Jump to content

Ααρών, η Διαθήκη


Guest Anime_Overlord

Recommended Posts

Guest roriconfan

Το τελευταίο edit έγινε βασισμένο στα σχόλια μέχρι το ποστ 9.

 

/////////////////////////////////////////////////

 

1. Το Βαλτοχώρι

Στον βάλτο της ιστορίας μας υπάρχει ένα χωριό. Το όνομά του δεν έχει σημασία. Ούτως ή άλλως ήταν πάντα ένα άγνωστο και γεωγραφικά αδιάφορο χωριουδάκι, που κανένας δεν του έδινε σημαία, πέρα από τον βασιλικό φοροεισπράκτορα που περνούσε μια φορά τον χρόνο και έμενε μόνο όσο χρειαζόταν για να του πληρώνουν την δεκάτη σαν φόρο στον τοπικό άρχοντα. Ακόμα και οι κάτοικοι του συχνά το αποκαλούσανε απλά «το Βαλτοχώρι», δίχως να είναι πραγματικά αυτό το κανονικό του όνομα.

 

Σε αυτό το χωριό λοιπόν, ζούσανε περίπου μια εκατοστή άνθρωποι, όλοι τους γεωργοί. Τα ονόματά τους δεν έχουνε σημασία, ούτως ή άλλως κανείς τους δεν έκανε ποτέ κάτι αξιόλογο για να υπάρχει λόγος να μείνει στην μνήμη ονομαστικά. Το χωριό τους ήταν χτισμένο πάνω σε ψηλές και χοντρές ξύλινες δοκούς. Κάθε σπίτι ήταν πρακτικά μια ξύλινη καλύβα, και είχε για θεμέλια τουλάχιστον τέσσερις τέτοιες δοκούς για να κρατιέται ένα μέτρο πιο πάνω από το έδαφος. Ήταν μέσο για να κρατάει έξω το νερό και την λάσπη. Για να μπει κανείς μέσα από την πόρτα, υπήρχαν καυσόξυλα που ήτανε στοιβαγμένα σαν πυραμίδα για να ανεβαίνει λες και ήταν σκάλα.

 

Η ζωή ήταν απλή και δύσκολη σε αυτό το χωριουδάκι. Οι κάτοικοι έπρεπε να καλλιεργούνε μανιτάρια και να μαζεύουνε τύρφη ενώ συγχρόνως να προσέχουνε μη ξεχειλίσουν τα νερά και τους χαλάσουνε το βιός τους.

 

Επισκέπτες δεν υπήρχαν γενικώς. Ο μόνος σίγουρος ήταν ο φοροεισπράκτορας, μια φορά τον χρόνο. Πέρα από αυτόν, μόνο μερικοί κυνηγοί ή τυχοδιώκτες περνούσανε περιστασιακά από εκεί, γυρεύοντας κάτι ή για να κρυφτούνε για λίγο από κάποιον. Κατά τ’ άλλα, το χωριό είχε μηδαμινή κίνηση και ακόμα και οι περιστασιακοί φιλοξενούμενοι δεν βλέπανε την ώρα να φύγουνε από αυτό το χωριουδάκι γεμάτο με την λάσπη και την δυσωδία των σαπισμένων φυτών από τον γεμάτο στάσιμα και βρώμικα νερά βάλτο παραδίπλα.

 

Όλοι οι κάτοικοι του ανώνυμου αυτού χωριού, είχανε μόνο ένα χάνι σαν μοναδική ψυχαγωγία σε ολάκερη την κοινότητα. Οπότε κάθε απόγευμα, νέοι, γέροι και παιδιά μαζεύονταν εκεί και συζητούσανε ή παίζανε για να περάσει η ώρα, ενώ οι γυναίκες σφουγγαρίζανε με στάσιμο νερό που παίρνανε από μια λιμνούλα παραδίπλα την λάσπη και το χώμα που είχανε φέρει μέσα στο σπίτι όλη την μέρα. Το χάνι, όπως και κάθε τι άλλο στο χωριό, είχε ποικιλία μόνο στις ελλείψεις του. Σπάνια θα έβρισκε κάποιος εκεί κάτι παραπάνω από σαρδέλα να κολυμπάει σε λαρδί, ψητά μανιτάρια σκεπασμένα με ένα δάχτυλο αλάτι ή περιστασιακά κάποιο λουκάνικο και δύο αυγά μάτια να σχηματίζουν ένα θλιμμένο προσωπάκι σε κάποιο τσίγκινο πιάτο. Όσο για την κάβα του καταστήματος, ούτε αυτήν αποτελούσε εξαίρεση. Ξυδιασμένο κόκκινο κρασί που έκανε και για να απολυμαίνεις πληγές, ζαχαρούχο νερό με ζωμό από αρωματούχα βότανα σαν υποκατάστατο των κοκτέηλς ή σαλέπι για να ξεγελάς το κρύο τους χειμώνες, καθώς κι ότι το ούζο ήταν πολυτέλεια σε αυτά τα μέρη. Και όσο για διασκέδαση, το χασομέριασμα περιλάμβανε ένα ολάκερο ζευγάρι ζάρια για τους νέους και μπόλικα χρωματιστά στρόγγυλα βότσαλα για να παίζουνε τα παιδιά πεντόβολα. Υπήρχε και το να σου λένε το καφέ αλλά το πόσο πιάνει αυτό σαν ψυχαγωγία ήταν υπό αμφισβήτηση.

 

Σε αυτό το μαγαζάκι συζητιόντουσαν πολλά και σπουδαία πράγματα. Κατά καιρούς, κάποιος πρότεινε να μετακινούσανε το χωριό μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα για να έχουνε λιγότερη λάσπη και βρομιά μέσα στα σπίτια τους. Πολλοί συμφωνούσανε με αυτό αλλά κανείς ποτέ δεν το έκανε. Άλλες φορές, κάποιος άλλος πρότεινε να χτίσουνε ένα ξύλινο φράγμα στα όρια μεταξύ του χωριού και του βάλτου για να μην πλημμυρίζουνε εύκολα σε κάθε νεροποντή. Πολλοί κι εδώ συμφωνούσανε αλλά και πάλι κανείς ποτέ δεν το έκανε. Και άλλες, κάποιος πρότεινε να φτιάξουνε ένα κανάλι για να διώχνει τα νερά μακριά από το χωριό. Επίσης συμφωνούσανε πολλοί και επίσης κανένας δεν το έκανε. Γενικώς, πολλά και ενδιαφέροντα λέγονταν κατά καιρούς αλλά ποτέ δεν γινόταν κάτι. Τα λέγανε απλά για να περάσει η ώρα και για να φαντάζονται πώς θα ήταν καλύτερη η ζωή τους αν κάνανε κάτι σε ένα μέλλον που ποτέ δεν φαινόταν να πλησιάζει.

 

Αυτήν ήταν πάνω-κάτω η απλή και δύσκολη ζωή σε αυτό το χωριό. Μόνο που αργότερα, ήρθε να προστεθεί σε όλα αυτά και το Γομάρι. Κανείς δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα και κανείς δεν είχε το θάρρος να ρωτήσει και να μάθει. Το μόνο που ξέρανε ήταν ότι το Γομάρι ήρθε να τους κάνει την ζωή πιο δύσκολη.

 

 

 

Μια απλή μέρα σαν όλες τις άλλες, ακούστηκε στο κέντρο του χωριού μια τόσο δυνατή κραυγή, που όλοι οι κάτοικοι έντρομοι με μιας σταματήσανε να κάνουνε ότι κάνανε, βγήκανε από τα σπίτια τους ή γυρίσανε από τα χωράφια τους να δούνε τι συνέβη. Βρήκανε στην κορυφή της καλύβας του γέροντα του χωριού έναν μπρατσωμένο, δίμετρο και αξύριστο για βδομάδες άντρα. Φορούσε μόνο μια προβιά, ήταν μαυρισμένος αρκετά από τον ήλιο και είχε μια αγριεμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Χτύπησε το πόδι του και είπε:

 

«Ακούστε ‘δω σκυλιά! Θέλω φαΐ και το θέλω τώρα! Φέρτε μου κρέας και κρασί, μην σας κάνω το χωριό σμπαράλια!»

 

Οι κάτοικοι αρχικά μείνανε ακίνητοι, μη ξέροντας πώς να αντιδράσουνε. Ο τεράστιος άντρας, μην έχοντας καθόλου υπομονή, πήδηξε από την σκεπή και φτάνοντας κάτω σήκωσε τόση λάσπη που λέρωσε μια ντουζίνα χωριανούς και την απλωμένη μπουγάδα της ξεματιάστρας του χωριού. Σήκωσε ένα βαρέλι γεμάτο με βρόχινο νερό τόσο εύκολα σαν να ήταν άδειο και το πέταξε στην καλύβα του γέροντα, σπάζοντας τον τοίχο και μουσκεύοντας άλλη μια ντουζίνα χωριανούς, κάποιοι από τους οποίους καθαρίσανε έτσι από τις λάσπες. Τρεις νέοι που κρατούσανε ακόμα τσάπες και τσουγκράνες από τα χωράφια, προσπαθήσανε να τον διώξουνε αλλά κι αυτοί δεν καταλάβανε για πότε τους άρπαξε τα εργαλεία από τα χέρια και τους κλώτσησε μέτρα πίσω. Ο τρίτος μάλιστα που κράτησε σφιχτά την τσουγκράνα, τον τράβηξε μαζί με αυτήν και τον πέταξε πίσω του σαν να ήτανε ελαφρύς σαν σκιάχτρο.

 

«Μη μου αντιστέκεστε μη σας πάρει και σας σηκώσει! Φαΐ! Ποτό! Τώρα!»

 

 

 

Κάποιοι σκεφτήκανε να αντισταθούνε κι άλλο αλλά δεν το κάνανε. Κάποιοι προτείνανε να ζητήσουνε βοήθεια από τα γειτονικά χωριά ή και την πόλη αλλά επίσης δεν το κάνανε. Κάποιοι σκεφτήκανε να βάλουνε φαρμάκι στο ποτό του και να τον φιμώσουνε ενώ αγκομαχάει αλλά κι αυτοί δεν το κάνανε. Τελικά, του δώσανε ότι ήθελε και ελπίζανε να φύγει και να τους αφήσει στην ησυχία τους. Το Γομάρι πραγματικά κατέβασε σχεδόν μονοκοπανιά την μεγάλη κούπα με το κρασί, έβαλε το χοιρινό και τα ψάρια χύμα σε ένα τσουβάλι και πήρε τον δρόμο του.

 

Αλλά εκεί που ξεφυσούσανε όλοι τους από ανακούφιση, εκείνος γύρισε και φώναξε:

 

«Θα γυρίσω σε τρεις μέρες. Να έχετε κι άλλα να πάρω, αλλιώς θα σας κάνω χειρότερα!»

 

Όλοι τρομάξανε.

 

 

 

«Να αντισταθούμε! Να φέρουμε βοήθεια! Να τον δηλητηριάσουμε!»

 

Αυτά λέγανε κάθε τρεις μέρες το απόγευμα στο χάνι τους, καθώς ερχόταν, έπινε και έφευγε με τα τρόφιμά τους. Και κάθε φορά, κανείς δεν έκανε απολύτως τίποτα. Και βασικά, πιο πολύ φάνηκε να παίρνει θέση ο φοροεισπράκτορας που έβλεπε τους φόρους να πέφτουν παρά οι ίδιοι οι κάτοικοι του χωριού.

 

 

 

Και η ζωή κύλησε έτσι για χρόνια…

 

2. Η Ορδή

Οι χωρικοί τρέχανε έντρομοι στην πεδιάδα, κουβαλώντας ότι μπορούσανε από την λιγοστή περιουσία τους. Μερικοί τραβούσανε χειροκίνητα κάρα, άλλοι είχανε στην πλάτη τους τσουβάλια, άλλοι παραμάσχαλα βαρελάκια και άλλοι είχανε στον κόρφο τους μικρά παιδιά. Αν και ο καθένας τους κουβαλούσε διαφορετικά πράγματα, όλοι τους είχανε ένα κοινό που τους ένωνε. Όλοι τους τρέχανε να γλιτώσουνε από το μένος της Ορδής!

 

Πίσω τους μερικά χιλιόμετρα, ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης σηκωνότανε από το έδαφος και σχεδόν κάλυπτε τον ήλιο. Ένα σύννεφο που δημιουργούσανε δεκάδες χιλιάδες ζευγάρια τριχωτών ποδιών, που κινιόντουσαν άτακτα στο άγονο έδαφος.

 

Η Ορδή! Μια απέραντη λαοθάλασσα από αιμοδιψή Κτηνοειδή, που κινούνται αργά αλλά σταθερά προς τα εύφορα εδάφη της ενδοχώρας. Τα περισσότερα ήταν ντυμένα μόνο με το φυσικό τρίχωμα τους και μερικά που είχαν ρόλο ομαδάρχη να φοράνε κερασφόρο κράνος και μισο-στομωμένο γυριστό σπαθί, να γκαρίζουνε και να σπρώχνουνε όποιον πήγαινε πολύ αργά. Προχωρούσανε χωρίς κανέναν σχηματισμό ή τακτική, βασιζόμενα καθαρά στους αριθμούς τους για να τρομοκρατούνε τους χωρικούς και να τους τρώνε το βιός τους. Σχεδόν κανένας δεν τους αντιστεκόταν και οι λιγοστοί που το κάνανε, γρήγορα κομματιάζονταν από χιλιάδες νύχια και κυνόδοντες. Όλα τους γρυλίζανε και γκαρίζανε και κοιτούσανε απειλητικά προς τον ορίζοντα. Και όλα τους πεινούσανε και παραπονιόντουσαν και οσφρίζονταν τον αέρα συνέχεια για κάτι βρώσιμο. Κάθε φορά που βρίσκανε κάτι που μπορούσανε να μασήσουν, εκατοντάδες αποκόβονταν από την κεντρική αγέλη και ορμούσανε ποιο θα πρωτο-προλάβει να φάει κάποια κότα σε ένα αγρόκτημα ή τα πορτοκάλια σε κάποιο περιβόλι ή τις προμήθειες σε κάποια αποθήκη, πριν τα γρυλίσματα των ομαδαρχών τους τα φοβερίσουνε να επιστρέψουνε πίσω στην αγέλη και να συνεχίσουνε να προελαύνουνε.

 

Και προχωρούσανε, και προχωρούσανε μέχρι που ο ήλιος άρχιζε να δύει. Τότε ακούστηκαν πολλές κλαψιάρικες κραυγές και απειλητικά γρυλίσματα στην εμπροσθοφυλακή της αγέλης. Αμέσως, κατά χιλιάδες όλα τους σταματήσανε καθώς αντιληφθήκανε μπροστά τους απειλή. Μερικά χιλιόμετρα μπροστά τους, είχανε χτίσει πρόχειρες οχυρώσεις οι τοπικές στρατιές των ανθρώπων των Ενδοβασιλείων.

 

Η λέξη «στρατιές» ήταν μάλλον ευφημισμός καθώς σχεδόν όλοι τους ήταν απλά αγρότες και τεχνίτες που μέχρι χθες δεν είχανε ποτέ τους κραδάνει όπλο. Κοιτούσανε φοβισμένοι προς τον εχθρό μπροστά τους και μοιρολογούσανε για την κακιά μοίρα που τους είχε βρει.

 

«Μην τρέμετε σαν γυναικούλες!» φώναξε ο παλαίμαχος στρατιώτης, που διορίστηκε σαν στρατηγός λόγω εμπειρίας.

 

«Έτσι θα τους νικήσετε; Αν δεν ορμήσουνε αμέσως, θα έχετε πεθάνει όλοι σας από φόβο μέχρι το πρωί.» Αγανακτισμένος, φώναξε προς τα πίσω.

 

«Ανάθεμα την ώρα που έμπλεξα μαζί σας! Πως περιμένετε να προστατέψετε τις οικογένειές σας με αυτά τα χάλια; Θα σας θερίσουν όλους και θα πάνε στα σπίτια σας και αλίμονο στους δικούς σας! Σοβαρευτείτε πια!»

 

Άρχισε να τρέχει πέρα-δώθε κατά μήκος των χαρακωμάτων.

 

«Που είναι οι τοξότες; Εδώ και μια ώρα τους είπα να έρθουν στον λόφο. Και εσείς εκεί, τι κρύβεστε ξαπλωμένοι στο έδαφος; Όρθιοι και να κοιτάτε μπροστά! Εσύ εκεί, σταμάτα να κλαις!»

 

Μετά από αρκετά παρεμφερή αγγέλματα, ο στρατηγός συνειδητοποίησε ότι αντί να βελτιώνει την παράταξη και το ηθικό των στρατιωτών του, αυτοί αντιθέτως βυθίζονταν όλο και περισσότερο στην αταξία και την λιποψυχία. Αγανακτισμένος, έβγαλε το κράνος του και το πέταξε με δύναμη στο έδαφος.

 

«Είστε για κλάματα όλοι σας! Τι δέχτηκα ο χαζός αυτήν την θέση; Δεν έχω ελπίδα μαζί σας! Θα σας θερίσουν όλους σας! Τι κάθομαι εδώ; Πρέπει να φύγω και να σώσω το τομάρι μου. Πρέπει όλοι σας να φύγετε!»

 

Αμέσως, άρχισαν να ξεσπάνε φωνές στα χαρακώματα. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι μαλώνανε, άλλοι αρχίζανε να τρέχουνε μακριά από τα χαρακώματα και άλλοι είχανε πέσει στο χώμα και προσεύχονταν. Αλαλαγμός και χάος επικρατούσε παντού.

 

Οι φωνές ήταν τόσο έντονες, που φτάνανε μέχρι τα αυτιά των εισβολέων. Αν και δεν καταλαβαίνανε τα λόγια των ανθρώπων, μυρίζονταν τον φόβο τους και αυξάνανε την επιθυμία να τους ορμήσουνε και να τους ξεσκίσουνε όλους εκεί που στέκονταν σαν κουταβάκια με την ουρά στα σκέλια. Όμως κανένας τους δεν ορμούσε αν δεν έπαιρνε πρώτα την άδεια από τον ομαδάρχη του. Όλοι τους είχανε απειληθεί ότι θα τους ξεσκίζανε αν δεν ακολουθούσανε την συλλογική θέληση της Ορδής. Οι ομαδάρχες με την σειρά τους περιμένανε να ακουστεί το κέρας του Μαύρου Γίγαντα. Έτσι απλά αποκαλούσανε το Κτηνοειδές που τους οδηγούσε όλους τους από τα μετόπισθεν. Όποια αγέλη δεν είχε δεχτεί να πάρει μέρος στην εισβολή, ο Μαύρος γίγαντας έπνιγε με τις δαγκάνες του τον αρχηγό τους και έβαζε τους ακόλουθούς του να δαγκώνουνε και να γρατζουνάνε όποιον δεν δεχόταν, μέχρι να υποκύψει και να μπει στην Ορδή. Έτσι είχαν τα πράγματα και έτσι έπρεπε να γίνουν, αν θέλανε να παραμείνουνε ζωντανοί.

 

Στην οπισθοφυλακή της Ορδής, στεκόταν όρθιος και απειλητικός. Διπλάσιος σε μπόι από το μέσο Κτηνοειδές, και με τόση ευφυΐα που μπορούσε να φοράει πανοπλία και να πολεμάει με σπαθί σαν άνθρωπός. Και μπορούσε άνετα να τα βάλει με δεκάδες Κτηνοειδή και ανθρώπους συγχρόνως. Πολλοί λέγανε ότι τον είχε μαγέψει ο ίδιος ο Άρχοντας του Κακού και τον ξαμόλησε να σπείρει το χάος και την καταστροφή. Και με αυτά που έκανε, δεν θα ήταν και λάθος να το πίστευε κανείς αυτό. Κοιτούσε το χάος που επικρατούσε στις γραμμές των αντιπάλων και απλά περίμενε την στιγμή που θα ήταν στην χειρότερη κατάστασή τους για να ορμίσει. Δεν ήταν καθόλου ανόητος. Αν και οι υποτακτικοί του κάνανε σαν τρελοί να ορμήσουνε, αυτός υπολόγιζε τις κινήσεις του και δεν έδινε την εντολή για να χιμήξουνε. Ήθελε να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερες δυνάμεις. Ήθελε να έχει αρκετή στρατιωτική δύναμη για να διατηρήσει την εξουσία του πάνω σε όλη την ανθρώπινη επικράτεια και να μην αναλωθεί απλά σε ένα εφήμερο γιουρούσι. Ήταν πραγματικά πονηρός…

 

Και ξαφνικά, οι φωνές σταμάτησαν απότομα. Μα τι συνέβη; Δε μπορούσε αυτό να γίνει έτσι απλά και μαζικά.

 

 

 

Στις γραμμές των ανθρώπων, όλοι είχανε μείνει άφωνοι. Προχωρούσανε προς το μέρος τους πίσω από τα χαρακώματα οι Εφτά Γενναίοι. Είχανε ακούσει μόνο ιστορίες γι αυτούς οι περισσότεροι αλλά το ξεθηκαρισμένο μαγικό σπαθί του αρχηγού τους να λάμπει σαν τον ήλιο από πολλά μέτρα μακριά ήταν η αδιαμφισβήτητη απόδειξη.

 

Ο αρχηγός τους… Αγάθων τον λέγανε. Υπήρχε προφητεία που έλεγε ότι θα γινόταν κάποτε τρανός βασιλιάς. Με το επιβλητικό παρουσιαστικό του έκανε ακόμα κι αυτούς που είχανε λιποτακτήσει, να επιστρέψουνε πίσω στα χαρακώματα μαζί του. Η περιποιημένη γενειάδα του, η χρυσή πανοπλία του, το σίγουρο ύφος του… Όλα πάνω του εμπνέανε εμπιστοσύνη και θαυμασμό. Οι έξι σύντροφοί του, αν και τρανοί ο καθένας τους για άλλους λόγους, σχεδόν στέκονταν αόρατοι δίπλα του. Αλλά δεν φαινόταν να ενοχλούνται πολύ. Ήρθαν για να συσπειρώσουνε τους ανθρώπους ενάντια στην απειλή. Και το καταφέρανε.

 

Ο Αγάθων ανέβηκε πάνω σε ένα ψηλό χαράκωμα με ένα σάλτο και σηκώνοντας το σπαθί του ψηλά στον ουρανό, αναφώνησε:

 

«Ποιος θα με ακολουθήσει στη νίκη;!»

 

Αμέσως όλοι ξεσπάσανε σε ζητωκραυγές και χτυπήματα των σπαθιών πάνω στις ασπίδες τους. Κι αμέσως ο Μαύρος Γίγαντας κατάλαβε ότι ο σίγουρος θρίαμβος του κλονιζόταν. Γρήγορα τράβηξε το κέρας στα χείλια του και σήμανε την έναρξη της επίθεσης. Έπρεπε να τους ξεπαστρέψει πριν οργανωθούν.

 

 

 

Ο βαρύς και ανατριχιαστικός ήχος ακούστηκε σε όλη την Ορδή. Οι ομαδάρχες γκαρίξανε με μιας και προτείνανε μπροστά τα κακοφτιαγμένα σπαθιά τους. Τα Κτηνοειδή αρχίσανε να τρέχουνε με τα τέσσερα γρυλίζοντας και γαβγίζοντας, μην έχοντας την ευφυΐα να συνειδητοποιήσουνε τι ακριβώς συνέβαινε μπροστά τους.

 

«Εμπρός προς την δόξα!» φώναξε με μιας ο Αγάθων βλέποντας την προέλαση των αντιπάλων του.

 

«Μαζί σου!» φωνάξανε χωρίς κανέναν συγχρονισμό αλλά με αληθινό πάθος οι στρατιώτες και τρέξανε στα χαρακώματα να πάρουνε θέση.

 

Τα πρώτα Κτηνοειδή πηδήξανε πάνω στα χαρακώματα κι αρχίσανε να σκαρφαλώνουνε με τα νύχια τους. Οι χορδές των τόξων των ανθρώπων τεντωθήκανε. Ο Μαύρος Γίγαντας γκάριξε με μένος και το σπαθί του Αγάθων φάνηκε να λάμπει πιο δυνατά από ποτέ και να τυφλώνει τους εισβολείς. Και τότε…

 

 

 

…μια άδεια κούπα ήρθε στο κεφάλι του και τον διέκοψε από την ανάγνωσή του, εκεί που είχε απορροφηθεί πλήρως από τα γεγονότα του βιβλίου.

 

«Ποτό! Είπα ποτό! Κουφός είσαι! Ποτό!» φώναξε το Γομάρι πίσω του ενώ καθόταν ανέμελο πάνω σε μια καρέκλα δίχως χέρια.

 

«Μ-μάλιστα! Αμέσως!» έκανε ξαφνιασμένος ο νεαρός αγγαρειομάχος και άφησε χάμω το βιβλίο. Το βιβλίο που περιέγραφε τις ένδοξες μέρες του μακρινού παρελθόντος.

Edited by Anime_Overlord
Link to comment
Share on other sites

Για αρχή τα γραμματικοσυνταντικά κλπ.

 

για να έχεις λόγο να τον θυμάσαι ονομαστικά

 

Για να υπάρχει λόγος να μείνει στην μνήμη. Καλό θα ήταν να μην χρησιμοποιείς εκφράσεις σε β' ενικό.

 

σε ψηλούς και χοντρούς ξύλινους...τουλάχιστον τέσσερις τέτοιους δοκούς

 

ψηλές, χοντρές, ξύλινες, τέτοιες δοκούς. Είναι η δοκός.

 

για να μπεις μέσα από την πόρτα, ανέβαινες πάνω σε καυσόξυλα, που ήτανε στοιβαγμένα σαν πυραμίδα για να ανεβαίνεις λες και ήταν σκάλα.

 

Και πάλι το β' ενικό. Λάθος δεν είναι, απλά νομίζω ότι το γ' δουλεύει πολύ καλύτερα.

 

χαλάσουνε το βίος τους.

 

Το βιός. Ο τόνος στο ο. Το κάνεις και παρακάτω αυτό.

 

Όλοι οι κάτοικοι του ανώνυμου χωριού αυτού

 

Του ανώνυμου αυτού χωριού.

 

σαν τρελοί να ορμίσουνε

 

Ορμήσουνε με η

 

Οι έξι σύντροφοι του,

 

ή συντρόφοι του, ή σύντροφοί του. Παίρνει διπλό τόνο αν τονίζεται στην προπαραλήγουσα κι ακολουθεί κτητική αντωνυμία.

 

ξεπαστρέψει πριν οργανώνονταν.

 

Πριν οργανωθούν. Αόριστος κι όχι παρατατικός.

 

Τώρα, έχει σαφώς την μορφή παιδικού παραμυθιού κι όχι ιστορίας φαντασίας για ενήλικες. Αν αυτός είναι ο σκοπός σου, τα καταφέρνεις μια χαρά. Διατηρείς το κλίμα του παραμυθιού με τις έντονες εικόνες και συναισθήματα, τα ζωώδη χαρακτηριστικά και την ελπίδα για αυτόν/αυτό που θα έρθει να σώσει την κατάσταση. Μιας κι ακόμα είναι αρχή, δεν έχω κάτι άλλο να σχολιάσω, εκτός του ότι προσωπικά χαίρομαι που για μια φορά δεν διαβάζω πολιτική σάτιρα...

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan
Τώρα, έχει σαφώς την μορφή παιδικού παραμυθιού κι όχι ιστορίας φαντασίας για ενήλικες. Αν αυτός είναι ο σκοπός σου, τα καταφέρνεις μια χαρά. Διατηρείς το κλίμα του παραμυθιού με τις έντονες εικόνες και συναισθήματα, τα ζωώδη χαρακτηριστικά και την ελπίδα για αυτόν/αυτό που θα έρθει να σώσει την κατάσταση. Μιας κι ακόμα είναι αρχή, δεν έχω κάτι άλλο να σχολιάσω, εκτός του ότι προσωπικά χαίρομαι που για μια φορά δεν διαβάζω πολιτική σάτιρα...

 

Ευχαριστώ για τις διορθώσεις. Θα τις κάνω σύντομα. Αλήθεια, επιτρέπεται να κάνω edit πάνω στο αρχικό κείμενο ή πρέπει να το αφήνω όπως έχει επίτηδες;

 

Πάνω στην εντύπωσή σου για την ιστορία, όπως είχα πει στο άλλο τόπικ τα μπουρδουκλώνω αργότερα και έτσι δεν είναι ακριβώς η ιστορία παιδικό παραμύθι... μόνο. Βασικά είναι λίγο απ' όλα. Ανέκαθεν λάτρευα να ξεκινάνε όλα σαν χαρούμενο παραμύθι και σταδιακά να σκοτεινιάζουν και να αποκτάνε νόημα ή κάτι τέτοιο.

 

Στο μυαλό μου έχω σαν φόρμουλα την πλοκή των σειρών ανιμέ τύπου shonen (πχ Naruto) αλλά σαν βετεράνος θεατής αποσκοπώ να αποφύγω τις κλασικές μπούρδες του είδους και να κρατήσω μόνο την σπιρτάδα και όχι την πλοκή.

 

Για να τελειώσω πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι αργότερα κάνω και κοινωνικό σχολιασμό που "μπορεί" να φανεί σαν πολιτική σάτιρα. Γιατί είπαμε, τα μπουρδουκλώνω όλα. Πάντως, δε θέλω η ιστορία μου, αν κάποτε την τελειώσω, να δίνει την εντύπωση ότι είναι άλλο ένα generic επικό φαντασίας. Αυτά...

Link to comment
Share on other sites

Αρκετα καλη αρχη για την ιστορια σου. Οπως ειπε και η Sonya αρχικα δινει την εντυπωση παραμυθιου και πραγματι θυμιζει αρχη ενος manga shonen. Δεν εχω να προσθεσω κατι ως διορθωσεις. Αν θες μπορεις να του δωσεις την μορφη εβδομαδιεου manga(One piece, naruto κτλ) και να ποσταρις ενα κεφαλάιο καθε βδομαδα :tongue:

Link to comment
Share on other sites

Δεν έχω πολλά να πω, μάλλον γιατί αποδέχομαι το χιουμοριστικό παραμυθιακό τρόπο γραφής. Αλλιώς θα είχα πολλά να προσθέσω.

 

"..για να κρυφτούνε εφήμερα από κάποιον": η λέξη εφήμερα δεν κολλάει και πολύ στο ύφος. Ένα απλό "για λίγο" είναι υπέραρκετό εδώ.

 

Στις παρακάτω παραγράφους χρησιμοποιείς πάρα πολλά διαζευκτικά "ή" που με χάλασαν. Τα κόμματα κάνουν αρκετά καλή δουλειά από μόνα τους. Το "ή" υπονομεύει την ποιότητα του κειμένου κατ' εμέ.

 

Κάπου γράφεις "στην τελική": αν δεν είναι σε διάλογο, όπου είναι θεμιτό, δε θα'πρεπε να βρίσκεται εκεί. Και συνεχίζεις με το "να ρεμβάζουνε". Και πάλι απλά να σκέφτονται. Το ρεμβάζω είναι αρκετά λυρικό.

 

"Κατέβηκε πηδώντας απ' τη σκεπή και σήκωσε φτάνοντας στο πάτωμα τόση λάσπη..": τα περιφραστικά είναι άχρηστα και κουράζουν. Πήδηξε απ' τη σκεπή και φτάνοντας κάτω σήκωσε τόση λάσπη... Κάτω κι όχι στο πάτωμα αφού είμαστε σε εξωτερικό χώρο. Το "πάτωμα" είναι το χώμα, η γη.

 

"σαν να ήτανε ελαφρύς σαν σκιάχτρο": ασυνήθιστη μεταφορά. Πήγα να σου πω να το αλλάξεις, αλλά τελικά μου άρεσε:)

 

Γενικά, περιμένω να δω τι θα γίνει παρακάτω, γιατί προς το παρόν δε με ψήνει και πολύ η ιστορία. Αυτό βέβαια έχει να κάνει με τα προσωπικά μου γούστα. Καλή συνέχεια!

Link to comment
Share on other sites

Δεν έχω να κάνω επιμέρους σχόλια, απλά νομίζω ότι, μέχρι στιγμής, το κείμενο τρέχει από εδώ και από εκεί σαν αποκεφαλισμένο κοτόπουλο. Βάζεις λίγο από παραμύθι, λίγο από κοινωνική σάτιρα, λίγο από σάτιρα σε αρχετυπικό fantasy, μια δόση μετα-λογοτεχνίας (το ότι το αγόρι διαβάζει το βιβλίο) λίγο από όλα βασικά, χωρίς να δείχνεις προς τα πού πηγαίνεις. Λείπει, νομίζω, η οργάνωση του υλικού που θα το έκανε να λάμψει (γιατί έχει δυνατότητες) και στη θέση του έχουμε ένα τεράστιο μπουρδούκλωμα. Έχω την αίσθηση ότι χρειάζεται να διαβάσεις περισσότερο, αφού οι επιρροές σου είναι κυρίως από κόμιξ και ταινίες/σειρές, που έχουν διαφορετικούς κανόνες στο πως οργανώνεται το υλικό.

(αν θες να πιάσεις κάτι για διάβασμα σε αυτό το ύφος, ξεκίνα με Douglas Adams ή Terry Pratchett, που γράφουν σατιρικά Sci-Fi/Fantasy αντίστοιχα. Και με την ευκαιρία ξέθαψε και τα Αστερίξ σου, αφού εκεί έχω δει την πιο πετυχημένη μεταφορά σύγχρονων θεμάτων σε ψευδοιστορικό κόσμο.)

 

Στα τεχνικά τώρα, οι συνεχείς αλλαγές των παραγράφων στο πρώτο μέρος μου φάνηκαν πολύ κουραστικές. Κάθε δεύτερη περίοδο άλλαζες και παράγραφο, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα.

Link to comment
Share on other sites

Θα είμαι λίγο αυστηρός και εύχομαι τα σχόλια των προηγούμενων να μην είναι παράταιρα με όσα θα πω (δεν τα έχω διαβάσει). Δεν θα επιμείνω σε ορθογραφικά/συντακτικά, θα προχωρήσω σε αυτά που θεωρώ πιο ουσιώδη. Θα το κρίνω ως αρχή μυθιστορήματος και ελπίζω να φανούν επικοδομητικά όσα γράψω. Έχοντας τελειώσει την κριτική μου και καθώς την ξαναδιαβάζω, φοβάμαι ότι είναι πολύ αρνητική, αλλά αυτός είναι και ο σκοπός.

 

Η ιστορία ξεκινάει σαν ένα κλασικό παραμύθι, άρα αρχίζω να φτιάχνω μία όμορφη ατμόσφαιρα στο κεφάλι μου. Όλα είναι όπως πρέπει, γραμμένα με απλό τρόπο και με διάφορα στερεότυπα να το υποστηρίζουν. Και κάπου στη δεύτερη παράγραφο σκοντάφτω στο: "το χωριό είχε νέκρα από κίνηση" και απλά με βγάζεις εκτός κλίματος. Νομίζω πρέπει να αποφεύγεις τέτοιες εκφράσεις του προφορικού λόγου. Περιττό να πω ότι από εκεί και πέρα διάβασα το κείμενο με μεγαλύτερη προκατάληψη, πιστεύοντας σαφώς ότι κάτι δεν πάει καλά. Για την ακρίβεια ότι πολλά πράγματα δεν πάνε καλά.

 

Νομίζω γενικά θέλει πολύ δούλεμα ο λόγος. Δες εδώ σε αυτή την παράγραφο: "Το ταβερνάκι δεν είχε ποικιλία σε τίποτα. Ή αλατισμένη σαρδέλα, ή ψητά μανιτάρια ή περιστασιακά κάποιο λουκάνικο και αυγά μάτια να είχε μόνο στο μενού.

Ή μισο-ξινισμένο κρασί, ή ζαχαρούχο νερό ή σαλέπι να είχες να πιεις.

Και από διασκέδαση, ή ζάρια θα παίζανε οι νέοι ή πεντόβολα τα παιδιά ή θα λέγανε τον καφέ οι γέροι."

Δεν κατάλαβα τον διαχωρισμό των προτάσεων, διαβάζοντάς το ήταν σαν να κουτρουβαλώ σκάλες και όλα μου φάνηκαν υπερ-απλοϊκά γραμμένα.

Για μένα (και εδώ υπεισέρχεται το προσωπικό γούστο) ίσως να το ξανάγραφες κάπως έτσι: "Στο μικρό χάνι του Βαλτοχωριού αφθονούσαν μόνο οι ελλείψεις. Δύσκολα κάποιος θα έβρισκε να βάλει στο στόμα του κάτι παραπάνω από λαρδί, αντζούγιες, μανιτάρια και ξυδιασμένο κρασί. Αν ήθελες, δε, να χασομερήσεις έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα σε ζάρια και πεντόβολα." (το να σου πουν τον καφέ δεν είναι ακριβώς διασκέδαση). Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι θα ήθελα τα πάντα ξαναγραμμένα με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

 

Γενικώς από την αρχή μου δημιουργήθηκε η εξής εντύπωση: ότι σχεδόν κρυμμένο σε κάθε πρόταση βρίσκεται και ένα λανθάνων κωμικό στοιχείο. Μπορεί να έχεις προσπαθήσει να το αποφύγεις (ή και να το συγκαλύψεις), αλλά δεν μπορώ να μη σε σκεφτώ σαν κάποιον που πασχίζει να κρατηθεί με πολύ κόπο σοβαρός.

Και αμέσως μετά εμφανίστηκε το γομάρι ως άλλος Κόμπες Ντερλικοτής και φάνηκε ότι η ζυγαριά έγειρε οριστικά προς το κωμικό, χωρίς όμως να υπάρχουν πουθενά πραγματικά κωμικά στοιχεία στο κείμενο.

 

Στο τέλος του πρώτου μέρους διάβασα το εξής: "Και κάθε φορά, κανείς δεν έκανε απολύτως τίποτα. Και βασικά, πιο πολύ φάνηκε να παίρνει θέση ο φοροεισπράκτορας που έβλεπε τους φόρους να πέφτουν παρά οι ίδιοι οι κάτοικοι του χωριού."

Μία πρόταση που δεν κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω. Ο φοροεισπράκτορας ήταν στο χωριό μαζί με τους άλλους ή περνούσε μία φορά το χρόνο; Και τι σημαίνει το "πιο πολύ φάνηκε να παίρνει θέση";

 

Και έχω φτάσει στο τέλος του σύντομου προλόγου ενός μυθιστορήματος και έχω μείνει με την εντύπωση ότι ήδη έχεις πει τα τρία τέταρτα όσων έχεις να πεις και μένει μόνο ένα επιμύθια, άντε και μερικά ψιλά. Ξεκινάω, λοιπόν, να διαβάζω το δεύτερο μέρος και νομίζω ότι είναι άλλη ιστορία. Που πιθανότατα να είναι και αυτό το γεγονός μου προκάλεσε σύγχηση, ενώ η γραφή συνεχίζει στα ίδια επίπεδα.

 

Τυχαία αλιεύω την παρακάτω υπερβολική πρόταση: "Η Ορδή! Μια απέραντη λαοθάλασσα από αιμοδιψή Κτηνοειδή, να πορεύονται προς την γόνιμη ενδοχώρα."

Μέτρα μόνο πόσα θα σου γράψω για τις δεκατέσσερις λέξεις της: Το -κτηνοειδή- γιατί έχει κεφαλαίο; Το λαοθάλασσα δεν μου αρέσει ως χαρακτηρισμός για μία ξέφρενη αγέλη θηρίων. Είναι χαρακτηρισμός που το χρησιμοποιείς για ανθρώπους. Δεν θα γράψεις για "λαοθάλασσα" από καγκουρό. Με το -πορεύονται- υπονοείς ότι προχωράνε φιλήσυχα προς κάπου και όχι ότι συντρίβουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Το -την γόνιμη- δεν θέλει τελικό -ν-, παρατήρηση για όλο το κείμενο. Επίσης η σύνταξη δεν μου αρέσει. Λες "μια απέραντη λαοθάλασσα [...] να πορεύονται προς κλπ" Αντί για -να- θέλει -που-. Τέλος λες: "προς τη γόνιμη ενδοχώρα", και εδώ δεν καταλαβαίνω τη χρήση του επιθέτου, τη βρίσκω αχρείαστη. Δεν προσφέρει κάτι στην πρόταση, μόνο καταφέρνει να κόψει το ρυθμό του αναγνώστη. Αρκεί το -ενδοχώρα-.

 

Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Νομίζω το έγραψες και το σήκωσες πολύ βιαστικά.

Αν θες τη συμβουλή μου, πρέπει να το περάσεις πολλά χέρια επιμέλεια για να μη φαίνεται πρωτόλειο.

Link to comment
Share on other sites

νομίζω ότι, μέχρι στιγμής, το κείμενο τρέχει από εδώ και από εκεί σαν αποκεφαλισμένο κοτόπουλο.

 

Έχω την αίσθηση ότι χρειάζεται να διαβάσεις περισσότερο, αφού οι επιρροές σου είναι κυρίως από κόμιξ και ταινίες/σειρές, που έχουν διαφορετικούς κανόνες στο πως οργανώνεται το υλικό.

 

Θα κάνω και quote αυτά, γιατί εκφράζουν επακριβώς τις σκέψεις μου για το κείμενο.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord
χωρίς να δείχνεις προς τα πού πηγαίνεις. Λείπει, νομίζω, η οργάνωση του υλικού που θα το έκανε να λάμψει (γιατί έχει δυνατότητες) και στη θέση του έχουμε ένα τεράστιο μπουρδούκλωμα.

Αν και 2 χιλιάδες λέξεις είναι νωρίς για συμπεράσματα, νόμιζα ότι ήταν ξεκάθαρο το ότι το κύριο ύφος του κειμένου ήταν το κωμικό και τα θέματα που αναλύει η αδράνεια και ο μεσσιανισμός. Λογικά, θα ξεκαθαρίσει αν διαβάσετε την συνέχεια.

 

οι συνεχείς αλλαγές των παραγράφων στο πρώτο μέρος μου φάνηκαν πολύ κουραστικές. Κάθε δεύτερη περίοδο άλλαζες και παράγραφο, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα.

Α, αυτό μου έχει μείνει από παλιότερα, που είχα ξαναπεί ότι κάνω μικρές παραγράφους για να γίνονται πιο μνημονικές σε όσους δεν διαβάζουν πολλά βιβλία.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord
Νομίζω πρέπει να αποφεύγεις τέτοιες εκφράσεις του προφορικού λόγου.

Μα δεν είναι σκέτο παραμύθι. Γιατί να μην χρησιμοποιώ;

 

Δεν κατάλαβα τον διαχωρισμό των προτάσεων, διαβάζοντάς το ήταν σαν να κουτρουβαλώ σκάλες και όλα μου φάνηκαν υπερ-απλοϊκά γραμμένα.

Μα τόσο πια άσχημα χτυπάει αυτήν η γρήγορη και απλή περιγραφή; Δεν τα κάνει όλα πιο μνημονικά;

 

Στο μικρό χάνι του Βαλτοχωριού αφθονούσαν μόνο οι ελλείψεις. Δύσκολα κάποιος θα έβρισκε να βάλει στο στόμα του κάτι παραπάνω από λαρδί, αντζούγιες, μανιτάρια και ξυδιασμένο κρασί. Αν ήθελες, δε, να χασομερήσεις έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα σε ζάρια και πεντόβολα." (το να σου πουν τον καφέ δεν είναι ακριβώς διασκέδαση). Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι θα ήθελα τα πάντα ξαναγραμμένα με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Καταλαβαίνω που το πας. Αν δω ότι πραγματικά το χρειάζεται με feedback κι από άλλους, θα το κάνω.

 

Ο φοροεισπράκτορας ήταν στο χωριό μαζί με τους άλλους ή περνούσε μία φορά το χρόνο; Και τι σημαίνει το "πιο πολύ φάνηκε να παίρνει θέση";

Το γράφω ότι περνούσε μόνο μια φορά τον χρόνο. Και το "παίρνει θέση" εξηγείται στην συνέχεια.

 

Και έχω φτάσει στο τέλος του σύντομου προλόγου ενός μυθιστορήματος και έχω μείνει με την εντύπωση ότι ήδη έχεις πει τα τρία τέταρτα όσων έχεις να πεις και μένει μόνο ένα επιμύθια, άντε και μερικά ψιλά. Ξεκινάω, λοιπόν, να διαβάζω το δεύτερο μέρος και νομίζω ότι είναι άλλη ιστορία. Που πιθανότατα να είναι και αυτό το γεγονός μου προκάλεσε σύγχηση, ενώ η γραφή συνεχίζει στα ίδια επίπεδα.

Κι αν έγραφα μια μικρή ιστοριούλα με απλή πλοκή, θα παραδεχόμουν ότι έχεις δίκιο. Εδώ μιλάμε για ιστορία με την περιπλοκότητα του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.

 

Το -κτηνοειδή- γιατί έχει κεφαλαίο;

Πιάνει στον κόσμο της ιστορίας σαν φυλή. Όπως λέμε Αφρικάνοι ή Ινδιάνοι.

 

Το λαοθάλασσα δεν μου αρέσει ως χαρακτηρισμός για μία ξέφρενη αγέλη θηρίων. Είναι χαρακτηρισμός που το χρησιμοποιείς για ανθρώπους. Δεν θα γράψεις για "λαοθάλασσα" από καγκουρό.

Τα Κτηνοειδή είναι ανθρωπόμορφα θηρία. Σε εισαγωγικά πιάνουν σαν ανθρωποειδή και το βρίσκω να στέκει.

 

Με το -πορεύονται- υπονοείς ότι προχωράνε φιλήσυχα προς κάπου και όχι ότι συντρίβουν τα πάντα στο πέρασμά τους.

Ποια λέξη κολλάει καλύτερα;

 

Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Νομίζω το έγραψες και το σήκωσες πολύ βιαστικά.

Αν θες τη συμβουλή μου, πρέπει να το περάσεις πολλά χέρια επιμέλεια για να μη φαίνεται πρωτόλειο

Με σκότωσες! :( Θα το παλέψω αν και το δεύτερο κομμάτι θα είναι κι αυτό έτσι σε σύνταξη.

Link to comment
Share on other sites

Α, αυτό μου έχει μείνει από παλιότερα, που είχα ξαναπεί ότι κάνω μικρές παραγράφους για να γίνονται πιο μνημονικές σε όσους δεν διαβάζουν πολλά βιβλία.

Δηλαδή έχεις ως κοινό για το βιβλίο σου όσους δε διαβάζουν πολλά βιβλία; Πολύ ενδιαφέρον.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, καταρχήν θα πρέπει να πω ότι οι προηγούμενες κριτικές σε γενικές γραμμές με κάλυψαν. Θα επιμείνω σε κάποια σημεία, όμως, που θεωρώ ίσως και τα πιο σημαντικά.

 

Νομίζω πρέπει να αποφεύγεις τέτοιες εκφράσεις του προφορικού λόγου.
Μα δεν είναι σκέτο παραμύθι. Γιατί να μην χρησιμοποιώ;

 

Απλούστατα γιατί ειναι εκφράσεις ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ λόγου και χαλάνε πάρα πολύ την εικόνα της ιστορίας σου. Είτε θέλεις να γράψεις ένα παραμύθι είτε ένα μυθιστόριμα, απλά κάποια πράγματα δεν ταιριάζουν στο γραπτό. Προσπαθείς να δημιουργήσεις την ατμόσφαιρα χρησιμοποιώντας μέσα που ταιριάζουν περισσότερο σε κόμιξ (όπου οι εκφράσεις αυτές θα αντικατασταθούν από την αμεσότητα των εικόνων) παρά σε μυθιστόρημα. Αλλίως, θα υπάρχει μια υπερβολική απλοϊκότητα σε όλη την ιστορία που, για να το πω πιο απλά, δείνει την ιδέα ότι ο αφηγητής "βαριέται" τη δουλειά του και τα λέει όλα γρήγορα-γρήγορα, για να τελειώνει να πάει σπίτι του.

 

Και αμέσως μετά εμφανίστηκε το γομάρι ως άλλος Κόμπες Ντερλικοτής και φάνηκε ότι η ζυγαριά έγειρε οριστικά προς το κωμικό, χωρίς όμως να υπάρχουν πουθενά πραγματικά κωμικά στοιχεία στο κείμενο.

 

Αν και 2 χιλιάδες λέξεις είναι νωρίς για συμπεράσματα, νόμιζα ότι ήταν ξεκάθαρο το ότι το κύριο ύφος του κειμένου ήταν το κωμικό και τα θέματα που αναλύει η αδράνεια και ο μεσσιανισμός. Λογικά, θα ξεκαθαρίσει αν διαβάσετε την συνέχεια.

 

Πράγματι, ξεκινώντας να διαβάζω, αμέσως φάνηκε πως πρόκειται για μια κωμική ιστορία. Σε αυτό λοιπόν, το πρώτο μέρος της ιστορίας σου πέτυχε. Το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν, αφού κανεις διαβάσει το πρώτο, αλλά και το δεύτερο μέρος, ακόμα δεν βρίσκει το στοιχείο αυτό που θα τον κάνει πραγματικά να γελάσει και να θέλει να διαβάσει παρακάτω. Οι 2.000 λέξεις ειναι λίγες για να κρίνουμε την πλοκή, είναι, όμως, υπέρ αρκετές για να μας δώσεις μια γερή δόση κωμικού στοιχείου. Άλλωστε, εάν γράφεις μια κωμική ιστορία, το να γελάσει ο αναγνώστης θα πρεπει να είναι για σένα πιο σημαντικό από την περιπλοκότητα αυτής της ιστορίας.

 

Σε γενικές γραμμές, θα πω ότι, όντως στην αρχή, το κείμενό σου μου τράβηξε το ενδιαφέρον, μα στο δεύτερο μέρος άρχισα να χάνω το νόημα. Νομίζω πως έχεις μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα, μα θέλει κάποιες αλλαγές στην πραγμάτωσή της. Αλλαγές που μπορείς να κάνεις, αφού έχουμε δει άλλα έργα σου στο παρελθόν που ήταν πραγματικά πάρα πολύ καλά.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν έχουμε και λέμε, τα δύο κεφάλια που έβαλες ήταν σε γενικές γραμμές καλά. Χρησιμοποιείς απλές μικρές φράσεις που μας θυμίζουν τα παραμύθια που μας έλεγε η γιαγιά μας (εμέναν πάντως ελάλεν μου για το «παστελάκι» λολ) όταν ήμασταν μικρή, αν θέλεις να πετύχεις αυτό τότε είσαι σε καλό δρόμο.

 

Η ιδέα με τον γίγαντα είναι προσιτή αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πως θα γράψεις 1000 κεφάλαια (έτσι λέει στο πρώτο κεφάλαιο). Επίσης στο δεύτερο κεφάλαιο η όλη φάση νομίζω πως τη έχω ξαναδεί ή κάνω λάθος , οι κακοί νικάνε και οι καλοί κλαίνε και φεύγουνε μέχρι που έρχεται ο καλός στρατηγός και νικά τους κακούς,

Edited by cesar_cy
Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord
Η ιδέα με τον γίγαντα είναι προσιτή αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πως θα γράψεις 1000 κεφάλαια (έτσι λέει στο πρώτο κεφάλαιο).

Ξέρεις, δεν θα γίνονται όλα τα κεφάλαια στο χωριό, ούτε θα περιστρέφονται γύρω από έναν γίγαντα.

Επίσης στο δεύτερο κεφάλαιο η όλη φάση νομίζω πως τη έχω ξαναδεί ή κάνω λάθος , οι κακοί νικάνε και οι καλοί κλαίνε και φεύγουνε μέχρι που έρχεται ο καλός στρατηγός και νικά τους κακούς,

Πρώτον, δεν αναφέρω ότι κερδίσανε στην μάχη. Και δεύτερον, αυτά είναι γεγονότα σε ιδεαλιστικό βιβλίο, οπότε είναι αναμενόμενο. Και είναι αυτό προοικονομία για μετά.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

994 chapters to go...

 

////////////////////////////////////

 

3. Ο Αγγαρειομάχος

Τα χέρια του αγγαρειομάχου τρέμανε καθώς γέμιζε την κούπα του Γομαριού.

«Αν σε ξαναπιάσω να τεμπελιάζεις, θα σου σπάσω το κεφάλι!» του είπε με βλέμμα φαρμακερό το Γομάρι.

«Ρε δε μας χέζεις!» ήθελε να του πει ο αγγαρειομάχος.

Εδώ κι έναν χρόνο του γέμιζε το ποτήρι χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ. Όλη του την ζωή έκανε τις αγγαρείες του χωριού για να έχει αρκετά μόνο για να ζήσει και τώρα είχε κι αυτόν να του κάνει την ζωή ακόμα πιο δύσκολη. Αλλά δεν είπε αυτό που σκεφτόταν. Φοβόταν.

«Μάλιστα, δε θα ξαναγίνει, λυπάμαι πολύ!» αρκέστηκε μόνο να πει.

Όλη του την ζωή την έχει περάσει κάνοντας τις δουλειές που δεν ήθελε να κάνει άλλος. Και δεν μπορούσε να επιλέξει αλλιώς. Η μητέρα του, μια φτωχιά που απλά ήρθε στο χωριό για να γεννήσει, τον παράτησε μπροστά από το χάνι το ίδιο βράδυ που ήρθε στον κόσμο πριν χαθεί την αυγή προς άγνωστη κατεύθυνση. Κανείς δεν την ξαναείδε. Μόνο ένα μωρό να κλαίει μέσα στην λάσπη, μπροστά στο χάνι βρήκανε. Δεν τους πήγαινε να το αφήσουνε να πεθάνει. Τι ήταν, κάνα ψωριάρικο κουταβάκι;

«Να το πάμε στο ορφανοτροφείο, στην πόλη» είχε προτείνει ένας.

«Να το χαρίσουμε σε καμιά άτεκνη οικογένεια σε διπλανό χωριό» είχε προτείνει άλλος.

«Να το δώσουμε σε κανένα περιπλανώμενο ζευγάρι» είχε προτείνει τρίτος.

Αλλά κανείς δεν έκανε ποτέ τίποτα πέρα από το να προτείνει ιδέες. Και έτσι, χωρίς να το καταλάβουνε, όλο το χωριό είχε φορτωθεί αυτό το μούλικο.

Εδώ να αναφερθεί ότι δεν τον μισούσανε. Απλά δεν τον έβλεπαν ποτέ σαν δικό τους. Σαν ένα βάρος που βαριόντουσαν να βγάλουν από πάνω τους ήταν. Οπότε, δεκαπέντε χρόνια τώρα τον ταΐζανε και του δίνανε στέγη, πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Επίσης να γίνει κατανοητό ότι ούτε ακριβώς τον αγαπούσανε. Σαν άρχισε να μπορεί να καταλαβαίνει και να πιάνουνε τα χέρια του για δουλειά, τον βάλανε αμέσως να τους κάνει διάφορες μικροδουλειές που οι ίδιοι δεν είχανε τον χρόνο ή την όρεξη να κάνουνε. Και έτσι κάθε μέρα πότε ο ένας τον έβαζε να ξεχορταριάζει, πότε ο άλλος τον έβαζε να σκουπίζει, πότε ο τρίτος τον έβαζε να μαζεύει βρύα και λειχήνες, έτσι για να τον κρατάνε σε ασχολία. Και γι’ αυτό, του είχανε κολλήσει το παρατσούκλι «ο μικρός αγγαρειομάχος».

Ο ίδιος δεν μπορούσε να αρνηθεί να κάνει ότι τον βάζανε. Ορφανός ήταν. Τους ήταν υπόχρεος που τον φροντίζανε, έστω και από υποχρέωση και οι ίδιοι. Οπότε, υπομονετικά έκανε ότι του λέγανε. Δεν παραξενεύτηκε καθόλου όταν τον βάλανε να γίνεται το χαμίνι του Γομαριού κάθε τρεις μέρες που ερχόταν. Ήταν μια αγγαρεία κι αυτήν, κάτι που κανείς δεν ήθελε να την κάνει αλλά αναγκαστικά την υπέμενε. Οπότε, κάθε τρεις μέρες γινόταν ο δούλος αυτού του παλιανθρώπου, που άλλη δουλειά δεν είχε πέρα από το να τρώει το φαγητό τους και να πίνει το ποτό τους και να τους σπάει πράγματα σαν δεν του κάνανε τα κέφια.

Εκεί ήταν λοιπόν, με τα πόδια του να τρέμουνε και το βλέμμα του σκυφτό να κοιτάει την λάσπη στο έδαφος, να γεμίζει δουλικά την κούπα σε ένα κάθαρμα, που ανέμελα δίπλα του έκανε ότι ήθελε επειδή κανείς δεν μπορούσε και δεν είχε το θάρρος να κάνει κάτι για να τον σταματήσει. Τότε άκουσε την αγριεμένη φωνή του Γομαριού να κάνει άλλη μια προσταγή. Αλλά αυτήν την φορά δεν απευθυνόταν στον ίδιο. Απευθυνόταν σε μια νεαρή κοπέλα στην είσοδο ενός σπιτιού.

«Εσύ! Εδώ, τώρα!»

Διστακτικά, ο αγγαρειομάχος σήκωσε το βλέμμα του να δει ποιος ήταν. Χλόμιασε σαν είδε ότι ήταν η Ρία, το καλόψυχο κορίτσι του χωριού. Ήδη δώδεκα χρονών και ακόμα ανύπαντρο επειδή η οικογένεια της δεν είχε μαζέψει ακόμα αρκετή προίκα για να το ξεφορτωθεί.

Πάντα νοιαζόταν για την Ρία, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στο Βαλτοχώρι. Όχι μόνο επειδή ήταν ήρεμη και άτολμη σαν τον ίδιο. Αλλά και επειδή ήταν το μόνο άλλο άτομο κοντά στην ηλικία του που ο κόσμος γύρω της την έβλεπε σαν βάρος, όπως και τον ίδιο. Η οικογένεια της είχε καταραστεί με τέσσερα κορίτσια και κανένα παιδί. Αγόρι δηλαδή. Οι γονείς της δουλεύανε χρόνια ολάκερα για να μαζεύουνε αρκετά χρήματα και ζωντανά σαν προίκα. Με μιας δίνανε τους κόπους χρόνων για να παντρέψουνε άρων-άρων μια κόρη τους, μόνο για να ξαναρχίσουνε από το μηδέν να μαζεύουνε για την επόμενη. Οπότε, την συμπονούσε που σαν κι αυτόν, όλοι την βλέπανε σαν βάρος.

Είχε περάσει από το μυαλό του να της μιλήσει πολλές φορές, να της πει κανένα αστείο να γελάσει, να της αποκαλύψει πόσο την συμπαθούσε. Αλλά δεν το έκανε. Φοβόταν. Και να σου τώρα που την διέταξε να του κάνει τα τερτίπια αυτό το κάθαρμα που δεν την ήξερε καθόλου.

«Άσ’την ήσυχη μπάσταρδε!» σκέφτηκε να φωνάξει.

«Θέλετε άλλο ποτό;» είπε μόνο χαμηλόφωνα.

Το γομάρι δεν απάντησε καν. Είδε ότι η κοπέλα δεν πλησίαζε και απλά στεκόταν μισο-κρυμμένη στην πόρτα της καλύβας. Αμέσως νευρίασε, σηκώθηκε πάνω, πήρε ένα γεμάτο τσουβάλι δίπλα του, και πήγε με γρήγορες δρασκελιές προς το μέρος της.

«Όταν σου μιλάω να μ’ακούς!» είπε με δυσφορία.

Το κορίτσι αμέσως άρχισε να φωνάζει τρομαγμένο και μπήκε στο σπίτι.

«Μαμά, μαμά!»

Το γομάρι ανέβηκε άγαρμπα τα καυσόξυλα, μπήκε κι αυτό μέσα σκύβοντας για να χωρέσει από την είσοδο, μιας που τόσο ψηλός που ήταν δεν περνούσε όρθιος, και φώναξε:

«Έξω όλοι σας! Μόνο αυτήν να μείνει εδώ! Έξω είπα! Και εσύ σκάσε να κλαις!»

Ο πατέρας και η μητέρα της βγήκανε τρέχοντας έξω. Η ξύλινη πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω τους. Αντί όμως να λυπούνται, αντιθέτως θαρρείς ότι χαμογελούσανε για ότι μόλις συνέβη.

«Ωραία, αν την αμαυρίσει θα έχουμε λόγο να την διώξουμε χωρίς προίκα» σκέφτηκε ο πατέρας.

«Μακάρι να την πάρει μαζί του, να ησυχάσουμε πλέον από δαύτη» σκέφτηκε η μητέρα.

Ο αγγαρειομάχος έτρεξε δίπλα τους και τους είπε χαμηλόφωνα:

«Κ-κάντε κάτι!»

«Πάψε χαμίνι!» του φώναξε ο πατέρας, που δεν ήθελε να επέμβει κανένας. Τουλάχιστον το χαμίνι έκανε και καμιά δουλειά και έβγαζε το φαγί του. Η κόρη του από την άλλη ούτε δούλευε και στοίχιζε κι από πάνω προικιά δεκαετίας. Βαρέθηκε πια, φτάνει. Ήθελε να ζήσει πια με την γυναίκα του μια ήρεμη ζωή.

Ο νεαρός αγγαρειομάχος αμέσως κατάλαβε που το πήγαινε με αυτά του τα λόγια και ήταν λες και έβγαλε φωτιά. Έριξε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι και έριξε τον πατέρα στην λάσπη, να κυλιέται γι’ αυτά που ξεστόμισε και σκέφτηκε για το ίδιο του το σπλάχνο. Όρμισε στην πόρτα, την κλότσησε δυνατά, μπήκε μέσα και άρχισε να γροθοκοπάει το ξαφνιασμένο Γομάρι, που έντρομο βγήκε από την πόρτα και άρχισε να τρέχει μακριά κλαίγοντας. Πήρε αγκαλιά το νεαρό κορίτσι, που αμέσως σφίχτηκε πάνω του από ευγνωμοσύνη. Βγήκαν από την καλύβα, όπου όλο το χωριό χειροκροτούσε τον μικρό αλλά θαρραλέο ήρωα για το κατόρθωμά του.

…Αυτό βασικά σκεφτόταν να κάνει. Αλλά δεν το έκανε. Φοβόταν. Απέμεινε να κοιτάει ακίνητος προς την καλύβα, με τους γονείς να χαμογελάνε και να ακούει την καημενούλα Ρία να ικετεύει για βοήθεια.

 

4. Ο Παλαδίνος με την Σκουριασμένη Πανοπλία

Ο γερασμένος παλαδίνος κοιτούσε με το κιάλι του το Γομάρι κάθε μερικά λεπτά. Βρισκόταν αρκετά μέτρα έξω από το Βαλτοχώρι και ήταν μισο-κρυμμένος πάνω σε έναν βράχο, ώστε να τον παρατηρεί δίχως να γίνεται αντιληπτός. Ο νεαρός ιπποκόμος δίπλα του είχε βαρεθεί την αναμονή και παραπονιόταν εδώ και ώρα.

«Άντε, αφού αυτός είναι, πάμε να τον δείρουμε.»

«Ησυχία επιτέλους! Δεν θα κάνουμε τίποτα αν δεν βεβαιωθούμε ότι η κατηγορία είναι αληθινή.»

«Παλαδίνος είσαι! Πήγαινε και ρώτα τους αν είναι αυτός να τελειώνουμε!»

Ο ιπποκόμος του ήταν ένα άβγαλτο δεκάχρονο παιδί που μέχρι πριν μια εβδομάδα νόμιζε πως οι παλαδίνοι κάνανε στην πραγματικότητα ότι και στις λαϊκές ιστορίες. Δηλαδή πηγαίνανε σε χωριά όπου οι κακοί δυναστεύανε τους ανθρώπους. Και ξεχωρίζανε τους εγκληματίες σαν την μύγα μεσ’ το γάλα και τους αντιμετωπίζανε στην στιγμή. Δεν ήξερε ότι στην αληθινή ζωή οι εγκληματίες είναι καλά κρυμμένοι. Ψεύδονται και κρύβονται και πολλές φορές μάλιστα είναι απλοί χωρικοί που παρανομούνε από ανάγκη.

Ο παλαδίνος δεν μπορούσε απλά να πάει εκεί και να ρωτήσει γιατί πολύ απλά δεν θα έπαιρνε μια ειλικρινή απάντηση. Το έχει βιώσει άπειρες φορές στην ζωή του. Να ζητάει από αυτούς που ήθελε να βοηθήσει να του πούνε τι συμβαίνει και σπάνια έως ποτέ να κατάφερνε κάτι έτσι. Ή δεν μιλούσανε, ή τον παραπληροφορούσανε. Είτε από φόβο, είτε γιατί ήταν και οι ίδιοι μπλεγμένοι. Όχι, ήταν πολύ έμπειρος για να περιμένει η αλήθεια να αποκαλυφθεί αν απλά κάνει μια ερώτηση. Δεν γινόταν να βασίζεται στα λόγια άγνωστων χωρικών. Εμπιστευόταν μόνο τις αισθήσεις του και όσα ο ίδιος αντιλαμβανόταν.

Έπρεπε να τα εξηγήσει όλα αυτά στον ιπποκόμο του αλλά όλο το ανέβαλε. Άλλωστε, και να το έκανε θα ήταν σαν να του έλεγε να ΜΗΝ πιστεύει σε όσα του λέει αλλά να ανακαλύψει την αλήθεια από μόνος του. Και δυστυχώς για να μάθεις, πρέπει να κάνεις λάθη. Οι συμβουλές και οι προειδοποιήσεις φαντάζουν ανούσιες μέχρι να την πατήσεις και άλλωστε τα παιδιά σπάνια ακούνε ότι τους λένε οι μεγαλύτεροι. Όχι γιατί δεν τους πιστεύουν αλλά γιατί θέλουν να μάθουν από μόνα τους. Οπότε, δεν πολύ-νοιαζόταν να του εξηγήσει. Ας τα καταλάβαινε από μόνο του στην πορεία.

Λίγη ώρα αργότερα, είδε τον μεγάλο άντρα να μπαίνει μέσα σε μια καλύβα, να διώχνει τους θαμώνες και να ακούει μετά βίας τις κραυγές ενός κοριτσιού.

«Τελικά αυτός θα είναι. Δεν εξηγείται αλλιώς γιατί κακομεταχειρίζεται τόση ώρα τους χωρικούς έτσι.» είπε ο παλαδίνος και έβαλε το κιάλι στον σάκο του, μιας που δεν θα το χρησιμοποιούσε άλλο.

Ο ιπποκόμος ήταν αρκετά απογοητευμένος. Περίμενε να δει τον γέρο που είχε αποδεχτεί σαν αφέντη του να παίρνει μέρος σε επικές μάχες κάθε μέρα, να νικάει τέρατα και να σώζει πριγκίπισσες. Αλλά αντί γι’ αυτό, τον έβλεπε μόνο να κρύβεται και να κρυφοκοιτάζει σαν κανένας ανώμαλος.

«Ορίστε, άδικα χάσαμε τόσο χρόνο. Μπορούσες από την πρώτη στιγμή να τον περιλάβεις αλλά εσύ καθόσουν άπραγος.»

«Κλείσε το στόμα σου νεαρέ. Αν μπούκαρα σε κάθε χωριό και συλλάμβανα οποιονδήποτε δεν μου γέμιζε το μάτι, δε θα διέφερα από τους εγκληματίες ο ίδιος. Κι άλλωστε, πλέον έχω αρκετές αποδείξεις της ενοχής του. Οπότε σώπα γιατί θα σου κάνω την χάρη και θα με δεις σε δράση.»

Ο παλαδίνος κατέβηκε από τον βράχο και κατευθύνθηκε γοργά προς το χωριό. Πίσω του, ακολουθούσε ο ιπποκόμος του, με έναν μεγάλο σάκο στην πλάτη του.

Ο πρώτος είχε πάρει μια σοβαρή έκφραση σιγουριάς και περπατούσε με τρόπο που θαρρείς ότι δεν είχε καμία έγνοια στο μυαλό του. Ο δεύτερος από την άλλη, είχε πάρει μια βλακώδης έκφραση, πελώριο χαμόγελο σε συνδυασμό με ένα σφίξιμο από το βάρος του σάκου και περπατούσε άτσαλα, κατακόκκινος με σταγόνες ιδρώτα να τρέχουνε από το μέτωπό του. Χαλάλι όμως γιατί επιτέλους, η μεγάλη στιγμή κατέφτασε. Η πρώτη του αυτόπτης μαρτυρία σε μάχη. Γιατί αυτό περίμενε ο νεαρός από τότε που άφησε το χωριό του. Να βιώσει περιπέτειες, να πάρει μέρος σε αυτές και μια μέρα να γίνει και ο ίδιος τρανός ήρωας.

Μπήκαν στο χωριό και κατευθείαν χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν, πήγανε προς την καλύβα που ακούγονταν οι κοριτσίστικες κραυγές και κάποιοι στέκονταν απ’ έξω ακίνητοι.

«Ζητιάνοι, αυτοί μας λείπανε τώρα.» είπε ο αγγαρειομάχος σαν του είδε να πλησιάζουν.

Κανείς δεν τους έδωσε και πολύ σημασία. Δεν έβλεπαν έναν παλαδίνο και έναν ιπποκόμο που ήρθαν να τους βοηθήσουν. Γιατί ξέρανε ότι οι παλαδίνοι είναι νέοι και πανέμορφοι και φοράνε αστραφτερή ασημένια πανοπλία και καβαλάνε ένα πανέμορφο λευκό ιχιχίπο (κάτι σαν άλογο) και έχουνε πίσω τους μια πομπή από ιπποκόμους και τροβαδούρους να προαναγγέλλουν με τρομπέτες και τραγούδια τον ερχομό τους. Αυτοί έβλεπαν μόνο έναν ασπρομάλλη γέρο με γενειάδα και σκουριασμένη πανοπλία και ένα ξανθομάλλικο αγοράκι πίσω του. Περισσότερο για ζητιάνους τους περάσανε παρά γι’ αυτό που υποτίθεται ότι είναι. Οπότε μπορείτε να φανταστείτε πόσο έκπληκτοι μείνανε σαν τους είδανε να ανεβαίνουνε στα καυσόξυλα και να πηγαίνουνε μπροστά στην πόρτα της καλύβας.

Κάποιοι σκεφτήκανε να τους εμποδίσουνε, άλλοι να τους φωνάξουνε να φύγουνε και άλλοι να τους ρωτήσουνε τι πήγαιναν να κάνουν. Αλλά φυσικά, κανείς δεν έκανε απολύτως τίποτα. Συνεχίσανε να κάνουνε ότι κάνανε, μη δίνοντας σημασία στο κορίτσι που φώναζε ή σε αυτούς τους ζητιάνους που ψάχνανε για μπελά. Γιατί να ασχοληθούνε; Για να βρούνε τον μπελά τους και οι ίδιοι;

«Βγάλε τα ρούχα! Βγάλ’τα που να πάρει!» ακουγόταν μια αγριεμένη αντρική φωνή μέσα από την καλύβα.

«Όχι, δεν θέλω! Βοήθεια!» ακουγόταν και μια κλαψιάρικια κοριτσίστικη.

«Τον αχρείο! Της ρίχνεται!» είπε ο παλαδίνος και πήρε μια έκφραση αποστροφής.

«Μα γιατί θέλει τα ρούχα της;» ρώτησε ο ιπποκόμος, που ακόμα ήταν πολύ μικρός για να καταλαβαίνει.

«Δεν είναι τα… χμ… ρούχα που τον ενδιαφέρουν.» του απάντησε και ξεθηκάρωσε το σπαθί του. «Και δεν είναι ώρα για εξηγήσεις. Η κοπέλα χρειάζεται άμεσα βοήθειά!»

Αμέσως κλώτσησε την πόρτα, η οποία άνοιξε πανεύκολα, χωρίς η δύναμη της κίνησής του να ήταν πραγματικά απαραίτητη.

 

Ένα λεπτό νωρίτερα, μέσα στην καλύβα το Γομάρι πρόσταξε την Ρία:

«Άκου δω! Θα κάνεις μπουγάδα τα ρούχα σε αυτό το τσουβάλι.»

Το άνοιξε και με μιας μια μπόχα ξινίλας και ιδρωτίλας από προβιές γέμισε το δωμάτιο. Το κορίτσι έφερε τα χέρια του στην μύτη.

«Βγάλτα, πάρε λεκάνη και ξεκίνα! Να έχεις τελειώσει μέχρι το ηλιοβασίλεμα ή αλίμονό σου!»

«Βρωμάνε, δε θέλω! Βοήθεια!»

«Βγάλε τα ρούχα! Βγάλ’τα που να πάρει!»

«Όχι, δεν θέλω! Βοήθεια!»

Και τότε η πόρτα άνοιξε απότομα και οι δυο τους είδανε την σκοτεινή σιλουέτα ενός άντρα, με σπαθί στο χέρι, να φωτίζεται από τον ήλιο πίσω του.

 

5. Το Γομάρι

Το Γομάρι πισωπάτησε τρομαγμένο σαν είδε την φιγούρα του παλαδίνου να φεγγίζει επιβλητικά από τον ήλιο πίσω του. Το κορίτσι κρύφτηκε με μιας κάτω από το μοναδικό τραπέζι στο δωμάτιο και έφερε τα χέρια του στο κεφάλι.

Έξω από την καλύβα, ο γέροντας του χωριού προχώρησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ψιλοκουτσαίνοντας πάνω στο μπαστουνάκι του. Φώναξε όσο δυνατότερα μπορούσε προς τους δύο παρείσακτους στην είσοδο.

«Τι κάνετε ξένοι; Θα καταστρέψετε το χωριό μας! Φύγετε, φύγετε αμέσως!»

«Ηρέμησε παππού.» αποκρίθηκε ο νεαρός ιπποκόμος με το τεράστιο χαμόγελό του να μην σβήνει ούτε στιγμή. «Παλαδίνος είναι ο κύρης μου και ήρθε να περιλάβει τον εγκληματία.»

«Παλαδίνος;» Το βλέμμα του γέροντα άλλαξε στην στιγμή και έγινε χαρούμενο. «Α, μα φυσικά, το ήξερα ότι είναι. Διώξε αυτό το κάθαρμα, ω ευγενή ήρωα!» είπε και κούνησε το μπαστουνάκι στον αέρα.

Ο παλαδίνος αδιαφόρησε για τις επευφημίες του γέροντα. Είχε ακούσει αμέτρητες επιπόλαιες ευχαριστίες και κατηγορίες στην ζωή του. Μπήκε κατευθείαν στο ψητό, με το να μπει στην καλύβα. Προχώρησε μερικά βήματα και στάθηκε μπροστά από το Γομάρι, με το σπαθί κατεβασμένο στο πάτωμα.

Με το φως να μην κάνει πλέον τον αντίπαλό του να φαντάζει εντυπωσιακός, το Γομάρι καθησυχάστηκε. Αν και μπροστά του είχε κάποιον μόλις ένα κεφάλι κοντύτερο του και οπλισμένο με σπαθί και πανοπλία, παρέμενε απλά ένας γέρος με ούτε την μισή του μυϊκή μάζα. Αν και ο οπλισμός του φαινόταν με ευκολία ότι ήταν περίτεχνος, με αρκετά σκαλίσματα και με εξτρά στρώματα γραμμών από διαφορετικά μέταλλα σαν διακοσμήσεις, έβλεπε εξίσου εύκολα ότι η πανοπλία ήταν σκουριασμένη σε αρκετά σημεία και η λάμα του σπαθιού αρκετά στομωμένη με την λαβή του να ήταν απλώς μια τυλιγμένη αλυσίδα.

«Τι είναι παππού, έχασες τον δρόμο σου;» τον περιέπαιξε.

«Δεν πιάνουν οι προσβολές σου αχρείε. Στο όνομα του βασιλιά του…»

Ενώ ο παλαδίνος πήγαινε να βγάλει έναν εντυπωσιακό μονόλογο για να εκφοβίσει τον αντίπαλό του, το Γομάρι τον διέκοψε λέγοντας «Ίσως πιάσει αυτό» και χωρίς καμία προειδοποίηση του έριξε μια κλωτσιά τόσο δυνατή που τον έστειλε πίσω από εκεί που ήρθε. Το σώμα του κατρακύλησε πάνω στις σκάλες-καυσόξυλα και έπεσε με τα μούτρα στην λάσπη ενώ το σπαθί του έφυγε ένα μέτρο παραδίπλα. Λάσπη σηκώθηκε από την πτώση και πιτσίλισε τα πόδια των τεσσάρων παρευρισκομένων. Ο ιπποκόμος του την γλίτωσε γιατί βρισκόταν πάνω στην ξύλινη εξέδρα, πλάι την πόρτα.

«Τι μπάσταρδος, τον διέκοψε ενώ έλεγε την ατάκα του πριν την μάχη!» αρκέστηκε να σκεφτεί και κρύφτηκε δίπλα στην είσοδο.

«Αχ, το ήξερα, για μπελά ήρθατε εσείς!» ξαναφώναξε ο γέροντας και η έκφρασή του ξαναέγινε τρομαγμένη. «Τρέχτε χωριανοί! Και κρύψτε τα βαρέλια με το νερό!» συμπλήρωσε καθώς άρχισε να απομακρύνεται τρικλίζοντας.

Όσοι τον ακούσανε βγάλανε μερικές κραυγές απελπισίας και κλειστήκανε γρήγορα στα σπίτια τους, παίρνοντας μέσα και τα βαρέλια που είχανε στην είσοδο. Ανάμεσά τους ήταν και οι γονείς της Ρίας, που τους έδωσαν καταφύγιο οι γείτονές τους. Αδιαφόρησαν για την τύχη της, μιας που δεν ήταν παιδί τους αλλά κορίτσι. Και κατά βάθος ελπίζανε να πάθει κάνα κακό, να ησυχάζανε από δαύτη. Ο αγγαρειομάχος ήταν ο μόνος από τους χωρικούς που δεν το έβαλε στα πόδια. Νοιαζόταν τόσο γι’ αυτήν που δεν μπορούσε απλά να την παρατήσει και να φύγει. Έμεινε ακίνητος εκεί που στεκόταν, με τα λασπωμένα του γόνατα να τρέμουνε και το βλέμμα του να είναι δύο καρφωμένα μάτια πάνω στον πεσμένο παλαδίνο.

Η Ρία κλαψούριζε κάτω από το τραπέζι, με το κεφάλι της καλυμμένο πάντα από τα χέρια της.

Το Γομάρι αδιαφορώντας γι’ αυτήν, έκανε αργές αλλά μεγάλες δρασκελιές προς την είσοδο.

Ο ιπποκόμος χωρίς να γίνει αντιληπτός είχε βγάλει ένα τηγάνι από τον σάκο και παρέμενε κρυμμένος στην εξωτερική πλευρά της καλύβας.

Ο παλαδίνος αγκομαχούσε να σηκωθεί, με την ζαλάδα από το πέσιμο, το προχωρημένο της ηλικίας του, το βάρος της πανοπλίας του, την λάσπη μέσα στα ρουθούνια του και την γλίτσα πάνω στην οποία στεκόταν να συνεργάζονται όλα εναντίον του.

Το Γομάρι έσκυψε για να βγει από την πόρτα. Αυτήν την ευκαιρία βρήκε ο ιπποκόμος και του έφερε δυνατά το τηγάνι στο κεφάλι. Δυστυχώς όμως ο κακούργος ούτε που φάνηκε να πονάει και μάλιστα πήγε να αρπάξει με την χερούκλα του το παιδί. Ευτυχώς για τον ιπποκόμο, ήταν μικρόσωμος και το Γομάρι είχε αργά αντανακλαστικά, οπότε πρόλαβε να οπισθοχωρήσει, και να πηδήξει κάτω από την ξύλινη εξέδρα. Το μόνο που έπιασε ο γίγαντας ήταν ο σάκος που είχε παρατήσει καθώς έφευγε. Τον πέταξε μακριά με δύναμη και δίχως καθυστέρηση, άρχισε να κατεβαίνει άγαρμπα τα σκαλοπάτια και να κατευθύνεται προς τον παλαδίνο, αδιαφορώντας για το νιάνιαρο που του επιτέθηκε. Πόσο απειλή να ήταν πια;

Ο αγγαρειομάχος είχε την ευκαιρία να περάσει στην δράση και να σώσει το κορίτσι. Μπορούσε να βοηθήσει τον παλαδίνο να σηκωθεί για να τον νικήσει. Θα μπορούσε να του δώσει τουλάχιστον το σπαθί του. Θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος για να σκοτώσει το Γομάρι. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Στεκόταν εκεί και κοίταζε ακίνητος, παγωμένος από φόβο.

Αφού δεν μπορούσε να σηκωθεί, ο παλαδίνος τσούλησε πάνω στην λάσπη και έφτασε στο σπαθί του, που είχε σχεδόν όλο χαθεί μέσα στον βούρκο. Το πήρε στα χέρια του και με δυσκολία γύρισε στο πλάι και το έστρεψε προς τον πελώριο αντίπαλό του. Το Γομάρι ούτε που ενοχλήθηκε από τον πεσμένο γεράκο και το λασπωμένο - στομωμένο σπαθάκι του. Ετοιμαζόταν να του ρίξει άλλη μια κλωτσιά.

Ξάφνου, ο παλαδίνος ξεστόμισε δυνατά μια λέξη:

«Δέσμευσις!»

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Γομαριού, η λαβή του φαινομενικά ακίνδυνου σπαθιού ξεδιπλώθηκε σε αλυσίδα και πετάχτηκε προς το μέρος του, τυλίγοντας στην στιγμή το αριστερό καλάμι του. Ο παλαδίνος τράβηξε με δύναμη, στοχεύοντας να τον κάνει να πέσει. Αλλά ήταν τόση η μάζα του αντιπάλου του που δεν κατάφερε ούτε να τον κάνει να τρεμουλιάσει.

«Ρε παλιο…» έκανε το Γομάρι και σήκωσε το πόδι του, έπιασε την αλυσίδα με το χέρι του και την τράβηξε, κυριολεκτικά τσουλώντας με την μια τον εχθρό προς το μέρος του. Το σχέδιο του παλαδίνου στράφηκε εναντίον του.

Τότε, από πίσω του όρμισε ο ιπποκόμος, που είχε κρυφτεί κάτω από την καλύβα και περίμενε κι άλλη ευκαιρία για να δράσει. Μην έχοντας άλλο όπλο, απλά έπεσε με όλο του το σώμα πάνω στο δεξί πόδι του γίγαντα και του δάγκωσε την γάμπα. Ο παλαδίνος συγχρόνως, σταμάτησε το τσούλισμά του, γραπώνοντας με το ελεύθερο χέρι του τα πόδια του ακίνητου αγγαρειομάχου. Ο αγγαρειομάχος έπεσε από το τράνταγμα αλλά κατάφερε άθελά του να σταματήσει την φορά του τραβήγματος.

Αντανακλαστικά, το δεξί πόδι του Γομαριού λύγισε μπροστά από το ξάφνιασμα και ο ίδιος έστρεψε το σώμα του για να δει τι ήταν. Ο παλαδίνος ξανατράβηξε την αλυσίδα κι αυτήν την φορά, τα κατάφερε. Ο γίγαντας, με το ένα του πόδι σηκωμένο για να τραβήξει την αλυσίδα, το άλλο λυγισμένο, το σώμα του στο πλάι, την γλιστερή λάσπη από κάτω και τον μεγάλο όγκο του, τελικά δεν μπόρεσε να κρατήσει την ισορροπία του. Έπεσε φαρδύς πλατύς, με τον θώρακα και πάνω να πέφτει με δύναμη πάνω στα σκαλοπάτια.

Το Γομάρι δεν χρειάστηκε πάνω από δέκα δεύτερα για να συνέρθει και να πάει να σηκωθεί. Το πρόβλημα ήταν η ρημάδα η λάσπη που δεν τον άφηνε να βρει ισορροπία. Μέχρι να πιαστεί από μια δοκό και να κάνει να σηκωθεί, ο παλαδίνος είχε φτάσει δίπλα του, τσουλώντας ο ίδιος τραβώντας την αλυσίδα προς τον εχθρό του. Ανέβηκε πάνω στο στέρνο του και έφερε την λαβή στον λαιμό του εχθρού του.

Ο γίγαντας άρχισε να ανησυχεί πραγματικά τώρα. Ακόμα και μια στομωμένη λεπίδα μπορούσε εύκολα να τρυπήσει σάρκα με την μύτη της. Αλλά σύντομα χαμογέλασε γιατί κατάλαβε κάτι. Αν ο γέροντας ήθελε να τον σκοτώσει, θα το είχε ήδη κάνει. Και αν του ζητούσε να παραδοθεί ή επιχειρούσε να τον φιμώσει, θα είχε μπόλικες ευκαιρίες να αντεπιτεθεί, να τον γραπώσει και να τον πνίξει με γυμνά χέρια.

Αντί όμως για ότι νόμιζε το Γομάρι, ο παλαδίνος απλά επανέλαβε:

«Δέσμευσις!»

Και η αλυσίδα αμέσως ξετυλίχθηκε από το καλάμι και τυλίχτηκε δύο φορές γύρω από τα μπράτσα και τον θώρακά του. Προσπάθησε να σηκώσει τα χέρια του και να απελευθερωθεί αλλά δεν μπορούσε. Προσπάθησε να σπάσει την αλυσίδα με όλη του την μυϊκή δύναμη αλλά τότε η λάμα του σπαθιού ακούμπησε στον λαιμό του. Ο παλαδίνος τον κοίταξε στα μάτια με ένα βλέμμα που μιλούσε δίχως λόγια.

Το Γομάρι κατάλαβε. Αν αντιστεκόταν περισσότερο, ήταν νεκρός. Χαλάρωσε τα χέρια του και συγκαταβατικά έκανε νόημα σκύβοντας το κεφάλι του για να δείξει ότι παραδίδεται.

Ο γίγαντας είχε νικηθεί.

 

6. Η Αλυσίδα

«Μπράβο αφέντη. Τώρα μπορείς να με βοηθήσεις να ελευθερωθώ;» είπε ο ιπποκόμος, που είχε παγιδευτεί κάτω από τα πόδια του Γομαριού κατά το πέσιμο.

«Το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να σε ευχαριστήσω για την βοήθεια… Αν και δεν σε είχα ανάγκη.»

Ο ιπποκόμος δεν τον πίστευε αλλά δεν είχε και όρεξη να του πάει κόντρα. Ήταν ικανοποιημένος που έκανε κάτι για να βοηθήσει στην μάχη. Μπορεί αυτήν η απλή αψιμαχία να ήταν απλώς η αρχή του έπους του.

Καθώς ο παλαδίνος τον τραβούσε να απελευθερωθεί με το έλεύθερο χέρι του και το άλλο πάντα να στοχεύει τον εγκληματία, ο γέροντας του χωριού ξαναπλησίασε τρικλίζοντας, με την έκφρασή του και πάλι χαρούμενη και γαλήνια.

«Μπράβο τρανέ ήρωα, δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή ότι θα τα καταφέρνατε. Έχετε την ευγνωμοσύνη όλων μας.» Γύρισε πίσω του και φώναξε. «Ε! Συγχωριανοί! Βγείτε έξω, ο κίνδυνος πέρασε!»

Δειλά-δειλά, οι κάτοικοι του χωριού άνοιξαν τις πόρτες τους και κοίταξαν έξω. Σαν είδαν το Γομάρι πεσμένο και φιμωμένο, αμέσως ζητωκραυγάσανε και τρέξανε προς τα εκεί. Μερικοί μάλιστα δεν πήρανε καν χαμπάρι (γιατί δεν νοιάζονταν για) τον αγγαρειομάχο που βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένος στην λάσπη και τον ποδοπάτησαν κάμποσες φορές. Ανάμεσά τους ήταν και οι γονείς της Ρίας που φωνάξανε όλο αγωνία:

«Η κόρη μας! Τι απέγινε η κόρη μας;»

Η Ρία βγήκε κλαψουρίζοντας σιγανά από την καλύβα.

«Δόξα τον Θεό!» είπε από μέσα του ο αγγαρειομάχος με τα μούτρα του γεμάτα με πατημασιές.

«Να πάρει!» είπανε από μέσα τους οι γονείς της.

Πολλοί περιτριγυρίσανε το ακινητοποιημένο Γομάρι. Τώρα που δεν μπορούσε άλλο να τους βλάψει, το θάρρος τους ξαφνικά αυξήθηκε και αρχίσανε να το περιπαίζουνε ενώ αυτό αδιαφορούσε και δεν αντιδρούσε καν.

«Χα-χα! Δεν είσαι και τόσο σπουδαίος τώρα!»

«Ποτέ δεν το φοβόμουνα. Σιγά τον τρομερό.»

«Αν ήθελα, θα σε είχε δείρει μόνος μου.»

 

«Και γιατί δεν το κάνατε;» ρώτησε ο παλαδίνος από πίσω τους και τα περιπαίγματα τους κοπήκανε με μιας.

«Να… είχα δουλειές και…»

«Πονούσε το χέρι μου.»

«Είχα καταστρώσει σχέδιο να του δηλητηριάσω το ποτό. Θα το έκανα σήμερα αλλά με προλάβατε κύριε ιππότη.»

Μα ποιον νομίζανε ότι κοροϊδεύανε; Αφού είχε πληροφορηθεί ότι χρόνια τώρα συνεχιζόταν αυτήν η κατάσταση και κανένας τους δεν κουνούσε ούτε το δαχτυλάκι του. Ο παλαδίνος τα είχε ακούσει αυτά χιλιάδες φορές. Όλο σχέδια και πομπώδη λόγια αλλά κατά τ’ άλλα πλήρη αδράνεια.

Οι χωρικοί παρόλ’αυτά χειροκροτούσανε και χτυπούσανε ελαφριά στην πλάτη τον ήρωα και τον βοηθό του που απάλλαξε το χωριό τους από ένα μικρό πρόβλημα που απλά δεν είχανε ενδιαφερθεί να λύνανε με ευκολία μόνοι τους. Και οι δύο τους ήταν μαύροι από την λάσπη και όμως δέχονταν πολύ μεγαλύτερη αναγνώριση από όταν μπήκανε καθαροί στο χωριό τους. Ο αγγαρειομάχος εν τω μεταξύ, κατάφερε να σηκωθεί πάνω. Αν κι αυτός ήταν καλυμμένος με λάσπη και είχε έμμεσα βοηθήσει λίγο στην μάχη, κανείς δεν του έδινε σημασία και μάλιστα τον σπρώχνανε να φύγει από την μέση για να βλέπουνε τους ήρωες.

«Σκοινί!» φώναξε ένας άντρας. «Φέρτε χοντρό σκοινί! Να τον κρεμάσουμε!»

«Ναι, να τον κρεμάσουμε!»

«Του αξίζει για όσα έκανε!»

«Δικαιοσύνη!»

Ο ιπποκόμος εδώ ξαφνιάστηκε γιατί μέχρι εκείνη την στιγμή δεν πίστευε ότι θα σκοτώνανε τον κακοποιό.

«Δεν θα τους αφήσεις.» είπε το Γομάρι σχεδόν προστακτικά, κοιτώντας τον παλαδίνο με ένα μικρό χαμόγελο.

«Δεν θα κρεμάσει κανένας τίποτα!» φώναξε ο παλαδίνος σηκώνοντας τα χέρια του. «Τον έπιασα ζωντανό για να τιμωρηθεί δίκαια από τον νόμο. Όποιος τολμήσει να κάνει κάτι εναντίον του, θα έχει να τα βάλει μαζί μου.»

Οι χωρικοί βγάλανε επιφωνήματα απογοήτευσης, μαζί τους κι ο αγγαρειομάχος. Ο ιπποκόμος από την άλλη κάπως σαν να καθησυχάστηκε.

«Ούτε λιθοβολισμό;»

«Ούτε.»

«Ούτε πίσσα και πούπουλα;»

«Τίποτα!»

«Μήπως νέφτι στον κώλο;»

«Τίποτα είπα!»

Αν και δεν τους άρεσε αυτό, τελικά συμμορφωθήκανε. Άλλωστε, σαν αναλογιστήκανε το τι έπρεπε να κάνουνε για να οργανωθεί η τιμωρία του εγκληματία αμέσως τους ξαναέπιασε η κλασική αδράνεια τους.

 

Το λιγότερο που μπορούσανε να προσφέρουνε στους ήρωες τους ήταν ζεστό νερό για να καθαριστούνε. Οπότε τους δώσανε την καλύτερη μπανιέρα που διαθέτει το χωριό. Δηλαδή την μεγάλη ξύλινη σκάφη για την μπουγάδα. Βγάλανε την λάσπη από πάνω τους με ένα λιτό μπάνιο. Ο άντρας που τους έφερνε το νερό και τους πέτυχε γυμνούς σε μια φάση, διέκρινε πάνω στον παλαδίνο αρκετές ουλές και σημάδια. Ο ιπποκόμος από την άλλη δεν είχε ούτε γρατσουνιά πάνω του.

Φυσικά, οι γυναίκες του χωριού άλλα πράγματα ενδιαφέρονταν να τους πει για τα σώματά τους αλλά εκείνος τις μάλωσε και δεν είπε τίποτα.

Ο αγγαρειομάχος δεν είχε αυτό το προνόμιο. Έπρεπε να ξεπλύνει την λάσπη στα στάσιμα νερά του βάλτου, με την ελπίδα να μην αρρωστήσει από τα κουνούπια, τις βδέλλες και όλα τα μιάσματα που γενικώς κυκλοφορούσανε εκεί γύρω.

Στο χάνι εκείνο το απόγευμα, κάποιοι λέγανε να οργανώσουνε ένα γλέντι την επομένη για να γιορτάσουνε το γεγονός και είπανε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για το πώς θα γινόταν όμορφη η εκδήλωση. Σαν ξεμείνανε από ενδιαφέρουσες ιδέες να πούνε, επιστρέψανε στις καλύβες τους δίχως να κάνουνε κάτι.

Αλλά και στην παράξενη περίπτωση που διοργανώνανε κάτι, ο παλαδίνος δεν σκόπευε να κάτσει ούτως ή άλλος. Δεν μπορούσε να γλεντάει ενώ είχε να παραδώσει έναν εγκληματία στις αρχές. Και άλλωστε, ποιος ξέρει τι κακοποιά στοιχεία εκεί έξω θα κάνανε χειρότερα πράγματα σε άλλα χωριά ενώ αυτός έπινε και γλεντούσε; Όχι, είχε κάνει ένα τραγικό λάθος στο παρελθόν και από τότε έδωσε όρκο να μην το επαναλάβει. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο.

Ο αγγαρειομάχος επέστρεψε καθαρισμένος από λάσπη και είδε την Ρία και πάλι χαρούμενη, να παίζει με μια κούκλα πλάι στους γονείς της. Και τους γονείς της αντί να χαίρονται, να είναι κατσουφιασμένοι, καθώς η μητέρα έκανε μπουγάδα και ο πατέρας έφτιαχνε καλάμι ψαρέματος. Έπρεπε ο ίδιος να χαίρεται ή να λυπάται με αυτό;

Είδε το Γομάρι, φιμωμένο χειροπόδαρα πλέον με χοντρό σκοινί, να στέκεται κάτω από την κλαίουσα που το είχανε βάλει. Σκέφτηκε ότι κι αυτός και η Ρία ήταν επίσης δεμένοι με αλυσίδα, έστω και αόρατη. Γιατί δεν μπορούσανε να κάνουνε τίποτα για να αλλάξουνε αυτό που είναι. Αυτός θα παρέμενε για πάντα ένα χαμίνι, καταδικασμένος να κάνει ποταπές δουλειές. Και το κορίτσι απλά μια κινητή προίκα, που θα το πασάρανε στον πρώτο τυχόντα και μετά θα απέμενε για όλη της την ζωή μια νοικοκυρά που απλά μεγάλωνε παιδιά και έκανε δουλειές στο σπίτι. Και οι δύο τους θα τα κάνανε αυτά μέχρι να πεθάνουνε. Ήταν το φυσιολογικό αυτό; Η μοίρα τους; Έπρεπε να αποδεχτεί τα πράγματα ως είχαν;

 

Είχε βραδιάσει και κουβαλούσε έξω από τις καλύβες τα βαρέλια που είχανε βάλει μέσα οι κάτοικοι πριν από την μάχη. Τότε ήταν που είδε τον παλαδίνο και τον ιπποκόμο, καθαρισμένους πλέον, να ετοιμάζονται για να φύγουν το πρωί της επομένης. Ο παλαδίνος, αφού δέχτηκε την ευγνωμοσύνη του γέροντα του χωριού για άλλη μια φορά, τον άκουσε να ρωτάει:

«Αν και δεν είναι απαραίτητο, μπορεί ένας από το χωριό να έρθει σαν μάρτυρας μαζί μας στην Πόλη. Βοηθάει για να ξεκαθαρίσει η τιμωρία του εγκληματία καλύτερα.»

«Δε ξέρω κυρ ιππότη, εδώ όλοι είναι οικογενειάρχες και μικρά παιδιά. Ακόμα κι εγώ έχω το χωριό να προσέχω. Ποιος μπορεί να αφήσει τις υποχρεώσεις του για να πάει μαζί σας;»

Ο αγγαρειομάχος είχε πάλι την ευκαιρία να κάνει κάτι για να αλλάξει κάπως την απλή ζωή του. Έπρεπε να μην μείνει πάλι άπραγος. Έπρεπε αυτήν την φορά να περάσει στην επίθεση και να μην μείνει πάλι παγωμένος να κοιτάει.

«Ε-γώ» είπε τόσο σιγανά που δεν ακούστηκε.

«Δεν υπάρχει κανένας διαθέσιμος.» συμπλήρωσε ο γέροντας.

«Εγώ.» είπε δυνατότερα ο αγγαρειομάχος.

«Δεν πειράζει, άλλωστε δεν είναι απαραίτητο.» είπε ο παλαδίνος και έκανε να φύγει.

«Εγώ!» είπε πολύ δυνατά και αυτήν τη φορά τον ακούσανε.

«Α, το χαμίνι! Σωστά, αυτό είναι πάντα διαθέσιμο. Αλλά δεν είναι απαραίτητο…»

«Θέλω να πάω!»

«Ε… εντάξει, αφού τόσο πια θέλεις, πήγαινε. Αλλά να μην ξεχνάς να λες σε όλους τους πολίτες πόσο γενναίοι είμαστε και βοηθήσαμε με ότι είχαμε τον ήρωα να νικήσει τον εγκληματία.»

«Θα πάω!»

«Ε, είπαμε, θα πας, σταμάτα να το φωνάζεις.»

 

υστερόγραφο: Ναι, πολλά στοιχεία στην ιστορία τα έχω πάρει από άλλα διηγήματά στο φόρουμ και θα τα ξαναβρείτε σε άλλα δικά μου κείμενα.

Edited by Anime_Overlord
Link to comment
Share on other sites

Λοιπον.....Στο πνευμα των προηγουμενων και αυτο εξελισεται στο πνευμα των προηγουμενων σαν παραμυθακι-shonen anime. Ως προς την υποθεση εχω μια ερωτηση,..Ποιος ειναι ο κυριος πρωταγωνιστης?????Το γομαρι ο αγγαριοφορος ο...? Η εκφραση σε πολλα σημεια θελει δουλεια και επιδεχεται βελτιωσεις.......

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord
Ποιος ειναι ο κυριος πρωταγωνιστης?????

Ο αναγνώστης

 

Η εκφραση σε πολλα σημεια θελει δουλεια και επιδεχεται βελτιωσεις.......

Όπως;

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...
Guest Anime_Overlord

989 chapters to go...

 

///////////////////////

 

7. Το Αληθινό Όνομα

Νωρίς το πρωί της επομένης, ο καιρός φαινότανε να ήταν μια ηλιόλουστη μέρα με ελαφρύ αέρα, οπότε οι τέσσερις τους, ξεκούραστοι και καθαρισμένοι, ξεκινήσανε το ταξίδι τους προς την Πόλη, όπως απλά την λέγανε, όπου θα παραδίδανε το Γομάρι στην δικαιοσύνη. Πίσω τους, τους αποχαιρετίσανε οι άντρες του χωριού, καθώς πηγαίνανε στα χωράφια ή το κυνήγι τους. Ο αγγαρειομάχος ήλπιζε να τον αποχαιρετίσει και η Ρία αλλά δεν την είδε πουθενά. Τόσο νωρίς ακόμα θα κοιμόταν. Κρίμα, γιατί φανταζότανε έναν πολύ συναισθηματικό σκηνικό, με αυτήν να λέει ότι θα προσεύχεται κάθε μέρα για να επιστρέψει σώος και αβλαβής κι αυτός με θάρρος να της λέει ότι η σκέψη του θα είναι πάντα μαζί της… Καλό υλικό για ρομαντική ιστορία αλλά η ζωή του ήταν ένα δράμα κι όχι ένα εξιδανικευμένο ρομάντζο.

Είχανε να διασχίσουνε τα πεδινά, χωρίς να υπάρχει ούτε χαλικόδρομος, ούτε καν καλντερίμι για βοήθημα. Τα μέρη εδώ ήταν αδιάφορα σαν τοποθεσία και κανείς από τους χωρικούς δεν μπήκε στον κόπο να φτιάξει κάτι για να διευκολύνει τα ταξίδια. Θα έπαιρνε έναν άνθρωπο δίχως πολλές αποσκευές μισή μέρα με τα πόδια για να πάει από το Βαλτοχώρι στην Πόλη. Όμως, είχανε μπόλικες αποσκευές μαζί τους, το Γομάρι το είχανε δεμένο και θεωρητικά έπιανε σαν φορτίο, δύο από τους τέσσερις ήταν σχεδόν παιδιά και ο τελευταίος ήταν ένας γέρος. Οπότε ο παλαδίνος υπολόγιζε να φτάσουνε άγρια μεσάνυχτα.

Πάντως πολλά πράγματα δεν ήταν όπως τα είχε φανταστεί ο αγγαρειομάχος. Κάτι που άρχισε να συνειδητοποιεί σαν άρχισε να ρωτάει διάφορα.

«Που είναι το υποζύγιο σας κύριε ιππότη;»

Γιατί που ακούστηκε παλαδίνος δίχως ένα;

«Δεν έχω. Κοστίζει πολλά η συντήρηση του.»

«Μα … πως πάτε τότε σε μακρινά μέρη;»

«Με τα πόδια.»

Μα τι, σαν τον άνεμο έτρεχε αν ήθελε;

«Και τον εξοπλισμό σας πως τον κουβαλάτε;»

«Γι’αυτό έχω ιπποκόμο.»

Πίσω του, ο ιπποκόμος κουβαλούσε έναν μεγάλο σάκο με χερούλια στην πλάτη του. Και ο χαρακτηρισμός ιπποκόμος δεν έστεκε τελικά, μιας που δεν υπήρχε υποζύγιο για να φροντίζει. Βαστάζος ήταν πρακτικά. Αυτός ήταν το υποζύγιο. Δεν καταλάβαινε γιατί ήταν έτσι η κατάσταση αλλά το αποδέχτηκε ως είχε. Μετά όμως σκέφτηκε πως θα μεταφέρανε το Γομάρι πεζοί.

«Κύριε ιππότη, τόση διαδρομή μόνοι μας στην άπλα, δεν θέλει πολύ να επιχειρήσει να δραπετεύσει ο κακοποιός.»

Και πραγματικά, το Γομάρι συνέχεια κοιτούσε ύπουλα γύρω του.

«Γι’αυτό έχω εσένα.»

Οι χωρικοί είχανε δώσει ένα μικρό χειροκίνητο δίκυκλο κάρο, πάνω στο οποίο βάλανε το Γομάρι, πάντα δεμένο χειροπόδαρα. Ο αγγαρειομάχος κατάλαβε ποιος θα το τραβούσε. Αποφάσισε να μην ρωτήσει τίποτα άλλο για να μη βρεθεί σε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη κι απ’ ότι ήδη ήταν.

 

Πέρασε κάπου μια ώρα από τότε που αφήσανε το χωριό και ο αγγαρειομάχος είχε κιόλας κουραστεί από το φορτίο. Να τραβάει 150 κιλά πάνω σε γρασίδι ήταν κουραστικό, ακόμα κι αν είχε κάρο. Τόση ώρα δεν έλεγε τίποτα γιατί νόμιζε ότι το αγόρι θα ζητούσε πρώτο να σταματήσουνε. Εντυπωσιασμένος όμως, ο ιπποκόμος-βαστάζος δεν φαινόταν εξαντλημένος κι ας είχε τόσο βάρος στην πλάτη του, περπατούσε άτσαλα και είχε ιδρώσει. Μην αντέχοντας πολύ ακόμα δεν κρατήθηκε άλλο και ρώτησε:

«Συγνώμη… Μήπως να κάναμε… μια μικρή στάση;»

«Τι, κιόλας;» ρώτησε το αγόρι.»

«Ψοφίμι!» είπε το Γομάρι πίσω του.

«Α, σωστά, ξέχασα ότι είσαι απλός χωριάτης. Ας κάνουμε μια στάση.» είπε ο παλαδίνος.

Κοινός χωριάτης; Υποτίθεται ότι οι αγρότες και οι γεωργοί είναι πολύ πιο ψωμωμένοι από τους ευγενείς και τους αριστοκράτες. Αλλά και πάλι, μπροστά του ο αγγαρειομάχος είχε έναν ήρωα και τον βοηθό του. Γι’ αυτούς μπορεί και σπίτι να σηκώνανε να φαντάζει εύκολο. Και τώρα που το σκεφτόταν, το να τον αποκαλεί κοινό χωριάτη ακουγόταν τιμή του, μιας που στο Βαλτοχώρι δεν τον θεωρούσανε ίσο τους. Λιγότερο κι από έναν ποταπό χωριάτη. Οπότε, ένοιωθε υπερήφανος που αντί να τον μαλώνουνε, του δίνανε αντιθέτως και κύρος.

Σταματήσανε κάτω από μια ακακία που είχε φυτρώσει μοναχή της στην πεδιάδα. Ο παλαδίνος έβγαλε το παγούρι του κι έδωσε στον καταϊδρωμένο κουβαλητή να πιει. Τώρα ο αγγαρειομάχος ένοιωσε ακόμα πιο υπερήφανος που του έδωσε ένας ήρωας να πιει νερό από το παγούρι του.

«Πάρε νεαρέ… Ποιο είπαμε είναι το όνομά σου;» του είπε.

Ο αγγαρειομάχος πρώτη φορά ένοιωθε τόσο ευτυχισμένος. Μαζί με όλα τα υπόλοιπα, τώρα του ζήτησε και το όνομά του! Αν και είχε κανονικό όνομα, πάντα όλοι απλά χαμίνι ή αγγαρειομάχο τον αποκαλούσανε στο χωριό. Και τώρα, αυτός ο παντελής ξένος του ρωτούσε και το όνομά του! Πραγματικά, ένας ήρωας δεν είναι απλά κάποιος που πολεμάει το κακό. Είναι και κάποιος που δίνει ελπίδα και θάρρος στον κόσμο. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, είπε το όνομά του. Αυτό που έγραφε το χαρτί όταν τον βρήκανε νεογέννητο στην λάσπη.

«Θ-Θράσσο κύριε! Με λένε Θράσσο.»

Και για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, δεν ήταν ένα ασήμαντο και ανώνυμο χαμίνι. Ήταν ο Θράσσος, ο δεύτερος βοηθός του ήρωα που έσωσε το χωριό του! Ο παλαδίνος φυσικά δεν είχε τόσο πια αγνές προθέσεις, όσο ήθελε να νομίζει ο νεαρός. Τον ξεκούρασε και τον ξεδίψασε και του έδωσε θάρρος για να συνεχίσει απλά να τραβάει το κάρο και να φτάσουνε στην Πόλη το συντομότερο.

 

Η διαδρομή συνεχίστηκε κάπως παρόμοια, με τον Θράσσο να σταματάει κάθε μερικές ώρες και να του δίνουνε θάρρος οι άλλοι δύο να συνεχίσει. Έκανε και διάφορες ερωτήσεις ο ίδιος και μάθαινε έτσι περισσότερα. Είχε ανακαλύψει πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, που στο ασήμαντο και απομονωμένο χωριουδάκι του ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε. Η πεδιάδα που διασχίζανε λεγόταν Σέπαλο και σε αρχαίους χρόνους ήταν πεδίο επικών μαχών. Ο βάλτος δίπλα στο χωριό του λεγόταν Ίλης και ήταν εστία τρομερών τεράτων. Η Πόλη, το αστικό κέντρο της επαρχίας του λεγόταν κανονικά Πέταλο και ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη στο βασίλειο του Ρόδον.

Τα πάντα είχαν όνομα. Δεν ήταν απλά παρατσούκλια και αόριστα πρόσωπα και τοποθεσίες. Είχαν την ταυτότητά τους, την ιστορία τους και την ιδιομορφία τους.

 

Είχε νυχτώσει και βλέπανε τα φώτα του Πέταλου στον ορίζοντα. Όπου να΄ναι φτάνανε στον προορισμό τους. Ο Θράσσος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από την κούραση αλλά αυτά που έμαθε και το θάρρος που του δώσανε, του έδινε μια πρωτόγνωρη δύναμη να συνεχίσει ακάθεκτος. Και εκεί που προχωρούσε αργά αλλά σταθερά, με την περηφάνια του στα ύψη…

«Άνσεπλα.» είπε το Γομάρι ήσυχα, ώστε να τον ακούσει μόνο ο Θράσσος καθώς έσπρωχνε το κάρο.

«Τι είπες μόλις τώρα παλιο-κάθαρμα;» ρώτησε με αποστροφή ο κουβαλητής.

«Το όνομά μου. Άνσεπλα με λένε.»

«Δεν με νοιάζει.»

«Κατάγομαι από τις Θέρμες…»

«Δεν με νοιάζει!»

«… και έχω ένα κορίτσι, όχι πολύ μικρότερο από εκείνο στο χωριό σου να με περιμένει.»

«Πάψε πια!»

«Ε, σταμάτα να φοβίζεις τον χωρικό αχρείε!» είπε ο παλαδίνος που αντιλήφθηκε τι συνέβαινε.

«Σταματάω να μιλάω.» είπε με ειρωνικό χαμόγελο το Γομάρι που πλέον είχε κι αυτό όνομα. «Ήθελα απλά να του πω το όνομα αυτού που οδηγεί στον θάνατό του… Μαζί με ένα αθώο κορίτσι.»

«Μα τι λέει αφέντη;» ρώτησε και ο ιπποκόμος, που το όνομά του δεν το είχε αποκαλύψει ακόμα.

«Πάψε εγκληματία! Εσύ το προκάλεσες στον εαυτό σου ότι σου έρχεται.» απείλησε ο παλαδίνος που επίσης δεν είχε αποκαλύψει το δικό του και ο Άνσεπλα σώπασε.

Ο Θράσσος συνειδητοποίησε την πραγματική δύναμη των λέξεων. Ένα όνομα άλλαζε εντελώς την εικόνα που έχει για κάτι ή κάποιον. Το ίδιο και η γνώση. Και ξαφνικά, ακόμα και ένας στυγνός εγκληματίας δεν ήταν πλέον τόσο εύκολο να τον μισήσεις και να τον τιμωρήσεις, σαν ήξερες περισσότερα γι’ αυτόν.

 

8. Η Μάγισσα του Δάσους

Οι πολεμιστές προχωρούσανε όσο πιο αθόρυβα και προσεκτικά μπορούσανε. Κρυβόντουσαν πίσω από κορμούς δέντρων ή πυκνούς θάμνους και προχωρούσανε σε σειρά, μόνο όταν ο ιχνηλάτης τους τσέκαρε τον χώρο μπροστά. Η βλάστηση γύρω τους ήταν τόσο πυκνή που ακόμα και το φως του ηλίου έφτανε λειψό από ψηλά κι ας ήταν καταμεσήμερο. Γύρω τους ακούγανε μυστήριους ήχους από ζώα και άλλα πλάσματα που δεν είχανε ξαναδεί ποτέ στην ζωή τους. Έντομα τους περιτριγυρίζανε, λυσσασμένα να τους πιούνε το αίμα και να τους μεταδώσουνε ανίερες ασθένειες. Οι χοντρές ρίζες των δέντρων ξεπετάγονταν από παντού, σαν να είχανε ζωντανέψει και βαλθεί να τους κόψουνε τον δρόμο τους. Αυτό το σατανικό μέρος ήταν αρκετό για να ρουφήξει το θάρρος κι από τον πιο γενναίο μαχητή. Όμως αυτοί δεν μπορούσανε να υποχωρήσουνε. Είχανε δώσει όρκο να πετύχουνε ακόμα και με τίμημα την ζωή τους. Το κακό που φώλιαζε στο δάσος έπρεπε να νικηθεί, αλλιώς η επαρχία θα παρέμενε βυθισμένη στον φόβο και οι ίδιοι θα χάνανε την τιμή τους ως μέλη της βασιλικής φρουράς.

Ευτυχώς όμως είχανε μαζί τους την εύνοια του Ύψιστου. Πίσω τους προχωρούσε τελευταίος ο κληρικός, σταλμένος από τον ίδιο τον Μέγα Αρχιερέα για να τους βοηθήσει στο έργο τους. Στο ένα του χέρι κρατούσε σφιχτά το Ιερό Βιβλίο και στο άλλο τον χρυσό Εξυψωμένο (κάτι αντίστοιχο με τον σταυρό) που τους αναπτέρωνε το ηθικό και τους διαβεβαίωνε πως οτιδήποτε πλάσμα της κολάσεως κι αν συναντούσανε, αυτός θα το ξόρκιζε με την δύναμη του Θεού.

Πλησιάζανε στην εστία του κακού. Όπου να’ναι θα έρχονταν αντιμέτωποι με το βδέλυγμα που μάστιζε την επαρχία εδώ και έναν χρόνο. Όπου να’ναι θα κρινόταν αν επιστρέφανε ήρωες στα σπίτια τους ή θα σαπίζανε τα κουφάρια τους σε αυτόν τον θεοκατάρατο τόπο, βορά στα δαιμονικά τέρατα που κατοικούσανε εδώ.

Και τότε ο ιχνηλάτης έκανε αμέσως σινιάλο με το χέρι του. Όλοι με μιας πέσανε στο έδαφος ή τρέξανε πίσω από δέντρα και θάμνους. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα την είδανε. Την απαίσια μάγισσα που είχανε σταλθεί να σταματήσουνε. Οι φήμες ήταν αληθινές. Πετούσε πάνω στο σκουπόξυλό της, ντυμένη στα μαύρα και επέστρεψε στο μιαρό καταφύγιο της, που είχε μορφή βγαλμένη μέσα από τους χειρότερους εφιάλτες τους. Γκρίζο, πεπλατυσμένο, γεμάτο με κέρατα και πυρσούς που δεν φωτίζανε με φωτιά αλλά με την δύναμη της μαύρης μαγείας του Άρχοντα του Κακού.

 

Η νεαρή ερευνήτρια είχε επιτέλους ολοκληρώσει την έρευνά της. Επέστρεψε με το αερο-σκούτερ της στο σκάφος, κρατώντας στο χέρι της τον τελευταίο δίσκο δεδομένων. Το μόνο που απέμενε ήταν να καθαρογράψει την θεματικής της και να επιστρέψει για τα εύσημα στην σχολή της. Ήταν βέβαια ότι θα έβγαινε πρώτη στην τάξη της. Μα τι λέει, θα έβγαινε πρώτη σε όλες τις τάξεις, όλων των χρόνων με τόσο υλικό που είχε μαζέψει από πρώτο χέρι.

Μπήκε στο σκάφος και έβαλε τον υπολογιστή να παίζει δυνατά μουσικά κομμάτια Σίνκρο (κάτι σαν μουσική Τέκνο), άναψε το ερ-κοντίσιον και έβγαλε από το ψυγείο ένα δροσερό κοκτέιλ. Έχοντας αφεθεί στις επευφημίες και τα χειροκροτήματα που θα λάμβανε στο εγγύς μέλλον, είχε χαλαρώσει την προσοχή της και δεν μπήκε στον κόπο ούτε το αμυντικό πλέγμα να σηκώσει τις τελευταίες μέρες. Η ηχητική ειδοποίηση, η ολογραφική παραλλαγή, ακόμα και οι αυτόματες κλειδαριές ήταν όλες απενεργοποιημένες. Οπότε, τίποτα δεν την προειδοποίησε για τους παρείσακτους που είχανε φτάσει στην ορθάνοικτη πόρτα του σκάφους.

 

Στην κεντρική είσοδο, ο κληρικός διάβαζε δυνατά εξορκισμούς από το Βιβλίο και κουνούσε πέρα δώθε το σύμβολο της θρησκείας του. Σαν τελείωσε, είπε:

«Εντάξει, το κακό ξορκίστηκε, μπορούμε να μπούμε άφοβα.»

Οι πολεμιστές περιμένανε λάμψεις να πεταχτούνε από τα δάκτυλά του και τους ουρανούς να ανοίξουνε και αγγέλους να κατέβουνε και να πολεμήσουνε με δαίμονες που θα πετάγονταν μέσα από το άντρο του κακού. Αλλά τίποτα τέτοιο δεν έγινε και βασικά καλύτερα έτσι γιατί μπορεί να είχανε πεθάνει από φόβο.

Μπήκανε διστακτικά μέσα. Το εσωτερικό αυτού του διαολεμένου μέρους ήταν εξίσου απόκοσμο, με αποκρουστικούς δαιμονικούς ύμνους να ακούγονται από το βάθος, τους τοίχους να είναι γεμάτοι με σατανικά σύμβολα και η ατμόσφαιρα ήταν με μαύρη μαγεία πολύ ψυχρή σε σχέση με έξω που ήταν θερμή.

Με σπαθιά και τσεκούρια πάντα στα χέρια, φτάσανε στην κεντρική αίθουσα, όπου κάποιου είδους τελετή επίκλησης δαιμόνων γινόταν. Είδανε την μάγισσα, ημίγυμνη να κάθεται πάνω σε έναν θρόνο πίνοντας ένα μαγικό φίλτρο, να πατάει κρύσταλλα που αναβοσβήνανε και φωσφορούχα διαόλια να χορεύουνε γύρω της, ψέλνοντας ακατάληπτα λόγια.

«Θυμηθείτε τι σας είπα. Πρέπει να σταματήσομε πρώτα την τελετή αλλιώς ποιος ξέρει τι τέρατα θα πεταχτούνε από τα βάθη της κολάσεως.» είπε σιγανόφωνα ο κληρικός.

Οι πολεμιστές κουνήσανε καταφατικά το κεφάλι τους, και ετοιμαστήκανε να ορμήσουνε πισώπλατα στην μάγισσα.

 

Η ερευνήτρια εκείνη την στιγμή έγραφε την θεματική της και διάβαζε τα τρισδιάστατα γράμματα που ολογραφικά εμφανίζονταν πάνω της, γυρεύοντας για τυχών ορθογραφικά ή εκφραστικά λάθη. Ούτε που κατάλαβε για πότε την έριξε κάποιος από το κάθισμα, ένας άλλος την κουκούλωσε με δίχτυ και ένας τρίτος άρχισε να πελεκίζει τα μηχανήματα στο δωμάτιό της. Το τελειωτικό χτύπημα το έφερε ένας περίεργος τύπος με λευκή ρόμπα που φώναζε παράξενα λόγια για ευλογίες και ξορκίσματα και Θεούς και έριξε αγιασμό στα πληκτρολόγια. Τα ηλεκτρικά κυκλώματα βγάλανε σπίθες, καπνούς, τα ολογράμματα τρεμοπαίξανε και τελικά τα πάντα νεκρωθήκανε.

Οι τρεις πολεμιστές μείνανε έκπληκτοι με την δύναμη που είχε ο κληρικός. Η δύναμη του Θεού ήταν ολοφάνερα ισχυρή μέσα του καθώς προκάλεσε τόσες λάμψεις και εκρήξεις με τον εξορκισμό του και τον αγιασμό του. Παραδόξως, το ίδιο έκπληκτος ήταν κι ο ίδιος ο εκπρόσωπος του Κυρίου που ποτέ του δεν περίμενε κάποιου είδους εκθαμβωτική επίδραση από τα λόγια του. Δεν το παραδέχτηκε όμως για να έχει να κομπάζει σαν επιστρέψουνε.

Η ερευνήτρια πήγε να τρελαθεί. Ότι πληροφορίες είχε μαζέψει εδώ κι έναν χρόνο, όλα είχανε καταστραφεί από ένα μάτσο ιθαγενείς πρωτόγονους.

«Μα τι κάνετε βρωμο-βάρβαροι;! Αφήστε με! Η εργασία μου! Την καταστρέψατε! Αφήστε με!» άρχισε να χτυπιέται και να φωνάζει στην γλώσσα της.

«Σωπάστε την! Ξεστομίζει ξόρκια για να σας μαγέψει!» φώναξε ο κληρικός που δεν καταλάβαινε τι έλεγε, κι αμέσως υπέθεσε τα χειρότερα.

Ο πολεμιστής που την είχε πιάσει με το δίχτυ, αμέσως την χτύπησε με την λαβή του σπαθιού του στο κεφάλι και την έριξε αναίσθητη. Ένας άλλος πήγε να την αποκεφαλίσει με το τσεκούρι του αλλά ο κληρικός τον σταμάτησε.

«Περίμενε! Μπορεί να μην είναι μόνη της! Οι μάγισσες συνήθως συνεργάζονται σε ομάδες των τριών.»

«Ε, και; Μια λιγότερη.»

«Καλύτερα να την κάνουμε πρώτα να ομολογήσει αν έχει συνεργάτες και να της δώσουμε την ευκαιρία να μετανοήσει για την πράξη της. Αν απλά την σκοτώσουμε, τότε δεν είναι σίγουρο ότι το κακό θα χαθεί πραγματικά και δε θα επιστρέψει δριμύτερο.»

Οι πολεμιστές συμφώνησαν και απλά την δέσανε σαν σαλάμι με σκοινί, έτσι όπως ήταν αναίσθητη και τυλιγμένη με το δίχτυ. Αφού ήταν αναίσθητη και το μέρος δεν ήταν καθόλου ασφαλές, αποφασίσανε να την πάνε στην Πόλη, όπου θα μπορούσανε με ασφάλεια να της κάνουνε ανάκριση.

Βγήκανε τρέχοντας από το άντρο του κακού και αρχίσανε να κατευθύνονται προς την έξοδο του σκοτεινού δάσους. Ένας από αυτούς προσπάθησε να βάλει φωτιά στο σκάφος με μια αναμμένη δάδα και λάδι αλλά δεν μπόρεσε γιατί τίποτα δεν ήταν εύφλεκτο και δεν είχε ιδέα για το τι είναι οι δεξαμενές καυσίμων. Παράτησε την προσπάθεια και ακολούθησε τους υπόλοιπους, πριν τον αρπάξει κανέναν από τα τέρατα που τους περιζώνανε.

 

9. Το Πανδοχείο με το Λουκάνικο

Ο παλαδίνος και η κομπανία του φτάσανε όπως είχε προβλέψει στην μέση της νύχτας στο Πέταλο. Χτύπησε ελαφριά το παραθυράκι στην είσοδο. Ένας φύλακας από μέσα άνοιξε και κοίταξε. Δίχως να του πει τίποτα, τον αναγνώρισε και δίχως να πει τίποτα κι ο ίδιος, άνοιξε ελαφρά ένα από τα δύο μεγάλα ξύλινα φύλλα της κεντρικής πύλης για να μπούνε.

Αυτήν ήταν η πρώτη φορά που ο Θράσσος βρισκόταν σε άλλο μέρος πέρα από το χωριουδάκι του. Κανονικά θα έπρεπε να πετάει από χαρά που τώρα βρίσκεται σε μια μεγάλη πόλη, γεμάτη με χαλικόστρωτους δρόμους, πολυόροφα τούβλινα σπίτια και γεμάτη από χιλιάδες ανθρώπους που κάνανε πολλά περισσότερα πράγματα από τους αδρανείς συγχωριανούς του.

Όμως, αντιθέτως ήταν σκεφτικός και λυπημένος. Αυτά που του είχε πει ο άντρας πίσω του, τον γεμίσανε με αμφιβολίες για ότι έκανε. Πραγματικά του άξιζε να τιμωρηθεί. Αλλά αυτό το κορίτσι που λέει ότι θα πεθάνει εξαιτίας του; Του αξίζει αυτήν η τιμωρία; Ο ίδιος θα την οδηγήσει στον θάνατό της ή ο κηδεμόνας της; Μήπως είναι και η ίδια τόσο κακιά σαν αυτόν και της αξίζει να πεθάνει; Μήπως δεν υπάρχει καν και είναι όλα ένα κόλπο για να τον λυπηθεί και να τον βοηθήσει να ξεφύγει; Και αν τον βοηθούσε, δεν θα πρόδιδε έτσι και τον παλαδίνο αλλά και όλους τους συγχωριανούς του; Και με πιο δικαίωμα άλλωστε έβαζε το τι ήθελε αυτός πιο πάνω από αυτό που θέλανε τόσοι άλλοι; Δεν ήξερε πραγματικά τι να σκεφτεί και τι να κάνει. Οπότε, κατέληξε απλά να σκέφτεται και να ακολουθεί τον γέρο πολεμιστή και τον βοηθό του, άπραγος για άλλη μια φορά.

Ο παλαδίνος παρέδωσε το κάρο με το φορτίο του στους φύλακες της πόλης. Πριν τον βάλουνε μέσα, σημαδεύοντας και σπρώχνοντας τον με τα ακόντιά τους, ο Άνσεπλα του είπε πριν τον διακόψουν:

«Αν μου συμβεί τίποτα, φρόντισε τη Μίρα ...»

Στην αρχή νόμιζε ότι κάτι είπε για την μοίρα του αλλά μετά κατάλαβε ότι ήταν το όνομα του κοριτσιού που αργοπέθαινε στο δάσος. Η εικόνα του τι μπορούσε να πάθει ένα κορίτσι μόνο του, τον τρόμαζε. Μπορεί να μη το είχε γνωρίσει ποτέ αλλά και πάλι ένοιωθε μια συμπόνια. Πόσο μάλλον που τώρα έμαθε ότι έχει και όνομα. Ανάθεμα αυτά τα ονόματα! Καλύτερα να μην τα μάθαινε ποτέ!

«Πάμε σε ένα πανδοχείο εδώ κοντά. Θα ξεκουραστούμε και θα πάμε αύριο στον δικαστή αν είναι ελεύθερος για να του δώσουμε τις μαρτυρίες μας.» είπε ο παλαδίνος.

Σε πανδοχείο; Δεν είχε κοτζάμ παλαδίνος δικό του πολυτελές κάστρο και δεκάδες υπηρέτες να του ικανοποιούνε κάθε του προσταγή; Άλλη μια εικόνα που δεν ήταν όπως την περιγράφανε οι λαϊκές ιστορίες.

Προχωρήσανε μερικά λεπτά μέσα από άδειους και ελαφρά φωτισμένους από φανούς δρόμους. Ο Θράσσος περίμενε να δει πολυκοσμία αλλά καταλάβαινε ότι τέτοια ώρα όλοι θα κοιμούνται. Και πάλι όμως, ήταν όλα τόσο ήσυχα και σκοτεινά που φοβόταν. Φτάσανε μπροστά από ένα φωτισμένο και μεγάλο σχετικά κτήριο, από όπου ακούγονταν φωνές και μουσική από μέσα. Η πινακίδα που προεξείχε κρεμασμένη από μια μεταλλική δοκό έγραφε «Το Ουροβόρο Λουκάνικο» και είχε για σύμβολο κυριολεκτικά ένα λουκάνικο να έχει κουλουριαστεί, με την μια του άκρη να έχει ένα χαμογελαστό στόμα που έτρωγε την άλλη του άκρη.

Δεν προλάβανε να κάνουνε πάνω από δύο βήματα σαν ανοίξανε την πόρτα, πριν τους χτυπήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, συνδυασμός κλεισούρας, καπνού, ιδρωτίλας, κλανίλας και αλκοόλ. Στα τραπέζια κάθονταν κάπου μια ντουζίνα γυμνασμένοι άντρες που παίζανε στα χαρτιά ολάκερα πουγκιά με χρυσά νομίσματα, καθώς βρίζανε, γελούσανε χαζά, φτύνανε στο άσχετο, καπνίζανε σαν φουγάρα και πίνανε κρασί κατευθείαν από το μπουκάλι. Σε μια γωνιά, μια μεσήλικη γυναίκα έπαιζε αδιάφορα και σχετικά άκομψα μια μεγάλη ξύλινη άρπα.

«Για όνομα του Θεού, ήρθαμε σε ένα άντρο κακοποιών!» φώναξε ο Θράσσος σαν τα είδε όλα αυτά.

«Ήρεμα, συνάδελφοί μου είναι.» είπε ο παλαδίνος και έδειξε σε ένα σημείο δίπλα τους, όπου ήταν τοποθετημένες αρκετές κακοδιατηρημένες πανοπλίες, παρόμοιες με την δικιά του.

Η εικόνα που είχε ο Θράσσος στο μυαλό του για τους παλαδίνους μέχρι εκείνη την στιγμή, διαλύθηκε με μιας σε χίλια κομμάτια. Μα πως γίνεται αυτοί οι αγροίκοι να κάνουνε το ίδιο κοινωνικό έργο με τον ευγενή γέρο δίπλα του; Και πως περιμένανε να κοιμηθούνε με τέτοιον αέρα εδώ μέσα;

«Ε… Δε γίνεται να περάσουμε κάπου αλλού το βράδυ; Εδώ μέσα δεν μπορώ ούτε να ανασάνω.»

«Πως, γίνεται.» είπε ο παλαδίνος και τώρα έδειξε το πίσω πορτάκι στο βάθος του κτηρίου. «Εκεί πίσω υπάρχει ένας στάβλος. Υπάρχει μπόλικο άχυρο για να ξαπλώσεις αλλά δεν εγγυώμαι να μην υπάρχουν ψύλλοι. Επίσης θα σε κρατάνε συντροφιά διάφορα ζώα, θα σε νανουρίζουνε με τα μουγκρητά τους, θα σε ζεσταίνουνε με την ανάσα τους, θα σε πλένουνε με το γλείψιμο τους και θα σε ζεστάνουνε με την αχνιστή κοπριά τους.»

«Που είπαμε είναι το δωμάτιο;» έκανε ο Θράσσος με αποστροφή;

Οι υπόλοιποι παλαδίνοι, τους είδανε που μπήκανε κι αρχίσανε τα σχόλια.

«Α, να ο αυτάκιας κι ο χαμάλης του.»

«Έφερε και δεύτερο ρε σεις.»

«Χα-χα, θα πρέπει να αγόρασε και δεύτερο σετ κατσαρολικά που να πρέπει κάποιος να κουβαλάει.»

«Ε, αυτάκια, σου περισσεύει κανένα χρυσό; Με έχουνε γδύσει εδώ.»

Ο γέρος παλαδίνος τους αγνοούσε συστηματικά ενώ ο «χαμάλης» του είχε κοκκινίσει από θυμό.

«Σταματήστε να μας κοροϊδεύετε! Απαιτώ να μας προσφωνείτε με τα ονόματά μας!»

«Μπα, ο σπόρος θύμωσε.» είπε ένας τους κι αρχίσανε να γελάνε.

«Δε με λένε σπόρο!»

«Αφού πάντα έτσι σε αποκαλούμε. Ούτε που ξέρουμε το κανονικό σου.»

«Τώρα μπορεί να μη με ξέρετε αλλά…» ανέβηκε πάνω σε μια καρέκλα και τέντωσε όρθια το σώμα του, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στέρνο του. «… μια μέρα θα είμαι τόσο σπουδαίος και τρανός που δε θα μπορείτε να με ξεχάσετε!»

Ο κύρης του συνέχιζε να κάνει πως δεν ακούει, ο Θράσσος είχε μείνει με ανοικτό το στόμα και οι υπόλοιποι συνεχίζανε να γελάνε.

«Μη γελάτε! Μια μέρα όλοι θα ξέρετε τον…» Δεν πρόλαβε να πει το όνομά του γιατί τόση ώρα που τα έλεγε αυτά ένας παχουλός μουστακαλής με ποδιά ήρθε από πίσω του και άρχισε να τον γαργαλάει στα πλευρά.

«Πάλι μπελάδες προκαλείς;»

«Χα-χα, μη μπάρμπα! Χα-χα, σταμάτα!»

Οι υπόλοιποι γελούσανε τόσο δυνατά, που ακόμα κι ο Θράσσος δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε κι αυτός στα γέλια.

«Τι κάνεις εδώ εσυ; Ο μπαμπάς σου το ξέρει; Να το πω στην κόρη μου να σε…»

«Όχι, μη! Μη τους το πείτε!»

Ο γέρος παλαδίνος, πάντα προσποιούμενος ότι δεν συνέβαινε τίποτα, είπε στον πανδοχέα:

«Κύριε Λουκανίκη, αύριο πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς. Παρακαλώ δώστε μας ένα δωμάτιο για να μη χάνουμε άλλο ύπνο.»

«Ότι πει ο αγαπητός μου πελάτης.» είπε απλά χαμογελώντας ο πανδοχέας και πήγε να φέρει το κλειδί.

 

10. Ένας Επικίνδυνος Ζητιάνος

Ο Θράσσος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί καθόλου κι ας ήταν κουρασμένος από του τράβηγμα του κάρου. Ο λαιμός του έκαιγε και τα μάτια του τσούζανε από την δυσωδία και την τσιγαρίλα που είχανε διαποτίσει τους τοίχους ολάκερου του πανδοχείου. Μα πως αντέχανε οι υπόλοιποι; Πήγε να ανοίξει το παράθυρο αλλά είδε ότι ήταν κλειδωμένο και αμπαρωμένο με αλυσίδα. Μάλλον για προστασία. Στην πόλη τα πράγματα είχε ακούσει ότι ήταν πιο επικίνδυνα από τα χωριά, που μπορούσες και την πόρτα να αφήνεις ορθάνοικτη όλη μέρα. Φυσικά, ακόμα και στο χωριό του υπήρχε το Γομάρι σαν κίνδυνος. Αλλά και να κλείδωνες εκεί την πόρτα δεν θα ωφελούσε τίποτα αφού μπορούσε εύκολα να την σπάσει. Μα τι λέει, και τον ξύλινο τοίχο άμα ήθελε έσπαγε, σε έδερνε και έφευγε σπάζοντας τον άλλον ξύλινο τοίχο απέναντι..

Άφησε τους άλλους δύο να κοιμούνται του καλού καιρού και κατέβηκε στο ισόγειο, θέλοντας να πάρει λίγο καθαρό αέρα έξω. Τα τραπέζια ήταν πλέον όλα άδεια αλλά η ανυπόφορη μυρωδιά παρέμενε. Βγήκε έξω και αμέσως τον χαλάρωσε η πρωινή δροσιά.

Δεν μπόρεσε να χαλαρώσει πολύ όμως γιατί σε ένα σοκάκι εκεί κοντά είδε έναν καβγά να λαμβάνει χώρα. Ένας από τους παλαδίνους που είδε χθες το βράδυ, χοντρός, με πλακουτσωτή μύτη και σκνίπα από το μεθύσι, παρενοχλούσε κάποιον ζητιάνο.

«Χικ! Τι θλες ‘δω συ; Φφφυγ! Χικ!»

Ο ζητιάνος απλά καθόταν με μερικά ξύλα δίπλα του σε ένα δέμα. Ο Θράσσος παραξενεύτηκε που έβλεπε από απόσταση ότι ξεκάθαρα είχε χλωμό προς κίτρινο δέρμα και μιλούσε περίεργα.

«Κύλιε, ντε ενοχλώ κανέναν. Αφήστε με κύλιε.»

«Φφύγε πάλιο-λεπρέ! Βρ’μιάρη!»

«Ντε είναι λεπλό κύλιε. Έτσι γκενήθηκα.»

«Μη μ’αντιμ’λας μένα! Ξ’ρεις ποιος είμ’εγώ; Χικ! Π’λαδίνος είμαι!»

Χωρίς να του έχει κάνει τίποτα, ο μεθυσμένος πήγε να κλωτσήσει τον ζητιάνο. Ο ζητιάνος όμως σαν αστραπή απέφυγε την κλωτσιά τινάζοντας το σώμα του μισό μέτρο πίσω, κι ας ήταν καθιστός. Ο Θράσσος έμεινε έκπληκτος. Μα πως ένας κουρελής πεινασμένος και τόσο κιτρινιάρης μπόρεσε να αποφύγει έτσι γρήγορα μια απροειδοποίητη κλωτσιά; Αλλά κι ο μεθυσμένος έμεινε έκπληκτος, που αφού μόνο αέρα πέτυχε και δεν είχε καθόλου ισορροπία στην κατάστασή του, έπεσε χάμω από την ίδια του την κλωτσιά.

«Βοήθεια! Βοήθεια!» άρχισε να φωνάζει και να σπαρταράει στο πάτωμα, μη μπορώντας να σηκωθεί επειδή φορούσε την πανοπλία του. Αμέσως, από τα τείχη της πόλης παραδίπλα ήρθε ένας αγουροξυπνημένος φύλακας.

«Ε; Χμ; Ποιος; Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε τρίβοντας τα μάτια του και κρατώντας ανάποδα το ακόντιό του.

Ο ζητιάνος πήγε να τον βοηθήσει να σηκωθεί αλλά ο μεθυσμένος τον έσπρωξε και φώναξε:

«Αυτός ο (Χικ!) λ’πρός μ’επιτέθηκε! Πιάσ’ τον!»

Βλέποντας ο φύλακας ότι ο πεσμένος ήταν ντυμένος σαν παλαδίνος και αυτός δίπλα του ήταν ένας ντυμένος με κουρέλια, αμέσως πήγε το μυαλό του στα χειρότερα και πήγε να τον καρφώσει με το ακόντιό του. Ο ζητιάνος για άλλη μια φορά απέφυγε πανεύκολα την επίθεση με ένα πλαϊνό βήμα. Αλλά και να μη το απέφευγε, δε θα πάθαινε τίποτα, μιας που θα τον πετύχαινε η ξύλινη πλευρά του όπλου.

Τα παράπονα του πεσμένου και οι άγαρμπες κινήσεις του αγουροξυπνημένου, τραβήξανε την προσοχή άλλων δύο φυλάκων που κάνανε περίπολο. Σαν είδανε ένα πεσμένο παλαδίνο και έναν συνάδελφό τους να δείχνει αδύναμος και να κρατάει ανάποδα το όπλο, υποθέσανε ότι κάποιος δυνατός δολοφόνος τους έστησε ενέδρα. Αμέσως τρέξανε εκεί με τα δικά τους ακόντια. Κι αυτοί ήταν ξεμέθυστοι και ξεκούραστοι και δεν κρατούσανε λάθος τα όπλα τους.

«Προσοχή, είναι λεπρός!» φώναξε ο ένας σαν είδε τον ζητιάνο τόσο κίτρινο και χλωμό.

«Και οπλοφορεί!» συμπλήρωσε ο δεύτερος που τον είδε να κρατάει ένα καυσόξυλο και υπέθεσε ότι είναι ρόπαλο.

Ο Θράσσος τόση ώρα δεν καταλάβαινε τίποτα. Μα τόσο εύκολα παρεξηγούνε τα πάντα οι κάτοικοι των πόλεων; Στην φαντασία του, είχε τον κόσμο εδώ μορφωμένο και πιο πολιτισμένο. Και αντιθέτως, έβλεπε μόνο ένα μάτσο ανίκανους να μη ξεχωρίζουνε το δεξί από το αριστερό. Αλλά και ο ζητιάνος, δεν συμπεριφερόταν καθόλου σαν λεπρός. Μα τόσο δυνατοί είναι στις πόλεις οι σακάτηδες;

Όπως και να’χει, ο «καημένος» ζητιάνος παραδόθηκε φωνάζοντας «Ντε είναι λεπλό! Έτσι γκεννήθηκα!» και οι «ηρωικοί» προστάτες της πόλης να κομπάζουνε που μόλις έχουνε συλλάβει έναν επικίνδυνο εγκληματία μετά από σκληρή μάχη. Τον πιάσανε απότομα, τον ρίξανε στο πάτωμα και βοηθήσανε τον αξιότιμο παλαδίνο να σηκωθεί όρθιο. Ο ζητιάνος φαινόταν να έχει αρκετή δύναμη για να αντισταθεί αλλά δεν έκανε τίποτα και αφέθηκε στο έλεός τους.

«Στη κρεμ’λα! Χικ! Πήγε να μ’ς σκοτώσει! Όλοι το είδατε!»

Οι φύλακες που από την μια δεν καταλαβαίνανε τι συνέβη και επειδή δεν θέλανε να παραδεχτούνε ότι τα κάνανε μούσκεμα, συμφωνήσανε μαζί του. Άσε που αν αντιμιλούσανε σε ανώτερο μπορεί να κάνανε παρέα τον «επικίνδυνο εγκληματία» στην κρεμάλα. Οπότε, συνοπτικά τον πήγανε σηκωτό στην φυλακή, για να τον καταδικάσουνε και εκτελέσουνε το συντομότερο.

Ο Θράσσος τα είχε μαρτυρήσει όλα και απλά καθόταν κρυμμένος στην είσοδο του πανδοχείου. Ένοιωθε ότι έπρεπε να τρέξει εκεί και να πει τι πραγματικά τι συνέβη. Να ελευθερώσει τον καημένο ζητιάνο και να μαλώσει τον παλαδίνο που αδιάντροπα έστελνε στον θάνατο έναν αθώο άνθρωπο επειδή έτσι του κάπνισε.

Φυσικά, το τι έπρεπε να κάνει και το τι έκανε είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Γιατί όπως πιθανώς να το μαντέψατε, δεν έκανε τίποτα. Ανέβηκε τρέχοντας πίσω στο δωμάτιο, όπου βρήκε τους άλλος δύο μόλις να έχουνε ξυπνήσει.

«Α, ξεκουράστηκες κιόλας; Πολύ ωραία. Ετοιμάσου για να πάμε σιγά-σιγά στον δικαστή.» είπε ο γέρος παλαδίνος.

Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του Θράσσου και ο κλειστός λαιμός του δεν του δίνανε όρεξη να προσπαθήσει να τους εξηγήσει τι συνέβη.

 

11. Οι Τρεις Φυλακισμένοι

Πριν ξεκινήσουνε για το δικαστήριο, ο παλαδίνος έδωσε μια αλλαξιά ρούχα στον Θράσσο. Ήταν με πιο έντονα χρώματα, πιο καινούρια και από πιο καλό ύφασμα σε σχέση με αυτά που φορούσε.

 

«Φόρεσε τα.»

 

«Ω, μου κάνετε δώρο κύριε;»

 

«Όχι, απλά δε μπορείς να παρουσιαστείς με αυτά που φοράς σε δικαστήριο.»

 

Ο Θράσσος αναρωτήθηκε τι το κακό είχαν.

 

«Είναι πολύ φτωχικά. Ο δικαστής θα προσβληθεί.» του απάντησε ο παλαδίνος. «Κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα κάνεις χωρίς το ανάλογο παρουσιαστικό.»

 

Ο Θράσσος δεν του αντιμίλησε κι απλώς άλλαξε ρούχα. Φαντάστηκε ότι ήταν για να μη προκαλέσει κακιά εντύπωση στον δικαστή και δεν δώσει πολύ σημασία στην κατάθεσή του.

 

 

 

Στο κελί που περίμενε την δίκη του, ο Άνσεπλα, γνωστός κι ως το Γομάρι, κοιτούσε γύρω του για να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει. Ήταν σίγουρος ότι θα τον έστελναν στα κάτεργα για χρόνια και αυτό ήταν κάτι που δεν το ήθελε με τίποτα.

 

Παρατηρούσε στα διπλανά κελιά άλλους δύο κρατούμενους που ήταν να δικαστούνε μαζί του σήμερα. Η πρώτη ήταν μια ημίγυμνη κοπέλα ντυμένη στα μαύρα που άκουσε ότι είναι μάγισσα. Δεν είχε συναντήσει ποτέ του μια αλλά αυτήν φαινόταν πιο αδύναμη κι από μια κοινή χωριατοπούλα. Καθόταν και παραμιλούσε στον εαυτό της σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Για πότε θα την στέλνανε στην πυρά, κι αυτήν δε θα το καταλάβαινε.

 

Ο άλλος παραδίπλα άκουσε ότι ήταν κάποιος δολοφόνος που παραλίγο να σκότωνε έναν φρουρό κι έναν παλαδίνο. Τα ισόβια στα κάτεργα τα είχε σίγουρα. Πάντως δεν θα ήταν και πολύ σπουδαίος δολοφόνος αφού δεν μπόρεσε ούτε δύο μαχητές να σκοτώσει. Και ήταν κιτρινόχλωμος σαν λεπρός και ντυμένος σαν ζητιάνος, οπότε ούτε καν χρήματα για τον βασικό εξοπλισμό ενός φονιά δεν θα είχε. Για κάποιο λόγο καθόταν ακίνητος με τα γόνατα του σταυρωτά το ένα πάνω στο άλλο, τα χέρια του απλωμένα και τα μάτια του κλειστά. Μάλλον θα προσευχόταν στον Θεό του για λύτρωση. Άσ’τον να προσεύχεται. Ο ίδιος θα έπαιρνε τον έλεγχο της ζωής του στα χέρια του αντί να περιμένει ένα θαύμα να τον σώσει.

 

Όλο το βράδυ έτριβε τα σκοινιά του πάνω στον τοίχο και προσπαθούσε να ελευθερώσει τα χέρια του. Μετά θα έπρεπε να λυγίσει τα κάγκελα, να πεταχτεί στην αυλή, να παλέψει με τους ένοπλους φύλακες, να βγει στην πόλη, να κρυφτεί μέχρι να τον χάσουνε και να επιστρέψει το συντομότερο στο λημέρι του… Και είχε κάπου μια ώρα περιθώριο για να τα κάνει όλα αυτά.

 

 

 

Ο ζητιάνος τόση ώρα βρισκόταν σε αυτοσυγκέντρωση. Έπρεπε να βρεθεί σε πλήρη αρμονία με τον κόσμο γύρω του και να αποδεχτεί το αποτέλεσμα της ροής των γεγονότων που τον έφεραν σε αυτήν την κατάσταση. Κατάλαβε ότι ήταν λάθος του να έλθει σε έναν τόπο χωρίς πρώτα να κατανοήσει την νοοτροπία των κατοίκων. Αν και εδώ είχε πολύ περισσότερη ελευθερία από όση μπορούσε να φανταστεί ποτέ του, δεν υπολόγισε τον φόβο προς το άγνωστο. Στην πατρίδα του όλοι είχανε τον ίδιο τόνο δέρματος και το ίδιο χρώμα μαλλιών. Εδώ υπήρχαν δεκάδες διαφορετικά σωματικά χαρακτηριστικά, που προσδίδανε μια μεγάλη ποικιλομορφία. Όμως το χαρακτηριστικό της δικιάς του φυλής δεν υπήρχε εδώ και μάλιστα σε αυτά τα μέρη το χλωμό κίτρινο δέρμα θεωρούταν άρρωστο και είχε μεγάλη δυσκολία να πείσει τον κόσμο ότι δεν ήταν λεπρός. Βρέθηκε εδώ που ήταν, γιατί κάτι που ο κόσμος δεν είχε συνηθίσει να βλέπει, αμέσως φανταζόταν τα χειρότερα γι’αυτό. Αλλά δεν κατηγορούσε τον κόσμο που βρέθηκε εδώ. Ο ίδιος επέλεξε να βρεθεί εκεί και να ρισκάρει μια καλύτερη ζωή. Ήταν η προσωπική του επιλογή. Αυτός βρέθηκε εδώ και έπρεπε να αποδεχτεί τις επιπτώσεις των επιλογών του και να αφεθεί στο αποτέλεσμα τους.

 

Άκουσε γύρω του μια βαβούρα και έχασε για λίγο την αυτοσυγκέντρωσή του. Άνοιξε για λίγο τα μάτια του και είδε τους συγκρατούμενους του. Ένας μεγαλόσωμος και γεροδεμένος άντρας με αγριεμένο ύφος πάσχιζε να ελευθερωθεί. Τον καημένο, αντί να αποδεχτεί τις επιπτώσεις των πράξεών του, τώρα προσπαθούσε να τις αποφύγει και να τρέξει μακριά, σαν ευθυνόφοβος και αχάριστος για όσα η ζωή του είχε προσφέρει ως τώρα.

 

Η άλλη ήταν μια νεαρή κοπέλα που αν και δεν καταλάβαινε τι έλεγε, έβλεπε ξεκάθαρα ότι γκρίνιαζε και κατηγορούσε τους πάντες και τα πάντα εκτός από τον εαυτό της. Ήταν πραγματικά αξιολύπητο να βλέπει τους νέους να προβάλουνε τα προβλήματά τους πάνω στους άλλους. Μακάρι να καταλάβουνε πριν το μοιραίο τέλος. Έκλεισε τα μάτια του και επανήλθε στην αυτοσυγκέντρωσή του.

 

 

 

Η ερευνήτρια τόση ώρα μουρμούριζε από το κακό της. Μα πως την πάτησε έτσι; Από μια απλή αμέλεια τώρα ήταν φυλακισμένη και κατηγορούμενη για μαύρη μαγεία. Άντε να εξηγήσει σε ένα μάτσο βαρβάρους ότι απλά μάζευε λαογραφικά στοιχεία για τον πολιτισμό τους κι ότι όλα της τα μαγικά εξαρτήματα ήταν απλά τεχνολογικά επιτεύγματα. Τι φταίει αυτήν που τρέχανε μακριά σαν την βλέπανε να έρχεται με το αερο-σκούτερ της και να φοράει μαύρα ρούχα; Και συγνώμη δηλαδή που το κοντό μαύρο είναι της μόδας στα μέρη της και όλοι πάνε βόλτα με αερο-σκούτερ. Σαν μήπως ποτέ κάτσανε να τους εξηγήσει; Όχι, απλά τρέχανε και φωνάζανε «Μάγισσα, θέλει το κακό μας!» χωρίς ποτέ να σκεφτούνε μπας και θέλει το καλό τους ή ότι μπορεί να ΜΗΝ είναι μάγισσα! Γιατί δηλαδή κάθε τι που δεν καταλαβαίνουνε κατευθείαν πρέπει να το βαφτίζουνε κακό και να τρέχουνε μακριά του και να προσπαθούνε να το καταστρέψουνε; Που πήγε η κατανόηση και η διαλεκτικότητα; Περίπατο πήγανε, αφού βάρβαροι είναι, πώς να τα έχουνε;

 

Κοίταξε γύρω της και αηδίασε με το μέρος και το ποιόν των ανθρώπων που την είχανε συγκαταλέξει. Σε ένα βρωμερό κελί, μιας σκοτεινής φυλακής, παρέα με έναν λυσσασμένο βάνδαλο και έναν άπραγο λεπρό. Αυτήν, το καμάρι της σχολής της να έχει βρεθεί σε ένα τέτοιο μέρος. Αν ποτέ της γλιτώσει, δεν θα το πιστεύουνε οι δικοί της.

 

Πάλι καλά όμως που πέρα από βάρβαροι ήταν και βλάκες. Δεν είχανε πάρει χαμπάρι ότι εκείνο που είχε στην ζώνη της δεν ήταν απλά διακοσμητικό.

Edited by Anime_Overlord
Link to comment
Share on other sites

Το πάρακάτω σχόλιο απευθήνεται στα κείμενα 3 , 4 , 5 , 6 :

 

Ο τρόπος που γράφεις είναι ο ίδιο με τα προηγούμενα διηγήματα σου που οφείλω να ομολογήσω πως μετά από λίγο διάβασμενα σε κουράζει. Επίσης μερικές φράσεις σαν :

 

«Αν σε ξαναπιάσω να τεμπελιάζεις, θα σου σπάσω το κεφάλι!» του είπε με βλέμμα φαρμακερό το Γομάρι.

«Ρε δε μας χέζεις!» ήθελε να του πει ο αγγαρειομάχος.

 

Η φράση "ρε δεν μας χέζεις!" δεν νομίζω να λεγόταν στον μεσαίωνα, όταν χρονολογείς ένα παραμύθι νομίζω πως θα ήταν σωστό να γράφεις τους διαλόγους όπως τους έλεγαν τότε.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord
Ο τρόπος που γράφεις είναι ο ίδιο με τα προηγούμενα διηγήματα σου που οφείλω να ομολογήσω πως μετά από λίγο διάβασμενα σε κουράζει.

 

Μπορείς να γίνεις πιο συγκεκριμένος;

Link to comment
Share on other sites

Στο κλιμα τον προηγουμενων και αυτα. Σαν θεματολογια μου τα νεα κεφαλαια μου αρεσαν περισοτερο απο τα προηγουμενα. Οι νεοι χαρακτηρες ενδιαφερον και για πρωτη φορα επιασα στην ιστορια σου την σατιρα που κανεις.... Περιμενω την συνεχεια...

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord
Στο κλιμα τον προηγουμενων και αυτα.

Χαίρομαι που το κατάλαβες. Οι ιστορίες των υπολοίπων χοροπηδάνε τοποθεσίες και ατμόσφαιρα σε κάθε κομμάτι και νομίζω ότι δεν δένουνε. Μάλλον γιατί τα γράφουνε με πολλές μέρες διαφορά κι αλλάζουνε τα κέφια τους κάθε φορά που γράφουνε. Αλλά εγώ, σταθερή αξία. :)

 

για πρωτη φορα επιασα στην ιστορια σου την σατιρα που κανεις.... Περιμενω την συνεχεια...

Πρώτη;;;

 

.................

 

Hey, wait a second... Μόνο εγώ ανέβασα κομμάτι;;;

 

I claim TNC in the name of Anime_Overlord, the TAFKAR from the land of RAOT!

Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Ο 'cesar_cy' είπε κάπου

 

 

 

Η φράση "ρε δεν μας χέζεις!" δεν νομίζω να λεγόταν στον μεσαίωνα, όταν χρονολογείς ένα παραμύθι νομίζω πως θα ήταν σωστό να γράφεις τους διαλόγους όπως τους έλεγαν τότε.

 

 

Να διαφωνήσω; "Τότε" εκφράζονταν όπως ακριβώς κι εμείς σήμερα. Για μένα είναι προφανές ότι ένας καταπιεσμένος παραγιός θα χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη φράση σε μια τέτοια περίπτωση. Δεν τριγυρνάγανε οι άνθρωποι το μεσαίωνα απαγγέλοντας σερ Ουόλτερ Σκοτ!

 

Άλλο μ' ενοχλεί εμένα: το βιβλίο. Πως είναι δυνατόν ο αγγαριοτέτοιος, το κατακάθι της κοινωνίας, η τελευταία τρύπα του ζουρνά, να έχει στην κατοχή του ένα ολάκερο βιβλίο ΚΑΙ να ξέρει να το διαβάζει; Εδώ υπάρχει κάποιο έλλειμα αληθοφάνειας.

 

Και συνεχίζω την ανάγνωση..

Edited by KELAINO
Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Ενδιαφέρον παρατήρηση, δεν εξήγησα πως έμαθε να διαβάζει. Θα βρω κάπου μια αιτία για να το δικαιολογήσω. Εν τω μεταξύ, μιας που το πέρασα ένα χτένισμα το όλο κείμενο, τώρα έχει διορθώσεις και προσθήκες σε αρκετά σημεία, οπότε όποιος σκοπεύει να διαβάσει παραπέρα, ας διαβάσει αυτό το αρχείο.

Ααρών 1-73 (5-2010).doc

Edited by Anime_Overlord
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..