Jump to content

Μέσα στον Καπνό


DinMacXanthi

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κέλλης Κωνσταντίνος

Είδος: φαντασία

Αριθμός Λέξεων: 627

Σχόλια: Το παρόν γράφτηκε πριν 2 χρόνια περίπου σαν πείραμα και δεν ήξερα τι να το κάνω. Απο τότε που γράφτηκε ανάθεμα κι αν το διάβασα 1,2 φορές, κι αυτές όταν περνούσα documents από υπολογιστή σε υπολογιστή. Για διορθώσεις ούτε λόγος. Ελεύθερη γραφή for the win λοιπόν.

 

 

 

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΠΝΟ

 

 

 

 

Ο μεγαλύτερος ποιητής που γεννήθηκε ποτέ σ’ αυτή τη Γη πρόκειται να πεθάνει. Έχει λίγες ώρες ζωής μα δεν το ξέρει. Σκυμμένος πάνω από τα χαρτιά του, μαυρίζει το σώμα και το μυαλό του με καρκίνο.

 

Τα χειρόγραφα είναι μισοτελειωμένα. Ποτισμένα με λέξεις που κάνουν άκαρδους τύραννους να κλάψουν με την ομορφιά τους, τώρα κιτρινίζουν από τον ειδεχθή καπνό του δηλητηρίου που τα σκεπάζει.

 

Τα μάτια του είναι κόκκινα, τα βλέφαρα βαριά. Ιδέες και σημάδια μέσα στον εγκέφαλο του, πνίγονται από το γλυκό όπιο.

 

Ο κόσμος έξω γυρνάει, μα αυτός κρυμμένος μέσα στο κρησφύγετο του, είναι δεμένος.

 

Δεν κοιτάζει πια έξω. Η σαπίλα που τον κατατρώει σαν πεινασμένο ζώο, είναι ο μανδύας του. Κάποτε θα χαιρόταν να περπατήσει με τους συνανθρώπους του. Να κοιτάξει την ομορφιά και να χαθεί μέσα της.

 

Δεν υπάρχει πια κάτι όμορφο εκεί έξω. Το κακό κάλυψε τα πάντα.

 

Σαν το βελούδινο φάντασμα που δραπετεύει από τα χείλια του. Φεύγει και κρύβεται μέσα στις σκιές του χρυσοποίκιλτου διαμερίσματος.

 

Κρύσταλλα και κοσμήματα γυαλίζουν από τα φωτεινά κεριά, κρεμασμένα στις ονειροπαγίδες γύρω του. Κουρτίνες από μετάξι, δεν αφήνουν το φεγγαρόφως να τον γλυκάνει με την λάμψη του.

 

Ξαναπαίρνει την πένα στο χέρι του. Την νιώθει ξένη ανάμεσα στα γέρικα κιτρινισμένα δάχτυλα του. Κάποτε ήταν η ερωμένη του, το προσωπικό του πνεύμα που ένωνε το μυαλό του με την πλάση. Μέσα από το χαρτί.

 

Τραγούδησε μου Μούσα.

 

Το μελάνι στάζει σαν αίμα επάνω στο χειρόγραφο. Εκατοντάδες ζωές, ανάμεσα στις σελίδες, Τους έκανε να ζούνε και να πεθαίνουν. Τώρα το κρασί και ο καπνός τον εξουσιάζουν.

 

Τραγούδησε μου Μούσα.

 

Σκύβει το βαρύ του κεφάλι. Το μελάνι μυρίζει σαν τα γιασεμιά στον κήπο. Όταν ήταν νέος, τα κοίταζε και τα χάιδευε με στοργή. Η γλυκιά του έμπνευση, δυο μάτια σαν την νύχτα του φθινοπώρου. Δεν θέλει να τον δει. Είναι νεκρός και ξεραμένος. Τον άφησε και ρήμαξε. Τα λουλούδια, πέθαιναν, με τα πέταλα τους γυρισμένα προς το παράθυρο. Ξεράθηκαν από την μοναξιά και την θλίψη.

 

Δεν ξέρει τι να γράψει. Οι λέξεις δεν του τραγουδούν πια. Ο κόσμος τον προσπέρασε. Τα βασίλεια και οι θεοί άλλαξαν. Κι αυτός άλλαξε.

 

Μια μικρή σπίθα, σαν το κάρβουνο που θρέφει το ναρκωτικό του, λάμπει και ξυπνάει το μυαλό του. Η καρδιά του, σαν τα κλαδιά που τα κάλυψε ο πάγος, ταράζονται και φωνάζουν με πείσμα.

 

Δεν έχουμε χαθεί. Ο κόσμος είναι δικός μας.

 

Κάποτε ήταν αλήθεια.

 

Λαμπερό πορτοκαλί και κόκκινο. Πρέπει να γράψει.

 

Η μύτη της πένας χαράζει με μαύρο οξύ το χαρτί.

 

Η Μούσα, τον πλησιάζει χωρίς να την βλέπει. Τα μαλλιά της, πάλλευκα μα πλούσια τον μεθούν με την μυρωδιά τους. Σκύβει στους γερασμένους του ώμους και του ψιθυρίζει για άλλα χρόνια.

 

Γράφει. Το λεπτό φύλλο παίρνει φωτιά από τα γράμματα.

 

Και η ώρα κυλάει δίχως σταματημό.

 

Το χέρι του δεν λυγίζει.

 

Μπορεί να ακούσει τις κραυγές τους έξω. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μα δε θρηνούν. Με την τελευταία τους πνοή ζητάνε τον θάνατο.

 

Τα χείλια της τον καθοδηγούν. Δεν κοιτάει πια τι γράφει. Τα μάτια του κοιτάζουν προς τα μέσα.

 

Και η ζωή έφτασε εδώ και αναστέναξε η τελευταία φράση.

 

‘Τι;’ Τον ρωτάει μα η φωνή της, το τελευταίο κύμα του ωκεανού, φτάνει σε νεκρά αυτιά.

 

Η πένα ματώνει την τελευταία λέξη με το μαύρο της άγγιγμα.

 

‘Δεν θα το μάθουνε ποτέ.’

 

Η φωνή έχει πόνο.

 

‘Με καλούνε αρχόντισσα. Πάντα πλησιάζω όταν με καλούν.’ Η φωνή του Θανάτου είναι μαλακή δίχως κακία. Αγγίζει τον ποιητή και η ψυχή του αφήνει το γέρικο κορμί.

 

Για μια στιγμή, η ψυχή, ένα νεανικό σώμα με μάτια που λάμπουν, γυρνάει προς την Μούσα.

 

‘Μητέρα, πάρε με μακριά.’

 

‘Δεν είναι πια δικός σου.’ Της λέει, ξανά δίχως κακία, και τον παίρνει από το χέρι.

 

Η Μούσα γονατίζει. Ακουμπώντας το προσκεφάλι της στο γόνατο του γέρου, κλαίει.

 

Το κερί λιώνει επάνω στο τραπέζι και σβήνει.

Edited by Dinosxanthi
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 4 months later...

Κώστα, αυτό ήταν πολύ πολύ όμορφο!Ονειρική ατμόσφαιρα, πολύ ποιητικός λόγος που κυλάει ανεμπόδιστα και ποτίζει τη φαντασία μου με εικόνες που φυτρώνουν κι οργιάζουν! Μπράβο!

Link to comment
Share on other sites

  • 3 years later...

Νομίζω αυτό εδώ ταιριάζει με την πρόσφατη συζήτηση για το δαιμόνιο της γραφής.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..