Jump to content

Το χρυσό της σάλι


Cassandra Gotha

Recommended Posts

Είδος: παραμύθι

Βία; όχι

Σεξ; ναι

Αυτοτελής; Εδώ, ναι. (Στη ζωή, όχι).

Σχόλια: Κάτι αισιόδοξο από μέρους μου. Τώρα μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη.

 

 

 

 

 

 

Το χρυσό της σάλι

 

 

 

 

 

Έβρισε καθώς έφτυνε πετραδάκια. Τα χέρια της είχαν γεμίσει γδαρσίματα και χώμα, το ίδιο και τα γόνατά της. Στα μαλλιά είχε ακουμπήσει όλη η χαμηλή βλάστηση και οι ιστοί αράχνης και ίσως μερικά ακόμη ζωντανά των δέντρων της περιοχής.

 

Πόση ώρα σερνόταν; Πόση ώρα σκιζόταν ανάμεσα στα πουρνάρια και τα βράχια; Αλλά θα έφτανε κάποτε, δεν θα έφτανε; Και τότε θα έλεγε δυο λογάκια «γυναικεία» στον αχαΐρευτο. Στον άντρα της, που επέμενε ότι κάτω «στο λάκκο» είδε το χρυσό σάλι που είχε χάσει το χειμώνα, όταν της το πήρε ο αέρας ενώ ο προκομμένος της χάιδευε το λαιμό. Ώρα πού ‘χε βρει για χάδια! Κι από τότε, όλα τους πάνε στραβά στο σπίτι, το γάλα ξινίζει και κόβει, τ’ αυγά σπάνε στο κοτέτσι και τον κόκορα που αποφασίζουν να σφάξουν τον τρώει αλεπού ή γεράκι την προηγούμενη μέρα. Άσε πια τα ρούχα! Εκεί που τα μπαλώνεις εκεί σκίζονται.

 

Κακήν κακώς βγήκε ο χειμώνας, με το σπίτι να κοντεύει να ρημάξει και τους δυο τους ακόμα τσακωμένους.

 

«Ο άνεμος το πήρε, τι φταίω εγώ;»,

 

«Αν εσύ δεν με χαϊδολόγαγες μέσα στον αέρα, δεν θα είχε πάρει το σάλι μου»,

 

«Γιατί, λες να ζήλεψε;».

 

 

 

Έτσι τσακώνονταν συνέχεια και τους άκουγαν οι σκύλοι και οι κατσίκες και οι τράγοι τους και φώναζαν και έξυναν τα πόδια στη γη εκνευρισμένα, γιατί ούτε τα ζώα δεν τσακώνονται έτσι.

 

 

 

Φταίει το σάλι που χάθηκε, το γούρι, η προίκα η μαγική. Αχ, τι της έκανε ο προκομμένος!

 

 

 

Και τώρα, ενώ εκείνος έτριβε το πονεμένο του πόδι, που γύρισε ενώ κατέβαινε το φαράγγι, αυτή έσκιζε τα γόνατά της μπουσουλώντας για να βρει τι; Κάτι ψεύτικα πραγματάκια, χρυσά στολίδια παιδικά, φλουριά και αλυσίδες και σκουλαρίκια, όλα απ’ αυτά που δίνουν οι μανάδες στα παιδιά να παίζουν. Θα τά ‘χε παρασύρει το ρέμα κι ο άχρηστος ο άντρας της από ψηλά θα τα είδε που γυαλίζανε και νόμιζε πως ήτανε το σάλι.

 

Τσάμπα τόσος δρόμος. Και του ‘χε πει τόσες φορές «Ό,τι είναι χρυσό, δεν είν’ και σάλι», αλλά αυτός ντιπ! Χαζός, νόμιζε πως τα μαγικά ρούχα φυτρώνουνε στους λάκκους.

 

«Αμ, οι λάκκοι, κακομοίρη, βγάζουν δέντρα και μανιτάρια!»

 

 

 

Έφτανε πια στο σπίτι. Ο δρόμος είχε αρχίσει και άνοιγε, αφού έμπαινε στις περιοχές που έβοσκαν τα ζώα της και ό,τι χαμηλό κλαδάκι και βλαστάρι υπήρχε το είχαν φάει.

 

«Μου φαίνεται θα τις πάω και πιο κάτω, να καθαρίσουν τον τόπο, δεν είναι πράμα αυτό» σκέφτηκε και ανηφόρισε λαχανιασμένη για το μαντρί.

 

 

 

Όπως άνοιγε την πόρτα της αυλής, όμως, είδε κάτι φευγαλέα, μια κίνηση, γρήγορη και αέρινη, που εξαφανίστηκε αμέσως πίσω από τον τοίχο του μαντριού. Πήγε απορημένη και κοίταξε, μα δεν ήταν τίποτα πίσω απ’ τον τοίχο.

 

Δεν έδωσε περισσότερη σημασία και άνοιξε στα ζώα να βγουν έξω. Ξεκίνησαν όλοι μαζί, οι κατσίκες, οι τράγοι και οι τρεις σκύλοι οι τσοπάνηδες, που τους αγαπούσε σα φίλους κι αδερφούς, να πάνε για της μέρας το περπάτημα και τη βοσκή.

 

 

 

Όλη τη μέρα έβοσκε τα γίδια και είχε έρθει το σούρουπο. Αφού γύρισε και τά ‘βαλε στο μαντρί ευχαριστημένα, χορτασμένα και κουρασμένα, και τάισε τους σκύλους, πήγε στο πηγάδι για νερό.

 

Ήθελε να πλυθεί. Σκέφτηκε τον άντρα της. Δεν του είχε μιλήσει όλη μέρα. Δεν του είχε πει ότι στο λάκκο δεν ήτανε το σάλι, ούτε τον είχε ρωτήσει αν πονάει ακόμα το πόδι του. Του είχε θυμώσει, αλλά τώρα της είχε περάσει και μάλιστα σκέφτηκε να μην του πει τίποτα και τσακωθούν και χαλάσει πάλι η διάθεσή της. Γιατί η διάθεση που είχε αυτή την ώρα, ήταν πολύ πιο γλυκιά και ζεστή, τόσο πολύ μάλιστα, που έβλεπε από τώρα τι θα κάνανε σε λίγο οι δυο τους.

 

Γιατί παρά τους τσακωμούς, ήταν αγαπημένο ζευγάρι. Αυτή η προίκα της όμως, είχε μπει ανάμεσά τους. Το ήξερε, πάντα το ήξερε, ότι το σάλι μαζί με την τύχη θα της έφερνε και προβλήματα στη ζωή της. Ίσως καλύτερα που το είχε χάσει. Τι κι αν θα ’ταν κάπως πιο άτυχοι στο εξής; Θα ζούσαν όπως όλος ο κόσμος. Φτωχοί και άτυχοι. Αλλά θα είχαν ο ένας τον άλλο.

 

 

 

Μ’ αυτές τις σκέψεις πλύθηκε εκεί, στο πηγάδι, βγάζοντας νερό με τον κουβά και ξεγυμνώνοντας το στήθος και την πλάτη της. Έμεναν μόνοι τους, δεν είχε κανένα να ντραπεί, το χωριό ήταν μακριά, πάνω στο βουνό, αυτοί είχαν το πιο χαμηλό και απομακρυσμένο σπίτι. Μετά έπλυνε και τα πόδια της, που είχαν γεμίσει χώματα και τίναξε έντονα τα ξανθά μαλλιά της, που είχαν σκουρύνει απ’ τη βρωμιά.

 

 

 

Όταν σήκωσε τα μάτια, ξαναείδε την ίδια φευγαλέα κίνηση, που αυτή τη φορά κρύφτηκε πίσω απ’ τον πέτρινο φούρνο τους. Ανέβασε το φόρεμά της και πήγε αργά προς το φούρνο, για να μην ξανατρομάξει ό,τι κι αν ήταν και φύγει πάλι. Αλλά όταν έφτασε εκεί, είδε πάλι πως δεν ήταν τίποτα, κι αυτή τη φορά απογοητεύτηκε.

 

 

 

Χμ, αύριο, αύριο θα σε βρω, μικρή παιχνιδιάρα σκιά’ σκέφτηκε χαμογελώντας πονηρά, γιατί είχε άλλο στο νου της τώρα.

 

 

 

Μπήκε στο σπίτι και το βρήκε σκοτεινό. Στο τζάκι τα κούτσουρα σβησμένα.

 

Έχει δίκιο, κάνει ζέστη πια’ σκέφτηκε για να μη θυμώσει, γιατί ακόμα είχε λίγη υγρασία τα βράδια.

 

Μπήκε στην κάμαρή τους και τον βρήκε εκεί. Ξαπλωμένο έτσι, πάνω απ’ την κουβέρτα, με μάτια κλειστά, αλλά εκείνη έβλεπε ότι δεν κοιμόταν, γιατί η αναπνοή του δεν ήταν ρυθμική.

 

Χαμογέλασε στη σκέψη ότι την περίμενε. Έβγαλε το φόρεμά της και ανέβηκε στο κρεβάτι. Εκείνος εξακολούθησε να παριστάνει τον κοιμισμένο. Του έδωσε ένα απαλό, υγρό φιλί στα χείλια και μετά ακούμπησε ελαφρά τη γλώσσα της μέσα στο δεξί του αυτί. Του ψιθύρισε, σχεδόν χωρίς φωνή «Απόψε θέλω δυο φορές» και άρχισε να του ξεκουμπώνει το παντελόνι. Με μεγάλη της απογοήτευση όμως, δεν έπιανε τίποτα σκληρό στην περιοχή. Σταμάτησε και τον κοίταξε απορημένη.

 

Μήπως κοιμάται στ’ αλήθεια και παλεύω μόνη μου;

 

Τον σκούντηξε στον ώμο και του μίλησε. «Έι, κοιμάσαι; Ξύπνα!» μα αυτός τίποτα.

 

Προσβεβλημένη και θυμωμένη πια, σηκώθηκε και ντύθηκε. Κοιμόταν βαριά, δεν την περίμενε να γυρίσει, αυτή δούλευε κι αυτός κοιμόταν. Αλήθεια, είχε πάει σήμερα στο χωριό να πουλήσει τ’ αυγά, όπως είπε, και να πάρει αλεύρι που τους τέλειωνε, ή το έριξε στην τεμπελιά με αφορμή «το ποδαράκι που έκανε βαβά;»

 

 

 

Πήγε στην κουζίνα να φάει κάτι, πεινούσε και ήταν ακόμα νωρίς για ύπνο. Ενώ έκοβε μια χοντρή φέτα ψωμί στο τραπέζι, άκουσε ένα γέλιο απ’ έξω από την πόρτα. Της κόπηκαν τα πόδια απ’ το ξάφνιασμα. Τέτοια ώρα, πού να περίμενε ανθρώπους; Αλλά ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν τίποτα παιδιά που ξεχάστηκαν στη βόλτα τους, γινότανε συχνά αυτό και οι μανάδες φώναζαν και τά ‘δερναν που άργησαν. Θα πήγαινε να τα μαλώσει να φύγουν, ν’ ανηφορίσουν για το χωριό, για να μην ξυπνήσει ο προκομμένος της. Κρίμα ήταν.

 

 

 

Άνοιξε την πόρτα και είδε ένα μικρό κοριτσάκι που δεν γνώριζε, να την κοιτάει χαμογελαστό. Φορούσε μπλε φουστάνι με άσπρη ποδιά και στα μαλλιά του τα ξανθά είχε μια κόκκινη κορδέλα δεμένη φιόγκο. Πολύ όμορφα ντυμένο για να χάθηκε.

 

 

 

Κοίταξε πιο πέρα, έψαχνε με το βλέμμα τη μητέρα του παιδιού. Τελικά του μίλησε:

 

-Τι κάνεις εδώ μόνη σου; Πού είναι η μαμά σου;

 

-Εδώ κοντά.

 

-Είσαι απ’ το χωριό μας;

 

-Ναι.

 

-Και πώς δεν σε ξέρω;

 

-Εγώ σε ξέρω όμως.

 

-Ναι, αλλά εγώ… Ποιανού είσαι;

 

-Της μαμάς και του μπαμπά μου.

 

-Καλά, δεν πειράζει. Πήγαινε στη μαμά και στον μπαμπά σου τώρα, γιατί εδώ κοιμόμαστε.

 

-Το ξέρω.

 

-Ποιο;

 

-Ότι κοιμάστε.

 

-Με κοροϊδεύεις;

 

-Όχι.

 

 

 

Η μικρή απάντησε χαρωπά και έστριψε χαριτωμένα το μικρό κορμάκι της. Έφυγε χοροπηδώντας στην ανηφόρα και η κορδέλα στα μαλλιά της λύθηκε κι έπεσε. Την παράσυρε το βραδινό αεράκι και την έφερε στην πόρτα της. Έσκυψε και τη μάζεψε. Σκέφτηκε να την πήγαινε όταν θα μπορούσε στο χωριό, να τη δώσει στη μικρή. Τώρα δεν ήθελε να τη φωνάξει, είδε κι έπαθε να τη διώξει.

 

 

 

Μπήκε μέσα κρατώντας την κορδέλα, και σκεφτόταν τι ωραία που θα ήταν…

 

Κούνησε το κεφάλι της απότομα, διώχνοντας τις ίδιες, παλιές σκέψεις που την έκαναν να κλαίει καμιά φορά.

 

Αν είναι να γίνει, θα γίνει’ ξαναείπε στον εαυτό της και πέταξε την κορδέλα στο τραπέζι. Κοίταξε το κομμένο ψωμί και το ξανάβαλε στο καλάθι. Δεν πείναγε πια.

 

Πήγε να ξαπλώσει. Άλλη μια μέρα τέλειωνε στο αγροτόσπιτο στην άκρη του γκρεμού.

 

 

 

 

 

Το επόμενο πρωί μουρμούρισε καθώς άλλαζε πλευρό, άνοιξε τα μάτια και τεντώθηκε, έτσι, ξαπλωμένη. Γύρισε στην πλευρά του άντρα της και της κόπηκε η φωνή: ήταν στην ίδια στάση που τον είχε αφήσει το βράδυ! Δεν κούνησε ούτε δαχτυλάκι.

 

Στηρίχτηκε στα γόνατα και τον σκούντηξε, τον κούνησε δυνατά, τον χαστούκισε, του φώναξε, αλλά αυτός τίποτα. Δεν ήταν πεθαμένος, μόνο κοιμόταν, ατάραχος, όμορφος όπως πάντα, με τα μακριά του μαλλιά μπλεγμένα πάνω στο αδύνατο πρόσωπο, κόκκινες τούφες σγουρές, πάνω στο κοντό μέτωπο και στα τριχωτά μάγουλα με την ίδια, κόκκινη τρίχα του σογιού του. Τα χείλια του ήταν μισάνοιχτα, σα να χαμογελούσε ελαφρά και καμιά ρυτίδα δεν έσπαγε την ηρεμία του προσώπου του.

 

 

 

Τον κοίταζε και τώρα πια φοβόταν. Φοβόταν ότι δεν θα τον ξανάκουγε να μιλάει, μ’ εκείνη τη βαθιά φωνή του, που έμοιαζε λες κι ο αέρας φυσούσε ξαφνικά μέσα στο τζάκι, μόνο για μια στιγμή, ίσα για να κάνει τη φωτιά ν’ ανασάνει, φοβήθηκε ότι δεν θα την ξανακοίταζε με τα μικρά, πράσινα μάτια του, που έλαμπαν στο σκοτάδι σαν της γάτας και στο φως του ήλιου άλλαζαν, γίνονταν γκρι και φυλάγονταν έτσι, να μην καούν. Φοβήθηκε πως ο άντρας που αγαπούσε θα κοιμόταν για πάντα κι αυτή δεν θα μπορούσε να τον ξυπνήσει και θα έμενε μόνη της, μόνη, μόνη…

 

 

 

Πριν βάλει τα κλάματα αποφάσισε να σηκωθεί και να πάει γρήγορα μέχρι το χωριό να φέρει βοήθεια. Έπρεπε να τον πάνε στην πόλη, όπου θα έβρισκαν τουλάχιστον έναν θεραπευτή της προκοπής, αν όχι μάγο, που μάλλον του χρειαζόταν, γιατί σαν μάγια της έμοιαζαν αυτά. Δεν ήξερε γιατί και ποιος, αλλά κάποιος ή κάποια είχε μαγέψει τον άντρα της και έπρεπε το ξόρκι να ξεγίνει.

 

 

 

Δεν της άρεσε που τον άφηνε μόνο, βιαζόταν ήδη να γυρίσει. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το κτήμα με τις ελιές λίγο πιο πάνω απ’ το σπίτι τους και άκουσε μια γνώριμη φωνούλα πίσω της.

 

 

 

-Βρήκες την κορδέλα μου;

 

 

 

Γύρισε και είδε την ξανθιά μικρούλα.

 

 

 

-Όχι τώρα, κοριτσάκι, βιάζομαι!

 

-Γιατί βιάζεσαι;

 

-Ο άντρας μου είναι άρρωστος πολύ.

 

-Πού το ξέρεις;

 

-Τον είδα που κοιμάται!

 

 

 

Της φώναξε πια γιατί δεν άντεχε άλλο την αργοπορία. Πήρε πάλι την ανηφόρα.

 

 

 

-Εσύ βρήκες την κορδέλα μου κι εγώ το σάλι σου.

 

 

 

Γύρισε απότομα και κοίταξε τη μικρή. Ήταν θυμωμένη, αναστατωμένη, δεν ήξερε αν χαιρόταν μ’ αυτό που άκουγε ή αν ήθελε να της δώσει ένα χεράκι ξύλο.

 

 

 

-Πού το βρήκες; Δώσ’ το μου, είναι προίκα μου, δώσ’ το μου αμέσως!

 

-Αφού μου δώσεις την κορδέλα μου.

 

-Δεν σε βλέπω να κρατάς τίποτα, μου λες ψέματα. Πού είναι;

 

-Δεν το έχω εδώ, μαζί μου, αλλά κρυμμένο κάπου για να μη χαθεί. Όταν μου δώσεις την κορδέλα μου και μου τη δέσεις φιόγκο στα μαλλιά, θα σε πάω να το βρεις.

 

 

 

Αυτό παραπήγαινε, τώρα θα της έδειχνε, της μικρής κλέφτρας! Έτρεξε προς το μέρος της οργισμένη, με το χέρι έτοιμο για ξυλιά, όταν σκόνταψε και χτύπησε το δεξί της γόνατο. «Μα τις χίλιες κλανιές του νάνου!» έβρισε δυνατά, αλλά μετά ντράπηκε, γιατί η μικρούλα στεκόταν δίπλα της και την άκουσε, και τα παιδιά δεν πρέπει ν’ ακούνε βρισιές.

 

 

 

-Χτύπησες;

 

 

 

Η φωνή της περιπαιχτική, χαμηλή, και το χεράκι της το άσπρο την πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά.

 

 

 

-Μη φοβάσαι, δεν πειράζει, θα περάσει μέχρι να γίνεις μάνα.

 

 

 

Αυτό κι αν ήταν! Από πού είχε έρθει αυτός ο μικρός –δηλαδή, μεγάλος- μπελάς, που ήξερε όλα όσα την αφορούσαν και μίλαγε με τέτοιο θράσος;

 

 

 

Σηκώθηκε κουρασμένη και τίναξε τη φούστα της.

 

«Πάμε να σου δώσω την κορδέλα σου» είπε αυστηρά στη μικρή «και μην μου ξαναπείς τίποτα μέχρι να πάμε στην κρυψώνα που έχεις το σάλι μου!» και άρχισε να περπατάει προς το σπίτι. Πίστευε ότι μόλις το σάλι της επιστρεφόταν, η τύχη θα ξανάμπαινε στο σπίτι τους και ο άντρας της θα γινότανε καλά, τα μάγια θα αδυνάτιζαν από μόνα τους και θα έφευγαν από πάνω του.

 

 

 

Μπήκανε στο σπίτι και η γυναίκα πήρε την κορδέλα από το τραπέζι. Της την έδεσε στα μαλλιά με νευρικές, κοφτές κινήσεις και της είπε θυμωμένα «Πάμε τώρα! Το σάλι μου!». Δεν πήγε στο δωμάτιο να δει τον άντρα της, δεν ήθελε να τον δει η μικρή.

 

 

 

Το κοριτσάκι έπιασε με τα δυο του χέρια τον καινούργιο φιόγκο στο κεφάλι του και αναφώνησε με χαρά «Α, τι ωραία!». Άνοιξε την πόρτα μόνο του και βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. «Έλα! της φώναξε κι εκείνη την ακολούθησε βιαστικά.

 

Το κοριτσάκι πήγαινε προς τα πάνω, στο βουνό, αλλά όχι στο χωριό. Πήγαινε προς την άλλη πλευρά, εκεί που φυσάει πάντα τόσο δυνατά που σου είναι αδύνατο να σταθείς και όταν βρεις ένα απάγκιο μέρος θα είναι σίγουρα η φωλιά κάποιου λύκου.

 

Αλλά η μικρή προχώραγε όλο χαρά προς το γυμνό βουνό, προς τα λημέρια των λύκων.

 

 

 

-Πού πάμε;

 

-Να σου δώσω πίσω την τύχη σου, δεν είπαμε;

 

-Πού ξέρεις εσύ…

 

-Δεν ήθελες να πάμε ως εκεί χωρίς να μιλάμε; Τώρα τι ρωτάς;

 

 

 

Δεν ξαναρώτησε. Προτιμούσε να φτάνανε μια ώρα αρχύτερα και ύστερα θα την έπιανε και θα τη ρώταγε να της πει τα πάντα, ποια ήταν, πώς έμαθε για το μαγικό σάλι, πού το βρήκε, ποιοι ήταν οι γονείς της και πού ήταν τώρα… Είχε τόσα πολλά να τη ρωτήσει, που η καρδιά της σφίχτηκε, μην τα ξεχάσει όταν θα ‘ρθει η ώρα.

 

 

 

Όταν ανέβηκαν στην άκρη του βουνού η μικρή γύρισε και της είπε

 

«Πρέπει να μπούμε στη σκιά».

 

«Πού;» τη ρώτησε εκείνη και τότε το κοριτσάκι έδειξε μια μικρή σπηλιά λίγο πιο πάνω στα βράχια.

 

 

 

Σκαρφάλωσαν και μπήκαν μέσα και με μεγάλη της ανακούφιση είδε πως δεν ήταν κάποια φωλιά ζώου. Ήταν ευχάριστα δροσερά εκεί μέσα και σκέφτηκε τον άντρα της στο σπίτι, που κοιμόταν με τα ρούχα και θα είχε ζεσταθεί, καταμεσήμερο είχε έρθει πια.

 

«Πού είναι;» ρώτησε, γιατί βιαζότανε να πάει πίσω, κοντά του.

 

Η μικρή έσκυψε σε κάτι στοιβαγμένες πέτρες και τις σήκωσε μία-μία όλες. Από κάτω εμφανίστηκε μια τρύπα στο βράχο και τράβηξε από μέσα κάτι που γυάλιζε χρυσό: ήταν το μαγικό σάλι!

 

Το άρπαξε απ’ τη μικρή, πριν προλάβει να της το δώσει η ίδια.

 

«Πάμε τώρα!» της είπε βιαστικά, φορώντας το στους ώμους της και κρατώντας το σφιχτά με τα χέρια.

 

 

 

Όμως, το κοριτσάκι κοντοστάθηκε και κοίταζε απορημένο, με τα μεγάλα, γατίσια μάτια της, μέσα στο μισοσκόταδο της σπηλίτσας.

 

-Τι; Τι συμβαίνει τώρα;

 

Ρώτησε ανυπόμονα η γυναίκα με το σάλι.

 

 

 

-Βρήκες πάλι την τύχη σου, δεν θα τη μοιραστείς με ‘μένα;

 

-Μα τι ‘ναι αυτά που λες, παιδάκι μου; Όρεξη έχεις για κουβέντες; Έχουμε δρόμο να κάνουμε, πάμε μη μας βρει η νύχτα.

 

-Δεν θέλεις να τη μοιραστείς με κανέναν, ε; Μόνο δική σου. Μα πώς να βρεις παιδί δικό σου, όταν δε θες να μοιραστείς την ίδια σου την τύχη με ένα κοριτσάκι που σ’ το ζητάει;

 

 

 

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε και δεν είχε χρόνο να τη ρωτήσει τώρα, έπρεπε να σώσει τον άντρα της από τον ύπνο εκείνο το μαγικό, τον αφύσικο, απ’ την αρρώστια.

 

 

 

«Να, πάρε» είπε, καθώς έσκιζε ένα κομματάκι από το σάλι της και το ‘δινε στο κορίτσι.

 

-Εντάξει τώρα; Θα έρθεις κάτω μη νομίζουν οι γονείς σου ότι σε έκλεψα;

 

-Αν και αυτό που λες δεν είναι λογικό, θα έρθω.

 

 

 

Πόσο παράξενα μιλούσε τώρα αυτή η μικρή ξανθιά κλέφτρα. Ξαφνικά, μιλούσε σαν άνθρωπος μεγάλος και κανένας άνθρωπος δεν είχε ξαναμιλήσει έτσι, από αυτούς που ήξερε η γυναίκα με το σάλι.

 

 

 

Καθώς κατέβαιναν από το βουνό και πήγαιναν προς το σπίτι, παρατήρησε πως η μικρή είχε γίνει ξανά το ανέμελο κοριτσάκι με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά, μόνο που τώρα έπαιζε μ’ εκείνο το χρυσό κουρελάκι που της χάρισαν. Ήταν αλήθεια όμορφο παιδί και την είχε συμπαθήσει. Έτσι κι αλλιώς, τα παιδιά κάνουν σκανταλιές, δεν την πείραζε πια όλο αυτό το τρεχαλητό που κάνανε οι δυο τους. Φτάνει που τέλειωνε καλά.

 

Φτάσανε στο σπίτι και η γυναίκα με το σάλι έτρεξε στην πόρτα φωνάζοντας στο παιδί «Πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι σου, εντάξει;», και μπήκε μέσα φουριόζα να δει τον άντρα της.

 

 

 

Τον βρήκε στο κρεβάτι πάλι, ήταν ακόμα ξαπλωμένος, αλλά με ανοιχτά τα μάτια και είχε λίγο κουνηθεί. Η κοπέλα άπλωσε το δεξί της χέρι να του πιάσει το μέτωπο κι εκείνος την κοίταξε και της χαμογέλασε ήρεμα.

 

-Βλέπω ότι βρήκες το σάλι σου.

 

-Ναι, το βρήκα, αλλά μου σκίστηκε λίγο στην άκρη.

 

-Ήταν εκεί που είδα, κάτω στο λάκκο;

 

 

 

«Ναι, εκεί, κάτω ήταν. Είχες δίκιο», του απάντησε εκείνη με τέτοια χαρά, που δεν ήθελε τίποτε άλλο στη ζωή της. Μόνο αυτόν, μόνο τα χείλια και το βλέμμα του, μόνο το χάδι του πάνω της.

 

 

 

Την αγκάλιασε σφιχτά φιλώντας το λαιμό της, μένοντας σ’ εκείνο το σημείο που μύριζε ζεστή άμμο και μελισσοκέρι, και το ρούφηξε. Της τράβηξε το σάλι από τους ώμους και το άφησε απαλά να πέσει στο κρεβάτι. Εκείνη ξεκούμπωσε το παντελόνι του και πέρασε ένα ανυπόμονο, τρυφερό, αυταρχικό χέρι από πάνω του. Της ανασήκωσε το φόρεμα ως τα μπούτια, του τράβηξε το πουκάμισο απότομα πάνω απ’ το κεφάλι. Ένα φιλί, ένα μοναδικό φιλί, «Μμμ», και ο κόσμος έμεινε ακίνητος, σκοτεινός, σιωπηρός.

 

 

 

«Εντάξει», είπε έξω από το σπίτι η μικρούλα. «Θα πάω στο σπίτι μου, στους γονείς μου, που με περιμένουν τόσο καιρό».

 

 

 

Και τρύπωσε μέσα στο σπίτι του ζευγαριού, μπήκε από την πόρτα, κανονικά, όχι σαν καμιά κλέφτρα από το παράθυρο, και ξάπλωσε μαζί τους στο κρεβάτι και κοιμήθηκε, κοιμήθηκε βαθιά, σ’ έναν ύπνο που θα κράταγε πολύν καιρό, και που όταν ξύπναγε απ’ αυτόν, θα είχε οικογένεια.

Το__ρυσό_της_σάλι.doc

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Πολύ ωραίο αν το δεις από λαογραφική ματιά αλλά με κούρασε από ένα σημείο και μετά. Η πλοκή ήταν αρκετά υποτονική αφού κυρίως τρώγανε μαλώνανε και κοιμόντουσαν. Θα μου πεις, αυτά κάνανε πραγματικά οι απλοί άνθρωποι. Αλλά και πάλι, σαν πολλά πράγματα να πηγαίνανε πολύ αργά για τα δεδομένα μου και τελικά να μην ήταν και τίποτα το πιασάρικο σαν τελειώνανε. Αν και μπορεί να φταίνε τα γούστα μου, βρίσκω ότι η ιστορία τραβάει πολύ για πράγματα που αξίζουνε λίγο. Κατάλαβα τον συμβολισμό με την κορδέλα και το σάλι αλλά το όλο σκηνικό ήταν απλά... απλό για τα γούστα μου.

Link to comment
Share on other sites

Μου φανηκε οτι προσπαθησες...παλεύοντας με τον εαυτο σου να δωσεις κατι "αισιοδοξο" ενω η γραφη σου πολέμαγε να δωσει κατι ... τρομακτικο. Καπου στη μεση λοιπον μεταξύ παραμυθιού και ιστορίας τρόμου νομίζω οτι είναι η "αδυναμία" της ιστορίας. Φανταζομαι θα ειχες ενα σωρο ... ιδέες για το κοριτσακι που δεν ειναι καθολου...παραμυθενιες.

Λιγο "εξαναγκασμο" μου βγαζει η ιστορια η οποια ξεκιναει σαν παραμύθι με στοιχεια "σκοταδιου" , αλλα αυτο το "σκοταδι" με το ζόρι φεύγει στο τελος και το "ζορι" φαινεται. Νομιζω αν την πιασεις και την κανεις ιστορια τρομου θα βγαλεις αλλο ενα φανταστικο κομματι. (σορι απο τους μη τρομολαγνους που την ... παρακινω :D :D :D :D )

Link to comment
Share on other sites

Βρασίδα, δεν γράφω τρόμου. Μου αρέσει πού και πού να διαβάζω κάτι, αλλά πρώτη φορά έγραψα. Θα με βρεις στα fantasy, γενικά.

 

η γραφη σου πολέμαγε να δωσει κατι ... τρομακτικο.

Μπορεί η γραφή μου να είναι λίγο σκοτεινή (εγώ δε νομίζω), αλλά αυτό ίσως να είναι γιατί είμαι ένας σκοτεινός άνθρωπος που του αρέσουν τα χρώματα και το φως του ήλιου. Και μήπως οι σκοτεινοί τύποι δε ζουν, δεν αγαπάνε, δε φιλούν, δεν κάνουν καθημερινά πράγματα; Μόνο "Γκοθιάζουν";

 

Αυτό το "βεβιασμένο" είναι τόσο μα τόσο μακριά απ' την αλήθεια, όσο κι εγώ από το... ΕΦ (άσχετο! :D ). Δεν ξέρω αν σου έχει τύχει ποτέ να νομίζεις ότι κάποιος σου υπαγορεύει κι εσύ να γράφεις, να γράφεις ασταμάτητα, χωρίς κι εσύ ο ίδιος να ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω. Εμένα κάποιες ευλογημένες φορές μου συμβαίνει και η αίσθηση είναι υπέροχη.

Αφήνω αυτά τα διηγήματα έτσι, απείραχτα, όπως βγαίνουν με την αυτόματη γραφή. Δεν τα "διορθώνω", στίβοντας το μυαλό μου "κι εδώ τι θα πήγαινε καλύτερα;", γιατί μόνο να τα χαλάσω θα καταφέρω. Αυτά, ή σου αρέσουν ή όχι, φίλε αναγνώστη.

 

Μια από αυτές τις ιστορίες είναι και αυτή εδώ. Δεν ξέρω γιατί το έγραψα, ούτε όταν ξεκίνησα να το γράφω ήξερα τι ήταν το χρυσό σάλι. Δεν ήξερα τίποτα, τα δάχτυλά μου χορεύανε πάνω στα πλήκτρα για να προλαβαίνουν τις λέξεις που έτρεχαν.

 

 

Μήπως εσύ περίμενες κάτι άλλο, προσκολλημένος σε πρότυπα ("το κοριτσάκι κάτι διαβολικό ή τουλάχιστον σκοτεινό έχει") και δεν άφησες την ιστορία να σου φανερωθεί;

 

Ευχαριστώ για την ανάγνωση.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

To πιο πιθανο ειναι μαλλον να εχεις δικιο...δηλαδη τι μαλλον,το "σκοτεινο" το εχω μονιμως στην πισω μερια του μυαλου μου και ομολογώ οτι...περιμενα να φανει. Θα μου πεις κι εσυ σε παραμύθι το περιμενεις (ε,ναι ειμαι λιγο ...παλαβος :lol: )

Ενα "καθημερινο παραμυθι" ειναι τελικα χωρις υπερβολή στα "θαυματα" και τις παραμυθενιες καταστασεις. Ισως γι' αυτο δεν επιασα και την "ουσια". Τελικα για να καταλαβω οτι δεν ηταν παρα μια διδακτική (οπως εννοει κανεις το διδακτικο) ιστορια επρεπε να μου απαντησεις πρωτα :D

Ειναι ενα απο τα αρκετα συν που έχει αυτος ο διαλογος για τις ιστοριες μας εδώ μέσα, το οτι μπορεις να καταλαβεις πως ακριβως σκεφτεται κάποιος που γράφει και με ποιον τρόπο πραγματοποιεί τα ερεθίσματα και τις ιδέες που λαμβάνει.

 

Ναι ξερω την αισθηση που λες οταν πρεπει να "βγει" κατι απο μεσα σου και το γραφεις οπως ακριβως εκεινη την ωρα σου ερχεται (ολο ετσι κανω εγω :tongue: ). Και νομιζω οτι ειναι οντως καλυτερο να μην "ψειριζεται" στην αρχη τουλαχιστον.

Link to comment
Share on other sites

Δεν είναι θέμα αν έχω "δίκιο". Δεν υπάρχει αυτό στη λογοτεχνία, έτσι δεν είναι; Μπορεί το παραμυθάκι μου να μην είναι καλό, μπορεί να είναι βαρετό και κοινότυπο και τίποτα το ιδιαίτερο. Αλλά εγώ το βλέπω σαν τα λίγα κομμάτια που έφτιαξα που στέκονται τίμια απέναντί μου.

 

:ablush:

 

Thanks again... Πάντα τέτοια! :D

Link to comment
Share on other sites

Εχω πολυ καιρο να μπω εδω και δεν σας ξερω προσωπικα και ετσι λεω να συστηθω... ειμαι μαριαντζελλα :) παλιο μελος της παρεας του sff.

Ειναι η πρωτη ιστορια που διαβαζω γιατι με τραβηξε ο τιτλος και πρεπει να πω πως μου αρεσε!

Μοιαζει με λαογραφικο παραμυθι απο αυτα που μιλανε για την μωρα η για νεραιδες που κλεβουν ανδρες και παιδια και την ευτυχια των ανθρωπων αλλα ειναι και πρωτοτυπη. Μοιαζει γνωριμη αλλα ταυτοχρονα εχει κατι καινουργιο να σου πει, δεν βαρεθηκα καθως την διαβαζα ισα ισα που ειχα και μια περιεργεια και μια προσμονη φοβου να δω τι ειναι τελικα αυτη η μικρη (νεραιδα που θελει να της παρει το σαλι-τυχη της, τον ανδρα της η την ζωη της; κακος δαιμονας μεταμφιεσμενος σε μικρο παιδι;)

Απλα καποιες φορες νομιζω πως οι ανδρες κολανε στο στιλ του lavcaft η αλλων γνωστων επικων ισως fantasy συγραφεων και τους ξενιζει κατι πιο τρυφερα fantasy.

Οσο για την απλοτητα της εγω νομιζω πως αυτη ειναι η ομορφια της... το να λες παραμυθια ειναι τεχνη και οι συγχρονοι παραμυθαδες ελαχιστοι ... ενα παραμυθι πρεπει μαζεμενα και απλα να λεει τη πλοκη και να αφηνει σε οσους το ακουνε να καταλαβουν οτι μπορουν.

Ολοι μπορουν παντα να γραψουν καλυτερα μεχρι την επομενη φορα αλλα μεχρι τοτε ειναι ωραιο να ακους καλα λογια για μια καλη προσπαθεια.

Μεχρι την επομενη φορα λοιπον...

Link to comment
Share on other sites

Καλώς ήρθες πίσω και σ' ευχαριστώ ειλικρινά για τα καλά λόγια. :)

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Αα... πολύ ωραία. Οι δύο τελευταίες παράγραφοι είναι όλα τα λεφτά. Σε περνάει η ιστορία από διάφορα μονοπάτια και σε φτάνει σε μια κατάληξη που μου φάνηκε πολύ τρυφερή. Είναι ωραίο που η μικρή μπαίνει στο σπίτι από την πόρτα και όχι σαν κλέφτης. Γαμώτο... ζαχάρωσα βραδιάτικα... πάω να ξεκάνω με υπερφυσικό τρόπο κάναν άτυχο οικογενειάρχη για να ισιώσω :).

 

Μπράβο ρε άτομο.

 

ΥΓ:Υπάρχει κάτι σαν δεύτερο επίπεδο πίσω από τη νάρκη του συζήγου;

 

 

 

Ψιλολόγια:

 

«Όπως άνοιγε την πόρτα της αυλής, όμως, είδε κάτι φευγαλέα, μια κίνηση, γρήγορη και αέρινη, που εξαφανίστηκε αμέσως πίσω από τον τοίχο του μαντριού.»

 

 

 

-το «που εξαφανίστηκε αμέσως» μου φαίνεται δεν κολλάει με τη «γρήγορη και αέρινη κίνηση», αλλά με το «κάτι». Χωροταξικά μιλώντας.

 

 

 

 

 

«Ξεκίνησαν όλοι μαζί, οι κατσίκες, οι τράγοι και οι τρεις σκύλοι οι τσοπάνηδες, που τους αγαπούσε σα φίλους κι αδερφούς, να πάνε για της μέρας το περπάτημα και τη βοσκή.»

 

 

 

-οι τελευταίες λέξεις της παραγράφου, έχουν κάτι μελωδικό, αν υπάρχει μελωδία στο γράψιμο.

 

 

 

 

 

«...Γιατί η διάθεση που είχε αυτή την ώρα, ήταν πολύ πιο γλυκιά και ζεστή, τόσο πολύ μάλιστα, που έβλεπε από τώρα τι θα κάνανε σε λίγο οι δυο τους.

 

Γιατί παρά τους τσακωμούς, ήταν αγαπημένο ζευγάρι...»

 

 

 

-μη και δε χρειάζεται το δεύτερο «γιατί»;

 

 

 

 

 

«Όταν σήκωσε τα μάτια, ξαναείδε την ίδια φευγαλέα κίνηση, που αυτή τη φορά κρύφτηκε πίσω απ’ τον πέτρινο φούρνο τους.»

 

 

 

-πάλι αυτό με την κίνηση, αλλά κάπως πιο προβληματικό για μένα, σε σχέση με το προηγούμενο. Δεν ξέρω αν η κίνηση μπορεί να κρυφτεί κάπου... ο φορέας της κίνησης μπορεί.

 

 

 

 

 

«Ενώ έκοβε μια χοντρή φέτα ψωμί στο τραπέζι, άκουσε ένα γέλιο απ’ έξω από την πόρτα.»

 

 

 

-το «απ’ έξω από την πόρτα» δεν ακούγεται εύηχο.

 

 

 

 

 

 

 

«Τώρα δεν ήθελε να τη φωνάξει, είδε κι έπαθε να τη διώξει.»

 

 

 

-εε... τώρα... δεν είδε κι έπαθε ακριβώς :) ψιλομπαμ-μπαμ την έστειλε τη μικρή.

 

 

 

 

 

«Κούνησε το κεφάλι της απότομα, διώχνοντας τις ίδιες, παλιές σκέψεις που την έκαναν να κλαίει καμιά φορά.

 

Αν είναι να γίνει, θα γίνει’ ξαναείπε στον εαυτό της...»

 

 

 

 

 

-ωραίο.

 

 

 

 

 

«Όμως, το κοριτσάκι κοντοστάθηκε και κοίταζε απορημένο, με τα μεγάλα, γατίσια μάτια της, μέσα στο μισοσκόταδο της σπηλίτσας.»

 

 

 

-evil εικόνα μου φάνηκε αυτή, αλλά η σπηλίτσα την έκανε να χάσει λίγο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν ξέρω αν σου έχει τύχει ποτέ να νομίζεις ότι κάποιος σου υπαγορεύει κι εσύ να γράφεις, να γράφεις ασταμάτητα, χωρίς κι εσύ ο ίδιος να ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω.

 

Ναι, αυτό είναι πολύ πρώτο όταν συμβαίνει. Σχεδόν λες και γράφεται μόνη της η ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Μου άρεσε η ιστορία.

Με κράτησε από την αρχή ως το τέλος με τις προκλήσεις της μικρής. Ο λόγος που μπλέκεται με τις σκέψεις της πρωταγωνίστριας ήταν πετυχημένος κι έδινε ζωντάνια στο κείμενο και αίσθηση ρεαλισμού στην κεντρική πρωταγωνίστρια. Επίσης μου άρεσε που δεν είχε ίχνος αγγλισμού (τουλάχιστον εγώ δεν βρήκα) αλλά και υπερβολής. Τον βρήκα ζυγισμένο. Το τέλος μου φάνηκε και ταιριαστό και όμορφο. Είχα καιρό να διαβάσω ιστορία σου και με χαρά μου βλέπω πως έχεις βελτιωθεί πάρα πολύ! Συνέχισε λοιπόν!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..