DinoHajiyorgi Posted April 10, 2009 Share Posted April 10, 2009 (edited) [Γράφτηκε για τον διαγωνισμό με θέμα την "Αθανασία", στις 4.100 όμως λέξεις το έβγαλα εκτός.] Τον Μάρτιο του 3015, το διαπλανητικό παρατηρητήριο στις παρυφές του Πηγάσου μετέδωσε το νέο πως ο Κόκλιας είχε χαθεί σε μια τρομερή έκρηξη. Με τον κύριο πληθυσμό του διασκορπισμένο και ασφαλή σε άλλα αστρικά συστήματα, την ώρα της καταστροφής είχε μόνο δέκα χιλιάδες πιστούς στην επιφάνεια του, κόσμο που είχε παραμείνει εκεί με δική του βούληση. Ήταν ένας προαναγγελμένος θάνατος ενός πλανήτη και το τέλος ενός μύθου, ενός θεού. Ίσως. 1. Η γιαγιά μου μού έλεγε ιστορίες. Και η πιο απίστευτη απ’όλες αποδείχτηκε αληθινή. Θυμάμαι τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, όταν καθόμασταν δίπλα στο Ζευγάρι, πάνω από το λιμάνι της Ύδρας και παρακολουθούσαμε τη δύση του ηλίου. Σκοτείνιαζε ο ουρανός και οι πύρινες εξαγωγές των σκαφών που ανεβοκατέβαιναν από την Αθήνα στον τροχιακό σταθμό γινόντουσαν πιο ευδιάκριτες. Γέμιζε το στερέωμα σαν φεγγαρόλουστος αγρός με πυγολαμπίδες. Άκουγα τις ιστορίες της γιαγιάς με θέα αυτό το θαυμαστό φόντο και ονειρευόμουν από τότε την μέρα που θα έμπαινα κι εγώ σε ένα πλοίο που θα με έπαιρνε μακριά, ψηλά, πέρα στα αστέρια. Ήθελα να δω πράματα και θάματα, σαν αυτά που έπλαθε για μένα η γιαγιά μου, χωρίς να έχω αντιληφθεί ακόμα πως εκείνη η πορεία είχε ήδη στρωθεί για μένα. Το Ζευγάρι ήταν δύο αγάλματα που κοσμούσαν τον περίβολο του νέου Λιμεναρχείου της Ύδρας. Το ένα, σμιλεμένο σε μαύρο μάρμαρο, ήταν η φιγούρα μιας γυναίκας, καθιστής, που ατένιζε τον ουρανό με θλιμμένο βλέμμα. Αυτή ήταν η γιαγιά της γιαγιάς μου, η Ναυσικά. Το άγαλμα το είχε φιλοτεχνήσει η κόρη της Ναυσικάς. Ατένιζε τον ουρανό θλιμμένα γιατί περίμενε τον άντρα της, τον Αλέξη, που όμως δεν θα ερχόταν ποτέ. Αξιωματικός του ειρηνευτικού διαστρικού στόλου, ο Αλέξης Λάσκαρης είχε σκοτωθεί σε κάποια μάχη στα άστρα, έτη φωτός μακριά. Το άλλο άγαλμα, κατεργασμένο πάνω σε άγνωστο, σκούρο πράσινο εξωγήινο πέτρωμα, είχε φτάσει στη Γη κάπου δέκα χρόνια μετά τον θάνατο της γλύπτριας του πρώτου. Το είχαν στείλει Κοκλιανοί, σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης για τον άνθρωπο που είχε δώσει την ζωή του για να σώσει τον πλανήτη τους, τον Γήινο που πολλοί εκεί λάτρευαν σαν θεό. Απεικόνιζε με θαυμαστή λεπτομέρεια, χαρακτηριστικών και στολής, τον Αλέξη Λάσκαρη, όρθιο, αγέρωχο, να ατενίζει τον ορίζοντα με φλογερό βλέμμα. Κάποιος είχε την ιδέα να βάλουν τα δύο αγάλματα μαζί Καθώς η Ναυσικά ήταν καθιστή, έδειχνε τώρα να κοιτά με παράπονο τον Αλέξη της, ο οποίος όμως την αγνοούσε επιδεικτικά και σκληρά. Έτσι τουλάχιστο το έβλεπε η παιδική μου φαντασία. Όποτε τα κοιτούσα εκείνα τα αγάλματα κατακλυζόμουν από ανάμικτα συναισθήματα. Σίγουρα ζήλευα τον θρύλο του προγόνου μου και έλπιζα μια μέρα να κατορθώσω έστω και τη μισή του φήμη. Με τη φλόγα για μακρινά ταξίδια να καίει μέσα μου, φρόντισα κυρίως να μην ερωτευτώ ποτέ μου για να καταφέρω να αφήσω τη Γη πίσω μου χωρίς δεσμούς. Όταν η Ύδρα άρχισε να χάνεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, τα αγάλματα μεταφέρονταν σταδιακά όλο και ψηλότερα. Σήμερα το Ζευγάρι στέκεται ακόμα πάνω στη βραχονησίδα της Ύδρας, μοναχικό αξιοθέατο στα πλοία που το προσπερνούν. Ο Αλέξης Λάσκαρης παραμένει αναλλοίωτος στη φθορά των στοιχείων και του χρόνου, ενώ τα χαρακτηριστικά της Ναυσικάς έχουν σχεδόν λειανθεί, σα να σβήστηκε επιτέλους και η θλίψη της. Μάλλον ταιριαστό, τώρα που δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην ξέρει επιτέλους όλη την ιστορία. 2. Την εποχή της ενηλικίωσης μου, ο δρόμος για τα άστρα περνούσε δυστυχώς μόνο μέσα από τον στρατό. Ήμουν είκοσι ενός χρονών και εκτελούσα την θητεία μου ως δόκιμος στη Σελήνη όταν με βρήκε ο Κράιτσεκ. Το δέρμα του πρόσωπου του είχε περισσότερες λακκούβες από την επιφάνεια του φεγγαριού και μια τρομερή ουλή διέσχιζε κάθετα το προφίλ του. Τα μάτια του ήταν γαλάζια, ψυχρά και δημιουργούσαν χτυπητή αντίθεση στη μαύρη στολή των ειδικών δυνάμεων που φορούσε. Είχε εντεταλμένη άδεια για να με αποσπάσει σε διαστρική αποστολή, έτη φωτός μακριά από το ηλιακό μας σύστημα. Δεν πίστευα στα αφτιά μου για την αναπάντεχη ευκαιρία που μου προσφερόταν. «Περί τίνος πρόκειται;» τόλμησα να ρωτήσω ενώ ταυτόχρονα ένιωθα να στεγνώνει το στόμα μου. «Ξέρεις για τον πρόγονο σου, τον Αλέξη Λάσκαρη;» Η θύμηση της αρχαίας εκείνης ιστορίας με ξάφνιασε. «Ορίστε;» «Ο Αλέξης Λάσκαρης λατρεύεται σαν θεότητα στον Κόκλια, του συστήματος του Πηγάσου. Το γνωρίζεις αυτό;» «Το γνωρίζω.» Ήταν μια ιστορία με την οποία δεν ένιωθα άνετα κι ας είχα μεγαλώσει στη σκιά του αγάλματος του. Ήταν το κάτι άλλο να είσαι ο απόγονος ενός θεού. Έμαθα νωρίς να μη το κάνω θέμα σε άσχετους. «Από την μέρα που ο πλανήτης τους σώθηκε εξαιτίας της Γήινης παρέμβασης, και χάρη στον πρόγονο σου, οι Κοκλιανοί, μια κατά τα άλλα καχύποπτη και κλειστή ράτσα, φάνηκαν κάπως ελαστικοί στην παρουσία μας στον κόσμο τους. Η Γη διατηρεί μια βάση εκεί, για να επιτηρεί την ειρήνη και την ασφάλεια του πλανήτη. Πρόσφατα όμως διαπιστώσαμε μια κρίση…έναν κίνδυνο που απειλή αυτή την ασφάλεια. Για να καταφέρουμε όμως να βρούμε μια λύση, έναν τρόπο να πλησιάσουμε την καρδιά του προβλήματος…έχουμε ανάγκη της βοήθειας σου.» «Δεν καταλαβαίνω» είπα μουδιασμένος. «Είσαι ο πρώτος άρρεν απόγονος του Αλέξη Λάσκαρη, σωστά;» Η κληρονομιά της Ναυσικάς ήταν όντως μια σειρά από κόρες κι εγγονές μέχρι που ήρθα εγώ στον κόσμο. «Σωστά.» «Είσαι λοιπόν ο μόνος που οι Κοκλιανοί θα επιτρέψουν πρόσβαση στον ιερότερο τόπο του πλανήτη τους, στο προσκύνημα του Αλέξη Λάσκαρη. Που είναι δυστυχώς και το κέντρο της κρίσης που τους απειλεί. Αν δεχτείς φυσικά αυτή την αποστολή.» Μου το είπε με τέτοιο τρόπο ώστε να γνωρίζω πως δεν είχα περιθώριο να αρνηθώ. Που δεν το είχα σκοπό. Ο Κόκλιας είχε αγροτικό κυρίως πολιτισμό και έναν μισθοφορικό στόλο με τον οποίο άπλωνε γέφυρες σε άλλα αστρικά συστήματα για εμπορικούς κυρίως λόγους. Ήταν θρησκευόμενοι και διοικούνταν από μια παντοδύναμη κάστα ιερέων που όριζαν, με κάποιο υπερφυσικό τρόπο όπως λεγόταν, το παραδεισένιο, εύκρατο κλίμα του πλανήτη. Πλούσιες, αρίστης ποιότητας σοδειές έδιναν τις καλύτερες πρώτες ύλες που γίνονταν περιζήτητες από πολλούς, μακρινούς κόσμους. Ο πλούτος ήταν αυτός με τον οποίον εξασφάλιζαν την αφοσίωση των μισθοφόρων που τους υπηρετούσαν. Ήταν μοιραίο να βρεθούν μια μέρα στον διάβα παντοδύναμων κατακτητών και πλιατσικολόγων. Και παρά τις φαινομενικά ισχνές άμυνες τους, οι Κοκλιανοί αντιστάθηκαν και παρέμειναν απόρθητοι. Οι Βιένοι, οι κατακτητές, ορκίστηκαν εκδίκηση και ολική καταστροφή του πλανήτη. Πάνω σε αυτά τα γεγονότα κατέφθασε και ο στόλος της Γης. Ο Αλέξης Λάσκαρης θα θυσίαζε την ζωή του στις μάχες που ακολούθησαν. 3. Ο Κόκλιας ήταν πέντε άλματα μακριά από το αστροδρόμιο του Άρη. Ο Κράιτσεκ μου έδωσε να διαβάσω τον φάκελο με την ιστορία του πλανήτη στη διάρκεια του σύντομου μας ταξιδιού. Τα τελευταία όμως ιστορικά γεγονότα, κυρίως εκείνα που άγγιζαν και την δική μου γενεαλογία, ήταν συγκαλυμμένα με ακαθόριστες αναφορές. Ο Κράιτσεκ έλεγε πως αυτό ήταν για την δική μου ασφάλεια και πως μόλις φτάναμε στον προορισμό μας θα απαντιόνταν όλες μου οι απορίες. Από την πρώτη προσέγγιση στην επιφάνεια του Κόκλια κατάλαβα καλύτερα το τελευταίο κεφάλαιο στην αναφορά που είχα διαβάσει. Η παραδεισένια εποχή του πλανήτη είχε λήξει με την νικηφόρα μάχη που τον είχε σώσει. Άλλοτε πλούσιες σε βλάστηση περιοχές ήταν πλέον άνυδρες και οι αγρότες πάσχιζαν ενάντια σε αντίξοες συνθήκες για να αντεπεξέλθουν. Χωρίς την στήριξη των μισθοφόρων γίνονταν όλο και πιο εξαρτημένοι στην Γήινη βοήθεια. Ήταν μια κατάσταση που βόλευε πολλούς στην Αστρική Διοίκηση. Οι άλλοτε παντοδύναμοι ιερείς είχαν χάσει την επιρροή τους και το μόνο που κρατούσε τον πολιτισμό στα πόδια του ήταν μια μοιρολατρική πίστη στην μνήμη τού σωτήρα τού Κόκλια, τον Αλέξη Λάσκαρη. Κι αυτό ήταν άλλο ένα βήμα που η Γήινη επιρροή φρόντιζε να εκμεταλλεύεται. Το σκάφος προσέγγισης πέταξε πάνω από έρημους, γυμνά βουνά και εγκαταλειμμένες πολιτείες πριν αφιχθεί στην τελευταία και μεγαλύτερη ζούγκλα της κεντρικής ηπείρου. Προσγειωθήκαμε σε ένα τεράστιο ξέφωτο όπου ήταν μαζεμένοι χιλιάδες Κοκλιανοί. Περίμενα να δω γυμνόστηθους, ηλιοκαμένους ιθαγενείς με αχυρένιες φούστες, αντ’αυτού συνάντησα μια από τις πιο σεβαστές, υπερήφανες φυλές του γαλαξία. Ντυμένοι ελαφρά, σε ανοιχτόχρωμα λινά, άοπλοι, με τα χαρακτηριστικά ψηλά τους μέτωπα και τα πλατιά τους στόματα σχημάτιζαν μια καθησυχαστική, φιλική εικόνα. Κάτω από ψάθινα καπέλα, τα μικρά τους μάτια, βαθιά στις σκιώδες κόγχες τους, λαμπίριζαν από πάθος και εξυπνάδα. Δεν ξέρω αν έφταιγε ο τρόπος που με κοίταγαν, τους αγάπησα όμως με το που τους αντίκρισα. Μου θύμισαν τους τελευταίους ψαράδες της πατρίδας μου. Κι εκείνοι παραδόξως έδειξαν να με αναγνωρίζουν αμέσως. Μου το έλεγε συχνά η γιαγιά μου το πόσο έμοιαζα στην εμφάνιση με τον πρόγονο μου. «Έχεις την ίδια αετίσια μύτη» έλεγε και γελούσε δείχνοντας μου το άγαλμα. Ήρθαν ήρεμοι και πειθαρχημένοι, όλο χαμόγελα, με ξεχώρισαν από την συνοδεία μου και με άγγιξαν. Χιλιάδες χέρια, κύματα από μακρόστενα αλαβάστρινα δάχτυλα κατέβηκαν σαν αύρα και διαπέρασαν την ψυχή μου. Ήταν μια μεγάλη στιγμή για τον πολιτισμό τους. Τα γεγονότα της τελευταίας μάχης ήταν τόσο παλιά για εκείνους όσο ήταν και για μένα. Σε αντίθεση όμως με τον θεό τους, εγώ ήμουν μια ζωντανή, απτή πραγματικότητα. Έλπιζαν πως θα έφερνα πίσω την παλιά τους ευημερία. Μακάρι να γνώριζα εκείνη τη στιγμή τι αντιμετώπιζα για να ξέρω και τι να τους απαντήσω. Ακολούθησαν γιορτές, συμπόσια και περιηγήσεις από πόλη σε πόλη, με τον Κράιτσεκ πάντα σαν σκιά μου. Έπρεπε να τους δώσουμε αυτό το πανηγύρι για να μας δώσουν με τη σειρά τους πρόσβαση στο ιερό των ιερών τους. Εξακολουθούσα να βρίσκομαι στο σκοτάδι ως προς την αιτία της κρίσης που αντιμετώπιζε αυτός ο κόσμος. Παρά τις εμφανείς στερήσεις τους, κανείς τους δεν έδειχνε να βιώνει την απειλή κάποιου κινδύνου. Τα σπίτια τους ήταν πέτρινα και δεν ήταν ψηλότερα από δύο ορόφους. Είχαν καθαρούς, πλακόστρωτους δρόμους και τα πιο εντυπωσιακά τους κατασκευάσματα ήταν τα υδραγωγεία τους. Η κάθε πόλη στεκόταν στο κέντρο αχανών εκτάσεων από καλλιεργημένα χωράφια από γηγενές ή εισαγόμενο χώμα. Σαν αποτέλεσμα, η πολυχρωμία του εδάφους ήταν εντυπωσιακή και πανέμορφη. Χώροι λατρείας ήταν μικρές, κλιμακωτές πυραμίδες, όχι ψηλότερες από τα σπίτια τους. Δεν είχαν εικόνες ή αγάλματα. Δύο εβδομάδες μετά την άφιξη μας, ο Κράιτσεκ με ξύπνησε ένα χάραμα. Είχε έρθει η στιγμή. Όλα ήταν συμφωνημένα. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε αφήσαμε τα καταλύματα μας και πήραμε την βολίδα του σκάφους προσέγγισης προς κατεύθυνση που γνώριζε μόνο ο σκοτεινός συνοδός μου. Στην διάρκεια της πτήσης μου δόθηκε να φορέσω ενισχυμένη στολή με κλειστό σκάφανδρο, κατασκευασμένη από πορτοκαλί υλικό που δεν είχα ξανασυναντήσει. «Είναι για την προστασία μας» είπε ο Κράιτσεκ, «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.» 4. Η βολίδα προσγειώθηκε σε ένα λιβάδι, δίπλα σε ένα ταπεινό, μοναχικό κτίσμα. Το τοπίο δεν είχε να δείξει κάτι το περίεργο, ήταν η χαρακτηριστική ύπαιθρος που είχα συναντήσει σε τόσα άλλα μέρη του Κόκλια. Από το μικρό, πέτρινο σπιτάκι βγήκε ένας μετρίου αναστήματος, λιπόσαρκος Κοκλιανός που φορούσε μόνο ένα κοντό παντελόνι. Αυτός ήταν ο Σπέτκε, ένας πρώην ιερέας που ζούσε τώρα σαν ερημίτης. «Θα είναι ο οδηγός μας» διευκρίνισε ο Κράιτσεκ. Ο Σπέτκε υποκλίθηκε με σεβασμό και έσφιξε το χέρι μου μέσα στα δικά του. Ένιωσα αμήχανα που το δικό μου ήταν κλεισμένο σε προστατευτικό γάντι και έκανα να το βγάλω. Ο Σπέτκε έκανε ένα νεύμα που δήλωνε «δεν πειράζει.» Τουλάχιστο είχαμε ακόμα τα κεφάλια μας ακάλυπτα. «Η ψυχή των προγόνων σου καθρεπτίζεται στο βλέμμα σου Γήινε» είπε ο ιερέας και υποκλίθηκε ξανά. «Από εδώ.» Μας έδειξε την κατεύθυνση και ξεκίνησε όπως ήταν, και ξυπόλητος, προς τα χωράφια. Κοίταξα απορημένος τον Κράιτσεκ που βίδωνε εκείνη την στιγμή το σκάφανδρο του. «Δεν το καταλαβαίνω ούτε εγώ» είπε. «Κάνουν κάτι με προσευχή, νηστεία και κάποιο βότανο που πίνουν…έτσι μπορούν να μπουν μέσα. Δεν συνιστάτε σε μας. Πίστεψε με, το επιχειρήσαμε και είχαμε απώλειες.» Έβαλα το σκάφανδρο μου. «Είναι δοκιμασμένες αυτές οι στολές;» ρώτησα σκιαγμένος. «Σε εργαστηριακές προσομοιώσεις, ναι» μου απάντησε. Ακολουθήσαμε τον Σπέτκε για δέκα λεπτά περίπου μέσα από ένα κίτρινο χωράφι διάσπαρτο με σοδειά που θύμιζε στάχυα. Οι κορυφές των φυτών έφταναν μόλις ως τα γόνατα μας. Το τοπίο είχε γύρω μας νησίδες από τα χαρακτηριστικά κόκκινα δέντρα του πλανήτη. Αν ήταν να μπούμε κάπου «μέσα», όπως είχε πει ο Κράιτσεκ, δεν έβλεπα κανένα κτίριο ακόμα στον γύρω ορίζοντα. «Από εδώ» φώναξε πάλι ο Σπέτκε και μας έδειξε δύο πέτρινες στήλες όρθιες στο κέντρο του χωραφιού. Ο ιερέας στάθηκε εκεί, σαν πορτιέρης, και μας περίμενε να πλησιάσουμε. «Ακολουθείστε το μονοπάτι που βάλαμε για σας και μην ξεστρατίσετε από αυτό.» Τότε πρόσεξα πως πίσω από τις στήλες είχε τοποθετηθεί ειδική υπερυψωμένη ράμπα, ένα στενόμακρο ξύλινο μονοπάτι που διέσχιζε το τοπίο ως εκεί που διέκρινε το μάτι. Θα μας κρατούσε ακριβώς πάνω από τα στάχυα. Πρώτος ξαναπήρε το μονοπάτι ο Σπέτκε. Έδειξε να ανεβαίνει στη ράμπα με κόπο αλλά συνέχισε στο υπερυψωμένο μονοπάτι με το σταθερό του βήμα. Πέρασα τις στήλες και σκαρφαλώνοντας στη ράμπα ένιωσα μια περίεργη αντίσταση σε όλο μου το κορμί. Είδα την πορτοκαλί επιφάνεια της στολής μου να μουνταίνει και να παίρνει μια γαλάζια απόχρωση ενώ ένα κόκκινο φωτάκι άρχισε να αναβοσβήνει μέσα στο σκάφανδρο μου. «Τι συμβαίνει;» είπα με τη φωνή μου να παίρνει μια πανικόβλητη χροιά. «Είσαι εντάξει. Προχώρα» με παρότρυνε ο Κράιτσεκ σπρώχνοντας με. Συνεχίσαμε την πορεία μας, με την ξύλινη γέφυρα πάνω από τα στάχυα να φαντάζει σαν γελοία παρέμβαση στο τοπίο. Υπήρχε όμως κάτι το παράξενο. Κινούμασταν με κάποιον κόπο, θαρρείς και ο αέρας γύρω μας ήταν ξαφνικά ασυνήθιστα πηχτός. Σκέφτηκα να ρωτήσω κάτι όταν κούτρισα σε κάτι σκληρό και παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου. Ο Κράιτσεκ πρόλαβε να με συγκρατήσει. Ξαφνικά είχα ένα σημάδι πάνω στο γυαλί του σκάφανδρου μου, μια αμυχή στο σημείο που είχα συγκρουστεί με το αόρατο εμπόδιο. «Εδώ, το βλέπεις;» είπε ο Κράιτσεκ σηκώνοντας τον δείκτη του. «Σκύψε και πέρνα από δίπλα του. Μην το αγγίζεις.» Για αρκετά λεπτά δεν έβλεπα τι μου δείχνει. Μέχρι που έβαλε την παλάμη του μπροστά. Ήταν ένα ζιφ, ζουζούνι του Κόκλια που θυμίζει μέλισσα. Είχε τα φτερά του ανοιχτά εν πτήση και στεκόταν κοκαλωμένο στον αέρα, στο ύψος της κεφαλής μου. Είχα χτυπήσει πάνω του και είχε σημαδέψει το γυαλί στο σκάφανδρο μου, χωρίς όμως την ελάχιστη ζημιά σε εκείνο. Πριν ακόμα αντιληφθώ την πλήρη κατάσταση με διαπέρασε υποσυνείδητα ένα σύγκρυο. Ήταν όλες εκείνες οι αιχμές από στάχυα που μας σημάδευαν ακίνητες από κάτω. «Κράιτσεκ» είπα, «Τι στο καλό τρέχει εδώ;» «Εκεί είναι» άκουσα τον Σπέτκε να φωνάζει. «Πίσω από τον λόφο.» 5. Οι Βιένοι είχαν χάσει. Κακόβουλοι και εκδικητικοί καθώς ήταν, την ώρα της υποχώρησης είχαν έναν πράκτορα τους στο έδαφος του πλανήτη, έτοιμο να πυροδοτήσει ένα υπέρτατο όπλο. Έναν απομοριοποιητή ικανό να καταστρέψει ολόκληρο τον Κόκλια. Χάρη στην δυναμική επέμβαση της Γης και των συμμάχων της οι Βιένοι δεν βρήκαν την ευκαιρία να αναπτύξουν άλλα τέτοια όπλα. Η εξαφάνιση όμως Βιένων επιστημόνων από στρατόπεδα αιχμαλώτων γεννούσε κάθε λογής σενάριο στα παρανοϊκά μυαλά. Ο Βιένος πράκτορας κρυβόταν σε μια από τις πολλές πυραμίδες της υπαίθρου και ετοιμαζόταν να προγραμματίσει την βόμβα. Όταν όμως είδε το γήινο μαχητικό που τον είχε εντοπίσει να πλησιάζει, ήξερε πως δεν είχε περιθώριο χρόνου. Έπρεπε να πυροδοτήσει το όπλο άμεσα, θυσιάζοντας και τον εαυτό του. Ο Αλέξης Λάσκαρης δεν διακινδύνεψε να γαζώσει τον Βιένο με τα κανόνια που είχε στα φτερά του. Προσγείωσε αμέσως το μαχητικό και πηδώντας έξω από το κουβούκλιο του έτρεξε στις σκάλες της πυραμίδας με το ακτινοπίστολο του τραβηγμένο. Είχε δευτερόλεπτα για να εκτιμήσει την κατάσταση. Η βόμβα, μια ρουκέτα τριών μέτρων, στεκόταν όρθια στην πρώτη κλίμακα της πυραμίδας, δίπλα στον βωμό. Ο Βιένος έφραζε τον δρόμο του Αλέξη πάνω στις σκάλες και στα χέρια του κρατούσε μια μικρή συσκευή. Ο Βιένος πυροδότησε τον απομοριοποιητή και ο Αλέξης έριξε με το ακτινοπίστολο του. Τα υπόλοιπα ήταν ιστορία. Ζωντανή, ακινητοποιημένη, διατηρητέα ιστορία. Ολόκληρη η σκηνή στεκόταν παγωμένη στον χρόνο, μπροστά στα μάτια μου. Ο Αλέξης Λάσκαρης έτρεχε πάνω στα σκαλοπάτια της πρώτης κλίμακας. Είχε το ακτινοπίστολο του σηκωμένο προς τον ογκώδη, φολιδωτό Βιένο. Μια λαμπερή, καυτή δέσμη ξεκινούσε από την κάνη του προ-προ-πάππου μου, έβρισκε ευθεία το στομάχι του Βιένου, διαπερνούσε τον εξωγήινο και κατέληγε στον βωμό της πυραμίδας από πίσω. Σε αντίθεση με τον πέτρινο ναό, ο βωμός ήταν από σκούρο μέταλλο. Η ακτίνα του είχε ανοίξει μια τρύπα, μέσα από την οποία αναδυόταν μια γαλάζια ανταύγεια. Πίσω από τον Βιένο και δύο μέτρα περίπου από τον βωμό, η μεγάλη βόμβα βρισκόταν σε εναρκτήριο στάδιο έκρηξης. Το εξωτερικό περίβλημα της ρουκέτας ήταν ένα μπουκέτο από ακινητοποιημένα θραύσματα, ενώ ανάμεσα τους ανάβλυζε φως χιλίων ήλιων που πάσχιζε να απλωθεί. Τα δύο σκάφη των αντιπάλων στέκονταν πάνω στο γρασίδι, δεξιά και αριστερά της πυραμίδας. «Τι έγινε εδώ πέρα;» ρώτησα. Ο Κράιτσεκ μου έδειξε τον βωμό. «Είμαστε σίγουροι πως ευθύνεται αυτό εκεί. Η ακτίνα του Λάσκαρη απελευθέρωσε μια δύναμη που έκλεισε αυτό το μέρος σαν φούσκα σε ακτίνα τριών χιλιομέτρων.» «Τι είναι;» «Δεν ξέρουμε. Είναι παλιότερο κι από τους Κοκλιανούς. Οι παλιοί ιερείς το χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν το κλίμα σε όλον τον πλανήτη. Κανείς τους δεν έχει ιδέα πως λειτουργεί. Και είναι το μοναδικό σε όλον τον Κόκλια.» Πλησίασα τον πρόγονο μου. Έδειχνε ολοζώντανος. Σα να στεκόταν ακίνητος για να μας κάνει φάρσα. Η στολή του ήταν ολοκαίνουργια. Δεν φορούσε κάσκα και τα μαλλιά του έδειχναν να ανεμίζουν σαν σε φωτογραφία. Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα την άκρη μιας τούφας. Ήταν σκληρή και κοφτερή. Άφησε μια χαρακιά στην επικάλυψη του γαντιού μου. Το πρόσωπο του είχε παγώσει σε μια γκριμάτσα άγχους, με τα δόντια του σφιγμένα, το βλέμμα του να σημαδεύει με λύσσα τον εχθρό του. Μια περίεργη θαμπάδα κάλυπτε το πρόσωπο του, κατά τα άλλα όμως μπορούσα να δω την ομοιότητα με το άγαλμα που είχα αφήσει έτη φωτός πίσω. Ξανακοίταξα την σκηνή προσπαθώντας να την χωνέψω. «Έγινε κατά λάθος λοιπόν» είπα. «Ο Λάσκαρης έσωσε τον πλανήτη από ένα διεστραμμένο παιχνίδι της τύχης.» Ταυτόχρονα είχε στερήσει τον πλανήτη από την μοναδική τεχνολογία που εγγυούνταν την ευημερία του. Πλησίασα τον Λάσκαρη όσο πιο κοντά μου επέτρεπε η στάση του και τον κοίταξα στα μάτια. «Είναι νεκρός ή ζωντανός;» Ο Κράιτσεκ ήρθε κοντύτερα. Ο Σπέτκε είχε κρατήσει μια σεβαστή απόσταση από μας από την στιγμή της άφιξης μας. Στεκόταν ακίνητος, με το κεφάλι χαμηλωμένο και περίμενε στην άλλη άκρη της κλίμακας. «Φωτογραφίζουμε αυτό το μέρος από την τροχιά παραπάνω από εκατό χρόνια τώρα. Ο χρόνος δεν έχει παγώσει τελείως. Κινείται βασανιστικά αργά, αλλά κινείται. Αυτά τα ιπτάμενα θραύσματα κινούνται. Πιστεύουμε πως απλά ο πρόγονος σου ζει σε διαφορετικό χωροχρόνο από τον δικό μας.» Προσπαθούσα να κατανοήσω το όλο πράγμα από τη θέση του Αλέξη Λάσκαρη. Τα πάντα είχαν τελειώσει για εκείνον την στιγμή που είχε ενεργοποιήσει το όπλο του. Και ταυτόχρονα δεν είχαν τελειώσει αλλά ήταν εν εξελίξει. Τελικά θα τον σκότωνε πάλι ο απομοριοποιητής. Κάποια μέρα. Πάγωσα. Κοίταξα τον Κράιτσεκ. «Πότε αναμένεται η έκρηξη να φτάσει στις παρυφές της φούσκας; Μετά τι;» Ένα ειρωνικό χαμόγελο στράβωσε τη μούρη του. «Μήπως σου ξεφεύγει κάτι; Πρόσεξες τα σημεία θαμπάδας στο σκηνικό; Είναι τα πυρηνικά κύματα του απομοριοποιητή. Κινούνται και αυτά, ανεξάρτητα από τα θραύσματα. Αν προσέξεις, το γόνατο του Λάσκαρη κοντεύει να σβηστεί.» Πράγματι, το γόνατο το κάλυπτε μια μουτζούρα σαν να το είχε σβήσει γομολάστιχα. Σε είκοσι με εικοσιπέντε χρόνια πολύ πιθανό να είχε σβήσει και το πρόσωπο του ηρωικού Γήινου. Εκεί πάνω αντιλήφθηκα τι εννοούσε ο Κράιτσεκ. Μια θαμπάδα σκέπαζε και τον μεταλλικό βωμό. «Αν εξαερωθεί ο βωμός…θα ξεπαγώσει και ο χρόνος» ψέλλισα. «Η βόμβα…» «Είναι η κρίση για την οποία σε φέραμε εδώ» είπε ο Κράιτσεκ. «Δεν καταλαβαίνω…Πως μπορώ να βοηθήσω εγώ;» Η ψύχρα που αναδύθηκε από το βλέμμα του άντρα με προϊδέασε για κάτι πολύ δυσάρεστο. «Βοήθησες ήδη. Μας έδωσες πρόσβαση σε αυτό το μέρος.» Πάτησε μια εσοχή στον γοφό της στολής του και μέσα από μια τσέπη που άνοιξε στο πλευρό του έβγαλε ένα ακτινοπίστολο. Σημάδεψε και πάτησε την σκανδάλη χωρίς δισταγμό. Λίγο πιο εκεί, ο Σπέτκε σωριάστηκε νεκρός. «Μα τι κάνεις;!» ούρλιαξα. 6. Είχα μείνει αποσβολωμένος. Από την κεντρική τσέπη της στολής του έβγαλε μια κασετίνα. Μέσα είχε τρεις σκαραβαίους. Η τεχνολογία του διακτινισμού ήταν πρόσφατη, την είχαμε όμως εκπαιδευτεί στα γυμνάσια στη Σελήνη. Ο σκαραβαίος ήταν πομπός εντοπισμού ενός ανθρώπου ή αντικειμένου που ήθελες να διακτινίσεις από μεγάλη απόσταση. Ο Κράιτσεκ κόλλησε τον πρώτο πομπό στην στολή του. «Μας πήρε κάμποσο καιρό, βρήκαμε όμως τη συχνότητα με την οποία μπορούμε να διαπεράσουμε με ασφάλεια αυτό το πεδίο.» Κόλλησε τον δεύτερο πομπό στον θώρακα μου χωρίς να το ζητήσω. «Σε πέντε λεπτά θα έχουν τελειώσει όλα» είπε χωρίς κανένα πάθος στη φωνή του. Δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν κόλλησε και τον τρίτο πομπό πάνω στον μεταλλικό βωμό. Έβγαλε μια μικρή κεραία και άρχισε να μεταδίδει συντεταγμένες προς τον ουρανό. «Είσαι τρελός;!» του φώναξα. «Τρελός; Προτιμάς να χαθεί μια τέτοια τεχνολογία; Είναι επιτακτική ανάγκη να διασωθεί! Να μελετηθεί! Μπορεί να ωφεληθούν εκατομμύρια από αυτό.» «Και ο Κόκλιας; Οι Κοκλιανοί; Θα τους εκτελέσετε έτσι ψυχρά; Εσύ κι όποιοι σε περιμένουν εκεί πάνω;» «Θα συνέβαινε έτσι ή αλλιώς.» «Θα μπορούσαμε να εκκενώσουμε τον πλανήτη!» «Τους προειδοποιήσαμε. Τους δείξαμε τον κίνδυνο που διέτρεχαν. Δεν μας πίστεψαν. Δεν θέλουν να ακούσουν. Είναι ξεροκέφαλη ράτσα.» «Θα ακούσουν εμένα! Δώσε τους μια ευκαιρία! Αφήστε να τους μιλήσω εγώ. Εμένα θα με ακούσουν.» «Τώρα είναι αργά. Οι προθέσεις μας έχουν ξεσκεπαστεί.» Με κατέκλυσε πικρή οργή. «Γιατί δεν διακτινίζατε πρώτα τη βόμβα; Κάπου στο διάστημα;» «Όπως βλέπεις η θήκη της βόμβας είναι ήδη κατακερματισμένη. Η ενέργεια της έχει απελευθερωθεί. Καθιστά την διακτίνιση της ανέφικτη. Θα σκορπιζόταν πάλι σε όλον τον πλανήτη.» Πάτησε άλλο ένα κουμπί στην κεραία. «Σε ένα λεπτό…» Ξεκόλλησα τον σκαραβαίο από τη στολή μου και τον πέταξα. «Μην είσαι ηλίθιος» γρύλισε κοιτώντας με περιφρονητικά. «Δεν θα κατορθώσεις τίποτα έτσι.» «Δεν τέλειωσα ακόμα.» Δεν περίμενε την επόμενη μου κίνηση. Άρπαξα τον δικό του πομπό και τον πέταξα κι αυτόν μακριά. Ούρλιαξε οργισμένος και με κοίταξε με απύθμενο μίσος. Μόλις έκανα να κινηθώ προς τον βωμό έπεσε πάνω μου και άρπαξε το σκάφανδρο μου με τα δύο του χέρια. «Φαίνεται πως και οι δύο είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε τη ζωή μας για τα πιστεύω μας!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του. Καταλάβαινα πως επιχειρούσε να μου ξεβιδώσει το σκάφανδρο. Τον άρπαξα από τα μπράτσα και τον έσπρωξα με όση δύναμη είχα. Οι συνθήκες δεν βοηθούσαν ακριβώς στις κινήσεις μας. Σίγουρα όμως μας εξίσωναν μέσα σε εκείνες τις στολές, αλλιώς δεν θα ήμουν ικανός να τα βάλω με έναν αξιωματικό των ειδικών δυνάμεων. Ένιωσα το γόνατο του να με βρίσκει στο στομάχι ενώ ταυτόχρονα έφαγα την γροθιά του στο σκάφανδρο μου. Δεν πόνεσα, η στολή μαλάκωνε τα χτυπήματα του και η κάθε μας δράση συντελούνταν σε ονειρική, αργή κίνηση. Έχασα όμως την ισορροπία μου και άρχισα να πέφτω. Αρπάχτηκα από μία από τις τσέπες της στολής του και τον παρέσυρα μαζί μου στο έδαφος. Παρακολούθησα ανήμπορος να επέμβω τον Κράιτσεκ να πέφτει πάνω στην ενεργή ακτίνα τού Αλέξη Λάσκαρη. Ο αντίπαλος μου χωρίστηκε άηχα στα δύο, ελευθερώνοντας στον αέρα αχνιστά πλοκάμια κατακόκκινης φρίκης. Χωρίς να χάσω καθόλου καιρό, «κολύμπησα» όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τον βωμό και ξεκόλλησα τον τελευταίο σκαραβαίο. Τον πέταξα στον αέρα τη στιγμή ακριβώς που άρχισε να εξαφανίζεται. Εξαφανίστηκαν και οι τρεις πομποί ταυτόχρονα, χωρίς το φορτίο τους, προς απογοήτευση των αχρείων εντολέων μιας απαράδεκτης απόφασης. Αν είχα τον τρόπο μου, Γήινος δεν θα επιτρεπόταν να πατήσει ξανά πόδι στον Κόκλια, ούτε να πλησιάσει τόσο όσο στη τροχιά του. Τουλάχιστο όχι πριν εκκενωθεί πρώτα όλος ο πλανήτης. Και τον είχα τον τρόπο μου, και θα τον χρησιμοποιούσα. Ήμουν ο απόγονος ενός θεού και οι πιστοί του θα άκουγαν την φωνή μου. Μπορεί ο χρόνος να ήταν παγιδευμένος εδώ κάτω, από ψηλά όμως τα γρανάζια του σύμπαντος συνέχιζαν να κινούνται κανονικά. Ο ήλιος του Κόκλια είχε αρχίσει να χαμηλώνει στον ορίζοντα και το όλο τοπίο πήρε ταιριαστά την απόχρωση του κεχριμπαριού. Έπρεπε να γυρίσω στη βολίδα πριν σκοτεινιάσει, κάθισα όμως λίγο ακόμα να ρεμβάσω τον πρόγονο μου. Τον Αλέξη Λάσκαρη που ήταν ακόμα ζωντανός αλλά και δεν ήταν. Μου είναι αδύνατο να περιγράψω το συναίσθημα εκείνης της στιγμής. Δεν υπήρχε τρόπος να του αποσπάσω την προσοχή και να του δώσω νέα από την Ναυσικά του. Ούτε να του πω για την πλούσια γραμμή των απογόνων του ή την φήμη του πίσω στη Γη. Δεν μπορούσα καν να τον σώσω. Αν διακτινίζαμε τον Αλέξη εκτός της φούσκας θα διακόπταμε και την ροή της ακτίνας του. Ποια θα ήταν τότε η επίπτωση στην σωτήρια δυσλειτουργία του βωμού; «Αν καταφέρω και ξανάρθω» του είπα σα να με άκουγε, «Θα στα πω όλα κι ας μην ακούς.» Το υποσχέθηκα και το εννοούσα. Επίλογος Στις 16 Μαρτίου του 3015 εξερράγη ο Κόκλιας. Ήμουν στη Γη τότε, για τον γάμο του γιου μου. Ναι, γύρισα τελικά σπίτι, ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά. Κουβαλούσα πολύ μεγάλη ιστορία για να την αφήσω να τερματίσει μαζί μου. Η έκρηξη ήταν ορατή από την Γη σαν ένα φωτεινό αστεράκι και ενώ πολλοί προέβλεπαν να σβήσει σε λιγότερο από έναν χρόνο, κάθομαι τώρα τα βράδια με τον δισέγγονο μου τον Αλέξη και το κοιτάζουμε ακόμα. Του λέω ιστορίες. Του μιλώ για τον προ-προ-πάππο μας και βλέπω σε εκείνο το μικρό μουτράκι να φουντώνει η περιέργεια, η όρεξη για περιπέτειες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είμαι σίγουρος πως ο Κόκλιας δεν θα πάψει ποτέ να λάμπει. Τέλος Edited July 24, 2009 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
greenmist Posted April 10, 2009 Share Posted April 10, 2009 Πολύ όμορφη ιστορία με περιπέτεια, έντονα συναισθήματα, απρόσμενη εξέλιξη, πολύ καλές και ζωντανές σκηνές. Ήταν πολύ πρωτότυπο και ιδιαίτερο το πως χειρίστηκες το θέμα της "Αθανασίας" στην ιστορία. Αλήθεια, ήθελα να ξέρω αν όντως το θέμα του διαγωνισμού σου έδωσε την έμπνευση για την ιστορία, ή είχες κάτι άλλο στο μυαλό σου που "κούμπωσε" με το θέμα. Άσχετο, ή μήπως σχετικό; Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της ιστορίας, έχω την επιθυμία να διαβάσω και άλλες ιστορίες για τους Κοκλιανούς και τον υπέροχο πλανήτη τους, αλλά αυτό εξαρτάται από σένα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted April 10, 2009 Share Posted April 10, 2009 Πολύ όμορφη η ιστορία, με ιδιαίτερα καλό ξεκίνημα και στον πρόλογο και στο πρώτο μέρος. Μου άρεσε πολύ η ιδέα με τον παγωμένο χρόνο, που αποδεικνύεται να μην είναι και απόλυτα παγωμένος τελικά, αλλά να προχωράει σιγά-σιγά προς τα έξω η σφαίρα της καταστροφής. Η σκηνή με τους δυο να περπατάνε πάνω από τα στάχυα και να τους εμποδίζει ένα αόρατο κάτι ήταν εαξιρετικά ζωντανή. Επίσης μια-δυο προτάσεις σχετικές με την πάροδο του χρόνου ήταν πολύ γοητευτικές, όπως η αναφορά στα δυο αγάλματα και πόσο πολύ ταιριάζει η πορεία τους με τη μνήμη που διατηρεί ο κόσμος γι' αυτούς που αναπαριστούν. Προσωπικά, ήμουν απόλυτα καλυμμένη και πριν τον επίλογο, που θα μπορούσε και να λείπει, αφήνοντάς μας στον μακρινό πλανήτη, αλλά δεν πειράζει. Προφανώς ήθελες και μια νότα επιστροφής στα γήινα δεδομένα. Είχε κάτι από ε.φ. παλιότερης εποχής, με ηρωισμό και ταξίδια στο μακρινό διάστημα, που πάντοτε μου αρέσουν. Κρίμα που δε θα συμμετάσχει στο διαγωνισμό, αλλά πιστεύω ότι έκανες καλά που την κρατάς έτσι και δεν τη ζόρισες να χωρέσει σε λιγότερες λέξεις γιατί θα την αδικούσες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted April 10, 2009 Author Share Posted April 10, 2009 Αλήθεια, ήθελα να ξέρω αν όντως το θέμα του διαγωνισμού σου έδωσε την έμπνευση για την ιστορία, ή είχες κάτι άλλο στο μυαλό σου που "κούμπωσε" με το θέμα. Είχα από πάντα την εξής ιδέα: Στην πλατεία μιας πόλης μνημονεύεται ένας ήρωας που έσωσε ζωές εμποδίζοντας την έκρηξη μιας βόμβας. Την εμπόδισε ενεργοποιώντας μια συσκευή που παγώνει τον χρόνο, παγιδεύοντας μέσα στη φούσκα τον ίδιο και την βόμβα που έχει ξεκινήσει να σκάει. Και είναι αυτή η φούσκα, αντί αγάλματος που εκτίθεται στην πλατεία εκείνη. Αυτή ήταν η ιδέα/εικόνα. Δεν είχα όμως ιστορία. Χάρη στον διαγωνισμό μου δόθηκε η ευκαιρία να το δουλέψω. Ευχαριστώ greenmist και Tiessa για τα σχόλια σας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted May 29, 2009 Share Posted May 29, 2009 Πρωτότυπη, ευφάνταστη και δοσμένη εξαιρετικά, από το γνωστό σκηνοθετικό πρίσμα. Συγχώρησέ μου το: Ασύγκριτη με την ιστορία σου του διαγωνισμού. Και κρίμα γι' αυτό το διήγημα, που οι διαγωνισμοί βάζουν τόσο χαμηλό όριο λέξεων. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 24, 2009 Author Share Posted July 24, 2009 Το παρόν διήγημα στάλθηκε στο "9" προς εκτίμηση τους και σήμερα έλαβα αρνητική απάντηση. Δεν μπορούν να το εντάξουν στο πρόγραμμα δημοσιεύσεων τους. Ζήτησαν όμως να τους ξαναστείλω το «Cyborg και Λυκάνθρωποι», διήγημα που το είχαν απορρίψει το 2007 επειδή δεν ταίριαζε στο ύφος των ιστοριών που δημοσίευαν! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nova Posted August 2, 2009 Share Posted August 2, 2009 Όμορφο. Μπράβο σου. Τρία πράγματα: 1.Κούτρισα: τι σημαίνει; κουτούλισα, χτύπησα, συγκρούστηκα; 2.Αναφέρεις δυο σειρές παρακάτω από το κούτρισα 'κοιτούσα για αρκετά λεπτά' μήπως θα ήταν σωστότερο να γράψεις αρκετά δευτερόλεπτα; 3.Κάπου γράφεις πως ο πρόγονος του πρωταγωνιστή βρίσκεται σε διαφορετικό χωροχρόνο. Ίσως να ήταν σωστότερο να μην το γράψεις αυτό, δίνει την εντύπωση πως είναι σε μια παράλληλη πραγματικότητα, σε ένα διαφορετικό σύμπαν. Βέβαια όλα αυτά δεν είναι παρά λεπτομέρειες. Και πάλι αγαπητέ συγχαρητήρια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dolph Posted August 2, 2009 Share Posted August 2, 2009 Συγχαρητήρια, ήταν μιά πολύ ωραία ιστορία! Διαβαζόταν εύκολα και είχε πρωτότυπα σημεία. Δεν ήξερες τί συνέβαινε και πού θα κατέληγε και με στρωτό βήμα μας έφτασες εκεί. Σε αυτό το "9", ξέρουν από Ε.Φ.; Έχουν πολλές καλύτερες ιστορίες Ε.Φ. από Έλληνες συγγραφείς ή βάζουν κείμενα μόνο ξένων συγγραφέων; Τέλος πάντων δεν είναι αυτοί το θέμα μας :-) Για άλλη μιά φορά μπράβο σου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted August 26, 2009 Share Posted August 26, 2009 (edited) Κούτρισα: κουτούλησα. ριζ. Κούτρα - Μέτωπο Οι μη "ρεαλιστικές" τεχνολογικές επιτεύξεις του μέλλοντος είναι η ιλαρά της Ε.Φ. πχ. Απομοριοποιητής (!??!?) Ακτινοπίστολο(!?) Σκαραβαίοι ή (remote subatomic pulse scanners R.S.P.S) και παρέα με αυτά ένα σκάφανδρο με Head Cover που ξεβιδώνει... Οι κοινωνικές εκφάνσεις και θεσμοί (γάμοι παιδιά βαφτίσια κλπ)μεταφέρονται στο μέλλον αυτούσιοι από το παρόν, κάτι που μάλλον αφελές είναι και μοιάζει με τους πρώιμους αναγεννησιακούς ζωγράφους που απεικόνιζαν βιβλικά πρόσωπα με ενδυματολογικό κώδικα του 2ου και 3ου μ.χ αιώνα. Αυτά και άλλα ανάλογά τους είναι που κάνουν μια καλή ιστορία Ε.Φ να χάνει το Ε. και να υποβαθμίζει το Φ. Από την άλλη, η επαναλαμβανόμενη ιστορία (βλέπε την ιδιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού του χαμένου από τον νικητή (Αμερική - Ναζί - πυραυλική τεχνολογία κλπ)) είναι μια σχετικά ασφαλής ατραπός, μα μόνο αν άλλες συνθήκες συνηγορούν στην αληθοφάνεια της. Και τέλος... ... Το πιο πιθανό είναι ότι το 3.015 μχ(?) ο μήνας Μάρτης δεν θα υπάρχει καν.... Φυσικά οι πιο πάνω παρατηρήσεις έχουν το, κατά τα άλλα καλό κείμενο του κυρίου Χατζηγιώργη, περισσότερο σαν αφορμή παρά σαν στόχο. Edited August 26, 2009 by Martin_D. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.