Jump to content

Ζωή, Θάνατος, Τραγούδι


Recommended Posts

Είδος: επιστημονική φαντασία

Βία; Όχι. Άσχημες σκηνές. Απαραίτητη η γονική συναίνεση.

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων:1815

Αυτοτελής;Ναι

Σχόλια: Το είχα γράψει πριν καιρό, αλλά δεν το ανέβαζα. (Όταν το έγραφα το χάρηκα, πάντως). Το ανέβασα σήμερα για να τη σπάσω στον roriconfan, που γκρινιάζει για τις ιστορίες τρόμου των τελευταίων ημερών. :whistling: Εντάξει, δεν είναι τρόμου, αλλά δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο έχω γράψει. :D (Sorry rori, no hard feelings, eh?)

 

 

 

 

Από κάπου μακριά ερχόταν ο ήχος. Κάπου πέρα από τη γειτονιά, ίσως και πέρα απ’ την πόλη, μπορεί να ερχόταν από τον ουρανό. Μπορεί να ήταν μόνο μέσα στο μυαλό του. Αφουγκράστηκε πάλι, αυτή τη φορά κράτησε την αναπνοή του για ν’ ακούσει καλύτερα. Το ξανάκουσε. Επαναλαμβανόταν κάθε μισό λεπτό περίπου. Ένα βουητό, βαθύ κι αργόσυρτο, ξεκίναγε δυνατά κι έσβηνε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Έσβηνε και χανόταν κι αυτός το περίμενε πότε θα ξανακουστεί, ήταν ο μόνος κρίκος που τον έδενε πια με το παρόν, με τη ζωή.

 

Το φανταζότανε: κάτι μεγάλο, σίγουρα θα ήτανε μεγάλο, άραγε όμως κάτι μεταλλικό, με σώμα γεμάτο γρανάζια και βίδες, ή κάτι ζωντανό, με μυαλό και καρδιά και φόβους, όπως αυτός; Είχε προγόνους ή κατασκευαστή; Είχε σπίτι ή εργοστάσιο παραγωγής; Ό,τι κι αν ήταν, πρέπει να ήταν κάπου εκεί, η μόνη παρέα του, το πιο κοντινό πλάσμα ή πράγμα για το οποίο νοιαζόταν ακόμα. Δε νοιαζόταν ούτε για τον εαυτό του πια. Ή μήπως ήταν κι αυτό ένα ψέμα; Ψέμα, σαν εκείνο που ξεστόμισε τότε στη γυναίκα του: «Όλα θα πάνε καλά» είχε πει, κι ας μην το πίστευε, κι ας ήξερε πως τίποτα δεν θα πήγαινε πια καλά, πως τίποτα δεν θα έμενε ισορροπημένο και άρτιο, και κανείς δεν θα ζούσε ή κι αν ζούσε δεν θα θύμιζε σε τίποτα ανθρώπινο ον. Η τρέλα και η αταξία κι ο θάνατος θα κυρίευαν. Αλλά της είχε υποσχεθεί ότι «όλα θα πήγαιναν καλά».

 

Έσυρε όπως-όπως τα πόδια του ως την πόρτα, (μετά τα χημικά που έριξε ο στρατός, του είχε μείνει ένα νευρικό σύμπτωμα: όλες του οι κινήσεις ήταν κοφτές και άτσαλες) και την άνοιξε. Ο ουρανός σκοτεινός και κόκκινος, όπως πάντα. Πάντα; Τέλος πάντων, όπως τις τελευταίες εβδομάδες. Πόσες να ήταν; Τρεις; Τέσσερις; Είχε αρχίσει να χάνει το μέτρημα πια, κι αυτό ήταν ένα άλλο σύμπτωμα των χημικών λουτρών που υπέστη: πάθαινε κενά αντίληψης. Ποτέ δεν ήξερε αν αποκοιμιέται και πόσο διαρκεί ο κάθε ύπνος, πάντως είχε παρατηρήσει ότι καμιά φορά βρισκόταν κάπου χωρίς να έχει περπατήσει ως εκεί, που σήμαινε πως μπορεί να υπνοβατούσε, ή απλά να τα είχε τελείως χαμένα. Πράγμα διόλου απίθανο. Να τα είχε χαμένα.

 

Σιγομουρμούρισε πάλι το τραγουδάκι που του είχε κολλήσει στο μυαλό από την προηγούμενη μέρα, ένας θεός ξέρει γιατί: «Μια ω-ραία πε-τα-λούου-δα… Μια ω-ραία πε-τα-λούου-δα…». Τουλάχιστον να το θυμόταν όλο!

 

 

 

Ξανάκλεισε την πόρτα και πήγε να ξαπλώσει. Δεν κατάφερε ακριβώς αυτό, αλλά να πέσει με τα μούτρα στο στρώμα. Τέλος πάντων, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε να κάνει πως κοιμάται. Το μυαλό του γέμισε ένα σκούρο κόκκινο χρώμα, ανακατεμένο με μαύρο καπνό: έβλεπε ξανά και ξανά τον ουρανό, έτσι όπως τον είχαν καταντήσει οι μεγάλες κυβερνήσεις. Οι μεγάλες κυβερνήσεις με τον τελευταίο μεγάλο τους πόλεμο, που δεν είχε νικητές και νικημένους, πολύ πιο άμεσα και απόλυτα από κάθε άλλο πόλεμο της ανθρωπότητας. Ένας πόλεμος που μετέτρεψε τη γη σε φλεγόμενη κόλαση, πέρα από κάθε εφιάλτη, κάθε φρικτό και παράλογο φόβο.

 

Όταν ανακοίνωσαν ότι οι καινούργιες βόμβες αερίων θα άρχιζαν να σκάνε, όλοι τρέξαν να κρυφτούν σε αυτοσχέδια ή οργανωμένα καταφύγια. Σε υπόγεια σπιτιών και δημοσίων κτιρίων και σε «ασφαλή καταφύγια» του στρατού, (που έπρεπε να έχεις Πιστοποιητικό Ιδεολογίας για να μπεις. «Είσαι μαζί μας ή είσαι με τους άλλους;»). Τίποτα δεν έπιασε. Τα χημικά ήταν τόσο δυνατά που διαπέρασαν τα πάντα, γη, ατσάλι, τσιμέντο, πλαστικό και νερά. Τα πάντα. Όλοι μολύνθηκαν. Αργά και σταθερά, όλοι αρρώστησαν, παραμορφώθηκαν, έμειναν ανάπηροι, τρελάθηκαν, πέθαναν. Οι τυχεροί πέρασαν τις πύλες του Άδη χωρίς πολλές ενδιάμεσες στάσεις.

 

Οι ηλίθιοι, μολύνθηκαν κι οι ίδιοι, οι «μεγάλοι», ο στρατός τους, οι αρχηγοί τους, όλοι. Δεν υπήρχε πια κανείς να σταματήσει τον πόλεμο, οι μηχανές τους συνέχιζαν να εξαπολύουν τα θανάσιμα αέρια στον κόσμο, χωρίς να υπάρχει κανείς να τις σταματήσει. Ο ένας περίμενε να σταματήσει πρώτα ο άλλος. Επιθέσεις που καταβρόχθισαν η μια την άλλη.

 

Έμεινε μπρούμυτα στο κρεβάτι για ώρα, το βουητό συνέχιζε ν’ ακούγεται περιοδικά, ήταν σίγουρος πια πως ήταν αληθινό. Το ένιωθε σα να ζητούσε βοήθεια, ή απλώς παρέα. Το άκουγε και ένιωθε κι αυτός μόνος. Πιο μόνος από πριν. Η αίσθηση ότι κάτι προσπαθούσε να τον καλέσει κοντά, ήταν χειρότερη από την απόλυτη ερημιά.

 

 

Σηκώθηκε. Ή μάλλον, πετάχτηκε πάνω. Θα έφευγε από το σπίτι, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μείνει άλλο εκεί. Μπορούσε να πάει και να πεθάνει αλλού. Βγήκε στον κήπο όπου είχε θάψει πριν λίγες μέρες τη γυναίκα του. Πλησίασε στον τάφο. Με τα δύσκαμπτα πόδια του δεν μπορούσε να γονατίσει. Έμεινε για λίγο από πάνω του και μετά περπάτησε μέχρι τη γωνιά που παλιά υπήρχαν οι κόκκινες τριανταφυλλιές, το καμάρι της γυναίκας του. Εκεί ήταν θαμμένος ο σκύλος τους, ο πολυαγαπημένος τους φίλος. Δεν είχε πεθάνει από τα χημικά, αλλά τρία χρόνια πριν, από βαθιά γεράματα, στον ύπνο του. «Τυχεράκια» σκέφτηκε κι έφυγε κι από ‘κει. Δεν ήθελε να θυμάται πώς πέθανε η γυναίκα του.

 

Βγήκε από την ξεχαρβαλωμένη καγκελόπορτα (τα χημικά είχαν σαπίσει και τα σίδερα ακόμα) και άρχισε να κατηφορίζει το μικρό δρομάκι χωρίς να κοιτάει πίσω του. Περνούσε πάνω από σαπισμένα πτώματα, παιδιά, μεγάλοι, γέροι, ζώα, σε διάφορες στάσεις. Σε διάφορα χρώματα. Με διάφορες παραμορφώσεις. Πρώτη φορά έβγαινε απ’ το σπίτι του, εδώ και…ποιος ξέρει; Μια βδομάδα; Παραπάνω; Αναγνώρισε τον φούρναρη, την κόρη του περιπτερά και ένα ξανθό παιδάκι που ζούσε στο γωνιακό σπίτι με την οικογένειά του. Όλοι θα έπρεπε να μυρίζανε φριχτά, αλλά δεν μπορούσε να μυρίσει τίποτα, στη θέση της μύτης του είχε μια τρύπα που έτρεχε πύον και αίμα.

 

Άκουσε έναν ήχο που θύμιζε ανθρώπινη φωνή και έστριψε το κεφάλι. Είδε μια μάζα μωβ σάρκας με γυναικεία ρούχα. Η μάζα ήταν μεγάλου μεγέθους, άρα πρέπει να ήταν η μάνα του ψιλικατζή, που ήταν μια ψηλή και παχιά γυναίκα. Δεν πλησίασε. Το μωβ πράγμα έβγαζε έναν ήχο σα μουρμουρητό, σαν κλάμα ή γέλιο, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Συνέχισε το δρόμο του.

 

«Λά-μπουν τα-χρυ-σά φτε-ράα της…», προσπάθησε αξιοθρήνητα να ξεχαστεί.

 

Όταν έστριψε δεξιά στο μεγάλο δρόμο, παρατήρησε ότι το βουητό που άκουγε άλλαξε. Έγινε πιο δυνατό και διαρκούσε πιο πολύ. «Σαν πληγωμένη φάλαινα κάνει» σκέφτηκε, χωρίς να έχει ακούσει ποτέ του πληγωμένη φάλαινα. Είχε ακούσει το τραγούδι τους όμως, σε κάτι ντοκιμαντέρ. Αλλά ούτε αυτές ήθελε να θυμάται. Ούτε τίποτα άλλο από τα ζωντανά της γης, γιατί δεν ήθελε να τα φανταστεί πώς θα ήταν τώρα.

 

Συνέχισε το δρόμο του. Ακολουθούσε το ακατανόητο κάλεσμα.

 

Η μεγάλη λεωφόρος παρουσίαζε το ίδιο θέαμα με τη γειτονιά του. Όταν είδε όμως έναν άντρα που προσπαθούσε να ξεκολλήσει το χέρι του από τον ώμο τραβώντας το με λύσσα με το άλλο χέρι και χτυπώντας το πάνω σε μια κολώνα, δεν άντεξε: έπιασε το κεφάλι του και άρχισε να φωνάζει, τρέχοντας με το άτακτο, κουτσό του βήμα, να φύγει, να φύγει μακριά από τις τρομακτικές, κατοικημένες περιοχές.

 

Λαχανιάζοντας έφτασε στα ριζά του λόφου που πήγαιναν βόλτα με τη γυναίκα του. Το βουητό είχε πάλι αλλάξει. Ο ρυθμός του ήταν πιο γρήγορος και η χροιά του πιο ψηλή. «Σαν τρομαγμένο πουλί» σκέφτηκε και άρχισε να ανεβαίνει το λόφο.

 

Ενώ ανέβαινε, πιάστηκε από κάτι ξερούς θάμνους και πρόσεξε ότι τα χέρια του είχαν αρχίσει να παίρνουν ένα απαλό πράσινο χρώμα. «Ωραία» σκέφτηκε, «να τελειώνουμε. Μόνο ελπίζω να περάσω στις υπόλοιπες αποχρώσεις σχετικά γρήγορα».

 

Έφτασε στην κορυφή και το μεγάλο πράγμα ή πλάσμα φώναζε ακόμη. Και το είδε, ήταν εκεί, στο κέντρο ενός κύκλου ερειπίων που κάπνιζαν, μερικές φλόγες εδώ κι εκεί έκαιγαν ακόμη, αλλά σε λίγο θα έσβηναν κι αυτές, δεν υπήρχε τίποτα να κάψουν. Τι ήταν όμως; Μπροστά του στεκόταν κάτι που θύμιζε χταπόδι με τέσσερα πόδια, κοντά στα τέσσερα μέτρα ύψος κι άλλα δύο πλάτος, που στο κεφάλι του εξείχε ένα πελώριο μάτι και μια μαύρη τρύπα έμοιαζε με στόμα. Σίγουρα ήταν κάτι σα στόμα, γιατί το πράγμα ξανάβγαλε μια δυνατή φωνή, που βγήκε από ‘κει.

 

Με τα αφύσικα, πράσινα χέρια του (που είχαν σκουρύνει κι άλλο εν τω μεταξύ), σχημάτισε χωνί και το έβαλε μπροστά στο στόμα του. Τουλάχιστον πριν πέθαινε θα επικοινωνούσε με κάτι. Μάζεψε όση ανάσα είχε τη δύναμη να μαζέψει και φώναξε, μιμούμενος το βουητό του πλάσματος. «Ουυάαα».

 

Το χταπόδι-έτσι το σκεφτόταν τώρα-γύρισε αργά και τον κοίταξε με το πελώριο μάτι του. Αναποφάσιστο, έμεινε για λίγο σιωπηλό. Αυτός ξαναφώναξε «Ουυάαν ουάν ου-ου-άααν». Το χταπόδι απάντησε επιτέλους. «Ούαανννν» είπε παραπονιάρικα με όλη του τη δύναμη, που ήταν μεγάλη, γιατί βούιξε ο τόπος.

 

Κοιτάχτηκαν για λίγη ώρα. Μετά από μερικές στιγμές έντονης αμηχανίας, χωρίς ελπίδες συνεννόησης, αυτός είχε μια ιδέα: ποιος ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος να επικοινωνήσουν δυο διαφορετικά είδη χωρίς να ξέρουν το ένα τη γλώσσα του άλλου; Ποια ήταν η παγκόσμια γλώσσα, εκτός απ’ τη γλώσσα του σώματος ( γιατί δεν έβλεπε τρόπο ένας άνθρωπος να κινηθεί σα χταπόδι ή το ανάποδο); Η μουσική! Το τραγούδι! Το τραγούδι της φάλαινας, θυμήθηκε, το νανούρισμα που λέει η μάνα στο μωρό, το γουργουρητό της γάτας στα γατάκια της, το ουρλιαχτό του λύκου…

 

Έβαλε ξανά τα χέρια του μπροστά στο στόμα κι άρχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη το παιδικό τραγουδάκι που δεν ήξερε κι ο ίδιος πώς θυμήθηκε: «Μια-ω-ραία πε-τα-λούουδα, μια ω-ραία πεταλούουδα, μια ωραία πε-τα-λούδα με ολό-χρυσα φτερά» το χταπόδι έσκυψε ελαφρά προς το μέρος του: «Ουούννν;» έκανε απορημένο.

 

Εκείνος συνέχισε: «Λάμ-πουν τα χρυ-σά φτεράα της, να-να λαλα-λα-λαλάαλα…» «Ουάνγκ ουάνγκ ουάνγκ ουά-ανγκ» συμμετείχε δειλά στην αρχή το χταπόδι κι έτσι οι δυο τους συνέχισαν να τραγουδούν, πιο ξεθαρρεμένα σε λίγο και η μελωδία γέμισε τον αέρα, κατηφόρισε απ’ το λόφο και σύρθηκε χαρούμενη ως την πόλη, χαρούμενη και θλιβερή μαζί, γιατί μιλούσε για ζωή και ζωή δεν υπήρχε πια, όλα βούλιαζαν, βούλιαζαν στο θάνατο και στην παράνοια.

 

Ο άντρας με το ξεκολλημένο χέρι άκουσε και έκλαψε, έκλαψε για το χέρι του, για το μυαλό του, για τη ζωή και το φως και το σκοτάδι που θα τον αγκάλιαζε σπλαχνικά, το τραγούδι τους έφτασε στη γειτονιά και χάιδεψε το νεκρό μωβ πράγμα που κάποτε ήταν η μάνα του ψιλικατζή, κάποτε το τραγουδούσε κι η ίδια, όταν ήταν μικρή και έπαιζε με τα άλλα κοριτσόπουλα, με μια κορδέλα στα μαλλιά της, το τραγούδι που τώρα συνέχιζε να μπαίνει σε σπίτια, να συναντά νεκρά παιδιά και παππούδες και γιαγιάδες, να τρυπάει τοίχους και να ξαναβγαίνει στην πόλη και ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, στον κόκκινο ουρανό που κανένα πουλί δεν θα πέταγε πια.

 

Το τραγούδι συνεχίστηκε για ώρα, ώσπου ο ένας απ’ τους δύο εξαντλήθηκε. Και δεν ήταν το χταπόδι. Το χταπόδι έσκυψε λίγο ακόμα και κοίταξε τον μικροσκοπικό άνθρωπο που αγκομαχούσε, πεσμένος στα τέσσερα πόδια του καινούργιου του φίλου. Του τελευταίου του φίλου.

 

«Ουάανγκκ;» ρώτησε θλιμμένα. Αν μπορούσε θα δάκρυζε. Εκείνος με κόπο σάλεψε τα μαύρα χείλια του, καταφέρνοντας να πει «Τραγούδα φίλε μου, λίγο ακόμα, σε παρακαλώ». Το χταπόδι δεν καταλάβαινε.

 

«Μια ω-ραία πε-τα-λούουδα…Να να, να-να νανα νάα-να…» πίεσε τον εαυτό του να φωνάξει μια τελευταία φορά τη μελωδία, και ο φίλος του αμέσως κατάλαβε. Ξανάρχισε το τραγούδι, αυτή τη φορά μόνο του, κι εκείνος ξεψυχούσε ακούγοντας την παιδική, γνωστή μελωδία και ξέροντας ότι έκανε έναν ακόμη φίλο στη ζωή του.

 

 

 

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

Ζωή__θάνατος__τραγούδι.doc

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Που να πάρει ο διάολος, βαλθήκατε να με κάνετε να κόψω φλέβα, έτσι δεν είναι; Λέω, επιτέλους και μια που δεν είναι τρόμου, και τελικά μου βγαίνει Η Επόμενη Μέρα, στο εντελώς απαισιόδοξο. Καταραμένε τρόμε, μακαβρίλα και πεσιμίλα, από την οικονομική κρίση όλοι πια επηρεαστήκανε;

 

Και τώρα τώρα περνάω στο θάψιμο, όχι τόσο βαθιά όμως όσο βρίσκεται αυτές τις μέρες η ψυχολογία μου. Αχέμ...

 

Έχω δει τόσα ανιμέησον με την φρίκη του aftermath ενός πυρηνικού βομβαρδισμού, ας φάω τώρα και τον χημικό πόλεμο.

Η γενική ιδέα είναι καλή, μούρλια και ωραία ως εδώ (για το θέμα μιλάω όχι για την ατμόσφαιρα).

 

Αλλά σαν περνάς να εξηγήσεις τι συνέβει στον κόσμο, το ΄χανεις. Ακούγεται σαν να ανοίγεις μια μεγάλη παρένθεση και να πετάς infodump στον αναγνώστη. Αυτό δίνει την κλασική αδυναμία του να λες και όχι να δείχνεις που ξεχωρίζει την έμπειρη από την άπειρη γραφή. Και μάλιστα δεν είναι κάτι που χρειάζεται πολύ δουλειά. Όχι, απλά πρέπει να βρεις μια σκηνή που να κολλάει ώστε να κάνεις την περιγραφή ΕΝΩ κινήται ο πρωταγωνιστής. Δηλαδή να το διαβάζεις σαν να τα σκέφτεται ο ήρωας ή ο αναγνώστης ενώ προχωράει η πλοκή και όχι να παγώνεις την πλοκή για να πετάξεις την εξήγηση. Γιατί έτσι όπως είναι, το πάγωμα της πλοκής μειώνει το δράμα του ήρωα ενώ αν το ενοποιήσεις θα το ενισχύσει ή δεν θα το μειώσει γιατί αλλάζεις το επίκεντρο της ιστορίας.

 

Κατά τα άλλα δε μπορώ να πω περισσότερα μιας που το διήγημα δε χρειάζεται να αναλωθεί σε εξηγήσεις όπως τι ήταν το χταπόδι ή γιατί οι άνθρωποι παραμορφώνονταν σε τόσο μεγάλο βαθμό. Απλά ίσως να μη χρειάζεται να περιγράψεις τόσο πολύ το τι συνέβει και κατέληξε ο κόσμος εδώ που βρίσκεται και να επιμείνεις στο πως είναι.

 

Αυτά... Πάω τώρα στην κουζίνα να βρω μαχαίρι.

 

Και Κασάνδρα... Βρες, διάβασε το "Τα παιδιά πρέπει πάντα να γελούν" στην βιβλιοθήκη και δες πως είναι το αντι-διήγημα σε ότι μόλις έγραψες. Να βλέπουμε και την αντίπερα όχθη, ε;

Link to comment
Share on other sites

Ναι βρε, μην τρελαίνεσαι! Κάποια φορά θα ανεβάσω κάτι αισιόδοξο, ακόμη και χαρούμενο, θα δεις... :)

 

edit: Το "Τα Παιδιά Πρέπει Πάντα Να Γελούν" το είχα διαβάσει πριν καιρό και μου άρεσε, αλλά δεν συγκρατώ τίτλους εύκολα. Έψαξα και το βρήκα και... το θυμήθηκα.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..