Cassandra Gotha Posted May 12, 2009 Share Posted May 12, 2009 Είδος: ηρωική φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:1720 Αυτοτελής; Όχι. Είναι η εισαγωγή ενός μυθιστορήματος Σχόλια: Θα ήθελα να μου πείτε τη γνώμη σας πώς είναι αυτό το κείμενο σαν εισαγωγή σε μυθιστόρημα, γιατί πολύ με προβληματίζει και όλο το αλλάζω. Ο Φόνος Η πόρτα άνοιξε σιγανά, χωρίς βιασύνη. Έτριξε λίγο όπως άνοιγε. Μια σκοτεινή φιγούρα μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε για μια στιγμή ακίνητη, προσεκτική. Κατέβασε την κουκούλα και κοίταξε το χώρο με μάτια βαριά βαμμένα με μαύρη αλοιφή. Δεν ήταν υπαίτιο το φύλλο της για το έντονο μακιγιάζ, αλλά το επάγγελμά της: η αλοιφή αυτή τη βοηθούσε να βλέπει στο σκοτάδι, συγκεντρώνοντας την παραμικρή υποψία φωτός στα μάτια. Ήταν παλιό και γνωστό τέχνασμα των ανθρώπων που δρούσαν τη νύχτα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Μύριζε οινόπνευμα και σκόρδο. Η μυρωδιά ερχόταν από το κρεβάτι στ’ αριστερά: εκεί κοιμόταν ο έμπορος Πάτριλ, το υποψήφιο θύμα της κλέφτρας που γλίστρησε στο σπίτι του μέσα στη νύχτα, οδηγημένη από τη γνώση ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν κάτοχος του μαύρου πετραδιού. Το διαβόητο Λέουρατ Βαφιάνα, το Πέτρινο Φαρμάκι, όπως το λέει ο λαός, δεν ήταν κάτι εύκολο ή ακίνδυνο να βρεθεί. Πάντα το κυνήγι για την απόκτησή του ήταν δεμένο με κατάρες και πόνο και θάνατο. Η κλέφτρα όμως δε φοβότανε. Ήξερε ότι όλα όσα ακούγονταν για το μικρό θησαυρό ήταν τρομακτικές φήμες και τίποτα περισσότερο. Απ’ το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι, έμπαινε ο ανοιξιάτικος αέρας και οι ήχοι της πόλης: γάτες που τσακώνονταν στη γειτονιά, βήματα στο δρόμο, κάπου μακριά ένας καυγάς μεθυσμένων. Αυτή η πόλη ποτέ δεν κοιμόταν. Αυτή η πόλη, που αν κι είχε να την επισκεφθεί πολλά χρόνια, την ήξερε τόσο καλά. Μια μεγάλη, πυκνοκατοικημένη πόλη, όπου υπήρχαν του κόσμου τα μαγαζιά και εργαστήρια, πανδοχεία και ταβέρνες, σπίτια μεγάλα και πλούσια, κυρίως εμπόρων, αλλά και πολλές φτωχικές παράγκες σε μια μικρή συνοικία, όπου ζούσαν εργάτες, ζητιάνοι και κλέφτες μεταμφιεσμένοι σε ζητιάνους. Ήταν η Λίτνια, μια παλιά, αξέχαστη αγάπη της, ο τόπος που την έκανε αυτή που ήταν, που την έμαθε να επιβιώνει. Ένας τόπος όπου είχε ζήσει για λίγα αλλά γεμάτα χρόνια. Απ’ το δρόμο ακούστηκαν τα γέλια των μεθυσμένων που τσακώνονταν πριν από λίγο. Τώρα γελούσαν με το μεθύσι τους κι απομακρύνονταν μες στη νύχτα. Έκλεισε πάλι την πόρτα, πολύ προσεκτικά, γιατί ήθελε να μείνουν μόνοι τους, ο έμπορος κι αυτή. Κινήθηκε με επαγγελματική ακρίβεια. Πήγε προς το μέρος του, πατώντας πρώτα με τις μύτες και ακουμπώντας μετά το υπόλοιπο πέλμα, με λυγισμένα γόνατα και το βάρος της προς τα πίσω. Όταν τον έφτασε στάθηκε από πάνω του, η χοντρή κοιλιά του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά κάτω απ’ την κουβέρτα και τα χείλια του σφύριζαν σε κάθε εκπνοή. Η μπόχα του ποτού και του σκόρδου ήταν δυνατή, την έκανε να μορφάσει σαν από πόνο. Ξεκρέμασε ένα μπουκαλάκι απ’ τη ζώνη της και του έβγαλε την τάπα. Το κούνησε για λίγο κάτω απ’ τη μύτη του εμπόρου και μετά περίμενε. Το ροχαλητό καταλάγιασε, η αναπνοή του έγινε πιο μαλακή, το στόμα του άνοιξε κι άλλο. Έσταξε δυο σταγόνες απ’ το υγρό μέσα στο στόμα του και ξανάβαλε την τάπα στο μπουκάλι. Το κρέμασε πάλι στη ζώνη της. Τώρα μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα. Το θύμα της κοιμόταν βαριά και δεν θα ξυπνούσε ούτε αν τον σκούνταγε. «Λοιπόν, πού το κρύβεις; Από πού να ξεκινήσω;» σκέφτηκε. Ξεκίνησε από τα απλά: συρτάρια και ντουλάπια. Τα άνοιξε όλα ένα-ένα, έψαξε μέσα στα γελοία, ακριβά του ρούχα, ξεδίπλωσε φακέλους και πάπυρους, άνοιξε κουτάκια και απογοητεύτηκε από το περιεχόμενό τους: κι άλλοι πάπυροι, πιθανώς λογαριασμοί πελατών, ή αλληλογραφία. Θυμήθηκε για τι είχε έρθει και καταπολέμησε τη φυσική της περιέργεια. Σκέφτηκε να προχωρήσει την έρευνα σε πιο κρυφά σημεία. Ανασήκωσε το χαλί, διπλώνοντάς το σε μια μεριά και έψαξε καλά καλά με τα χέρια της τις σανίδες του πατώματος. Τίποτα. Κοίταξε πάνω και πήρε το μάτι της ένα βάζο που βρισκόταν πάνω στο γραφειάκι της αλληλογραφίας και που δεν είχε ελέγξει. Το αναποδογύρισε. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα. Στάθηκε και κοίταξε όλο το δωμάτιο μια γύρα. «Πού το έχεις;» άρχισε να εκνευρίζεται. Το βλέμμα της σταμάτησε πάνω στον κοιμισμένο Πάτριλ. Χαμογέλασε πονηρά και τον πλησίασε. Έσκυψε από πάνω του και με τα ακροδάχτυλα τού έψαξε απαλά το λαιμό. Έπιασε μια αλυσίδα. Την τράβηξε πολύ σιγά να βγει απ’ την πουκαμίσα του και είδε με απέραντη ανακούφιση ένα μαύρο πετράδι σε σχήμα και μέγεθος αμυγδάλου να κρέμεται στην άκρη της. Έβγαλε απ’ τη ζώνη της πάλι το μπουκαλάκι και έσταξε μια ακόμη σταγόνα στο στόμα του εμπόρου. Η αναπνοή του έγινε ανεπαίσθητη. Έπιασε απαλά το κεφάλι του και το ανασήκωσε λίγο από το μαξιλάρι, τραβώντας την αλυσίδα. Όταν την πήρε στα χέρια της, άφησε κάτω το κοιμισμένο κεφάλι και απομακρύνθηκε γρήγορα προς την πόρτα. Ενώ άπλωνε το χέρι να την ανοίξει, άκουσε πίσω της ένα αγκομαχητό και γύρισε απότομα. Είδε τον έμπορο με γουρλωμένα μάτια να προσπαθεί να πάρει ανάσα. Η κλέφτρα έβρισε σιγανά και πέρασε την αλυσίδα με την πέτρα στο λαιμό της. Με δυο δρασκελιές βρέθηκε ξανά από πάνω του. Αυτός δεν την κοίταζε, τα μάτια του ήταν στυλωμένα στο ταβάνι. Χωρίς να διστάσει, του έκλεισε τη μύτη και ένωσε το στόμα της με το δικό του. Φύσηξε αέρα μέσα του και περίμενε. Τίποτα. Ο Πάτριλ δεν ανέπνεε μόνος του. Το έκανε ξανά, πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα. Τον είδε που μπλάβιασε και τον χαστούκισε. Εκείνος δεν ανταποκρινόταν. Το πρόσωπό του ηρέμησε, τα μάτια του μισόκλεισαν και το στόμα του έμεινε να χάσκει. Τον πίεσε δυνατά και απότομα στο στήθος τρεις φορές και κόλλησε το αυτί της πάνω του. Κανένας ήχος, η καρδιά δεν χτύπαγε. «Μη μου κάνεις τέτοια, χοντρογούρουνο!» έβρισε πάλι και τον χτύπησε βίαια στο στήθος. Έπιασε το μέτωπό της με απόγνωση. Σ’ αυτή τη χώρα, η κλοπή τιμωρούνταν με απαγχονισμό, αλλά ο φόνος με πολύ χειρότερα πράγματα. Ήταν ώρα να φύγει και έπρεπε να το κάνει όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα γινόταν. Έτρεξε στις μύτες των ποδιών της, οι μαλακές της μπότες δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο στα απαίδευτα αυτιά. Κατέβηκε τις σκάλες του σκοτεινού σπιτιού και γλίστρησε σα σκιά στην κουζίνα. Η υπηρέτρια κοιμόταν ακριβώς από κάτω, στο υπόγειο. Κοίταξε απ’ το παράθυρο στην πίσω αυλή. Κανείς. Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και βγήκε έξω, κλείνοντάς την ξανά πίσω της. Ανέβασε την κουκούλα της και τυλίχτηκε καλά στη μαύρη κάπα που φορούσε. Σκυμμένη κρυφοκοίταξε στη γωνία, περιμένοντας λίγο. Το δρομάκι ήταν ελεύθερο. Μόνο οι γάτες ακούγονταν ακόμα, με τα ουρλιαχτά των τσακωμών τους να σκίζουν την ησυχία. Ούτε βήματα, ούτε φωνές. Καμιά σκιά δεν σερνόταν έξω, εκτός απ’ τη δική της. Βγήκε περπατώντας φυσικά, δεν έπρεπε να δώσει στόχο. Έστριψε στο μεγάλο δρόμο και συνέχισε προς την ανατολική έξοδο της πόλης, που ήξερε ότι δε φυλαγόταν τόσο καλά όσο η βόρεια, συλλογιζόμενη το περιστατικό. Πρώτη φορά σκότωνε κάποιον, κι αυτό άθελά της. Ήταν σίγουρη ότι δεν του ‘δωσε πολύ από το φίλτρο. Κάτι άλλο έφταιξε, μπορεί ο Πάτριλ να είχε αλλεργία σε κάποιο από τα συστατικά-πιθανώς στη λευκή παπαρούνα-ή είχε πρόβλημα με την υγεία του, πράγμα που δεν του φαινόταν, έτσι παχύς και ροδαλός που ήταν. Από μακριά είδε φρουρούς σε περιπολία. Ήταν τρεις. Έστριψε στο πρώτο δρομάκι που βρήκε και το περπάτησε ψάχνοντας διέξοδο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, αλλά όλο έλεγε στον εαυτό της «Ήρεμα, ήρεμα, δε σε είδε κανείς, κανείς δε σε ψάχνει». Πήδηξε μια αυλόπορτα και μετά το χαμηλό μαντρότοιχο στην πίσω μεριά ενός σπιτιού και πέρασε έτσι σε έναν πιο μικρό και σκοτεινό δρόμο. Ένας σκύλος τη γάβγισε. Συνέχισε να κινείται στις σκοτεινές γωνιές πίσω απ’ τα σπίτια, χωρίς να σταματήσει πουθενά, η έξοδος ήταν πια κοντά της. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: πώς θα δικαιολογούσε στους φρουρούς την τόσο περασμένη ώρα που μια γυναίκα έβγαινε μόνη της απ’ την πόλη; Και δεν ήθελε με τίποτα να δουν το πρόσωπό της. Σίγουρα θα την θυμόντουσαν την άλλη μέρα, όταν η υπηρέτρια θα έβρισκε το πτώμα του Πάτριλ και θα φώναζε τη φρουρά της πόλης. Σύρθηκε μέχρι τη γωνία της πύλης και κοίταξε. Ο δρόμος ήταν ελεύθερος, δεν ερχόταν κανείς. Δυο πυρσοί στερεωμένοι στον τοίχο φώτιζαν την ανοιχτή πύλη και δυο φρουροί, ένας ψηλός με μούσι κι ένας καραφλός, τη φυλούσαν. Έβγαλε από τη ζώνη της μια ξύλινη σφεντόνα. Μέσα στην απλότητά της, αυτή η σφεντόνα ήταν ένα από τα πιο χρήσιμα και σωτήρια πράγματα που κουβαλούσε πάντα. Από μια τσέπη του σακακιού που φορούσε μέσα από το μαύρο της μανδύα, έβγαλε ένα δερμάτινο σακούλι. Εκεί φύλαγε μικρές σιδερένιες σφαίρες για τη σφεντόνα της, αλλά και κάτι άλλο: μπαλίτσες πλασμένες από την ίδια, με βάση τη λάσπη, αλλά που περιείχαν κι άλλα συστατικά. Ήταν ανακατεμένα μέσα στη λάσπη δύο διαφορετικά βότανα, θειάφι και περιττώματα ενός μικρού ερπετού που ο λαός το λέει Φλογίτσα, γιατί οι κουτσουλιές και το σάλιο του είναι εύφλεκτα. Τα βότανα ήταν καπνογόνα. Με το που θα έπαιρναν φωτιά θα έβγαζαν τόσο καπνό, όσο θα χρειαζόταν για να πνίξουν στο βήχα όποιον στεκόταν κοντά. Σε συνδυασμό με το θειάφι, το αποτέλεσμα θα ήταν ανυπόφορο. Σημάδεψε απ’ τη σκοτεινή γωνιά της το μακρινό πυρσό και με σταθερό χέρι έριξε μια χωματένια μπάλα. Το σημάδι της ήταν άριστο, η μπάλα χτύπησε στη φλόγα και έσκασε. Μετά έπεσε στο έδαφος, βγάζοντας πηχτό βρωμερό καπνό. Ο φρουρός που στεκόταν δίπλα στον πυρσό, ο ψηλός, γύρισε ξαφνιασμένος να κοιτάξει, αλλά πριν προλάβει να καταλάβει τι έγινε, διπλώθηκε στα δύο και άρχισε να βήχει. Ο καραφλός γύρισε προς το μέρος του αλλά ήταν αργά να κάνει οτιδήποτε. Η κλέφτρα είχε κιόλας ρίξει μια δεύτερη μπάλα στον κοντινό της πυρσό και ο φρουρός έπαθε ό,τι κι ο συνάδελφός του. Η κλέφτρα πήρε μια βαθιά ανάσα που κράτησε και με την κουκούλα να καλύπτει όλο της το πρόσωπο άρχισε να τρέχει προς την έξοδο. Ο ψηλός πήγε να φωνάξει «Πιά-» αλλά δεν μπόρεσε. Η φωνή του πνίγηκε από μια απότομη και βίαιη σύσπαση του στομαχιού του. Τρέχοντας με όλη της τη δύναμη, βγήκε από την πύλη, ακούγοντας πίσω της τους δυο φρουρούς να βήχουν και να ξερνούν και έναν κόκορα να αναγγέλλει το ξημέρωμα. Συνέχισε να τρέχει, είχε ξεφύγει, η καρδιά της κόντευε να σπάσει, έπρεπε να φτάσει στο σημείο που είχε κρύψει το άλογό της και να καλπάσει γρήγορα, μακριά. Τα είχε καταφέρει: δεν την είχε δει κανείς, μόνο μια μαυροντυμένη πλάτη πρόλαβαν να δουν οι δυο διπλωμένοι άντρες, και είχε στο λαιμό της το πετράδι, μόνο που σκεφτόταν ότι τα λεφτά που θα ‘παιρνε γι’ αυτό δεν άξιζαν τέτοιο κακό. Ήταν λάθος, λάθος που είχε γυρίσει στη Λίτνια. Το κακό συνέχιζε να την κυνηγά εκεί. Δεν θα ξαναγυρνούσε ποτέ. Στην πόλη ο κόκορας έκρωζε με όλη του τη δύναμη και η υπηρέτρια του Πάτριλ έτριβε τα τσιμπλιασμένα μάτια της, ανακαθισμένη στο κρεβάτι του υπογείου. Ήταν ώρα να σηκωθεί. Ο_Φόνος.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 13, 2009 Share Posted May 13, 2009 Μου φαίνεται αρκετά ενδιαφέρον για ξεκίνημα και υπόσχεται περιπέτεια. Δεν μπορώ να πω πολλά γιατί δεν ξέρω καθόλου τι έπεται, αλλά εγώ θα ήθελα να δοθούν λίγο περισσότερα στοιχεία της πόλης, της ηρωίδας ή του κόσμου γενικότερα σχετικά νωρίς. Όχι πολλά, αλλά ν' αρχίσουν να πλέκονται ένα-δυο νηματάκια μέσα στην ιστορία. Ένα σημείο όπου θεωρώ ότι υπάρχει ένα προβληματάκι είναι το εξής: Δεν μου είναι αυτόματα προφανές ότι ο θάνατος του έμπορου (σ' έναν μη τεχνολογικό κόσμο) θα καταχωρηθεί ως φόνος. Ο άνθρωπος θα βρεθεί το πρωί πεθαμένος στο κρεβάτι του, σαν να έχει πάθει ανακοπή, χωρίς ίχνος βίας. Μόνο αν υπάρχουν μάγοι/θεραπευτές-ανιχνευτές για δηλητήρια κλπ θα μπορούσε να ανιχνευτεί ο φόνος. Επίστης την ώρα που πάει να τον σώσει, ρισκάρει την αναγνώριση και την αργοπορία. Θα μου φαινόταν πιο αληθοφανές να μην τον πιάσει το φάρμακο επαρκώς ή να έχει χρονοτριβήσει αρκετά για να βρει το πετράδι και ν' αρχίσει ο τύπος να ξυπνάει, οπότε να γίνει ίσως κάποια συμπλοκή και να τον σκοτώσει (έστω άθελά της, αφού βλέπω ότι θέλεις να την παρουσιάσεις ως κλέφτρα και όχι ως δολοφόνο). Εκεί τα ίχνη βίας, πάλης κλπ θα είναι εμφανή, οπότε θα είναι πιο λογικός και ο φόβος της να φύγει το ταχύτερο. Κατά τα άλλα μου άρεσε και το εύρημα με το καπνογόνο στην έξοδο της πόλης, είναι πρωτότυπο και ενδιαφέρον και ελπίζω να δούμε τη συνέχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 14, 2009 Author Share Posted May 14, 2009 Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια. Αυτός ο θάνατος του εμπόρου με προβληματίζει κι εμένα. Το θέμα είναι πως πραγματικά παίζει ρόλο στην ιστορία (κάποιος συνδιάζει τα γεγονότα και την κρατάει) και γι' αυτό θα τον κρατήσω. Τώρα, αν θά 'ναι από το δηλητήριο ή από πάλη...θα δείξει. Μια ερώτηση: η ηρωίδα έχει παρελθόν στην πόλη αυτή. Αν την είδε κανείς ενώ εμφανίστηκε ξαφνικά (μετά από χρόνια απουσίας) και ξανάφυγε την ίδια μέρα (ή νύχτα, τέλος πάντων), δεν θα συνδιάσει την ύποπτη εμφάνιση-εξαφάνισή της με το θάνατο του εμπόρου; Δεν θα την αναζητήσουν μετά με το όνομά της; Αυτή ήταν η σκέψη μου και δεν ξέρω αν φαίνεται στο κείμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted May 14, 2009 Share Posted May 14, 2009 Τι να σου πω, υπάρχουν ντετέκτιβ που την ψάχνουν τόσο την δουλειά στον κόσμο της ιστορίας; Έστω ότι κάποιος την υποψιαζόταν, θα της βγάζανε πόστερ επικύρηξης χωρίς σίγουρα στοιχεία ή θα ξεκινούσε κάποιος ανθρωποκυνηγητό στις τέσσερις γωνιές του δρόμου. Γιατί αυτό είναι το θέμα με μια υποανάπτυκτη κοινωνία. Μπορείς να κάνεις πολλές κουτσουκέλες και να την σκαπουλάρεις σχετικά εύκολα. Σήμερα και να φτερνιστείς, αφήνεις DNA. Οπότε, πόσο προηγμένη είναι η μαγεία ή η τεχνολογία στον κόσμο σου; Υπάρχει καν ένδειξη ότι θα καταλάβουνε ότι δηλητηριάστηκε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.