Jump to content

Θερισμός


northerain

Recommended Posts

Θερισμός

 

(η ιστορία εμφανίστηκε σε κάποιο τεύχος του Mystery)

 

Ο Ισαάκ κατέβηκε τις σκάλες του σπιτιού του σκουντουφλώντας στα διάφορα αντικείμενα παρατημένα σε σχεδόν κάθε σκαλί. Μια τοστιέρα, ένα ζευγάρι μπότες και δυο γεμάτες σακούλες με ληγμένους λογαριασμούς που ακροβατούσαν την άκρη του σκαλιού και με το πέρασμα του Ισαάκ, άρχισαν να πέφτουν σαν πύργος με τραπουλόχαρτα.

 

''Σκατά’’ μουρμούρησε, κλωτσώντας τους σκόρπιους πια, λογαριασμούς. Όταν έφτασε στο τέλος της σκάλας, παραμέρισε μερικές σακούλες σκουπίδια που στεκόταν πίσω από την πόρτα και την άνοιξε. Το φως του ήλιου τον χτύπησε στα μάτια, κάνοντάς τον να κάνει μερικά βήματα πίσω. Είχε να βγει από το σκοτεινό σπίτι του απο την προηγούμενη Πέμπτη και τα μάτια του είχαν ξεσυνηθίσει το φυσικό φως της ημέρας. Άλλωστε την μέρα κοιμόταν συνήθως.

 

Έβγαλε το χέρι του έξω από την πόρτα και ψηλαφίζοντας προσπάθησε να βρει το γραμματοκιβώτιο, πράγμα δύσκολο να γίνει όταν κρύβεσαι πίσω από την πόρτα για να μην σε δει το φως του ήλιου.

 

Γρατζούνισε το χέρι του στο σκουριασμένο γραμματοκιβώτιο, αλλά κατάφερε να βρει την αλληλογραφία της τελευταίας εβδομάδας και άτσαλα αλλά με επιτυχία, να την φέρει μέσα χωρίς να του πέσει.

 

‘’Λογαριασμός , λογαριασμός, διαφήμιση, λογαριασμός...’’ μουρμούρισε κάτω απο την αναπνοή τους καθώς ανέβαινε τις σκάλες.

 

Μπαίνοντας στην κουζίνα πέταξε τους φακέλους στον τραπέζι. Ένας δεν έφτασε στον στόχο του και έπεσε στο πάτωμα, δίπλα από μια λιμνούλα νερό. Σκύβοντας να τον μαζέψει παρατήρησε ότι δεν ήταν ένας ακόμη λογαριασμός.

 

Περίεργος, τον άνοιξε αμέσως, προσευχόμενος ότι ήταν κάποια επιταγή για ένα από τα διηγήματά του. Κάθισε στον παλιό καναπέ του και άδειασε το περιεχόμενο του φακέλου δίπλα του. Κάτι λευκό έπεσε από μέσα. Δεν ήταν επιταγή πάντως. Ήταν μια πρόσκληση σε κάποια γιορτή.

 

Μπροστά έγραφε ''Πανηγύρι Θερισμού, 2008''

 

Γύρισε το κάλεσμα από την άλλη. Ο Ισαάκ δεν ήξερε που βρήκαν την διεύθυνση, αλλά αναγνώρισε το όνομα του χωριού από παλιές ιστορίες του παππού του. Η οικογένεια του προερχόταν από εκεί και ο παππούς του τουλάχιστον επισκεπτόταν συχνά όσο ήταν νέος και έμενε πια μόνιμα εκεί στα γεράματά του.

 

Ο πατέρας του από την άλλη δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο χωριό. Ίσως να είχε κάτι να κάνει με τον τσακωμό μεταξύ τους. Ο πατέρας του ποτέ δεν μίλαγε για τον παππού του Ισαάκ, αν μπορούσε να το αποφύγει και με την υπόλοιπη οικογένεια είχε πολλά πάρε δώσε, μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Έτσι και ο Ισαάκ ήταν αποκομμένος από αυτούς, εκτός από μια ξαδέρφη με την οποία μιλούσανε που και που στο τηλέφωνο.

 

Μαζί με την πρόσκληση υπήρχε ένα γράμμα και ένα κλειδί. Το γράμμα ήταν από τον Παπά του χωριού.

 

''Ισαάκ,

 

Εσωκλείω το κλειδί του σπιτιού του παππού σου. Η μητέρα σου μου είπε ότι δεν γνώριζες ότι το σπίτι το άφησε σε εσένα, το εγγόνι του. Ελπίζω να μπορέσεις να έρθεις στην γιορτή μας και ταυτόχρονα να κανονίσουμε τα διαδικαστικά του σπιτιού και των εκτάσεων που τώρα πια σου ανήκουν.’’

 

-Πάτερ Ιωακείμ

 

Το σπίτι στο χωριό...Ο Ισαάκ το είχε ξεχάσει. Είχε πάει μόνο μια φορά όταν ήταν παιδί και δεν θυμόταν πάρα πολλά. Θυμόταν όμως ότι ήταν ένα τεράστιο τριώροφο σπίτι, στην άκρη του χωριού με μεγάλη αυλή. Ο δρόμος που οδηγούσε σε αυτό είχε βελανιδιές και από τις δυο πλευρές του. Όλη η γύρω έκταση ήταν του παππού του.

 

Αναρωτήθηκε αν του άνηκαν όλα αυτά μέχρι το τέλος της ζωής του και αν ο ίδιος ήταν ο μόνος κληρονόμος. Το χωριό ήταν απομακρυσμένο, αλλά ψώνια από τις μεγαλουπόλεις συχνά αγοράζουν σπίτια στα χωριά για να μπορούν να το παίζουν ματωμένοι και σε επαφή με τις ''ρίζες'' τους. Ακόμη και αν δεν έχουν καμία σχέση με το χωριό εν λόγω. Ίσως τελικά η τύχη του να γύρισε. Ίσως να μπορούσε να πουλήσει το σπίτι γρήγορα και με τα λεφτά που του μείνουν αφού ξεπληρώσει τα χρέη του να μπορέσει να ανοίξει εκείνο το μπαρ που πάντα ήθελε.

 

Έβαλε το κάλεσμα στην τσέπη του και με το κλειδί στο χέρι πήγε στο τηλέφωνο. Πληκτρολόγησε τον αριθμό του κολλητού του και περίμενε να απαντήσει.

 

-''Έλα Γιώργο χρειάζομαι να γεμίσω το αμάξι, μπορείς να με βολέψεις?'' είπε την στιγμή που άκουσε την φωνή του φίλου του.

 

- Καλημέρα και σε σένα Ισαάκ και 'γω χαίρομαι που ακούω την φωνή σου.’’ Η ειρωνεία έσταζε.

 

- Ναι ναι γκρινιάρη, απλά χρειάζομαι την βοήθειά σου. Σήμερα.

 

- Πέρνα από εδώ και βλέπουμε.’’ Είπε βαριεστημένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δεχόταν αυτό το τηλεφώνημα.

 

Ο Ισαάκ έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει αντίο. Το μυαλό του είχε πάρει φωτιά στην σκέψη των χρημάτων που θα μπορούσε να βγάλει από αυτήν την υπόθεση. Το κάλεσμα ήταν για την επόμενη μέρα. Αυτά παθαίνεις όταν δεν κοιτάς την αλληλογραφία σου παρά μια εβδομάδα αργότερα, σκέφτηκε και πήγε να ντυθεί.

 

Δύο ώρες αργότερα ήταν στο δρόμο για το χωριό. Μετά από μερικά παρακάλια και απειλές, ο φίλος του ενέδωσε και του επέτρεψε να γεμίσει βενζίνα το παλιό του toyota, όταν το αφεντικό ήταν απασχολημένο αλλού. Ήταν η τελευταία φορά, του είπε. Ο Ισαάκ χαμογέλασε στην σκέψη του πόσες φορές είχε ακούσει την ίδια φράση. Είχε ταλέντο σε αυτά τα πράγματα ο Ισαάκ, αυτό δεν μπορούσες να του το αρνηθείς. Βέβαια κάποια στιγμή το ταλέντο αυτό έπαψε να λειτουργεί, όταν οι φίλοι του αποφάσιζαν οτι δεν άξιζε τον κόπο να ενδιαφέρεσαι για κάποιον σαν αυτόν. Πράγμα που συνέβαινε όλο και πιο συχνά τελευταία....

 

Είχε μπροστά του μερικές ώρες ακόμα, πριν καν αρχίσει να σκαρφαλώνει τα χιονισμένα βουνά. Σαν ο πατέρας του να προσπάθησε να φύγει όσο πιο μακριά από το χωριό γίνεται, να το αφήσει πίσω του. Το αυτοκίνητο σίγουρα δεν ήταν έτοιμο για χιόνι και ανηφόρες, αλλά ο Ισαάκ ήλπιζε ότι δεν θα αντιμετώπιζε προβλήματα.

 

Όταν τελικά άρχισε να ανεβαίνει το βουνό, είδε χαρούμενος ότι ο δρόμος ήταν καθαρός από χιόνι, προφανώς επειδή τον καθάρισαν πρόσφατα. Ίσως τελικά να μην ήταν ο μόνος παρευρισκόμενος στην γιορτή όπως νόμιζε. Αναρωτήθηκε αν θα γνώριζε ανθρώπους εκεί που θυμόταν τον παππού του. Ήλπιζε ότι δεν θα του προκαλούσαν προβλήματα όταν μάθαιναν ότι σκόπευε να πουλήσει τα πάντα. Οι γέροντες είναι περίεργοι καμιά φορά...

 

Το ανέβασμα ήταν λίγο δύσκολο για το αρχαίο αυτοκίνητο του, αλλά το χειρότερο μέρος του ταξιδιού ήταν η απομόνωση. Σαν άνθρωπος που μπορεί να μείνει κλεισμένος σε ένα σπίτι για μέρες, ο Ισαάκ δεν είχε ιδιαίτερη ανάγκη την ανθρώπινη συντροφιά, αλλά ώρες ταξιδιού χωρίς να δεις έναν άνθρωπο, ένα ανοιχτό κατάστημα, βενζινάδικο είναι αρκετά καταθλιπτικό. Το δάσος φαινόταν ατέλειωτο και από μια μεριά του δρόμου ο γκρεμός φαινόταν επίσης χωρίς τέλος. Ομίχλη είχε ξεκινήσει να απλώνεται στον δρόμο, μαζί με το σκοτάδι. Νυχτώνει νωρίς τον χειμώνα και ακόμα νωρίτερα στο βουνό, απ’ ότι φαίνεται, σκέφτηκε. Προσευχήθηκε να μην πάθει τίποτε το αυτοκίνητο πριν φτάσει στο χωριό, γιατί πραγματικά δεν ήξερε τι μπορούσε να συναντήσει εδώ πάνω, εντελώς μόνος του και χιλιόμετρα μακρυά από τον πολιτισμό.

 

Μετά από μια στροφή, στην άκρη του βουνού, είδε επιτέλους ένα φως σε απόσταση. Θυμήθηκε αμέσως ότι το φως προερχόταν από ένα εκκλησάκι που βρισκόταν σε ένα λόφο ακριβώς πάνω από το χωριό. Του φάνηκε περίεργο πως θυμήθηκε αμέσως τόσες πολλές λεπτομέρειες, από χρόνια πριν. Τώρα θα κατέβαινε την πλαγιά, θα περνούσε το ποτάμι πάνω σε μια παλιά γερμανική γέφυρα, μετά θα σκαρφάλωνε το βουνό ανάμεσα σε γίδες και κληματαριές και μετά θα έφτανε το εκκλησάκι και από κάτω, το χωριό.

 

Όλα ήταν όπως τα θυμόταν, εκτός ίσως από τις γίδες και τις κληματαριές. Δεν υπήρχε πια τίποτα από τα δυο, εγκαταλελειμμένα και αυτά όπως και το υπόλοιπο χωριό. Τον έπιασε μια θλίψη καθώς κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που ήταν εδώ. Όπως όλα τα χωριά, οι κάτοικοι θα ήταν λιγοστοί, ίσως το μαγαζί του χωριού, μερικές γριές και όσοι έρχονται εδώ πάνω τα Σαββατοκύριακα, βαρετοί άνθρωποι που έρχονται για να ''ξεσκάσουν'' και να μιλήσουν για τον ‘’παλιό καλό καιρό’’.

 

 

Η εκκλησία δέσποζε πάνω από το χωριό. Ήταν φτιαγμένη από μαύρη πέτρα, ντόπια, βγαλμένη από τα σπλάχνα του χωριού. Ήταν όμορφη αλλά και τρομακτική, ειδικά την νύχτα, όταν το μόνο που σου θύμιζε ότι βρίσκεται εκεί ήταν η απουσία αστεριών στον ουρανό, σε σχήμα κτηρίου. Δεν θυμόταν σε ποιον άγιο ήταν αφιερωμένη. Κατέβηκε τον λόφο και μπήκε στο χωριό, που ήταν σκοτεινό. Θυμόταν που βρίσκεται το σπίτι αν και τα πράγματα είχαν αλλάξει ελαφρώς. Πολλά σπίτια ήταν ετοιμόρροπα, ο δρόμος ήταν τώρα ασφαλτοστρωμένος και υπήρχαν φώτα στο δρόμο. Το χωριό παρέμενε σκοτεινό όμως, τα φώτα σαν να πνίγονται από τα δέντρα και την ομίχλη γύρω τους.

 

Πάρκαρε το αυτοκίνητο δίπλα από ένα παλιό φορτηγό με το σήμα του ελληνικού στρατού και βγήκε από το αμάξι. Ο αέρας ήταν καθαρός και κρύος, όπως ο αέρας του βουνού πρέπει να είναι. Κατηφόρισε προς το σπίτι, το μυαλό του πλημμυρισμένο από αναμνήσεις που δεν ήξερε καν ότι είχε μέσα του τόσα χρόνια. Πρόσωπα συνδεδεμένα με τα σπίτια που περνούσε, τον ιερέα του χωριού, τον τρελό του χωριού που τραγούδαγε τα βράδια. Πως είναι δυνατόν να θυμάται τόσα πολλά από μια μόνο επίσκεψη, πριν από 20 χρόνια?

 

Το σπίτι ήταν σιωπηλό, όπως το περίμενε. Φοβόταν ότι ίσως να είχαν καλέσει και άλλους απο την οικογένεια, αλλά τελικά ήταν μόνος του. Το σκοτάδι έκρυβε τις περισσότερες λεπτομέρειες αλλά το σπίτι ήταν επιβλητικό ακόμα και την νύχτα. Θα έπρεπε να ρίξει μια καλύτερη ματιά το πρωί.

 

Στην εξώπορτα συνάντησε ένα σκυλί, κοκαλιάρικο αλλά αρκετά χαρούμενο, απ’ ότι φαινόταν.

 

''Εσύ φαίνεται ήρθες μόνο να με καλωσορίσεις στο χωριό ε?’’ είπε καθώς το χάιδεψε. Το σκυλί τον ακολούθησε ως την πόρτα, όπου και ξάπλωσε κάτω από ένα τραπέζι που κάποιος είχε παρατήσει στο έλεος του καιρού και του χρόνου.

 

Μέσα, το σπίτι ήταν κρύο, αλλά τουλάχιστον δεν μύριζε άσχημα όπως υπολόγιζε. Ίσως να το είχαν καθαρίσει πριν έρθει. Άφησε την τσάντα του (περιείχε μόνο μια αλλαξιά ρούχα και ένα βιβλίο) στο πάτωμα και έριξε μια ματιά τριγύρω. Τα πράγματα ήταν καλύτερα απ’ ότι περίμενε πάντως. Κάποιος το είχε φροντίσει, το εσωτερικό τουλάχιστον. Μόνο η υγρασία θα αποτελούσε πρόβλημα, μιας και την ένιωσε αμέσως όταν μπήκε στο σπίτι. Το γόνατό του άρχισε να πονάει. Παλιό τραύμα.

 

Προσπάθησε να διαβάσει λίγο, ξαπλωμένος σε έναν απο τους καναπέδες του σαλονιού. Το σπίτι δεν είχε ηλεκτρισμό και ο ίδιος δεν ήξερε που βρίσκεται ο πίνακας. Βρήκε όμως έναν φακό που είχε μπαταρίες. Η κούραση νίκησε γρήγορα και αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.

 

 

Ξύπνησε από έναν ασυνήθιστο ήχο που εισέβαλε στο όνειρό του. Παρέμεινε ξαπλωμένος, μισοκοιμισμένος για λίγο, χωρίς να είναι σίγουρος αν ο ήχος ήταν στο μυαλό του ή πραγματικός. Ακουγόταν σαν καμπάνα που χτυπάει. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ακουγόταν από κοντά ή από μακριά. Ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει έξω απ’ την πόρτα, σαν κάτι να φοβόταν. Το γάβγισμα ήταν αυτό που τον ξύπνησε για τα καλά. Ο Ισαάκ σηκώθηκε γρήγορα και έριξε μια ματιά από το παράθυρο. Ο σκύλος γάβγιζε κοιτώντας προς την μεριά της αυλόπορτας, κάνοντας μερικά διστακτικά βήματα προς τα εμπρός και πάλι πίσω. Κάτι φοβόταν. Δεν μπορούσε να δει την αυλόπορτα και το χιόνι δεν είχε άλλα ίχνη εκτός απ’ τα δικά του και του σκύλου.

 

Άρπαξε τον φακό και βγήκε έξω. Το τσουχτερό κρύο τον έκανε να ανατριχιάσει. Η θερμοκρασία πρέπει να έπεσε 10 βαθμούς σκέφτηκε ενώ σήκωνε τον γιακά του παλτού του. Ο σκύλος δεν ήταν πια έξω και στην αυλόπορτα δεν ήταν κανείς. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Η ώρα ήταν τέσσερις το πρωί, το ξημέρωμα μακρυά ακόμα. Η καμπάνα είχε σταματήσει να χτυπάει για λίγο, αλλά ξεκίνησε αμέσως ξανά. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν ο τρόπος των χωριανών για να ειδοποιήσουν ότι κάτι συμβαίνει. Φωτιά ή σεισμός ή κάτι τέτοιο. Τι άλλο λόγο θα είχε για να χτυπά τόσο νωρίς?

 

Οι περίεργες σκέψεις του και το γάβγισμα του σκύλου τον είχε τρομάξει λίγο, αλλά ήταν πολύ μεγάλος για να φοβάται το σκοτάδι και τα φαντάσματα. Αποφάσισε να περπατήσει προς την εκκλησία, ευχόμενος ότι το περπάτημα θα τον ζέσταινε λίγο. Το πρόσωπό του είχε παγώσει τελείως, σχεδόν το μόνο μέρος του σώματός του που φαινόταν τώρα πια, το σώμα του καλυμμένο από το παλτό, γάντια, κασκόλ και ψηλές μπότες.

 

Ανέβηκε το μονοπάτι προς την πλατεία του χωριού, άδεια τώρα, όπως και ο δρόμος. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε πως θα είναι, μέχρι που είδε τις μαυροφορεμένες φιγούρες που περπατούσαν προς την έξοδο του χωριού, προς το εκκλησάκι και το κάλεσμα της καμπάνας. Δεν φαντάστηκε ποτέ ότι το χωριό είχε τόσους πολλούς κατοίκους, όχι σήμερα τουλάχιστον. Ίσως να μαζεύτηκαν από τα γύρω χωριά, για το πανηγύρι. Φορούσαν σκουρόχρωμα ρούχα που κάλυπταν το σώμα και το κεφάλι, σαν ρόμπα μοναχού. Το κρύο θα πρέπει να είναι τσουχτερό γι’ αυτούς, σκέφτηκε.

 

Όταν έφτασε τον δρόμο, οι φιγούρες συνέχισαν να έρχονται, ένας σταθερός χείμαρρος από σκοτεινές μορφές που περπατούσαν ήσυχες, αμίλητες. Το θέαμα ήταν απόκοσμο και ο Ισαάκ πολέμησε την ιδέα να το βάλει στα πόδια. Αντί γι’ αυτό, γύρισε και αυτός προς την εκκλησία, σήκωσε την κουκούλα του και άρχισε να περπατά προς τον ήχο της καμπάνας. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει που πήγαινε, το σταθερό ρεύμα τον οδηγούσε απαλά προς τον ήχο.

 

Έφτασαν την εκκλησία και ο Ισαάκ αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να μπει κι αυτός μέσα ή να σταθεί απ’ έξω. Ήλπιζε πως η παρουσία του δεν θα πρόσβαλε κανέναν. Τα χωριά είχαν περίεργες συνήθειες...

 

Το σκοτάδι ήταν ακόμα πιο βαθύ μέσα στην εκκλησία. Μόνο μερικά κεριά έριχναν ένα θαμπό φως στον θάλαμο, ο οποίος ήταν γεμάτος με πιστούς. Το σκοτάδι δεν του επέτρεπε να δει πολλά από την διακόσμηση, αλλά ακόμα και έτσι μπορούσε να δει ότι δεν ήταν σαν τις εκκλησίες που είχε συνηθίσει στην παιδική του ηλικία. Λίγο έξω από το πεδίο όρασής του μπορούσε να δει περίεργες μορφές στους τοίχους, μορφές που δεν έμοιαζαν με αγίους και αποστόλους.

 

Στον άμβωνα στεκόταν ένας ηλικιωμένος άντρας, πιθανότατα ο ιερέας του χωριού. Αναρωτήθηκε αν ήταν ο ίδιος που του έστειλε το γράμμα. Ο άντρας κοιτούσε ευθεία μπροστά, προς τους πιστούς του και το σκοτάδι που τους περιέβαλε. Και τότε μίλησε, ή φωνή του τραχιά και βραχνιασμένη.

 

Ια Σουμπ Νιγκουραθ! Η Αίγα με τα Χίλια Νεογνά!

 

Οι πιστοί γύρω του γονάτισαν, αφήνοντάς τον να στέκεται μόνος του, προδίδοντας την ύπαρξή του στον άντρα. Σκέφτηκε να γονατίσει κι αυτός, αλλά ήταν πλέον αργά και έπειτα η ξαφνική κραυγή του ιερέα τον είχε σαστίσει. Δεν ήξερε τι σήμαινε αλλά σίγουρα δεν ακούστηκε σαν τους ψαλμούς που θυμόταν.

 

Ο ιερέας τον κοίταξε στα μάτια. Σήκωσε το χέρι του, κρυμένο εως τώρα στην ρόμπα του, και έκανε μια κίνηση καλωσορίσματος. Ο Ισαάκ παρέμεινε ακίνητος.

 

''Τέκνον μου. Δεν σε περίμενα τόσο σύντομα. Αλλά φαίνεται το αίμα είναι δύσκολο να ξεχάσει. Σε τράβηξε εδώ. Έλα δίπλα μου.’’ Είπε ο άντρας.

 

Άθελά του, πριν ακόμα το αποφασίσει, ο Ισαάκ περπατούσε ήδη για να σταθεί δίπλα του. Ο ιερέας έκανε ένα βήμα προς τα πλάγια, τραβώντας τον Ισαάκ να σταθεί μπροστά στον άμβωνα, όπου ένα βιβλίο ήταν ανοικτό.

 

''Ήρθε ο καιρός να πάρεις την θέση σου παιδί μου. Ο πατέρας σου ήταν άπιστος, αλλά εσύ δεν θα απογοητεύσεις τον παππού σου. Θα μας οδηγήσεις για χρόνια, όπως αυτός. Τώρα, διάβασε.’’

 

Ο Ισαάκ έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να διαβάζει από το βιβλίο, το μυαλό του απομακρυσμένο απο το σώμα του, παλιές αναμνήσεις και υποσυνείδητες οδηγίες είχαν τον έλεγχο τώρα. Η γλώσσα του ήταν άγνωστη, αλλά μπορούσε να την διαβάσει. Έπειτα από λίγο, άρχισε να θυμάται και την σημασία της. Άρχισε να θυμάται την λατρεία, τον ναό και τις θυσίες την εποχή του θερισμού.

 

Πίσω του, στο σκοτάδι, στο βάθος του ναού, οπλές και σαγόνια κινούνταν σιωπηλά, η θεότητα έτοιμη να δεχτεί τον νέο ιερέα, η συμφωνία με το χωρίο αναζωογονημένη από το αίμα που έτρεχε στης φλέβες του Ισαάκ, της γενιάς που ήταν εκεί στην αρχή, όταν η συμφωνία ήταν νέα και ο κόσμος καινούριος.

Edited by northerain
Link to comment
Share on other sites

Σωστος ο παικτης! Η σκηνη με τις τοιχογραφιες στην εκκλησια ηταν η αγαπημενη μου. Μπρρρρρρρρ

Link to comment
Share on other sites

Δεν μας εξηγείς γιατί κρύβεται απ' το φως του ήλιου, που το αναφέρεις στην αρχή. Δεν το συνδέεις με την ιστορία, σα να μην έχει λόγο ύπαρξης.

 

Η σκηνή που τους κοιτάει να κατευθύνονται προς την εκκλησία κι αυτός ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα, ήταν η καλύτερή μου. Την πίστεψα, με άγχωσε, ήταν στην κατάλληλη στιγμή της ιστορίας.

 

Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά η γραφή σου δεν ήταν αρκετά στρωτή κατά τη γνώμη μου. Σα να σκόνταφτα πάνω στις λέξεις.

Link to comment
Share on other sites

Ήταν απλά μια υπερβολή ενός ανθρώπου που περνά κάθε μέρα σε ένα σπίτι με κλειστές κουρτίνες. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος.

Link to comment
Share on other sites

Η αρχή είναι στερεότυπη και τραβάει σε μάκρος, στριμώχνοντας το πολύ καλό τέλος σε λίγοτερες λέξεις απ' ότι χρειάζεται και του αξίζουν. Αλήθεια, σε τι χρησιμεύει η αναφορά στην ενασχόλησή του πρωταγωνιστή με τη συγγραφή; Και το βασικό πρόβλημα στο στήσιμο είναι η γιορτή του θερισμού χειμωνιάτικα.

 

Η τοποθέτηση της ιστορίας στην Ελλάδα γίνεται εύκολα, μιας και δεν έχει κάτι που να ξενίζει πολύ. Αλλά δεν έχει και τίποτα το ιδιαίτερα ελληνικό.

 

Η γραφή είναι πολύ βιαστική. Εντάξει, έχεις ξεσυνηθίσει το να γράφεις στα ελληνικά κι αυτό δικαιολογεί ορισμένους αγγλισμούς και συντακτικά λαθάκια. Αλλά δεν την έχεις περάσει ούτε ένα χέρι διορθώσεις με αποτέλεσμα να έχει λέξεις χωρίς τόνους, λάθη στα σημεία στίξης, επανάληψη λέξεων κι άλλες επιπολαιότητες που είναι ολοφάνερο από τα αγγλικά σου κείμενα ότι δεν αγνοείς πώς να τα φτιάξεις.

 

Γενικά, το draft μιας πολύ καλής ιστορίας τρόμου, αλλά όχι η ίδια η ιστορία.

 

Ορίστε και ορισμένες επισημάνσεις που έκανα μέσα στο κείμενο:

Θερισμός.doc

Link to comment
Share on other sites

Δεν έχω word για να διορθώσω την γραμματική...:(

 

Η αλήθεια είναι οτι ναι, χτύπησα το όριο στο τέλος και αναγκάστηκα να το κάνω βιαστικά. Άνετα χώραγαν 2000 λέξεις εκει.

 

Τώρα για το αν είναι Ελληνικό, δεν προσπάθησα ιδιαίτερα να το καθορίσω. Γιατί να το κάνω άλλωστε? Αν και το χωριό είναι βασισμένο στο χωριό μου.

Για τον Θερισμό έχεις γενικά δίκιο, αλλά λογικά, δεν ενοχλει εφόσον δεν είναι πραγματικά γιορτή Θερισμού. Σε κάποιο draft είχα βάλει τον ήρωα να το σχολιάζει (Μα καλά, Θερισμός μεσα στον χειμώνα?).

Link to comment
Share on other sites

Τώρα για το αν είναι Ελληνικό, δεν προσπάθησα ιδιαίτερα να το καθορίσω. Γιατί να το κάνω άλλωστε? Αν και το χωριό είναι βασισμένο στο χωριό μου.

 

Δεν είπα ότι είναι απαραίτητο, απλά το σχολιάζω μιας και έκρινες σημαντικό να το αναφέρεις.

 

Και μου χτύπησε από την αρχή το (σπάνιο στην Ελλάδα) όνομα του ήρωα, για το οποίο περίμενα να δοθεί μια κάποια εξήγηση που να δένει στο όλο θέμα. Ή έστω να σχολιαστεί μέσα στο κείμενο αυτή η σπανιότητα (εκτός κι αν παίζει κάπου τοπικά και δεν το έχω υπόψη μου, π.χ. όπως το Βάιος στη Φωκίδα)

 

Για τον Θερισμό έχεις γενικά δίκιο, αλλά λογικά, δεν ενοχλει εφόσον δεν είναι πραγματικά γιορτή Θερισμού. Σε κάποιο draft είχα βάλει τον ήρωα να το σχολιάζει (Μα καλά, Θερισμός μεσα στον χειμώνα?).

 

Νομίζω θα μπορούσες να το ανατικαταστήσεις με "Συγκομιδή" που από τη μια είναι επαρκώς αόριστο (μπορεί να αναφέρεται σε κάθε είδους σοδειά), από την άλλη έχει και κάτι το απειλητικό

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Το όνομα Ισαάκ είναι πολύ έξυπνο (παραπέμπει στον Αβραάμ και τη θυσία που έκανε) και η ιστορία είναι πετυχημένο tribute στον H.P. Lovecraft αν και λιγάκι βιαστικά γραμμένη. Η σκηνή στο ναό είναι πολύ δυνατή, αλλά θα ήθελε και άλλο χώρο, ενώ η μεταφορά στον Ελλαδικό χώρο είναι πολύ πετυχημένη (το είχα δοκιμάσει κι εγώ σε μυθιστόρημα παλιότερα, αλλά ποτέ δεν το προχώρησα πέρα από ένα σημείο).

Γενικά χρειάζεται νομίζω λίγο ακόμα άπλωμα και άλλο ένα χέρι διορθώσεις για κάποια συντακτικά/εκφραστικά προβλήματα που έχει.

Link to comment
Share on other sites

Ωραίο. Όπως θα περίμενα μια τέτοια ιστορία. Οι παρατηρήσεις όμως των προλαλησάντων σχετικά με το "στενό" από πλευράς λέξεων τέλος, ισχύουν. Επίσης, πέρα από το ότι είναι στο αίμα του, θα μπορουσες να αναπτύξεις λίγο ρεπισσότερο τον ψυχισμό του Ισαάκ στα τελευταία γεγονότα. Να εντείνεις το ότι ενώ τον τρομάζουν και του φαίνονται παράδοξα, εντούτοις του είναι και παραξενα οικεία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Μετά από την ανάγνωση του κειμένου έχω τις εξής παρατηρήσεις.

Τεχνικά

Ξεκινάει με λίγη πλοκή αλλά με ενδιαφέρουσα περιγραφή.

Από το σημείο του τηλεφωνήματος στον φίλο του αρχίζει να του λείπει ο χώρος.

Η εκκλησία, οι πιστοί, η τελετή, είναι τηλεγραφικά.

Δεν δίνεις χώρο στον ήρωα να υπάρξει απέναντι στα γεγονότα με αποτέλεσμα να

μοιάζει περισσότερο ρηχός από ότι σαν αναγνώστης δικαιολογώ έστω και για μια τόσο μικρή ιστορία.

Αν ήθελες να ισορροπεί καλύτερα θα μπορούσες ίσως να περιορίσεις το πρώτο μέρος και το ίδιο το ταξίδι ή απλά να γράψεις περισσότερο.

Κάνεις Καλή χρήση των επιθέτων, μην την παρακάνεις

Προσπάθησες να το τελειώσεις "μαχαίρι",αφήνοντας γεύση στον αναγνώστη, δεν το κατάφερες.

 

Λογος

Καλός γενικά, αλλά χωρίς διακριτό προσωπικό στίγμα, δεν ειδα σοβαρά προβλήματα πέρα από έναν κυματισμό στην πυκνότητα.

 

Τύπος

(Μονο σε Αγγλικά κείμενα)

 

Ιστορία

Μέτρια, λίγα ευρήματα και όχι καλά ανεπτυγμένα, δεν πάτησες στα δυνατά σημεία.

Νομίζω οτι αν το ψάξεις λίγο θα σου βγούν πολύ καλύτερα (που μπορεί να σου έχουν

βγει ήδη σε άλλα κείμενα σου που δεν έχω διαβάσει).

 


Προς το παρόν, απλά διακρίνω τη δυνατότητα σου να γράψεις κάτι που πιθανόν θα αγόραζα υπό ορισμένες συνθήκες.

 

Ελπίζω να βοήθησα.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ Μαρτιν. Διάβασε και τα υπόλοιπα μου όταν έχεις όρεξη.

 

Ο Θερισμός είναι λίγο περίεργη φάση γιατί είναι εντελώς formulaic. Γράφτηκε με αυστηρό όριο λέξεων (γι' αυτό και το απότομο τέλος) και με συγκεκριμένη θεματολογία (Κθουλού), γι' αυτό και δεν έβαλα μέσα κάτι ουσιώδες. Ελπίζω να το ξαναγράψω αργότερα ''γεμίζοντας'' τα κενά.

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Έχω αρκετά γι’αυτήν την ιστορία.

 

 

Σημειώσεις:

 

-Τα ονόματα Ισαάκ και Ιωακείμ, κάνουν το Γιώργο να φαντάζει ψεύτικος, με το αρκετά κοινότοπο όνομά του.

 

-Το προσκλητήριο που αποκαλείται κάλεσμα. Μοιάζει σαν να επιμένεις να χρησιμοποιείς αυτήν τη λέξη. Ίσως γίνεται για λόγους προοικονομίας, ωστόσο με ξένισε.

 

-Μια μικρή αναφορά στο ότι ο Γιώργος δουλεύει σε βενζινάδικο ίσως θα βοηθούσε, γιατί στην αρχή (όταν ο Ισαάκ παίρνει τηλέφωνο τον κολλητό του) κατάλαβα ότι ήθελε το αμάξι τού Γιώργου και όχι να γεμίσει το δικό του. Στην πραγματικότητα, δεν πολυκαταλαβαίνω γιατί υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, αυτό το σημείο. Υποθέτω για να μπούμε περισσότερο στην άσχημη κατάσταση που βρίσκεται η ζωή του Ισαάκ(?), αλλά θα προτιμούσα να συμβαίνει κάτι πιο σοβαρό από το να μην έχει λεφτά να γεμίσει.

 

-Η υπόθεση, ως ένα σημείο, ξετυλίγεται με πολύ ικανοποιητικό τρόπο. Παίρνεις το χρόνο σου και δεν βιάζεσαι.thmbup.gif

 

‘’Θυμήθηκε αμέσως ότι το φως προερχόταν από ένα εκκλησάκι που βρισκόταν σε ένα λόφο ακριβώς πάνω από το χωριό. Του φάνηκε περίεργο πως θυμήθηκε αμέσως τόσες πολλές λεπτομέρειες, από χρόνια πριν.’’

-Επιτυχημένα, η δεύτερη πρόταση απαντάει στα εύλογα ερωτήματα που γεννά στον αναγνώστη η πρώτη. Σ’ αυτό το σημείο άστραψε στο μυαλό μου μια σπίθα κθουλιάς. Η πρώτη είχε αστράψει στην αρχή, όταν ο Ισαάκ ανοίγει την πόρτα τού σπιτιού του και δεν την παλεύει με τον ήλιο (αν και όπως λες δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο) και η δεύτερη, φυσικά, με το κλασικό γράμμα/κάλεσμα και το περιεχόμενό του.

 

‘’Ήταν όμορφη αλλά και τρομακτική, ειδικά τη νύχτα, όταν το μόνο που σου θύμιζε ότι βρίσκεται εκεί ήταν η απουσία αστεριών στον ουρανό, σε σχήμα κτηρίου.’’

-Αν και στην αρχή δεν το πολυέπιασα, είναι σίγουρα δυνατή εικόνα, παρά το γεγονός ότι προϋποθέτει μια μεγάλη εκκλησία, συγκεκριμένη οπτική γωνία και έναν ουρανό που να πλυμμηρίζει από αστέρια (ώστε να φαίνεται η διαφορά).thmbup.gif

 

-Ίσως είναι ένα κλικ απρόσμενη η απόφαση να πάει, στις 04.00 το πρωί και με τέτοιο κρύο, στην εκκλησία, παρά την καμπάνα και ειδικά μετά το περιστατικό με το σκύλο. Γι’ αυτόν που δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει να σε καλεί ο μεγάλος Κ(ή όποιος άλλος Μ.Π. βρίσκεται στα πέριξ), ίσως φαίνεται πιο λογικό να πήγαινε πάλι μέσα στο σπίτι για να συνεχίσει τον ύπνο του.

 

-Εύκολα παρεισφρύει στην ομάδα που βαδίζει προς την εκκλησία.

 

‘’μπορούσε να δει ότι δεν ήταν σαν τις εκκλησίες που είχε συνηθίσει στην παιδική του ηλικία. Λίγο έξω από το πεδίο όρασής του μπορούσε να δει περίεργες μορφές στους τοίχους, μορφές που δεν έμοιαζαν με αγίους και αποστόλους.’’

-Υπάρχει και στο χωριό Μηλιές, στο Πήλιο, μια τέτοια εκκλησία. Οι μορφές στους τοίχους της είναι αρκετά ασυνήθιστες. Αλήθεια.

 

‘’Πίσω του, στο σκοτάδι, στο βάθος του ναού, οπλές και σαγόνια κινούνταν σιωπηλά, η θεότητα έτοιμη να δεχτεί τον νέο ιερέα, η συμφωνία με το χωρίο αναζωογονημένη από το αίμα που έτρεχε στις φλέβες του Ισαάκ, της γενιάς που ήταν εκεί στην αρχή, όταν η συμφωνία ήταν νέα και ο κόσμος καινούριος.’’

-Αυτή είναι η τελευταία παράγραφος και ίσως θα μπορούσε να έχει κάπου μια ενδιάμεση (άνω) τελεία, ίσως και δύο. Μέχρι το ‘οπλές και σαγόνια κινούνταν σιωπηλά’ είναι πολύ οκ. Μετά πέφτει και πιστεύω πως το πιο προβληματικό τμήμα είναι το ‘της γενιάς που ήταν εκεί στην αρχή’ (σε σχέση με τη λέξη Ισαάκ, που είναι η τελευταία που διαβάζουμε πριν αυτή τη φράση). Το ‘Ισαάκ’ και το ‘της γενιάς’ δεν μου κολλάνε και, καθώς διάβαζα την τελευταία παράγραφο, στο σημείο αυτό ένιωσα ένα μικρό παραπάτημα στη ροή. Ίσως ο λόγος να είναι ότι το ‘Ισαάκ’ μου αφήνει την αίσθηση του συγκεκριμένου και το ‘γενιας’ γενικεύει απότομα και αναγκάζει το μυαλό μου να πετάξει από τον ήρωα, σε μια έννοια πιο γενική και θολή.

 

 

Συμπεράσματα:

 

-Έχει αρκετά λαθάκια και μερικά από αυτά είναι στο λόγο. Δεν ξέρω αν το μέγεθός της δικαιολογεί το να βάζεις τον Ισαάκ να πηγαίνει στη φωλιά τού κακού. Αν ήταν μεγαλύτερη, θα μπορούσες να μας δώσεις μια πληρέστερη εικόνα της επίδρασης που έχει το χωριό στον πρωταγωνιστή. Να μας βυθίσεις σταδιακά, μαζί με τον ήρωα, στον απαιτητικό ήχο τού καλέσματος. Έτσι όπως είναι τώρα (εννοώ σ’ αυτό το μικρό μέγεθος), δε δίνονται πολλές απαραίτητες εξηγήσεις, τουλάχιστον για κάποιον που δεν ξέρει από Cthulhu Mythos [ίσως θα ήταν μια καλή εναλλακτική το κακό να κάνει επίθεση στο παλιό χωριατόσπιτο. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν απαιτούνται πολλά πολλά σαν εξηγήσεις και υπάρχει δυνατότητα για αυξημένη ένταση. Αν και κάτι τέτοιο αναγκάζει σε παρέκκλιση από τον όρο ‘κάλεσμα’, ωστόσο δεν είναι μοτίβο ασυνήθιστο για τέτοιου είδους ιστορία]. Κάτι τελευταίο. Παρότι η κραυγή τού ιερέα (με την αναφορά στον Σουμπ Νιγκουράθ) ξεκαθαρίζει ότι έχουμε να κάνουμε με λαβκραφτική ιστορία, πρέπει να πω ότι περίμενα περισσότερα στοιχεία, σε σχέση με την υποσημείωση ‘Cthulhu Mythos in Greece’.

 

ΥΓ1: Οι οπλές παραπέμπουν και σε Σατανά. thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

 

Σημειώσεις:

 

-Τα ονόματα Ισαάκ και Ιωακείμ, κάνουν το Γιώργο να φαντάζει ψεύτικος, με το αρκετά κοινότοπο όνομά του.

Ε δε γίνεται να έχουν όλοι τέτοια ονόματα σωστά? Ο Ισαάκ και ο Ιωακείμ έχουν σχετικά βιβλικά ονόματα λόγο του χωριού. Ο Γιώργος είναι βενζινάς.

 

-Το προσκλητήριο που αποκαλείται κάλεσμα. Μοιάζει σαν να επιμένεις να χρησιμοποιείς αυτήν τη λέξη. Ίσως γίνεται για λόγους προοικονομίας, ωστόσο με ξένισε.

Τοπική ιδιαιτερότητα. Στο χωριό κάλεσμα σημαίνει το ίδιο με το προσκλητήριο. Κοινό στην Αιτωλοακαρνανία.

-Μια μικρή αναφορά στο ότι ο Γιώργος δουλεύει σε βενζινάδικο ίσως θα βοηθούσε, γιατί στην αρχή (όταν ο Ισαάκ παίρνει τηλέφωνο τον κολλητό του) κατάλαβα ότι ήθελε το αμάξι τού Γιώργου και όχι να γεμίσει το δικό του. Στην πραγματικότητα, δεν πολυκαταλαβαίνω γιατί υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, αυτό το σημείο. Υποθέτω για να μπούμε περισσότερο στην άσχημη κατάσταση που βρίσκεται η ζωή του Ισαάκ(?), αλλά θα προτιμούσα να συμβαίνει κάτι πιο σοβαρό από το να μην έχει λεφτά να γεμίσει.

Στο κόψιμο χάθηκαν πολλά (είχα όριο 3500). Έχεις απόλυτο δίκιο. Ο Γιώργος δεν έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο, αλλά η σκηνή ήταν μεγαλύτερη. Εξηγεί την κατάσταση του Ισαάκ και το γεγονός ότι καιρό τώρα είναι φτωχός. Υπάρχει κυρίως για να εξηγήσει γιατί είναι έτοιμος να τρέχει στα βουνά για την κληρονομιά.

 

-Η υπόθεση, ως ένα σημείο, ξετυλίγεται με πολύ ικανοποιητικό τρόπο. Παίρνεις το χρόνο σου και δεν βιάζεσαι.thmbup.gif

‘’Θυμήθηκε αμέσως ότι το φως προερχόταν από ένα εκκλησάκι που βρισκόταν σε ένα λόφο ακριβώς πάνω από το χωριό. Του φάνηκε περίεργο πως θυμήθηκε αμέσως τόσες πολλές λεπτομέρειες, από χρόνια πριν.’’

-Επιτυχημένα, η δεύτερη πρόταση απαντάει στα εύλογα ερωτήματα που γεννά στον αναγνώστη η πρώτη. Σ’ αυτό το σημείο άστραψε στο μυαλό μου μια σπίθα κθουλιάς. Η πρώτη είχε αστράψει στην αρχή, όταν ο Ισαάκ ανοίγει την πόρτα τού σπιτιού του και δεν την παλεύει με τον ήλιο (αν και όπως λες δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο) και η δεύτερη, φυσικά, με το κλασικό γράμμα/κάλεσμα και το περιεχόμενό του.

Η ιστορία γράφτηκε σαν homage στα Κθουλικά διηγήματα, απλά στην Ελλάδα. Γι΄αυτό δεν με ενόχλησε να χρησιμοποιήσω τα κλασικά κλισέ. Σαν άσκηση ένα πράγμα.

‘’Ήταν όμορφη αλλά και τρομακτική, ειδικά τη νύχτα, όταν το μόνο που σου θύμιζε ότι βρίσκεται εκεί ήταν η απουσία αστεριών στον ουρανό, σε σχήμα κτηρίου.’’

-Αν και στην αρχή δεν το πολυέπιασα, είναι σίγουρα δυνατή εικόνα, παρά το γεγονός ότι προϋποθέτει μια μεγάλη εκκλησία, συγκεκριμένη οπτική γωνία και έναν ουρανό που να πλυμμηρίζει από αστέρια (ώστε να φαίνεται η διαφορά).thmbup.gif

Μιας και είναι βασισμένη σε κάνα-δυο χωριά, όταν είσαι μακριά απ' την πόλη και στα 2000 μέτρα, ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, άρα σωστά τα λες.

-Ίσως είναι ένα κλικ απρόσμενη η απόφαση να πάει, στις 04.00 το πρωί και με τέτοιο κρύο, στην εκκλησία, παρά την καμπάνα και ειδικά μετά το περιστατικό με το σκύλο. Γι’ αυτόν που δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει να σε καλεί ο μεγάλος Κ(ή όποιος άλλος Μ.Π. βρίσκεται στα πέριξ), ίσως φαίνεται πιο λογικό να πήγαινε πάλι μέσα στο σπίτι για να συνεχίσει τον ύπνο του.

Φυσικά έχεις δίκιο. Ουσιαστικά η πλοκή υπονοεί οτι κάτι τον τραβάει και τον σπρώχνει, παλιές αναμνήσεις και οδηγίες που έχει ξεχάσει. Δεν φαίνεται καθαρά εδώ.

-Εύκολα παρεισφρύει στην ομάδα που βαδίζει προς την εκκλησία.

 

‘’μπορούσε να δει ότι δεν ήταν σαν τις εκκλησίες που είχε συνηθίσει στην παιδική του ηλικία. Λίγο έξω από το πεδίο όρασής του μπορούσε να δει περίεργες μορφές στους τοίχους, μορφές που δεν έμοιαζαν με αγίους και αποστόλους.’’

-Υπάρχει και στο χωριό Μηλιές, στο Πήλιο, μια τέτοια εκκλησία. Οι μορφές στους τοίχους της είναι αρκετά ασυνήθιστες. Αλήθεια.

 

‘’Πίσω του, στο σκοτάδι, στο βάθος του ναού, οπλές και σαγόνια κινούνταν σιωπηλά, η θεότητα έτοιμη να δεχτεί τον νέο ιερέα, η συμφωνία με το χωρίο αναζωογονημένη από το αίμα που έτρεχε στις φλέβες του Ισαάκ, της γενιάς που ήταν εκεί στην αρχή, όταν η συμφωνία ήταν νέα και ο κόσμος καινούριος.’’

 

-Αυτή είναι η τελευταία παράγραφος και ίσως θα μπορούσε να έχει κάπου μια ενδιάμεση (άνω) τελεία, ίσως και δύο. Μέχρι το ‘οπλές και σαγόνια κινούνταν σιωπηλά’ είναι πολύ οκ. Μετά πέφτει και πιστεύω πως το πιο προβληματικό τμήμα είναι το ‘της γενιάς που ήταν εκεί στην αρχή’ (σε σχέση με τη λέξη Ισαάκ, που είναι η τελευταία που διαβάζουμε πριν αυτή τη φράση). Το ‘Ισαάκ’ και το ‘της γενιάς’ δεν μου κολλάνε και, καθώς διάβαζα την τελευταία παράγραφο, στο σημείο αυτό ένιωσα ένα μικρό παραπάτημα στη ροή. Ίσως ο λόγος να είναι ότι το ‘Ισαάκ’ μου αφήνει την αίσθηση του συγκεκριμένου και το ‘γενιας’ γενικεύει απότομα και αναγκάζει το μυαλό μου να πετάξει από τον ήρωα, σε μια έννοια πιο γενική και θολή.

 

 

Συμπεράσματα:

 

-Έχει αρκετά λαθάκια και μερικά από αυτά είναι στο λόγο. Δεν ξέρω αν το μέγεθός της δικαιολογεί το να βάζεις τον Ισαάκ να πηγαίνει στη φωλιά τού κακού. Αν ήταν μεγαλύτερη, θα μπορούσες να μας δώσεις μια πληρέστερη εικόνα της επίδρασης που έχει το χωριό στον πρωταγωνιστή. Να μας βυθίσεις σταδιακά, μαζί με τον ήρωα, στον απαιτητικό ήχο τού καλέσματος. Έτσι όπως είναι τώρα (εννοώ σ’ αυτό το μικρό μέγεθος), δε δίνονται πολλές απαραίτητες εξηγήσεις, τουλάχιστον για κάποιον που δεν ξέρει από Cthulhu Mythos [ίσως θα ήταν μια καλή εναλλακτική το κακό να κάνει επίθεση στο παλιό χωριατόσπιτο. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν απαιτούνται πολλά πολλά σαν εξηγήσεις και υπάρχει δυνατότητα για αυξημένη ένταση. Αν και κάτι τέτοιο αναγκάζει σε παρέκκλιση από τον όρο ‘κάλεσμα’, ωστόσο δεν είναι μοτίβο ασυνήθιστο για τέτοιου είδους ιστορία]. Κάτι τελευταίο. Παρότι η κραυγή τού ιερέα (με την αναφορά στον Σουμπ Νιγκουράθ) ξεκαθαρίζει ότι έχουμε να κάνουμε με λαβκραφτική ιστορία, πρέπει να πω ότι περίμενα περισσότερα στοιχεία, σε σχέση με την υποσημείωση ‘Cthulhu Mythos in Greece’.

 

ΥΓ1: Οι οπλές παραπέμπουν και σε Σατανά. thmbup.gif

Έχεις γενικά δίκιο. Ελπίζω κάποια στιγμή να επιστρέψω σ΄αυτήν και να της δώσω άλλες 5000 λέξεις.

 

Ευχαριστώ πάρα πολύ για την κριτική και τα pointers, ήταν όλα πολύ χρήσιμα.

Edited by northerain
Link to comment
Share on other sites

Είναι νομίζω αρκετά προφανές ότι η ιστορία θέλει πολύ περισσότερο χώρο. Τώρα, όπως τη βλέπω, προσπαθείς να πάρεις τα κλασσικά μοτίβα και κλισέ των Κθούλου ιστοριών και να τα μεταφέρεις στην Ελλάδα (

Ψιλομυστήριος τύπος κληρονομεί σπίτι από συγγενή του σε απομονωμένο χωριό - η διαφορά είναι ότι ο συγγενής δεν ήταν αυτός που ασκούσε τη λατρεία, αλλά όλο το χωριό

). Αυτό κακό απαραίτητα δεν είναι, καθώς είναι κάποια κλισέ τα οποία λατρεύουμε να τα βλέπουμε από όλες τις οπτικές γωνίες. Το κακό είναι ότι μαζί παίρνεις και όλα τα εγγενή ελαττώματα αυτών των ιστοριών - αδύναμοι έως ανύπαρκτοι χαρακτήρες, σεναριακές ευκολίες κτλ - χωρίς όμως να μπορώ, εγώ τουλάχιστον, να δω αυτό το κάτι μαγικό που με κάνει να τα ξεχνάω τελείως όταν τις διαβάζω. Ίσως με πραγματικά 5000 λέξεις ακόμα να μπορεί να δείξει, να αναπτύξεις λίγο περισσότερο τους χαρακτήρες, τον ξεκρέμαστο Γιάννη που παρουσιάζεις στην αρχή, να χτίσεις την ατμόσφαιρα του χωριού, τους κατοίκους κτλ (αν εξαιρέσουμε τον ύπνο, η όλη δράση μέσα στο χωριό πρέπει να κρατάει 10 λεπτά πραγματικού χρόνου). Επίσης σίγουρα θα μπορέσεις να εξομαλύνεις κάποιες αδεξιότητες που εμφανίζονται στο λόγο, αλλά δεν είναι τίποτα που δε σώζεται με ένα χτένισμα.

 

Αν είμαι λίγο αυστηρός είναι γιατί α) πραγματικά ψοφάω για ιστορίες Κθούλου κι εκτιμάω μια καλή ιστορία του είδους υπερβολικά και β) γιατί ξέρω ότι μπορείς καλύτερα.

Edited by northerain
Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Βρίσκομαι στο edit τώρα και κοιτούσα τις κριτικές. Παρατηρώ ότι εξηγώ συχνά το πως και το γιατί της ιστορίας (όριο λέξεων, βιασύνη, μπλα μπλα), πράγμα που είναι λίγο άδικο εκ μέρους μου. Δεν μπορεί να ξέρει ο αναγνώστης τι ζόρι τράβαγα εγώ όταν έγραφα. Αλλά αν τύχει και το δει κανείς από τους παραπάνω αυτό, ας απαντήσει αν έχει κάτι να προσθέσει.

 

Ο Γιώργος σχολιάζεται συχνά για κάποιο λόγο. Είναι περίεργο να υπάρχει ένας μικρός χαρακτήρας σε ένα διήγημα ο οποίος απλά είναι ένας φίλος του πρωταγωνιστή? Δεν μπορώ να αποφασίσω.

 

Για τα ονόματα δε ξέρω επίσης. Ίσως είμαι κολλημένος, αλλά αν με λέγανε Ισαάκ δεν θα το συντόμευα ''Σάκης'' για παράδειγμα. Χτυπάνε πολύ τα ονόματα?

Link to comment
Share on other sites

Το όνομα του Γιώργου εμένα δεν με πειράζει. Έτσι το λένε το παληκάρι ,τι να κάνουμε;

Επίσης δεν με πειράζει που ο πρωταγωνιστής έχει ένα φίλο.

 

Αυτό που πειράζει είναι οτι υπάρχει μέσα στο κείμενο χωρίς λόγο. Δεν προσφέρει στην πλοκή και τρώει (πολύτιμες για το διήγημα) λέξεις.

Ίσως η αναφορα (απο άλλα μέλη) για το απλό του ονόματος του σε σχέση με τον ήρωα να πηγάζει απο την ανάγκη σύνδεσης του Γιώργου με την ιστορία γιατί όπως είναι δοσμένος φαντάζει περιττός.

 

Τι εννοώ.

Αν τον ήρωα σου τον έλεγαν αντι για Γιώργο Ααρόν, ή Ιωσήφ, ο αναγνώστης συνειρμικά (και υποσυνείδητα ίσως) θα τον θεωρούσε μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου. Είναι φίλος απο τα παιδικά χρόνια; Ήταν στο ίδιο χωρίο; Μήπως η φιλία του είναι πρόσχημα για να οδηγήσει τον Ισαάκ μεθοδευμένα προς το χωριό; Μήπως προετοιμάζει τον Ισαακ για όλο αυτό χρόνια τώρα; Μήπως είναι τοποθετημένος κοντά του για να έχει το νου του στον Ισαακ;

 

Ο αναγνώστης μπορεί να μην αντιληφθεί καν οτι το κάνει αυτό, αλλά η αλήθεια είναι πως συμβαίνει.

Δίνοντας το όνομα Γιώργος στον φίλο του, χαλάς την οποιαδήποτε έστω υπόνοια συνωμοσίας, που υπο άλλες συνθήκες θα πρόσθετε ατμόσφαιρα στο διήγημα.

 

Ίσως εκεί να βρίσκεται η ένσταση για το όνομα Γιώργος που επισήμαναν τα μέλη παραπάνω.

Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω, είναι ενας κομπάρσος που υπάρχει για να δείξει πως ο Ισαάκ χρησιμοποεί τους ανθρώπους σαν εργαλεία. Τώρα που επεκτείνω την ιστορία ίσως να μην ενοχλεί τόσο η παρουσία του.

Link to comment
Share on other sites

-Αυτό που πειράζει είναι οτι υπάρχει μέσα στο κείμενο χωρίς λόγο. Δεν προσφέρει στην πλοκή και τρώει (πολύτιμες για το διήγημα) λέξεις.

Ίσως η αναφορα (απο άλλα μέλη) για το απλό του ονόματος του σε σχέση με τον ήρωα να πηγάζει απο την ανάγκη σύνδεσης του Γιώργου με την ιστορία γιατί όπως είναι δοσμένος φαντάζει περιττός...

 

 

-Δίνοντας το όνομα Γιώργος στον φίλο του, χαλάς την οποιαδήποτε έστω υπόνοια συνωμοσίας, που υπο άλλες συνθήκες θα πρόσθετε ατμόσφαιρα στο διήγημα...

 

Σε σχέση με το πρώτο που λέει ο Drake, νομίζω ότι θα ερχόταν καλά αν αυτή η παράγραφος:

 

''Δύο ώρες αργότερα ήταν στο δρόμο για το χωριό. Μετά από μερικά παρακάλια και απειλές, ο φίλος του ενέδωσε και του επέτρεψε να γεμίσει βενζίνα το παλιό του toyota, όταν το αφεντικό ήταν απασχολημένο αλλού. Ήταν η τελευταία φορά, του είπε. Ο Ισαάκ χαμογέλασε στην σκέψη του πόσες φορές είχε ακούσει την ίδια φράση. Είχε ταλέντο σε αυτά τα πράγματα ο Ισαάκ, αυτό δεν μπορούσες να του το αρνηθείς. Βέβαια κάποια στιγμή το ταλέντο αυτό έπαψε να λειτουργεί, όταν οι φίλοι του αποφάσιζαν οτι δεν άξιζε τον κόπο να ενδιαφέρεσαι για κάποιον σαν αυτόν. Πράγμα που συνέβαινε όλο και πιο συχνά τελευταία....''

 

ήταν μεγαλύτερη ή συνοδευόταν και από άλλες, που να μας βάζουν πιο βαθιά στο πρόβλημα.

 

Για το δεύτερο, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω στο θέμα της ατμόσφαιρας. Τα ονόματα που έχεις επιλέξει κάνουν την ιστορία να φαντάζει βαριά κι ασήκωτη (που για μένα είναι καλό) και δίνουν άφθονη ατμόσφαιρα. Το Γιώργος σκάει σαν ψεύτικο (όπως είπα στο προηγούμενο ποστ μου)... είναι ένας απλός Γιώργος και οι άλλοι έχουν αυτά τα βιβλικά ονόματα που σε ατμοσφαιριάζουν... κάνε τον τουλάχιστον Αλέξανδρο ή Λεωνίδα που είναι όπως και να το κάνουμε πιο βαριά από το Γιώργος :) (αστειεύομαι, η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι σίγουρος τι θα έκανα στη θέση σου με το όνομα, ίσως πάντως να το άλλαζα, ίσως να άλλαζα ένα από τα άλλα δύο)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..