Solonor Posted April 19, 2009 Share Posted April 19, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Σόλων Ορ. Είδος: Φανταστικό επιστημονάντσο. Βία, Σεξ, ναρκωτικά; Όχι. Αριθμός Λέξεων:3426. Αυτοτελής; Ναι, οι νεκροί καίγονται. Σύννεφα. Παρασκευή 19:30. Οι φτερούγες του πράσινου δράκου του καθηγητή ανεβοκατέβαιναν απαλά στον απογευματινό ουρανό. Δε θα μπορούσε παρά να νιώθει γαλήνη: είχε στα χέρια του την Πία και πετούσαν με το αγαπημένο του βιολογικό παιχνίδι. Πολλοί θα τον αποκαλούσαν ρομαντικό καθώς αυτές τις μέρες οι δράκοι ήταν ξεπερασμένοι, όμως εκείνος αδιαφορούσε. Η ζωή του ήταν γεμάτη. Ήταν επικεφαλής της ομάδας που εργαζόταν στο σημαντικότερο ίσως πείραμα για την ανθρωπότητα. Δεν ήταν βέβαια ο μόνος. Μετά την ανακάλυψη του νέου στοιχείου στο εσωτερικό του πλανήτη Ίβι είχαν ξεκινήσει έρευνες σε τουλάχιστον τριάντα εργαστήρια στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας ενώ άλλες τόσες ιδιωτικές ομάδες αγωνίζονταν μυστικά για τον ίδιο σκοπό. Για την ακρίβεια ανταγωνίζονταν. Όμως ο καθηγητής ήταν ο πρώτος που παρατήρησε τις επιδράσεις που είχε το στοιχείο στον οργανισμό διαφόρων ζώων. Εξαιτίας του ο πλανήτης που εξερευνήθηκε και το στοιχείο που ανακαλύφθηκε στα έγκατά του, άλλαξαν ονόματα. Έτσι η μεγαλύτερη κόρη του αυτοκράτορα έχασε μια θέση στην ιστορία καθώς πλανήτης και στοιχείο από «Ίβι» μετονομάστηκαν σε «Αιώνιος» και «αιώνιο» αντίστοιχα. Η ομάδα του καθηγητή βρισκόταν πιο κοντά απ’ όλους στη μεγάλη ανακάλυψη. Την αφθαρσία του ανθρώπινου σώματος. Την αιώνια ζωή. Μπορούσε λοιπόν, στις μετρημένες ελεύθερες ώρες που περνούσε έξω από το εργαστήριο της εταιρίας βιολογικών ερευνών της επαρχίας του, να πετά με τον ξεπερασμένο του δράκο. Άφησε το βλέμμα του να χαθεί στο τοπίο. Η πόλη απλωνόταν από κάτω τους σαν απέραντο σταχτί χαλί που έφτανε ως την ακτή. Οι ουρανοξύστες των κρατικών εταιριών ξεχώριζαν από τη μάζα με μεγαλύτερο εκείνον του Οργανισμού Ρύθμισης Εγκεφαλοδικτύου. Τα αεροχήματα θύμιζαν σμήνος κουνουπιών καθώς στριφογύριζαν γύρω από τα κτίρια. Πιο πέρα, στη θάλασσα, τα λιγοστά πλοία έμοιαζαν με σκόρπια κομμάτια από το ίδιο γκρίζο υλικό της πόλης. Σε μια εντολή του καθηγητή το ερπετό υψώθηκε ψηλότερα από τα σύννεφα στο καταγάλανο στερέωμα. Η πόλη, η θάλασσα και κάθε απομακρυσμένο κομμάτι της καθημερινότητας τους χάθηκαν για τα καλά από την όραση τους. Ο απογευματινός ήλιος τους έλουζε τώρα με απροσπέλαστο φως. Είχαν τα κράνη τους κλειστά σ’ αυτό το υψόμετρο, έτσι η Πία του μίλησε απ’ ευθείας στη σκέψη, μέσω του εγκεφαλοδίκτυου που είχε φυσικά πολύ καλό σήμα σε τέτοιο ύψος. Η πρόταση ήρθε σαν γλυκό χάδι στο μυαλό του. «Είναι πολύ όμορφα εδώ πάνω.» Χαμογέλασε μα εκείνη δε τον είδε. «Ακόμα και τούτα ’δω τα σύννεφα είναι τεχνητά», της απάντησε, «προγραμματισμένα για τη βροχή της Δευτέρας.» «Είναι πολύ όμορφα», επέμεινε η Πία. «Κάποτε πίστευαν πως όταν πεθαίνουμε ερχόμαστε εδώ. Σε λίγα χρόνια ίσως να μη πεθαίνουμε», είπε εκείνος ήρεμα. Η Πία δυσανασχέτησε μα δε το ’δειξε. Δεν ήθελε να επαναλάβει την ίδια συζήτηση. Δεν ήθελε να υπερασπιστεί τους βαρυποινίτες που θα χρησιμοποιούνταν-με τη θέληση τους φυσικά-στο πείραμα. «Μπορεί να χάσουν τη ζωή τους», θα του έλεγε. «Μπορεί να ζήσουν για πάντα», θα της αντιγύριζε εκείνος και η Πία θα του έλεγε θυμωμένη πως ακόμα κι αν πετύχαινε το πείραμα και κέρδιζαν οι άνθρωποι αυτοί την πολυπόθητη αφθαρσία του κορμιού τους, ο αυτοκράτορας δε θα τους επέτρεπε να ζήσουν περισσότερο απ’ όσο απαιτούσαν οι ανάγκες του πειράματος. «Θα τους εκτελέσει», θα υποστήριζε σθεναρά κι εκείνος θα έκλεινε τη συζήτηση λέγοντας πως δεν μπορεί να προεξοφλεί τις αποφάσεις της Μεγαλειότητάς Του. Ύστερα θα προσγειώνονταν σιωπηλοί. Θα γύριζαν στο διαμέρισμα του σκυθρωποί. Και δε θα είχε ευκαιρία να χαρεί άλλες στιγμές μαζί του ως την επόμενη ίσως Παρασκευή. Η Πία απέρριψε την προοπτική. Έδιωξε τις δυσάρεστες σκέψεις απ’ το μυαλό της. «Μια αιωνιότητα στη γη, πόσο καλύτερη μπορεί να είναι από μια αιωνιότητα εδώ πάνω;» τον ρώτησε τελικά. Ο καθηγητής κατάλαβε πως η αγαπημένη του απέφευγε τη συζήτηση κι έτσι δε βιάστηκε να απαντήσει. Την αγκάλιασε κι ακούμπησε το κάτω μέρος του κράνους του στον ώμο της. Τα χέρια του τυλίχθηκαν στη μέση της. «Μαζί σου για μια αιωνιότητα Πία κι ας είναι και στα σύννεφα» της είπε και συνέχισαν να πετούν με τον πράσινο δράκο αγκαλιασμένοι. Σάββατο 05:22. Η Πία στριφογύρισε στο κρεβάτι του καθηγητή. Πήγε να τον αγκαλιάσει μα δεν τον βρήκε πλάι της. Άνοιξε τα μάτια της θορυβημένη. Οι ακτίνες του ήλιου αχνοφώτιζαν το δωμάτιο του διαμερίσματος δίχως να εμποδίζονται από τους υαλότοιχους που δεν είχαν σκουρύνει καθόλου. Ήταν χαράματα. Η Πία ενεργοποίησε το εγκεφαλοδίκτυο της μα πριν προλάβει να συνδεθεί, άκουσε έναν ήχο και σηκώθηκε. Δίχως να βάλει ρούχο πάνω της έτρεξε ως το καθιστικό όπου τον βρήκε να ετοιμάζεται. Όταν εκείνος την αντιλήφθηκε την κοίταξε ένοχα. «Τα ποντίκια ζουν ακόμη. Τα σκυλιά ζουν ακόμη. Για όνομα του Θεού ούτε τα άλογα έχουν πάθει τίποτα!» της είπε φανερά αναστατωμένος. Εκείνη απλά χαμογέλασε. «Όπως και τις προηγούμενες βδομάδες», ήθελε να του πει όμως δε μίλησε. Απλά χασμουρήθηκε. Στήριξε το γυμνό της κορμί στον τοίχο και συνέχισε να τον κοιτά δίχως να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του, με ήρεμη κατανόηση. Η ματιά του περιπλανήθηκε για λίγο στις καμπύλες της. «Πρέπει να φύγω», είπε τελικά και συνέχισε τραυλίζοντας: «με ειδοποίησαν οι βοηθοί πως έφεραν τους θανατοποινίτες.» Έπειτα πήρε το πορτοφόλι με τ’ αρχεία του και πήγε προς την εξώπορτα αποφεύγοντας το βλέμμα της. Άγγιξε το μεταλλικό φύλλο κι εκείνο εξαφανίστηκε στο πλάι μ’ έναν ανεπαίσθητο αέρινο ήχο. Ο καθηγητής γύρισε προς το μέρος της. Εκείνη τον πλησίασε. Του έφτιαξε τον γιακά στο πουκάμισο, τον φίλησε και του ευχήθηκε χαμογελαστή καλή τύχη. Εκείνος σχημάτισε ένα νευρικό χαμόγελο με τα χείλη του που βιάστηκε να χαθεί σε μια παγερή έκφραση. Μετά έφυγε. Η πόρτα έκλεισε και η Πία έμεινε μόνη της. Αφουγκράστηκε τα βήματα του στο διάδρομο. Κάποτε σταμάτησαν και μετά από λίγο ακούστηκε το σαράβαλο αερόχημα του καθηγητή να απογειώνεται τρίζοντας. Εκείνη αναστέναξε. Ήταν Σάββατο για όνομα του Θεού. Απενεργοποίησε το εγκεφαλοδίκτυο κι έσυρε τα πόδια της ως τον καναπέ του καθιστικού. Το βλέμμα της χάθηκε έξω από τον υαλότοιχο, στο λιμάνι. Τα τεράστια πλοία δε διατάρασσαν την ηρεμία της θάλασσας. Επέπλεαν ράθυμα στο νερό, σα να είχαν αποκοιμηθεί. Έτσι η γαλήνη της θάλασσας συντρόφευε τη Πία στη μελαγχολία της. Αποκοιμήθηκε. Όταν αργότερα ξύπνησε είχε ξημερώσει για τα καλά. Τα σύννεφα που είχαν συναντήσει σαν πετούσαν το χτεσινό απόγευμα έλαμπαν κατάλευκα έξω από τον υαλότοιχο. Δε τον σκούρυνε. Ο ήλιος σκορπούσε το φως του στη πόλη. Η μέρα ήταν υπέροχη. Σηκώθηκε νωχελικά από τον καναπέ. Στο σπίτι του καθηγητή δεν υπήρχαν βιολογικοί υπηρέτες, έτσι έπρεπε να τα κάνει όλα μόνη της. Δεν την πείραζε. Της άρεσε που ο αγαπημένος της ήταν της παλιάς σχολής. Πήγε στην κουζίνα κι ετοίμασε καφέ. Πήρε την κούπα και κάθισε στο σαλόνι του καθιστικού. Ήπιε τις πρώτες γουλιές και ενεργοποίησε ξανά το εγκεφαλοδίκτυό της συνδέοντας το με τον προβολέα του απέναντι τοίχου. Αμέσως ολόκληρο το μενού εμφανίστηκε μπροστά της. Διέγραψε τέσσερις χιλιάδες μηνύματα, προφανώς διαφημιστικά και άνοιξε τα μηνύματα που είχαν περάσει από το φιλτράρισμα του συστήματός της. Μια φίλη της την έψαχνε προφανώς για κουτσομπολιό, ενώ ο υφιστάμενός της στη δουλειά είχε και πάλι τις συνηθισμένες απορίες του Σαββάτου, τις οποίες η Πία θα αγνοούσε κι εκείνος θα έπρεπε και πάλι να τις λύσει μόνος του. Υπήρχε κι ένα ακόμη μήνυμα. Ήταν από τον καλύτερο φίλο και έμπιστο συνεργάτη του καθηγητή. Δεν είχε ούτε δέκα λεπτά που της το είχε στείλει κι ήταν λακωνικό. «Πάρε με». Ενεργοποίησε τη συνομιλία και σε λίγα δευτερόλεπτα στον απέναντι τοίχο σχηματίστηκε το πρόσωπο του δόκτωρ με φόντο ένα λιτό δωμάτιο ξενοδοχείου. «Καλημέρα», του είπε χαμογελαστή. «Καλημέρα», συνέχισε εκείνος βιαστικά, «συγνώμη για την ενόχληση αλλά δε μπορώ να τον βρω με τίποτα, έχει κλειστό το κεφάλανέτ του». «Στο εργαστήριο πήγε», απάντησε απλά εκείνη. Πότε δηλαδή έχει ανοιχτό το εγκεφαλοδίκτυο; Το πρόσωπο του δόκτωρ χλόμιασε. «Στο εργαστήριο;» ρώτησε άψυχα και κατάπιε έναν λυγμό, «τι πήγε να κάνει στο εργαστήριο;» «Τον ειδοποίησαν από τ’ άγρια χαράματα πως έρχονται οι φυλακισμένοι. Γιατί;» «Πία ντύσου», την πρόσταξε. «Γρήγορα!» Όσο εκείνη ντυνόταν της εξήγησε. Δεν ήταν οι συνάδελφοί του που είχαν ειδοποιήσει τον καθηγητή αλλά ο ίδιος ο δόκτωρ. Τον είχε ενημερώσει πως οι έρευνες ενός ανταγωνιστικού εργαστηρίου σε μια φτωχική επαρχία της αυτοκρατορίας προόδευαν ραγδαία. Δεν ξόδεψαν παρά ελάχιστο χρόνο σε πειραματόζωα. Είχαν πλέον περάσει σε ανθρώπους. Αυτός ήταν ο λόγος που ο καθηγητής έτρεξε πριν λίγες ώρες κατευθείαν στο κέντρο ερευνών τα χαράματα, ειδοποιώντας προφανώς εσπευσμένα να του φέρουν τους βαρυποινίτες. Δε θ’ άφηνε κανέναν να τον ξεπεράσει. Όμως τα νέα δε τελείωναν εκεί. Οι πηγές του φίλου του καθηγητή έλεγαν πως μερικές ώρες αργότερα τα πρώτα πειράματα των ανταγωνιστών είχαν καταστροφικά αποτελέσματα. Οι άνθρωποι που προσφέρθηκαν να δοκιμάσουν το πείραμα πέθαναν. Κανείς δεν επιβίωσε τη διαδικασία. Οι ανταγωνιστές του οδηγούνταν ίσως λεπτά πριν, στα κρατητήρια της επαρχίας τους. Οι καριέρες τους είχαν λήξει άδοξα κι εκείνοι όχι μόνο δε θα έβρισκαν το κλειδί για την αθανασία αλλά θα κατέληγαν να γνωρίσουν τον θάνατο στη φυλακή. Αν η ιστορία τελείωνε εκεί η Πία απλώς θα στεναχωριόταν. Όμως υπήρχε ένα πρόβλημα. Ο καθηγητής είχε εξαφανιστεί. Ο φίλος του δε πρόλαβε ποτέ να τον ενημερώσει για τις τελευταίες εξελίξεις. Εκείνος ακόμη πίστευε πως οι ανταγωνιστές του ήταν έτοιμοι να τον περάσουν στον επιστημονικό στίβο. Και ήταν έτοιμος να θυσιάσει και ο ίδιος με τη σειρά του ανθρώπινες ζωές. Αυτό και μόνο το νέο ήταν αρκετό για να στείλει κύματα ρίγης στο κορμί της Πία. Δεν ήταν δικαστής για να αποφασίσει για τη μοίρα των φυλακισμένων. Η ιδέα πως κάποιοι άνθρωποι είχαν μπει σε τροχιά που οδηγούσε σε σίγουρο θάνατο την τρόμαζε. Όμως όσο σκληρό κι αν ήταν περισσότερο την τρόμαζε το ενδεχόμενο ο αγαπημένος της να γίνει δολοφόνος. Και ν’ αντιμετωπίσει την αυτοκρατορική οργή γι’ αυτό. Σάββατο 11:15. Όσο οδηγούσε προσπάθησε ξανά και ξανά να επικοινωνήσει με το εργαστήριο. Απέτυχε. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να ενοχλήσει τους επιστήμονες όσο εργάζονταν. Το άγχος την έσπρωχνε σε απροσεξίες και δυο φορές κόντεψε να φιλήσει άλλα αεροχήματα. Σκεφτόταν τον αγαπημένο της να διώκεται από τη δικαιοσύνη και ένιωθε αναγούλα. Κι έτσι μες στον πανικό τής ήρθε η ιδέα. Το παρμπρίζ του οχήματός της γέμισε με γράμματα και ημιδιαφανείς εικόνες, όλα παραστάσεις του εγκεφαλοδικτύου της. Δίχως να βάλει το όχημα στον αυτόματο πιλότο ώστε να συνεχίσει να οδηγεί γρήγορα, βάλθηκε να ψάξει το ίδρυμα των φυλακών. Και το βρήκε. Ζήτησε τον διευθυντή και μόλις ανέφερε το όνομα του καθηγητή εκείνος εμφανίστηκε με τη μορφή ολογράμματος στο τζάμι. Χαμογελαστός. Πήγε να την καλημερίσει ευγενικά μα εκείνη τον διέκοψε. Του ζήτησε αμέσως να επικοινωνήσει με τον υπεύθυνο της αποστολής των φυλακισμένων στο εργαστήριο και να την συνδέσει μαζί του. Είπε πως είχε κάτι σημαντικό να πει στον καθηγητή που αφορούσε το πείραμα. Τα φρύδια του διευθυντή έσμιξαν από προβληματισμό. Η απάντησή του την έκανε να παγώσει στη θέση της. «Κυρία μου... Οι βαρυποινίτες μας ξεκουράζονται ακόμη στα κελιά τους. Δεν έχει επικοινωνήσει κανείς μαζί μας για το πείραμα». Για μια στιγμή το αερόχημα έμεινε ακυβέρνητο, να πετά δίχως βούληση. Έπειτα οι κόρνες και οι φωνές την ξύπνησαν. Αποσυνδέθηκε και συγκεντρώθηκε στην οδήγηση. Επιτάχυνε. Έδιωχνε τη σκέψη, δε τη δεχόταν, δε δεχόταν ούτε να τη προφέρει νοητά, ούτε να τη σχηματίσει στο μυαλό της. «Άραγε...» πήγαινε από μόνο της εκείνη ν’ αναδυθεί μέσα της κι εκείνη ούρλιαζε «όχι!» φωναχτά, να το ακούει, να τη διακόπτει, να την επαναφέρει στη πραγματικότητα. Όχι, ο καθηγητής δε θα έκανε ποτέ κάτι τόσο ανόητο. Σάββατο 11:25. Η Πία βρέθηκε έξω από το πελώριο γυάλινο κτίριο της κρατικής εταιρίας βιολογικών ερευνών με τα λεπτά σαν τιτάνια υπογραφή γράμματα στη κορυφή του. Δίχως δεύτερη σκέψη έτρεξε μέσα σα τρελή. Δε πρόλαβε να κάνει δυο βήματα μετά τη κεντρική είσοδο και βρέθηκε στα χέρια του υπεύθυνου ασφαλείας που προσπάθησε να την συγκρατήσει όσο το δυνατόν πιο ευγενικά. Ο άντρας τη γνώριζε και δεν ήθελε να την πονέσει όμως η Πία ήταν εκτός ελέγχου. Ούρλιαζε ασταμάτητα με όλη της τη δύναμη και γρήγορα στον προθάλαμο του κτιρίου της εταιρίας εμφανίστηκαν μερικοί ακόμη άντρες της ασφάλειας. Όσο κι αν τη κρατούσαν όμως η Πία δεν έπαυε να ουρλιάζει καθώς την έσερναν έξω από το κτίριο. Μέχρι τη κεντρική είσοδο. «Αφήστε την». Η φωνή τους έκανε να παγώσουν. Είχε έρθει από την ορθάνοιχτη πλέον είσοδο για το εργαστήριο. Εκεί έστεκε η προσωπική βοηθός του αγαπημένου της. Οι άντρες άφησαν μαλακά την Πία. Εκείνη δε μπορούσε να μιλήσει. Η βοηθός την πλησίασε. Άπλωσε το χέρι της. Η Πία δίστασε. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο», της είπε ήρεμα. Η Πία ξεροκατάπιε και τελικά ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της βοηθού. Έτσι, κρατημένες χέρι-χέρι πέρασαν την είσοδο για το εργαστήριο. Περπατούσαν βιαστικά. Πέρασαν από αλλόκοτα μηχανήματα γεμάτα πολύχρωμους σωλήνες, αμέτρητες οθόνες και προβολείς. Προσπέρασαν λιγοστούς εργαζόμενους με λευκές στολές και κάποιους βιολογικούς βοηθούς. Ανέβηκαν δύο ορόφους ώσπου να φτάσουν στο μέρος που η Πία είχε κάποτε έρθει στα κρυφά για να πραγματοποιήσει τις φαντασιώσεις του καθηγητή. Το προσωπικό του εργαστήριο. Η καρέκλα μπροστά σ’ ένα μηχάνημα με οθόνες διαφόρων χρωμάτων ήταν πεσμένη. Μια διάφανη ωοειδής θήκη με ένα κατεργασμένο κομμάτι από «αιώνιο» μέσα δέσποζε ψηλά στο ταβάνι, στη κορυφή ενός μηχανισμού. Μέσω καλωδιώσεων και σωλήνων ήταν συνδεδεμένη με μια τεράστια κάψουλα που τώρα έχασκε ανοιχτή. Τριγύρω της αιωρούνταν ένα λευκό νέφος. Κάτω από αυτή, στο γυαλιστερό πάτωμα είχε σχηματιστεί μια λίμνη από διαφανές, γαλάζιο υγρό. Η Πία δε χρειαζόταν ιδιαίτερη φαντασία για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Η σκέψη που με τόση προσπάθεια έδιωχνε πριν λίγη ώρα έγινε πραγματικότητα, σίγουρη και αμετάβλητη. Ο καθηγητής είχε πραγματοποιήσει το πείραμα σε άνθρωπο. Άραγε υπήρχε πιθανότητα να μην ήταν ο ίδιος εκείνος που είχε βγει από τη κάψουλα; Η Πία έπνιξε το ένστικτο μέσα της. Κανείς άλλος δε βρισκόταν στο εργαστήριο εκτός από τις δυο τους. Άλλη πόρτα δεν υπήρχε. Μονάχα η ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Τον βρήκε εκεί. Είχε τη πλάτη του γυρισμένη και κοιτούσε τον ουρανό. Ένα αεράκι ανάδευε τα μαλλιά του. Η Πία ένιωσε ανακούφιση. Δε την ένοιαζε ποιος είχε θυσιαστεί, δε την απασχολούσαν οι συνέπειες. Δεν ήθελε να ρωτήσει και δεν ήθελε να μάθει. Της αρκούσε που τον έβλεπε να είναι καλά. Οι παλμοί της καρδιάς της επανήλθαν κι ένιωσε ένα κύμα λατρείας να την κατακλύζει. Μια επιθυμία να τρέξει και να τον αγκαλιάσει την κυρίευσε, μα δε πρόλαβε να την εκδηλώσει. Εκείνος γύρισε και τη κοίταξε. Η ανακούφιση έγινε κομμάτια. Το πρόσωπο του έμοιαζε να τρέμει σα να έβγαινε από χαλασμένη οθόνη. Δεν τη γελούσαν τα μάτια της που είχαν βουρκώσει, ούτε η όραση της που είχε θολώσει. Δεν ήταν ψευδαίσθηση. Είχε δει τη σκηνή στο παρελθόν, ελάχιστες φορές αλλά την είχε δει. Στα αποτυχημένα πειράματα των ζώων που δε κατόρθωναν ν’ αντέξουν τη διαδικασία. Όσο κι αν είχε καταπιέσει το ένστικτο της πρωτύτερα, ήξερε πως δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Ο καθηγητής δε θα επέλεγε άλλον για το πείραμα. Όχι. Είχε πραγματοποιήσει το πείραμα στον εαυτό του. Τίποτα άλλο δεν έδειχνε να πάλλεται μπροστά της. Ούτε ο ουρανός με τα σύννεφα πίσω του, ούτε το μπαλκόνι. Ούτε καν τα ρούχα του. Μονάχα εκείνος. Ένιωσε να την απειλεί ένας νέος πανικός. Ο καθηγητής της χαμογέλασε. Έκανε να τον πλησιάσει μα τα χέρια της βοηθού τυλίχθηκαν γύρω της, ίσως να τη συγκρατήσουν, ίσως να την αγκαλιάσουν. Η Πία πάγωσε. Ο παλμός που θόλωνε την εικόνα του γινόταν πιο έντονος. Ένα δάκρυ κύλησε στο τρεμάμενο πρόσωπο του, μια μικροσκοπική κρυστάλλινη σφαίρα που έλαμψε στο πρωινό φως, καθάρια και αληθινή. «Μαζί...» Ο καθηγητής δε πρόλαβε να πει άλλη λέξη. Το πρόσωπο του διαχωρίστηκε, έγινε εκατομμύρια μικρά κομμάτια που απομακρύνονταν μεταξύ τους με το φύσημα του ανέμου και χάνονταν. Η Πία ούρλιαξε μ’ όλη της τη ψυχή και κατόρθωσε να ξεφύγει από τη λαβή της βοηθού που πλέον είχε χάσει τη δύναμη της. Τα ρούχα του έπεσαν στο πάτωμα μαλακά. Η Πία έτρεξε. Δε πρόφτασε ν’ αγκαλιάσει παρά μονάχα καπνό. Καθώς σωριαζόταν μια ζεστή στάλα νότισε το μέτωπο της. Κυριακή 00:47. Από το πρωί δεν είχε σταματήσει να κλαίει παρά μόνο όταν ο φίλος του καθηγητή, ο δόκτωρ που είχε φτάσει εσπευσμένα στη πόλη της είχε δώσει τα ηρεμιστικά. Ήταν κι εκείνος καταβεβλημένος. Δε μπορούσε να μιλήσει καλά-καλά. «Όταν ηρεμήσεις» της είχε πει, «όταν όλοι ηρεμήσουμε θέλω να σου πω κάτι» της είχε πει και της τα είχε δώσει. Εκείνη δεν είχε δώσει σημασία στα λόγια του. Είχε πάρει τα ηρεμιστικά και είχε καταφέρει να κοιμηθεί λίγο. Η επίδραση των ηρεμιστικών έσπασε από τον θόρυβο. Η Πία άνοιξε τα μάτια της. Το θέαμα που είδε της έκοψε την ανάσα. Ύστερα λιποθύμησε στο κρεβάτι της. Όταν ξαναξύπνησε είχαν περάσει περίπου δύο ώρες. Ένας κόμπος εμπόδισε την αναπνοή της. Σε λίγες ώρες θα έπρεπε να παραβρεθεί στη κηδεία. Θυμήθηκε τον λόγο που είχε λιποθυμήσει και ξανάβαλε τα κλάματα. Ήταν λογικό να της συμβαίνει αυτό, σκέφτηκε. Κυριακή 08:30. Επιστήμονες και αυτοκρατορικοί επιθεωρητές πηγαινοέρχονταν στα εργαστήρια της εταιρίας βιολογικών ερευνών σαν μέλισσες. Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Άλλοι μιλούσαν για τον χαμό του καθηγητή, άλλοι για το μυστήριο με τη Πία και άλλοι για την απόφαση του αυτοκράτορα. Όλα τα πειράματα στις επαρχίες της αυτοκρατορίας θα έληγαν. Είχαν χαθεί επιστήμονες. Είχαν χαθεί άνθρωποι. Οι βοηθοί του καθηγητή είχαν σκέψεις και ιδέες. Ίσως να είχαν και τρόπους να λύσουν το μυστήριο. Δε θα είχαν όμως ποτέ την ευκαιρία μιας και η εταιρία βιολογικών ερευνών θα αφιέρωνε το κέντρο του καθηγητή για διαφορετικούς σκοπούς. Το όνομα «αιώνιο» θα έπρεπε να περιμένει για να ταυτιστεί με κάποιο άλλο υλικό, λιγότερο επικίνδυνο. Η κόρη του αυτοκράτορα θα ξαναχάριζε τ’ όνομα της σ’ έναν πλανήτη και σ’ ένα στοιχείο. Για τις αρχές δεν υπήρχαν απορίες. Οι κάμερες είχαν καταγράψει τα πάντα. Την αγαπημένη του καθηγητή να εμφανίζεται ξαφνικά στο κτίριο βιολογικών ερευνών σα να ήρθε από το πουθενά, έχοντας αποφύγει όλες τις εξωτερικές κάμερες και όλους τους φρουρούς· σα να γνώριζε ακριβώς που βρισκόταν κάθε τι. Να εισέρχεται στο κτίριο πληκτρολογώντας τους σωστούς κωδικούς σε κάθε είσοδο. Να κατευθύνεται στο εργαστήριο του αγαπημένου της και να ενεργοποιεί όλα τα συστήματα. Και μετά από σαράντα λεπτά ακριβέστατων ρυθμίσεων των μηχανημάτων να ξεκινά τη διαδικασία. Οι επιστήμονες βέβαια επέμεναν πως τα συγκεκριμένα μηχανήματα δε θα μπορούσε να τα χειριστεί κανένας άλλος εκτός από τον καθηγητή. Ούτε οι ίδιοι οι βοηθοί του δεν γνώριζαν πως να τα ρυθμίσουν με τέτοια ακρίβεια. Πόσο μάλλον η Πία. Όμως οι αυτοκρατορικοί επιθεωρητές προσπέρασαν γρήγορα τις παρατηρήσεις τους. Ήταν η αγαπημένη του. Κάτι θα ήξερε. Ο φίλος του καθηγητή παραιτήθηκε από τη θέση του. Όταν είδε όσα κατέγραψαν οι κάμερες του εργαστηρίου εκείνο το βράδυ δεν είπε λέξη. Μονάχα έκλαψε. Δεν πρόλαβε ποτέ να πει αυτό που ήθελε στη Πία. Οι κάμερες κατέγραψαν την Πια να βγαίνει από τη κάψουλα και να ξαναφορά τα ρούχα της. Κι έπειτα να βαδίζει ήρεμα προς το μπαλκόνι. Σ’ όλη της τη διαδρομή το δεξί της χέρι αιωρούνταν ελεύθερο και κλειστό στο πλάι. Οι κάμερες κατέγραψαν έναν αναπάντεχο επισκέπτη. Ένας πράσινος δράκος, ένα βιολογικό παιχνίδι περίμενε στο μπαλκόνι, σαν πιστό σκυλί. Η Πία τον πλησίασε και τον χάιδεψε με το άλλο της χέρι. Στο χάδι της ο δράκος φτερούγισε σαν η τεχνητή του καρδιά να σκίρτησε για λίγο. Έπειτα η Πία πήγε λίγο παραπέρα και κάθισε οκλαδόν. Κάποιες άλλες κάμερες κατέγραψαν τους φρουρούς να τρέχουν αλαφιασμένοι προς το εργαστήριο μόλις παρατήρησαν, στο σύστημα παρακολούθησης, τον δράκο στο μπαλκόνι. Ωστόσο η Πία έμεινε για λίγο καθισμένη ατενίζοντας τον νυχτερινό ουρανό. Ο δράκος την κοιτούσε από τη θέση του. Έπειτα η Πία γύρισε στα δεξιά της και το βλέμμα της καρφώθηκε εκεί, δίπλα της, σε κάποιο σημείο που η ίδια κοιτούσε με λατρεία κι ας μην υπήρχε τίποτα. Καταγράφηκε ένας ήχος από την είσοδο του εργαστηρίου που άνοιγε καθώς οι φρουροί έμπαιναν μέσα, όμως η Πία δεν αντέδρασε. Έμεινε να κοιτάζει στο ίδιο σημείο. Μέχρι να εξαϋλωθεί. Και όταν χάθηκε απέμεινε το βιολογικό παιχνίδι του καθηγητή να κοιτάζει ήρεμα-εξάλλου ήταν άψυχο-στο ίδιο σημείο που πριν από λίγο ανέπνεε η Πία. Οι φρουροί το βρήκαν εκεί ακίνητο. Το βλέμμα του δράκου γύρισε αργά προς τον ουρανό αγνοώντας τους. Τέντωσε τα φτερά του και τα τίναξε. Κι έπειτα σηκώθηκε και πέταξε ώσπου χάθηκε ανάμεσα στ’ άστρα, αφήνοντας τις κάμερες να καταγράφουν τους άφωνους φρουρούς να κοιτούν τον υπέροχο νυχτερινό ουρανό. Όσοι είδαν το βίντεο απόρησαν με τις αντιδράσεις του βιολογικού παιχνιδιού που δεν είχε βρεθεί ακόμη. Λίγη σημασία έδωσαν στο βλέμμα της Πία. Μονάχα ο φίλος του καθηγητή έχασε την ανάσα του. Γιατί του έφερε στο μυαλό αυτό που ήθελε να της πει το προηγούμενο βράδυ. Για τις αυτοκτονίες όλων ανεξαιρέτως των επιστημόνων που πραγματοποίησαν τα πειράματα με ανθρώπους. Για τα σημειώματα που κάποιοι άφησαν. Για τις παραισθήσεις που έγραφαν πως έβλεπαν, τα φαντάσματα των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους από τα χέρια τους. Ο δόκτωρ ξεροκατάπιε. Θα έπνιγε με τη πρώτη ευκαιρία τα πάντα στο ποτό. Όσο για τους υπόλοιπους που παρακολούθησαν το βίντεο απορροφήθηκαν για λίγο κοιτάζοντας τον ουρανό μαζί με τους φρουρούς στην εικόνα. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο να δουν. Κι όσο βυθίζονταν στην απεραντοσύνη, μέσα τους αντηχούσαν τα τελευταία λόγια της Πία πριν εξαφανιστεί, λόγια που καταγράφηκαν σ’ έναν αδύναμο ψίθυρο. «Μαζί σου για μια αιωνιότητα κι ας είναι και στα σύννεφα». Τέλος. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alchemist Posted April 20, 2009 Share Posted April 20, 2009 Φίλε Solonor, αν το κείμενό σου ήταν fantasy και όχι επιστημονικής φαντασίας, θα το έκρινα εντελώς διαφορετικά. Όμως, το πάντρεμα του (αχρείαστου κατά τη γνώμη μου) πράσινου δράκου με την hi-tech κοινωνία βγάζει ένα μάλλον δύσπεπτο αποτέλεσμα. Επίσης, μου φαίνεται ότι είσαι λίγο εκτός θέματος. Αναλώνεσαι σε περιγραφές γεγονότων, τα οποία λίγη εώς καθόλου σχέση έχουν με την έννοια της αθανασίας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted April 20, 2009 Share Posted April 20, 2009 Ωραία λυπητερή ιστορία, κι ας ήταν περισσότερο φου παρά σου φου. Και η αθανασία είχε μικρό λόγο. Περισσότερο σαν αφορμή για μια ξεχωριστή ιστορία ήταν. Γενικώς όμως ήταν ευχάριστη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted April 21, 2009 Share Posted April 21, 2009 (edited) Φίλε Solonor, εμένα μου άρεσε ο δράκος - βιολογικό παιχνίδι. Δίνει μια ονειρική χροιά στον μελλοντικό σου κόσμο. Στο κάτω - κάτω, ποιός ορίζει τους κανόνες για την όψη του; Δικαιούσαι να κάνεις τις προτάσεις σου. Κάτι άλλο που μου άρεσε και το συνάντησα στα πιο πολλά διηγήματα του διαγωνισμού, είναι το συναισθηματικό του στοιχείο. Αγάπη και έρωτας δεν θα πάψουν ποτέ να τροπίζουν καταλυτικά τις ανθρώπινες πράξεις και συμπεριφορές μέχρι το τέλος του ανθρώπινου είδους. Όμορφη ιστορία. Και σωστά γραμμένη. Edited April 21, 2009 by Πυθαρίων Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Δημήτρης Posted April 21, 2009 Share Posted April 21, 2009 Και εμένα μου άρεσε η ιστορία γιατί έχει συναίσθημα, αλλά κυρίως γιατί ήταν καλογραμμένη. Το θέμα της αθανασίας προσεγγίζεται -μάλλον- επιφανειακά, ωστόσο δεν θα έλεγα πως η ιστορία είναι πιο πολύ φάντασυ εξαιτίας του δράκου. Ίσως να ήταν λίγο παράταιρος αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό αρκεί για να χαρακτηρίσει και το διήγημα φάντασυ. Επίσης ως μέγας fan του ΚΑΣ έχω μία αδυναμία στις ιστορίες με όχι και τόσο ευχάριστο τέλος. Καλή επιτυχία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Magical Science ή Science Fantasy ή ό,τι συμβαίνει όταν η επιστημονική φαντασία διεισδύει στο fantasy. Με ενόχλησε; Νομίζω πως όχι. (Για να πω την αλήθεια, αυτό το πρώτο μισό, το «επιστημονική» πάντα με ενοχλούσε γιατί με ενδιέφερε το λιγότερο. Γουστάρω τα ρομπότ μου να κλαίνε στενοχωρημένα χύνοντας λάδια.) Όμορφη η τελική εικόνα με την επανεμφάνιση του δράκου, έχουν όμως οι άυλες οντότητες την ανάγκη μεταφορικού μέσου για τα σύννεφα; Και δεν θα ήθελα να φανώ αρνητικός, αλλά κοιτάζοντας την ιστορία σου ξανά και ξανά, δεν έμεινα ικανοποιημένος από τη σχέση αυτού του ζευγαριού. Δεν είχε την μια σκηνή ή τις δύο ατάκες που θα ένιωθα την θέρμη του έρωτα τους. Για να με αγγίξει και το φινάλε. Της λέει βέβαια στην αρχή «Μαζί σου για μια αιωνιότητα Πία κι ας είναι και στα σύννεφα», είναι όμως το πρώτο τρυφερό πράγμα που της λέει και επιβεβαιώνει στον αναγνώστη πως αυτοί οι δύο τα έχουν. Οι διάλογοι και η περιγραφή των σκηνών όταν αυτοί οι δύο χαρακτήρες βρίσκονται μαζί αναλίσκονται στην προϊστορία των γεγονότων και το πείραμα. Και πρέπει να μαντέψω πως κάνει το πείραμα στον εαυτό του για εκείνη, για την διαφωνία που είχαν για τις ζωές των άλλων. Με μόνο δεδομένο το γεγονός πως αυτοί είναι ερωτευμένο ζευγάρι, δεν μπόρεσα να συγκινηθώ στο δεύτερο μισό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Μ’ αρέσει: Η Πία, ο καθηγητής, ο δράκος, η κόρη του αυτοκράτορα και οι ονοματολογιές, οι περιγραφές, τα συναισθήματα. Όλα. Δε μ’ αρέσει: Το «πορτοφόλι με τα αρχεία». Με κάνει να σκοντάφτω σε μια αφήγηση που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ούτε ένα ψεγάδι. Στο σύνολο: Τι θα γίνει με σένα; Πόσο θα εξελιχθείς ακόμη; Ξέρεις ότι υπάρχει και ταβάνι στο πόσο καλός μπορεί να γίνεις; Γιατί κάθε καινούργια σου ιστορία είναι μία ή δύο ή και τρεις κλάσεις καλύτερη από την προηγούμενη; Ε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 3500 λέξεις, και όλο το διήγημα ήταν η τελευταία παράγραφος. Ένα διήγημα για να στήσεις το σκηνικό για μια παράγραφο. Μου άρεσε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted April 23, 2009 Author Share Posted April 23, 2009 (edited) Ευχαριστώ για τα σχόλια! @Alchemist. ο Dinosxanthi έγραψε "θέμα/ερέθισμα/αφορμή την ΑΘΑΝΑΣΙΑ" οπότε θα μου επιτρέψεις να επιμείνω πως είμαι εντός θέματος. @Dinohajiyorgi Ο δράκος θεώρησα πως ακολούθησε παρά χρησιμοποιήθηκε, βέβαια το αν δεν έγινε κατανοητό το χρεώνομαι εγώ! Το άλλο που ανέφερες δεκτό! @Naroualis Αργκ, μ' έπιασες το πορτοφόλι με τ' αρχεία προοριζόταν για sf συσκευή και κατάφερε να περάσει από το edit! και ερμ /blush Roricon, Δημήτρη, Πυθαρίων, Month ευχαριστώ! Edited April 23, 2009 by Solonor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Καλογραμμένη ιστορία. Το εγκεφαλοδίκτυο είναι ωραία επινόηση αλλά περνάει διακοσμητικά, χωρίς να παίζει κάποιο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας με αποτέλεσμα να χάνει την αξία του. Πολύ μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι γνωστές σε όλους μας κάμερες και αυτό δεν ταιριάζει με το υπόλοιπο «προχωρημένο» τεχνολογικά περιβάλλον. Καταλαβαίνω ότι προσπαθείς να γράψεις μια συγκινητική ιστορία παθιασμένου έρωτα, αλλά δεν με άγγιξε. Δεν είμαι σίγουρος τι φταίει ,ίσως το ΕΦ περιβάλλον δεν είναι το στοιχείο σου. Δεν «φαίνεται» ιδιαίτερα η αθανασία, μέσα στην ιστορία. Επίσης, και ο δράκος είναι αρκετά «χτυπητός», ενώ κάνει ελάχιστα πράγματα. Τα_σύννεφα_σ_όλια.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Εντάξει. Είναι ε.φ. και έχει και θέμα την αθανασία. Και έχει και σκοτεινή διάθεση στο τέλος (καλό αυτό με τα φαντάσματα. Και πιο ενισχυμένο-τρομαχτικό να ήταν, δεν θα με χάλαγε). Δεν με εντυπωσίασε όμως. Τσέκαρε τη χρήση του λεξιλογίου σου. Παίζει να σου έχουν ξεφύγει κάποια πράγματα. Γενικά, μου φαίνεται, πως ο λόγος σου στη συγκεκριμένη ιστορία θέλει λίγη δουλειά. ΥΓ: Καλό το ‘’φανταστικό επιστημονάντσο’’ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted April 23, 2009 Share Posted April 23, 2009 Εμένα πιο πολύ από όλη την ιστορία μου άρεσε ο δράκος! "Αναμενόμενο", θα μου πείτε... Γενικά, καλή εντύπωση θα μου άφηνε η ιστορία σου, τη διάβασα μ' ενδιαφέρον. Η γλώσσα απλή και "αποτελεσματική", η ροή των γεγονότων ομαλή, όλα καλά μέχρι αυτή εδώ την παράγραφο: Όσοι είδαν το βίντεο απόρησαν με τις αντιδράσεις του βιολογικού παιχνιδιού που δεν είχε βρεθεί ακόμη. Λίγη σημασία έδωσαν στο βλέμμα της Πία. Μονάχα ο φίλος του καθηγητή έχασε την ανάσα του. Γιατί του έφερε στο μυαλό αυτό που ήθελε να της πει το προηγούμενο βράδυ. Για τις αυτοκτονίες όλων ανεξαιρέτως των επιστημόνων που πραγματοποίησαν τα πειράματα με ανθρώπους. Για τα σημειώματα που κάποιοι άφησαν. Για τις παραισθήσεις που έγραφαν πως έβλεπαν, τα φαντάσματα των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους από τα χέρια τους. Δεν ξέρω, σαν κάτι να λείπει, σα να λες πολλά πράγματα απότομα και άκομψα και μάλιστα δεν τα κάνεις και πολύ λιανά, μάλλον υποπτευόμαστε την αλήθεια... Δεν ξέρω, αυτή η παράγραφος μου άσβησε όλο το διήγημα, τόσο κακή την βρήκα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted April 24, 2009 Share Posted April 24, 2009 Εμένα μου άρεσε αυτό εδώ. Παρόλο που το έχουμε ξαναδιαβάσει (σε όλα τα πιθανά σέτινγκ που θα μπορούσε) ποτέ δεν παύει ο συγκεκριμένος μύθος να είναι ούτε επίκαιρος, ούτε χαριτωμένος. Η γραφή σου είναι καλή, κενά δε μου έχεις αφήσει. Ίσως να χρειαζόταν λίγο περισσότερο πράξεις για να νιώσουμε το ζευγάρι, όχι σκέψεις ή λόγια, αλλά πράξεις για να είμαστε σίγουροι και να μπούμε στο πετσί τους. Και έτσι όμως εμένα μάλλον μου έφτασε. Ήταν απλό και όμορφο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted April 25, 2009 Share Posted April 25, 2009 Αυτή η ιστορία κερδίζει credits κατά τη γνώμη μου και μόνο γιατί έχει πλοκή. Και το λέω με την έννοια ότι δε βασίζεται στην απλή αφήγηση ενός γεγονότος αλλά με έβαλε στη διαδικασία να παρακολουθώ τα γεγονότα καθώς εξελίσσονται. Είναι καλογραμμένη, με ωραίο σκιαγραφημένο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα αλλά στο τέλος γίνεται κάπως μπερδεμένη. Για να πω την αλήθεια το τέλος μου φάνηκε απογοητευτικό. Δεν κατάφερε να μου μεταφέρει το συναίσθημα της ηρωίδας που την οδήγησε να κάνει ότι έκανε. Ίσως φταίει γιατί ακριβώς εκεί το γύρισε σε μια ουδέτερη αφήγηση, πράγμα μου είχε αποφύγει σ’ όλο το προηγούμενο. Στο σύνολο της όμως ήταν πολύ καλή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted April 25, 2009 Share Posted April 25, 2009 Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ στην ιστορία, είναι ότι ήταν γραμμένη απίστευτα ξεκούραστα!! Ούτε που κατάλαβα πως έφτασα μέχρι το τέλος. Δεν με πειράζει και τόσο αν δεν είναι τόοσο έντονο το ΕΦ και η Αθανασία, σημασία έχει ότι έχεις αφορμήσει σωστά απ' αυτές. Επισης πολύ καλοί όλοι σου οι χαρακτήρες. Όμως, δεν κατάλαβα τελικά τι παίχτηκε!! Η Πία σκότωσε τον καθηγητή; Ο καθηγητής είχε πεθάνει από πριν και τα φανταζόταν όλα; Δεν ξέρω... χάθηκα!! Αν μπορείς κάνε μου μια επεξήγηση του τι παίχτηκε τελικά!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted April 25, 2009 Share Posted April 25, 2009 (edited) ΟΚ, φοβάμαι ότι εδώ με ένα ποστ θα καταφέρω να στενοχωρήσω δύο καλά παιδιά: Προσδεθείτε! Καλογραμμένη ιστορία. Αγαπητέ khar, άλλο ένα τέτοιο και θα ανακαλέσω το πληρεξούσιο σχολιασμού που σου έχω δώσει. Φίλε Solonor, Δεν ξέρω πώς να το θέσω όμορφα, οπότε δεν θα το θέσω όμορφα: Έχω την εντύπωση ότι το διήγημα αυτό δεν το έγραψε ο συγγραφέας του "Γερακιού" -τόσο διαφορετικά τα βρίσκω από πλευράς ποιότητας. Τι μου φταίει (να φανείς γενναίος -εξάλλου είναι μόνο η δική μου γνώμη): -Το κείμενο ήταν υπερβολικά "ξεκούραστο". Μου φάνηκε σαν μια διεκπεραιωτική καταγραφή γεγονότων. -Οι χαρακτήρες έτρεχαν από δω κι από κει, χωρίς να κουβαλούν μαζί τους καμία (ή τουλάχιστον όχι αρκετή) συναισθηματική φόρτιση, και τα κίνητρά τους ενώ αναφέρονταν δεν με επεισαν. -Το ζευγάρι δεν κατάφερε να μου μεταδώσει τη λογοτεχνικά "πραγματική" αγάπη του ενός για τον άλλο. -Οι διάλογοι ήταν συγγραφικά ανώριμοι για τις δυνατότητές σου, στα όρια μιας ηθικοπλαστικότητας που πάντα με ξενίζει/αποδιώχνει. -Υπάρχει μια σημαντική ασάφεια για το τι έγινε στο τέλος. -Αναληθοφανής παρουσίαση της επιστημονικής κοινότητας και της εσωτερικής ανταγωνιστικής δομής της. -Γενικά βρήκα το γράψιμο σαφώς κατώτερο των δυνατοτητών σου (συγκρίνοντας πάντα με το "Γεράκι"), κι αυτός άλλωστε είναι ο ένας λόγος που στα χώνω τόσο χοντρά - ο άλλος είναι ότι πιστεύω ότι μπορείς να το αντέξεις και, αν έχω κάπου δίκιο, να το εκμεταλλευτείς για το μέλλον. Και για να μην παρεξηγηθεί η κριτική μου όσον αφορά την ψηφοφορία, η ιστορία σου κατά τη γνώμη μου απέχει σημαντικά από τις τελευταίες θέσεις. Imagine δηλαδή... (Όταν είμαι κακός είμαι καλός. Όταν είμαι κάκιστος όμως είμαι καλύτερος. ) Edited April 25, 2009 by mman 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted April 25, 2009 Author Share Posted April 25, 2009 Thnx για τα σχόλια, δεκτά! Tregorian εξηγήσεις θα δώσω μετά το τέλος καθώς θα νιώθω πως κλέβω αν το κάνω τώρα! Mike δεν έχω πρόβλημα την αντέχω τη κριτική! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted April 26, 2009 Share Posted April 26, 2009 Ωραια η ιστορια σου, μου αρεσε. :thumbsup: . Μου αρεσε ο δρακος και θα ελεγα οτι το science fantasy οπως ειπε το Φανταστικό επιστημονάντσο σου ο Ντινος ειναι ενα ειδος που καποια στιγμη στο μελλον θα ηθελα να το δοκιμασω και γω!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted April 27, 2009 Share Posted April 27, 2009 Στα καλά σημεία της ιστορίας ο δράκος μαζί με το Hightech περιβάλλον, η αυτοκρατορία και οι θανατοποινίτες ταυτόχρονα με τα πειραματικά εργαστήρια και, φυσικά, η ύπαρξη πλοκής, καθότι το πάω το παραμύθι. Ήμουνα σίγουρη από πολύ νωρίς πού θα δοκίμαζε ο καθηγητής το πείραμα, παρόλα αυτά δε με χάλασε. Επίσης για κάποιο περίεργο λόγο δε βρήκα την ιστορία θλιβερή, σκοτεινή και ό,τι άλλο, παρά τους θανάτους και τα φαντάσματα. Αντιθέτως, δεν ξέρω αν ακούγεται περίεργο, μου άφησε μια ευχάριστη επίγευση. Από την άλλη, χωρίς να είμαι εντελώς σίγουρη γιατί, δεν με άφησε απόλυτα ικανοποιημένη. Αισθάνομαι ότι υπήρχε πολύ ανεκμετάλλευτο δυναμικό, ότι μπορούσε να γίνει πραγματικά συγκλονιστική, αλλά ότι κάτι χάθηκε στο δρόμο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted April 28, 2009 Share Posted April 28, 2009 Το διήγημά σου μου άρεσε αρκετά μπορώ να πώ. Δεν βρήκα κατι που να με ενόχλησε ιδιαίτερα, λίγο ο δράκος ίσως μου φάνηκε αχρείαστος. Απο κει και πέρα λίγο το τέλος με κούρασε γιατί τράβηξε πολύ. Μου άρεσε η ιδέα και η εκτέλεση, ήταν καλογραμμένο και μου κράτησε το ενδιαφέρον ως το τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted April 28, 2009 Share Posted April 28, 2009 Δε θα πρωτοτυπήσω. Η ιστορία είναι πολύ καλή, θα γίνει όμως πραγματικά πολύ δυνατή αν δώσεις ψυχή στους κάπως ψυχρούς χαρακτήρες και στα αισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλο. Ιδίως μέχρι τη μέση του διηγήματος μου έδιναν την αίσθηση παντρεμένου χρόνια ζευγαριού που έχει βαρεθεί ο ένας τον άλλο. Ακόμη και είπαν μεταξύ τους «Μαζί μια αιωνιότητα κι ας είναι και στα σύννεφα». Και παρακαλώ ο δράκος να μείνει στη θέση του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Glowleaf Posted April 30, 2009 Share Posted April 30, 2009 Ψηφιζω και εγω ο δρακος να μεινει στην θεση του. Κατω τα χερια απο τον δρακο. Δεν εχει νοημα να λεω παλι αυτα που ειπαν πιο πανω, αλλα εχω μια γενικη παρατηρηση. Ειδικα σε αυτο το διηγημα, καλο θα ηταν να εφαρμοσεις το "less is more". Το technobabble ειναι αχρηστο και κουραζει αδικως. Τις αναφορες για τα χιλιαδες σπαμ τις εχουμε κοψει απο τα διηγηματα εδω και 5 χρονια (δεν ειναι πια το μελλον, ειναι το παρον). Κατι ρομποτικοι υπηρετες και τετοια δεν χρειαζονται, γιατι δεν προσφερουν (ουτε αφαιρουν, απλα πιανουν χωρο). Το μυαλονευροδικτυο δουλευει μια χαρα και ως απλο 4G με βιντεοκληση. Ασχετο, εγω μεχρι την μεση νομιζα οτι η Πια ηταν ο δρακος. Τρελο μειον: Ηθελε σκηνη σεξ. Ετσι θα ελυνες και το θεμα του "χλιαρου" ζευγαριου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.