν η σκιά και τι αυτά τα αστέρια που τρυπούσαν τον ουράνιο θόλο. Έτσι απογοητεύτηκα με το τέλος, που ουσιαστικά είναι η αρχή μια εξαίσιας ιστορίας, που πολύ θα ήθελα να διαβάσω όταν τη γράψεις. Το αποτέλεσμα, πάντως, ήταν το διήγημα να κορυφωθεί κάπου στη μέση και ύστερα να χαλαρώσει. Παρόλα αυτά, είναι πάρα πολύ καλό.

Singer_and_Shaper_σ_όλια_κριτικη.doc

Link to comment
Share on other sites

Μια πολύ καλή ιστορία. Χάρηκα που τη διάβασα - τη διάβαζα και χαιρόμουνα. Είναι φανερό πως η ιδέα κατέληξε μεγαλύτερη από τα όρια και αυτό δεν είναι κακό. Αν κάποια στιγμή σου έρθει η όρεξη και ολοκληρώσεις την ιστορία προσθέτοντας τα επόμενα κεφάλαια στο υπέροχο πρώτο, ξεδιπλώνοντας έτσι τον κόσμο που γεννήθηκε στο μυαλό σου με αφορμή το διαγωνισμό, είμαι ένας από εκείνους που ευχαρίστως θα τη διάβαζαν. :)

Link to comment
Share on other sites

Απ' όσες ιστορίες του διαγωνισμού διάβασα (δεν τις διάβασα ακόμη όλες :rolleyes: ), αυτή με συνάρπασε περισσότερο. Όμορφα και γλαφυρά γραμμένη, χωρίς στόμφο, παρουσιάζει πειστικά και παραστατικά έναν ολόκληρο κόσμο. Η τελευταία ενότητα πλούτισε πραγματικά την ιστορία. Εννοείται πως θα 'θελα πολύ να διαβάσω τη συνέχεια, αν συνεχιστεί. Εύχομαι λοιπόν πολλές όμορφες ώρες γραψίματος και κάθε καλή τύχη.

Link to comment
Share on other sites

Από τις πιο ενδιαφέρουσες κοσμοπλασίες που έχω διαβάσει σε διήγημα. Τρομερή η περιγραφή με το ξόρκι όμως κάπου το περίμενα, εξάλλου οτιδήποτε λιγότερο θα με απογοήτευε από σένα. Εξαιρετική η απόδοση όλης της ιδέας, δεν πλατειάζει, κυλάει αρμονικά και δεν κάνει πουθενά κοιλιά. Ωραία και η έκφραση. Όμως επειδή δε γίνεται κριτική δίχως όμως, η ιδέα δεν είναι ιδέα για διήγημα αλλά ιδέα από μυθιστόρημα. Περιγράφει ένα γεγονός, σημαντικό, κομβικό, οκ, αλλά δίχως την συνέχεια χάνει αρκετά. Λυπάμαι που η κριτική μου δε θα σε ωφελήσει μιας και δε βρήκα πολλά αρνητικά στο κείμενο σου. Για μένα είναι μια πολύ δυνατή αφήγηση που απλώς υστερεί σαν κάτι που δε μοιάζει αυτοτελές, τουλάχιστον στα μάτια μου. Πάντως αν το έβαζες για διαφήμιση του επόμενου μυθιστορήματος σου, θα κέρδιζες μια προπαραγγελία και αν δεν χρησιμοποιήσεις σύντομα την ιδέα ίσως και να καταλήξεις να τη διαβάσεις!

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν αγαπητή Βάσω... Ξέρεις ότι πάντα οι ιστορίες σου μ' αρέσουν. Η συγκεκριμένη δυστυχώς δε με ικανοποίησε. Η γραφή ήταν άψογη, η ατμόσφαιρα ωραία και ο κόσμος που έπλασες με πολύ καλές προοπτικές, αλλά για ένα μεγαλύτερο κείμενο. Πιστεύω πως αυτή την ιστορία απλά δεν τη χώραγε αυτό το κείμενο. Κουράστηκα απ' τη σκηνή του τραγουδιού και περίμενα αγωνιωδώς να δω κάτι το μαγευτικό, αλλά προσωπικά δεν το είδα. Το τέλος δεν μου είπε κάτι και η ιστορία γενικά δε με άγγιξε. Πιθανότατα φταίει το γεγονός αυτό που ανέφερε και ο Χατζηγιώργης, ότι δηλαδή μου έμειναν πολλές απορίες για τις διάφορες έννοιες που εισάγεις. Εν κατακλείδι, η ιστορία έχει προοπτικές, αλλά όχι σε ένα διήγημα. Θέλει περισσότερο χώρο να απλωθεί, για να μη μένει και ο καημένος ο αναγνώστης με ένα κάρο απορίες! Καλή επιτυχία και καλή συνέχεια! :thumbsup:

Link to comment
Share on other sites

Υπέροχο διήγημα, γεμάτο όμορφες (κυρίως) ιδέες, εικόνες, χρώματα και λόγια. Μια καλή εκκίνηση ενός έπους που θα το περίμενα με αγωνία και θα το διάβαζα με ευχαρίστηση. Μεγάλο ρίσκο βέβαια να συμμετάσχεις στο διαγωνισμό με ένα τέτοιο απόσπασμα (λόγω του ότι η ιστορια...συνεχίζεται), σίγουρα πάντως είναι μια από τις καλύτερες συμμετοχές. Φρόντισε να γράψεις στην πορεία και τη συνέχεια, θέλω να δω το παρακάτω.

Και αν σου είναι εύκολο, επειδή σε άλλο τόπικ δήλωσες πως άκουγες Loreena McKennit όταν το έγραφες, μπορείς να μου πεις ποιο τραγούδι του δίσκου μοιάζει με το τραγούδι της ιστορίας;

Link to comment
Share on other sites

Παδιά, σας ευχαριστώ όλους για τα σχόλια σας, και πριν πω κάτι άλλο, να απαντήσω σε δυο ερωτήσεις που τέθηκαν:

 

@khar: Τ' αστέρια είναι απλώς αστέρια. Η παρουσία τους στον ουρανό είναι δυσοίωνη επειδή αυτό σημαίνει ότι το φως του οβελίσκου έχει γίνει τόσο αμυδρό ώστε να το διαπερνά το δικό τους φως. Για τον ίδιο λόγο αναφέρονται και στο τέλος. Δείχνουν ότι έχουν απομακρυνθεί από την επιρροή του οβελίσκου.

 

@Παρατηρητή: Άκουγα όλο το δίσκο Masks & Mirrors, για τη μαγική του ατμόσφαιρα, όχι επειδή ταίριαζε με κάτι συγκεκριμένο του διηγήματος - αν και πάρα πολύ θα το ήθελα να μπορούσα να γράψω κάτι εμπνευσμένο από το ίδιο το τραγούδι Masks and Mirrors του δίσκου.

 

Ωστόσο, θα ήθελα μια μικρή βοήθεια. Όλοι είπατε κάτι από τα παρακάτω:

Σαν πρόλογος μιας πολύ μεγαλύτερης ιστορίας.

 

...ουσιαστικά είναι η αρχή...

 

Αν κάποια στιγμή σου έρθει η όρεξη και ολοκληρώσεις την ιστορία...

 

θα 'θελα πολύ να διαβάσω τη συνέχεια...

 

...αν το έβαζες για διαφήμιση του επόμενου μυθιστορήματος σου...

 

...την ιστορία απλά δεν τη χώραγε αυτό το κείμενο...

 

Μεγάλο ρίσκο βέβαια να συμμετάσχεις στο διαγωνισμό με ένα τέτοιο απόσπασμα (λόγω του ότι η ιστορια...συνεχίζεται)

 

Και τώρα εγώ λέω:

Να πάρει η ευχή! Πώς την πάτησα τόσο πολύ;

Δεν τo είχα ξεκινήσει για απόσπασμα. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν ότι θα έπρεπε το τραγούδι να κάνει κάτι συγκλονιστικό. Τι πιο συγκλονιστικό από το να δώσει φως;

Και αρχίζει να ψιθυρίζει το διαβολάκι:

-- Μα για μια στιγμή! Γιατί να το έχουν τόση ανάγκη το φως;

--Α, το βρήκα, ο ήλιος τους δεν τους φωτίζει πια.

--Και τότε, πώς ζουν τόσο καιρό;

Και όπως ανέφερα σε άλλο ποστ, με αφορμή το θέμα τις μη ολοκληρωμένες ιστορίες, επειδή θέλω λογικές και όσο το δυνατόν αλοθοφανείς εξηγήσεις, η κοσμοπλασία πήρε το πάνω χέρι και πήρε σβάρνα και τους ήρωες και τα πάντα.

 

Αν ωστόσο κάποιος από εσάς, όταν έχει λίγο χρόνο, έχει τη διάθεση να μου πει τι ήταν αυτό που τον έκανε να θεωρήσει την ιστορία απόσπασμα ή αρχή μυθιστορήματος, θα ήμουνα ευγνώμων. Ξέρω ότι δεν πρόλαβα να εμβαθύνω στους ήρωες, και ότι είναι μονάχα όργανα για να προχωρήσει η υπόθεση, αλλά υποψιάζομαι ότι δεν είναι μόνο αυτό. Φταίει μήπως το τέλος με την αναφορά του Τραγουδιστή για το ότι τον περιμένουν περιπέτειες στην πρωτεύουσα; Αν έλειπε, θα θεωρούσατε την ιστορία πιο ολοκληρωμένη;

Link to comment
Share on other sites

Να ξεκινήσω από το γεγονός πως στην ιστορία σου ο πρωταγωνιστής δεν πεθαίνει! Μια τσεκουριά πάντα βοηθά στο να γίνει αυτοτελείς!

Edited by Solonor
Link to comment
Share on other sites

κατ’ αρχάς μια διευκρίνηση: δεν μου φάνηκε διόλου ημιτελές ή ανολοκλήρωτο. Ίσα ίσα, μια χαρά τελειώνει εκεί που τελειώνει: δυο φιγούρες βαδίζουν προς τη μεγάλη πόλη, ο διάλογος και οι σκέψεις τους συμπληρώνουν το προηγούμενο επεισόδιο, προσθέτοντας λεπτομέρειες και για τον κόσμο και για το χαρακτήρα τους. Κι αν μένει κανείς με την απορία «τι έγινε τελικά», αυτό είναι προσόν για κάθε ανοιχτό τέλος, όπως λένε μερικοί αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωσης διηγημάτων, μυθιστορημάτων και άλλων -γραφημάτων. Αφήστε που μερικοί προσθέτουν ότι έτσι γεννήθηκε το μυθιστόρημα (γιατί όχι και το διήγημα;): αναβάλλοντας διαρκώς το τέλος του.

Κι ευχήθηκα να διάβαζα τη συνέχεια, αν υπάρξει, για τον ίδιο λόγο που θέλεις να συνεχίσεις μια βόλτα, ένα ταξίδι, μια κουβεντούλα που σου αρέσει. Ο αέρας ανοίγει την όρεξη, νιώθεις όμορφα, ξεσκουριάζουν τα γρανάζια του μυαλού. Και κάτι ακόμη, ολότελα δευτερεύον: η σχέση μαθητείας, μοτίβο κλασικό, είναι επίσης τόσο ανεξάντλητο, κατά τη γνώμη μου, που πάντοτε έχει χώρο ν’ αφήσει και νέες φωνές να ακουστούν.

 

Για όλα τ’ άλλα, ας κρίνει το γνωστόν αναπόφευκτον :obsession:

Link to comment
Share on other sites

κατ’ αρχάς μια διευκρίνηση: δεν μου φάνηκε διόλου ημιτελές ή ανολοκλήρωτο. Ίσα ίσα, μια χαρά τελειώνει εκεί που τελειώνει: δυο φιγούρες βαδίζουν προς τη μεγάλη πόλη, ο διάλογος και οι σκέψεις τους συμπληρώνουν το προηγούμενο επεισόδιο, προσθέτοντας λεπτομέρειες και για τον κόσμο και για το χαρακτήρα τους.

 

Θα συμφωνήσω. Δείχνει αυτοτελές, αλλά μέρος ενός κόσμου για τον οποίον θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα. Όπως θα θέλαμε να ακούσουμε την ιστορία του νεαρού που θα γίνει μορφοποιός.

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία ενός ταλαντούχου νεαρού που ανακαλύπτει το ταλέντο του και βρίσκει έναν άξιο δάσκαλο, ως αυτοτελές διήγημα, είναι ένα από τα αρχέτυπα του φάνταζυ.

 

Η συγκεκριμένη εκτέλεση ήταν πολύ επιτυχημένη, η πολαρόιντ ενός κόσμου εξαιρετικά ενδιαφέροντος που πείθει πως η συγγραφέας έχει στο μυαλό της πολλά ακόμη να πει γι' αυτόν, ανεξάρτητα αν αυτό αληθεύει ή όχι (είναι αυτοσκοπός στη συγκεκριμένη πρίπτωση).

 

Μικρό παράπονο, κάποια σημεία που ηγραφή γίνεται λίγο πυκνή και βαρυφορτωμένη.

Link to comment
Share on other sites

Το ότι είναι αυτοτελές το διήγημα και ότι το τέλος είναι ένα αρτιότατο τέλος (έχουμε μια αρχή - τον τραγουδιστή που φτάνει στην πόλη - και ένα ταιριαστό τέλος, τον τραγουδιστή να φεύγει, καθώς και το σχετικό δράμα και την κάθαρση) οπότε τα περί "μεγαλύτερου μυθιστορήματος" δε στέκουν.

 

Το κείμενο είναι πανέξυπνο ως ιδέα και η κοσμοπλασία εξαιρετική. Η πλοκή δουλεύει εξαιρετικά καλά, με καθαρή αρχή, μέση και τέλος. Όμως η γραφή μου φαίνεται πολύ φορτωμένη και σα να προσπαθεί, σε σημεία, να "τεντώσει" την πλοκή χωρίς να χρειάζεται (ειδικά στη μέση, με το τραγούδι/όραμα). Πιστεύω ότι η ιστορία σηκώνει ένα πέρασμα ακόμα για να λάμψει, και το υλικό που έχει το αξίζει.

Link to comment
Share on other sites

Τι λέει; Αναρωτήθηκε. Τι τραγουδάει αυτός που δεν είναι βάρδος;

 

Τι ωραία φράση. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει γιατί μου αρέσουν αυτές οι περιφράσεις τόσο πολύ; Κι οι άλλες φράσεις βέβαια, εκείνες που δεν αντιγράφω γιατί μας ακούνε και μικρά παιδιά, που περιγράφεις το «ξύπνημα» αν θες του Ιριβάν, είναι… χμ, γκουχ, είναι. Ας πούμε πολύ ωραίες, γιατί δεν έχουμε άλλον τρόπο να το πούμε. Από τις καλύτερες του διαγωνισμού θα έλεγα. Θα μπορούσα να ζήσω βέβαια, και χωρίς το δεύτερο μέρος, με το διάλογο μεταξύ Ιριβάν και Λιέζαρ, αλλά κι έτσι δε χάνει πολύ.

Link to comment
Share on other sites

[..] Αν ωστόσο κάποιος από εσάς, όταν έχει λίγο χρόνο, έχει τη διάθεση να μου πει τι ήταν αυτό που τον έκανε να θεωρήσει την ιστορία απόσπασμα ή αρχή μυθιστορήματος, θα ήμουνα ευγνώμων. [...]

Το τέλος. Με τον διάλογο στον παγωμένο δρόμο όπου ο Τραγουδιστής βλέπει τις ίντριγκες, τις δυσκολίες και γενικά τη ζωή του αγοριού στο μέλλον.

Προσοχή: Δεν λέω ότι μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αυτό δεν είναι παρά το πρώτο κεφάλαιο από... κλπ, αλλά μου έδωσε την εντύπωση ότι θέλεις να μας πεις, έστω και περιληπτικά κάποια πράγματα που δείχνουν να μην χωράνε εδώ.

Υπάρχει μια τυποποιημένη λύση γι αυτό: Επειδή το πρόβλημα προκαλείται κυρίως από την τελευταία εντύπωση, που δίνει την αίσθηση ότι (αντίθετα με τον αντικειμένικό σκοπό σου) το τέλος του διηγήματος δεν είναι το τέλος της ιστορίας, τότε απλώς μεταφέρεις τις πληροφορίες που προκαλούν αυτή την εντύπωση πιο νωρίς μέσα στο διήγημα.

Δηλαδή, αναφέρεις νωρίτερα, κατά προτίμηση πριν από το ξύπνημα του αγοριού, ότι οι Μορφοποιοί κάνουν αυτό κι αυτό, είναι ανώτεροι των Τραγουδιστών, χαίρουν καθολικού σεβασμού και αναγνώρισης, παίζουν σε ίντριγκες και παιχνίδια εξουσίας, ό,τι τέλος πάντων κρίνεις ότι πρέπει να αναφερθεί για το μέλλον του Ιριβάν (προσωπικά δεν νομίζω ότι όλα αυτά είναι αναγκαία). Επειδή όμως αυτές οι πληροφορίες δεν θα είναι η τελευταία εντύπωση του αναγνώστη, πιστεύω ότι θα αμβλυνθεί κατά πολύ η αίσθηση ότι "δεν τελειώνει εδώ".

Φυσικά, αυτό συνεπάγεται ότι θα πρέπει να βρεις κι έναν δυνατό τρόπο να το τελειώσεις, αν αυτό δεν γίνεται στον παγωμένο δρόμο. Ίσως στο κρεββάτι του την ώρα που ξυπνάει και του λένε την αλήθεια; (Δεν ξέρω. Χαίρομαι που αυτό είναι δουλειά της συγγραφέως και όχι δική μου.)

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ όλους για τις διευκρινίσεις, που έλαβα είτε με ποστς είτε με μηνύματα. :)

Νομίζω ότι κατάλαβα τι λείπει και τι περισσεύει από την ιστορία. Θα φροντίσω, με την πρώτη ευκαιρία, να κάνω και τις σχετικές διορθώσεις.

Μάλλον, θα φύγουν οι ίντριγκες από το τέλος, αλλά θα μείνει ο παγωμένος δρόμος, γιατί εκεί ήθελα να δώσω την έμφαση.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν… μου άρεσε πολύ η ιστορία, είχε πολύ ενδιαφέρον και ο κόσμος που έπλασες ήταν μαγευτικός. Βέβαια αρχικά δεν μπορώ να πω ότι με τραβούσε τόσο πολύ ενώ αργότερα έγινε πολύ καλύτερο κατά την άποψή μου. Η γραφή ήταν πάρα πολύ καλή, δημιούργησες τρομερή ατμόσφαιρα και με γέμισε με ωραία χρώματα και εικόνες. ΟΚ, δε μου φάνηκε να τελειώνει εκεί και έδινε την εντύπωση ότι είναι μέρος κάτι μεγαλύτερου. Αλλά αυτό δε με ενόχλησε μέσα στο κείμενο.

Link to comment
Share on other sites

Η γραφή κέντημα, η πλοκή πλούσια και σε κάνει να θες κι άλλο! Τι άλλο να προσθέσω εγώ;

Μπράβο Tiessa. Το μόνο που θα μπορούσε να το κάνει καλύτερο ως διήγημα θα ήταν να "ελαφρύνει" λίγο το τέλος για να δίνει μεγαλύτερη αίσθηση ολοκλήρωσης, δίχως να χρειάζεται περισσότερο. (αν και μεταξύ μας, τώρα την πάτησες. Υπάρχουν ένα σωρό νήματα για να πιαστείς και ο λαός απαιτεί το βιβλίο. Ξεκίνα να το δουλεύεις!)

Link to comment
Share on other sites

Ωραια ιστορια αλλα ακομα πιο ωραιος ο κοσμος που δημιουργεις...Και η ιστορια προιδεαζει για συνεχεια η κανω λαθος???????

Link to comment
Share on other sites

Βάσω, δεν γλυτώνεις. Είσαι νοβελίστα, ΤΕΛΟΣ! :Ρ

 

Δεν μπορείς να επικεντρωθείς σε μια εικόνα μόνο. Θέλεις όλο τον πίνακα, τον ζωγράφο και τα πινέλα του. Το οποίο είναι υπέροχο.

 

Αλλά το οποίο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, μ' έκανε να θέλω να γυρίσω τη σελίδα να δω τι γίνεται παρακάτω. Guess what. Δεν είχε παρακάτω. :Ρ

 

Αντί να απαντώνται ερωτήματα, γεννιούνται περισσότερα. Είναι πανέμορφο κι οι περιγραφές λυρικές και μαγευτικές, αλλά ΘΕΛΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.

 

We want more! We want more!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..