Cassandra Gotha Posted May 17, 2009 Share Posted May 17, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Άννα Μακρή Είδος: τρόμος Βία; όχι Σεξ; όχι Αριθμός Λέξεων:3.217 Αυτοτελής;Ναι EDIT: Υπάρχει επισύναψη αρχείου με το διήγημα διορθωμένο. Είναι καιρός που ο Άρχοντας Βέρελ, ο τελευταίος γόνος μιας σκληρής, πολεμικής οικογένειας, ζήτησε την κόρη μου Αντέλια σε γάμο. Του απάντησα πως θέλω χρόνο να το σκεφτώ, αν και η πρότασή του τιμά την οικογένειά μου και δεν θα έβρισκα πιο ευγενή κύριο για γαμπρό. Ο λόγος είναι ότι δεν εμπιστεύομαι αυτόν τον παράξενο νεαρό, παρόλα τα πλούτη και τη φήμη του. Ο πατέρας του και οι δυο αδελφοί του σκοτώθηκαν σε μάχες υπερασπιζόμενοι τη χώρα, όταν οι Άγριοι μας επιτέθηκαν απ’ το Βορρά. Ο Βέρελ ήταν παιδί ακόμα, το μικρότερο μαζί με τη δίδυμη αδερφή του, την πανέμορφη Λέρελ που πέθανε στην επιδημία τύφου μαζί με τη μητέρα τους πριν από πέντε χρόνια. Ο νεαρός Βέρελ ζει από τότε στο μεγάλο αρχοντικό μόνος με τους υπηρέτες και δεν βγαίνει παρά πολύ σπάνια. Και όταν βγαίνει, είναι λιγομίλητος και ντροπαλός, αλλά παρά το σεμνό χαρακτήρα του, εγώ βλέπω και μια δυσδιάκριτη βία στα μάτια του, την ίδια που έβλεπα στα μάτια του πολεμιστή πατέρα του, πολύ πιο έντονα σ’ εκείνον, που είχε σκοτώσει δεκάδες, ίσως εκατοντάδες ανθρώπους. Κανείς δεν ξέρει στ’ αλήθεια πόσους, εχθρούς ή συμπολεμιστές, μέσα στην παραζάλη της μάχης όπου λεγόταν ότι έπεφτε με το βαρύ πάνοπλο σώμα του στην πρώτη γραμμή, βάφοντας τη γη κόκκινη και γελώντας τρελά, χωρίς σταματημό. Την ίδια βία μοιάζει να κρύβει μέσα του ο Βέρελ, αποτυπωμένη σ’ εκείνο το άγριο βλέμμα πίσω απ’ το λιγομίλητο πρόσωπο και παρά το ότι δεν έχει βρέξει ακόμα το σπαθί του, φοβάμαι ότι η λατρεμένη μου κόρη θα υποφέρει ξεσπάσματα οργής από αυτόν τον άντρα. Γι’ αυτό αποφάσισα να μαζέψω πληροφορίες για την ιδιωτική του ζωή, πριν πάρω τέτοια απόφαση. Δεν ήταν δύσκολο. Πλησίασα μια νεαρή υπηρέτρια και της ζήτησα να έρχεται και να μου λέει τα πάντα, με κάθε λεπτομέρεια, χωρίς ντροπή, αφού πρώτα της χάρισα ένα πολύτιμο γι’ αυτήν δώρο: μια λεπτή χρυσή αλυσιδίτσα με ένα μικρό στολίδι από αμέθυστο, που αντί να το φορέσει στο λαιμό της, το έκρυψε αμέσως στην τσέπη της ποδιάς της. Οι υπηρέτες πληρώνονται σ’ αυτά τα πλούσια σπίτια, αλλά ποτέ τόσο καλά ώστε να είναι ικανές οι κοπέλες να μαζέψουν αρκετά για την προίκα τους, και η μικρή φαίνεται πως έχει ερωτική σχέση με έναν εργάτη στην αγορά, όπου πηγαίνει συχνά για τα ψώνια της οικογένειας. Μάλλον θα θέλει να παντρευτεί. Ήμουν πολύ τυχερός που τη βρήκα. Η υπηρέτρια, που λέγεται Λουσίλ, ήρθε κιόλας να με βρει και μου έδωσε τις πρώτες πληροφορίες. Ήδη από εκείνη την πρώτη μας συνάντηση, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι ο κύριός της περνά όλες σχεδόν τις μέρες, αλλά και πολλές νύχτες του, στη βιβλιοθήκη του τεράστιου σπιτιού, όπου έχει απαγορεύσει την είσοδο εις άπαντες. Οι υπηρέτες του ακουμπάνε το δίσκο με το γεύμα έξω από την πόρτα και φεύγουν. Αυτό με ανησύχησε πολύ, ήταν η πρώτη απόδειξη ότι ο νεαρός κρύβει πιο πολλά απ’ όσα μαντεύουν οι κάτοικοι της πόλης μας. Τη ρώτησα πόσο καιρό το κάνει αυτό και μου είπε πως είναι ήδη ένας χρόνος που δεν έχει πατήσει κανείς στη βιβλιοθήκη. Την είδα που δίσταζε και την καλόπιασα. Τότε μου είπε πως πριν ένα χρόνο, όταν ο κύριός της είχε αναγγείλει ότι δεν θέλει κανέναν στη βιβλιοθήκη, μια υπηρέτρια μεγαλύτερή της παράκουσε την εντολή και μπήκε ένα πρωί να καθαρίσει, όταν αυτός κοιμότανε στην κάμαρά του. Μόλις το ανακάλυψε έγινε μια εξωφρενικά μεγάλη σκηνή, με τον Βέρελ να ουρλιάζει σαν τρελός σπάζοντας την περιουσία του και την τρομοκρατημένη υπηρέτρια να έχει κουλουριαστεί στο πάτωμα κλαίγοντας. Μετά την έδιωξε απ’ το σπίτι και κλείστηκε πάλι στη βιβλιοθήκη, απ’ όπου δεν βγήκε για τρεις ολόκληρες μέρες και νύχτες, παρά για τις βασικές του ανάγκες, κι αυτό αφού κλείδωνε την πόρτα. Από τότε όλοι οι υπηρέτες υπακούν στο άβατο της βιβλιοθήκης. Χτες η Λουσίλ μου είπε κι άλλα για την παράξενη συμπεριφορά του κυρίου της. Ένα βράδυ που έβρεχε και φύσαγε δυνατά, η κοπέλα ξύπνησε απότομα από το θόρυβο της βροχής πάνω στο παράθυρό της. Αφού ξύπνησε, σηκώθηκε να πιει νερό. Περπατώντας στο μακρύ διάδρομο όπου βρίσκονται τα δωμάτια του προσωπικού, είδε στο βάθος μια μικρή αναλαμπή κεριού, πάνω στο γυαλιστερό μαρμάρινο πάτωμα. Έκρυψε στη χούφτα της το δικό της κερί και διέκρινε καθαρά το μικρό φως στο τέρμα του διαδρόμου. Ήταν ψηλά, σχεδόν ένα μέτρο πάνω από το ύψος του κεφαλιού της. Στην αρχή αγριεύτηκε λίγο, αλλά αυτή η νεαρή υπηρέτρια είναι πολύ πιο σκληρή από τις ευγενείς κυρίες που λιποψυχούν στον παραμικρό ξαφνικό ήχο της νύχτας, κι έτσι πλησίασε θαρρετά να δει τι ήταν. Και τότε σάστισε: στο τέρμα του διαδρόμου, που βρίσκεται η σκάλα που κατεβαίνει στην κουζίνα, είδε τον Βέρελ τεντωμένο να φωτίζει με ένα κερί τον αέρα από πάνω του, απόλυτα προσηλωμένο, σα να εξέταζε έναν περίτεχνο πίνακα ζωγραφικής. Πάνω απ’ το κεφάλι του, πάνω απ’ το κερί, δεν υπήρχε τίποτα. Η Λουσίλ του μίλησε σιγανά: «Κύριε;» Δεν πήρε απόκριση. Ο Βέρελ κοίταζε τον αέρα με βλέμμα παγωμένο, ανέκφραστο και φαινόταν πως ανέπνεε πολύ προσεκτικά, σα να μην ήθελε να διαταράξει την ησυχία, το σκοτάδι, ή τη φλόγα του κεριού του. Όλα αυτά μου τα είπε με μεγάλη προσπάθεια η Λουσίλ, γιατί αν και είναι πανέξυπνη, είναι ωστόσο αγράμματη και δεν ξέρει πώς να εκφράσει σωστά τις σκέψεις της. Τον άφησε εκεί και έφυγε. Το πρωί που του πήγε το πρόγευμα στην κρεβατοκάμαρά του, τον ρώτησε αν είναι καλά κι εκείνος της απάντησε αδιάφορα «Ναι, γιατί να μην είμαι;». Εκείνη επέμεινε «Κοιμηθήκατε καλά; Εγώ όλη νύχτα ξύπναγα από τον άνεμο και τη βροχή» κι εκείνος της είπε πως δεν ξύπνησε ούτε μία φορά. Ο μέλλοντας γαμπρός μου φαίνεται πως υπνοβατεί. Αυτό δεν μ’ αρέσει καθόλου, είναι δείγμα ενός άρρωστου μυαλού. Θέλω να μάθω κι άλλα γι’ αυτόν και είπα στη Λουσίλ να προσπαθήσει να ανακαλύψει κι άλλα. Της έδωσα χρήματα, τόσα που θα αγόραζε αν ήθελε δύο μενταγιόν σαν κι αυτό που της χάρισα την πρώτη φορά. Μου χαμογέλασε πονηρά και είπε «Θα προσπαθήσω». Τότε της ζήτησα αυτό που είχα κατά νου: να μπει στη βιβλιοθήκη, ή έστω να κρυφοκοιτάξει απ’ την πόρτα και να δει τι έκανε ο αφέντης της. «Ω, όχι, όχι αυτό, σας παρακαλώ! Δεν ξέρετε πώς κάνει, μπορεί να με χτυπήσει!» «Ησύχασε, μην κάνεις τίποτα επικίνδυνο, απλά δες κάτι, αν μπορείς, ό,τι μπορείς. Σου υπόσχομαι να σε προστατεύσω απ’ την οργή του αν χρειαστεί». Αυτά της είπα κι έφυγε μαζεμένη, σα να την είχαν κιόλας δείρει. Δεν ξέρω αν θα το κάνει, αλλά θα περιμένω. Τώρα ξέρω πια πως ο Βέρελ δεν στέκει καλά και δεν είμαι καθόλου πρόθυμος να του δώσω την κόρη μου, αλλά με σπρώχνει και κάτι άλλο να συνεχίσω την έρευνα: περιέργεια. Γιατί ο Βέρελ φέρεται έτσι, είναι τελείως τρελός ή κρύβει κάτι επικίνδυνο, πολύτιμο, ή απλώς σπάνιο σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη; Θα μάθω, ακόμη κι αν χρειαστεί να μπω εγώ ο ίδιος νύχτα στο σπίτι του και να κρυφοκοιτάξω. Νύχτα, είναι νύχτα. Μα, ακούω χτυπήματα στην πόρτα; Τι ώρα είναι; Τρέχω ν’ ανοίξω. Είναι η υπηρέτρια. Τρέμει και φαίνεται χαμένη. Τη βάζω μέσα στο σπίτι και καθησυχάζω την κόρη μου που φωνάζει από την κάμαρά της: «Πατέρα, τι είναι;» «Τίποτα κόρη μου, κοιμήσου πάλι». Φέρνω τη Λουσίλ στην κουζίνα όπου της ετοιμάζω εγώ ο ίδιος ένα ζεστό κρασί, να πιει να τονωθεί. Όση ώρα το ετοιμάζω, σκαλίζοντας το καινούργιο κούτσουρο πάνω στα κάρβουνα για να φουντώσει η φωτιά, εκείνη έχει τα μάτια της καρφωμένα στο πάτωμα. Επιτέλους το κρασί ζεστάθηκε, μας γεμίζω δυο ποτήρια, της προσφέρω το ένα και τη ρωτάω: -Σε χτύπησε; -Όχι κύριε. -Τι έγινε; Κομπιάζει, πίνει μια γουλιά και φαίνεται πιο ήρεμη, ή έστω λογική. -Έκανα όπως μου ζητήσατε. Το βράδυ, τον είδα που πήγαινε πάλι στη βιβλιοθήκη. Δεν κοιμήθηκα. Μόνο κάθισα στο κρεβάτι μου και περίμενα. Περίμενα να περάσουν οι ώρες, για να ξέρω ότι έχει προχωρήσει τόσο η νύχτα, ώστε να έχει πια κουραστεί απ’ το διάβασμα. Ξέρετε, μερικές φορές σηκώνεται και περπατάει πάνω-κάτω στο σπίτι για να ξεπιαστεί, τον έχουμε δει όλοι σχεδόν να το κάνει. Και όταν το κάνει, αφήνει την πόρτα της βιβλιοθήκης ανοιχτή, γιατί ξέρει πια πως όλοι μας φοβόμαστε να πάμε εκεί, μη μας διώξει. Και έλεγα να πάω γρήγορα, όταν θα άκουγα τα βήματά του, να τρέξω χωρίς κερί και να χωθώ στο μεγάλο δωμάτιο με τα βιβλία, να δω τι κάνει εκεί μέσα. Θα το έκανα βέβαια, μόνο αν τον άκουγα να πηγαίνει στην άλλη μεριά του σπιτιού, για να προλάβω. Γιατί, κύριε, μόνο έτσι θα έμπαινα εκεί μέσα. Όταν κοιμάται ή λείπει κλειδώνει την πόρτα και δεν ξέρω πού είναι το κλειδί. -Και μπήκες τελικά; -Όχι. -Γιατί; Η Λουσίλ σταμάτησε. Πίνει κρασί και με κοιτάει στα μάτια. Το βλέμμα της είναι ακόμα σα χαμένο, σαν κάποιου που δεν θυμάται τη ζωή του, παρά μόνο αυτό το βράδυ. Τελικά μου μιλάει. -Ξαφνικά, ενώ καθόμουν στο κρεβάτι μου και προσπαθούσα να μην κοιμηθώ, άκουσα μια πόρτα να βροντάει και τρεχαλητά μέσα στο σπίτι. Μου κόπηκε η χολή. Ήξερα ότι ήταν αυτός, ο θόρυβος ερχόταν απ’ τη βιβλιοθήκη. Σηκώθηκα και βγήκα στο διάδρομο. Είχαν ξυπνήσει κι οι άλλοι και κοίταζαν απ’ τις μισάνοιχτες πόρτες τους. Ο Ντάρνε, ο πιο γέρος απ’ όλους μας, που ξέρει τον κύριο Βέρελ από μωρό, μου είπε να μπω μέσα και να κοιμηθώ και όλα θα είναι καλά το πρωί. Και έτσι έκαναν όλοι τους. Εγώ περίμενα εκεί, στο διάδρομο, φοβόμουν να πάω πιο πέρα, αλλά ήθελα να μάθω τι γίνεται. Άκουγα τον κύριό μου να τρέχει πάνω-κάτω στο σπίτι και μια-δυο φορές γέλασε παράξενα, κακά. Είχα βγει χωρίς κερί και ο διάδρομος ήταν κατασκότεινος. Τελικά, αφού άκουσα ησυχία, προχώρησα στις μύτες των ποδιών μου προς τη σκάλα και τον είδα καθισμένο στο τρίτο σκαλί με το κερί να στάζει στο χέρι του. Στο άλλο χέρι κρατούσε ένα μεγάλο μαύρο βιβλίο. Γέλαγε μόνος του και κοιτούσε το βάθος της σκάλας. Φοβόμουνα, αλλά του μίλησα. Του είπα: «Κύριε; Θέλετε κάτι απ’ την κουζίνα; Να σας φέρω κάτι;». Και τότε απότομα, σα να μη με είχε δει πριν, γύρισε και με κοίταξε με τα μαύρα μάτια του. Κι αυτό που είδα, ω, κύριέ μου, αυτό που είδα… -Τι; Τι είδες, Λουσίλ; -Ο φτωχός κύριος Βέρελ έμοιαζε με πεθαμένο! Τα μάτια του ήταν σαν πεθαμένου ανθρώπου, σα να μην μ’ έβλεπαν κι ας κοιτούσε προς το μέρος μου, και τα μάγουλά του είχαν ρουφηχτεί. Άσπρος σαν το πανί, κάτι έλεγε, πολύ σιγά, αλλά δεν έβγαζε φωνή. Τα χείλια του έτρεμαν και ήταν κι αυτά σχεδόν άσπρα και μετά γύρισε πάλι προς το βάθος της σκάλας. Προσπάθησα να του μιλήσω ξανά, αλλά δεν μ’ άκουγε. Κι έτσι, τον ακολούθησα. Φώτιζε με το κερί του κι έβλεπα τι έκανε. Περπατούσε αργά, σαν κοιμισμένος. Κατεβήκαμε τη σκάλα και μπήκαμε στην κουζίνα. Μετά όμως, συνέχισε να περπατάει και είδα ότι ήθελε να βγει έξω, στην πίσω αυλή. Περίμενα. Όταν άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, τον ακολούθησα. Το κερί του έσβησε όμως απ’ τον αέρα και μόλις που τον έβλεπα στο φως των αστεριών. Είδα τη σκοτεινή πλάτη του να σκύβει, να μαζεύεται στη γη και άκουσα την καταπακτή ν’ ανοίγει. Πήγε εκεί που φοβόμουνα. -Πού; Τι είναι αυτή η καταπακτή; -Δεν ξέρω. Εκεί δεν έχει πάει ποτέ κανείς, ούτε ο γέρος. Μόνο η οικογένεια του κυρίου μου ήξερε γι’ αυτό το μέρος κάτω απ’ τη γη. Μπήκε μέσα κι εγώ έμεινα απ’ έξω, μόνη μου στο σκοτάδι και σκεφτόμουνα να πάω πάλι στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ, νύσταζα και φοβόμουν, όταν τον άκουσα- -Λουσίλ; -Τον άκουσα να φωνάζει σα γάλος και μετά να γελάει και μου είπε: «Θα περάσει γρήγορα! Λίγο αίμα μόνο θα χυθεί!», κι εγώ τρόμαξα κι έκανα να φύγω, αλλά πάνω στη φούρια μου σκόνταψα σε μια πέτρα κι έσκισα το γόνατό μου. Κοιτάζω τα πόδια της και βλέπω ότι πράγματι το δεξί της πόδι είναι βρεγμένο με αίμα που τρέχει απ’ το γόνατο. Πολύ παράξενη ιστορία. -Τι έγινε μετά, Λουσίλ; -Τίποτα. Εκείνος ξανάκρωξε σα γαλόπουλο κι έκλεισε το άνοιγμα της καταπακτής από πάνω του. Κι εγώ ήρθα τρέχοντας σ’ εσάς. -Καλά. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Ηρέμησε τώρα, πιες το κρασί σου και θα σε πάω στο σπίτι να κοιμηθείς. -Πού; Εκεί; Σ’ αυτό το σπίτι; Δεν ξαναπάω κύριε, μην με πάτε εκεί! Είναι κακό σπίτι! -Ηρέμησε, δεν υπάρχουν κακά σπίτια. Δεν θα σε πειράξει κανείς, ο αφέντης σου είναι απασχολημένος απόψε. Την παρατηρώ που πίνει το κρασί της θλιμμένη, σαν τον κατάδικο που έχει δεχτεί τη μοίρα του. Θα την πάω πίσω, θέλω να δω με τα μάτια μου την καταπακτή και να μιλήσω με τον κύριό της που σίγουρα κάτι κρύβει. Δεν τον φοβάμαι, είναι ένα άμυαλο, μισότρελο παιδί και η φαντασία της υπηρέτριας, επηρεασμένη καθώς ήταν από την εκκεντρική συμπεριφορά του και απ’ το σκοτάδι, έπλεξε λεπτομέρειες στην ιστορία που δεν έχουν λογική. Αλλά ο νεαρός είναι σίγουρα σε άσχημη κατάσταση απόψε και αφού έχει μείνει μόνος στον κόσμο, είναι κρίμα να μην τον βοηθήσω. Εξάλλου, τρελός ή όχι, μου έκανε πράγματι τιμή όταν ζήτησε την κόρη μου σε γάμο και αισθάνομαι υποχρεωμένος να τον βοηθήσω, να νοιαστώ. Ίσως τελικά να μην είναι κακός, μόνο λυπημένος κι αβοήθητος. Ξεκινάμε. Η υπηρέτρια περπατάει μηχανικά κι εγώ κρατώ ένα φανάρι. Το σπίτι του δεν είναι μακριά. Ο ουρανός συννέφιασε, έρχεται βροχή. Μακριά, πάνω στο λόφο στ’ αριστερά μας, έπεσε ένας κεραυνός πριν από λίγο. Ένα δέντρο φλέγεται, αλλά θα το σβήσει η βροχή που θα πέσει. Φτάσαμε στο μεγάλο αρχοντικό. -Μπορείς να πας μόνη σου στο δωμάτιό σου; -Ναι, κύριε, ευχαριστώ. -Πού είναι η καταπακτή; -Εκεί, δίπλα στο θάμνο, βλέπετε; Βλέπω. Γυαλίζει ένας μεγάλος σιδερένιος κρίκος στο καπάκι της. Η Λουσίλ φεύγει. Μπαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας. Εγώ ανοίγω την καταπακτή και ψάχνω με το φανάρι τη σκάλα. Αρχίζω να κατεβαίνω. Το σκοτάδι είναι βαρύ γύρω μου, λες και πνίγει το φως του φαναριού. Φτάνω στο τέλος της σκάλας, σ’ ένα μεγάλο άδειο δωμάτιο με πέτρινους τοίχους και πάτωμα. Ακούω ένα μουγκρητό πλάι μου. Γυρνάω. Είναι ο Βέρελ! Πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα, δεμένος χειροπόδαρα και φιμωμένος, με το κεφάλι και το πρόσωπό του πασαλειμμένο με αίματα. Τον λύνω και με δυσκολία στέκεται καθιστός. -Βέρελ, τι συμβαίνει; Ποιος σ’ το έκανε αυτό; -Δεν ξέρω. Εδώ μέσα δεν βλέπει το βιβλίο. Βλέπει όμως απ’ έξω, και ξέρω ποιος μπήκε εδώ πριν από ‘μένα και βγήκε πριν έρθεις εσύ. Άρα, θα μπορούσες να πεις ότι ξέρω ποιος με χτύπησε. -Τι; Ποιο βιβλίο; Τα έχεις χάσει τελείως; -Το οικογενειακό μου κειμήλιο. Το Βιβλίο της Ζωής και του Θανάτου. Έτσι το λέμε. Εκεί μέσα έχουν γραφτεί όλες οι γεννήσεις, οι θάνατοι και τα γεγονότα αυτού του σπιτιού. Όλα, εκτός από τον δικό μου θάνατο. Γιατί η καταπακτή είναι τόσο σκοτεινή που το βιβλίο δεν βλέπει μέσα της. Τον κοιτάζω και ξέρω πια πως είναι τρελός. Ό,τι λέει δεν έχει λογική. Παρόλα αυτά, τον ακούω χωρίς να τον διακόπτω. Μοιάζει να έχει ανάγκη εξομολόγησης. -Αυτό το βιβλίο ανήκε στην οικογένειά μου από πολύ παλιά. Δεν ξέρω ποιος μάγος το προίκισε μ’ αυτή την τρομερή μαγεία, να δείχνει τα γεγονότα του σπιτιού λίγο πριν γίνουν, αλλά έχει δέσει την οικογένειά μου με την κατάρα του. Χρόνια και χρόνια η μητέρα μου και πριν απ’ αυτήν η γιαγιά μου και πιο πριν η προγιαγιά, περνούσαν ώρες σκυμμένες πάνω του να διαβάζουν όλα όσα θα έκαναν οι ίδιες ή άλλα μέλη της οικογένειας μετά από λίγο. Τώρα που είναι νεκρές, το βιβλίο έμεινε σ’ εμένα. Η μάνα μου είδε το θάνατό της και της αδερφής μου, καιγόταν απ’ τον πυρετό αλλά δε σταμάτησε να διαβάζει, και πριν απ’ αυτό είχε δει τους αδερφούς και τον πατέρα μου, να τους φέρνουν σκοτωμένους στο σπίτι. Ακούω και δεν πιστεύω όσα λέει. Τι τρέλα, τι εμμονή τον έχει πιάσει με μαγικά βιβλία που γεμίζουν τις σελίδες τους με το μέλλον; Πηγαίνω προς την καταπακτή, είναι καιρός να βγούμε από ‘δω. Εκείνος συνεχίζει να μιλάει. -Μετά το θάνατο της μητέρας και της αδερφής μου απέφευγα να το ανοίξω, δεν έμπαινα καν στη βιβλιοθήκη. Αλλά πριν ένα χρόνο, όταν αποφάσισα να παντρευτώ, το άνοιξα για να δω ποια θα ζητήσω. Μετά δεν μπορούσα να σταματήσω, με παγίδευσε με τα σκοτεινά μάγια του. Πιάνω το καπάκι και το σπρώχνω. Δεν ανοίγει. Σπρώχνω πιο δυνατά. -Το διάβασα και μου έδειξε την κόρη σου, πως σου ζητάω να την παντρευτώ. -Βέρελ, χρειάζομαι ένα χεράκι εδώ! Δεν ανοίγει, θέλει τη δύναμη και των δυο μας. -Μην προσπαθείς άδικα, μας έχουν κλείσει μέσα. -Ποιοι; -Αυτό το ξέρω στα σίγουρα. Η Λουσίλ με το φίλο της. -Μα τι λες; Πώς το ξέρεις αυτό; -Το διάβασα. -Φτάνει μ’ αυτό το βιβλίο! Πρέπει να βγούμε από ‘δω! -Σου λέω πως μας έχουν κλειδώσει. Αμέσως μόλις μπήκες κι εσύ. Εγώ ήμουν πολύ ώρα εδώ, μόλις μπήκα κάποιος που με περίμενε στο σκοτάδι με χτύπησε, πιθανώς ο φίλος της Λουσίλ. Εσύ ερχόσουν μ’ αυτήν, σας είδα στο βιβλίο πριν έρθω. Έπεσε ένας κεραυνός πάνω στο λόφο και ένα δέντρο πήρε φωτιά. Αυτό δεν μπορούσε να το ξέρει. Πώς μπορούσε να το ξέρει; Λέει αλήθεια; Το καταραμένο βιβλίο του είναι αληθινό; Και πού είναι; Θέλω να το δω με τα μάτια μου. Δεν το έχει πια; -Και αν όσα λες είναι αλήθεια, τότε γιατί ήρθες εδώ; Γιατί δέχτηκες να κάνεις όσα λένε οι σελίδες; -Γιατί οι σελίδες τέλειωσαν. Η ζωή μου τελειώνει, είμαι ο τελευταίος της οικογένειας και το βιβλίο δεν έχει άλλες σελίδες. Τώρα το ύφος του είναι αβάσταχτα θλιβερό, μοιραίο, σκοτεινό. Τρομάζω. Τρομάζω και με το κερί στο φανάρι μου που τελειώνει κι αυτό. Και θυμώνω. Εγώ γιατί έπρεπε να κλειστώ εδώ μαζί του; -Αφού το βιβλίο δεν μου έγραψε το θάνατό μου, υπέθεσα πως θα μ’ έβρισκε εδώ. Σ’ αυτό το σκοτεινό μέρος όπου δεν βλέπει, που οι πρόγονοί μου χρησιμοποιούσαν ως φυλακή και είχαν αφήσει πολλούς εχθρούς να πεθάνουν από δίψα και πείνα, μόνοι τους, μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή. Δεν μπορούσα να το αποφύγω. Δεν υπήρχε άλλη σελίδα για ‘μένα, έπρεπε να το αντιμετωπίσω. -Η Λουσίλ μου είπε ότι τρελάθηκες, κι απ’ ό,τι βλέπω, είχε δίκιο. -Η Λουσίλ ήθελε να το πιστέψεις αυτό, για να με ακολουθήσεις εδώ. -Γιατί; Γιατί εμένα; -Γιατί ήξερε πώς αν εξαφανιζόμουν θα μ’ έψαχνες. Δεν υπάρχουν συγγενείς, δεν υπάρχει κανείς να με ψάξει. Η πόλη θ’ αργήσει να συνειδητοποιήσει ότι λείπω, γιατί ποτέ δεν έβγαινα απ’ το σπίτι. Μέχρι τότε, θα έχει φύγει με το φίλο της, με όσα χρήματα και πλούτη μπορούν να κουβαλήσουν απ’ το αρχοντικό. -Και ο γέρος; Δεν θα σε ψάξει; -Ποιος γέρος; -Ένας υπηρέτης που σε ξέρει από μωρό. -Έχει πεθάνει εδώ και τρία χρόνια. -Μια αγράμματη υπηρέτρια, λοιπόν, με ξεγέλασε τόσο καλά; -Ποια είναι αγράμματη; Η Λουσίλ; Ξέρει να διαβάζει, της έμαθε η μητέρα μου και είδα πως έχει ανοίξει και το βιβλίο. Πολλές φορές, μια που δεν το φύλαγα. Πώς αλλιώς θα ήξερε; Τέλειωσε, φίλε μου, όλα τέλειωσαν. Θα μας καταπιεί το σκοτάδι και τους δυο. Τώρα ξέρω πώς θα πεθάνω. Με τα τελευταία λόγια του, μόλις που προλαβαίνω να δω ένα γαλήνιο χαμόγελο στο πρόσωπό του, γιατί το κερί μου σβήνει. Μένουμε στο σκοτάδι. Απόλυτο, πηχτό σκοτάδι. Η κόρη μου δεν ξέρει πού βρίσκομαι, δεν θα ξέρει πού να με ψάξει. Αυτό είναι. Αυτό είναι το τέλος μου, θα πεθάνω εδώ, μαζί με τον τελευταίο γόνο του μεγάλου σπιτιού, στα βάθη από κάτω του, στο σκοτεινό μέρος που κατάπιε τελικά το αίμα που το σπίτι φιλοξένησε. Και το πιο φρικτό για ‘μένα τώρα είναι πως, αυτή τη στιγμή, αυτή την πένθιμη ώρα, η πιο δυνατή μου επιθυμία είναι να δω το βιβλίο. Να έβλεπα αυτό το βιβλίο… Το_Μαύρο_Βιβλίο.doc Το Μαύρο Βιβλίο.doc Edited November 8, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted May 26, 2009 Share Posted May 26, 2009 (edited) Μπρρρ, πολύ παραστατικό μπορώ να πω. Από ατμόσφαιρα με κέρδισε, αφού ήταν σαν να βλέπω μπροστά μου τα γεγονότα. Αλλά δεν βρήκα καθόλου πιστικούς τους διαλόγους. Η Λουσίλ δεν ακούγεται τρομαγμένη και μάλιστα στην περιγραφή της ακολουθεί τον Βερέλ ενώ την έχει κατατρομάξει με το παρουσιαστικό της. Επίσης ο Βερέλ τα εξηγεί όλα τόσο ήρεμα και περιγραφικά που αμφιβάλλω ότι καν ένοιωθε τίποτα για την κατάστασή του. Και ο πρωταγωνιστής, σαν τελευταία του σκέψη ήθελε να δει το βιβλίο; Γιατί; Edited May 26, 2009 by roriconfan Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 26, 2009 Share Posted May 26, 2009 Αν ήταν να κρίνω αυτή την ιστορία ανεξάρτητα από διαγωνισμό, και χωρίς αναγκαστικές ταμπέλες («τρόμου»), θα έλεγα πως είναι έξοχη. Στρωτή αφήγηση, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μυστήριο, αγωνία, εκπλήξεις, δυνατό φινάλε και ολικώς εμπεριστατωμένο. Σεναριακά με καλύπτει. Και λέω εύγε γνωρίζοντας πως η συγγραφέας δοκίμασε εδώ κάτι που δεν το συνηθίζει, βούτηξε στα νερά του τρόμου. Ή μήπως απλώς έβαλε μέσα το μεγάλο δαχτυλάκι του ποδιού της να τσεκάρει τη θερμοκρασία, δημιουργώντας μόνο ριπές που κατάφεραν μια κάποια ανατριχίλα; Ο τρόμος, το ζουμί του τρόμου, είναι ο Βέρελ και η μανία του με το Μαύρο βιβλίο. Ένας Πόε θα το είχε γράψει σε πρώτο πρόσωπο. Ένας Λάβκραφτ σε τρίτο πρόσωπο με την Λουσίλ στην αφήγηση. Το πιο τρομακτικό σημείο για μένα στο διήγημα: “…στο τέρμα του διαδρόμου, που βρίσκεται η σκάλα που κατεβαίνει στην κουζίνα, είδε τον Βέρελ τεντωμένο να φωτίζει με ένα κερί τον αέρα από πάνω του, απόλυτα προσηλωμένο, σα να εξέταζε έναν περίτεχνο πίνακα ζωγραφικής. Πάνω απ’ το κεφάλι του, πάνω απ’ το κερί, δεν υπήρχε τίποτα. … Ο Βέρελ κοίταζε τον αέρα με βλέμμα παγωμένο, ανέκφραστο και φαινόταν πως ανέπνεε πολύ προσεκτικά, σα να μην ήθελε να διαταράξει την ησυχία, το σκοτάδι, ή τη φλόγα του κεριού του.” Όταν η Λουσίλ τολμάει να του απευθυνθεί, εκεί τα χρειάστηκα. Ήθελα να την κάνω να σωπάσει. «Σκάσε και κοίτα» σκεφτόμουν γεμάτος αγωνία. Για κάποιο λόγο όμως, που η Cassandra Gotha δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της, νερώνει τον τρόμο της και απομακρύνεται από αυτόν δύο γιγάντια επίπεδα. Δεν είναι τυχαίο που δεν μπαίνουμε ποτέ στην σκοτεινή και μυστηριώδη βιβλιοθήκη. Μακριά από τον Βέρελ ένα ολόκληρο επίπεδο για να διαβάσουμε τις παρατηρήσεις της Λουσίλ που… με άλλο ένα επίπεδο να έρθουμε στα αφτιά του πατέρα της Αντέλια. Σαν αφήγηση της αφήγησης για τις παρατηρήσεις και αντιδράσεις ενός άρχοντα που ανήκει μάλλον στον κόσμο του fantasy. Υπάρχει βέβαια δόλος στην αφήγηση. Τέλειο για fantasy διήγημα. Και ο τρόμος; Τον κοιτάμε πλέον με το κιάλι. Κι όταν ερχόμαστε στο φινάλε δεν ξέρω πώς να το εκλάβω. Αν είχα ζήσει μέσα στο κεφάλι του Βέρελ με τον πυρετό του για το βιβλίο, το μοιρολατρικό του τέλος θα ήταν αντάξιο ενός Πόε. Ο αφηγητής μου όμως είναι ο παρολίγο πεθερός του, που σαν παράπλευρη απώλεια, μόνο δυσάρεστο τέλος σε πικρό παραμύθι μου κάνει. Πέραν ανάλυσης όμως και άνευ τίτλου, δεν υπάρχει ψεγάδι στο διήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 26, 2009 Share Posted May 26, 2009 Περίπου με πρόλαβε ο Ντίνος στα σχόλιά μου. Η αρχή φαινόταν πολύ πιο τρομακτική από το τέλος στο οποίο κατέληξε. Ενώ είχε πολλά ενδιαφέροντα συστατικά, όπως ένα μαύρο βιβλίο, έναν μοναχικό τύπο που έχει χάσει τους συγγενείς του, μια εμμονή να μην μπαίνει κανείς στη βιβλιοθήκη και όλα τα σχετικά, φτάνοντας στο τέλος, η κορύφωση αφορά ένα είδος πλεκτάνης την οποία στήνει η υπηρέτρια με το φίλο της για να τον κλέψουν και να τον αφήσουν μέσα στο υπόγειο. Αίφνης, το Μαύρο Βιβλίο, παρόλο που υπάρχει και το συζητάνε, κάπως υποβιβάζεται. Θα ήθελα να έκλεινε λίγο πιο υπερφυσικά γιατί μέχρι τη μέση μού είχε υποσχεθεί περισσότερα στον τομέα του τρόμου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Glowleaf Posted May 27, 2009 Share Posted May 27, 2009 Ειναι πολυ ωραια η ιστορια σε γενικες γραμμες. Συμφωνω με τις επισυμανσεις του Ντινου, και εχω να προσθεσω καποια πραγματα. Καταρχας, σε συμβουλευω να αφιερωνεις λιγο παραπανω χρονο στα ονοματα. Η Λερελ και η Βερελ στο μυαλο ενος δυσλεξικου γινονται ενα mishy mushy καφε πραγμα, και δεν βλεπω καμια διαφορα. Αttached βρισκεται μια λιστα με φανταζυ ονοματα για βοηθεια. Μετα, προτεινω να δινεις hints στον αναγνωστη. Καποια περιεργη κινηση της υπηρετριας, μια ξαφνικη διακοπη της συζητησης της με τον γκομενο μολις ο πρωταγωνιστης φτασει κοντα, κατι να τσιγκλισει. Ειναι ωραιο οταν στο τουιστ ο αναγνωστης γυρναει πισω να βρει "που σκατα το λεει" και βλεπει το χιντ μεσα στα μουτρα του. ΔΕΝ ειναι ωραιο οταν ψαχνει και δεν βρισκει τιποτα. Θυμαμαι χαρακτηριστικα μολις τελειωσε στο σινεμα η ταινια Ocean's 13, γυρναει ενας αλλος θεατης και λεει "Μπραβο σας, μας κοροιδεψατε ολους". Η ταινια εδειχνε χωρις χιντς ενα τρελο τουιστ, και απλα στο πεταγε στο τελος το τι ειχε γινει. Αθλια εμπειρια για τον θεατη. Ενας καλος εμπειρικος κανονας ειναι ο POV χαρακτηρας σου να ειναι αυτος που εχει περισσοτερα να χασει. Στην συγκεκριμενη, οντως ο POV ειναι παραπλευρη απωλεια. Ολο το σκηνικο θα ηταν κλασεις ανωτερο αμα ακολουθουσαμε τις δολοπλοκιες μιας πονηρης γυναικας (και ως πονηρη γυναικα μπορεις να μας το μεταφερεις αψογα). Και ενα τελευταιο μικρο χιντ ακομα, στην ολη ροη της ιστοριας σου, ταιριαζε να επεφτε η καταρα και στους δολοπλοκους. Φαντασου να τους καθαριζε ολους, και να περιμενε το μαυρο βιβλιο χρονια ολακερα τον επομενο που θα ανοιγε τρομαγμενος τις σελιδες του. ΥΓ. Δεν ξερω αν το εχεις καταλαβει, αλλα ολοι μας ξεψειριζουμε τις ιστοριες σου γιατι ειναι εμφανες οτι εχεις ταλεντο. KismetsFantasyNames.pdf Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 27, 2009 Author Share Posted May 27, 2009 Glowleaf Αυτό το "Βέρελ και Λέρελ", Λες να έγινε κατά λάθος; :tongue: Πολλές φορές ονομάζουν τα δίδυμα με παρόμοια ονόματα, όπως τους φορούν και ίδια ρούχα, ηλίθια τακτική που μπερδεύει ακόμα πιο πολύ την ήδη μπερδεμένη ψυχολογία των διδύμων. Αυτό που λες εδώ: Και ενα τελευταιο μικρο χιντ ακομα, στην ολη ροη της ιστοριας σου, ταιριαζε να επεφτε η καταρα και στους δολοπλοκους. Φαντασου να τους καθαριζε ολους, και να περιμενε το μαυρο βιβλιο χρονια ολακερα τον επομενο που θα ανοιγε τρομαγμενος τις σελιδες του. γιατί, γιατί, γιατί; Γιατί έχετε τη συνήθεια να "θέλετε" την ιστορία όπως θα τη γράφατε εσείς; (Συγγνώμη για τον πληθυντικό, αλλά το βλέπω τόσο συχνά). Εγώ, που έγραψα Το Μαύρο Βιβλίο, έτσι το ήθελα. Αν το έγραφες εσύ, θα τους κατασπάραζε όλους, δεκτό. Μη νομίζεις από το ύφος μου ότι είμαι θυμωμένη, δεν είμαι ούτε τόσο δα, απλά είναι κάτι που θεωρώ τόσο περιττό, να μου λέει κάποιος πώς θα ήταν καλύτερη η ιστορία αν άλλαζα το τέλος ή οποιοδήποτε γεγονός. Χώρια που, ιστορίες με τέτοιου είδους φινάλε "και το τέρας τους έφαγε όλους και συνέχισε να κινείται μέσα στον υπόνομο, οδεύοντας προς την επόμενη πόλη..." είναι τόσο φορεμένες που δεν μου πέρασε καν απ' το μυαλό, να είσαι σίγουρος. Έγραψα αυτό που ήθελα να πω και δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Ευχαριστώ για τα σχόλια. ΥΓ. Ευχαριστώ για το υστερόγραφο. :tongue: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βρασίδας Posted May 27, 2009 Share Posted May 27, 2009 Δεν με αφησε να σηκωσω τα ματια μου... Μονο που θα ηθελα να ηταν...μεγαλυτερο για να διαβαζα κι αλλο. Η αληθεια ειναι οτι διαβαζοντας τις πρωτες σειρες ειχα στο μυαλο μου το "κλικ" στην επομενη ιστορια... Και τελικα ανακαλυψα οτι ειχα...τελειωσει το διαβασμα. Μου αρεσε αρκετα, φυσικα δεν ειμαι κανενας...ειδικος για να κρινω, και φυσικα τα προσωπικα γουστα ειναι που καθοριζουν και την κριτική, αλλα σιγουρα οι ιστοριες σου κερδισαν...εναν αναγνωστη. Ιδιαίτερα μου αρεσε το μαλλον ... απροσμενο τελος. Τελικα ο τρομος δεν χρειαζεται κανένα εξωκοσμικο τέρας για να υπάρξει ετσι δεν ειναι; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
greenmist Posted May 27, 2009 Share Posted May 27, 2009 Πολύ καλό concept και πλοκή. Δημιούργησες μία εξαιρετική ατμόσφαιρα τρόμου με πολύ καλά δουλεμένες σκηνές. Καλή η ανατροπή με την Λουσίλ στο τέλος, όμως ο τρόμος και το μυστήριο που μας έχεις έντεχνα κάνει να πιστέψουμε με το βιβλίο, δεν ολοκληρώνεται ικανοποιητικά. Δεν λέω ότι το τέλος είναι άσχημο, απλά ήθελε περισσότερες σκηνές δράσης. Καλή προσπάθεια δημιουργίας γοτθικού τρόμου, ένα διήγημα που σε γενικές γραμμές εξυπηρετεί άρτια τους σκοπούς του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted May 28, 2009 Share Posted May 28, 2009 Σὲ γενικὲς γραμμὲς μοῦ ἄρεσε. Μοῦ θύμισε Πόου - εὐγενεῖς, μυστηριώδη κάστρα, σκοτεινὲς βιβλιοθῆκες - καὶ ὅλα τὰ παραδοσιακὰ θέματα τοῦ εἴδους. Γιὰ νὰ πῶ τὴν μαύρη μου ἀλήθεια, δὲν τρόμαξα. Ἀλλὰ καὶ τί μ' αὐτό; Ἡ ἱστορία σου διαβάζεται νερό, δὲν μποροῦσα νὰ τὴν ἀφήσω ἀπ' τὰ μάτια μου, εἶναι συνεπής, χωρὶς ἐξωφρενικὰ σφάλματα καί, συνοπτικὰ μιλώντας, μοῦ κράτησε ὑπέροχη συντροφιά. Αὐτὰ μοῦ ἀρκοῦν. Μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted May 29, 2009 Share Posted May 29, 2009 (edited) Από τα πιο κλασσικά σκηνικά περιβάλλοντα τρόμου, που μ' έναν τρόπο ασυνείδητο ( χωρίς να ψάχνεις να προσδιορίσεις τόπο, χρόνο κλπ.) σε βάζουν αμέσως στο κλίμα. Και μάλιστα χωρίς περιγραφές, μόνο έμμεσα από τις αναφορές. Η ιστορία στρωτή, ο λόγος ρέων, το στοιχείο του απροσδόκητου παρόν. Παρασύρεσαι σε μια απρόσκοπτη ανάγνωση, με ενδιαφέρον ως το τέλος. Η τελική έκβαση, κατά την προσωπική μου άποψη, δεν αφαιρεί το στοιχείο του τρόμου, απλά το μετατοπίζει σε άλλο εστιακό σημείο από το αναμενόμενο. Ο φόβος, πιο ψυχολογικός, μια κατάσταση παρατεταμένης αγωνίας , είναι ίσως κάτι ακόμα πιο έντονο από τον τρόμο. Και πιο ατμοσφαιρικό ενδεχομένως. Στο κάτω - κάτω, η μυστηριακή δύναμη του μαύρου βιβλίου επιβεβαιώνεται στο τέλος. Το μυστήριο παραμένει. Συγχαρητήρια, Cassandra Gotha. Edited May 29, 2009 by Πυθαρίων Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 29, 2009 Author Share Posted May 29, 2009 Σας ευχαριστώ όλους σας για τα ενθαρυντικά λόγια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted May 30, 2009 Share Posted May 30, 2009 Όμορφη ιστορία με καλό μύθο, τέλος της προκοπής και ωραίο λόγο. Δε είναι αυτό που λέμε "εντυπωσιακή", είναι άλλη η αίσθηση που σου αφήνει, αυτή ενός μεστωμένου καλού κρασιού. Κι εμένα μου θυμίζει Πόε και τον αγαπώ. Ωραίο δεσποινίς, πολύ ωραίο. Τρομομεζούρα: Χμμμ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted May 31, 2009 Share Posted May 31, 2009 «την ίδια που έβλεπα στα μάτια του πολεμιστή πατέρα του, πολύ πιο έντονα σ’ εκείνον, που είχε σκοτώσει δεκάδες, ίσως εκατοντάδες ανθρώπους. Κανείς δεν ξέρει στ’ αλήθεια πόσους, εχθρούς ή συμπολεμιστές, μέσα στην παραζάλη της μάχης όπου λεγόταν ότι έπεφτε με το βαρύ πάνοπλο σώμα του στην πρώτη γραμμή, βάφοντας τη γη κόκκινη και γελώντας τρελά, χωρίς σταματημό.» -Ωραία εικόνα ήταν αυτή, όπως επίσης και η φάση με το κερί που βλέπει η Λουσίλ, να ανάβει στο βάθος του διαδρόμου, ψηλά πάνω από το κεφάλι της. «Χρόνια και χρόνια η μητέρα μου και πριν απ’ αυτήν η γιαγιά μου και πιο πριν η προγιαγιά, περνούσαν ώρες σκυμμένες πάνω του να διαβάζουν όλα όσα θα έκαναν οι ίδιες ή άλλα μέλη της οικογένειας μετά από λίγο. Τώρα που είναι νεκρές, το βιβλίο έμεινε σ’ εμένα.» -Αυτά τα λόγια, μου κολλάνε περισσότερο ως λόγια που ακούγονται από το στόμα μιας γυναίκας και όχι του Βέρελ. Ίσως να μου θυμίζει τα παραμύθια, που μία “κόρη” μιλάει για την προγιαγιά και την γιαγιά της. Εννοώ, σκέφτομαι μια γυναίκα να λέει αυτή την ατάκα... και μου φαίνεται πιο οικείο. Γενικά, το γυναικείο στοιχείο είναι πολύ έντονο, με την “επικράτηση” και της σατανικής υπηρέτριας, που την “φέρνει” σε όλους. Συνολικά, δεν είναι υπερβολικά τρομακτικό, αν και η σκηνή με το κερί, που ανέφερα πριν, η φάση με τα τρεχαλητά στη νύχτα και τους υπηρέτες ανάστατους και το σημείο στο τέλος, όπου χάνεται το τελευταίο φως του κεριού, κερδίζουν πόντους. Το σκοτάδι δεν είχε και ιδιαίτερα καταλυτική παρουσία, αν και το γεγονός ότι τα δύο θύματα κλείνονται εκεί που κλείνονται χωρίς φως, λειτουργεί ως ενισχυτικό και μας αφήνει με μια τελευταία εντύπωση σκότους, που ισορροπει κάπως τα πράγματα. Το μαύρο βιβλίο που είναι εντέλει; Δεν το έχει πλέον ο Βέρελ και δεν το έχει και η Λουσίλ (μάλλον). Ίσως θα μου άρεσε αν μάθαινα κάτι για την τύχη του, η οποία αγνοείται στο φινάλε, αν και οι αναφορές σ’ αυτό είναι συνεχείς, όσο πλησιάζει το κλείσιμο. Η παρουσία του, άλλωστε, είναι και τιτλοδοτική της ιστορίας, γι’ αυτό το λέω. Δέχομαι, φυσικά, ότι το μυστήριο δεν είναι απαραίτητο να λυθεί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 31, 2009 Author Share Posted May 31, 2009 Το μαύρο βιβλίο που είναι εντέλει; Δεν το έχει πλέον ο Βέρελ και δεν το έχει και η Λουσίλ (μάλλον). Γιατί δεν το έχει η Λουσίλ; Πολύ απλό δεν είναι; ;) Ο Βέρελ κατέβηκε μ' αυτό στην καταπακτή. Τώρα δεν το έχει. Άρα; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alchemist Posted June 1, 2009 Share Posted June 1, 2009 Η ιστορία σου είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ο χώρος που επέλεξες να λάβει μέρος δημιουργεί μια ατμόσφαιρα επικείμενου κινδύνου. Με δυσκόλεψε λίγο η συνεχής αλλαγή από ενεστώτα σε παρατατικό και αόριστο, η οποία δεν διέκρινα να επιτελεί συγκεκριμένο σκοπό, αλλά μάλλον είναι αποτέλεσμα βιασύνης, όπως άλλωστε και τα μικρά λάθη διάρθρωσης που υπάρχουν. Πάντως, σε συγχαίρω γιατί μας έδωσες μερικές πολύ δυνατές σκηνές και μια καλή ανατροπή στο τέλος, και πέτυχες να ταυτιστούμε με τον κεντρικό ήρωα και την περίεργη ιστορία που βίωσε. Το_Μαύρο_Βιβλίο.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 1, 2009 Author Share Posted June 1, 2009 (edited) Ευχαριστώ, alchemist. Θα ήθελα να πω κάτι για την αλλαγή χρόνου. Έγινε μόνο μία φορά και είχε απόλυτα συγκεκριμένο σκοπό. Δεν ήταν λάθος ή βιασύνη. Επίσης, τα σχόλια που μου έγραψες πάνω στο κείμενο είναι πολύ χρήσιμα. (Αυτό το "πολύ ώρα" το κάνω συνέχεια. Χαρακτηρίζω το ρήμα, ενώ το σωστό είναι το να καθορίσω το πόση ώρα, δηλαδή "πολλή"). Άλλο ένα σχόλιο απάνω στο σχόλιο: για να αναφέρεις πρώτα το κόσμημα και μετά (ή καθόλου) την αλυσίδα,το κόσμημα πρέπει να είναι κάποιας αξίας. Δηλαδή, αν ήταν ένα.. τι να πω; Ζαφείρι; Τότε δεν θα έλεγα "μια χρυσή αλυσιδίτσα με ένα ζαφείρι", αλλά "ένα ζαφείρι σε χρυσή αλυσίδα". Νομίζω πως η αξία του χρυσού στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι μεγαλύτερη από της πέτρας, που είναι ο πολύ όμορφος αλλά φτηνός αμέθυστος. Διορθώστε με αν κάνω λάθος. Edited June 1, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 2, 2009 Share Posted June 2, 2009 Γενική εικόνα: Χαριτωμένη, αλλά κάτι της λείπει. Τι μου άρεσε: Το στήσιμο που θύμιζε βικτωριανή ιστορία με φαντάσματα. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Ο ρόλος της υπηρέτριας στο όλο θέμα. Τι δε μου άρεσε: Το ότι κάποια σημεία μου γεννούσαν ερωτηματικά. Πώς ήταν δυνατόν να πλησίασε την υπηρέτρια, χωρίς να ξέρει ότι ο γέρος υπηρέτης έχει πεθάνει από τρία χρόνια; Αυτά κουβεντιάζονται συνήθως. Επίσης τι έγινε με τους υπόλοιπους υπηρέτες; Πόσο απομονωμένη ήταν η κατοικία του Βέρελ ώστε να μην ξέρει κανείς τι γίνεται μέσα; Νομίζω ότι σε αρκετά σημεία πρέπει να δουλέψεις λίγο την -καταραμένη εκ των σχολικών καταναγκασμών- προοικονομία των γεγονότων που διηγείσαι στο τέλος. Οι ξεκάρφωτες λύσεις μπορεί να είναι ωραίες σαν ανατροπές στην πλοκής, θυμίζουν όμως λίγο από μηχανής θεό αν δεν τις έχεις προοικονομίσει σωστά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted June 2, 2009 Share Posted June 2, 2009 Στήνεις την ατμόσφαιρά σου με τους ευγενείς, τα μυστηριώδη βιβλία και τις απαγορευμένες βιβλιοθήκες πάρα πολύ καλά. Γι' αυτό ακριβώς νομίζω ότι λένε και οι περισσότεροι ότι περίμεναν εξέλιξη περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση - να μπουν στη βιβλιοθήκη, το βιβλίο πιο πολύ στο επίκεντρο κτλ. Όλη η ιστορία έχει να κάνει με την έννοια της μοίρας, την οποία ο ιδιοκτήτης του βιβλίου δεν μπορεί να αλλάξει. Παρ' όλ' αυτά όμως, όσο κι αν έχει πειστεί πια γι΄ αυτό, δεν θα πήγαινε με χαρά και οικειοθελώς στην καταπακτή που θα πεθάνει. Θα ήταν πιο κομψό να τον αναγκάσει η μοίρα με κάποιον τρόπο, όσο κι αν αυτός θέλει να το αποφύγει. Έτσι θα δινόταν και πιο δυνατά η αίσθηση του αναπόφευκτου. Για το λόγο δεν έχω να πω τίποτα. Είναι πολύ όμορφα γραμμένο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted June 4, 2009 Share Posted June 4, 2009 Κλασσικό γοτθικό ντιζάιν που λένε. Μέχρι τη μέση της ιστορίας δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα. Περισσότερο ένιωσα περιέργεια παρά ανατριχίλα. Αυτό το χαρτί Άννα το παίζεις πολύ καλά σ’ αυτή την ιστορία. Με έκανες να θέλω να μάθω το μυστικό του ήρωα. Έχει πετυχημένες-κλασσικές σκηνές: το σκοτεινό αρχοντικό (σαν αναφορά στον Πόε), η καταιγίδα και ο κεραυνός, το σκοτεινό υπόγειο. Εκεί πάντως που μου έκανες την ανατροπή ήταν με το εύρημα της διπρόσωπης υπηρέτριας που ομολογώ ότι μου άρεσε. Το βιβλίο μου φάνηκε βιαστική επιλογή για Μακγκάφιν, το σκοτάδι ήταν κι εδώ περισσότερο ντεκόρ και τέλος οι χαρακτήρες προσχηματικοί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 5, 2009 Author Share Posted June 5, 2009 Σας ευχαριστώ όλους για τη βοήθεια. Όταν θα έχω τη διάθεση να ξαναγράψω μια σκοτεινή ιστορία (που ομολογώ ότι μου άρεσε), πιστεύω ότι θα το κάνω καλύτερα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted November 8, 2009 Author Share Posted November 8, 2009 Πριν λίγο καιρό ξαναπέρασα Το Μαύρο Βιβλίο. Θα βρείτε το αρχείο στο πρώτο post. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.