DinoHajiyorgi Posted May 17, 2009 Share Posted May 17, 2009 Δεν έβλεπε ποτέ ευχάριστα όνειρα, παρόλα αυτά δεν εκτιμούσε καθόλου το απότομο ξύπνημα. Πετάρισε τα βλέφαρα του και κοίταξε το σκοτάδι συγχυσμένος, πασχίζοντας να αποκτήσει αίσθηση του χρόνου. Ιστοί αράχνης χόρεψαν για λίγο πάνω σε μαύρο φόντο και αφού καταλάγιασαν έδωσαν σχήμα στο ρυτιδωμένο πρόσωπο του Στάθη, του αδελφού του. Ο γέρο-ηλίθιος στεκόταν σκυμμένος από πάνω του και του έδινε άλλο ένα βίαιο σκούντημα, σαν εκείνο με το οποίο τον είχε ξυπνήσει. «Ηλία» είπε ασθμαίνοντας, «Το σκοτάδι έξω κινείται.» «Στάθη…τι ώρα είναι, να πάρει ο διάτανος;» Ο όρθιος άντρας τυλίχτηκε βαθύτερα στη ρόμπα του και κοίταξε προς το κομοδίνο. «Τέσσερις…» «Είναι νύχτα Στάθη, άγρια χαράματα! Φυσικά είναι σκοτεινά έξω…» «Όχι Ηλία. Το σκοτάδι έρπει. Το είδα. Πρέπει να με πιστέψεις. Έλα στην ταράτσα να το δεις κι εσύ.» Ο ηλικιωμένος άντρας, στα βαριά εβδομήντα, που έδειχναν ογδόντα, γύρισε την πλάτη του στα κρεβάτια και βγήκε στον διάδρομο. Ο Ηλίας τον άκουσε να ανεβαίνει τις σκάλες προς την ταράτσα. Μικρά βήματα γεμάτα κόπο και πείσμα. Είχε ανέβει εκεί στην κατάσταση του, είχε κατέβει για να τον ξυπνήσει και τώρα ανέβαινε πάλι επάνω. Ήταν ικανός να τον περιμένει στην ψύχρα της νύχτας με γαϊδουρινή υπομονή. Ο Ηλίας βλαστήμησε κάτι απροσδιόριστο και ανακάθισε. Έψαξε με τα πόδια να βρει τις παντόφλες του και ξεφύσησε εκνευρισμένος. Έμεινε για λίγο ακόμα καθισμένος μέχρι να ηρεμίσει. Κοίταξε τα ρυτιδωμένα του χέρια, τις πανάδες και τις φλέβες. Ήταν αυτά τα χέρια ενός εξηντάχρονου; Εντάξει, ήταν εξήντα εφτά χρονών. Κάθε ταξίδι έχει και μια αναπόφευκτη κατάληξη. Στα ηλίθια του νιάτα δεν την είχε φανταστεί ποτέ έτσι. Στο κομοδίνο του, δίπλα στο ξυπνητήρι, υπήρχε μια μικροσκοπική πολιτεία με ουρανοξύστες από κουτάκια, βαζάκια και μπουκαλάκια. Όλα τα φάρμακα για την καρδιά του. Μια άλλη, μεγαλύτερη πολιτεία δέσποζε στο κομοδίνο του Στάθη, η αγωγή για τον καρκίνο του. Ο αδελφός του γλίστραγε πρώτος για τον τάφο καθώς τελευταία τον άκουγε να συνομιλεί όλο και συχνότερα με τους πεθαμένους. Η πορεία του Ηλία ήταν πιο στάσιμη και μοναχική, ήταν όμως στιγμές σαν την τωρινή που μια μικρή αύξηση στην πίεση του, εξαιτίας του Στάθη, μπορούσε να του δώσει το προβάδισμα για τον άλλο κόσμο. Ήταν μια περίεργη κούρσα μεταξύ τους, καρδιά εναντίον μετάστασης, και ατελείωτες τρομακτικές νύχτες σε αναμονή πριν τον τάφο. «Ηλία!» Τον άκουσε να τον καλεί από την ταράτσα. Ώρα ήταν να τον ακούσουν και οι γείτονες. Σηκώθηκε αναστενάζοντας και ένιωσε τις αρθρώσεις του να σκάνε επώδυνα. Φόρεσε την μάλλινη του ρόμπα και σκουντούφλησε προς τις σκάλες. Η ψύχρα της νύχτας του δάγκωσε τον σβέρκο μόλις βγήκε στην ταράτσα. Είδε τον Στάθη δίπλα στα κάγκελα της πρόσοψης. Είχε τα χέρια του σταυρωμένα και ατένιζε κάτω τον δρόμο. Είχε φορέσει τα γυαλιά του. Ενάντια στα φανάρια, λιπόσαρκος, φαλακρός, με το αξύριστο του σαγόνι να γυαλίζει σαν λευκό χνούδι, έδινε μια σπαρακτική εικόνα. Τον θυμόταν παλικάρι και του φαινόταν απίστευτο πως αντίκριζε το ίδιο άτομο. Το πρωινό ξύρισμα ηρεμούσε τον Ηλία. Μέχρι πρόσφατα ήταν μια από τις καθημερινές τους κοινές τελετουργίες. Εδώ και μία εβδομάδα ο Στάθης το είχε παρατήσει. Είχε πάψει να βρίσκει νόημα στην πράξη. Μετρούσε τις μέρες του και έψαχνε τους νεκρούς στα παράσιτα του ραδιοφώνου. Γύρισε τώρα και κοίταξε τον Ηλία με ένα βλέμμα αχαρακτήριστα φορτισμένο. «Το ακούς;» ρώτησε. Ο Ηλίας αφουγκράστηκε τη νύχτα. Του φάνηκε περίεργα ήσυχη. Συνήθως, ακόμα και τόσο αργά, άκουγαν κάποια φασαρία από την Ιχθυόσκαλα. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα. Κάτι άλλο στο βάθος, ίσως ο βοή των νερών του Ευρίπου. Τα μαύρα νερά στην ησυχία της νύχτας στροβιλίζονταν και άφηναν αρρωστημένους, ρουφηχτούς παφλασμούς. Ούτε αυτό ήταν όμως. Ήταν κάτι άλλο, πιο μακρινό, πιο… στέρεο. «Δεν είμαι σίγουρος» ψέλλισε, μη θέλοντας να ενθαρρύνει τις φαντασιώσεις του αδελφού του. Εκείνος του έκανε νόημα να πλησιάσει τα κάγκελα. Το δίπατο πατρικό τους στεκόταν πάνω στον παραλιακό δρόμο που περνούσε από την πλάτη της Ιχθυόσκαλας. Από την ταράτσα το βλέμμα ακολουθούσε το πεζοδρόμιο που απομακρυνόταν φιδίσια από την είσοδο του συγκροτήματος μέχρι τον κολπίσκο του Βοσπόρου στα διακόσια μέτρα. Τις νύχτες με φεγγάρι, στη διάρκεια της άμπωτης, η μαύρη λάσπη του κολπίσκου γυάλιζε ως εδώ. Μετά ο δρόμος έστριβε και χανόταν πίσω από τα σπίτια μέχρι να ξαναφανεί στον ορίζοντα, στην παλιά γέφυρα. Ήταν η ώρα της νύχτας που ο πυθμένας του Βοσπόρου θα πρέπει να είχε μείνει ακάλυπτος. Στον ουρανό κρεμόταν ένα μισοφέγγαρο και τα φανάρια στο μήκος του πεζοδρομίου ήταν όλα αναμμένα, δεν μπορούσαν όμως να δουν την αντανάκλαση στη λάσπη του κολπίσκου. Αλλά και ο μικρός κυματοθραύστης που οι κάτοικοι έδεναν τις βάρκες τους ήταν χαμένος σε αφύσικο σκοτάδι. Θυμόταν εκείνη την άμπωτη στις ώρες της μέρας, στα μικράτα τους. Πήγαιναν με τον πατέρα, αφήνοντας ίχνη πάνω στη μαύρη λάσπη με τις γαλότσες τους και σκάβανε για δολώματα. Από κάτω η λάσπη ήταν ακόμα πιο μαύρη, σαν την πίσσα. Στην Ιχθυόσκαλα τα φώτα στα μεγάλα ψαροκάικα ήταν σβηστά και δεν ακουγόταν καμία δραστηριότητα. «Είναι ήσυχα…» ξεκίνησε ο Ηλίας πριν σηκώσει το δάχτυλο του ο Στάθης να τον διακόψει. «Όχι. Άκου.» Ήταν πάλι εκείνος ο μακρινός ήχος που ο Ηλίας δεν μπορούσε να προσδιορίσει. «Είναι τα νερά της παλίρροιας» είπε αβέβαια. «Όχι. Είναι το σκοτάδι» είπε ασθμαίνοντας ο Στάθης. «Κινείται. Αν προσέξεις, αν κοιτάξεις καλά, θα το δεις. Στο είπα εγώ πως είδα το κρανίο στη σελήνη Ηλία. Το φεγγάρι δεν έχει πια πρόσωπο αλλά ένα κρανίο. Σαν χαμογελαστός θάνατος.» Είχε αρχίσει πάλι τα δικά του. Καμιά φορά αναρωτιόταν αν έφταιγαν όλα εκείνα τα φάρμακα που ήταν αναγκασμένος να καταπίνει ο αδελφός του. Ήταν δύσκολο για τον Ηλία να μην επηρεαστεί από εκείνη την τρέλα. Εκνευριζόταν και του ανέβαινε η πίεση κάθε φορά που ο Στάθης κατάφερνε να τον παρασύρει στον τρομακτικό, αλλοπρόσαλλο του κόσμο. «Είμαι σίγουρος πως τα έκαναν θάλασσα οι ανίδεοι…» συνέχισε εκείνος. Ο Ηλίας θυμόταν αμυδρά ποιοι ήταν οι ανίδεοι. Πριν ένα μήνα περίπου, σε ανασκαφές στο Πάρκο του Λαού, είχαν ξεθάψει κατακόμβες. Υπήρχαν μόνο φήμες γι αυτές μέχρι εκείνη τη μέρα. Λέγεται πως διακλαδίζονταν κάτω από όλη την πόλη. Υπήρχε ο μύθος πως περνούσαν και κάτω από τον Εύριπο, από το παλιό τζαμί απέναντι ως το Κάστρο στο ύψωμα του Καράμπαμπα. Η ντόπια εφημερίδα είχε γράψει για την ανακάλυψη στήλης με σκαλίσματα στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Μόνο που οι λέξεις δεν έβγαζαν κανένα απολύτως νόημα. Ήταν ασυναρτησίες. «Καμιά φορά δημιουργούνται κάποιες λέξεις που σκοπός τους δεν είναι να εννοούν κάτι» είχε εξηγήσει την θεωρία του ο Στάθης στον Ηλία, «αλλά να παράγουν ήχους, ήχους που προκαλούν τις κατάλληλες δονήσεις. Σου έχω πει για τις δονήσεις και τα τρελά νερά Ηλία, έτσι δεν είναι;» Ο Ηλίας κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά στα λεγόμενα του Στάθη, ακούγοντας μόνο τα μισά από αυτά που του έλεγε. «Είμαι σίγουρος» συνέχισε ο Στάθης, «πως κάποιος ηλίθιος αυτή τη στιγμή διαβάζει τη στήλη και επαναλαμβάνει τα λόγια ξανά και ξανά.» Η βιβλιοθήκη του αδελφού του ήταν φορτωμένη από κάθε λογής ανάλογη παραφιλολογία. Ήταν ίσως το μόνο σημείο όπου διαχωρίζονταν οι αντιλήψεις τους για τον κόσμο που ζούσαν. Κάποτε πίστευαν πως διέφεραν σε όλα, πως ήταν σαν το μαύρο με το άσπρο. Ο Στάθης έμεινε ανύπαντρος, οικογένεια του ήταν τα σκυλιά και τα γατιά που φρόντιζε, όλα θαμμένα κάπου στον κήπο τους τώρα. Ο Ηλίας είχε δοκιμάσει τον γάμο μια φορά, κατέληξε σε καταστροφή. Με τον θάνατο της μητέρας τους βρέθηκαν και οι δύο να λουφάζουν πίσω στο πατρικό και εκεί παρέμειναν. Δύο άτεκνες περιπτώσεις με ζωές στο αδιέξοδο. Τα χρόνια πέρασαν σαν το νερό, μέχρι την τωρινή στιγμή στην ταράτσα όπου ο Ηλίας ήταν αναγκασμένος να μοιραστεί την ίδια θέα με τον αδελφό του. Η νύχτα ζωντάνεψε απότομα από το μανιασμένο αλύχτισμα σκυλιών. «Κοίτα» είπε ο Στάθης και πρότεινε το δάχτυλο του. Ο κολπίσκος και ο μικρός κυματοθραύστης ήταν ακόμα χαμένοι στο σκοτάδι. Υπήρχε ένα κομμάτι πεζοδρομίου που γυάλιζε πορτοκαλή κάτω από τα φανάρια του δρόμου και που εκτεινόταν από την παιδική χαρά στην είσοδο του μικρού κυματοθραύστη ως τα πρώτα δέντρα πριν την είσοδο της Ιχθυόσκαλας. Μπροστά στα μάτια τους απλώθηκε από τον Βόσπορο μια μαύρη σκιά και εξαφάνισε το πεζοδρόμιο. Ήταν το πιο περίεργο θέαμα. Το φως στα φανάρια τρεμόπαιξαν χωρίς όμως να σβήσουν. Τρία φανάρια και το οδόστρωμα από κάτω παρέμενε εξαφανισμένο. «Το σκοτάδι κινείται. Έρχεται προς τα εδώ, Ηλία.» «Μια σκιά είναι…» ξεκίνησε ο Ηλίας για να δώσει μια λογική εξήγηση, χωρίς να ξέρει πώς να την ολοκληρώσει. «Θα πάω να δω» είπε ξαφνικά ο Στάθης. «Τι εννοείς; Που θα πας; Να δεις τι;» «Το σκοτάδι κινείται και μουρμουράει. Θέλω να το δω και να το ακούσω.» «Είσαι καλά άνθρωπε μου; Δε σου φτάνει η θέα από εδώ;» φώναξε μέσα από τα δόντια του ο Ηλίας. «Κι αν δεν φτάσει ως εδώ; Πρέπει να ξέρω…» «Εγώ δεν πάω πουθενά…» «Δε σου το ζήτησα Ηλία…» «Έχεις ξεκουτιάνει τελείως; Θα τρέχεις έξω νυχτιάτικα; Με τα βίας στέκεσαι όρθιος. Δεν μπορώ να τρέχω από πίσω σου για να σε προσέχω!» Ο Στάθης έκανε εκείνο το εκνευριστικό και καθιερωμένο νεύμα με το χέρι του, το νεύμα που τέλειωνε όλες τους τις αντιπαραθέσεις, αυτό που εννοούσε «δεν θα χάσω τον καιρό μου για να σε πείσω.» Όση ώρα ο Στάθης πάσχιζε να βάλει τα παπούτσια και το παλτό του, ο Ηλίας τον αγνόησε πεισματικά. Κατέβηκε στην κουζίνα να ζεστάνει νερό για τσάι. Είχε ανάγκη να ηρεμίσει. Δεν άνοιξε το φως της κουζίνας. Είχε αυτή τη προσωπική φοβία στο να δίνει στόχο, να είναι δηλαδή ορατός σε αγνώστους απ’έξω. Τα φανάρια του δρόμου παρείχαν άπλετο φως από τα μεγάλα παράθυρα του γωνιακού χώρου. Από εδώ έβλεπε την κεντρική πύλη της αυλής τους και τον παραλιακό δρόμο ως την είσοδο της Ιχθυόσκαλας. Ιτιές έκρυβαν τη θέα της εισόδου, εκτός όμως από τα φανάρια του δρόμου εκεί, έκαιγαν και τα φώτα της μεγάλης συρόμενης πόρτας. Σε λίγο άκουσε τον Στάθη στην εξώπορτα. Τον πρόλαβε πριν βγει έξω. «Στάθη!» Ο αδελφός του γύρισε και τον κοίταξε. Έδειχνε κουρασμένος. «Δεν φοβάσαι;» τον ρώτησε. «Τι μπορεί να με τρομάξει εκεί έξω Ηλία; Υπάρχει τίποτα χειρότερο από το σκοτάδι που μου τρώει ήδη τα σωθικά μου;» Ο Ηλίας επέστρεψε στην κουζίνα και είδε τον Στάθη να κουτσαίνει προς την πύλη του κήπου. «Γερο-ξεκούτη» είπε και του βγήκε ένα ξαφνικό αναφιλητό. «Τη γαμήσαμε τη ζωή μας αδελφούλη» συμπλήρωσε σκουπίζοντας τα δάκρυα του. Ο Στάθης βγήκε από την αυλόπορτα και κατέβηκε ένα-ένα τα τέσσερα σκαλοπάτια προς το οδόστρωμα. Μετά βάδισε πάνω στην άσφαλτο μέχρι το κέντρο του δρόμου. Χωρίς να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο ακολούθησε το οδόστρωμα προς την Ιχθυόσκαλα. Σταμάτησε ξαφνικά σα να είδε κάτι περίεργο στο βάθος του οπτικού του πεδίου. Ο Ηλίας δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι. Ό,τι έβλεπε ο Στάθης θα πρέπει να βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ιχθυόσκαλας. Ήταν το σημείο που δεν φαινόταν από τα παράθυρα της κουζίνας. Ο Στάθης γύρισε και κοίταξε προς το σπίτι. «Έλα πίσω» είπε ο Ηλίας φωναχτά σα να υπήρχε περίπτωση να τον ακούσει. Του έκανε και νοήματα με τα χέρια, ούτε αυτό όμως θα μπορούσε να το δει. Ο γέρος στον δρόμο γύρισε πάλι το βλέμμα του μπροστά και συνέχισε την πορεία του. Ένα ξαφνικό ρίγος διαπέρασε τον Ηλία μόλις ο Στάθης χάθηκε πίσω από τις ιτιές. Ένοιωσε το πρώιμο σκίρτημα ενός πανικού να σιγοβράζει μέσα του. Άκουσε την καρδιά του να καλπάζει και ευχήθηκε να μην ήταν άλλο ένα μικροεπεισόδιο. Εκείνη την στιγμή τα φώτα της Ιχθυόσκαλας και τα φανάρια του δρόμου έσβησαν. Ο κόσμος έξω από τα παράθυρα της κουζίνας χάθηκε στο σκοτάδι. Επέστρεψε στο χολ και ανάβοντας το φως διαπίστωσε πως η συσκότιση δεν ήταν γενικευμένη. Ο δρόμος έξω όμως φάνταζε σαν το κατράμι και ο Στάθης μπορούσε να σκοντάψει, να πέσει, να χτυπήσει. Θα ήταν τελείως αβοήθητος. Ο Ηλίας φόρεσε το παλτό του, βρήκε τον μικρό φακό που είχε αδύναμες δυστυχώς μπαταρίες και βγήκε στον κήπο με τις παντόφλες. Επικρατούσε μια αφύσικη νεκρική ησυχία. Όχι, τελικά δεν ήταν απόλυτη. Υπήρχε ένας αμυδρός ήχος. Σαν μακρινά βήματα σε χαλίκια. Θυμήθηκε τον ήχο που έκανε ο Στάθης όταν μάσαγε νιφάδες καλαμποκιού τα πρωινά. Ήταν αστείο, αλλά ήταν και η πιο πετυχημένη παρομοίωση. Έφτασε ως την αυλόπορτα όταν αντιλήφθηκε την φοβερή εκείνη μυρωδιά. Σαν ψάρια ή φύκια σε αποσύνθεση. Την ένιωσε πηχτή στο λαρύγγι του. Έμεινε αποσβολωμένος με το καρδιοχτύπι να συνεχίζεται εντονότερο. «Στάθη…» Η φωνή του βγήκε ψόφια, χωρίς ζωή. Φοβόταν να κάνει το βήμα έξω. Αυτή ήταν η πικρή αλήθεια. Ο Στάθης του το έλεγε συχνά: «Τι έχουμε να περιμένουμε πλέον εμείς οι δύο; Να ταΐζουμε γιατρούς και φαρμακοποιούς; Ας έρθει το τέλος να γλιτώνουμε.» Θύμωνε μαζί του χωρίς να παραδέχεται πως αγαπούσε την ζωούλα του ο Ηλίας. Και τέτοια που ήταν, με τις αρρυθμίες, το κόψιμο της αναπνοής και τους πανικούς μετά τα μεσάνυχτα. Ήθελε να ζει, έστω και έτσι. Ξάφνου ήταν σίγουρος πως τον περίμενε μόνο ο θάνατος πέρα από την αυλόπορτα. Έμεινε εκεί και έδωσε μερικά λεπτά ακόμα στον αδελφό του μήπως και φανεί. Έδειχνε πως τελικά δεν θα απέφευγε να βγει, να ψάξει για εκείνον, όταν είδε την γνώριμη σιλουέτα να επιστρέφει μέσα στο σκοτάδι. Περπατούσε λίγο περίεργα, ίσως λίγο αφύσικα βιαστικά, αλλά πιθανό να είχε τρομάξει κι εκείνος από τη συσκότιση. «Καιρός ήταν!» του φώναξε και γύρισε προς το σπίτι. Είχε θυμώσει με τον εαυτό του που είχε βγει νυχτιάτικα από το σπίτι παρασυρμένος άλλη μια φορά από τις εμμονές του Στάθη. Ξεκλείδωσε την πόρτα και την άφησε ανοιχτή για να ακολουθήσει εκείνος. Τον άκουσε από πίσω να λέει κάτι που δεν το κατάλαβε, δεν θα τον ικανοποιούσε όμως ζητώντας του να το επαναλάβει. Κρέμασε το παλτό του στον καλόγερο ενώ αφουγκραζόταν τον Στάθη που διέσχιζε την αυλόπορτα. Ο βηματισμός, οι ήχοι, σαν κροτάλισμα, όλα ήταν λάθος. Στο δικό του πείσμα όμως ο Ηλίας έμεινε εκεί στο χολ να τον περιμένει να μπει στο σπίτι. Προπορεύτηκε εκείνη η απίστευτη οσμή που τον έκανε να βήξει. «Τι στο διάολο είναι αυτό;» ρώτησε μόλις τον είδε να περνάει το κατώφλι του σπιτιού. Θύμιζε τον αδελφό του, δεν ήταν όμως ο Στάθης. Το παλτό έπλεε πάνω στην τσιτωμένη, ταλαιπωρημένη πέτσα. Οι κόγχες ήταν κενές, κι όμως, είχαν βλέμμα τρομερό που τον κοιτούσε. Αυτή η μορφή ήταν μια κούκλα που χειριζόταν από αόρατα σύρματα. Ο Ηλίας έχασε την μιλιά του. Ο Στάθης άνοιξε το στόμα του και του ξέφυγε ένα άναρθρο, υγρό γουργούρισμα. Χωρίς να ξέρει γιατί, ο Ηλίας το εξέλαβε ως… «Σου έφερα λίγο σκοτάδι.» Και όντως. Πριν καταρρεύσει το κενό κουφάρι, το σκοτάδι ξεχύθηκε χείμαρρος από το τεράστιο στόμα, από τα μάτια και τα μανίκια και το στομάχι, σκληρό, αγκαθωτό σκοτάδι που κροτάλισε πάνω στα πλακάκια και απλώθηκε να καταπιεί και τον Ηλία. Χιλιάδες λεπίδες τον πετσόκοψαν ξεκινώντας από τα πόδια. Και σαν ειρωνική προδοσία, η καρδιά του αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει. «Με τρώει ζωντανό» άκουγε τις νύχτες τον αδελφό του να μονολογεί στο κρεβάτι του, δέσμιος στους πόνους του. Δεν ούρλιαξε για πολύ. Η μέγγενη που τον άρπαξε ήταν βρωμερή, υγρή και κρύα. Μπούκωσαν το στόμα και τα ρουθούνια του από ζωντανό σκοτάδι και κατάπιε όλη του την γλώσσα σαν έναν αιμάτινο πολτό. Οι βολβοί των ματιών του έσκασαν σε μια υγρή φρίκη ανοίγοντας πρόσβαση στο άδυτο του κρανίου του. Τι θαύμα της φύσης είναι το ανθρώπινο σώμα και από πόσα μέλη και όργανα αποτελείται, γεμάτα υγρά και λίπος και αίμα. Κι αν υπάρχει αυτό που λέγεται ψυχή, πόσο δύσκολα εγκαταλείπει την βασανισμένη σάρκα. Ο Ηλίας βίωσε πολύ περισσότερα από όσα επιθυμούσε τις τελευταίες του στιγμές, ουρλιάζοντας χωρίς φωνή μέχρι να γίνουν κομμάτια και τα μυαλά του. Διαμελίστηκε, απλώθηκε, χύθηκε, κάθε του κομμάτι έγινε βορά στο άγριο σκοτάδι. Τα κόκαλα του ακολούθησαν την ροή της τρελής παλίρροιας που διεκδικούσε τώρα τον τρόμο που εξαπόλυσε πίσω στους κόλπους της. Δύο κενά σακιά γλίστρησαν γαντζωμένα στον τρόμο μέχρι να χαθούν παντοτινά στα αφρισμένα, μαύρα νερά του Ευρίπου. --------------------------------------------------------------------------------------------------- Το φως της ημέρας ήρθε χλωμό και μελαγχολικό. Όχι όμως ήσυχο. Μανιασμένοι γλάροι σχημάτιζαν κοχλίες πάνω από τις παραθαλάσσιες σκεπές ξεσηκώνοντας μεγάλο σαματά. Μεθυσμένοι σαν από ξέφρενο τσιμπούσι, δεν έδειχναν να σκιάζονται από τις σειρήνες των περιπολικών που γέμιζαν την ακτή. Ήταν ένα μυστηριώδες πρωινό για την αστυνομία. Εξήντα άνθρωποι ήταν εξαφανισμένοι. Εφτά σπίτια και η Ιχθυόσκαλα από δίπλα στέκονταν κενά στοιχειωμένα κουφάρια. Η έντονη δυσοσμία είχε προβληματίσει τους γείτονες από το ξημέρωμα, δεν υπήρχαν όμως πτώματα να τη δικαιολογήσουν. Η μυρωδιά αναδυόταν από τα βρεγμένα έπιπλα στα συγκεκριμένα σπίτια, έπιπλα που έμοιαζαν να είχαν μουλιάσει στον βυθό της θάλασσας για χρόνια. Βρέθηκαν ρούχα, ρόμπες, πιτζάμες, παπούτσια, σε όλο το μήκος της βραχώδους ακτής. Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ένστολος εν υπηρεσία, στάθηκε δίπλα στον μεγάλο κυματοθραύστη που σχημάτιζε τον βόρειο τοίχο της Ιχθυόσκαλας. Κάτω από τον μουντό ουρανό τα νερά του Ευρίπου φάνταζαν ρυπαρά. Ο αφρός του κύματος έγλυφε τις εσοχές στα βράχια με μικρούς, ρουφηχτούς ήχους. Προκαλούσαν αναγούλα στον αστυνόμο. Στο χέρι του κρατούσε μια δερμάτινη παντόφλα που είχε βρει πάνω στα μεγάλα χαλίκια της παραλίας. Το υπόδημα ήταν νωπό, βρώμαγε και είχε ξηλωθεί στο πλάι. Σύμφωνα με τις οδηγίες που τους είχαν δώσει, η παντόφλα ήταν στοιχείο. Την άνοιξε και κοίταξε μέσα. Τι περίμενε να βρει; Τα δάχτυλα του ιδιοκτήτη της; Θα μπορούσε να περιμένει τα πάντα. Πρόσεξε όμως έναν περίεργο, σκούρο λεκέ βαθιά μέσα. Έναν μαύρο λεκέ που του έδωσε την εντύπωση πως κουνιόταν. Άπλωσε το ελεύθερο του χέρι απερίσκεπτα και σε λίγο ο αξιωματικός υπηρεσίας άκουγε τις κραυγές του. «Τι τρέχει Νικολαΐδη;» του φώναξε από το πεζοδρόμιο πάνω από την ακτή. Ο αστυνομικός σταμάτησε να πιπιλάει την πληγή στο χέρι του. «Με δάγκασε ένα κωλο-καβουράκι.» «Καλά είσαι σοβαρός;!» «Μου έκοψε ολόκληρο κομμάτι αρχηγέ!» Ο αξιωματικός βρισκόταν σε αρκετή απόσταση για να δει το αίμα που έρεε πηχτό από την τρύπα ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του αστυνόμου. «Καλά, όταν τελειώσεις έλα να στο φιλήσω να γίνεις καλά.» Ο Νικολαΐδης αγνόησε τα γέλια των συναδέλφων του από το περιπολικό και έψαξε με το βλέμμα για το καβούρι που είχε πέσει μόλις τώρα μπροστά του, ανάμεσα στα βότσαλα της παραλίας. Οι πέτρες ήταν άσπρες, δεν είχε που να κρυφτεί. Το τραχύ, αγκαθωτό κέλυφος του ήταν μαύρο σαν την πίσσα. Όσο και να έψαξε όμως δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Για μια στιγμή νόμισε πως είδε μια σκιά να γλιστράει μέσα στο νερό, μάλλον όμως ήταν από τους γλάρους που έκαναν κύκλους πάνω από το κεφάλι του κρώζοντας μανιασμένα. Τα θαλασσοπούλια συνέχιζαν τα μακροβούτια τους στα ρηχά αγνοώντας τον συνωστισμό των ανθρώπων στην ακτή. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted May 26, 2009 Share Posted May 26, 2009 (edited) Είμαι διχασμένος. Από την μια το βρήκα τρομακτικό, από την άλλη δε με ενθουσιάσε η αλλαγή σκηνικού στο τέλος. Από την μια αναρωτιόμουν τι ήταν το σκοτάδι, από την άλλη το εξήγησες και μου φάνηκε κάπως... Και σαν πολύ ήσυχα πήρανε το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι εξαφανίστηκαν. Επίσης, το να μας περιγράφεις τις ζωές των πρωταγωνιστών τελικά ήταν αδιάφορο με την πλοκή. Περίμενα να είχε σχέση με αυτό που συνέβει αλλά ήταν απλώς παραπέτασμα καπνού. Edited May 26, 2009 by roriconfan Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 26, 2009 Share Posted May 26, 2009 Όμορφο διήγημα, με έναν αρκετά Λαβκράφτιο αέρα, χωρίς ωστόσο το στυλ του Λάβκραφτ (αυτό, από μένα, την αιρετική, στα σύν). Μου άρεσε η εικόνα με το σκοτάδι που απλωνόταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα. Μάλιστα μου δημιούργησε πολλές εικόνες για το τι έβλεπαν οι δυο ηλικιωμένοι από το σπίτι τους και πώς θα πρέπει να αισθάνεται κάποιος όταν βλέπει να εισβάλει έτσι αυτό το υλοποιημένο κακό μέσα στην πόλη του. Οι σκέψεις του γέρου είναι πολύ συγκινητικές, αν και κάπως πολλές και δημιουργούν μια ασύμμετρη αρχή. Ωραίο πάντως το καβουράκι στο τέλος και με προϊδεάζει που το κακό δεν έχει τελειώσει. Μου άρεσε που υπάρχει κι ένα ψήγμα εξήγησης, εκεί που λέει ότι βρέθηκε μια στήλη στις ανασκαφές σε κάποια παράξενη γλώσσα κι ότι κάποιος τη διαβάζει. Συνήθως το βασικό μου παράπονο από τον τρόμο είναι ότι κανένας δεν σου εξηγεί τίποτα, ενώ εδώ έριξες μια ιδέα εξήγησης. Υ.Γ. Μου άρεσε και ο τίτλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted May 27, 2009 Share Posted May 27, 2009 Αχ αυτά τα γερόντια. Πέτυχες απόλυτα στη δημιουργία των χαρακτήρων σου και η ιστορία κυλά όμορφα μέχρι το τέλος. Δε θα με χάλαγε καθόλου αν τελείωνε πριν το ξημέρωμα και την εμφάνιση της αστυνομίας όμως μια χαρά είναι κι έτσι. Στο κάτω κάτω είναι δικιά σου ιστορία και εσύ αποφασίζεις τι θα δώσεις στον αναγνώστη και τι όχι. Ιδιαίτερα ελκυστικός ο τίτλος και πολύ πετυχημένη εικόνα τα κουτάκια με τα φάρμακα στα κομοδίνα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βρασίδας Posted May 27, 2009 Share Posted May 27, 2009 Eμενα παντως με συγκινησε και με απορροφησε η "παρουσιαση" των χαρακτηρων και η "ματια" που ριξαμε στη ζωή τους. Εστω και αν συμφωνω με το φιλο που ειπε οτι περιμενει κανεις να εχει καποια σχεση με το υπολοιπο, όμως σιγουρα δεν ειναι απαραιτητο. Και παλι δικες μου σκορπιες σκεψεις...χωρις να ξερω και τιποτα σπουδαιο να πω... Μεχρι την "ανακαλυψη" του Σταθη απο τον Ηλία στο δρομο το διαβασα μονορουφι. Και συγκινήθηκα. Δηλαδή το συντριπτικα μεγαλυτερο μερος της ιστοριας. Αρκετά απότομη ηταν η αλλαγή στην τροπή με την εμφάνιση του σκοταδιου αλλα και παλι δε με χαλασε. Θεωρώ ότι το ξάφνιασμα είναι μέρος του τρομου. Και φυσικά του σκοταδιου. Υποκειμενικο βεβαια. Περιμενα παντως λιγο πιο έντονο ή ίσως λιγο πιο "μυστηριώδες" το "φιναλε" της "αλλης μερας". Παντα βεβαια σα σκεψεις ενος νέωπα που προχωραει...ψηλαφωντας αυτα. Α,και κατι ακομα. Διαβασα την ιστορία δύο φορες πριν απαντήσω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 27, 2009 Share Posted May 27, 2009 Ήταν μια περίεργη κούρσα μεταξύ τους, καρδιά εναντίον μετάστασης, και ατελείωτες τρομακτικές νύχτες σε αναμονή πριν τον τάφο. Με αυτή τη φράση μου έδωσες αρκετό σκοτάδι για όλο το διήγημα. Αμάν! Ξάφνου ήταν σίγουρος πως τον περίμενε μόνο ο θάνατος πέρα από την αυλόπορτα. Κι εγώ το ίδιο! Ήμουν σίγουρη ότι δεν έπρεπε να βγει, βέβαια, τον αδερφό του θα έψαχνε, αλλά δεν έπρεπε να βγει εκεί έξω! Αλλά όχι, σιγά μην τη γλίτωνε, του έφερες το σκοτάδι μες στο σπίτι του βρε αθεόφοβε σκηνοθέτη! Γιατί ναι, μην ξεχάσω, και σ' αυτό το διήγημα βλέπουμε ολοκάθαρα τη σκηνοθετική ματιά σου. Πολύ καλό θρίλερ, τρομακτικό (κοίτα, ΕΓΩ δεν τρομάζω, όσο και να προσπαθείτε, τι να κάνουμε; Εννούσα τρομακτικό για τους άλλους...), με δυνατούς χαρακτήρες και κλειστοφοβική σκηνοθεσία. Το τέλος με τους μπάτσους μου άρεσε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted May 28, 2009 Share Posted May 28, 2009 Πολύ μακάβρια ιστορία με αποκορύφωμα για μένα, την ακόλουθη πρόταση. «Ήταν μια περίεργη κούρσα μεταξύ τους, καρδιά εναντίον μετάστασης, και ατελείωτες τρομακτικές νύχτες σε αναμονή πριν τον τάφο.» Πολύ καλή και ιδέα με τα δύο αδέρφια. Ειδικά στο σημείο που βρίσκονται στην ταράτσα και ακόμα περισσότερο όταν ο Ηλίας αποφασίζει να βγει ως την αυλή. Εκεί φαίνεται ότι και αποτυπώνονται πιο έντονα κάποιες από τις διαφορές τους. Ευτυχώς, το σκοτάδι δεν κάνει διακρίσεις. Στο σημείο που πεθαίνει ο Ηλίας έχω την ένστασή μου. Ενώ αυτό που μπαίνει στο σπίτι πίσω απ’ την πλάτη του, είναι σπούκι και υπερμακάβριο και φρικτό, τελικά ο θάνατός του μου φάνηκε ότι περιγράφει πιο πολλά απ’ όσα χρειάζονται για να με τρομάξουν. Κάπου εκεί μου δημιουργήθηκε μια αίσθηση τέλους να σου πω την αλήθεια και ίσως τούτο να είναι υπεύθυνο και για αυτά που θα γράψω παρακάτω. Η συνέχεια, λοιπόν, από εκεί ως το τέλος της ιστορίας, ίσως θα μπορούσε να είναι και σχετικά πιο μικρή. Εννοώ ότι είναι πολύ γαμώ από μόνο του να πεθαίνουν 60 άτομα μετά το πέρασμα του σκοταδιού ή είναι σούπερ να ''δαγκώνει'' τον μπάτσο αυτό που είναι μέσα στην παντόφλα (και ελπίζω να μεταδίδεται το κακό έτσι;), αλλά και τα δύο μαζί με φόρτωσαν (σαν να τράβηξαν τα πράγματα πιο πέρα από το κρίσιμο σημείο) και είχα ήδη αφήσει την ‘’βαθιά ανάσα’’ της σπουκιάς να μου ξεφύγει, αρκετά πριν διαβάσω τις τελευταίες λέξεις. ΥΓ:Τα θαλασσοπούλια είναι τρομακτικά. Μπρρρ... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
greenmist Posted May 28, 2009 Share Posted May 28, 2009 Εξαιρετικοί χαρακτήρες, άριστη επιλογή concept, κινηματογραφική ατμόσφαιρα με πολύ καλό σκηνικό, καλός συνδυασμός του άμεσου με τον ψυχολογικό τρόμο. Το διήγημα αυτό έχει όλα τα συστατικά που χρειάζονται για να κερδίσει τον αναγνώστη. Αν πρόσθετες περισσότερο σασπένς γύρω από το "δολοφονικό" σου σκοτάδι και αφαιρούσες αρκετό από τον δραματικό τόνο στην αφήγηση σου, θα έδινες στην ιστορία ακριβώς το ύφος που της ταιριάζει. Βάζεις τον αναγνώστη να σκεφτεί και να λυπηθεί τους πρωταγωνιστές σου για την πορεία της ζωής τους, μην επιτρέποντας του να "βουτήξει" μέσα στο εξαιρετικό υπόβαθρο τρόμου που έχεις δημιουργήσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 28, 2009 Author Share Posted May 28, 2009 (edited) Εννοώ ότι είναι πολύ γαμώ από μόνο του να πεθαίνουν 60 άτομα μετά το πέρασμα του σκοταδιού ή είναι σούπερ να ''δαγκώνει'' τον μπάτσο αυτό που είναι μέσα στην παντόφλα (και ελπίζω να μεταδίδεται το κακό έτσι;) Ευχαριστώ για τα σχόλια σας. Εύχομαι να έχει γίνει κατανοητό πως το "σκοτάδι" ήταν χιλιάδες αιμοβόρα μικρά καβουράκια. (Τα θαλασσοπούλια όντως έχουν αφηνιάσει στο τσιμπούσι στο φινάλε, με νόστιμα, γεμάτα πρωτεΐνες καβουράκια.) Edited May 28, 2009 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted May 28, 2009 Share Posted May 28, 2009 Ἐδῶ βλέπουμε ἕνα Ντίνο σὲ μεγάλα κέφια - ἢ κάτι τέτοιο, τέλος πάντων... Δηλαδή, ἔχουμε μιὰ ἔξοχη ἱστορία, μὲ ὑπέροχα ζωγραφισμένους χαρακτῆρες, ὅπου τὸ ἐσωτερικό τους σκοτάδι ἴσως εἶναι πιὸ ἔντονο ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Μιὰ ἱστορία, δηλαδή, ποὺ μπορεῖ νὰ διαβαστεῖ καὶ ὡς ἀλληγορία. Εὖγε, Ντίνο! Ἡ μόνη παραφωνία, ὅπως ἤδη ἐπισημάνθηκε, εἶναι ὁ ἐπίλογος. Νομίζω πὼς δὲν χρειαζόταν - ἴσως καὶ νὰ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ ὅλου ἔργου. Κατὰ τ' ἄλλα, δὲν ἔχω νὰ προσθέσω τίποτε ἄλλο. Συγχαρητήρια ξανά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted May 29, 2009 Share Posted May 29, 2009 Κατ' αρχάς δεν μπορώ να μην σταθώ στο πιο δυνατό σημείο του διηγήματος - τους χαρακτήρες. Καταπληκτική επιλογή και πολύ όμορφα σκιαγραφημένοι. Γενικά η ιστορία μου άρεσε πραγματικά - εκτός από την τελευταία σκηνή (ναι κι εγώ το ίδιο). Το ξέρω ότι τη χρειάζεσαι για να υπαινιχθείς τι ακριβώς συνέβη, αλλά μοιάζει περιττή και διαταράσσει την ατμόσφαια. Δεν είμαι καν σίγουρος ότι είναι απαραίτητο να δώσεις περαιτέρω εξηγήσεις, με οποιονδήποτε τρόπο. Το ξαναλέω, αγάπησα πάρα πολυ τους χαρακτήρες. Κι αυτό κάνει πολύ πιο οδυνηρή την καταστροφή που έρχεται. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted May 29, 2009 Share Posted May 29, 2009 Τι κάνουν οι αδερφοί Κοέν στο τέλος της ιστορίας σου?????? Πολύ ωραίο Ντίνο. Με τρόμαξε, μου είπε πράματα, μου μίλησε η ιστορία γενικά. Τη βρίσκω πολύ καλή. Ξέρω πως γενικά δε σου αρέσει να κλείνεις χωρίς μια μικρή ανάσα δροσιάς ακόμα και τα πιο ερεβώδη κείμενα, επομένως δε θα σου πω "βγάλε το τέλος" αλλά μπορώ να σου πω πως δε με χάλασε. Επειδή ίσως είναι τόσο εκτός όλης της υπόλοιπης αφήγησης, δε μου χάλασε το μύθο που είχα διαβάσει προηγουμένως το χιούμορ του τέλους σου. Τρομομεζούρα: Μπρρρ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted May 29, 2009 Share Posted May 29, 2009 (edited) Τεχνικά: Ιδανική ισορροπία περιγραφής - αφήγησης. Άρτια τεχνική εκτέλεση, με φυσική αβίαστη ροή. Μ' άρεσαν ιδιαίτερα κάποια σχήματα, όπως π.χ. ''Ιστοί αράχνης χόρεψαν για λίγο πάνω σε μαύρο φόντο και αφού καταλάγιασαν έδωσαν σχήμα στο ρυτιδωμένο πρόσωπο...'' ή, ''έψαχνε τους νεκρούς στα παράσιτα του ραδιοφώνου'' , ριγμένα τακτικά στο κείμενο, που το διανθίζουν λογοτεχνικά και του προσδίνουν χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν αίσθηση υπερβολής. Όπως και φράσεις σαν το: ''Δύο άτεκνες περιπτώσεις με ζωές στο αδιέξοδο'' απλές, μα περιεκτικές, εμβόλιμες συγγραφικές παρατηρήσεις, που συμπληρώνουν το θλιμμένο ( θλιβερό; ) ψυχογράφημα δυο ανθρώπων εν αναμονη του θανάτου. Και τέλος, ''Τα θαλασσοπούλια συνέχιζαν τα μακροβούτια τους στα ρηχά αγνοώντας τον συνωστισμό των ανθρώπων στην ακτή.'': Όντως, ευρηματική σκηνοθετική απεστίαση, προσωπικά την βρήκα υπέροχη για finish. Η ιδέα: Το ψυχογράφημα, αριστουργηματικά ανεπτυγμένο, δημιουργεί το περιβάλλον μιας παρανοϊκής ασάφειας πάνω στην οποία, με τρόπο πλέον πειστικό, οποιαδήποτε εξέλιξη γίνεται εύκολα αποδεκτή από τον αναγνώστη. Η εισαγωγή του μεταφυσικού - ή καλύτερα υπερφυσικού - στοιχείου, χρωματίζει με τόνους μυστηρίου αυτή την εξέλιξη. Το σκοτάδι προλαβαίνει να δώσει τελικά τον απαιτούμενο τρόμο, κλέβοντας στο παρά πέντε την παράσταση από την θλίψη. Έχοντας διαβάσει πια αρκετά από τα διηγήματά σου, DinoHajiyorgi, θα ήθελα να σημειώσω ότι το συγκεκριμένο είδος είναι από αυτά που σου ταιριάζουν. Συγχαρητήρια. Υ.Γ. Υπογραμμίζω θετικά τον, διάχυτο σε αρκετά σου έργα, ''εκλεπτυσμένο'' τοπικισμό σου. Edited May 29, 2009 by Πυθαρίων Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted May 30, 2009 Share Posted May 30, 2009 (edited) Καλογραμμένη Χόρορ συνταγή με σπλάτερ εκεί που χρειάζεται, ωραίους χαρακτήρες βγαλμένους και μέσα από θρίλερ (που να πάρει, όταν βλέπεις κάτι κακό, ΤΡΕΧΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ, όχι κατα πάνω του!) και ένα τέλος... που κλείνει το μάτι. Από τη μια ίσως κατανικά τον φόβο του άγνωστου να μαθαίνεις ότι τελικά το σκοτάδι δεν είναι τίποτα παραπάνω από χιλιάδες... παγωμένα... κροταλίζοντα... δαγκανοφόρα... ... God... Τι έλεγα; Edited May 30, 2009 by Dinosxanthi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted May 30, 2009 Share Posted May 30, 2009 Κλαψ... λυγμ... μάλλον είμαι πολύ υπερφυσικοκεντρικός. Δε γίνεται, τουλάχιστον, να συμφωνήσουμε (οι δυο μας μόνο ;) ), ότι πρόκειται για αλλοδιαστατικά καρκινοειδή, που ήρθαν να σαρώσουν τον τόπο; Please, με φτιάχνει τόσο, να το βλέπω από την "άλλη" μεριά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alchemist Posted June 1, 2009 Share Posted June 1, 2009 Το κείμενό σου είναι εξαιρετικό. Η ατμόσφαιρα, μυστηριακή και απόκοσμη, μας συνεπαίρνει από την πρώτη στιγμή. Ταυτιζόμαστε με την υπαρξιακή αγωνία των δύο αδελφών και βιώνουμε τον τρόμο όταν φτάνει το τέλος. Εξαιρετική η γραφή και η εκτύλιξη της πλοκής. Σίγουρα από τις καλύτερες ιστορίες του διαγωνισμού. Συγχαρητήρια. _μπωτης_ψίθυροι.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 2, 2009 Share Posted June 2, 2009 Γενική εικόνα: Εντυπωσιακή. Τι μου άρεσε: Η παρουσίαση των δύο γέρων. Τι δε μου άρεσε: Η ασθενής σύνδεση του Στάθη με το «υπερφυσικό» και τη στήλη με τα αρχαία, που τελικά δεν μπλέκονται με εμφανής τρόπο στην αφήγηση. Η μεταφορά του σκοταδιού από τον Στάθη, αρκετά θεατρική, αλλά με έκανε να σκέφτομαι «στο Στάθη ποιος τη μετέφερε;» Η αλλαγή οπτικής γωνίας στο τέλος. Ερώτηση: Εφόσον μιλάμε για Εύριπο, τότε ο Βόσπορος, που κολλάει; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 2, 2009 Author Share Posted June 2, 2009 (edited) Τα καβούρια επιτέθηκαν πρώτα στον Στάθη εφόσον πήγε προς αυτά. Και μετά, ενώ τον έτρωγαν ακόμα ζωντανό επέστρεψε στο σπίτι. Ερώτηση: Εφόσον μιλάμε για Εύριπο, τότε ο Βόσπορος, που κολλάει; Βόσπορος είναι η ονομασία ενός μικρού κολπίσκου σε μικρή απόσταση από την Ιχθυόσκαλα. Ήταν η πρώτη γειτονιά στην οποία μεγάλωσα. Όταν τραβιούνται τα νερά αποκαλύπτεται ο λασπώδης του πάτος. Edited June 2, 2009 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 2, 2009 Share Posted June 2, 2009 Ναι, ίσως τελικά πρέπει να διαβάζω τα σχόλια πριν γράψω τα δικά μου. Πίστευα ότι το καβουράκι είναι αυτο που νομίζει ο αστυνόμος ότι βλέπει. Ότι στην πραγματικότητα είναι απλά ένα παράξενο αγκαθωτό, μαύρο, βουρκίσιο κομμάτι από το ον που ζει στο βυθό κι ανεβάινει με την άμπωτη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted June 4, 2009 Share Posted June 4, 2009 Νομίζω το καλύτερο από τα διηγήματα σου για τους διαγωνισμούς αυτής της περιόδου. Οι πιο αληθοφανείς χαρακτήρες σου, ολοκληρωμένοι μέσα σε ελάχιστο χώρο. Ανατριχιαστικό σκηνικό που μου έφερε στο νου Λάβκραφτ. Θέμα γούστου, αλλά θα ήθελα λιγότερο gore περιγραφές στο τέλος (μου φάνηκαν λίγο παιδιάστικες). Μπράβο Ντίνο μιας από τις καλύτερες ιστορίες για μένα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted June 6, 2009 Share Posted June 6, 2009 Hell yes brother. Αρκετά κινηματογραφικό διήγημα (εδικά το τέλος). Δεν ξέρω αν μπορώ να βρω κάτι αρνητικό να σχολιάσω. Ίσως θα ήθελα να δω λίγα περισσότερα αποτελέσματα του Σκοταδιού στο χωρίο και ίσως κάποιο clue (μικρούλη) ως προς το τί είναι. Μου θύμισε πάρα πολύ την Ομίχλη του Κίνγκ σαν ιδέα. Πάνε χρόνια που έχω τρομάξει με ιστορία, αλλά το σκοτάδι εδώ ήταν αρκετά επιτυχημένο. Πραγματικά δεν έχω πολλά να σχολιάσω, οπότε θα το αφήσω έτσι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
joe Posted June 7, 2009 Share Posted June 7, 2009 Παρα πολυ καλο! Μου αρεσε τοσο πολυ το οτι αφου μας παρουσιασες τους ηρωες και μας εκανες να νοιαζομαστε, τους αλλαξες τα φωτα με τα φονικα (ευρηματικοτατα) καβουρακια. Βασικα μονο και μονο με την παρομοιωση των φαρμακων με κερδισες. Η τριπλα με την αρχαια στηλη ηταν εκπληκτικη μιας και μας την εσκασες κανονικα. Με το ολο στησιμο δεν θα πηγαινε το μυαλο μου σε μια τοσο γηινη εξηγηση. Aνετοτατα θα το εβλεπα γυρισμενο στα πλαισια μιας ελληνικης ''Ζωνη του Λυκοφωτος''. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted November 23, 2011 Share Posted November 23, 2011 Bump! Για τον Τέταρτο Διαγωνισμό Τρόμου, κάνουμε ένα ταξιδάκι στο παρελθόν και στις ιστορίες που διακρίθηκαν! Enjoy Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.