TheTregorian Posted April 17, 2009 Share Posted April 17, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Γιώργος Κατσίπης (TheTregorian) Είδος: Επιστημονικής Φαντασίας Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:3.489 Σχόλια: Ίσως το καλύτερο διήγημα που έχω γράψει ποτέ, εγώ τουλάχιστον έτσι ένοιωσα καθώς το έγραφα και βλέποντας μετά το αποτέλεσμα. Το αφιερώνω σε ένα άτομο που με βοήθησε, έμμεσα, να το γράψω και έχει γίνει το τελευταίο καιρό ένα πολύ ωραίο κομμάτι της ζωής μου... Καλή ανάγνωση! ;) Σημείωση: όσοι το διαβάσουν κατ' ευθείαν από δω, παρατήρησα ότι τα αποσιωποιητικά τα κάνει αγγλικά ερωτηματικά. ΘΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ Όταν ξύπνησε και το φως μπήκε στα μάτια του, ήταν ένα φως λαμπερό κι επιβλητικό. Ένοιωσε τη ζεστασιά του στη σάρκα του και τις αχτίδες ενός ήλιου-κυρίαρχου να τον αγκαλιάζουν και να του δείχνουν την αρχή άλλης μια νέας μέρας. Ο φωτεινός δίσκος είχε ξεπροβάλλει πάνω απ’ τα Βουνά κι έκανε το χορτάρι της ατελείωτης πεδιάδας να λαμποκοπά, ενώ ένα απολαυστικό αεράκι που περνούσε ανάμεσα απ’ τα μαλλιά του το έκανε να λυγίζει και να χορεύει. Σηκώθηκε όρθιος και τεντώθηκε, ενώ ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στο πρόσωπο του. Με τις παλάμες του χτύπησε δυνατά το λευκό, ριχτό του ρούχο θέλοντας να απομακρύνει τη βρωμιά απ’ το έδαφος. Ωστόσο αυτό παρέμεινε έτσι όπως ήταν: πεντακάθαρο. Κάθε φορά που ξύπναγε το πρωί και σηκωνόταν από το έδαφος, έκανε μηχανικά αυτή την κίνηση, χωρίς να καταλαβαίνει το λόγο. Άλλωστε, δεν άλλαζε κάτι. Το ρούχο καθαρό ήταν και καθαρό έμενε. Εισέπνευσε όσο πιο πολύ αέρα μπορούσε και τράβηξε τα μαλλιά του στο πλάι. Γύριζε το κεφάλι του και παρατήρησε την ασημένια χορδή νερού που κυλούσε λίγα μέτρα δεξιότερα του. Έτρεξε προς τα εκεί. Γονάτισε και ήπιε λαίμαργα νοιώθοντας μεγάλη ευχαρίστηση. Έπειτα, έβγαλε το ρούχο του και έκανε μπάνιο. Το νερό ήταν ευχάριστο και η ροή του ποταμού ομαλή, γεγονότα που τον έκαναν να ευχαριστηθεί αυτή τη διαδικασία. Αφού τελείωσε αυτό το τελετουργικό, βγήκε έξω και φόρεσε το ρούχο του. Έστρεψε το βλέμμα του προς το νερό και το κοίταξε επίμονα. Μπορούσε να δει με ευκολία τη καφετιά λάσπη να απλώνετε στο πάτο του και το κρυστάλλινο νερό. Πολλές φορές κοιτούσε το ποτάμι, σα να περίμενε να δει κάτι άλλο, σα να μην τον ικανοποιούσε το θέαμα, σαν κάτι να έλειπε, αλλά τελικά υποχωρούσε απογοητευμένος. Γύρισε την πλάτη του στο νερό και τότε είδε δίπλα στην όχθη του ποταμού μια γυαλιστερή πέτρα, με έντονο λαμπερό κίτρινο χρώμα. Η χαρά του ήταν ανείπωτη! Έσκυψε και τη μάζεψε προσεκτικά, λες και φοβόταν μην τα ίδια του τα χέρια τη συντρίψουν. Με μικρά αλλά βέβαια βήματα, επέστρεψε στο σημείο που είχε κοιμηθεί και έσκυψε για να αντικρίσει ένα σάκο φτιαγμένο από δέρμα, ζωγραφισμένο με έντονα κόκκινα χρώματα. Τον άνοιξε και έβαλε μέσα την πέτρα χαμογελώντας πλατιά. Περήφανος για τον εαυτό του αντίκρισε τα υπόλοιπα αντικείμενα του, τον προσωπικό του θησαυρό. Μια πέτρα με κόκκινο χρώμα και γυαλιστερές μαύρες γραμμές, μια άλλη με γυαλιστερό πράσινο χρώμα, μια ακόμα μαύρη με ασημένια στίγματα κι άλλες πολλές. Ανάμεσα τους μερικά άνθη που είχε κόψει με ποικίλα χρώματα που έλαμπαν και με την υγρασία να στέκεται ακόμα στα φύλλα τους, σαν να είχαν κοπεί πριν από μερικές στιγμές. Ξαφνικά, καθώς σκάλιζε στο σάκο του, ταραχή τον κυρίεψε. Η ανησυχία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του κι άρχισε απεγνωσμένα να ανακατώνει τα πράγματα του. Τα χείλη του τρεμόπαιξαν σαν σε μια προσπάθεια να ψελλίσει κάτι, αλλά ήχος δεν ακούστηκε. Τελικά απελπισμένος παραιτήθηκε της προσπάθειας. Έσκυψε και τα μάτια του γέμισαν από ένα υγρό που κατέβηκε σκαλίζοντας το πρόσωπο του και έβρεξε τα χέρια του. Όμως δε μπόρεσε να το νοιώσει, απλά το έβλεπε να κυλάει ενώ σκεφτόταν παραξενεμένος τι μπορεί να ήταν αυτό που του συνέβαινε. Σηκώθηκε μετά από αρκετή ώρα, σκουπίζοντας το πρόσωπο του σχεδόν με απέχθεια. Έσκυψε έπειτα και έδεσε με ένα σκοινί το άνοιγμα του σάκου και σηκώθηκε για να τον περάσει στον ώμο του. Τότε αντίκρισε κάτι που τον έκανε να παραξενευτεί. Μια μυστηριώδη λευκή λάμψη εμφανίστηκε μπροστά του. Η λάμψη είχε σχήμα που του θύμιζε έντονα το δικό του όπως το αντιλαμβανόταν κοιτάζοντας το σώμα του. Αφού έμεινε για λίγο εκεί, ξαφνικά χάθηκε, διασκορπιζόμενη στον αέρα. Εκείνος έμεινε να κοιτάζει χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει. Αφού πέρασε αρκετή ώρα κι ο ήλιος είχε φτάσει πολύ ψηλά στον ουρανό, μπόρεσε να συνέλθει και να προσπαθήσει να σκεφτεί. Αυτό, ότι κι αν ήταν, είχε πάρει αυτό που ήταν δικό του. Ναι! Δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς! Όσο βρισκόταν στο ποτάμι, αυτό το μυστηριώδες ον έψαξε τη τσάντα του και πήρε ένα απ’ τα πολύτιμα του αντικείμενα! Δε θα ‘πρεπε να το αφήσει έτσι με τίποτα! Αφού πέρασε τη τσάντα πίσω απ’ τον ώμο του, κοίταξε αποφασιστικά προς τα χλωμά βουνά. Εκεί πρέπει να είχε κρυφτεί, δεν υπήρχε αμφιβολία. Άρχισε να περπατά με κατεύθυνση αυτές τις σκούρες κορυφογραμμές, ενώ πάλευε να σκεφτεί πως θα αντιμετώπιζε αυτό το πλάσμα. Σίγουρα θα ήταν απίστευτα δυνατό για να καταφέρει να εξαφανιστεί τόσο γρήγορα. Ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση, ο ήλιος ταράχθηκε. Το φως του μειώθηκε και θάμπωσε, ενώ το χρώμα του έγινε κοκκινωπό. Σύντομα και χωρίς προειδοποίηση, εξαφανίστηκε απ’ τον ουρανό. Γύρω του απλώθηκε σκοτάδι κι άκουσε τον ήχο του ποταμού στριγκό, σαν το ρέμα να σταματούσε και να ξεκινούσε ξανά συνεχώς, ή σαν να χτύπαγε σε πέτρες. Κοίταξε τριγύρω του αναζητώντας το ασημένιο φως του φεγγαριού, αλλά δεν κατάφερε να το βρει πουθενά. Χωρίς κάποια λογική, έτσι όπως είχε χαθεί ο ήλιος ξαναεμφανίστηκε και το ποτάμι ξανάρχισε να κυλά ομαλά κελαρύζοντας. Του πήρε αρκετή ώρα για να συνέλθει κι αφού το έκανε, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Κάθισε κάτω οκλαδόν κι έμεινε να κοιτάζει τα βουνά στον ορίζοντα. Η νύχτα ήρθε γρήγορα, χωρίς να νιώσει το πέρασμα του χρόνου. Η σελήνη ανέτειλε και τα αστέρια έλαμψαν. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα αριστερά του. Ένα γουρούνι στεκόταν ακίνητο και τον κοίταζε. Άμεσα, άνοιξε το σακούλι του. Έψαξε βαθιά μέσα του και βρήκε ένα αιχμηρό αντικείμενο. Πλησίασε αργά το ζώο, προσεκτικά και επιφυλακτικά. Το γουρούνι δεν κινήθηκε. Ο άνδρας έφτασε δίπλα του και το κάρφωσε με δύναμη. Εκείνο, χωρίς να κάνει τον παραμικρό ήχο βρέθηκε στο χώμα. Εκείνος έσκυψε, απέσπασε ένα μπούτι και πήγε προς το μέρος που είχε αφήσει το σάκο του. Έβαλε πίσω το αιχμηρό αντικείμενο και έβγαλε δύο γυαλιστερές πέτρες. Τις έτριψε μεταξύ τους και σαν από μαγεία, άναψε μπροστά του μία φωτιά, κόκκινη και ζεστή. Έφτιαξε τότε με ξύλα μια σούβλα κι έβαλε το μπούτι να ψήνεται. Αφού αυτό ετοιμάστηκε, έφαγε χαρούμενος. Έπειτα, άνοιξε το σακούλι του για να ξαναβάλει τις πολύτιμες πέτρες του. Τις εναπόθεσε μέσα χαμογελώντας και θαυμάζοντας τον υπόλοιπο θησαυρό του. Όμως, δεν έμελλε να μείνει χαρούμενος για πολύ. Άρχισε αγχωμένος να ψάχνει και πάλι το σάκο του, ξαφνιασμένος και απίστευτα ταραγμένος. Όμως δεν κατάφερε να βρει αυτό για το οποίο έψαχνε. Έκλεισε και έδεσε το σάκο και τότε ένοιωσε τα μάτια του πάλι υγρά κι αισθάνθηκε αυτό το μυστήριο υγρό να κυλάει στο πρόσωπο του. Σαν από μια σπίθα, μια φωτιά αισθήσεων και συναισθημάτων τον πλημμύρισε. Άρχισε να θυμάται: Μια λαμπερή φιγούρα, σαν οπτασία του είχε πάρει αυτό που του άνηκε. Έπρεπε να το πάρει πίσω! Αλλά, πριν απ’ αυτό έπρεπε να κοιμηθεί. Δεν ένοιωθε κουρασμένος, αλλά ήξερε πως έπρεπε. Ξάπλωσε και ο ύπνος ήρθε αμέσως. Μέρες περπατούσε προς τα βουνά, προσπαθώντας να τα φτάσει. Ο ήλιος κυλούσε στον ουρανό και στη θέση του ερχόταν το φεγγάρι για πολύ καιρό. Δε μπορούσε να μετρήσει μέρες, περνούσαν συνεχώς, όλο και πιο γρήγορα κι εκείνος διέσχιζε την καταπράσινη πεδιάδα έχοντας ως στόχο του τις βουνοκορφές στο βάθος. Κι όσο βάδιζε, όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο αδημονούσε όλο και πιο πολύ να φτάσει αυτή τη λαμπερή σκιά που του άρπαξε το θησαυρό του. Ένοιωθε συνεχώς μέσα του κάτι να μεγαλώνει, να παίρνει διαστάσεις συνεχώς και να δημιουργεί στο μυαλό του θολές φιγούρες, σκέψεις που τον έκαναν να μη θέλει να σταματήσει αυτή την πορεία του. Όμως, όσο κι αν βάδιζε, όσο και αν περνούσαν οι μέρες, τα βουνά δεν κοντοζύγωναν. Έμεναν χαμένα στην αιώνια σκιά τους, με το περίγραμμα τους να χαράζει τον ορίζοντα. Η πορεία του μετρούσε πολλά μερόνυχτα. Δεν ήξερε πλέον αν ήταν μέρες, μήνες ή χρόνια όταν ξεκίνησε αυτό το ταξίδι. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Το πρωί βάδιζε προσπαθώντας να φτάσει όσο γίνεται τα βουνά, τα οποία όμως πεισματικά έμεναν απόμακρα. Το βράδυ έπεφτε για ύπνο αφού τρεφόταν από ένα ζώο που σκότωνε. Όμως όσο και αν η επιμονή μέσα του θέριευε, η απογοήτευση τον καταλάμβανε. Άρχισε να πιστεύει πως δεν έχει νόημα αυτό που κάνει. Μια μέρα και ενώ ο ήλιος ήταν έτοιμος να χαθεί πίσω του, σωριάστηκε στο έδαφος και έκλαψε για άλλη μία φορά. Κοίταξε τριγύρω του και συγκλονίστηκε. Ήταν μόνος. Τόσες μέρες βάδιζε και δεν είχε συναντήσει κανέναν. Τόσο καιρό που ζούσε σε αυτό τον κόσμο δεν τον είχε απασχολήσει αυτό, αλλά, μέσα απ’ αυτή την πορεία, σαν ένα αρχέγονο και καλά θαμμένο ένστικτο να βγήκε από μέσα του. Ήταν μόνος, χωρίς κανέναν άλλο όμοιο του. Το τοπίο γύρω του ήταν στατικό, τίποτα δεν άλλαζε, απλά ανακυκλωνόταν. Ήταν σα να ζούσε την ίδια μέρα συνεχώς, για χρόνια, σαν μια ταινία που μόλις τελείωνε ξανάρχιζε. Και ήξερε κατά βάθος πως αυτό θα έμενε έτσι για πάντα. Κοίταξε τον ουρανό αντικρίζοντας το φεγγάρι που είχε σηκωθεί. Ένοιωσε τα εσώψυχα του να ταράζονται. Τότε τ’ ολόγιομο φεγγάρι θόλωσε και χάθηκε. Τα αστέρια τρεμόπαιξαν και είδε τα δέντρα του δάσους στ’ αριστερά του να χάνονται. Έμεινε να κοιτάζει για λίγο τριγύρω του ξαφνιασμένος. Μετά από λίγο, ένα μισοφέγγαρο εμφανίστηκε, κι άρχισε να γεμίζει και πάλι, μέχρι που ξανάγινε πανσέληνος. Τα δέντρα ξαναεμφανίστηκαν, αλλά ήταν θολά. «Τι συμβαίνει;», αναλογίστηκε και ξαφνιάστηκε με τον εαυτό του, γιατί δεν είχε καταφέρει ποτέ του να σκεφτεί λέξεις. Οι σκέψεις του ήταν εικόνες, όχι σύμβολα. Τότε, μπροστά του, εμφανίστηκε αυτή η λαμπερή φιγούρα που κυνηγούσε τόσα μερόνυχτα. Έλαμψε για λίγο υπό το πάμφωτο πέπλο της και τελικά έγινε ένα πλάσμα που διέθετε ένα ευγενικό χαμόγελο. Το κοίταξε προσεκτικά και ένοιωσε μέσα του περίεργα συναισθήματα να ξυπνούν, συναισθήματα που ποτέ δεν είχε νοιώσει. «Μη φοβάσαι. Δε θα σε βλάψω!», μίλησε μέσα στις σκέψεις του το πλάσμα που βρισκόταν μπροστά του. Το πλησίασε προσεκτικά και έφτασε πολύ κοντά του. Κοίταξε το πρόσωπο του και είδε ευγενικά μελιά μάτια και καστανόξανθα μαλλιά που έπεφταν πίσω κι έφταναν μέχρι λίγο πιο κάτω απ’ τους ώμους του. Τα χαρακτηριστικά του πλάσματος ήταν ευγενικά και ενίσχυαν την ηρεμία που εξέπεμπε. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και ακούμπησε το πρόσωπο του πλάσματος. Το κίνησε κατά μήκος του και χαμογέλασε. Ήταν κάποιος του είδους του, αν και ένα μέρος του σώματος του, λίγο πιο κάτω απ’ το λαιμό του, ήταν πιο πρησμένο απ’ ότι σ’ εκείνον. «Γυναίκα», σκέφτηκε και η λέξη το συγκλόνισε. Η κοπέλα έγνεψε θετικά. «Ποια είσαι; Γιατί μου πήρες το θησαυρό μου;», ρώτησε αντικρίζοντας την με λύπη. «Ηρέμησε! Όλα θα εξηγηθούν. Είμαι η δόκτωρ Άναμπελ Στάιν. Και εσύ?» Η κοπέλα πάγωσε, σα να σκεφτόταν τις υπόλοιπες σκέψεις της. «Εσύ είσαι ο Κρίστοφερ» είπε τελικά. Έμεινε για λίγο σιωπηλή προσπαθώντας να επεξεργαστεί την ένταση των αντιδράσεων στο πρόσωπο του και ξαναμίλησε. «Θυμάσαι το όνομα σου, Κρίστοφερ;», ρώτησε. Ο άνδρας έμεινε σκεφτικός, ενώ τα χείλη του τρεμόπαιξαν δίχως όμως να παράγουν ήχο. «Κρίστοφερ» σκέφτηκε. Επανάλαβε πολλές φορές αυτό το όνομα, λες και προσπαθούσε να το ξεθάψει απ’ το πηγάδι των αναμνήσεων του. Τελικά, του έγινε τόσο οικείο που χαμογελούσε κάθε φορά του πρόφερε. «Δεν καταλαβαίνω?», σκέφτηκε. Η Άναμπελ έγνεψε με κατανόηση χαμογελώντας του. «Ηρέμησε. Μην πιέζεις τις σκέψεις σου. Όλα θα μπουν σε μια σειρά. Σιγά-σιγά?Έτσι γίνεται πάντα!», είπε χαϊδεύοντας του το πρόσωπο. «Πάντα; Τι εννοείς;», αναρωτήθηκε ο Κρίστοφερ. «Κρις, έχεις καταλάβει ότι όλα αυτά που βλέπεις τριγύρω σου δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, τουλάχιστον στην πραγματικότητα όπως οι άνθρωποι την αντιλαμβανόμαστε;», αποκρίθηκε η κοπέλα. Ο Κρίστοφερ έδειξε να ταράζεται. Απομακρύνθηκε από κοντά της και κοίταξε τριγύρω του ταραγμένος. «Μου λες ψέματα! Ναι! Μου λες ψέματα για να κρατήσεις για πάντα το θησαυρό μου! Είσαι ένα καταραμένο πλάσμα που πήρε τη μορφή του είδους μου για να με ξεγελάσει!» Έτρεξε προς το ποτάμι και γονάτισε. Έχωσε μέσα του τις χούφτες του κι αυτές γέμισαν νερό. «Κοίτα!», της φώναξε. «Το αγγίζω, μπορώ αν θέλω να το πιω! Δε μπορεί να είναι ψέμα!», φώναξε με την έκφραση του να προδίδει τον εκνευρισμό του. «Το αγγίζεις, αλλά δεν το νοιώθεις και αν ήταν πραγματικό θα έπρεπε να κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλα σου και όχι να κρατιέται εκεί. Δεν το πίνεις γιατί σου χρειάζεται, αλλά γιατί είναι κάτι το οποίο είναι βαθιά χαραγμένο στο μυαλό σου, όπως και σε κάθε άνθρωπου, και θα ήταν αδύνατο να το αγνοήσουμε, όπως και το ένστικτο για τροφή.», εξήγησε η δόκτωρ. Ο Κρίστοφερ τράβηξε τις παλάμες του τη μία απ’ την άλλη γρήγορα. Η μάζα του νερού έπεσε προς το χώμα, έφτασε σε αυτό και εξαφανίστηκε γρήγορα, λίγο μετά αφότου το άγγιξε. Κάρφωσε το βλέμμα του στο χώμα και αναζήτησε το υγρό μέσα στο οποίο τόσο καιρό πλενόταν, που τώρα πλέον του έλεγαν ότι ήταν μια ψευδαίσθηση. «Δε μπορεί? Δε μπορεί να είναι αλήθεια? Έχεις κάνει μάγια για να με τρελάνεις και να κρατήσεις το θησαυρό μου! ΝΑΙ! Αυτό έχεις κάνει!», ούρλιαξε κρατώντας αποστάσεις απ’ αυτήν. Η κοπέλα δεν απάντησε, αλλά έστρεψε στιγμιαία το βλέμμα της προς μια άλλη κατεύθυνση και ψέλλισε μερικές λέξεις. Τελικά γύρισε και τον ξανακοίταξε. «Κρις, θέλω να ηρεμήσεις. Θέτεις σε κίνδυνο τη ζωή σου με το να ταράζεσαι. Άσε με να σου εξηγήσω.» «Δε θέλω εξηγήσεις! Θέλω το θησαυρό μου!» «Κρις, μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις για τι ακριβώς ψάχνεις; Με τι μοιάζει ο θησαυρός σου;», ρώτησε η κοπέλα ήρεμα. Ο άνδρας έμεινε ακίνητος καρφώνοντας τα μάτια του στο χώμα. Σκέφτηκε αλλά δε μπορούσε να πει κάτι. Ποιος ήταν ο θησαυρός του; Για τι έψαχνε τόσο καιρό; Τι υποτίθεται ότι του είχε πάρει αυτή η γυναίκα; «Δεν? δεν ξέρω?», αποκρίθηκε τελικά ξαφνιασμένος. Η κοπέλα του χαμογέλασε. «Ηρέμησε. Το μυαλό σου ταράχτηκε απ’ τη διαδικασία επαναφοράς απλά και συγχύστηκε.», εξήγησε διατηρώντας αυτή τη χαρωπή γκριμάτσα που έκαναν τα χείλη της. «Διαδικασία επαναφοράς; Δεν καταλαβαίνω?», αποκρίθηκε ο Κρίστοφερ κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι του. «Άκου Κρις? Αυτό στο οποίο ζεις είναι μια εικονική πραγματικότητα, μέρος ενός προγράμματος που δημιουργήθηκε για να κρατάει ‘ζωντανό’ τον εγκέφαλο ενός ανθρώπου μετά το θάνατο. Εσύ ο ίδιος είχες συμφωνήσει να λάβεις μέρος σε αυτό, όπως άλλωστε κάνουν πλέον σχεδόν όλοι οι άνθρωποι, αλλά δεν το θυμάσαι κι ούτε πρόκειται μάλλον. Το πρόγραμμα αυτό είχε ως σκοπό να χαρίσει στο ανθρώπινο γένος την πολυπόθητη αθανασία. Με μια μηδαμινή ζωτική υποστήριξη που προσφέρει το μηχάνημα με το οποίο είσαι συνδεδεμένος στην αληθινή ζωή και ένα ειδικό σύστημα που επηρεάζει την εγκεφαλική λειτουργία, ακόμα και μετά απ’ το θάνατο μπορείς να ζεις σε αυτό τον κόσμο που φτιάξαμε, με κατάλληλες προϋποθέσεις για πολλούς γήινους αιώνες. Βέβαια δεν είναι τέλειος, αλλά ήσουν απ’ τα πρώτα μας μέλη. Τότε η τεχνολογία μας πάνω σ’ αυτό το θέμα δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί επαρκώς. »Δυστυχώς όμως, αυτό το πρόγραμμα έχει πολλές αδυναμίες. Η βασικότερη απ’ αυτές είναι ότι για να λειτουργήσει, πρέπει να βασιστούμε στις δυνάμεις του εγκεφάλου σου, τον οποίο πρέπει να διατηρούμε σε ηρεμία, καθώς λόγω του βιολογικού θανάτου είναι πολύ αδύναμος και ουσιαστικά απλώς υπολειτουργεί χάρης τα μηχανήματα. Έτσι, αναγκαστήκαμε να τον ‘ξελαφρώσουμε’ από γνώσεις και αισθήσεις οι οποίες δε θα χρησίμευαν σε κάτι εδώ και απλά θα τον επιβάρυναν. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο απενεργοποιήσαμε όλες τις αισθήσεις εκτός της ακοής και της όρασης, διάφορες εμπειρικές γνώσεις όπως το πώς κινείται το νερό όταν το παίρνεις στις χούφτες σου ή ονόματα αντικειμένων. Γενικότερα αφαιρέσαμε ότι δε θα σου χρησίμευε για να μπορέσεις να ‘ζήσεις’ ήρεμα και χαρούμενα εδώ. Αναγκαστήκαμε μέχρι να αφήσουμε έξω απ’ αυτό τον κόσμο άλλους ανθρώπους, για τον απλούστατο λόγο ότι η παρουσία τους θα μπορούσε να σου προκαλέσει ταραχές. Το χειρότερο όμως, αναγκαστήκαμε να τον κάνουμε υπεραπλουστευμένο, στατικό, γιατί μέχρι εκεί έφταναν οι δυνάμεις μας. »Ωστόσο, αποδείχτηκε πως το ανθρώπινο μυαλό δεν είναι τόσο απλό όσο θελήσαμε να πιστέψουμε, έστω και αν νομίζουμε πλέον πως έχουμε αποκρυπτογραφήσει όλα του τα μυστικά. Κατά κάποιο τρόπο που δεν έχουμε κατανοήσει, το μυαλό σου κατάφερε να συγκρατήσει κάποια πράγματα απ’ τη θνητή σου ζωή και να τα μπλέξει με αυτή της αθάνατης. Τότε συγχυζόταν και γι’ αυτό πολλές φορές είδες τον κόσμο γύρω σου να ταράζεται. Τότε επεμβαίναμε προσπαθώντας να κρατήσουμε το μυαλό σου σε ηρεμία και το ‘επανεκκινούσαμε’. Όμως, δε μπορούμε πλέον. »Πολλές φορές καταφέραμε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή να σε σώσουμε στη Γη, γιατί το μυαλό σου άρχισε από μερικά ερεθίσματα να αποκτά ταχύτατα γνώσεις της θνητής σου ζωής και να τα ενσωματώνει στις γνώσεις της ζωής που εμείς φτιάξαμε για σένα. Λόγω αυτού, υποχρεωθήκαμε από ανωτέρους να επέμβουμε. Και σκοπός αυτής της επέμβασης είναι να σε ρωτήσω αν θες να συνεχιστεί αυτή η ζωή. Πρέπει να σου διευκρινίσω ότι μετά θα επέμβουμε και πάλι στο μυαλό σου ώστε να ξεχάσεις και πάλι τι συμβαίνει πραγματικά. Όμως και πάλι δε σου εγγυώμαι ότι θα είναι ασφαλές. Είναι στο χέρι σου πλέον να μου πεις αν θες να συνεχίσουμε.», ολοκλήρωσε η δόκτωρ κοιτάζοντας τον κατάματα. Ο Κρις παρέμεινε σιωπηλός. Έκατσε οκλαδόν στο χώμα και το χάιδεψε. «Αν σας πω να με κρατήσετε σ’ αυτή τη ζωή και να επανεκκινήσετε το μυαλό μου, τότε πάλι θα επιστρέψω σε αυτή τη ζωή που ήμουν μόνος μου και τριγύρναγα ανώφελα σε ένα στατικό κόσμο, έρμαιο του ίδιου του μυαλού μου;», ρώτησε ο Κρις. Η κοπέλα έγνεψε λυπημένη θετικά. «Τότε ποιο το νόημα;», αναρωτήθηκε. «Αυτό θα πρέπει να το ψάξεις εσύ. Κανέναν δεν απασχόλησε αυτό πριν πεθάνει. Όλοι το έβλεπαν ως τη βέλτιστη εναλλακτική, το μεγαλύτερο θρίαμβο της ανθρώπινης νόησης, την ήττα του θανάτου. Εργαστήρια πήραν τη θέση των νεκροταφείων? Αλλά τώρα, τώρα που είδες πως είναι, τι θέλεις να γίνει;», ρώτησε προβάλλοντας το γαλήνιο χαμόγελο της. «Θέλω το θησαυρό μου? θέλω?», κόμπιασε και έμεινε σκεφτικός. Όταν μίλησε τα λόγια ήχησαν τρεμάμενα στο μυαλό του και ένιωσε τρομερή αναστάτωση. «Ελίνα?», είπε. Ένιωσε αυτή τη λέξη να τον ταράζει. «Ελίνα?». Η δόκτωρ έδειξε να ταράζεται αρχικά, αλλά τελικά έγνεψε χαμογελώντας. «Το περιμέναμε ότι κάποια στιγμή θα τη θυμόσουν. Προσπάθησε να ηρεμήσεις, είναι πολύ δύσκολο.», του είπε. Μια σειρά από εικόνες κατέλαβε το μυαλό του. Ένα μικρό μπαλκόνι με μερικές γλάστρες με ωραία λουλούδια, εκείνος και μια κοπέλα που χαμογελούσε πλατιά αγκαλιασμένοι, κι ένα ολόγιομο φεγγάρι να κυλάει στον ουρανό. Μετά έγιναν πολλά πράγματα μαζί, ταράχτηκε. Ένα τεράστιο φως πλημμύρισε τον ορίζοντα, μεγάλωσε και τους καταβρόχθισε, ενώ βοή πλημμύρισε το μυαλό του. Ανάσανε βαριά και τα μάτια του δάκρυσαν. «Ηρέμησε Κρις! Ηρέμησε!», είπε η Άναμπελ και πρόσθεσε κοιτώντας πάλι προς άλλη κατεύθυνση: «Κλάμα? να κάτι ακόμα που λησμονήσαμε. Ανόητη ανθρωπότητα που τυφλώθηκες από την ίδια σου την πλάνη και νόμισες ότι έγινες θεότητα και θα μπορούσες να δαμάσεις τα δημιουργήματα της ζωής.» «Ήταν ένα αστρόπλοιο. Το είδαμε αλλά δε προλάβαμε να κάνουμε κάτι. Είχαμε απλά κολλήσει στη θέση μας.», είπε σχεδόν μονολογώντας. Σηκώθηκε τότε και αντίκρισε με αποφασιστικότητα την κοπέλα που φάνηκε να είναι ακόμα χαμένη στις σκέψεις της. «Βάλε με μαζί της, στο δικό της κόσμο, ή φέρ’ την εδώ. Δεν θα μπορέσω να ζήσω μόνος μου πάλι σε ένα μονότονο κόσμο. Αυτό είναι που θέλω!», της είπε με τη σιγουριά να αντικατοπτρίζεται στο βλέμμα του. Η κοπέλα έτρεξε προς το μέρος του. Πήρε τα χέρια του και τα έσφιξε, αν και ήξερε πως δεν είχε νόημα η πράξη της. «Κρις?ακόμα πειραματιζόμαστε γι’ αυτό. Χρειάζεται τρομερή εγκεφαλική δεινότητα για να καταφέρεις να επιβιώσεις. Τα δύο μυαλά θα πρέπει να λειτουργούν εναρμονισμένα και να μην ταράζει το ένα τη λειτουργία του άλλου!». Έμεινε για λίγο σιωπηλή και συνέχισε. «Είναι σχεδόν αδύνατο. Μπορεί να πεθάνετε και οι δυο!» Ο Κρις έγνεψε αρνητικά δίχως να μπορεί να το δεχτεί. «Προσπαθήστε. Προσφέρομαι εγώ για το πείραμα σας! Αν διαπιστώσετε πως είναι επικίνδυνο για τη ζωή της, αφαιρέστε με και αφήστε εμένα να πεθάνω. Άλλωστε, δε μπορώ και δε θέλω να ζήσω άλλο έτσι.» Η Άναμπελ έμεινε σιωπηλή. Γύρισε κοιτώντας πάλι κάπου αλλού και ψέλλισε μερικά λόγια. Περίμενε για λίγο και ξαναμίλησε, σαν να συζητούσε. Τελικά, γύρισε και αντίκρισε πάλι τον Κρις. «Κρις, ακόμα και αν πετύχει, δε θα θυμάσαι τίποτα απ’ αυτή. Απλά θα ζείτε μαζί, αλλά δε θ’ αλλάξει τίποτα σε αυτή τη ρουτίνα που ζεις. Απλά? θα έχεις σύντροφο! Μόνο που πλέον θα είναι ασταθή τα μυαλά και των δυο σας και εκτεθειμένα. Και ίσως τότε να παρακαλούσες να είχε μείνει έτσι.», είπε η κοπέλα. Ο Κρις κίνησε επίμονα αρνητικά το κεφάλι του. «Θα το ρισκάρω!», είπε με σιγουριά. Η Άναμπελ αναλώθηκε για άλλη μία φορά στις συζητήσεις της με το «κενό» και τελικά του έγνεψε θετικά και χάθηκε. Ο Κρις έμεινε πάλι μόνος του. Κοίταξε τριγύρω του τον κόσμο που το μυαλό του είχε πλάσει για να κρατηθεί ζωντανό και απόρησε. Ήταν σα να ζούσε σε ένα όνειρο γνωρίζοντας ότι ονειρευόταν. Σε άλλη περίπτωση ίσως και να ένιωθε τρομερό ενδιαφέρον, ίσως άμα δεν πρωταγωνιστούσε ο ίδιος. Ξαφνικά, το φεγγάρι χάθηκε και τα αστέρια μαζί. Το δάσος έσβησε, μετά η χλόη και ύστερα η βουή του ποταμού. Όλα γύρω του σκοτείνιασαν και ένιωσε και τον ίδιο να τον καταπίνει το σκοτάδι γρήγορα. *** Όταν ξύπνησε και το φως μπήκε στα μάτια του, ήταν ένα φως λαμπερό και επιβλητικό. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε τριγύρω του χαμογελώντας. Κατευθύνθηκε προς το ποτάμι που κυλούσε γάργαρα και στην όχθη του είχαν φυτρώσει όμορφα λουλούδια. Ένα πλάσμα ήταν σκυμμένο και τα μάζευε χαμογελώντας. Την πλησίασε και την κοίταξε εξεταστικά. Έτρεξε προς το σάκο του και έβγαλε κάτι που φύλαγε μέσα με προσοχή. Γύρισε στο ποτάμι και της το έδωσε χαμογελώντας. Η κοπέλα πήρε το λουλούδι στα χέρια της και το μύρισε. Ύστερα του χαμογέλασε και μπήκε μέσα στο ποτάμι τραβώντας τον μαζί της. ΤΕΛΟΣ Θυσία_Στην_Αιωνιότητα.doc Edited April 17, 2009 by TheTregorian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted April 20, 2009 Share Posted April 20, 2009 Φίλε Tregorian, το προσωπικό σου σχόλιο για την ιστορία σου, με οδήγησε να αναγνωρίσω ως κυρίαρχο συστατικό της το συναίσθημα. Υποκλίνομαι σ' αυτό, το μεγάλο, το δυνατό, το εμπνευσιογόνο, το παραισθησιογόνο κίνητρο, που λέγεται έρωτας. Όμορφες περιγραφές, μια σύνθεση ονειρικών εικόνων, ο θησαυρός σου: Πολύ καλά όλα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted April 20, 2009 Share Posted April 20, 2009 Ξεκίνησε σαν λυρικό παραμύθι. Μετά το πρώτο τρίτο, άρχισε να γυρίζει σε σκοτεινό σουφού και για να τραβήξει, έπρεπε να το παίξει εξίσου όμορφα. Αλλά… χμ… αναλώθηκε πολύ σε επεξηγηματικούς μονολόγους. Καταλαβαίνω ότι υπήρχε πίεση λέξεων αλλά όχι κι έτσι… Κοινώς, όλα μου φάνηκαν σαν ένας μονόλογος παράθεσης μιας ιδέας και όχι σαν ενεργητική στάση προς κάποιο στόχο. Επίσης, δε το θεωρώ ως θεματική την αθανασία όσο την εικονική πραγματικότητα. Γιατί πιάνει και για άτομα που ΔΕΝ έχουν πεθάνει. Βρήκα αυτό το διήγημα αρκετά παρόμοιο με αυτό του Greenmist και του Glowleaf. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alchemist Posted April 20, 2009 Share Posted April 20, 2009 Η αφήγησή σου είναι προσεγμένη και αρτιότατη λογοτεχνικά. Η ιδέα σου για την απόδωση της έννοιας της αθανασίας εξαιρετική και η εκτέλεση πάρα πολύ καλή. Μοναδικό μειονέκτημα ίσως να είναι η μακρόσυρτη περιγραφή στην αρχή. (Δεν βρίσκω λόγω να κυνηγάει την φιγούρα ο πρωταγωνιστής ενώ εκείνη έχει σκοπό να φανερωθεί μόνη της. Για ποιο λόγο να γίνει αυτό;). Συγχαρητήρια για το κείμενό σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted April 21, 2009 Share Posted April 21, 2009 Μια ρομαντική προσέγγιση στο θέμα «Αθανασία». Πιστεύω πως τα πήγες πολύ καλά Tregorian, άσχετα αν έπεσες κι εσύ στον κοινό τορβά μέσα στον οποίον βρέθηκαν πολλά διηγήματα του διαγωνισμού (μέσα στο μυαλό, επιστημονικό εργαστήριο, εικονική πραγματικότητα, νοητική αθανασία, κλπ). Να προσέχεις λίγο το γράψιμο και την βιασύνη αυτού. Π.χ. εδώ κόλλησα για λίγο: «Ο φωτεινός δίσκος είχε ξεπροβάλλει πάνω απ’ τα Βουνά κι έκανε το χορτάρι της ατελείωτης πεδιάδας να λαμποκοπά, ενώ ένα απολαυστικό αεράκι που περνούσε ανάμεσα απ’ τα μαλλιά του το έκανε να λυγίζει και να χορεύει.» Ίσως να πέφτω έξω, αλλά στην αρχή νόμισα πως ήταν το «αεράκι» που λύγιζε και χόρευε. Σίγουρα «τα μαλλιά» δεν «λυγίζει» και «χορεύει». Έμεινα αρκετά για να καταλήξω στο «χορτάρι της ατελείωτης πεδιάδας» που ήταν πιο πίσω στην πρόταση, σχεδόν ξεχασμένο. Ίσως δεν είναι λάθος, κι αν είναι, είναι από αυτά που μπορεί να κάνει ο καλύτερος μας στη βιασύνη του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted April 21, 2009 Author Share Posted April 21, 2009 Παιδιά σας ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια, αλλά και γενικότερα για τα σχόλια σας! Τα λαμβάνω υπόψη μου άπαντα! Μόνο να κάνω κάποιες επισημάνσεις πάνω σε κάποια σχόλια: Dino, αυτή η φράση στην οποία αναφέρεσαι, με προβλημάτισε κι εμένα καθώς το διόρθωνα. Όμως είδα ότι στέκει καλά γενικά κι άρα την άφησα. Έχεις δίκιο πάντως πως θέλει δουλειά το σημείο αυτό... Όσο για τον "τορβά" δε φαντάστηκα ότι θα είναι τόσο κοινός! Φανταζόμουν ότι έπαιρνα ένα ρίσκο μ' αυτό τον τρόπο, ένα ρίσκο που δε θα το παίρναν πολλοί! Η αλήθεια είναι ότι ο λόγος για τον οποίο το παρουσίασα έτσι ήταν γιατί δε μπορούσα να βρω κάτι αξιόλογο με απόλυτη αθανασία, με την έννοια που την εννοείς. Έτσι "αρπάχτηκα" απ' αυτό που έλεγε ο αγαπητός διοργανωτής ".../αφορμή την Αθανασία" και το έγραψα. Τουλάχιστον, έξω τώρα από διαγωνισμούς κτλ, είμαι ικανοποιημένος γιατί βγήκε κάτι αρκετά καλό! Alchemist, αν προσέξεις καλύτερα το μονόλογο της επιστήμονα, θα δεις ότι εκείνη δεν ήθελε αρχικά να παρουσιαστεί. Απλά ήθελε να "επιθεωρήσει" την κατάσταση. Ο ήρωας τώρα έτυχε και την πρόσεξε κι έτσι μπερδεμένος όπως ήταν νόμιζε αυτά που νόμιζε. Όμως, στην πορεία, αυτή του η αναζήτηση ήταν πολύ έντονη συναισθηματικά και πίεσε υπερβολικά το μυαλό του, σε σημεία επικίνδυνα. ΕΚΕΙ επενέβησε με τη θέληση της η επιστήμονας. Ελπίζω να σε βοήθησα να καταλάβεις τι ήθελα να πω! Και πάλι ευχαριστώ τους πάντες! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted April 21, 2009 Share Posted April 21, 2009 Μπράβο! Απλά μπράβο! Δεν θα σταθώ σε ελάχιστα λαθάκια που είχες, αυτά τα βρίσκεις και μόνος σου στο μέλλον, αφού έχεις δείξει ότι ξέρεις να δουλεύεις! Στο πρώτο μέρος χάθηκα μέσα σε μια σουρεαλιστική παραζάλη, έναν ερημότοπο που δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήταν ονειρικός ή εφιαλτικός. Στο τέλος συγκινήθηκα, η τελευταία παράγραφος είναι κόμπος στο λαιμό! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted April 21, 2009 Author Share Posted April 21, 2009 Στο τέλος συγκινήθηκα Και ΄γω με τα λόγια σας κυρία μου!! Ευχαριστώ πολύ και χαίρομαι που δεν σας απογοήτευσα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted April 21, 2009 Share Posted April 21, 2009 ''Ο φωτεινός δίσκος είχε ξεπροβάλλει πάνω απ’ τα Βουνά κι έκανε το χορτάρι της ατελείωτης πεδιάδας να λαμποκοπά, ενώ ένα απολαυστικό αεράκι που περνούσε ανάμεσα απ’ τα μαλλιά του το έκανε να λυγίζει και να χορεύει.'' Λοιπόν και 'μένα με κόλλησε λίγο η φράση, μιας και αντιμετωπίζω το συγκεκριμένο πρόβλημα και 'γω όταν γράφω. Μια ιδέα είναι να μπει ένα κόμμα σε αυτό το σημείο : ''...ανάμεσα απ' τα μαλλιά του, το έκανε να...''. Μου φαίνεται ότι ίσως να λειτουργεί. Φυσικά, το συναίσθημα παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία, που προς τη μέση πάει να πάρει μια άλλη μορφή και στο τέλος το γυρνάει πάλι. Όμως πρέπει να σου πω, ότι μου φαίνεται πως η αθανασία είναι πίσω, πίσω, πίσω σαν θέμα (αν και το αρχικό όπως καταλαβαίνω θέμα ήταν ''ιστορίες με αφορμή την αθανασία'', γεγονός που αιτιολογεί τις όποιες αποκλίσεις). Το θέμα μεγάλε μου είναι ότι το ευχαριστήθηκες και σου αρέσει πολύ και το νιώθεις εσύ καλό. Σου εύχομαι να γράψεις πολλά πράγματα ακόμα, που να θεωρείς κατά τη διάρκεια της δημιουργίας τους ότι είναι τα καλύτερά σου. Είναι πολύ πρώτο συναίσθημα. Μικρά λαθάκια υπήρχαν, αλλά οκ... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted April 21, 2009 Author Share Posted April 21, 2009 Ευχαριστώ για τα σχόλια και τις ευχές σου dagoncult!! Υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Δημήτρης Posted April 21, 2009 Share Posted April 21, 2009 Όμορφη ιστορία επικεντρωμένη όχι τόσο στην ε.φ. όσο στο συναίσθημα. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει και τίποτα μια και που ο Dinosxanthi το κατέστησε σαφές ότι η αθανασία δεν χρειάζεται απαραιτήτως να είναι το κεντρικό θέμα μια ιστορίας, αλλά μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει και ως ερέθισμα. (Είναι και η πρώτη φορά που σχολιάζω για διαγωνισμό και δεν ξέρω πως ακριβώς είναι οι κανόνες). Τελειώνοντας την ιστορία ετοιμάζομουν και εγώ να κάνω το ίδιο σχόλιο με τον Alchemist, για ποιο λόγο δηλαδή η Άναμπελ να κρύβεται από την στιγμή που αργότερα αποκαλύφθηκε μόνη της, με πρόλαβες όμως με την διευκρίνηση σου. Μπράβο και για το πολύ ωραίο κλείσιμο. Τελειώνοντας θα πω ότι από την στιγμή που το διήγημα σου είχε μία ιδιαίτερη σημασία για σένα, δεν μπορώ παρά να ελπίζω ότι πέρασες καλά γράφοντας το. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Μ’ αρέσει: Η συγκίνηση που προκαλεί το θέμα. Η ονειρική ατμόσφαιρά. Οι περιγραφές σου (αν και -γκρινιάζω τώρα- θα μπορούσες να τις προσέξεις λίγο ακόμη). Το ψυχογράφημα του Κρις. Δε μ’ αρέσει: Οι επιστημονικές εξηγήσεις της Άναμπελ. Βαριές κουβέντες, που ένα τέτοιο μυαλό πιθανόν δε θα καταλάβαινε με τίποτε. Το ότι του συστήνεται με τον τίτλο της και το επίθετό της, εγώ στη θέση της θα του έλεγα «γεια σου Κρις είμαι η Άνναμπελ, θες να παίξουμε;» Το ότι η άποψη-παύλα-θέληση της Ελίνας δεν τίθεται ως θέμα. Ο Κρις μπορεί να θέλει να πειραματιστεί, αλλά την Ελίνα τη ρωτήσατε; Στο σύνολο: Είναι όντως το καλύτερό σου κομμάτι που έχω διαβάσει. Αλλά θα με αφήσεις να γίνω η κακιά πεθερά και να σου πω ότι είναι το καλύτερο μέχρι να γράψεις το επόμενο. Έχω απαιτήσεις πλέον από σένα και για να με κρατήσεις ευχαριστημένη θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά και με επιμονή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Εχμ. Χρουμφ. Χμμ. Μερικά απο τα σχόλια που έκανα στην διάρκεια της ανάγνωσης. Στρωτή γραφή ως επι το πλήστον. Αλλά δεν με άγγιξε πραγματικά. Δεν είχε αυτό το κάτι που θα την έκανε να ξεχορίσει. Ποιο πολύ το είδα το θέμα κλινικά όπως και η γιατρός, παρά απο την μεριά του "Αθάνατου", και την αγωνία του. Καλή προσπάθεια πάντως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Το μόνο αρνητικό που βρήκα ήταν κάποιες περιγραφές, ειδικά στο ξεκίνημα μου φάνηκαν ελαφρώς υπερβολικές. Άντε και μια σπίθα κυρήγματος στον διάλογο. Κατά τ’ άλλα μου άρεσε και σαν ιδέα και σαν εκτέλεση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted April 23, 2009 Author Share Posted April 23, 2009 Ευχαριστώ παιδιά για την ενασχόληση και τα σχόλια! Ευθυμία, αυτό που λες με το αν η Ελίνα θα ήθελε, ε ναι λοιπόν, το είχα σκεφτεί από πριν!! Αλλά δεν χώραγε!!! Το άφησα λοιπόν λιιιγο φλου!! Έχεις δίκιο πάντως!! ΥΓ: Μα να μη σου ξεφεύγει πουθενά τίιιποτα!!! :tongue: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Η ιστορία από την αρχή μέχρι το σημείο που αρχίζουν οι εξηγήσεις έχει πολύ ενδιαφέρον, ειδικά με τον ιδιόμορφο τρόπο που λειτουργούν οι αισθήσεις. Δυστυχώς, μετά μετατρέπεται σε μια συνηθισμένη ιστορία εικονικής πραγματικότητας. Πώς μπορείς να το σώσεις; Κανονικά ο ήρωας, και ο αναγνώστης, δεν πρέπει ποτέ να μάθει την αλήθεια. Δηλ. Μείνε με τον ήρωα, δείξε την απουσία αισθήσεων και την μονοτονία του τοπίου, βάλτον να αναρωτιέται/θυμάται/ονειρευεται κάποιες εκδοχές για την κατάσταση που βρίσκεται (VR, μετακαταστροφικό τοπίο, εγκεφαλική δυσλειτουργία, μερικό σβήσιμο αναμνήσεων κτλ.), πρόσθεσε μερικά σημεία όπου κάποιες αισθήσεις έχουν μια μικρή ανάκαμψη, και οδήγησέ τον προς την κοπέλα. Και μην ξεχάσεις μαζί σου να πάρεις αυτές τις πολύ ωραίες πέτρες. Θυσία_στην_αιωνιότητα_σ_όλια.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted April 25, 2009 Share Posted April 25, 2009 Κι άλλη μια ιδέα τύπου Matrix, όμως πολύ όμορφα δοσμένη. Εδώ το κέντρο βάρους δεν πέφτει στη λογική-επιστημονική διαπραγμάτευση της ιδέας αλλά στη συναισθηματική κι αυτό εμένα πάντα με βοηθά να την παρακολουθήσω. Πολύ όμορφες περιγραφές που σιγά, σιγά γίνονται ασφυκτικές και δείχνουν το αδιέξοδο του ήρωα. Μερικά εκφραστικά λάθη (τίποτα το σημαντικό) και αρκετά καλός διάλογος. Όμορφο τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted April 25, 2009 Share Posted April 25, 2009 Προσυπογράφω τα παρακάτω: Δε μ’ αρέσει: Οι επιστημονικές εξηγήσεις της Άναμπελ. Βαριές κουβέντες, που ένα τέτοιο μυαλό πιθανόν δε θα καταλάβαινε με τίποτε. Το ότι του συστήνεται με τον τίτλο της και το επίθετό της, εγώ στη θέση της θα του έλεγα «γεια σου Κρις είμαι η Άνναμπελ, θες να παίξουμε;» Το ότι η άποψη-παύλα-θέληση της Ελίνας δεν τίθεται ως θέμα. Ο Κρις μπορεί να θέλει να πειραματιστεί, αλλά την Ελίνα τη ρωτήσατε; Η ιστορία από την αρχή μέχρι το σημείο που αρχίζουν οι εξηγήσεις έχει πολύ ενδιαφέρον, ειδικά με τον ιδιόμορφο τρόπο που λειτουργούν οι αισθήσεις. Δυστυχώς, μετά μετατρέπεται σε μια συνηθισμένη ιστορία εικονικής πραγματικότητας. Ιδανικό θα ήταν να καταλάβαινε ο αναγνώστης το τι παίζεται με την εικονική πραγματικότητα/αθανασία, αλλά όχι και ο ενδιαφερόμενος χαρακτήρας. Τότε, κατά τη γνωήμ μου, θα μιλάγαμε για ένα πολύ διαφορετικό (και πολύ καλύτερο) διήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted April 25, 2009 Author Share Posted April 25, 2009 Ιδανικό θα ήταν να καταλάβαινε ο αναγνώστης το τι παίζεται με την εικονική πραγματικότητα/αθανασία, αλλά όχι και ο ενδιαφερόμενος χαρακτήρας. Η ιστορία επικεντρώνεται ακριβώς στις αντιδράσεις του χαρακτήρα καθώς μαθαίνει την αλήθεια. Αν δεν το μάθαινε, δε θα υπήρχε αυτή η ιστορία. Αυτό που προτείνετε είναι μια άααλλη εντελώς ιστορία, με άλλο υπόβαθρο, που ξεφεύγει απ' αυτό που θέλησα εγώ να γράψω. Το αν θα ήταν καλύτερη... αυτό είναι άλλο θέμα!!! Σίγουρα ο καθένας θα μπορούσε να σκεφτεί 1 εκατομμύριο "καλύτερες'!! Εμένα τελικά αυτή μου βγήκε όμως, καλώς ή κακώς. Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted April 25, 2009 Share Posted April 25, 2009 Κύριος, είναι η καλύτερη δικιά σου δουλειά που έχω διαβάσει. Μπράβο. Το χάρηκα πολύ διαβάζοντας και τις περιγραφές σου και τους διαλόγους, και γενικότερα την ιστορία. Έχει τα προβληματάκια της φυσικά (μπορείς να ξαναδιαβάσεις αυτά που σου λέει η Ναρ για να μην επαναλαμβάνομαι) αλλά και ποια ιστορία δεν τα έχει. Στο σύνολο: Είναι όντως το καλύτερό σου κομμάτι που έχω διαβάσει. Αλλά θα με αφήσεις να γίνω η κακιά πεθερά και να σου πω ότι είναι το καλύτερο μέχρι να γράψεις το επόμενο. Έχω απαιτήσεις πλέον από σένα και για να με κρατήσεις ευχαριστημένη θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά και με επιμονή. Προσυπογράφω επίσης σε αυτό και σου ξαναλέω "μπράβο" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted April 25, 2009 Author Share Posted April 25, 2009 Προσυπογράφω επίσης Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, Κιάρα και μιας και το επαναλαμβάνεις, συμφωνώ πως δεν είναι ΤΟ τέλειο. Αλλά αν κρίνω απ' την βελτίωση μου από τότε που ξεκίνησα και μπήκα σε αυτό το "λούκι" των διαγωνισμών, τότε καλά κάνετε κι έχετε απαιτήσεις! Ελπίζω να υπάρξω αντάξιος αυτών και να έρθουν ακόμα καλύτερες ιστορίες! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted April 26, 2009 Share Posted April 26, 2009 Θα συμφωνήσω ότι είναι η καλύτερη από τις ιστορίες σου που έχουμε διαβάσει μέχρι τώρα. Πραγματικά η δουλειά σου βελτιώνεται με άλματα. Η έμφαση στο συναίσθημα είναι έντονη και συγκινητική. Μου αρέσει που είναι και μια από τις ελάχιστες ιστορίες όπου κυριαρχεί μια αίσθηση φωτεινή - κάνεις πολλή δουλειά περιγράφοντας ένα όμορφο ηλιόλουστο τοπίο και που δεν τελειώνω έχοντας γίνει κουρέλι. Οπωσδήποτε έχει κάποια τρωτά, αρκετά έχουν σχέση με τις εξηγήσεις που ανέφεραν και οι προηγούμενοι, αλλά μου αρέσουν οι πινελιές του παράδοξου που βλέπουμε στην αρχή, π.χ. ο τύπος ξεσκονίζει από συνήθεια το πάντα καθαρό του ρούχο κι ας κοιμάται στο έδαφος - πολύ γρήγορα αυτοί οι υπαινιγμοί με ωθούν να διαβάσω περισσότερα. Μου αρέσει η αναζήτηση και το κλάμα της απώλειας ενώ δεν ξέρει ακόμα τι έχει χάσει. Όμορφη δουλειά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted April 26, 2009 Share Posted April 26, 2009 Είχε στα πολύ θετικά της την διάχυτη ευαισθησία. Την φροντίδα με την οποία κατασκευάζεις τον κόσμο. Ο ίδιος ο φωτεινός κόσμος, ταιριάζει πολύ στο ύφος του διηγήματος. Μου φάνηκαν πολλές και αρκετά απότομες οι συναισθηματικές μεταπτώσεις του ήρωα. Ταράζεται και ηρεμεί συχνά και με απότομο τρόπο (ίσως κάνω πιο συγκεκριμένα σχόλια πάνω σε αυτό στο μέλλον). Η σκηνή με το γουρούνι έχει κάποια προβληματάκια: ένας κυνηγός – τροφοσυλλέκτης δε θα ήταν ποτέ τόσο αντιοικονομικός ώστε να φάει ένα μπούτι και την άλλη μέρα να σκοτώσει άλλο ζώο. Ίσως θα μπορούσε και να λείπει εντελώς. Δεν με έπεισε επίσης το ότι ο ήρωας ξεκινάει να κάνει ταξίδι ημερών προς το μέρος που απλά φαντάστηκε ότι μπορεί να πήγε το πλάσμα. Αλήθεια, γιατί το πλάσμα έπρεπε να του κλέψει κάτι και να τον κουβαλήσει ως εκεί; Τέλος, όταν η επιστήμονας του λέει «έχεις καταλάβει ότι όλα αυτά που βλέπεις τριγύρω σου δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα» ο ήρωας μάλλον θα έπρεπε να απορρήσει, ίσως και να πει ότι είναι τρελλή, παρά να θυμώσει. Ο θυμός ταιριάζει αργότερα, που αρχίζει να πείθεται για τα όσα του λέει, αλλά δυσκολεύεται να τα αποδεχτεί. Πας πολύ καλά πάντως και όντως βελτιώνεσαι. Σαχλή παρατήρηση Νο2: Δεν μπορείς να ψήσεις ένα μπούτι σε σούβλα. Ολόκληρο ζώο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted April 26, 2009 Share Posted April 26, 2009 Γενικά μου άρεσε η ιστορία, δεν βρήκα κάτι που να με ενόχλησε. Μου θύμισε λίγο το υπόβαθρο του Matrix όσον αφορά την τεχνολογία, αλλά ελάχιστα. Λίγο οι πληροφορίες στο τέλος δώθηκαν λίγο άγαρμπα (aka info-dump), αλλά εντάξει δεν το παράκανες. Αρκετά ενδιαφέρουσα η τροπή στο τέλος, δίνει αλλού το focus απο τα κλασικά themes την αθανασίας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted April 26, 2009 Author Share Posted April 26, 2009 Ευχαριστώ για τα σχόλια Tiessa, scanner και North! Μια παρατήρηση μόνο στα σχόλια του Σκάνερ: Αυτά που παρατηρείς είναι μέρος της μη ρεαλιστικής κατάστασης του Κρις. Ό,τι κάνει, το κάνει από συνήθειο κι όχι από λογική ουσιαστικά! Το σύστημα αυτό δεν επέτρεπε την λογική! Ωστόσο εκείνος επανακτά σταδιακά τη λογική και έτσι συγχύζεται η κατάσταση! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.