Jump to content

Η Νύχτα στον Παλιό Ελαιώνα


Παρατηρητής

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος Χατζηκυριάκος (Παρατηρητής)

Είδος:τρόμος

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2903

 

 

 

 

 

 

Η Νύχτα στον Παλιό Ελαιώνα

 

Η πρώτη μου επαφή με το σκοτάδι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φεύγοντας από το Πέρεμ, ακολουθήσαμε το δρόμο μέσα από τους αγρούς. Η ώρα ήταν ήδη περασμένη και ήμουν βέβαιος ότι η νύχτα θα μας έπιανε στο δρόμο. Προχωρούσαμε με βήμα γοργό, όσο γινόταν δηλαδή καθώς ο Φανοκόρος δεν μπορούσε να πηγαίνει γρηγορότερα από όσο του επέτρεπαν τα γηρατειά του. Έβλεπα τον ήλιο να χάνεται σιγά σιγά πέρα από το Αίγηλο, και σκεφτόμουν (ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου) πόσο πραγματικά σπουδαίο ήταν το φως του ήλιου, ακόμα κι αν αυτό απλώς έβαφε τον ουρανό κόκκινο, χωρίς να φωτίζει ιδιαίτερα την πλάση.

 

Για την Ανάπαυση είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Υπολόγιζα με το βηματισμό μας πως θα φτάναμε κατά τα ξημερώματα στην πύλη της, αν συνεχίζαμε σε σταθερή πορεία δίχως ξεκούραση καθόλου. Ο Φανοκόρος πάντως έλεγε ότι θα φτάναμε γρηγορότερα, κόβοντας δρόμο από τον Παλιό Ελαιώνα, όμως η στάση για έναν ύπνο ήταν υποχρεωτική, οπότε θα βρισκόμασταν στο νεκροταφείο αφότου θα είχε ξημερώσει. Ο Φανοκόρος δεν ήθελε να ήμαστε εκεί πριν το χάραμα. Γρουσουζιά, έλεγε, να βρει κανείς τη νέα του κατοικία βραδιάτικα.

 

Όταν λοιπόν μίλησε για ξεκούραση, χάρηκα καθώς φαντάστηκα πως θα βρίσκαμε κάποιο πανδοχείο στα περίχωρα για να περάσουμε το βράδυ. Εκείνος όμως δεν εννοούσε αυτό. Θα στρώναμε, είπε κάτω στο δρόμο και θα κοιμόμασταν, μακριά από χωριά και ανθρώπους.

 

«Είσαι με τα καλά σου, γέρο;», του φώναξα μόλις μου ανακοίνωσε τα σχετικά με τον ύπνο. «Μέσα στα φίδια και τα χορτάρια θα κοιμηθούμε, και την μαύρη νύχτα;»

 

«Που θαρρείς πως θα κοιμάσαι από δω και μπρος;», μου αντιγύρισε. «Ξέχνα τα καλά τα στρώματα και τα παπλώματα. Ένα καλυβάκι θα έχεις για να κοιμάσαι κι ένα φανάρι, καλή ώρα σαν αυτό, να σου φωτίζει. Τους ανθρώπους δεν τους χρειάζεσαι πια, καθώς λίγοι θα είναι εκείνοι που θα βλέπεις στην Ανάπαυση.»

 

«Δεν έχω κοιμηθεί ποτέ στην ύπαιθρο και στα σκοτάδια.», του είπα μα εκείνος επέμενε.

 

«Ευκαιρία να τα μάθεις τότε. Η νύχτα η αποψινή θα είναι μαύρη σαν τη σκιά σου. Φεγγάρι δεν έχει απόψε. Ότι πρέπει για την πρώτη σου επαφή με το σκοτάδι.»

 

Επέμενα κι εγώ με τη σειρά μου να πάμε σε κάποιο χωριό πριν να μας προλάβει για τα καλά η νύχτα. Του έδειξα (κακώς βέβαια) τα χρήματα που είχα μαζί μου, προσπαθώντας να τον πείσω για πανδοχείο.

 

«Ορίστε, έχω λεφτά για δωμάτιο και για φαγητό.». Μα πριν προλάβω να ολοκληρώσω, έτσι όπως του έδειχνα τα νομίσματα, τα βούτηξε από το χέρι μου και τα πέταξε στις βάτους.

 

«Δεν θα σου χρειαστούνε πλέον νεαρέ, όχι για αυτό το ταξίδι. Και καλά θα κάνεις ότι άλλα λεφτά έχεις να τα ξεφορτωθείς. Δεν θα μας βγούνε σε καλό.»

 

Τσαντίστηκα μαζί του, τόσο για την κίνηση με τα λεφτά, όσο και το πείσμα του. Από την πρώτη μέρα που ήρθε και με βρήκε και με πήρε από τους δικούς μου, είχα καταλάβει πόσο παράξενος ήταν.

 

«Θα μας φάει το μαύρο σκοτάδι έτσι και μείνουμε στην ύπαιθρο!», προσπάθησα να τον μεταπείσω για μια τελευταία φορά μα εκείνος μου έδωσε δυο επιλογές.

 

«Άκου νεαρέ. Αν δεν την θέλεις αυτή τη δουλειά, σήκω και φύγε. Τράβα πίσω στο σπιτάκι σου και στην πόλη με τους καλούς συνανθρώπους και ζήτα δούλεψη από τους αφεντάδες σας. Διαφορετικά ακολούθα με και βγάλε το σκασμό. Αν είναι να γίνεις Φύλακας της Ανάπαυσης θα πρέπει να κάνεις φίλο σου το σκοτάδι και τη νύχτα αδελφή σου. Ειδάλλως φύγε και τράβα στα καπηλειά με τα λεφτά σου και κάτσε να μπεκρουλιάζεις για όλη σου τη ζωή.»

 

Σκέφτηκα να αποχωρίσω και να γυρίσω πίσω, η αλήθεια είναι. Πραγματικά δεν ξέρω τι με έκανε και συνέχισα να ακολουθώ το Φανοκόρο. Ίσως ήταν η φοβία μου (μεγαλύτερη κι από το σκοτάδι) να επιστρέψω στο Πέρεμ και να ζω ως αποτυχημένος, ότι ήμουν ως τότε. Ίσως, από την άλλη, να ήταν αυτό το οποίο είχε πει ο Φανοκόρος όταν βρήκε τη μάνα μου. ήρθα για τη συμφωνία. Μια συμφωνία που μου πήρε καιρό να μάθω για το τι μιλούσε.

 

Καθώς φτάναμε στον Παλιό Ελαιώνα, ο ήλιος κρυβόταν από τη γη, αφήνοντας μια τελευταία ψυχρή λάμψη στο δυτικό ουρανό. Σμήνη από κοράκια που φτεροκοπούσαν πάνω από τις αγριελιές, έκρωζαν δυνατά, θαρρείς και γιόρταζαν τον ερχομό της νύχτας. Το απαίσιο κρώξιμο τους με έκανε να ανατριχιάζω. Πίστευα πως μόνο κακό προμήνυαν εκείνα τα διαβολικά όντα, γρουσουζιά και τίποτα άλλο.

 

«Πότε θα πάψουν τα γρουσούζικα;», ρώτησα τον Φανοκόρο έχοντας την αίσθηση ότι τα κοράκια μας ακολουθούσαν αφού έκραζαν για ώρα.

 

«Μόλις σκοτεινιάσει για τα καλά.», αποκρίθηκε εκείνος. «Τώρα θέλεις να σταματήσουν. Σε λίγες ώρες θα παρακαλάς να τα ακούς.»

 

Δεν μπήκα στον κόπο να τον ρωτήσω τι εννοούσε με εκείνο το τελευταίο. Είχε πει πολλά που μέχρι τότε μου ήταν ακαταλαβίστικα κι είχα μάθει να μην του ζητώ κάθε λίγο και λιγάκι επεξηγήσεις.

 

Πράγματι μόλις σκοτείνιασε τα κοράκια σώπασαν. Ήταν άλλοι ήχοι εκείνοι που διαδέχτηκαν το κρώξιμο τους, τίποτα όμως το συνταρακτικό, πόσο μάλλον για όσους είναι εξοικειωμένοι με τα δάση και τους αγρούς. Εγώ τότε δεν ήμουν και μια ελαφριά ταραχή ομολογουμένως μου την προκαλούσαν. Όμως ήταν προτιμότεροι οι ήχοι του δάσους από τη βαριά σιγή που πλάκωσε λίγο μετά, μόλις είχε για τα καλά σκοτεινιάσει.

 

Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που συνειδητοποίησα πόσο μαύρο ήταν το χρώμα της νύχτας και πόσο ζοφερή η σκιά της. Τα πάντα γύρω μας είχαν βυθιστεί σε μια άβυσσο μέσα στην οποία τίποτα δεν έμοιαζε να ζει εκτός από εμένα και τον οδηγό μου. Το μονοπάτι, τα δέντρα, τα βουνά, τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνονταν καθώς ουρανός και γη έμοιαζαν να είχαν γίνει ένα, λες και ο χρόνος αποφάσισε να κοιμηθεί και να τα σβήσει όλα. Ούτε ένα αστέρι δεν υπήρχε στον ουρανό, ένα ρημάδι ίχνος από φως για να μας κάνει να νιώσουμε πως βρισκόμασταν ακόμα στη ζωή και όχι στον άλλο κόσμο.

 

Το μοναδικό μας φως ήταν εκείνο από το φανάρι του Φανοκόρου. Κι αυτό όμως ήταν μια ισχνή φλόγα και τίποτα άλλο. Δεν ήταν ικανό να φωτίσει το δρόμο μας άλλο πια, παρά μόνο να προσελκύει σκνίπες και κουνούπια.

 

Υπήρχαν δέντρα γύρω μας. Τα ένιωθα αλλά δεν μπορούσα να τα δω, εκτός όταν πλησιάζαμε αρκετά κοντά σε κάποιο όπου βλέπαμε ένα μέρος του κορμού του από το λιγοστό φως του έπεφτε επάνω του. Γερασμένες ελιές ήταν, βουβές και ασάλευτες που όμως έλεγες πως καραδοκούσαν για την κατάλληλη στιγμή που θα σου ορμούσαν για να τσακίσουν τα κόκαλα σου με τα χοντρά κλαδιά τους.

 

Σε ένα τέτοιο μέρος λοιπόν, κάπου μέσα στην καρδιά του Παλιού Ελαιώνα, αποφάσισε ο Φανοκόρος πως έπρεπε να κοιμηθούμε. Είτε το ήθελα είτε όχι δεν είχα άλλη επιλογή. Με τόσο πήχτρα σκοτάδι δεν είχαμε τη δυνατότητα να πορευτούμε.

 

Θυμάμαι τα μάτια μου να με πονούν από το σκοτάδι και τη θολούρα. Ακόμα και το φανάρι με το ζόρι το κοιτούσα. Το άφησε χάμω ο Φανοκόρος για να στρώσουμε πρόχειρα τις στρωματσάδες κι έπειτα, προς μεγάλη μου έκπληξη, το έσβησε.

 

Και τότε βυθιστήκαμε στο απέραντο μαύρο.

 

«Τι έκανες βρε θεοπάλαβε;» τον ρώτησα μέσα στον πανικό μου. Εκείνος μου αποκρίθηκε ψύχραιμα ότι το έκανε για να μας προφυλάξει. Το φανάρι, μου είπε, θα καλούσε ανεπιθύμητους επισκέπτες και πέραν τούτου, από τη στιγμή που θα ήμασταν ανίκανοι να παλέψουμε με δαύτους, καλύτερο θα ήταν να μην τους βλέπαμε.

 

Είχα καθίσει οκλαδόν και από το φόβο μου δεν τολμούσα ούτε στάση να αλλάξω. Με τόση μαυρίλα γύρω μου ούτε τον Φανοκόρο δεν μπορούσα να δω που είχε πέσει στο πλάι μου. Εκείνος ξάπλωσε και μου συνέστησε να κάνω το ίδιο και να κοιμηθώ.

 

«Κοιμήσου.», μου είπε. «Δύο πράγματα μπορείς να κάνεις ως το πρωί. Ή να κοιμηθείς ή να μείνεις ξάγρυπνος.»

 

«Δεν μπορώ.», του απάντησα τρομαγμένος ως το κόκαλο. «Οι ελιές με φοβίζουν.»

 

«Πίστεψε με, καλύτερα κάτω από ελιά παρά από συκιά. Λίγοι, από εκείνους που το δοκίμασαν, έφυγαν ζωντανοί μα όχι στα καλά τους.»

 

Δεν ήξερα αν προσπαθούσε να με ηρεμήσει ή να με κάνει χειρότερα. Γιατί μου είπε κι άλλα πράγματα που δεν τα αφηγείται κανείς μες στο σκοτάδι, πόσο μάλλον στη μέση του πουθενά. Βέβαια εγώ ήμουν που ζητούσα να μιλάει διότι, έστω και με αυτά που μου ‘λεγε, η φωνή του μου κρατούσε συντροφιά.

 

Μου είπε, ο άτιμος, για κάτι τραγικό που είχε συμβεί σε εκείνο το μέρος που βρισκόμασταν. Μια γυναίκα έψαχνε τα παιδιά της ανάμεσα στα δέντρα, φωνάζοντας και θρηνώντας γιατί της είχαν πει τα είδαν κάπου εκεί πεθαμένα. Είχαν πάει να δουν το θείο τους που μάζευε τις ελιές, μα κάποιος που μισούσε τη μάνα τους και τη ζήλευε, τα έπιασε και τα σκότωσε. Κανείς ποτέ δεν έμαθε πως πέθαναν τα παιδιά και που πήγαν τα κουφάρια τους, μα από όλοι όσοι δούλευαν στον ελαιώνα ισχυρίζονταν ότι τα είχαν να δει να περπατούν μες στις ελιές, ψάχνοντας κι αυτά τη μάνα τους. Από τότε εγκατέλειψαν οι πάντες τον ελαιώνα, μιας και θεωρήθηκε στοιχειωμένος Κι η μάνα, είπαν, τριγυρίζει ακόμα εκεί, και φωνάζει για τα παιδιά της. Κανείς δεν γνώριζε αν αυτό το έκανε ζωντανή ή αν το έκανε νεκρή καθώς στο σπίτι της δεν ήταν είδαν ξανά ποτέ.

 

Αυτήν την ιστορία μου αφηγήθηκε πριν ο κοιμηθεί ο Φανοκόρος. Κι άντε να κοιμηθεί κανείς μετά από μια τέτοια ιστορία, πόσο μάλλον όταν αυτή συνέβη στο μέρος όπου σε είχε πιάσει η νύχτα. Πώς να ‘κλεινα μάτι έπειτα από κάτι τέτοιο; Πραγματικά δεν μπορούσα. Αντίθετα με εκείνον, που ξεράθηκε στον ύπνο λες και βρισκόταν σπίτι του, εγώ είχα ζαρώσει ολόκληρος, νιώθοντας απανωτά τα ρίγη να χαϊδεύουν το κορμί μου.

 

Ήταν όλα μαζί με κρατούσαν άγρυπνο. Το σκοτάδι πρώτο πρώτο, η αφέγγαρη εκείνη νύχτα που όποτε κοιτούσα ψηλά δεν διέκρινα τον ουρανό από τα φύλλα της ελιάς και που δεν έβλεπα πιο πέρα από της μύτης μου την άκρη. Ήταν η σιγή που με έκανε να ανατριχιάζω με τον παραμικρό απότομο ήχο και εκείνη η άπνοια, που με ένα απλό αεράκι ένιωθα πως κάτι πέρναγε από πάνω μου χωρίς να έχω τη δύναμη να το κοιτάξω. Κι ήταν κι αυτή η ρημαδιασμένη ιστορία με τα στοιχειά που όλο έλεγα πως θα ακούσω στα καλά καθούμενα καμιά γυναίκα να φωνάζει ή τίποτα παιδιά να κλαίνε και να τρέχουνε ανάμεσα στα δέντρα.

 

Κάτι τέτοια περίεργα παιχνιδίσματα τα έκανε η φαντασία μου. Μα το Θεό, όμως, θα έμενα στον τόπο έτσι κι άκουγα καμιά κραυγή ή κλάμα στα αυτί μου, πόσο μάλλον αν έβλεπα κάνα παιδί να ορθώνεται μπροστά μου. Είχα ξαπλώσει μπρούμυτα, με τα χέρια κάτω από το σαγόνι προσπαθώντας να έχω τα μάτια μου κλειστά (αν και αυτό πραγματικά δεν ήταν εύκολο) και να ηρεμήσω όσο γινόταν το μυαλό μου με παλιές καλές αναμνήσεις, μήπως και τελικά με έπαιρνε ο ύπνος.

 

Πόση ώρα πέρασε ώσπου να κοιμηθώ, δεν ξέρω. Γιατί μέσα σε εκείνο το απέραντο σκοτάδι ο χρόνος έχανε ολότελα τη σημασία του. Πρέπει πάντως να πέρασαν αρκετές ώρες μέχρι που κοιμήθηκα επειδή θυμάμαι πως όλη μου η μέχρι τότε ζωή επαναλαμβανόταν στο νου μου, στην προσπάθεια να αισθανθώ λιγάκι άνετα στο αγριευτικό εκείνο μέρος. Κι είχα και την προσοχή μου γύρω μου, μην και τυχών πλησίαζε κάτι.

 

Και τότε συνέβη.

 

Είχα κοιμηθεί και ονειρευόμουν. Έβλεπα στον ύπνο μου ότι καθόμουν με τον αδελφό μου και με μια άλλη παρουσία γύρω από ένα τραπέζι, κάπου, σε κάποιο ανοιχτό μέρος. Κουβεντιάζαμε μέχρι που ήρθε ένα γυφτάκι και κόλλησε το σώμα του στο τραπέζι, ζητώντας χρήματα. Δεν του δώσαμε σημασία, κανείς από εμάς, και θυμάμαι πως αποφεύγαμε μάλιστα να το κοιτάξουμε, όχι επειδή μας ενοχλούσε αλλά σαν να μας φόβιζε ο ερχομός του – αυτό ίσως γιατί ο γύφτος δεν είναι καλό σημάδι στο όνειρο. Τότε εκείνο τσαντισμένο, μας έβρισε και έφτυσε τον αδελφό μου στο πρόσωπο. Εκνευρισμένος εγώ, έκανα την κίνηση να το χαστουκήσω. Έμεινα εκεί καθώς αισθάνθηκα κάποιον να μου αρπάζει το χέρι και να το φέρνει πίσω στην πλάτη μου.

 

Ξύπνησα. Ένιωθα ακόμα το χέρι μου να βρίσκεται στην πλάτη. Κάποιος με κρατούσε. Κάποιος με πατούσε στη μέση και τραβούσε το χέρι μου πίσω. Είχα παραλύσει για τα καλά και αισθανόμουν όλες τις τρίχες του κορμιού μου όρθιες. Κάτι με κρατούσε εκεί, ακινητοποιημένο. Κάτι πατούσε επάνω μου και ανάσαινε κοφτά στο αυτί μου.

 

Η μάνα, σκέφτηκα. Ήρθε για τα παιδιά της.

 

Ήθελα να φωνάζω. Δεν μπορούσα. Ήθελα να κλάψω, να ικετέψω, να παρακαλέσω. Ούτε αυτά μπορούσα. Να αντιδράσω δεν τολμούσα. Έσφιγγα τα δόντια και τα μάτια μου ανήμπορος να κάνω το παραμικρό. Είχα διαρκώς την αίσθηση πως κάτι θα διαπερνούσε το κορμί μου και θα με άφηνε στον τόπο μια για πάντα.

 

Άκουγα την καρδιά μου να χτυπά σε έντονους ρυθμούς, κάνοντας το έδαφος από κάτω μου να τρέμει. Προσπάθησα πολλές φορές να φωνάξω μα ούτε μία δεν τα κατάφερα. Ξεκίνησα να προσεύχομαι με εκείνο το πλάσμα μου με κρατούσε αιχμάλωτο του δεν μου επέτρεπε να ολοκληρώσω ούτε την πρώτη φράση της προσευχής.

 

Μετά από κάμποσο με ελευθέρωσε. Δεν ξέρω πόσο κράτησε εκείνη η φρίκη, δεν πρέπει να ήταν πολύ όμως έμοιαζε με αιωνιότητα. Μα τότε ξεκίνησε το δυσκολότερο έργο που έπρεπε να κάνω. Να γυρίσω από την άλλη και να αντικρίσω τι ήταν εκείνο που με κράτησε. Αυτό το σημείο κι αν ήταν τρομαχτικό.

 

Πόσες φορές προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να γυρίσει και να κοιτάξει, δεν λέγεται. Χρειάστηκα πάντως πολλές για να το πετύχω. Ακόμα περισσότερες δε, όταν άκουσα πίσω μου ένα σούρσιμο στο έδαφος, που με έκανε να το σκεφτώ ξανά και ξανά. Προτιμούσα να πεθάνω δίχως να ξέρω το πώς και το γιατί, παρά να αντίκριζα τον θάνατο μου.

 

Αφού τελικά πήρα την απόφαση να γυρίσω, έγειρα αργά και προσεχτικά το κορμί μου. Κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου έτοιμος να τα κλείσω ξανά έτσι και αντίκριζα τίποτα απόκοσμο. Σε εκείνη τη φάση πραγματικά δεν ήξερα εάν είχα όντως ξυπνήσει ή αν ακόμα ονειρευόμουν εκείνον τον απαίσιο εφιάλτη.

 

Γυρνώ λοιπόν και βλέπω έναν ίσκιο μέχρι εκεί πάνω να στέκεται ακίνητος μπροστά μου. Ήταν μια ασάλευτη σκιά, ψηλή σαν κυπαρίσσι, γερμένη από πάνω μου. Με άνθρωπο δεν έμοιαζε, ούτε και ζώο. Ήταν μια μαύρη, κατάμαυρη σκιά λες και η νύχτα πήρε μορφή και κατέβηκε μπροστά μου.

 

Έκλεινα τα μάτια μου, την έβλεπα. Τα άνοιγα, την έβλεπα ξανά. Η ανάσα μου είχε κοπεί και η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει. Άκουγα διάφορα στο μυαλό μου, λες και το πράγμα εκείνο μιλούσε στον εγκέφαλο μου. Δεν ήξερα τι συνέβαινε. Δεν ήξερα τι θα συμβεί. Τι ήταν εκείνος ο διάολος και τι ήθελε από μένα;

 

Αν έκανα κάποια σκέψη που να φάνταζε σωτήρια στο νου μου, ήταν να γυρίσω προς τον Φανοκόρο που κοιμόταν δίπλα μου και να του φωνάζω. Κραυγή δεν έβγαινε από το στόμα μου, κατάφερα όμως να γυρίσω. Αυτό που αντίκρισα όμως δεν ήταν καλύτερο.

 

Έτσι ανάσκελα όπως ήταν ξαπλωμένος ο Φανοκόρος, είδα κάτι να στέκεται επάνω στο στήθος του, γερμένο πάνω από το πρόσωπο του. Ένα πλάσμα τριχωτό και μικροσκοπικό, σαν ζώο, κάτι σαν κολοβή μαϊμού με ακόμα πιο μικρά χεράκια. Μα πριν προλάβω να το δω καλά-καλά, έστριψε το κεφάλι του και με κοίταξε, καρφώνοντας με με τα μάτια του. Δύο απαίσια ολοστρόγγυλα μάτια, όμοια με αυτά τις κουκουβάγιας, γυαλιστερά κι αγριεμένα, δόλια και μοχθηρά, ένα βλέμμα διαπεραστικό όσο η μολυβένια σφαίρα.

 

Και τότε ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει. Το πνεύμα μου έφυγε από το σώμα μου και ένιωσα να πετώ και να χάνομαι μακριά από εκείνο το μέρος. Έφυγα, δεν ξέρω που πήγα. Έβλεπα λάμψεις γύρω μου, ένιωθα μια ανεξήγητη γαλήνη, άκουγα γέλια γύρω, αθώα γέλια, τραγούδια και μελωδίες. Ήμουν σε ένα μέρος πράσινο και δροσερό, φωτεινό και γαλήνιο, μακριά από εκείνο το σκοτάδι και τους δαίμονες που είχαν πνίξει το κορμί μου. Ήμουν αλλού και έβλεπα άλλα πράγματα, όμορφα και αγνά. Είδα κοπέλες να τρέχουν γύρω από ανθισμένα δέντρα και καβαλάρηδες που κάλπαζαν επάνω σε λευκά άλογα. Και κάπου εκεί ανάμεσα τους πετούσα, σαν αέρας, σαν άνεμος, σαν πνοή από εκείνο το ποθητό δάσος.

 

Και είδα κι άλλα πολλά, που ξέχασα και που πια δεν θυμάμαι.

 

Άκουσα τα κοράκια να κράζουν. Το κρώξιμο τους, που αντηχούσε από κάπου μακριά, ένιωθα πως με καλούσε να γυρίσω. Να επιστρέψω στο μέρος όπου είχα αφήσει το κορμί μου. Δεν ήθελα να φύγω όμως το έκανα.

 

Ξύπνησα με ένα απότομο τίναγμα και είδα πως ήμουν και πάλι στον Παλιό Ελαιώνα. Άκουγα τα κοράκια γύρω μου να κράζουν σαν μανιασμένα. Παραδόξως τώρα δεν τα φοβόμουν. Χαιρόμουν που τα άκουγα, καθώς το κρώξιμο τους προμήνυε τον ερχομό της αυγής. Ξημέρωνε. Η ψύχρα του πρωινού με έκανε να αισθάνομαι ζωντανός.

 

Είδα τον Φανοκόρο να ανακλαδίζεται και να σηκώνεται κοπιαστικά. Αφού έβηξε κάμποσες φορές για να καθαρίσει τα πνευμόνια του, στράφηκε σε εμένα και με ρώτησε.

 

«Έμεινες τελικά όλη τη νύχτα ξάγρυπνος; Καλοσύνη σου λοιπόν που με φύλαξες όσο κοιμόμουν.»

 

Δεν ήθελα να του πω τίποτα για την νυκτερινή μου εμπειρία και τον εφιάλτη. Δεν κρατήθηκα όμως να του πω για το πλάσμα εκείνο που είδα να τον πατά. Του το έφερα βέβαια αλλιώς, αν και ο γερο-πονηρός με κατάλαβε.

 

«Είδα στον ύπνο μου ότι κάτι σου πατούσε το στήθος.»

 

«Α, δεν ήταν τίποτα.», μου απάντησε με άνεση. «Ένας Βραχνάς είναι που με ταλαιπωρεί εδώ και καιρό. Έχω πάψει να ασχολούμαι μαζί του. Νομίζω όμως ότι είχε κι ένα φίλο του μαζί αυτή τη φορά, έτσι δεν είναι;»

 

«Τι ήταν αυτό;», τον ρώτησα λοιπόν περίεργος για την σκιά που είχα δει.

 

«Έψαχνε για λεφτά.», μου είπε. «Καλά σου είπα εγώ να τα ξεφορτωθείς.»

 

«Μα γιατί ένα τέτοιο πλάσμα να έψαχνε για χρήματα;», τον ρώτησα.

 

Και τότε προς μεγάλη μου έκπληξη, ο γέρος έβγαλε από τον ασκό του ένα χρυσό σκουφί και μου το έδειξε.

 

«Ίσως επειδή κάποιος πήρε τα δικά του.», είπε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι.

 

Εκείνο το βράδυ, η αφέγγαρη νύχτα που πέρασα στον Παλιό Ελαιώνα, ήταν η πρώτη μου επαφή με το σκοτάδι. Είχα πολλά ακόμα να ζήσω.

 

 

 

Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Διγενή του Νεραιδόκαρδου,

 

Τελευταίου Φύλακα της Ανάπαυσης.

Link to comment
Share on other sites

Φίλε μου Παρατηρητή, πανέμορφο το διήγημα σου, ζωγραφίζεις επίσης έναν όμορφο, λυρικό τρόμο, θυσιάζοντας κάθε ελπίδα να μας παγώσεις το αίμα. Ίσως βέβαια δεν είναι στις προθέσεις σου να μας δώσεις τρέμουλο. Οι χαρακτήρες στην ιστορία σου είναι μοναδικοί, τέλειοι, και περισσότερο τσακώνουμε τον εαυτό μας να διασκεδάζει με τον φόβο του ήρωα σου. Εγώ προσωπικά δεν ανησυχούσα για τον αφηγητή, απλούστατα γιατί είχα εμπιστοσύνη στις συμβουλές του Φανοκόρου.

 

Έχει όμως πρόβλημα το διήγημα σου. Είναι εκείνο το πρόβλημα που μου στοίχισε το σκαλπ όταν έγραψα για την «μάστιγα» του fantasy. Μένω με κάποια σημεία αναπάντητα και θέλω περισσότερα από το διήγημα σου. Μήπως φταίω εγώ; Όχι. Το διήγημα σου είναι κομμάτι μεγαλύτερου έργου!

 

Μόνο για την παρουσίαση του στον διαγωνισμό, αυτό δεν θα φαινόταν, και δεν θα ενοχλούσε, αν είχες καλύψει αυτά τα σημεία στην εδώ του μορφή.

 

«Που θαρρείς πως θα κοιμάσαι από δω και μπρος;», μου αντιγύρισε. «Ξέχνα τα καλά τα στρώματα και τα παπλώματα. Ένα καλυβάκι θα έχεις για να κοιμάσαι κι ένα φανάρι, καλή ώρα σαν αυτό, να σου φωτίζει. Τους ανθρώπους δεν τους χρειάζεσαι πια, καθώς λίγοι θα είναι εκείνοι που θα βλέπεις στην Ανάπαυση.»

 

Γιατί δεν μας λες ποια είναι η φύση της δουλειάς του ήρωα; Τι κάνει δηλαδή ο φύλακας μιας πόλης; Ή έχει κάτι το ιδιαίτερο μια πόλη που την λένε Ανάπαυση;

 

«Ένας Βραχνάς είναι που με ταλαιπωρεί εδώ και καιρό. Έχω πάψει να ασχολούμαι μαζί του. Νομίζω όμως ότι είχε κι ένα φίλο του μαζί αυτή τη φορά, έτσι δεν είναι;»

 

Τι είναι ένας «Βραχνάς»; Τι ήταν το πλάσμα που το συντρόφευε; Πες το μας εδώ αλλά στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα μη προσθέτεις αυτές τις επεξηγήσεις.

 

Όπως το αφήνεις…τραβάς την προσοχή στο μεγαλύτερο έργο, ενώ το διήγημα φαντάζει λειψό. Κι εγώ πρέπει να ψηφίσω για το διήγημα.

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Πράγματι, μισοτελειωμένο και όχι τρόμου. Παραμυθίστικο όπως μας συνηθίζεις αλλά... εκτός θέματος.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ παιδιά για τα σχόλια.

Πράγματι κάποια πράγματα δεν εξηγούνται, σκοπίμως φυσικά. Όχι επειδή πρόκειται να εξηγηθούν στη συνέχεια αλλά συνήθως εκείνο που με τρόμαζε στις ιστορίες τρόμου ήταν αυτό ακριβώς που είχαν τα ανεξήγητα. Με κρατούσαν σε ενδιαφέρον και χαράζονταν στη μνήμη μου καθώς έδινα από μόνος μου ότι εξηγήσεις ήθελα (από τις οποίες ποτέ δεν ήμουν ικανοποιημένος). Κάπως έτσι δεν γεννήθηκαν οι ιστορίες τρόμου άλλωστε;

Βέβαια, σχετικά με το Βραχνά και τη σκιά που ήταν μαζί του, όσοι γνωρίζουν κάτι από παλιές λαικές δοξασίες, θα κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται.

Όσο για την Ανάπαυση, δεν αναφέρθηκε πουθενά ότι είναι πόλη (χιχιχι...)

Ρορίκο γιατί θεωρείς ότι είναι εκτός θέματος η ιστορία; Επειδή δεν είχε ξεκοιλιάσματα ή επειδή οι μπαμπούλες δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους; Σκοτάδι υπήρχε άφθονο, δεν μπορείς να πεις.

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Καταλαβαίνω ότι στις ιστορίες τρόμου δεν χρειάζεται να εξηγούνται όλα και να μη τελειώνουνε ξεκάθαρα. Αλλά σαν την τελείωσα τούτη, ούτε τρόμαξα ούτε ένοιωσα ένα τελευταίο σοκ. Δηλαδή από όσο καταλαβαίνω περί τρόμου, τελειώνουνε με μια απότομη κορύφωση όλες τους και η δικιά σου όχι μόνο δεν είχε μεγάλη κορύφωση αλλά δεν ήταν καν στο τέλος. Άσε που η προτελευταία αράδα αποτελεί καθησυχαστική εξήγηση και η τελευταία φτωχό cliffhanger για αόριστη συνέχεια στο μέλλον. Αυτά όλα δίνουν την εντύπωση ερασιτεχνισμού στο είδος. Και συγνώμη αν ακούγομαι πολύ σκληρός όταν το λέω έτσι. Δεν έχω γράψει ποτέ μου τρόμο, ότι καταλαβαίνω από τις ταινίες αναφέρω.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πάρα πολύ. Η ιστορία, οι εικόνες, η γραφή σου... Όλα.

Και τι δυνατή η εικόνα με τα ελαιόδεντρα! Πράγματι, μπορούν να γίνουν τρομακτικά δέντρα, όταν είναι μεγάλες, με αυτούς τους ροζιασμένους, ανθρωπόμορφους κορμούς τους.

Αυτή η ιστορία είναι από εκείνες που όσα αναπάντητα ερωτήματα κι αν άφηνες ακόμα, πάλι δεν θα με ενοχλούσε, όπως δεν με ενοχλούν και τα υπάρχοντα.

 

Λίγη προσοχή μόνο σε κάποια εκφραστικά και γραμματικά λαθάκια (για παράδειγμα, "ήθελα να φωνάζω" ή "ήθελα να φωνάξω;").

 

Εγώ ξέρω τι είναι ο Βραχνάς, που μάλιστα μου έχει επιτεθεί δύο φορές ένας, (οι Σλάβοι το θεωρούν θυληκή οντότητα και το λένε Alp), αλλά και να μην το ήξερα, πάλι δεν θα με "χάλαγε". Φαίνεται μέσα από την αφήγηση τι περίπου εννοεί ο γέρος.

 

Το μόνο που μου έλειψε ήταν το σκοτάδι. Το σκοτάδι που έπρεπε να νιώσω. Έγραψες πολύ light για τρόμου.

 

 

Ήταν πολύ ωραία, μπράβο! :)

Link to comment
Share on other sites

Πέτυχες τους βασικούς στόχους με το διήγημα σου: την ανατριχιαστική και απόκοσμη ατμόσφαιρα του σκοταδιού, το μυστήριο που έντεχνα μας παρουσιάζεις με τους Φύλακες της Ανάπαυσης και το σασπένς με την νυχτερινή περιπέτεια του πρωταγωνιστή σου. Πολύ εύκολα θα μπορούσες να κορυφώσεις την πλοκή σου, όμως αντι γι' αυτό, "κατέβασες ταχύτητα" στο τέλος.

 

Γενικά, πρόκειται για μία ιστορία με καλό υπόβαθρο, όμως χρειάζεται ακόμα δουλειά για να αναδειχθεί η δυναμική της και να "πείσει" τον αναγνώστη.

Link to comment
Share on other sites

Κάπου θα συμφωνήσω με τον Greenmist, ο οποίος είπε πιο πετυχημένα αυτό που είχα κι εγώ στο μυαλό μου, ότι δηλαδή στο τέλος 'κατέβασες ταχύτητα'.

Υπάρχει επαρκές υπόβαθρο, με ονόματα και τοπία και προϊστορία, έχτισες εξαιρετικά ωραία την ατμόσφαιρα, μάζεψες γύρω της πολύ μυστήριο και αγωνία, κάτι σημεία όπως εκεί με τα κοράκια

«Πότε θα πάψουν τα γρουσούζικα;», ρώτησα τον Φανοκόρο έχοντας την αίσθηση ότι τα κοράκια μας ακολουθούσαν αφού έκραζαν για ώρα.

 

«Μόλις σκοτεινιάσει για τα καλά.», αποκρίθηκε εκείνος. «Τώρα θέλεις να σταματήσουν. Σε λίγες ώρες θα παρακαλάς να τα ακούς.»

αυξάνουν το ενδιαφέρον κάθετα, αλλά στο τέλος ο τρόμος κάπως ξεφουσκώνει. Δεν ήταν αρκετά τρομακτικό να ψάχνει το πλάσμα για τα λεφτά που του είχαν κλέψει. Δεν ξέρω πάλι αν είμαι άδικη. Ίσως επειδή δεν έχω διαβάσει και πολύ τρόμο να θεωρώ ότι πρέπει ντε και καλά να μείνουν όλοι μέχρι το τέλος τρομαγμένοι και μια αίσθηση επερχόμενης απειλής, ενώ μπορεί κάλλιστα στο φως της μέρας, κάτι που μας έχει τρομάξει θανάσιμα, να αλλάξει εντελώς υπόσταση.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη και καλογραμμένη. Είναι από τις ιστορίες που φυλακίζει τον αναγνώστη και τον οδηγεί με ταχύτητα παρακάτω. Την ήθελα βέβαια να κλείνει οριστικά, πράγμα που δεν κάνει, αλλά είναι δική σου επιλογή και απόλυτα σεβαστή.

Link to comment
Share on other sites

Δεν ήταν αρκετά τρομακτικό να ψάχνει το πλάσμα για τα λεφτά που του είχαν κλέψει.

 

Δεν είναι τρομαχτικό να σε κλέβουν; :( Δεν είναι τρομαχτικό να σε ψάχνουν στον ύπνο; :o Δεν είναι τρομαχτικό όλα αυτά να τα κάνει κάτι από το υπερπέραν; :scared:

Όχι ε; :D

Link to comment
Share on other sites

Δεν είναι τρομαχτικό να σε κλέβουν; :( Δεν είναι τρομαχτικό να σε ψάχνουν στον ύπνο; :o Δεν είναι τρομαχτικό όλα αυτά να τα κάνει κάτι από το υπερπέραν; :scared:

Όχι ε; :D

 

Εμ, εμχ... Και το είπα ότι τα σχόλιά μου θα είναι του ατζαμή! :bag:

Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Φαίνεται ότι οπλίστηκα με υπερβολικό θάρρος για να διαβάσω τις ιστορίες! :whistling:

Link to comment
Share on other sites

Ναι, έχεις δίκιο, όντως είχα ξανακούσει την ιστορία, αλλά τη θυμήθηκα μόνο όταν εμφανίστηκε ο Βραχνάς (υπέροχο τερατάκι, πριν να μου πεις δεν ήξερα τι είναι).

 

Εγώ τώρα ίσως έχω ένα πλεονέκτημα (αν και νομίζω πως φαίνεται ρε παιδιά κι από την ιστορία κι από το όνομα) που ξέρω τι είναι η Ανάπαυση και πόσο δίκιο έχει ο Νεοκόρος. Πάντως μου άρεσε πολύ γραμμένο και παρόλο που είναι στιγμιότυπο της ζωής του ήρωα μόνο, κλείνει ομαλά. Έχει δηλαδή ένα τέλος και αφορά την πρώτη του νύχτα στο σκοτάδι. Εντός θέματος και ωραία ιστορία.

 

Τρομομεζούρα: Μπα

Link to comment
Share on other sites

Αὐτὸ ποὺ μοῦ προξένησε ἔκπληξη, Παρατηρητή, εἶναι ἡ ἁλματώδης-τεράστια-ἀπροσμέτρητη ἐξέλιξή σου. Περίφημο ὕφος, σωστὴ γλῶσσα, ἐνδιαφέρουσα ἀφήγηση, μυστήριο, ἀτμόσφαιρα καί, φυσικά, ἐξαιρετικὴ ἡ περιγραφὴ τῆς νύχτας στὸν ἐλαιώνα.

 

Σχετικὰ μὲ τὰ προβλήματα ποὺ ἀνέφεραν ἄλλοι, θὰ συμφωνήσω μόνον ὅτι ἀφήνεται ἕνα λογικὸ κενό: ποιά εἶναι ἡ δουλειὰ τοῦ ἀφηγητῆ καὶ πῶς ἔμπλεξε μὲ τὸν Φανοκόρο; Δυὸ γραμμὲς θὰ ἔλυναν αὐτὴν τὴν ἀπορία καὶ θὰ ἔκαναν τὸ διήγημα νὰ στέκει ἀνεξάρτητο. Ἐπίσης, ὑπάρχουν λίγα λαθάκια ἔκφρασης - ἐλάχιστα καὶ πολὺ μικρῆς ἀξίας - ποὺ ψιλοχαλοῦν τὸ ὕφος. Γιὰ παράδειγμα, ἐνῶ τὸ ὕφος εἶναι κάπως λόγιο καὶ φροντισμένο, πετᾶς ἕνα "τσαντίστηκα" ἀντὶ "θύμωσα" ἢ "οργίστηκα" καὶ οἱ συχνὲς ἐπαναλήψεις τοῦ "πόσο μάλλον". Ἀλλ' αὐτά, ὅπως εἶπα, εἶναι ἐπουσιώδη ψεγάδια.

 

Ἡ ἱστορία σου ἐν πολλοῖς μοῦ ἄρεσε πάρα πολύ, στὴν περιγραφὴ τῆς νύχτας ἔνοιωσα μιὰ ἀνατριχίλα, τὸ σκοτάδι ἦταν παρὸν καὶ ἡ δομὴ στρωτή. Εὖγε καὶ συγχαρητήρια, κύριε!

Link to comment
Share on other sites

Το κείμενό σου είναι από τα καλύτερα του διαγωνισμού. Η αφήγησή σου είναι εξαιρετική, όπως και οι σκηνές τρόμου που μας παρουσιάζεις. Το μόνο σημείο στο οποίο χάνει είναι ότι έχει μια ασάφεια όσον αφορά το περίγραμμα των χαρακτήρων, χωρίς όμως αυτό να μειώνει έστω και στο ελάχιστο την αξία του. Το όνειρο που βλέπει ο πρωταγωνιστής είναι για μένα το δυνατότερο της ιστορίας.

Η_Νύ_τα_στον_Παλιό_Ελαιώνα.doc

Link to comment
Share on other sites

Kαθώς διάβαζα την ιστορία, έλεγα μέσα μου: «Μεγάλε, βρήκες το πουλέν».

Τρομερή ατμόσφαιρα. Μου φάνηκε ότι το σκοτάδι σχεδόν τύλιξε και μένα. Ήταν τελείως on topic και αυτό έχει να κάνει με το ότι οι περιγραφές είναι ιδιαίτερα επιτυχημένες. Ο προορισμός των ηρώων, μού “καρφώθηκε” με τη μία και με έβάλε από νωρίς σε αναμμένα κάρβουνα.

Μη σου πω ότι με έκανε να σκέφτομαι κάποια τρομερή ανατροπή αλά “Έκτη

 

Αίσθηση”.

 

 

 

Στο σημείο της στάσης, η ένταση κορυφώνεται και μετά παίζουν οι επιζητούμενες ανατριχίλες.

Και εκεί που όλα είναι καλά... φρενάρει. Ίσως να το βλέπω εγώ έτσι, αλλά, επιπλέον, αν δεν παίξει κάποιου είδους καταστροφή, μια ιστορία τρόμου μένει ημιτελής. Άμα περάσει και δε σε αγγίξει, η απειλή και ο τρόμος χάνονται ή καλύτερα, ξεθωριάζουν. Δε λέω να μη μείνει ρουθούνι, αλλά με όλη αυτή την τρομερή ατμόσφαιρα που έχεις χτίσει, το να την σκαπουλάρουν και οι δύο, μοιάζει σαν το αχλαδάκι στην τούρτα... και εγώ ήθελα το κερασάκι. Θα μου πεις συνεχίζεται... Οκ... πάσο.

ΥΓ:Ο βραχνάς και ειδικά η σκιά, είναι από μόνοι τους αρκετά τρομακτικοί και η ατμόσφαιρα τούς ανεβάζει μία κατηγορία.

Edited by dagoncult
Link to comment
Share on other sites

Γενική εικόνα: Ωραία, σαφώς πάνω από το μέτριο.

Τι μου άρεσε: Το φάνταζι ελληνοκεντρικό σέττινγκ. Με αυτό το δείγμα, θα μπορούσαμε να κάνουμε αρκετούς εδώ μέσα να αλλαξοπιστήσουν και να αφήσουν όρκ και ξωτικά για τους Κέλτες…χιχιχι…

Τι δε μου άρεσε: Το ότι μπορεί αν βλέπει όταν δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Τι τον έκανε να μπορεί να ξεχωρίσει τη σκιά και το Βραχνά, ενώ το σκοτάδι ήταν τόσο απόλυτο; Επίσης οι αναφορές σε γύφτους και μολυβένιες σφαίρες φαντάζουν αναχρονιστικές. Είναι πιο προχωρημένοι στην τεχνολογία από τον μέσο επικό ήρωα; Κάτι σαν την εποχή του διαφωτισμού;

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Επειδή δεν μοιάζει να αρχίζει και να τελειώνει κάπου, αλλά να είναι τμήμα κάποιας μεγαλύτερης ιστορίας, εμεινα με ένα ανικανοποίητο συναίσθημα. Κάνα δυο σημεία ίσως θα μπορούσες να τα γράψεις λίγο καλύτερα (ιδίως το "πόσο μάλλον" και το "ο άτιμος" μου χτύπησαν λίγο στο μάτι), αλλά γενικά η ιστορία είναι καλογραμμένη.

 

Δυστυχώς μάλλον οι περισσότεροι εδώ έχουν μάθει να διασκεδάζουν με τις ιστορίες σου, οπότε ήταν σίγουροι ότι όλα θα πάνε καλά και δεν τρόμαξαν. Δεν πειράζει όμως

Link to comment
Share on other sites

Επειδή δεν θεωρώ πως είναι νόμος ( άσχετο με το άν ο τρόμος της τελευταίας στιγμής αφήνει μια δυνατή επίγευση ) όλα τα διηγήματα τρόμου να τελειώνουν με μια στιγμή κορύφωσής του. ( Τα κλασσικά έργα τρόμου τελειώνουν με μια αίσια εκδοχή. Πχ. στα περισσότερα έργα με βρυκόλακες θριαμβεύουν οι κυνηγοί τους, εξολοθρεύοντάς τους. )

Επειδή ένα συμπαθητικό - fantasy περιβάλλον συχνά αποτελεί κατάλληλο ''καμβά'' για να υφανθούν πάνω του σκηνές ψυχικής έντασης.

( Η εναλλαγή ανυποψίαστων στιγμών του αναγνώστη με στιγμές αγωνίας λειτουργεί ενισχυτικά. )

Επειδή το διήγημά σου είναι όμορφα γραμμένο και οι περιγραφές στον ελαιώνα συνυφαίνονται έντεχνα με την ψυχολογία του ήρωά σου.

Επειδή μας προετοίμασες σταδιακά και πετυχημένα με την αναφορά της γυναίκας που έχασε τα παιδιά της, δημιουργώντας το σωστό κλίμα για την επερχόμενη σκηνή.

Επειδή δεν με πειράζει τελικά που δεν γέμισε αίματα η οθόνη του υπολογιστή μου.

Το διήγημά σου μου έθεσε δίλημμα για την ακριβή του θέση στο top της τελικής κατάταξης.

Κοινώς, νομίζω ότι είναι από τα καλύτερα του διαγωνισμού.

Edited by Πυθαρίων
Link to comment
Share on other sites

Γιώργο η ιστορία είναι καλή. Έχει κάποια λαθάκια αλλά μάλλον είναι από βιασύνη. Μου άρεσε πολύ η ιδέα σου να πάρεις κάτι που μοιάζει με λαϊκό τρομαχτικό θρύλο και να τον στήσεις σ’ ένα φάντασυ σκηνικό προσπαθώντας να δημιουργήσεις ατμόσφαιρα. Αυτό και μόνο κάνει την ιστορία σου ενδιαφέρουσα. Εκεί που χάνει είναι στα σημεία όπου το φάντασυ παίρνει το πάνω χέρι και ο τρόμος που είναι το ζητούμενο υποχωρεί. Θα μπορούσες αντί να φτάσεις σ’ εκείνο το ευδαιμονικό όραμα να επιμείνεις περισσότερο στον εφιάλτη κορυφώνοντας το σασπένς με κάποιο τρόπο. Όπως το έχτισες τώρα μοιάζει σα μια τρομαχτική καταιγίδα που κόπηκε απότομα και τη θέση της πήρε το ουράνιο τόξο.

 

Μου άρεσαν ο χαρακτήρας του Φανοκόρου και τα ονόματα που επέλεξες. Good Work!

Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Το διήγημα συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στις 9 ιστορίες που αποτέλεσαν την ηλεκτρονική ανθολογία από την Ομάδα Παιχνιδιών Φαντασίας Και Ρόλων Θέρμης. Ο τίτλος της ανθολογίας είναι Πριν τις Εννιά και μπορείτε να βρείτε εδώ: http://www.lulu.com/product/paperback/%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%B9%CF%82-9/14301534

Link to comment
Share on other sites

Το διήγημα συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στις 9 ιστορίες που αποτέλεσαν την ηλεκτρονική ανθολογία από την Ομάδα Παιχνιδιών Φαντασίας Και Ρόλων Θέρμης. Ο τίτλος της ανθολογίας είναι Πριν τις Εννιά και μπορείτε να βρείτε εδώ: http://www.lulu.com/product/paperback/%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%B9%CF%82-9/14301534

Ωραίο εξώφυλλο Γιώργο, μπράβο. Να που αρχίσαμε. Να συνεχίσει έτσι καλόμοιρα η ανάδειξη της αξίας σου! :yeah:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..