Jump to content

Ανίεροι εφιάλτες


alchemist

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κυριάκος Χατζόπουλος

Είδος: Τρόμου

Βία: Ναι

Σεξ: Ναι

Αριθμός Λέξεων: 2835

Αυτοτελής: Ναι

Σχόλια: Εναποθέτω την παρακάτω ιστορία σαν φόρο τιμής προς τον H.P.L. τον οποίο γνώρισα μέσα από τα γραπτά του τον τελευταίο μήνα. Η έμπνευση προήλθε από το Cthulu mythos.

 

 

ΑΝΙΕΡΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ

 

 

Υπάρχει στο σκοτάδι κρυμμένη γνώση που ο ανθρώπινος νους δεν μπόρεσε ποτέ του να ξεσκεπάσει.

 

 

Δεν υπήρξε κανένα βράδυ από τη μέρα της επιστροφής μου που να κύλισε γαλήνια και ήρεμα μέσα στη σιγαλιά του σκοταδιού.

 

Μόλις ο πανδαμάτορας του ουρανού έγερνε προς τη δύση και το βαθύ μαύρο πέπλο της νύχτας πλάκωνε τριγύρω μου, τα μάτια μου έκλειναν, και επέστρεφε πάντοτε το ίδιο παράξενο όνειρο το οποίο με συντάραζε συθέμελα, παρόλο που επαναλαμβανόταν κάθε φορά ακριβώς με τον ίδιο.

 

Στην αρχή πίστεψα πως ήταν αποτέλεσμα του κοπιαστικού ταξιδιού και της αλλαγής επτά ολόκληρων ζωνών της ώρας που μας χώριζαν από τη μακρινή χώρα που είχα επισκεφτεί. Πείστηκα ότι όλα αυτά απορρύθμισαν το βιολογικό μου ρολόι, και έκαναν το μυαλό μου να συμπεριφέρεται περίεργα τη νύχτα.

 

Το όνειρο ήταν θαυμαστά ζωντανό. Για την ακρίβεια, η υποκειμενική εμπειρία δεν έμοιαζε τόσο με εκείνην ενός ονείρου, αλλά περισσότερο με μιας αληθινής κατάστασης την οποία βίωνα υπαρξιακά με την ίδια πάντοτε και αμείωτη συναισθηματική ένταση.

 

Όταν άνοιγα τα μάτια μου, αργά και βαθιά μέσα στην πυκνή νύχτα, με κατέκλυζε ένα ολοκληρωτικό αίσθημα επικείμενου θανάτου, το οποίο με καθήλωνε στο κρεβάτι για αρκετή ώρα, ενώ παράλληλα με έλουζε ένα στρώμα παγωμένου αλμυρού ιδρώτα. Ένιωθα το σώμα μου να παραδίδεται στη μανία δυνατών, αμείλικτων σπασμών που με βασάνιζαν μέχρι να εξαντληθώ και να πέσω σε έναν βαθύ λήθαργο μέχρι το πρωί.

 

Ανήσυχος πλέον για την πνευματική και σωματική μου υγεία, αποφάσισα να επισκεφτώ κάποιον γιατρό, ο οποίος με καθησύχασε λέγοντας πως τα επεισόδια αυτά ήταν μια μορφή νυκτερινού τρόμου, ενός φαινομένου άκακου και αρκετά συνηθισμένου στον ευρύ πληθυσμό. Έτσι, μου χορήγησε ένα υπναγωγό φάρμακο, το οποίο θα με κοίμιζε βαθιά και θα έδιωχνε μακριά τον απερίγραπτο αυτό εφιάλτη.

 

Το ίδιο βράδυ, κατάπια το χάπι του φαρμάκου, και έπεσα για ύπνο αποκαμωμένος από την κόπωση της ημέρας. Οι προσπάθειες του γιατρού αποδείχθηκαν όμως άκαρπες καθώς ο εφιάλτης επέστρεψε, και μάλιστα πιο ζωντανός και συνταρακτικός από ποτέ, σαν να ήθελε να με εκδικηθεί για την απόφασή μου να τον αποπέμψω.

 

Ο γιατρός δυσκολεύτηκε αρχικά να πιστέψει την αποτυχία της φαρμακευτικής αγωγής, όταν όμως πείστηκε, μου συνέστησε να επισκεφτώ κάποιον νευρολόγο για να διερευνηθεί αν ο εφιάλτης ήταν στην ουσία κάποιο σπάνιο είδος επιληπτικής κρίσης.

 

Έτσι, αναγκάστηκα να υποστώ μια σειρά ιατρικών εξετάσεων, οι οποίες όμως αποδείχτηκαν φυσιολογικές. Μάλιστα, διαπίστωσε ότι οι κυματομορφές στο εγκεφαλογράφημα την ώρα του εφιάλτη, δε διέφεραν σε τίποτα από εκείνες ενός φυσιολογικού ονείρου. Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι υπήρχε ένα είδος δυσαρμονίας ανάμεσα στα φυσιολογικά ευρήματα των εξετάσεων και την ένταση του υποκειμενικού αισθήματος, γεγονός που αποδόθηκε σε ψυχολογικά αίτια.

 

Έτσι, αμέσως μετά επισκέφτηκα το γραφείο ενός ψυχαναλυτή, ο οποίος άρχισε έναν καταιγισμό από φαινομενικά άσχετες ερωτήσεις, και στο τέλος της συνεδρίας με διαβεβαίωσε για την επιτυχία της ψυχαναλυτικής του μεθόδου.

 

Λίγες ώρες αργότερα όμως, ο σιχαμένος εφιάλτης επέστρεψε. Και ήταν ακόμη πιο δυνατός, ακόμη πιο έντονος. Μάλιστα, όσο περνούσε ο καιρός, έμοιαζε να τείνει προς μια μορφή κορύφωσης την οποία έτρεμα κυριολεκτικά.

 

Εγκατέλειψα τον ψυχοθεραπευτή όταν μια παρατήρηση ανέτρεψε όλα τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Ο εφιάλτης, ερχόταν κάθε βράδυ ακριβώς την ίδια ώρα, και συγκεκριμένα στις 3:49 ακριβώς. Ακόμη και όταν άλλαξα επίτηδες την ώρα του ρολογιού ο εφιάλτης αδιαφόρησε, και ήταν εκεί, συνεπέστατος στο ελεεινό του ραντεβού, στις 3:49 ακριβώς της πραγματικής ώρας.

 

Όταν αποκάλυψα το καινούριο μου εύρημα στον ψυχίατρο, εκείνος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μου είπε πως αυτό τεκμηρίωνε ότι έπασχα από κάποιο είδος καταναγκαστικής νεύρωσης. Δοκίμασα λοιπόν να υποστώ άλλον έναν κύκλο συνεδριών ψυχανάλυσης, όμως τα αποτελέσματα ήταν οικτρά.

 

Ο εφιάλτης όχι μόνο δεν έφευγε, αλλά αντιθέτως, μάνιαζε και σκύλιαζε με την απεγνωσμένη μου προσπάθεια να απαλλαγώ από αυτόν και όταν ερχόταν η ώρα του έπεφτε πάνω μου σαν αρπακτικό έτοιμο να ξεσκίσει με μανία τη σάρκα που βρίσκει στο διάβα του.

 

Ο ψυχίατρος τότε παραιτήθηκε από κάθε είδους θεραπευτική απόπειρα και μου είπε πως ο μόνος τρόπος να επιχειρήσουμε να πετύχουμε κάποιου είδους ύφεση ήταν να του αποκαλύψω το περιεχόμενο του ονείρου. Στη σκέψη και μόνο πάγωσα, διότι αυτά που έβλεπα τη νύχτα ξέφευγαν από τη λογική κάθε υγιούς ανθρώπου και υπερέβαιναν ακόμη και τον πιο αρρωστημένο παραλογισμό. Τόσο αποτρόπαιο και παράδοξα αλλόκοτο ήταν το καταραμένο αυτό όνειρο, που το ενδεχόμενο να το αναβιώσω διάγοντας το σε κάποιον έμοιαζε χειρότερο από το να με δέσουν γυμνό σε μια κολώνα και να με τρυπάνε ανελέητα με μυριάδες πυρακτωμένες βελόνες σε όλο το σώμα.

 

Τις επόμενες μέρες, και αφού η επιστήμη είχε αποτύχει να βρει κάποια λύση, άρχισα να πείθομαι ότι επρόκειτο για κάποιο είδος μαγγανείας ή βασκανίας, την οποία είχε μηχανευτεί κάποιο πανούργο βλέμμα σε βάρος μου. Έτσι, άρχισα να ψάχνω βοήθεια σε όλους τους μεταφυσικούς ιεροφάντες του πνεύματος, ξεκινώντας από τους ιερείς της εκκλησίας και καταλήγοντας σε μέντιουμ και ιερείς της βουντού. Κι όμως, ο σατανικός εκείνος εφιάλτης δεν έδειχνε να πτοείται καθόλου από τις ψαλμωδίες και τα ξόρκια, και αντιθέτως, σαν φωτιά που αναζωπυρώνεται από τον άγριο άνεμο, επέστρεφε ξανά και ξανά και ανελέητα.

 

Μέσα στην απόλυτη απελπισία που ένιωθα, βρήκα την πνευματική διαύγεια να διακρίνω κάτι το οποίο, εντελώς αδικαιολόγητα, είχε περάσει απαρατήρητο. Όταν ξυπνούσα στις 3:49 και το σώμα μου συνθλιβόταν από τους σπασμούς, δεν είχα προσέξει πως το δωμάτιο είχε μια ελαφριά κόκκινη ανταύγεια. Τόσο ελαφριά και ανεπαίσθητη που κάποιος θα μπορούσε άνετα να την αποδώσει στη φωτορρύπανση της μεγάλης πόλης.

 

Έτσι, βρήκα το κουράγιο να ψάξω την πηγή του φωτός, η οποία τελικά ήταν ένα μικροσκοπικό αγαλματίδιο, που είχε αγοραστεί βιαστικά από έναν τυχαίο πλανόδιο μικροπωλητή πέρα μακριά στην άγρια και απόκοσμη χώρα την οποία είχα επισκεφτεί.

 

Το ειδώλιο είχε ύψος μόλις πέντε εκατοστά, και ήταν φτιαγμένο από ένα είδος κεραμέρυθρου πετρώματος. Παρίστανε ένα ανθρωπόμορφο πλάσμα του οποίου τα χαρακτηριστικά παραήταν αδρά για να δώσουν την εντύπωση κάποιου συγκεκριμένου ατόμου. Στην πίσω επιφάνεια ήταν χαραγμένη μια επιγραφή, με γράμματα τα οποία για πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου. Δεν έμοιαζαν με κανένα από τα γνωστά είδη αλφαβήτου. Είχαν μια σφηνοειδή μορφή η οποία ίσως να είχε κάποια δυσδιάκριτη συγγένεια με εκείνη των μεσοποτάμιων γραφικών συστημάτων.

 

Η βιαστική εξήγηση που ήθελα να δώσω ήταν πως το υλικό του ειδωλίου είχε την ικανότητα να φωσφορίζει στο σκοτάδι. Έτσι, το τοποθέτησα σε ένα ευδιάκριτο μέρος και περίμενα μέχρι το επόμενο πρωί.

 

Όσο και αν προσπάθησα όμως κατά τη διάρκεια της μέρας, ήταν αδύνατο να εκλύσω τον φωσφορισμό. Ακόμη και όταν το τοποθέτησα στην κατασκότεινη αποθήκη του σπιτιού μου, δεν έδωσε την παραμικρή ακτίνα φωτός.

 

Το ίδιο βράδυ, οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Το ειδώλιο φωσφόριζε μόνο στις 3:49, όταν ο τρισκατάρατος εφιάλτης ερχόταν για άλλη μια φορά να μου σαλέψει κάθε ψήγμα λογικής το οποίο έμοιαζε να είχε απομείνει στο άρρωστο από τον τρόμο μυαλό μου. Έτσι, πάνω σε μια έκρηξη οργής και μανίας, άρπαξα το ειδώλιο και το εκσφενδόνισα από το ανοικτό παράθυρο του δωματίου μου, αφήνοντάς το να τσακιστεί στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και να θρυμματιστεί μετά από την πτώση ύψους έξι ορόφων. Έπειτα επέστρεψα στο κρεβάτι μου και, ανακουφισμένος από την κίνησή μου αυτή, παραδόθηκα απαλά στην αγκαλιά ενός βαθύ ύπνου.

 

Η επόμενη μέρα ήταν κυριολεκτικά υπέροχη. Ξύπνησα με μια αίσθηση ευεξίας και αισιοδοξίας την οποία είχα να νιώσω μήνες. Σχεδόν είχα πείσει τον εαυτό μου ότι η αλλόκοτη ιστορία είχε λάβει τέλος μετά από την καταστροφή του μυστηριώδους εκείνου ειδωλίου.

Εκείνο το βράδυ έπεσα για ύπνο χωρίς την παραμικρή σκέψη να με τρομοκρατεί.

 

Μόλις όμως το ρολόι σήμανε 3:49 ακριβώς...

 

Το ψυχεδελικό αυτό βδέλυγμα που με κατάτρωγε ολοζώντανο, επέστρεψε με την μέγιστη δυνατή ένταση που μπορεί να βιώσει άνθρωπος. Άρχισα να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο από τους σπασμούς μέχρι που ένιωσα να με παρασέρνει μια απίστευτη δύναμη που με πέταξε με τα μούτρα στο πάτωμα. Άκουσα τη μύτη μου να σπάει από το χτύπημα και μια μικρή λίμνη αίματος σχηματίστηκε μέσα στην οποία βυθίστηκε το πρόσωπό μου, το τόσο καταϊδρωμένο από τον ίδιο σιχαμερό παγωμένο ιδρώτα.

 

Γύρισα το κεφάλι μου μετά βίας, και τότε είδα ένα θέαμα το οποίο με άφησε κοκαλωμένο στη θέση μου για ώρες αμέτρητες, ανίκανο να σκεφτώ και να πράξω οτιδήποτε η κοινή λογική επέτασσε.

 

Το ειδώλιο ήταν εκεί. Ο σιχαμένος αυτός μικροσκοπικός δαίμονας επιβίωσε από την πτώση και βρήκε τρόπο να επιστρέψει ολοζώντανος μπροστά στα μάτια μου. Το λιλιπούτειο κατασκεύασμα της κόλασης έλαμπε πλέον τόσο δυνατά, που άνετα θα πίστευε κανείς ότι το δωμάτιο καιγόταν από τις φλόγες μιας φωτιάς αρχαίας και παντοδύναμης. Μέσα σε εκείνη τη λαίλαπα της μυστηριώδους εκθαμβωτικής λάμψης, άκουσα μια βοή να ηχεί μέσα στο κεφάλι μου, η οποία επαναλαμβανόταν συνέχεια, και έτεινε να πάρει μια συγκεκριμένη μορφή. Ενώ αρχικά έμοιαζε με τον ήχο που κάνει το ορμητικό νερό που κυλά βίαια μέσα σε έναν μεγάλο σωλήνα, στη συνέχεια απέκτησε μια χροιά συριστική και υπόκωφη μέσα από την οποία ξεχώριζε σχετικά ευκρινώς η λέξη «Κρα’ατόν».

 

Στη συνέχεια μετέπεσα σε μια κατάσταση εμβροντησίας και κάθε λογής εξωτερικό ερέθισμα έμοιαζε να μην έχει καμιά επίδραση πάνω μου. Όταν μετά από ώρες κατάφερα να σηκωθώ, το ειδώλιο δεν έλαμπε πια, και στη θέση της σατανικής του λάμψης, υπήρχαν τώρα οι χαρούμενες ακτίνες του ήλιου οι οποίες προσπαθούσαν να με πείσουν ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα σωτηρίας.

 

Όπως είδα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, σκέφτηκα να δώσω ένα σάλτο και να τερματίσω την ύπαρξή μου. Όμως καθώς κρεμόμουν από το χείλος του μπαλκονιού έτοιμος να αφεθώ στη λύτρωση του κενού, μια σκέψη μου πέρασε από το μυαλό και γκρέμισε ακόμη και τη στερνή μου ελπίδα. Κανείς δεν μπορούσε να μου εγγυηθεί, ότι ακόμη και ο ίδιος ο θάνατος θα έφερνε τη σωτηρία και έδιωχνε μακριά την καταραμένη, την πανάθλια και σατανική αίσθηση εκείνου του απάνθρωπου και δύσλογου ονείρου.

 

Έτσι, γύρισα πίσω στο κρεβάτι μου και άρχισα να αναρωτιέμαι για το νόημα που μπορεί να είχε η λέξη «Κρα’ατόν» την οποία είχα ακούσει να αντηχεί μέσα στο μυαλό μου. Ήμουν σίγουρος πως κάπου την είχα ξανακούσει, όμως μου ήταν εντελώς αδύνατο να θυμηθώ το νόημά της.

 

Όπως όμως η πιο σκοτεινή στιγμή της νύχτας είναι λίγο πριν την αυγή, έτσι και στις επάλξεις του μυαλού μου ανασύρθηκε η ελπιδοφόρα ανάμνηση της λέξης «Κρα’ατόν». Ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης στην οποία με μετέφερε κάθε βράδυ ο εφιάλτης και με έκανε κοινωνό του αποτρόπαιου θεάματος για το οποίο δύσκολα θα έβρισκα το κουράγιο να μιλήσω.

 

Έτσι πήρα την απόφαση να επιστρέψω στη απόκοσμη εκείνη χώρα, την τόσο μακρινή και δυσπρόσιτη, η οποία φύλαγε καλά κρυμμένο μέσα της το μυστικό της αρχαίας Κρα’ατόν και των κατοίκων της. Έτσι, έκλεισα κατευθείαν αεροπορικά εισιτήρια και ετοιμάστηκα να διασχίσω για άλλη μια φορά επτά ολόκληρες ωρολογιακές ζώνες.

 

Όπως είχα διαπιστώσει και την προηγούμενη φορά από τη σύντομη παραμονή μου, οι γηγενείς κάτοικοι δεν ήταν καθόλου φιλικοί με τους ξένους, κι έτσι ήταν φοβερά δύσκολο να μπορέσω να εντοπίσω την πιθανή γεωγραφική θέση της Κρα’ατόν. Μόλις άκουγαν το όνομα αυτό, οι κάτοικοι έλεγαν πως το άκουγαν για πρώτη φορά. Ελάχιστοι μόνο γούρλωναν τα κατάμαυρα μάτια τους στο άκουσμα αυτό και μου έδειχναν μέσα από χειρονομίες ότι κάτι κακό ήταν συνδεδεμένο με την αρχαία αυτή πόλη.

 

Τις μέρες που προσπαθούσα να συλλέξω τις κατάλληλες πληροφορίες, ο εφιάλτης δεν με άφησε ήσυχο. Αντιθέτως, οι φωνές των ανθρώπων μέσα στο όνειρο έγιναν δυνατότερες και πιο καθαρές, ενώ το ειδώλιο φωτοβολούσε πια με μια λάμψη τόσο δαιμονική και εκτυφλωτική, λες και παθιαζόταν από το γεγονός ότι η επιστροφή του στην Κρα’ατόν ήταν πια κοντά.

 

Αδυνατώντας να βρω συνοδοιπόρο, και με μόνο οδηγό το αντίγραφο ενός παμπάλαιου χάρτη ξεκίνησα μόνος με τα πόδια για μια διαδρομή περίπου τριών ημερών.

 

Το μοναχικό αυτό ταξίδι ήταν μαρτυρικό. Τις νύχτες ένιωθα ότι ο ίδιος ο ουρανός σκιζόταν και εκτόξευε μέσα στο μυαλό μου τις πανάθλιες και απόκοσμες σκηνές του φρικτού εφιάλτη και η λάμψη του ειδώλου έμοιαζε σαν καυτή λάβα η οποία ξεχυνόταν βαθιά μέσα από τα έγκατα μιας γης που έβραζε.

 

Μάζεψα τις λιγοστές δυνάμεις που μου είχαν απομείνει και σερνόμενος κατάφερα να φτάσω στην κορυφή του λόφου ο οποίος οριοθετούσε την είσοδο της Κρα’ατόν. Και όντως, ξαφνικά είδα να απλώνεται μπροστά μου η πόλη, τεράστια, αχανής, χτισμένη πάνω σε ένα απέραντο λεκανοπέδιο, το οποίο σαν απεχθής βούρκος κατασπάραζε τα πανάρχαια πέτρινα οικοδομήματα.

 

Προσηλώνοντας το βλέμμα μου αναγνώρισα ένα από τα πρώτα κτήρια. Είχε το σχήμα μιας διπλής πυραμίδας η οποία βρισκόταν στην είσοδο του κεντρικού πλακόστρωτου δρόμου.

 

Ένιωσα το κεφάλι μου να εκρήγνυται από το βουητό και τον πόνο και έβγαλα μια κραυγή αποτροπιασμού όταν μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα της διπλής πυραμίδας στο όνειρο.

 

Κάθε βράδυ έβλεπα ότι περπατούσα μερόνυχτα μέχρι να φτάσω στο συγκεκριμένο σημείο. Η δίψα που έκαιγε τα σωθικά μου ήταν απίστευτη. Στεκόμουν μπροστά στο κτήριο εκείνο και παρακαλούσα τους δύο πανύψηλους φρουρούς να μου δώσουν κάτι να πιω. Τότε ο ένας από τους δυο, σήκωνε το χρυσοποίκιλτο σπαθί του και έκοβε το κεφάλι του διπλανού με μια απάθεια απάνθρωπη την οποία αμφιβάλλω αν έχουν ακόμη και τα άψυχα αντικείμενα. Στη συνέχεια ανέβλυζε αίμα κατακόκκινο και καυτό, με το οποίο ο φρουρός γέμιζε ένα δισκοπότηρο και μου το προσέφερε γονατιστός, λέγοντάς μου πως ήταν καθήκον της Κρα’ατόν να φιλεύει τους διερχόμενους ταξιδιώτες.

 

Προχώρησα με το βλέμμα μου λίγο πιο κάτω, και είδα την μικρή πλατεία στην οποία, ω θεέ μου, αυτό που γινόταν ήταν σίγουρα σκηνή βγαλμένη από τα τάρταρα της κόλασης της ίδιας.

 

Στη μέση της μικρής κυκλικής πλατείας, είχαν στηθεί δεκάδες σούβλες στις οποίες έψηναν μικρά μωρά που μόλις είχαν γεννηθεί, ενώ οι σατανικές μανάδες τους έτρωγαν με λαιμαργία τον πλακούντα ο οποίος μόλις είχε βγει από τα σωθικά τους, και ξεστόμιζαν τέτοιες βλαστημίες που είναι αδύνατο να συλλάβει ο νους του κοινού ανθρώπου.

 

Ω θεέ μου...

 

Όλες οι τοποθεσίες ήταν εκεί...

 

Το στάδιο, κατάμεστο από κόσμο, ήταν ο χώρος όπου έπεφταν με μανία τα στοιχήματα. Και οι αγώνες δεν ήταν άλλοι από την αγωνιώδη προσπάθεια κάποιων σκλάβων να ξεφύγουν από τα κοφτερά δόντια μιας παράξενης σαρκοφάγας ράτσας αλογόμορφων θηρίων.

 

Ο μεγάλος ναός, με τα είκοσι επτά καμπαναριά και τις εκατόν εξήντα καμπάνες δέσποζε πάνω σε έναν μικρό λοφίσκο. Ο ναός, στον οποίο είχα δει τους δαιμονικούς αρχιερείς να προσφέρουν στους ανίερους θεούς τους κεφαλές ανθρώπων και ζώων, και να προσεύχονται για χάρες, τις οποίες ένας λογικός άνθρωπος θα θεωρούσε κατάρες ανόσιες και βλάσφημες.

 

Το κτήριο που έτρεμα πιο πολύ από όλα όμως ήταν το παλάτι. Το παλάτι είχε μήκος δύο χιλιόμετρα και ύψος τετρακόσια μέτρα, και φαινόταν από το σημείο που βρισκόμουν με φοβερή ευκρίνεια και ας βρισκόταν σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων.

 

Έξω από το παλάτι ήταν συνωστισμένοι εκατομμύρια άνθρωποι, όλοι τους πανύψηλοι και αδρής κατασκευής. Είχαν ένα χρώμα κεραμέρυθρο όλοι οι κάτοικοι της Κρα’ατόν και εγώ ανάμεσά τους ξεχώριζα σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Παρόλα αυτά έδειχναν να αδιαφορούν για την μικροπρεπή παρουσία μου και ανέμεναν όλοι την έξοδο του μεγάλου τους ηγέτη.

 

Όταν μετά από ώρες βασανιστικής αναμονής άνοιγαν οι θεόρατες πύλες του παλατιού, η γη σειόταν από τα τιτάνια βήματα του φρικτού εκείνου πλάσματος το οποίο κυβερνούσε την Κρα’ατόν. Είχε ύψος πάνω από πέντε μέτρα και από το λαιμό του ξεφύτρωναν πέντε κεφάλια τα οποία έφεραν στέμματα αμύθητης αξίας. Τα πρόσωπα των κεφαλιών έμοιαζαν περισσότερο με μαϊμούς πάρα με ανθρώπου, ενώ από τα στόματά τους πετάγονταν γλώσσες φιδίσιες και φλόγες κατακόκκινες που έφταναν μέχρι το θόλο του ουρανού. Το σώμα του καταραμένου αυτού πλάσματος ήταν καλυμμένο από λέπια βρομερά τα οποία ανέδυαν μια απαίσια μυρωδιά σάπιου ψαριού, ενώ τα χέρια του ήταν στην ουσία δυο πλοκάμια τεράστια και φοβερά δυνατά, τα οποία μπορούσαν άνετα να διαλύσουν ένα ισχυρό οικοδόμημα χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Το πλάσμα αυτό άνοιγε τα στόματά του και έλεγε λόγια σε μια γλώσσα απόκοσμη, με μια χροιά συριστική σαν του φιδιού, και μόλις οι άνθρωποι της Κρα’ατόν άκουγαν τις άγριες αυτές βλασφημίες, σεληνιάζονταν και επιδίδονταν στην παλιλαλία μιας προσευχής ακατανόητης.

 

Μόλις η προσευχή τέλειωνε, έσκιζαν τα ρούχα τους και αποκάλυπταν τα σκληρά σώματά τους, τα οποία έμοιαζαν περισσότερο με αγάλματος παρά με ανθρώπου, και συνουσιάζονταν μεταξύ τους δίχως να κάνουν την παραμικρή διάκριση ανάμεσα σε αρσενικά και θηλυκά, γέρους και νέους.

 

Το πανάσχημο σατανικό πλάσμα που κυβερνούσε την ανίερη και αμαρτωλή αυτή πόλη της κολάσεως κοίταζε το ποίμνιο του με ευδαιμονία για ώρες, μέχρι που νύχτωνε πια, οπότε και επέστρεφε έρποντας στο ανόσιο καταφύγιό του.

 

Απέστρεψα το βλέμμα μου από τη θέα και μόνο της πόλης αυτής, και ένιωσα μια φοβερή τάση για εμετό, καθώς άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό μία προς μία όλες οι σκηνές του ανυπόφορου εκείνου εφιάλτη. Έβγαλα το ειδώλιο από την τσέπη μου και το πέταξα με όλη μου τη δύναμη μακριά μέσα στην πόλη όπου άνηκε, και κίνησα να φύγω με όση ταχύτητα μου επέτρεπαν οι ισχνές μου δυνάμεις.

 

Έκτοτε, οι εφιάλτες σταμάτησαν, όμως η υγεία μου σε καμιά περίπτωση δεν καλυτέρεψε. Οι πονοκέφαλοι και η ναυτία που νιώθω εδώ και τόσα χρόνια μετά τα συμβάντα δεν μου επιτρέπουν τίποτα περισσότερο από το να αναμασώ τις ίδιες και τις ίδιες άθλιες σκέψεις οι οποίες μου έχουν απομυζήσει κάθε πνευματική ενάργεια.

 

Έτσι, γράφω τις τελευταίες αυτές λέξεις, πριν δώσω τέλος στην ανούσια ύπαρξή μου. Δεν ξέρω τι ηθικό ή πνευματικό όφελος μπορεί να έχει ο επίδοξος αναγνώστης. Είναι πάντως σίγουρο ότι υπάρχει στο σκοτάδι κρυμμένη γνώση που ο ανθρώπινος νους δεν μπόρεσε ποτέ του να ξεσκεπάσει.

Ανίεροι_Εφιάλτες.doc

Edited by alchemist
Link to comment
Share on other sites

Φίλε alchemist, μου άρεσε αρκετά η ιστορία σου και όντως, αποπνέει μια Lovecraftική ατμόσφαιρα τρόμου και φρίκης αλλά, παρότι η περιγραφή του εφιάλτη ήταν γενικά εικονοπλαστική και φρικαλέα, η εικόνα του κυβερνήτη της Κρα'ατόν(ίσως λόγω της υπερβολής της, ίσως λόγω της παράξενης αίσθησης του χιούμορ μου) μου φάνηκε αστεία και χάλασε την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί μέχρι εκείνο το σημείο στο κεφάλι μου.

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Καλά, είμαι εντελώς αναίσθητος. Θα έχω δει τόσα αποτρόπαια σε ταινίες και βιβλία που δεν ένοιωσα τίποτα με όλα αυτά. Περισσότερο αναρωτιώμουνα "Δεν είχε συνηθίσει τον εφιάλτη αφού επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ;" "Μα δε ξέρει κανείς αυτό το μέρος;" "Τι ήταν ακριβώς αυτήν η πόλη;" "Πως επιβιώνανε κάτοικοι με αυτά που κάνανε;" Ακόμα και τον λόγο της αυτοκτονίας δεν τον κατάλαβα.

Link to comment
Share on other sites

Γιατί ο εφιάλτης ξεκινάει πάντα στις 3:49; Έχει περάσει καιρός που διάβασα το The Call of Cthulhu ( ή ήταν κάποιο άλλο; ) αλλά οι εφιάλτες και τα συμβάντα στο διήγημα είχαν να κάνουν με τις ώρες / ημερομηνίες της παλίρροιας όπου η R’lieh βρισκόταν πάνω από τα κύματα. Εδώ δεν δίνεται κάποια εξήγηση, το δέχομαι όμως σαν φόρο τιμής.

 

Μάλιστα, το διήγημα παίρνει άριστα σαν άσκηση ύφους Λάβκραφτ. Συγχαρητήρια, πετύχατε να μιμηθείτε τέλεια τον δάσκαλο. Τίποτα παραπάνω όμως;

 

Άσχετα από την ανωτέρα μου εκτίμηση, το διήγημα κατατάσσεται στα top-5 γιατί αναπαριστά τον τρόμο πετυχημένα.

Link to comment
Share on other sites

Το λαβκραφτικο στυλ αποδυναμωνει την γραφη. Πρεπει να εχεις υποψη σου, οτι τοτε που εγραφε εκεινος, το να πεις "φρικαλεο βδελυγμα που εσταζε πρασινη γλιτσα" αρκουσε για να τρομαξει τον αναγνωστη. Τωρα πια, το περιγραφικο στυλ αφαιρει ενεργεια απο τις σκηνες.

 

Λες:

 

Το στάδιο, κατάμεστο από κόσμο, ήταν ο χώρος όπου έπεφταν με μανία τα στοιχήματα. Και οι αγώνες δεν ήταν άλλοι από την αγωνιώδη προσπάθεια κάποιων σκλάβων να ξεφύγουν από τα κοφτερά δόντια μιας παράξενης σαρκοφάγας ράτσας αλογόμορφων θηρίων.

 

Αυτο γινεται σε καμποσες σκηνες, και περνανε αδιαφορα ενω αυτα που περιγραφονται ειναι τοσο ενδιαφεροντα. Σαν αναγνωστης περιμενω να μαθω επιτελους τι σκατα εβλεπε στον εφιαλτη. Οχι να μαθω οτι το παλατι ηταν 2163 μετρα και ειχε 136 καμπανες και 213 καμαρες.

 

Οι φωνες ηταν εκκωφαντικες. Βρισκομουν σε κατι που εμοιαζε με σταδιο, και χιλιαδες κοσμου ουρλιαζε απαιτωντας να αρχισουν οι αγωνες. Αγωνες ποιων ομως?

Στην κυκλικη αρενα υπηρχε ο χωρος που θυμιζε ιπποδρομιες. Και μπροστα βρισκονταν κατι ανθρωποι, ισως οι αναβατες?

Εσφιξα τα ματια και ζοριστικα να δω καλυτερα. Οι ανθρωποι ηταν εξαθλιωμενοι, ντυμενοι με κουρελια.

Σκλαβοι!

Ειχα ασχημο προαισθημα για την φυση των αγωνων, και δεν αργησα να δικαιωθω.

Μια τεραστια καμπανα αντηχησε στο καταμεστο γηπεδο, και οι φωνες μετατραπηκαν σε ζωωδη φρενιτιδα. Ντρεπομαι να το ομολογησω, αλλα η ωμη ενεργεια τοσων ανθρωπων με ειχε παρασυρει. Βρηκα τον εαυτο μου να περιμενει εναγωνιως τα αλογα να βγουν, και μου ξεφυγε μια κραυγη οταν τα καγκελα ανοιξαν με δυναμη και τα κτηνη ξεχυθηκαν.

Με γουρλωμενα ματια παρακολουθουσα εξτασιασμενος το αποτροπαιο θεαμα. Σιχαινομουν τον εαυτο μου αλλα δεν μπορουσα να ξεκολλησω το βλεμμα μου.

Οι σκλαβοι ετρεχαν πανικοβλητοι προς καθε κατευθυνση, και οι πανυψηλοι αντρες τους χτυπουσαν για να ξαναμπουν στο γηπεδο. Ενας κοκκαλωσε, δεν μπορουσε να κουνηθει. Το αλογομορφο κτηνος τον πλησιασε με απιστευτη ταχυτητα και χωρις δισταγμο του ξεριζωσε το κεφαλι.

Οι υπολοιποι σκλαβοι δεν αργησαν να βρουν παρομοιο τελος.

 

Δυο-τρεις σκηνες σαν την παραπανω αρκουν για ατμοσφαιρα.

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία μού άρεσε, αλλά ο τρόπος της διήγησης όχι και τόσο.

Ο φόρος τιμής που προσφέρεις στον Λάβκραφτ ήταν εξαιρετικά επιτυχημένος, τόσο πολύ μάλιστα ώστε να δυσαρεστεί όποιους δεν συμπαθούν αυτό το συγκεκριμένο στυλ.

Μου άρεσε η ιδέα του εφιάλτη και του αντικειμένου που είχε τόσο έντονο συσχετισμό με τους εφιάλτες του πρωταγωνιστή, το μακρινό ταξίδι και η άγνωστη χώρα από όπου προερχόταν το αντικείμενο, η εχθρική συμπεριφορά των ντόπιων και το τέλος της διαδρομής. Η πόλη ήταν τρομακτικά γοητευτική και όσο απωθητική θα έπρεπε να είναι. Όλα είχαν το γνωστό αέρα του ξένου και εξωτικού τρόμου. Απλώς ο τρόπος της περιγραφής δεν με ενθουσίασε.

Έμεινα κι εγώ με την απορία για τη συγκεκριμένη ώρα (3:49 τη νύχτα) και μάλιστα με παραξένεψε κάπως και η σκέψη ότι εφτά χρονικές ζώνες μακριά, που είναι η πηγή του κακού, θα ήταν μέρα, οπότε κάπως αποδυναμώνεται και η αίσθηση του κινδύνου.

Link to comment
Share on other sites

Δεν δικαιολόγησες κάποια πράγματα:

 

Αυτό με την ώρα της εμφάνισης του εφιάλτη.

Το ειδώλιο τι ακριβώς ήθελε από τον άτυχο κάτοχό του; (Δηλαδή, μπορώ να καταλάβω, αλλά μόνο επειδή είμαι απίστευτα έξυπνη! :tongue: Πες μας και κάτι, έτσι, για τη νοστιμιά, δώσε αν θέλεις κάτι...)

Ήταν ο κάτοχός του "άτυχος"; Δηλαδή, πού το βρήκε;

Στο τέλος, αν και αντίθετα από τον roriconfan, κατάλαβα το λόγο της αυτοκτονίας, δε νομίζεις πως φτάνουμε εκεί λιγάκι απότομα; Μέσα σε τέσσερις γραμμές ξεμπέρδεψες!

 

Αυτή η σκηνή όμως με κέρδισε. Μπράβο!

θε βράδυ έβλεπα ότι περπατούσα μερόνυχτα μέχρι να φτάσω στο συγκεκριμένο σημείο. Η δίψα που έκαιγε τα σωθικά μου ήταν απίστευτη. Στεκόμουν μπροστά στο κτήριο εκείνο και παρακαλούσα τους δύο πανύψηλους φρουρούς να μου δώσουν κάτι να πιω. Τότε ο ένας από τους δυο, σήκωνε το χρυσοποίκιλτο σπαθί του και έκοβε το κεφάλι του διπλανού με μια απάθεια απάνθρωπη την οποία αμφιβάλλω αν έχουν ακόμη και τα άψυχα αντικείμενα. Στη συνέχεια ανέβλυζε αίμα κατακόκκινο και καυτό, με το οποίο ο φρουρός γέμιζε ένα δισκοπότηρο και μου το προσέφερε γονατιστός, λέγοντάς μου πως ήταν καθήκον της Κρα’ατόν να φιλεύει τους διερχόμενους ταξιδιώτες.

 

Και κάτι ακόμα: έχεις παίξει το Morrowind; Δεν δέχομαι το "όχι" σαν απάντηση, δεν μπορεί! <_<

Link to comment
Share on other sites

Ολοφάνερα διαθέτεις τις γνώσεις και τις πληροφορίες που χρειάζονται και λογικά θα έχεις και την φαντασία. Το υλικό είναι μέσα σου. Νομίζω πως εσύ, από μέρους σου, δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις, από το να πλάσεις μια ιστορία. Όμως, στους ‘’Ανίερους Εφιάλτες’’, δεν ξεφεύγεις από την καθιερωμένη φόρμα, ενώ και στην ίδια την ιστορία υπάρχουν κενά. Είναι σαν να μην παρουσιάζεται μια δουλεμένη ιδέα (δεν λέω πως δεν την δούλεψες, λέω πως μου φαίνεται ότι ‘’βγαίνει’’) σε συνδιασμό με το να πήγε η σκέψη σου σε σχετικά τετριμμένα θέματα. Μου φαίνεται, σαν να είναι όλα εκεί, αλλά για κάποιο λόγο, δεν είναι βαλμένα αρμονικά.

Mερικές εκφράσεις είναι πιο ‘’βαριές’’ από ότι θα χρειαζόταν. Αντιλαμβάνομαι πλήρως(trust me) ότι τις θεωρείς πωρωτικές και doom, αλλά πιστεύω ότι κάνουν την ιστορία να σκαλώνει και κάπου μοιάζουν υπερβολικές. Κάθε φορά που ένα βαρύγδουπο επίθετο πέφτει στο τραπέζι, γίνεται ένα ‘’κλικ’’ που σε βγάζει από την ροή. Συχνά, όταν γράφω, έχω πρόβλημα με το ζήτημα των ‘’δυνατών’’ λέξεων και αν και στην αρχή έλεγα μέσα μου ότι ‘’έτσι το ήθελα να είναι’’, τελικά, στην πορεία, ανακάλυψα ότι ο περιορισμός της χρήσης τους βοηθάει, ώστε ακριβώς, αυτές οι λέξεις/εκφράσεις μεγαλύτερου ειδικού βάρους, να τοποθετούνται πλέον περισσότερο στοχευμένα και να εναρμονίζονται με το υπόλοιπο κείμενο. Διαμορφώνεις μ’ αυτόν τον τρόπο και τον προσωπικό σου λόγο, τον δικό σου τρόπο γραφής.

Το τέρας είναι ωραίο και για κάποιον λόγο, μου έφερε στο μυαλό αυτό το φυλαχτό του Pazuzu στον εξορκιστή. Και τα μωρά σουβλάκια είναι πολύ φρικτά. Credit.

Υπάρχουν άπειροι δρόμοι για να ‘’περπατήσει’’ μια ιστορία και νομίζω ότι οι ''Ανίεροι Εφιάλτες'' αδικούν τον εαυτό τους, ακριβώς επειδή δεν απομακρύνονται από τις πιο φωτισμένες και γνώριμες περιοχές, ώστε να κάνουν τις βόλτες τους σε στενά σοκάκια που δεν έχουμε ξαναδιαβεί.

Link to comment
Share on other sites

Τὰ ὑλικὰ ὑπάρχουν: εἰκόνες, γλῶσσα, ὕφος. Ἡ πλοκή, ἐπίσης, εἶναι ξεκάθαρη καὶ σοῦ ἐπιτρέπει νὰ καταλάβεις τί διαβάζεις. Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μπαίνουν ὅλα μαζὶ στὸ μίξερ (μὲ συγχωρεῖς γιὰ τὴν παρομοίωση), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδυναμώνουν τὴν ἱστορία. Καθὼς διάβαζα αὐτὸ τὸ tribute στὸν Λάβκραφτ, ἕνα μειδίαμα σχηματίστηκε στὸ πρόσωπό μου. Ἔνοιωσα σὰ νὰ μοῦ ἔκλεινες τὸ μάτι.

 

Μὲ δυὸ λόγια: εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ ἰδέες ἔχεις καὶ τὸ ταλέντο νὰ τὶς ἀφηγηθεῖς. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεσαι, ὅπως βλέπω σ' αὐτὸ τὸ διήγημα (δὲν ἔχω διαβάσει ἄλλο κείμενό σου), εἶναι νὰ δαμάσεις αὐτὲς τὶς ἀρετές. Ἐπίπονη διαδικασία, τὸ ξέρω, ἀλλὰ ἀπαραίτητη. Παρ' ὅλ' αὐτά, μπράβο γιὰ τὴν συμμετοχή σου καὶ συνέχισε νὰ γράφεις!

Link to comment
Share on other sites

Διαβάζοντας την ιστορία και έχοντας την χαρά να γνωρίζω προσωπικά το ποιόν του Alchemist, μειδίασα.

Ξέρω ότι πέρασε από το επίπεδο "Ααα, συγγραφέας είναι αυτό το Λάβκραφτ που μου λένε στον διαγωνισμό ΕΦ για την ιστορία μου;" στο "Ντίνο, διάβασα τους 3 τόμους των άπαντων του Λάβκραφτ. Θεός ο τύπος." μέσα σε 2 βδομάδες.

Και επίσης ξέρω ότι η δικιά του πένα ανήκει περισσότερο στην ποίηση παρά στην πρόζα. Έχω να πω πως προφανώς η ιστορία στάζει Λάβκραφτ από κάθε πόρο αλλά θα πω το "ανείπωτο" για κάποιους φανς πως ευχαριστήθηκα την ιστορία όσο λίγες από τον ίδιο τον X.Φ.

Oκ, ιερόσυλος, βλάσφημος, κάψτε τον Ξανθιώτη αιρετικό, κλπ αλλά ο λόγος είναι εύκολος: Είναι ανάλαφρη. Προφανώς δεν λέω ότι είναι καλύτερη, λέω ότι είναι στο πνεύμα του και ρέει. Δεν κόλλησα πουθενά.

Με εξαίρεση 3,4 ιστορίες του, δεν τον σηκώνει ο οργανισμός μου, τον εν λόγω master wordsmith. Βαρύς κι ασήκωτος σαν παστίτσιο με επικάλυψη μουσακά μετά τα μεσάνυχτα.

 

Για αυτό που είναι, ιστορία τρόμου - cthulu fanfiction, την επικροτώ και ευχαριστιέμαι την γλώσσα του συγγραφέα της.

Η ψήφος μου θα είναι αντικειμενική στα όρια του διαγωνισμού (όλες οι ιστορίες πρέπει να κρίνονται από το περιεχόμενο κι όχι από το πρόσωπο που της έγραψε, κι έτσι θα ψηφίσω.) αλλά πέρα από τον διαγωνισμό έχω να πω "Συγχαρητήρια για την προσπάθεια Κύρο. Συνέχισε."

Link to comment
Share on other sites

Πρώτα από όλα, να πω ότι χαίρομαι πολύ που με αφορμή τον προηγούμενο διαγωνισμό είδες κι εσύ το Φως... ή μάλλον το Σκοτάδι. Και μάλιστα έφτασες σε σημείο να γράψεις αυτόν τον φόρο τιμής.

 

Πολύ πειστική μίμηση, αν και βέβαια σε κάθε τέτοιου τύπου ιστορία πάντα θα έχεις στο νου σου τη σύγκριση με το αυθεντικό. Γι' αυτό είμαι κι εγώ της γνώμης ότι θα ήταν καλύτερο να το έκανες με τον δικό σου ύφος.

 

Ένα πρόβλημα που διακρίνω, είναι ότι όταν περιγράφεις τον τρόμο χωρίς υπαινιγμούς πρέπει να μπορείς να πείσεις σε κάθε λέξη πόσο φριχτός και απαίσιος είναι. Κάτι που πετυχαίνεις πάρα πολύ καλά στην πολύ καλή σκηνή με το φύλακα, αλλά δεν με κράτησες στην ίδια αγωνία καθ' όλη τη διάρκεια της περιγραφής σου. Επίσης ίσως να έπρεπε να αφιερώσεις και λίγο χώρο στην περιγραφή της αναζήτησης της πόλης, την οποία την περνάς στα γρήγορα.

 

Μία λίγο άσχετη παρατήρηση, που δεν επηρεάζει τη γνώμη μου για το κείμενο, και με κίνδυνο να λέω καμιά σαχλαμάρα: Δεν νομίζω ότι ο Lovecraft θα έβαζε ποτέ σκηνή συνουσίας (ομαδικής ή μη) σε ιστορία του.

Link to comment
Share on other sites

Καθὼς διάβαζα αὐτὸ τὸ tribute στὸν Λάβκραφτ, ἕνα μειδίαμα σχηματίστηκε στὸ πρόσωπό μου. Ἔνοιωσα σὰ νὰ μοῦ ἔκλεινες τὸ μάτι.

Αυτό ακριβώς. Και πριν να διαβάσω την ιστορία δεν είχα διαβάσει ούτε τα σχόλια τα δικά σου ούτε των άλλων. Είναι πολύ πολύ εμφανές κι άρα το έχεις κάνει καλά :) Η γλώσσα σου είναι επίσης πάρα πολύ καλή, είναι η δεύτερη ιστορία σου που διαβάζω κι άρα τώρα μπορώ να κάνω και αυτήν την παρατήρηση.

 

Τρομομεζούρα: Χμμμ

Link to comment
Share on other sites

Βασικα μου αφησε καποια κενα με τα "πηδηματα" στο ταξιδι, στην εύρεση της καταραμενης πολης κτλ....

Αλλα μου αρεσε ηταν κλασικα Λαβκραφτικο και δεν θα μπορουσε να μη μου αρεσει.

 

Μετα απο 2-3 αναγνώσεις μου μενει η απορια πως ξερει την ακριβή ώρα του ονείρου έστω και μετα την αφύπνισή του , φανταζομαι οτι αν χτυπας το κεφαλι σου στον τοίχο οταν ξυπνας δεν κοιτας τι ώρα ειναι, αλλά δεν νομίζω να εχει σημασια αυτο,ασε που δίνει και το "κατιτις" του στην ιστορία. Θα μου άρεσε παρα πολυ να το διαβασω ολοκληρωμένο (στο στυλ "ταξιδεύει με ενα σωρο ακόμα και πρωτογονα μεσα για να φτασει στο χωριο", "ενας περίεργος στη φατσα τύπος του δινει τον χάρτη κατω απο περίεργες συνθήκες" ίσως και σε μια "μετεξελιξη" του ονείρου, ο ίδιος τύπος είναι ο φρουρος στις πυλες κτλ...). Ίσως να περιμενα και λιγες ακόμα "σιχαμερες" περιγραφες (ξέρεις γλοιώδη δαιμονοτέτοια κτλ)

 

Ενταξει ξεφυγα και λεω ... ξερεις...σορι :tongue: :D

Παντως θαυμασια παρουσιαση Λαβκραφτικου λόγου για μένα τουλαχιστον.

Link to comment
Share on other sites

Γενική εικόνα: Ωραία προσπάθεια, θέλει πολλή δουλειά όμως για να αναδειχθεί η ιδέα.

Τι μου άρεσε: Η γλώσσα που χρησιμοποιείς, αρκετά στολισμένη και δύσκολη μπορώ να πω, αλλά όχι σε σημείο να είναι δύσκαμπτη ή βαρετή. Ο εφιάλτης, η προέλευσή του, η ασάφεια του αν τελικά θεραπεύτηκε ή όχι. Πολύ καλή προσπάθεια, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι αναφέρεις τον Λάβκραφτ στα σχόλιά σου. Νομίζω ότι ο Χάουι θα χαιρόταν να το διαβάσει και να στο σχολιάσει, αν του το έστελνες.

Τι δε μου άρεσε: Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη υποβάθρου. Τι εννοώ. Ο ήρωάς σου είναι ανώνυμος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ασαφής πάνω απ’ όλα. Πιστεύω ότι η αίσθηση της φρίκης θα ενταθεί πολλά επίπεδα πάνω από την ήδη υπάρχουσα, αν κάποια πράγματα τοποθετηθούν σαφώς σε χώρο και χρόνο. Μένω στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 2009, παραδείγματος χάρην. Φέρνεις έτσι τον ήρωα κοντά στον αναγνώστη σου και τον σφαλιαρίζεις με τα αποτρόπαια που του συμβαίνουν. Λεπτομέρειες: θα το έβρισκα μάλλον απίθανο να κάνει κάποιος ψυχανάλυση για να λυτρωθεί από έναν εφιάλτη, κι ο γιατρός να μην τον πιέζει να μάθει το περιεχόμενο του εφιάλτη. Επίσης, θα ήθελα να είναι μια ιδέα πιο ξεκάθαρο ότι αυτά που λέει όταν βλέπει την πόλη είναι η αφήγηση του ονείρου του κι όχι αυτά που βλέπει μπροστά του. Μπερδεύτηκα λιγάκι σε αυτό το σημείο.

 

Αν μου επιτρέπεις, να κάνω μια πρόταση: άλλαξε τον τίτλο από Ανίεροι Εφιάλτες σε «Ο Ανίερος Εφιάλτης». Πιο δυνατός και πιο λαβκράφτιος ο ενικός.

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ όλους για τα σχόλιά σας.

 

Πραγματικά το κείμενο είχε κάπια νοηματικά κενά, και μια έλλειψη υποβάθρου όπως τόνισε και η Naroualis. Ετοιμάζω revised έκδοση χωρίς το όριο των 3500 λέξεων. Θα δούμε το αποτέλεσμα.

Link to comment
Share on other sites

Μάλιστα! Κάμποσος Λάβκραφτ, μια γερή δόση gore περιγραφών και ένας μίζερος χαρακτήρας να πηγαινοέρχεται στις ερημιές κουβαλώντας ένα σιχαμένο αγαλματίδιο το οποίο αφού ξεφορτώνεται αποφασίζει ότι δεν είναι αρκετό και απαλλάσσει τον κόσμο από την παρουσία του αυτοκτονώντας! Μάλιστα!

 

Πάντως η Κρά’ατον δεν μου φάνηκε άσχημη για διακοπές: «Μόλις η προσευχή τέλειωνε, έσκιζαν τα ρούχα τους και αποκάλυπταν τα σκληρά σώματά τους, τα οποία έμοιαζαν περισσότερο με αγάλματος παρά με ανθρώπου, και συνουσιάζονταν μεταξύ τους δίχως να κάνουν την παραμικρή διάκριση ανάμεσα σε αρσενικά και θηλυκά, γέρους και νέους.», τύφλα να ‘χει η Μύκονος δηλαδή.

 

Άσε που εδώ οι μαμάδες σε φιλεύουν σπάνια γκουρμέ εδέσματα…

 

 

 

Πέρα από την πλάκα πάντως Κυριάκο ίσως θα ‘πρεπε να ξαναδείς το ζήτημα της γλώσσας και της πλοκής και να περιορίσεις επειγόντως το σπλάτερ. Δεν είναι ανάγκη τόσο αίμα για να κάνεις κάποιον ν’ τρομάξει.

 

Να τρομάξει είπαμε, όχι να ξεράσει βρε! Ακούς; :blackcat:

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία μου άρεσε γενικά. Δεν με τράβηξε τόσο το Λαβκραφτικό στυλ, κυρίως γιατί πιστεύω οτι μπορείς να γράψεις μια Λαβκραφτική ιστορία κάνοντας κάτι καινούριο με το υλικό. Η ιστορία πάσχει δε απο ''tell, don't show''. Καταλαβαίνω οτι είναι ένας άνθρωπος που γράφει σε ένα ημερολόγιο, αλλά ούτε αυτή την μέθοδο την χρησιμοποιείς στο διήγημα. Μοιάζει με εύκολη λύση απλά. Ουσιαστικά δηλαδή, αυτά που δε μου άρεσαν αποτελούν όλα μέρος της επιλογής σου να γράψεις κάτι τόσο κοντά στο Λαβκραφτικό διήγημα.

 

Πέρα απ' αυτά, θα ήθελα να δω πως και πού αγοράστηκε το άγαλμα. Μια τέτοια αναδρομή θα ήταν ενδιαφέρουσα και συνήθως το folklore σε αυτού του είδους τις ιστορίες έχει να κάνει είτε με κάποιον που θα ήθελε να τιμωρήσει τον αγοραστή, ή κάποιου άλλου είδους ''συμφωνία''.

Θα ήθελα επίσης να δω αναφορές σε υπαρκτές χώρες, γιατί το ''μακρινή παράξενη χώρα'' ακούγεται αστείο.

 

Τι μου άρεσε. Μου άρεσαν οι τελευταίες περιγραφές, γιατί ήταν αρκετά ''σάπιες'' και δυνατές. Μου άρεσε ότι καταφέρνεις να γράψεις σε ένα στυλ παρόμοιο του Λαβκραφτ, όσον αφορά το ύφος και το λεξιλόγιο, πράγμα που ποτέ δεν κατάφερα να κάνω.

 

Ξέρω ότι τα σχόλια μου ακούγονται περισσότερο αρνητικά παρά θετικά, αλλά αυτό συμβαίνει απλά επειδή δεν μπορώ να σε συγχαρώ για πράγματα τα οποία αποτελούν homage σε κάποιον άλλον συγγραφέα. Αυτό που έκανες, το έκανες καλά.

Link to comment
Share on other sites

  • 5 years later...

,, θελω να πω καποιος μπορει να εχει μια μετρια ιδεα η μια σουπερ ιδεα και στις δυο περιπτωσεις αν θα ειναι καλο πρεπει να ειναι σωστος ο τροπος γραφης ,,, μια χαρα εσυ φιλε μου ,, απλα καποιες λεξεις ειναι λιγο καπως δηλαδη πνευματικοι ιεροφαντες γιατι δεν γραφεις επισκεφτηκα ι παπαδες ιερεις οτι θελεις

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..