Jump to content

Status Epilepticus


dagoncult

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: dagoncult

 

Είδος: Τρόμου

 

Βία: Όχι

 

Σεξ: Όχι

 

Αριθμός Λέξεων: 3500

 

Αυτοτελής: Ναι

 

Σχόλια: Βασικά είμαι πολύ χαρούμενος, μιας και αυτή είναι η πρώτη από τις ιστορίες μου που βγαίνει έξω από έναν στενό κύκλο 4-5 φίλων. Ελπίζω να σας τρομάξει.

 

 

 

 

 

Status Epilepticus

 

 

 

 

 

Ήταν Σάββατο, ήδη περασμένες δέκα, όταν τελειώσαμε το φαγητό. Αφού βάλαμε τα πιάτα στο πλυντήριο, μεταφερθήκαμε στο σαλόνι για να παρακολουθήσουμε την ταινία που είχα νοικιάσει. Κάθισα στην πολυθρόνα μου και ο Δημήτρης ‘’βυθίστηκε’’ στον καναπέ, ανεβάζοντας τα πόδια του στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά του. Αυτό ήταν πάντα κάτι που με εκνεύριζε, αλλά εκείνο το βράδυ δεν είχα διάθεση να του την ‘’σπάσω’’. Τοποθέτησα τον ψηφιακό δίσκο στην υποδοχή και αφοσιώθηκα στην χολιγουντιανή υπερπαραγωγή που ξεκινούσε.

 

Θα πρέπει να είχε περάσει καμια ώρα, όταν μου είπε.

 

«Μπαμπά… το πόδι μου… κοίτα.»

 

Στράφηκα προς το μέρος του μηχανικά, ανταποκρινόμενος στον ήχο της φωνής του και ταυτόχρονα παρακολουθώντας με το ένα μάτι την εξέλιξη της ταινίας. Όταν είδα τι συνέβαινε, οι ηθοποιοί και τα τρομερά τέρατα που παρήλαυναν από την μικρή οθόνη σταμάτησαν να με απασχολούν. Το δεξί του πόδι τιναζόταν από σπασμούς, που άρχιζαν από ψηλά στον μηρό του, φτάνοντας ως την γάμπα του. Σηκώθηκα αμέσως από τη θέση μου, χωρίς να φανερώσω σημάδια ανησυχίας και κάθισα δίπλα του. Πέρασα τα χέρια μου γύρω του και μείναμε εκεί, να παρακολουθούμε το άκρο του να εκτελεί αυτές τις ακανόνιστες κινήσεις. Ύστερα από λίγο, είδα με ανακούφιση τους σπασμούς να σταματούν. Αυτό έγινε ξαφνικά, δίχως να υπάρχει κάποια ένδειξη φθίνουσας πορείας του φαινομένου. Απλά σταμάτησαν.

 

«Τι ήταν αυτό μπαμπά;», με ρώτησε με έκδηλο φόβο στην φωνή του.

 

«Μην ανησυχείς μικρέ», έκανα περνώντας το χέρι μου από τα μαλλιά του, «μάλλον έτρεξες πολύ σήμερα στο σχολείο και το πόδι σου κουράστηκε.»

 

Πήρε ένα σοβαρό ύφος δυσαρέσκειας, τόσο αταίριαστο για την ηλικία του και με πληροφόρησε ότι δεν είχε τρέξει καθόλου εκείνη την ημέρα. Δεν ήξερα τι να του πω και τον ρώτησα αν του είχε ξανασυμβεί. Η απάντησή του ήταν αρνητική και μολονότι τα εντεκάχρονα αγοράκια έχουν την τάση να λένε συνεχώς ψέματα, ήξερα ότι μου έλεγε την αλήθεια. Γνώριζε και ο ίδιος, άλλωστε, την σοβαρότητα του ζητήματος.

 

Προτίμησα να μην δώσω μεγαλύτερη έκταση στο θέμα και πάλι τον συμβούλεψα να μην ανησυχεί και να προσπαθήσει να το ξεχάσει. Έτσι κι έγινε. Η ζωή μας συνεχίστηκε στους φυσιολογικούς της ρυθμούς και τίποτα αξιομνημόνευτο δεν προέκυψε, εκτός ίσως από ένα διήμερο, που ο Δημήτρης παραπονέθηκε για πόνους στα αυτιά του, μα και τούτοι, δεν συνεχίστηκαν για περισσότερο.

 

Είχαν περάσει δεκαπέντε ημέρες από αυτό το γεγονός στο σαλόνι και ήταν ένα συνηθισμένο βράδυ, όταν καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας για το δείπνο. Μου εξηγούσε ένα αστείο που είχε μάθει από τους μεγαλύτερους και εγώ τον άκουγα, ενώ έφερνε το πιρούνι στο στόμα, σε μια φιλόδοξη προσπάθεια να μιλήσει και να μασήσει την ίδια στιγμή. Η κίνησή και ο λόγος του διακόπηκαν απότομα από έναν δυνατό σπασμό, που τάραξε το σώμα του και τον έκανε να αναπηδήσει με βία πάνω στην καρέκλα του. Η μπουκιά από το πιρούνι έπεσε στο τραπεζομάντιλο και απέμεινε να με κοιτάζει σαστισμένος και αμίλητος. Άπλωσα το χέρι μου πάνω από την επιφάνεια του τραπεζιού και έβαλα την παλάμη μου πάνω στην δική του.

 

‘’Ήταν ένα απλό τίναγμα’’, είπα μέσα μου, ‘’όπως μπορεί να συμβεί σε όλους τους ανθρώπους.’’

 

Συνεχίσαμε να τρώμε, αλλά τώρα η κουβέντα είχε σταματήσει και ο καθένας μας είχε βυθιστεί στις δικές του σκέψεις. Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά, όταν ένα δεύτερο ρίγος διέτρεξε το κορμί του. Άφησε κάτω το πιρούνι του και το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Σχεδόν έβλεπα τα πρώτα σημάδια του πανικού να έρπουν προς το μέρος του και παρατώντας το φαγητό μου, πήγα κοντά του και τον διαβεβαίωσα με σταθερή φωνή, πως δεν είχε τίποτα να φοβάται και πως αυτά τα τινάγματα ήταν εντελώς φυσιολογικά. Και την ώρα που του τα έλεγα αυτά, σαν ειρωνική διάψευση αυτής της προσπάθειάς μου να τον ηρεμήσω, ήρθε μια τρίτη, άξαφνη κινητική έκρηξη. Η έντασή της ήταν τόση, που ένιωσα το σώμα του να ανασηκώνεται σχεδόν από την καρέκλα και άκουσα ένα βογκητό να βγαίνει από τα χείλη του. Τώρα τα μάτια του ήταν γουρλωμένα΄ αλαφιασμένα και υγρά. Τον φίλησα και τον χάϊδεψα και τον κανάκεψα, σε μια προσπάθεια να τον κάνω να νιώσει καλύτερα, αλλά και να πάρω θάρρος ο ίδιος και του είπα ότι το πρωί θα του έκλεινα ένα ραντεβού με τον κ. Γεωργίου.

 

Ο Δημήτρης γνώριζε τον γιατρό. Ήταν ο ίδιος που έβλεπε και την Λυδία, την μητέρα του... την γυναίκα μου. Δεν είναι πια μαζί μας. Την χάσαμε πριν ενάμιση χρόνο... εκείνη την φρικτή βραδιά.

 

Ο κ. Γεωργίου, αφού μας άκουσε με προσοχή, πρότεινε μια σειρά από εξετάσεις, που θα μας βοηθούσαν να συγκεντρώσουμε περισσότερα στοιχεία για το πρόβλημα –αν επρόκειτο όντως για τέτοιο. Μια ‘βδομάδα μετά, βρεθήκαμε πάλι στο ιατρείο του, έχοντας σε έναν κίτρινο χαρτοφύλακα τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Τα μελέτησε με προσοχή και ύστερα ρώτησε εύθυμα τον Δημήτρη αν υποστηρίζει κάποια ομάδα και του είπε να πάει ως την γραμματέα του, στη ρεσεψιόν και να της δώσει τον κίτρινο φάκελο. Όταν μείναμε μόνοι, η φωνή του έγινε σοβαρή και μου είπε.

 

«Δεν ξέρω... τα αποτελέσματα δεν φανερώνουν κάποιο πρόβλημα. Το εγκεφαλογράφημα είναι φυσιολογικό, το ίδιο και η αξονική και οι εξετάσεις αίματος.»

 

«Και της Λυδίας οι εξετάσεις ήταν φυσιολογικές», τον αντέκοψα.

 

«Δεν μπορώ να σου πω κάτι γι’ αυτό. Ξέρεις πολύ καλά, ότι προσπαθήσαμε όσο μπορούσαμε. Όσο για τον Δημήτρη... είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν υπάρχει κάτι εκεί ή όχι.»

 

Τα λόγια του, κανονικά, θα έπρεπε να με καθησυχάσουν, όμως, η αναφορά και μόνο στη Λυδία, μου προκάλεσε μια απροσδιόριστη και βασανιστική αναστάτωση.

 

Η γυναίκα μου ήταν υγιής όταν την γνώρισα, αν και αυτό δεν θα είχε οποιαδήποτε σημασία, γιατί την ερωτεύθηκα αμέσως και οπωσδήποτε δεν θα άφηνα μια ασθένεια να με κρατήσει μακριά από κάποιον. Όταν αποκτήσαμε τον Δημήτρη, νιώσαμε σαν να μας χάρισαν την ‘’βασιλεία των ουρανών’’ και αφοσιωθήκαμε στο μεγάλωμά του, δίνοντάς του όλη μας την αγάπη και την φροντίδα. Όλα κυλούσαν ομαλά, ώσπου μια μέρα, όταν ο Δημήτρης ήταν οκτώ χρονών, η Λυδία έπαθε την πρώτη της κρίση ‘’αφαίρεσης’’. Μια συνάδελφός της, την βρήκε να στέκεται μόνη στη μέση ενός σκοτεινού διαδρόμου, στο κτήριο που εργαζόταν. Τα μάτια της –όπως μας είπε η γυναίκα- ήταν κενά, σαν τυφλά και δεν ανταποκρινόταν στο άκουσμα του ονόματός της. Θυμάμαι ότι η Λυδία επέμεινε να μην επισκεφθεί κάποιον γιατρό και κάτω από το βάρος της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων, ξεχάσαμε το συμβάν μέσα σε λίγες μέρες.

 

Μετά από ένα τρίμηνο και ενώ συζητούσαμε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μας, ήρθε το δεύτερο επεισόδιο ‘’αφαίρεσης’’. Σταμάτησε να μιλάει ξαφνικά και έμεινε να κοιτάζει πέρα από ‘μένα, με ένα βλέμμα θολό και ανέκφραστο. Άλλες δυο τέτοιες περιπτώσεις ακολούθησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τελικά, παρά τις έντονες αντιδράσεις της γυναίκας μου, επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά τον κ. Γεωργίου. Ο γιατρός μας εξήγησε ότι η ‘’αφαίρεση’’ είναι μια μορφή επιληψίας και μετά από εξετάσεις που δεν φανέρωσαν κάποια δευτερογενή αίτια, έδωσε στην Λυδία το κατάλληλο φάρμακο, το οποίο άρχισε να λαμβάνει, όχι χωρίς μία δόση έντονης και ανεξήγητης δυσφορίας. Η Λυδία ήταν πάντα λογικός άνθρωπος και δεν μπορούσα να καταλάβω την άρνησή της να πάρει τα χάπια που της είχε συστήσει ο γιατρός.

 

Πέρασαν άλλοι δυο μήνες και τότε εκδηλώθηκε η πρώτη κρίση ‘’grand mal’’. Ήμουν στη δουλειά, όταν με πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο που την είχαν μεταφέρει. Είχε χάσει τις αισθήσεις της στη μέση του δρόμου και θυμάμαι ακόμα πόσο ευάλωτη έδειχνε, όταν μπήκα στο δωμάτιο που την είχαν και την βρήκα ξαπλωμένη στο δυσοίωνο εκείνο κρεβάτι. Μαύροι κύκλοι είχαν σχηματιστεί κάτω από τα μάτια της και η φωνή της ήταν χαμηλή και αδύναμη. Κάθισα δίπλα της και την αγκάλιασα και μετά από μερικά λεπτά εκείνη άρχισε να κλαίει΄ ήσυχα, με μια σταθερή ροή δακρύων, που έτρεχαν ασταμάτητα ποτίζοντας το σεντόνι της. Γυρίσαμε σπίτι την επόμενη ημέρα, με μια νέα συνταγή, ενός φαρμάκου δραστικού έναντι της τονικλονικής επιληψίας.

 

Η Λυδία ακολούθησε την καινούρια αγωγή χωρίς την προηγούμενη δυσφορία, όμως τώρα, κάτι πάνω της είχε αλλάξει. Γινόταν σταθερά όλο και πιο απόμακρη ενώ άρχισε να αναπτύσσει μια αυξανόμενη φοβία για το σκοτάδι. Απέφευγε τα ανήλιαγα μέρη και επέμενε να κρατάμε όλα τα φώτα ανοιχτά στο σπίτι, μόλις έπεφτε η νύχτα. Δεν ήξερα τι να υποθέσω για όλα αυτά και όποτε την ρώτησα, με κοίταζε με ένα βλέμμα, που άλλες φορές έμοιαζε με αυτό που έχει ένας που αντικρίζει κάποιον μακρινό, χαμένο παράδεισο και άλλες πάλι, ήταν απαράλλαχτο με το βλέμμα ενός μάρτυρα, που στέκεται απέναντι στην καταδίκη, χωρίς να σκοπεύει να πει λέξη προς υπεράσπισή του.

 

Η δεύτερη κρίση ήταν δυνατότερη, όπως αποδείχτηκε από το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και ήρθε λίγες εβδομάδες αργότερα. Της έγραψαν φαινυτοίνη και εκείνη την πήρε δίχως αντίρρηση. Τώρα όμως, η ψυχολογική της κατάσταση έδειξε να κλονίζεται ανεπανόρθωτα. Η φοβία της για το σκοτάδι έφτασε σε ένα παράλογο ζενίθ, αφού στην κυριολεξία, δεν δεχόταν να μείνει ούτε κάτω από μία σκιά, ακόμα και αν γύρω της όλα ήταν λουσμένα στο φως. Ταυτόχρονα, υπήρχαν στιγμές στη διάρκεια της ημέρας, που η προσοχή της αποσπούνταν και έμενε να κοιτάζει προς διάφορα σημεία του χώρου, λες και υπήρχε κάτι εκεί για να δει... κάτι που ήταν θεατό μόνο από εκείνη. Άρχισε να παραμιλάει και αρκετά βράδια άκουσα την φωνή της να έρχεται ‘’σβησμένη’’, μα με την πυρετική βιασύνη ενός παραζαλισμένου μυαλού, πίσω από την πόρτα κάποιου κατάφωτου δωματίου.

 

Αποφάσισα να κάνω μόνος μια επίσκεψη στον γιατρό, ενημερώνοντάς τον για την ραγδαία επιδείνωση της πνευματικής της ισορροπίας. Μου συνέστησε να παραμείνω ψύχραιμος και είπε πως θα έπρεπε να δει την Λυδία εκ νέου, για να της γράψει καινούριες εξετάσεις, ώστε να διαπιστώσει αν το πρόβλημα αποτελούσε παρενέργεια της φαρμακευτικής της αγωγής ή ήταν ένα από τα συμπτώματα της σύνθετης μερικής επιληψίας, μιας άλλης μορφής της νόσου όπου οι ασθενείς βασανίζονται από οπτικοακουστικές ψευδαισθήσεις και διανοητικές διαταραχές.

 

Εντέλει, αυτή η επίσκεψη δεν έγινε ποτέ. Λίγες ημέρες μετά την συνάντησή μου με τον γιατρό, αναγκάστηκα να λείψω από την πόλη για μια νύχτα, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων και άφησα πίσω τον Δημήτρη και την Λυδία, να προσέχουν ο ένας τον άλλο. Θυμάμαι ότι μια δυσάρεστη αίσθηση είχε εγκατασταθεί μέσα μου από νωρίς εκείνο το βράδυ. Τους τηλεφώνησα κατά τις δέκα και με ανακούφιση διαπίστωσα ότι όλα ήταν εντάξει. Η Λυδία ακουγόταν ήρεμη και ευδιάθετη και όταν κατέβασα το ακουστικό, μόνο ένα μικρό μέρος της ανησυχίας μου είχε απομείνει, να κεντρίζει σχεδόν ασυναίσθητα το πίσω μέρος του μυαλού μου.

 

Τις πρώτες πρωϊνές ώρες εκείνης της νύχτας, η γυναίκα μου έπεσε σε επιληπτική κατάσταση και οι παροξυσμοί, που έρχονταν με διαφορά λίγων λεπτών ο ένας από τον άλλον, προκάλεσαν τις αρρυθμίες που τελικά της στοίχισαν τη ζωή. Ο Δημήτρης την βρήκε την άλλη μέρα στο κρεβάτι της, νεκρή και παγωμένη.

 

Η εμπειρία εκείνη τον άλλαξε ριζικά και έκανε να φύγει κάθε παιδικότητα και εύθύμη διάθεση από πάνω του. Έγινε λιγομίλητος και εσωστρεφής, κάτι που οι παιδοψυχολόγοι τους οποίους επισκεφθήκαμε, μου είπαν πως ήταν αναμενόμενο. Ωστόσο, τα παιδιά διαθέτουν τους δικούς τους μηχανισμούς ‘’ανάσχεσης’’, όπως τους αποκαλώ, που είναι ικανοί να τους δώσουν την δύναμη να υπερκεράσουν εμπόδια, που ίσως θα γονάτιζαν έναν ενήλικα. Ήλπιζα ότι το ίδιο θα συνέβαινε και με τον Δημήτρη μου, καθώς ο χρόνος, μαζί με την αγάπη μου και την βοήθεια των ειδικών, θα αλλοίωναν και τελικά θα απάλειφαν από τη μνήμη του τα πιο ανατριχιαστικά τμήματα των αναμνήσεων.

 

Και πραγματικά, μετά από ενάμιση χρόνο, πίστευα ότι έβλεπα κάποια αμυδρά, αλλά οπωσδήποτε αδιαμφισβήτητα σημάδια βελτίωσης. Ως εκείνο το βράδυ στο σαλόνι, που το πόδι του άρχισε αυτόν τον ανεξέλεγκτο, σπασμωδικό χορό, μπροστά στα μάτια μας.

 

 

 

Επιστρέψαμε στο σπίτι μετά τον γιατρό. Σε όλη τη διαδρομή συνέχισα να υπενθυμίζω στον Δημήτρη ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχεί και ότι όλα τούτα, όπως βεβαίωναν και οι εξετάσεις του, βρίσκονταν μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού. Περάσαμε μαζί όλη την υπόλοιπη ημέρα και θα έλεγα ότι η ανταπόκρισή του ήταν καλή, δεδομένων των συνθηκών. Το βράδυ, αφού παρακολουθήσαμε μια χαζή, αλλά φαντασμαγορική ταινία, πήγαμε ο καθένας στο δωμάτιό του. Κάποια στιγμή, στο μέσο της νύχτας, σηκώθηκα για να πάω στο μπάνιο. Περνώντας από την πόρτα του δωματίου του, είδα φως να δραπετεύει από την σχισμή της πόρτας του. Την άνοιξα αθόρυβα και τον αντίκρισα να κοιμάται ήρεμος και γαλήνιος. Έκλεισα το φως και επέστρεψα στο κρεβάτι μου.

 

Την επομένη, τον ξύπνησα και τον περίμενα να ετοιμαστεί για να τον πάω στο σχολείο. Ήταν στο μπάνιο για να πλυθεί και να βουρτσίσει τα δόντια του, όταν συνειδητοποίησα ότι βρισκόταν εκεί αρκετά παραπάνω από το συνηθισμένο του. Του φώναξα να συντομεύει και όταν δεν πήρα απάντηση, πήγα ως εκεί και χτύπησα την πόρτα. Πάλι δεν μου απάντησε και αποφάσισα ανήσυχος να μπω μέσα. Στεκόταν όρθιος μπροστά στον καθρέφτη, με την οδοντόβουρτσα στο χέρι, να ατενίζει τα βάθη της γυάλινης επιφάνειας. Άγγιξα απαλά τον ώμο του και έδειξε να αφυπνίζεται από ότι και αν ήταν αυτή η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Στην αρχή δεν κατάλαβε που βρισκόταν, μόλις όμως πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, με κοίταξε με ένα τόσο απαισιόδοξο ύφος, που για μια στιγμή με έκανε να ‘’παγώσω’’ στην θέση μου. Τον πήγα στο κρεβάτι του και του είπα πως ίσως θα ήταν καλύτερα να μην πάει σχολείο. Συμφώνησε σκεφτικός και μετά μου είπε με μια παράξενη χροιά στη φωνή του.

 

«Ήταν σκοτάδι μπαμπά. Εννοώ εκεί που ήμουν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα μπαμπά. Όμως... από μακριά... έρχονταν κάτι φωνές... λόγια...

 

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγαν... και το σκοτάδι... ήταν τόσο πυκνό...»

 

Τον αγκάλιασα και του είπα πως ότι και αν ήταν αυτό που του συνέβη, θα το ξεπερνούσε και πως εγώ θα ήμουν δίπλα του για να τον βοηθήσω, ότι και αν γινόταν. Μετά και καθώς έφευγα από το δωμάτιό του για να τον αφήσω να ηρεμήσει και ίσως να κοιμηθεί και με το μυαλό μου στον γιατρό και το τηλεφώνημα που θα έπρεπε να του κάνω, τον άκουσα να μιλάει πίσω από την πλάτη μου.

 

«Το σκοτάδι... ήταν σχεδόν σαν ζωντανό...»

 

Γύρισα και τον κοίταξα, ενώ ολοκλήρωνε αυτά του τα λόγια, που πλέον η θύμησή τους με κάνει να ανατριχιάζω.

 

«Κάτι υπήρχε σ’ αυτό το σκοτάδι μπαμπά...»

 

 

 

Ο κ. Γεωργίου δέχτηκε τα νέα με επιφύλαξη. Είπε ότι έπρεπε να γίνουν νέες εξετάσεις και με συμβούλευσε να έχω την προσοχή μου, ώστε να είμαι έτοιμος σε περίπτωση που συνέβαινε οποιοδήποτε απρόοπτο.

 

Ο Δημήτρης ξύπνησε το μεσημέρι και πέρασε το υπόλοιπο της μέρας μπροστά στην τηλεόραση. Όταν ήρθε η ώρα του ύπνου, πήγε στο κρεβάτι του και εγώ αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου για να αναλάβω δυνάμεις, τόσο σε σωματικό, όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Η ιστορία ήδη μου προκαλούσε τρομερή αναστάτωση, που γινόταν ακόμα πιο οδυνηρή, από τις ζοφερές αναμνήσεις που πυροδοτούσε μέσα μου. Αποκοιμήθηκα μετά από αρκετή ώρα, αφού ο ύπνος δεν έλεγε να με πάρει στην αγκαλιά του.

 

Ξύπνησα ακούγοντας τις κραυγές του Δημήτρη. Έτρεξα στο δωμάτιό του και μπήκα μέσα χωρίς να ξέρω τι θα αντικρίσω. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα ήταν το κρύο και μετά το πηχτό σκοτάδι που επικρατούσε, παρά το γεγονός ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή και το φως του διαδρόμου απ’ έξω αναμμένο. Μπορούσα μόνο να ακούω τις έξαλλες φωνές του γιου μου, αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Πέρασα το χέρι μου από το σημείο του τοίχου που ήξερα ότι βρισκόταν ο διακόπτης για το φως του δωματίου, όμως όταν αντιλήφθηκα ότι όσο και να τον γύριζα το σκοτάδι παρέμενε, όρμησα μπροστά και στα τυφλά τον έσυρα έξω από το δωμάτιο.

 

Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου να τον ηρεμήσω και άλλη τόση ώσπου να πάμε στην κουζίνα και να του βρέξω τα χείλη με λίγο νερό. Ήταν κρύος και παραληρούσε ασταμάτητα για κάτι που υπήρχε στο σκοτάδι... και του μιλούσε. Ανέφερε κάτι για μια φωνή, που ηχούσε λες και έβγαινε μέσα από μια σπηλιά και έμοιαζε να του φωνάζει ή να τον βρίζει, σε μια γλώσσα που ακουγόταν σαν γερμανικά.

 

Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω για να τον βοηθήσω, εκτός από το να τον κρατάω στην αγκαλιά μου και να τον κουνάω αυτιστικά πέρα-δώθε, ψιθυρίζοντάς του λόγια αγάπης. Αποκοιμήθηκε στα χέρια μου, μόνο όταν ο ήλιος φώτισε ολοκάθαρα την καινούρια ημέρα και τον μετέφερα έτσι στο κρεβάτι μου.

 

Η υπερέντασή μου ήταν τεράστια και πήγα ως το δωμάτιό του, για να αλλάξω την –όπως νόμιζα- καμένη λάμπα. Όταν πάτησα τον διακόπτη και καθώς το ηλεκτρικό φως διαχεόταν αδύναμα στον χώρο, ένιωσα ένα ρίγος να σκαρφαλώνει στην ραχοκοκαλιά μου. Προσπάθησα να καταπνίξω κάθε παράλογη σκέψη που κινδύνευε να πεταχτεί στην επιφάνεια της συνείδησής μου, υποθέτοντας ότι επρόκειτο για κάποιο ηλεκτρολογικό πρόβλημα και επέστρεψα στην κουζίνα για να οργανώσω τις σκέψεις μου.

 

Επικοινώνησα με τον γιατρό και αυτός μου είπε να αφήσω τον γιο μου να ξεκουραστεί και να τον πάω στο ιατρείο του την επομένη. Η μέρα πέρασε μέσα στην κατήφεια και ένιωθα το μυαλό μου να βαλτώνει από φόβους που δεν ήθελα να σκέφτομαι. Ο Δημήτρης βγήκε από το δωμάτιό του μόνο δυο φορές για να φάει και ήταν αμίλητος και σκυθρωπός. Όταν η νύχτα προχώρησε, πήγα στο κρεβάτι του για να τον καληνυχτίσω.

 

«Μπαμπά...», μου είπε, καθώς, ύστερα από λίγο, απομακρυνόμουν από το μέρος του, «... δεν θέλω να κοιμηθώ στο σκοτάδι... φοβάμαι... άσε το φως μου αναμμένο... σε παρακαλώ...»

 

Χαμογέλασα και του απάντησα.

 

«Ότι πεις μικρέ, αλλά να ξέρεις, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σε βλάψει, εκτός ίσως από αυτές τις σοκολάτες που τρως τόσο συχνά.»

 

Και μέσα στην ανάγκη μου να τον καθησυχάσω, έκανα αυτό που τώρα φαντάζει σαν η πιο μοιραία πράξη της ζωής μου.

 

«Ορίστε», του είπα, «θα βάλλω την κάμερά σου να γράφει και αύριο το πρωί θα δούμε παρέα το τίποτα που θα έχει ‘’τραβήξει’’.»

 

Και παίρνοντας την κάμερα στα χέρια μου, την άνοιξα και την τοποθέτησα απέναντί του.

 

Πήγα στην κρεβατοκάμαρά μου και έπεσα σε έναν ληθαργικό ύπνο, από τον οποίον δεν ξύπνησα παρά αργά το επόμενο μεσημέρι. Όταν πήγα να δω τον Δημήτρη, τον βρήκα νεκρό πάνω στο κρεβάτι του. Ήταν παγωμένος και άκαμπτος και το πρόσωπό του, στο φως της λάμπας του δωματίου του που ήταν ακόμα ανοιχτή, διαγραφόταν ‘’συσπασμένο’’, σε μια έκφραση που φανέρωνε ατέλειωτο πόνο... και κάτι άλλο...

 

Δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα πλάϊ στο πτώμα του, να τον κοιτάζω και να ακούω μόνο τον χτύπο της καρδιάς μου, βαθιά μέσα στα μηνίγγια μου.

 

Η νεκροψία έδειξε αυτό που υποπτευόμουν. Ο Δημήτρης, όπως και η Λυδία πριν απ’ αυτόν, έπεσε σε επιληπτικό status στο μέσο της νύχτας –ο χρόνος θανάτου προσδιορίστηκε γύρω στις τρεις τα ξημερώματα- και πέθανε τελικά από καρδιοαναπνευστική ανακοπή. Τον έθαψα δίπλα στη μητέρα του...

 

Στην κηδεία του ήμουν μόνο σωματικά παρών. Το μυαλό μου είχε ήδη ‘’σαλπάρει’’ για μια θάλασσα απόγνωσης, που τώρα πια έχει γίνει ωκεανός. Ακόμα και όταν τον κατέβαζαν στο χώμα, εγώ δεν μπορούσα παρά να συλλογίζομαι αυτό που έμενε να κάνω... αυτό που με περίμενε...

 

Επέστρεψα στο σπίτι το ίδιο απόγευμα, όταν όλα είχαν τελειώσει και πήγα κατευθείαν στο δωμάτιό του. Βρήκα την κάμερα αποφορτισμένη και αφού την συνέδεσα με την πρίζα, επέλεξα την τελευταία καταγραφή, με την ημερομηνία και την ώρα που αντιστοιχούσαν σε εκείνη την προσπάθεια από μέρους μου, να κατανικήσω τους φόβους του με την βοήθεια της τεχνολογίας.

 

Το βίντεο ξεκίνησε και είδα στην μικρή οθόνη της συσκευής τον Δημήτρη, να με καληνυχτίζει και μετά να κοιτάζει ανήσυχος και για αρκετή ώρα, τον χώρο γύρω του. Τα λεπτά κυλούσαν και τελικά τον είδα να κλείνει τα μάτια και να κουκουλώνεται με την κουβέρτα του, αφήνοντας, φυσικά, το φως αναμμένο. Πέρασε ακόμα μισή ώρα και τότε, προφανώς από κάποια αυτόματη ρύθμιση που διέθετε η συσκευή, η λήψη άλλαξε, περνώντας στην λειτουργία των υπέρυθρων. Θυμήθηκα ότι η λάμπα του δωματίου του ήταν ακόμα ανοιχτή όταν τον βρήκα. Φαίνεται, ότι για κάποιον λόγο, το δωμάτιό του είχε βυθιστεί στο σκοτάδι.

 

Και τότε το είδα. Μέσα στον αποτρόπαιο πράσινο φθορισμό, μια μάζα που έμοιαζε με σύννεφο άρχισε να υλοποιείται. Δεν είχε συγκεκριμένο σχήμα και αναδευόταν με παράξενο τρόπο, σαν να ήταν ζωντανή. Κινήθηκε προς τον Δημήτρη και μέσα σε λίγες στιγμές τον είχε περικυκλώσει. Αλλόκοτες πλοκαμοειδείς απολήξεις φαίνονταν να βγαίνουν μέσα από το σύννεφο και να εκτείνονται προς το σώμα του. Οι πρώτοι σπασμοί άρχισαν...

 

Τα έβλεπα όλα αυτά και ούρλιαζα μέσα μου, καθώς παρακολουθούσα το παιδί μου να σφαδάζει, κάτω από το εφιαλτικό χάδι των πλοκαμιών. Άντεξα για μία ώρα και μετά έκλεισα την κάμερα, γιατί οι σπασμοί συνεχίζονταν και εγώ δεν άντεχα να κοιτάζω πλέον, αλλά και γιατί, σε μια στιγμή υπέρτατου τρόμου, είδα... ή τουλάχιστον νόμισα ότι είδα και κάτι άλλο.

 

Τώρα πια είμαι σίγουρος ότι δεν έκανα λάθος... και νιώθω το μονοπάτι της ζωής μου να σκοτεινιάζει. Γιατί από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, μόλις αρχίζει να νυχτώνει, κάθομαι μόνος, μέσα στο σκοτάδι και με την κάμερα στις υπέρυθρες, παρακολουθώ. Και τους βλέπω. Τους είδα τις προάλλες, έξω, στην αυλή. Τον Δημήτρη... και δίπλα του την Λυδία. Κοίταζαν προς το παράθυρο όπου βρισκόμουν και γύρω τους υπήρχε αυτό το καταραμένο σύννεφο, που παλλόταν και αναταράσσονταν. Και χθες, τους είδα μέσα στο σπίτι, στο τέλος του διαδρόμου. Τα μάτια τους ήταν στραμμένα πάνω μου και το σκοτάδι έμοιαζε έτοιμο να τους καταπιεί.

 

Εδώ και ώρες τους παρατηρώ τώρα. Είναι έξω ακριβώς από το δωμάτιό μου. Το σκοτάδι αναδεύεται και προσπαθεί να εισβάλλει μέσα. Φοβάμαι αυτό που θα συναντήσω εκεί. Αλλά ξέρω ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Ήδη, πριν από λίγη ώρα, το πόδι μου είχε τους πρώτους σπασμούς.

Edited by dagoncult
Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω τι θα πουν άλλοι για την μυστηριώδη φύση του κακού που κυνηγάει την οικογένεια του ήρωα, και τελικά τον ίδιο. Δεν έχω ανάγκη επεξηγήσεως. Είναι πολύ πιο απειλητικό να μην γνωρίζω και να κάνω ένα σωρό εικασίες.

 

Τσίμπησα στο δράμα του αφηγητή σου, το πόσες φορές όμως ενοχλήθηκα από την αναληθοφάνεια των καταστάσεων του δε λέγεται. Μετά την τρομερή εμπειρία του χαμού της γυναίκας του, οι πρώτοι σπασμοί στο πόδι του γιού του θα έπρεπε να είχαν ξεκινήσει τα καμπανάκια στο κεφάλι του να βαράνε στο κόκκινο. Αυτό θα ήταν μια ευκαιρία να βάλεις τον ήρωα σου να ψάχνεται εναγωνίως, να προσπαθεί να ανακαλύψει γιατί τον κυνηγάει αυτό το κακό και να κάνει τα πάντα να προστατέψει το παιδί του. Εσύ ξοδεύεις παραγράφους με τον πατέρα να καθησυχάζει τον γιο του, να πηγαίνει ξανά-μανά στο γιατρό…μόνο να σφυρίζει αδιάφορα δεν τον έβαλες.

 

Πες μου εσύ πως έχει το σθένος να αφήνει τον γιο του να κοιμάται μόνο του στο δωμάτιο του. Αφού τον σώζει μετά και από της μαυρίλας / του χάρου τα δόντια, πάλι τον αφήνει να κοιμηθεί μόνο του, βάζοντας μια κάμερα να τον καταγράφει! Αυτό τι είναι; Προστασία; Η κάμερα είναι για να διώξει το σκοτάδι ή για να δει μετά πως κατασπαράχτηκε ο γιος του τρώγοντας ποπ-κορν; Αν κάνεις τον ήρωα σου πιο «ηλίθιο» ή έστω πιο «νυχτωμένο» από τον μέσο αναγνώστη, έχεις χάσει την συμπαράσταση ή τον φόβο του κοινού σου για τον ήρωα σου.

 

Δεν είπα πως έπρεπε να νικηθεί το κακό. Όχι όμως να πάνε και σαν χάπατα στα σαγόνια του! Αν το αντιστεκόταν λυσσασμένα, στην τελική του ήττα θα υπήρχε τουλάχιστο η παρηγοριά πως θα ενώνονταν πάλι με τους δικούς του. Ούτε καν αυτό!

Link to comment
Share on other sites

Δεν μπορούσα να μη διαβάσω μια ιστορία με τέτοιον τίτλο!

 

Πρώτα από όλα να σε συγχαρώ για την επιτυχημένη προσπάθειά σου. Η ιστορία σου έχει πλοκή, παρακολουθεί στενά τους χαρακτήρες, έχει ένα ενδιαφέρον έναυσμα (τι άραγε συμβαίνει σε όσους έχουν κρίσεις αφαίρεσης; ) και έναν ενδιαφέροντα "κακό"! Μου άρεσε ιδιαίτερα η τελευταία πρόταση και γενικότερα ο τρόπος που τελειώνει.

 

Τόσο ο πατέρας όσο και ο γιος (που εξάλλου "γνώριζε τη σοβαρότητα του ζητήματος") πήραν το θέμα πολύ στα χαλαρά. Και είναι απίθανο ο πατέρας να κοιμόταν τόσο πολύ και ξεχωριστά από το γιο του την τελευταία νύχτα. Από την άλλη, καταλαβαίνω βέβαια την ανάγκη της πλοκής να μείνει ο γιος μόνος του. Ίσως θα μπορούσε να συμβεί πιο μετά ή αλλού (π.χ. σε μια κατασκήνωση).

 

Μου άρεσε τέλος η επιστημονικότητα της περιγραφής, που πέρα από μερικές ίσως μικρολεπτομέρειες ήταν ακριβής. Καλή συνέχεια!

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Αυτός ο πατέρας ήταν το πιο αδιάφορο και ασυνείδητο άτομο που γνωρίζω σε λογοτεχνία. Έκλαψε καν με τον χαμό της οικογένειάς του;

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, χωρίς πλάκα, φίλε dagoncult, με τρόμαξες! Αυτή ήταν μια από τις ιστορίες του διαγωνισμού που πραγματικά με απασχόλησε πολύ και μετά που απομακρύνθηκα από την οθόνη μου. Παρόλο που τη διάβαζα πιστεύοντας ότι δεν θα φοβηθώ -είχα ήδη θέσει στην πορεία και κανά-δυο θέματα συνέπειας και αληθοφάνειας, τα οποία όμως δεν θα αναφέρω τελικά, μια που τα πρόλαβαν οι προηγούμενοι- αλλά το κορύφωσες τόσο καλά, που στο τέλος έμεινα κι εγώ στο βάθος του δωματίου, φοβισμένη, να σκέφτομαι το μπορεί ν' αρχίσει να πλησιάζει.

Πραγματικά, τίποτα δεν είναι πιο τρομακτικό απ' αυτό που μπορεί να εισβάλει στον οικείο χώρο σου, έχοντας μάλιστα πολιορκήσει τον τόπο και πλησιάζοντας σιγά-σιγά. Μπρρρ! Άλλη φορά, δεν θα ξεκινάω να διαβάζω τόσο χαλαρή τις ιστορίες σου...

Link to comment
Share on other sites

Ζήτω!!! Οι πρώτοι άνθρωποι που δεν γνωρίζω προσωπικά και λένε τη γνώμη τους για κάτι που έγραψα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και μόνο που μπήκατε στον κόπο να διαβάσετε την ιστορία μου.

 

Ναι ρε γαμώτο... έχει βγει κάπως περίεργος ο μπαμπάς. Αυτό που με παγίδεψε, πιστεύω, ήταν η άισθηση ότι, έτσι όπως είναι, είναι πιο ‘’συμπαθής’’ και περισσότερο τραγική φιγούρα. Ακόμα, νόμιζα ότι με τα λόγια και τις αγκαλιές, θα ‘’έβγαινε’’ η αγάπη που τρέφει για τον γιο του. Μου φαινόταν ότι αν διαμόρφωνα κάποιον δυνατό χαρακτήρα, θα άφηνα την προσωπικότητά του, σε σημεία, να υπερκαλύψει το επικείμενο κακό και θα έπαιρνε ανάσα ελπίδας ο αναγνώστης. Εννοείται ότι έχετε δίκιο για το ότι ο Δημήτρης πρέπει να κοιμηθεί το τελευταίο εκείνο βράδυ με τον πατέρα του. Η συγκεκριμένη απόφαση δεν αποτελεί από μέρους μου κάτι άλλο, παρά την ‘’έκπτωση’’ που έκανα σε βάρος της αληθοφάνειας και τελικά της ποιότητας της ιστορίας, ώστε να εξυπηρετηθεί ο σκοπός του διαχωρισμού πατέρα και γιου κατά τη διάρκεια της τελευταίας νύχτας. Το αποτέλεσμα μοιάζει με κάτι σαν παρεκτροπή από αυτό που περιμένεις φυσιολογικά να συμβεί. Ήθελε άλλον χειρισμό για να βγει και οπωσδήποτε όχι τον απλοϊκό τρόπο που χρησιμοποίησα.

 

Βασικά, αυτό που είχα στο μυαλό μου και ο ήρωας βγήκε όπως βγήκε, ήταν ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει κάτι για κάποιο υπερφυσικό κακό που κυνηγάει την οικογένειά του. Έλειπε τη μέρα του θανάτου της γυναίκας του, ενώ και η ίδια δεν του είχε αναφέρει κάτι ποτέ. Έτσι, σκέφτηκα ότι, αφού το μυαλό του δεν πάει στο υπερφυσικό (στην πραματικότητα, κάποια γεγονότα μαρτυράνε το αντίθετο, αλλά τα απορρίπτει γιατί τι άλλο να κάνει;), θεωρεί ότι δεν θα δει τίποτα στην κάμερα. Πιστεύει ότι ο γιος του απλά φοβάται το σκοτάδι και λαμβάνει αυτή τη φοβία (όπως και τις υπόλοιπες σωματικές εκδηλώσεις) ως αποτέλεσμα του συνδιασμού της πιθανής (όχι βέβαιης) ασθένειας και της διαταραγμένης ψυχολογικής κατάστασης του μικρού, ο οποίος έτσι κι αλλιώς, φέρει την τραυματική ανάμνηση του φόβου που έτρεφε η μαμά για το σκοτάδι (αν και έτσι μπαίνουμε σε πιο ψυχαναλυτική προσέγγιση του θέματος). Δυστυχώς, σ’ αυτά τα ζητήματα, η ίδια η ασθένεια μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στην ψυχολογία, αλλά και η κακή ψυχολογία μπορεί να επιφέρει εκδηλώσεις επιληπτικών συμπτωμάτων, σε κάποιον που πάσχει. Οπότε, ο πρωταγωνιστής, μόνο στην επιστήμη βασίζεται. Και μιας και κάποιος δεν μπορεί να κάνει και πολλά σε μια τέτοια κατάσταση, εκτός ίσως από το να πηγαίνει στον γιατρό του, να περιμένει και να ελπίζει, είπα να βάλω τον πατέρα να προσπαθεί να εμψυχώσει τον γιο του στις δύσκολες ώρες, με τον μόνο τρόπο που διαθέτει εκείνες τις στιγμές (λόγια αγάπης και αγκαλιές), απέναντι σ’ αυτό που συμβαίνει, του οποίου όμως, επαναλαμβάνω, δεν γνωρίζει την υπερφυσική φύση.

Επιπλέον, ο πιτσιρικάς θέλει να προστατέψει τον πατέρα του, αλλά επίσης και πλέον σημαντικό, έχει καταλάβει πολύ καλά και βαθιά μέσα του, πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να την γλιτώσει από αυτό που έρχεται. Πριν πάει για τον τελευταίο ύπνο, ήδη το ξέρει τι θα συμβεί. Ήθελα η καταδίκη να είναι κάτι το τελεσίδικο για το παιδί. Να το νιώθω αρκετά πριν το τέλος. Έτσι, μου φάνηκε ότι, όπως και η μάνα, που δεν αποκάλυπτε τίποτα, παρά γινόταν όλο και πιο απόμακρη, έτσι και ο γιος, πρέπει να βαδίσει χωρίς πολλά λόγια προς την μοίρα του.

Πάντως, όπως και να έχει, ο μπαμπάς θα έπρεπε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να είναι πολύ περισσότερο αλαφιασμένος και να κοιμηθεί παρέα με τον μικρό του... αλλά δε νομίζω ότι είναι πια και τόσο αναίσθητος όσο λες καλέ μου roriconfan.

 

Όσο το βλέπω εντοπίζω και άλλα πραγματάκια που δεν πολυκολλάνε. Πχ σε σχέση με το γεγονός ότι το σύννεφο φαίνεται στις υπέρυθρες. Αυτό δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι έχει και υλική υπόσταση; Όμως εγώ το έχω στο μυαλό μου σαν κάτι το άϋλο και ήθελα αυτήν την εντύπωση να αφήνει η ιστορία. Αν, όμως, επαναλαμβάνω, φαίνεται στις υπέρυθρες, τότε η μάζα του θα έπρεπε να γίνεται αντιληπτή και με άλλους τρόπους. Τι να πω... η μόνη μου ελπίδα είναι ότι αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα που εφορμούν από ποιος ξέρει που, είναι αλλοδιαστατικές υπάρξεις, που έχουν την ικανότητα να διαστρεβλώνουν την φυσική πραγματικότητα, έτσι ώστε, αν και άϋλα, να παρουσιάζονται στο υπέρυθρο φάσμα. Φέξε μου και γλίστρυσα δηλαδή.

 

 

Ξανά, σας ευχαριστώ όλους ιδιαιτέρως.

 

 

 

Λοιπόν, χωρίς πλάκα, φίλε dagoncult, με τρόμαξες!

αυτό δεν είναι το νόημας :D

Link to comment
Share on other sites

Η αληθεια ειναι οτι το μονο που με "χαλασε" κι εμενα ηταν η μαλλον...ανευρη αντιδραση του πατερα. Μετα απο τετοιο ... τρεμουλο που ειχε περασει με τη γυναικα του μαλλον θα επρεπε να αντιδραει , ας το πω πιο "σπασμωδικα"

 

Κατα τα αλλα πολυ καλη ιστορια. Μαλιστα με την εισαγωγη σου ισως να πεισεις κι εμενα πιο γρηγορα να "μοιραστω" καποιες δικες μου ιστοριες, που ... δεν εχουν δει ποτε το φως του ηλιου :D (λες αυτο να τις κανει πιο...τρομακτικες; )

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία σου είναι χαρακτηριστική, από αυτές που σου μένουν. Όμως βρήκα κάποιες αδυναμίες που της μειώνουν τις καλές εντυπώσεις που γενικά αφήνει.

Πρώτα με παραξένεψε ο τρόπος γραφής της. Δεν είναι άνετος, σα να κολλάει, σα να αισθάνεται ο αφηγητής αμήχανα. Θα ήθελα να δεις μερικά σημεία:

 

Τοποθέτησα τον ψηφιακό δίσκο στην υποδοχή

Δεν ξέρω για 'σένα, αλλά ο περισσότερος κόσμος που ξέρω λέει "έβαλα το cd να παίζει" ή "έβαλα την ταινία να παίζει". Η φράση σου εδώ μοιάζει πολύ επιτηδευμένη, ψεύτικη.

 

στερα από λίγο, είδα με ανακούφιση τους σπασμούς να σταματούν. Αυτό έγινε ξαφνικά, δίχως να υπάρχει κάποια ένδειξη φθίνουσας πορείας του φαινομένου.

Εδώ δεν φαίνεται να μιλάει ένας πατέρας για το παιδί του, αλλά ένας γιατρός-καθηγητής σε φοιτητές του. Θα μπορούσες να βρεις ποιο οικείες λέξεις για να το πεις.

 

Κάθισα δίπλα της και την αγκάλιασα και μετά από μερικά λεπτά εκείνη άρχισε να κλαίει΄ ήσυχα, με μια σταθερή ροή δακρύων, που έτρεχαν ασταμάτητα ποτίζοντας το σεντόνι της.

Κι εδώ, αν και η εικόνα που θες να μεταφέρεις είναι πολύ συγκεκριμένη, αν δεν έβρισκες καλύτερο τρόπο να την περιγράψεις, καλύτερα να μην το έγραφες. Μιλάει για τη νεκρή γυναίκα του ο άνθρωπος!

 

Δε χρειάζεται να συνεχίσω, κατάλαβες. Το πρόβλημά σου είναι η έκφραση, το να καταφέρεις να δεις και να νιώσεις από την πλευρά του πρωταγωνιστή (γι' αυτό ό,τι μας είναι πολύ δύσκολο να "βιώσουμε", αποφεύγουμε να το γράψουμε), να τον κάνει ςπιστευτό, να τον βλέπουμε μπροστά μας ολοζώντανο, να "ακούμε" αυτόν και όχι εσένα στην αφήγηση.

 

Κάτι προβλήματα στην πλοκή τα έχετε ήδη συζητήσει και συμφωνώ.

 

Αυτά είχα να πω! :)

Link to comment
Share on other sites

Ἐδῶ ἔχουμε μιὰ παραδοσιακὴ ἱστορία τρόμου: ξεκάθαρη, σαφής, μὲ ὑπονοούμενα στὴν ἀρχὴ ποὺ στὴν συνέχεια ἐπαληθεύονται. Ἐντάξει, σὲ κάποια σημεῖα ὑπάρχει ἀναληθοφάνεια καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὰ ἐπαναλάβω. Ὑπάρχει, ὅμως, μιὰ δύναμη στὴν ἴδια τὴν ἱστορία ποὺ σὲ κρατᾶ μέχρι τὸ τέλος, πρᾶγμα ποὺ γιὰ μένα παίζει τὸν σπουδαιότερο ρόλο. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἡ ἱστορία ποὺ μὲ στοίχειωσε, ἀλλὰ σὲ γενικὲς γραμμὲς τὴν βρῆκα συνεπὴ στὴν κατηγορία της καὶ εἶμαι σίγουρος πὼς ὁ dagoncult θὰ μᾶς δώσει κάτι πολὺ δυνατὸ στὸ ἐγγὺς μέλλον.

Link to comment
Share on other sites

Μαλιστα με την εισαγωγη σου ισως να πεισεις κι εμενα πιο γρηγορα να "μοιραστω" καποιες δικες μου ιστοριες, που ... δεν εχουν δει ποτε το φως του ηλιου :D (λες αυτο να τις κανει πιο...τρομακτικες; )

 

Καλημέρα Διονύση. Αρχικά, θα ήθελα να πέσω στα πόδια σου και να σε θερμοπαρακαλέσω να με αφήσεις να σε αποκαλώ Βρασίδα, γιατί αυτό πρέπει να είναι το καλύτερο nick που "παίζει" στο φόρουμ. Για τις ιστορίες... αν έχεις στο μυαλό σου ότι θες την πρόοδο πάνω στο ζήτημα της συγγραφής τους, τότε μάλλον είναι καλό να βγουν. Όσο για το αν θα γίνουν πιο τρομακτικές... πάντα αυτό που ζει στο σκοτάδι είναι τρομακτικό ;) .

 

 

Δεν ξέρω για 'σένα, αλλά ο περισσότερος κόσμος που ξέρω λέει "έβαλα το cd να παίζει" ή "έβαλα την ταινία να παίζει". Η φράση σου εδώ μοιάζει πολύ επιτηδευμένη, ψεύτικη.

 

 

 

Δε χρειάζεται να συνεχίσω, κατάλαβες. Το πρόβλημά σου είναι η έκφραση, το να καταφέρεις να δεις και να νιώσεις από την πλευρά του πρωταγωνιστή (γι' αυτό ό,τι μας είναι πολύ δύσκολο να "βιώσουμε", αποφεύγουμε να το γράψουμε), να τον κάνει ςπιστευτό, να τον βλέπουμε μπροστά μας ολοζώντανο, να "ακούμε" αυτόν και όχι εσένα στην αφήγηση.

 

Γεια χαρά. Χεχε... αυτό με το cd μάλλον είναι κάτι που έχω διαβάσει αρκετές φορές. Μη με ρωτήσεις που, γιατί δεν γνωρίζω. Απλά, μου φαίνεται πως το 'χω δει γραμμένο συχνά και κάπως έτσι μου κόλλησε. Σαν να έχει γίνει enter με κάποιον περίεργο τρόπο. Οπωσδήποτε το "έβαλα το cd να παίζει", είναι πιο φυσιολογικό.

Για τον μπαμπά, στο πιο πάνω post μου, ψιλοεξηγώ πως το σκεφτόμουν το σκηνικό. Η αλήθεια είναι πως δεν σκέφτηκα καθόλου ότι ο τύπος θα έδινε την εντύπωση του χαλαρού. Συμφωνώ, θα μπορούσε να είναι πολύ πιο πειστικός, αλλά τότε, θα έπρεπε και 'γω να είμαι καλύτερος στη συγγραφή :whistling: . Είναι, πάντως, πληροφορίες αυτές που μου δίνετε, οι οποίες θα βοηθήσουν πολύ.

 

 

Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἡ ἱστορία ποὺ μὲ στοίχειωσε, ἀλλὰ σὲ γενικὲς γραμμὲς τὴν βρῆκα συνεπὴ στὴν κατηγορία της

 

Chears!

 

Ευχαριστώ για τον χρόνο σας παιδιά.

 

ΥΓ:Τρομακτική είναι η ιστορία; Έχει για μένα μεγάλη σημασία.

Edited by dagoncult
Link to comment
Share on other sites

Εδώ και ώρες τους παρατηρώ τώρα. Είναι έξω ακριβώς από το δωμάτιό μου.

Το τέλος είναι κάπως μαύρο και βαρύ και μακάβριο, αλλά γενικά η ιστορία δεν είναι τρομακτική, χάνει το κλίμα της από τα λαθάκια που συζητήθηκαν ήδη. Θα μπορούσε, σαν θέμα, αυτό που έγραψες, να είναι πολύ τρομακτικό, έως κι ανηπόφορο.

Link to comment
Share on other sites

Κοίτα, υπάρχουν αυτές οι δυο προτάσεις στο τέλος που πραγματικά φρικάρουν πετυχημένα:

Εδώ και ώρες τους παρατηρώ τώρα. Είναι έξω ακριβώς από το δωμάτιό μου.

Αν και με ατέλειες εδώ κι εκεί, καλή προσπάθεια -και ψηλά από μένα στην κατάταξη.

Link to comment
Share on other sites

Στρωτή γραφή, ωραίο επίπεδο λεξιλογίου, καλή ισορροπία διήγησης-μίμησης. Είναι το πρώτο γραπτό που ανεβάζεις; Θα ήθελα να δω κι άλλα δικά σου γιατί το στύλ μου άρεσε πολύ.

Η ιστορία με άρπαξε από την αρχή της αλλά σταδιακά με έχασε. Και σε αυτό δεν οφείλεται το κακό (που είναι ωραίο και καλά δωσμένο) αλλά ο ίδιος ο πατέρας. Τελικά είναι ιδιαίτερα σημαντικό, σε ιστορίες "καθημερινής ατμόσφαιρας", να μπορούμε να δούμε την ιστορία μέσα από τα μάτια του χαρακτήρα. Και όντως, ο χαρακτήρας βγαίνει προς τα έξω τόσο απαθής που γίνεται ενοχλητικό... Είναι διαφορετικό να προσπαθεί και να μην μπορεί (ένα από τα βασικά στοιχεία που συγκροτούν τους εφιάλτες είναι η ανημποριά μας να αποφύγουμε αυτόν τον τρόμο) και διαφορετικό να μην προσπαθεί καν.

Υ.Γ. Ο τίτλος με κερδίσε από την πρώτη στιγμή.

Link to comment
Share on other sites

Δεν βρήκα τον πατέρα ακριβώς αναίσθητο, μου φάνηκε πως το πρόβλημά του είναι πως αυτά που λέει δε συμβαδίζουν με αυτό που κάνει για να στήσεις το χαρακτήρα επαρκώς. Το διήγημα όμως είναι πολύ καλό, αναπνέει από τον αέρα των κλασικών και σα στυλ και σα γραφή και φόρμα. Ωραία δουλειά.

 

Τρομομεζούρα: Χμμμ

Link to comment
Share on other sites

Έχεις μια πολύ καλή ιδέα, η οποία όμως αδικείται από την άτσαλη εκτέλεση. Η ατμόσφαιρα του διηγήματός σου μας κερδίζει από την πρώτη στιγμή και στο τέλος η αγωνία κορυφώνεται. Λεπτομέρειες στο συνημμένο.

Status_Epilepticus.doc

Link to comment
Share on other sites

Αν και με ατέλειες εδώ κι εκεί, καλή προσπάθεια

 

Ευχαριστίες.

 

 

Υ.Γ. Ο τίτλος με κερδίσε από την πρώτη στιγμή.

 

Ναι, είναι κάπως βαρύγδουπος.

 

 

Τρομομεζούρα: Χμμμ

 

Μαχαιριά στην καρδιά. :lol:

 

Έχεις μια πολύ καλή ιδέα... ...λεπτομέρειες στο συνημμένο.

 

 

Για κάποιες απ' τις παρατηρήσεις έχω τις εξηγήσεις μου και για κάποιες άλλες τις αμφιβολίες μου, αλλά οκ. Σ' ευχαριστώ για τον κόπο σου.

Link to comment
Share on other sites

Ξεκινάω με κάτι απλό: δεν υπάρχει λόγος να βάζεις εισαγωγικά όταν μία λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά. Δηλαδή, καταλαβαίνουμε ότι όταν λες βυθίστηκε στον καναπέ, το "βυθίστηκε" δεν έχει την κυριολεκτική του σημασία. Απλώς μια λεπτομέρεια.

 

Για τον πατέρα, έχω κι εγώ τις ίδιες αντιρρήσεις με τους υπόλοιπους (μάλιστα σκεφτόμουν "μα γιατί δεν πάει σε ένα γιατρό" πριν καν μάθω για τη μητέρα). Ιδίως η φάση με την κάμερα κάθεται αρκετά άσχημα. Από την άλλη, μου άρεσε πολύ η ιδέα σου για το "σκοτάδι" και η σύνδεσή του με την επιληψία και το φινάλε που ακολουθεί πάρα πολύ καλά τους κανόνες του τρόμου.

 

Γενικά, μη δειλιάζεις να χρησιμοποιήσεις εκφράσεις επειδή δεν ακούγονται τόσο επίσημες. Ευτυχώς η εποχή με τις εκθέσεις στο σχολείο πέρασε. Κάτι τέτοιο μου δείχνουν, τόσο τα εισαγωγικά, όσο και εκφράσεις του τύπου "ψηφιακός δίσκος" και "χολυγουντιανή υπερπαραγωγή" (του είπα να μην βάζει εισαγωγικά και εγώ το γέμισα)

 

Πολύ καλή προσπάθεια, περιμένουμε περισσότερα

Link to comment
Share on other sites

Γενική εικόνα: Πολύ καλή.

Τι μου άρεσε: Η στρωτή εύκολη και ρέουσα γλώσσα της αφήγησης. Η φυσιολογική πορεία των πραγμάτων. Η ασάφεια του «κακού».

Τι δε μου άρεσε: Θα ήθελα να ήξερα πόσων χρονών είναι ο Δημήτρης κι επίσης τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς (για να ολοκληρωθεί το θέμα της αληθοφάνειας).

Link to comment
Share on other sites

aScannerDarkly

Ξεκινάω με κάτι απλό: δεν υπάρχει λόγος να βάζεις εισαγωγικά όταν μία λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά.

 

Οκ, δεν το γνώριζα. Πότε να βάζω;

 

Γενικά, μη δειλιάζεις να χρησιμοποιήσεις εκφράσεις επειδή δεν ακούγονται τόσο επίσημες.

 

Φταίει ο καταραμένος ο HPL και κάτι άλλοι. Σχεδόν δεν την παλεύω, αν δεν χωρέσω και καμιά φανφαρίτσα... :rolleyes:

 

Πολύ καλή προσπάθεια, περιμένουμε περισσότερα

 

Ευχαριστώ. Ελπίζω τα περισσότερα να είναι και τρομακτικότερα.

 

Naroualis

Γενική εικόνα:

 

THANX!

 

 

Τι δε μου άρεσε: Θα ήθελα να ήξερα πόσων χρονών είναι ο Δημήτρης κι επίσης τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς (για να ολοκληρωθεί το θέμα της αληθοφάνειας).

 

 

"Δεν ήξερα τι να του πω και τον ρώτησα αν του είχε ξανασυμβεί. Η απάντησή του ήταν αρνητική και μολονότι τα εντεκάχρονα αγοράκια έχουν την τάση να λένε συνεχώς ψέματα, ήξερα ότι μου έλεγε την αλήθεια."

 

Ο μπαμπάς είναι δημόσιος υπάλληλος και μάλιστα αγενής με τους πελάτες. Έχει και έναν ξάδελφο με βενζινάδικο στη Θήβα και τα καλοκαίρια κάνει μερικά μεροκάματα κι εκεί. Για τις ανάγκες της ιστορίας, πήρε μια αναρρωτική, κόλλησε και ένα ΠΣΚ... και έτσι βγήκε το "status". :D

 

 

Αστειεύομαι... δεν έχω ιδέα τι δουλειά κάνει ο πατέρας.

Link to comment
Share on other sites

Μαχαιριά στην καρδιά. laugh.gif

 

dagoncult, δεν είχα καθόλου τέτοια πρόθεση και δε θα σε έπρεπε να σε απασχολεί και πάρα πολύ. Τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Σου αντιγράφω από απάντηση σε σχολιάκι στο δικό μου διήγημα:

 

Λέει η Ευθυμία: Σε πληγώνω το ξέρω, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι έχεις γράψει κάτι πολύ τρομακτικό εδώ.

Και λέω κι εγώ: Όχι δεσποινίς, καθόλου δε με πληγώνεις. Το κείμενο εξάλλου είναι βασισμένο σε δική μου φοβία, η περιγραφή της οποίας αν είναι καλή σίγουρα θα τη νιώσεις σε ένα βαθμό, αλλά δε θα φοβηθείς απαραίτητα. Είναι κάτι που απλά συμβαίνει και σε αυτό ακριβώς έχω βασίσει και την τρομομεζούρα.

 

Και δε στο λέω σε καμία περίπτωση για να σου κάνω πατ πατ στο κεφάλι, ελπίζω το καταλαβαίνεις αυτό. Η ιστορία είναι καλή, επιδέχεται βελτιώσεων -καμιά ιστορία δε βγαίνει έτοιμη για δεξίωση με τη μία, τουλάχιστον στο επίπεδο το δικό μας κι όχι του Πόε :p- αλλά είναι πραγματικά καλή. Τώρα το αν θα τρομάξεις κάποιον στ' αλήθεια ή όχι έχει να κάνει με πολλά πράγματα εκ των οποίων ένα μονάχα είναι η γραφή σου. Τα υπόλοιπα δε μπορείς να τα ελέγξεις.

 

Σου εύχομαι καλή συνέχεια κι ελπίζω να μας δώσεις κι άλλες ιστορίες σου :)

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλή ιστορία που θα γινόταν ακόμα καλύτερη αν δεν υπήρχε αυτή η διαρκής αίσθηση συγγραφικού ερασιτεχνισμού. Αυτό που λείπει κατά την άποψη μου είναι ένα προσεκτικότερο γράψιμο και σωστότερη επιλογή λέξεων καθώς και ένα καλύτερο «μοντάζ» στις διάφορες σκηνές. Επίσης ο χαρακτήρας του πατέρα δεν αντιδρά και πολύ σωστά κάποιες στιγμές. Το σασπένς όμως εδώ και υπάρχει και σταδιακά μεγαλώνει κι αν ο συγγραφέας αποφασίσει να το ξαναχτενίσει ή ακόμα καλύτερα να το ξαναγράψει από την αρχή στήνοντας πιο προσεκτικά κάποιες φράσεις θα γίνει μια καταπληκτικά δυνατή ιστορία τρόμου.

Link to comment
Share on other sites

dagoncult, δεν είχα καθόλου τέτοια πρόθεση...

 

Όλα καλά, αστειευόμουν.Χεχε... θα πρέπει να συνεχίσω να ψάχνω μέχρι να βρω κάτι που θα τους τρομάξει όλους.

 

 

...αν δεν υπήρχε αυτή η διαρκής αίσθηση συγγραφικού ερασιτεχνισμού.

 

Όντως...

 

 

κι αν ο συγγραφέας αποφασίσει να το ξαναχτενίσει ή ακόμα καλύτερα να το ξαναγράψει από την αρχή στήνοντας πιο προσεκτικά κάποιες φράσεις θα γίνει μια καταπληκτικά δυνατή ιστορία τρόμου.

 

Βουρ... αλλά με βλέπω για την εύκολη λύση του ξαναγραψίματος, γιατί με το χτένισμα θα γίνουν τα νεύρα μου σύρματα και υπάρχει φόβος να σπάσω το πληκτρολόγιο με κεφαλιές :D

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..