Jump to content

Ο Φτερωτός Έρωτας


Tiessa

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Βάσω

Είδος: Φαντασία

Βία; Όχι

Σεξ; Υπονοείται

Αριθμός Λέξεων: 2910

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Αυτή η ιστορία είναι γραμμένη αρκετά χρόνια πριν και έχει δημοσιευτεί σε μια πιο πρώιμη μορφή της στο περιοδικό Ε.Φ-ΖΙΝ του φίλου Δημήτρη Σπυρίδωνος (hombre). Μια που βρίσκομαι σε φάση ανασυγκρότησης, πριν την αλλάξω περισσότερο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ίσως να μου ήταν χρήσιμο να δω μερικά σχόλια.

 

Feathered_lover.doc

 

Ο ΦΤΕΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

«Βλέπω το πήρες ζεστά το θέμα, συνάδελφε. Για να σε βάλουν, καινούργιο, σε τόσο μεγάλη θέση, θα πρέπει να έχεις σπουδαία προϋπηρεσία».

 

Εκείνος χαμογέλασε κακόκεφα και ξαναγύρισε στη δουλειά του χωρίς κουβέντα.

 

«Άντε, μωρέ, μίλα!» έκανε ο παλιός. «Γιατί σ’ έφεραν εδώ πέρα;»

 

«Απαγωγή παιδιού».

 

Ο άλλος κοίταξε με επιδοκιμασία. «Βλέπω έχεις καλή ιστορία. Κάτσε λίγο να μου την πεις. Μπορείς με φωνάζεις Μπέλζι».

 

«Σε γνωρίζω», είπε μονάχα και κάθισε στον πάγκο, που έκαιγε χειρότερα από την άσφαλτο της Ομόνοιας μεσημέρι του Ιούλη.

 

«Πήγες φαίνεται ν’ ανέβεις από χαμηλά», παρατήρησε ο Μπέλζι και κάθισε κι αυτός στον φλογισμένο πάγκο.

 

Εκείνος κούνησε το κεφάλι με λοξό χαμόγελο. «Μάλλον έπεσα από ψηλά. Άσε, θα σου εξηγήσω… Ήμουνα κοινωνικός λειτουργός σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας. Ήταν υποχρεωτικό για την τελική προαγωγή».

 

Ο Μπέλζι χτύπησε με το κατραμωμένο χέρι του τον εξίσου μαύρο μηρό του. «Μη μου πεις!» έκανε κατάπληκτος. «Ήσουνα…»

 

Ο άλλος τον έκοψε, σηκώνοντας το χέρι. «Ναι, τέτοιος ήμουνα. Και δεν είδα ποτέ μου κανένα καλό. Δε χρειάζεται να με κάνεις τώρα ρεζίλι και στους συναδέλφους. Μην φωνάζεις!» έκανε αγανακτισμένος.

 

Ο Μπέλζι γέλασε μέσα από τα μυτερά του δόντια. «Εντάξει, ρε φίλε. Δε θα σε πειράζει κανείς. Τώρα είσαι ένας από μας. Άντε, λέγε».

 

 

 

»Είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Όλοι ήταν σίγουροι γι αυτό. Για ποιον άλλο λόγο να πεταχτεί μια νέα γυναίκα στην Πατησίων μπροστά στο τρόλεϊ και μετά να μη θέλει να πει λέξη για το πώς συνέβη; Ευτυχώς, ο οδηγός πρόλαβε να σταματήσει και δεν την παρέσυρε από κάτω. Μονάχα την έριξε στο δρόμο και μας την έφεραν στο νοσοκομείο. Εκτός από μερικές ακτινογραφίες, δε χρειάστηκε τίποτα άλλο. Θα την έδιωχναν το ίδιο απόγευμα, αλλά την κράτησαν μέσα για της μιλήσω κι εγώ, ως κοινωνικός λειτουργός. Απόπειρα αυτοκτονίας, βλέπεις…

 

»Ξεκίνησα με βαριά καρδιά για τη συνάντηση. Περίμενα κάποιο από τα συνηθισμένα σενάρια: ότι την είχε εγκαταλείψει ο άντρας της με τρία παιδιά και δεν ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα, ότι την απατούσε και δεν της έδινε σημασία, ότι ήταν η πέμπτη φορά που κάποιος που νόμιζε αγαπημένο την παρατούσε ξαφνικά, ότι είχε διαγνωστεί θετική για AIDS, κάτι τέτοιο θλιβερό τέλος πάντων, αλλά και τόσο κοινότοπο στη δουλειά μου ώστε να είναι ταυτόχρονα και πικρό και ανιαρό. Περίμενα το απλανές βλέμμα όσων απέτυχαν να αυτοκτονήσουν. Περίμενα διάφορα…

 

»Δε συνάντησα αυτά που περίμενα. Η γυναίκα φαινόταν μικρότερη από την ηλικία που προέκυπτε από την ταυτότητά της και ήταν ολότελα καλοδιάθετη, αν και φάνηκε αμήχανη όταν της αποκάλυψα την ιδιότητά μου.

 

»Για να μην την στενοχωρήσω, απέφυγα την απ’ ευθείας αναφορά στο θέμα της αυτοκτονίας. Μιλήσαμε λίγο για τη δουλειά της κι έμαθα ότι έφτιαχνε τεχνικά έντυπα σε μια εταιρία υπολογιστών και ότι ήταν ευχαριστημένη απ’ αυτό. Σίγουρα δεν είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει για επαγγελματικούς λόγους. Ήταν ήρεμη, σχεδόν χαμογελαστή. Ήμουνα έτοιμος να τη ρωτήσω για την προσωπική της ζωή, αλλά δε χρειάστηκε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του θαλάμου και φάνηκε μέσα ένας γκριζομάλλης, καλοστεκούμενος κύριος, που όρμησε ανήσυχος προς το κρεβάτι: «Βίκυ, πώς έγινε αυτό το πράγμα;»

 

«Δεν κατάλαβα, μπαμπά», απάντησε εκείνη.

 

«Η μαμά σου είναι κάτω με τη μικρή. Δεν επιτρέπεται να τη φέρουμε εδώ. Θέλεις να κατέβεις να τη δεις;»

 

»Η Βίκυ με κοίταξε μ’ ένα ύφος που έδειχνε ότι είχε βρει την καλύτερη δικαιολογία για να με ξεφορτωθεί και σηκώθηκε κουτσαίνοντας από το κρεβάτι. Ο πατέρας της τη στήριξε και την οδήγησε στην πόρτα. Τους ακολούθησα κάτω και την είδα ν’ αγκαλιάζει ένα όμορφο, ξανθό κοριτσάκι, έξι ή εφτά χρονών, που καθόταν κλαμένο στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Το χαμόγελο της ήταν λαμπρό και γνήσιο. Δε φαινόταν πιθανό να επιχειρούσε νέα απόπειρα αυτοκτονίας την ίδια μέρα. Ήμουνα περιττός και ανεπιθύμητος. Αποσύρθηκα διακριτικά. Δεν ήμουνα και πολύ σίγουρος αν έπρεπε να δώσω συνέχεια στο θέμα. Σημείωσα το όνομα και το τηλέφωνό της από την καρτέλα εισαγωγής, τελείωσα τη βάρδια μου και γύρισα σπίτι χωρίς να κουβεντιάσω άλλο μαζί της. Όταν επέστρεψα στο νοσοκομείο, το άλλο μεσημέρι, είχε ήδη φύγει. Κανονικά, η υπόθεση δε θα έπρεπε να με απασχολήσει άλλο.

 

»Της τηλεφώνησα μια βδομάδα αργότερα. Ήταν κάπως διστακτική στην πρότασή μου να συναντηθούμε, αλλά τελικά δέχτηκε και βγήκαμε για καφέ στην κεντρική πλατεία του Ηρακλείου. Το μόνο απομεινάρι από την περιπέτειά της με το τρόλεϊ ήταν μια μελανιά που ξεθώριαζε στο μπράτσο της.

 

»Καθίσαμε, παραγγείλαμε, και μετά μου είπε κάπως ντροπαλά ότι δε θυμόταν τ’ όνομά μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν της το είχα πει. Και τις δυο φορές είχα αναφέρει μόνο την ιδιότητα του κοινωνικού λειτουργού.

 

«Άγγελος Αγγέλου», της είπα. «Μάλλον γελοίο, έ;»

 

Εκείνη χαμογέλασε. «Τον πατέρα μου τον λένε Στέφανο Στεφάνου», είπε μετά. «Και ξέρεις, δεν έχουμε καμιά συγγένεια με κανέναν Στεφάνου στον κόσμο. Ο παππούς μου πήρε πλαστά χαρτιά στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο».

 

»Με το πιο γλαφυρό ύφος του κόσμου μού διηγήθηκε όλη την ιστορία του παππού της, που έμοιαζε με μυθιστόρημα, μου εξήγησε πώς άλλαξε ο παππούς της όνομα για να μην πάει στον Τούρκικο στρατό τον καιρό του πολέμου, αλλά και πώς τελικά, λίγα χρόνια αργότερα, δεν κατάφερε να γλιτώσει από την αιχμαλωσία στα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής.

 

»Μακάρι να είχα αναλάβει εργασία σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, συνάδελφε. Είμαστε άτυχοι εμείς οι καινούργιοι. Πιο εύκολα τα βγάζεις πέρα σε μια θανατηφόρα επιδημία παρά στον αγώνα να δώσεις κίνητρα ζωής σ' αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη».

 

Ο Μπέλζι σήκωσε αμυδρά το αριστερό, μυτερό του φρύδι. «Ειδικά όταν δεν κινδυνεύεις να κολλήσεις», παρατήρησε με διαβολικό κυνισμό. Μάλλον δεν καταλάβαινε και πολλά από κοινωνικές παροχές. Ωστόσο, ο Άγγελος συνέχισε:

 

»Μου έλεγε για τον παππού της στο στρατόπεδο και νόμιζα πως βρέθηκα εκεί. Είχε δύναμη λόγου και διήγησης. Όταν κάποια στιγμή το ανέφερα, μου δήλωσε ότι το αγαπημένο της χόμπι ήταν το γράψιμο και ότι έγραφε μυθιστορήματα φαντασίας, αλλά ότι ντρεπόταν να ψάξει για εκδότη. Προσφέρθηκα να διαβάσω ένα, πιστεύοντας πως αν της έδινα θάρρος μ' αυτόν τον τρόπο, θα πρόσφερα μια καλή υπηρεσία. Κανονίσαμε ένα ακόμα ραντεβού για να μου δώσει μερικά κείμενα. Μέχρι να πιούμε τον καφέ μας, έμαθα ότι ήταν πέντε χρόνια χωρισμένη, αλλά ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον πρώην άντρα της. Αναρωτήθηκα αν αυτό είχε καμιά σχέση μ' εκείνη την απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά ούτε και τότε θέλησα να την πιέσω να μιλήσει.

 

»Μακάρι να είχα ψάξει νωρίτερα για τους λόγους που την έκαναν να πεταχτεί μπροστά από το τρόλεϊ! Δε θα βρισκόμουν εδώ τώρα… Χωρίς παρεξήγηση, φίλε μου. Δεν είναι και εύκολο για κάποιον που αγωνίζεται τόσα χρόνια να προσφέρει λίγη χαρά να κάνει αυτό που αναγκάστηκα να κάνω εγώ».

 

Ο Μπέλζι ακούμπησε τις παλάμες του στον καυτό πάγκο και περίμενε ν’ αποσπαστεί ο συνάδελφός του από τις μαύρες σκέψεις για τον εαυτό του για να συνεχίσει τη διήγηση.

 

»Τα γραπτά της μου άρεσαν. Αποφάσισα να τη βοηθήσω να εκδώσει κάποιο. Κανονίσαμε μερικές συναντήσεις με εκδότες, αρχίσαμε τα εργασιακού τύπου τηλεφωνήματα και μέχρι να το καταλάβουμε, ανακαλύψαμε ότι βγαίναμε τακτικά. Σύντομα τα τηλεφωνήματα άρχισαν να γίνονται πιο μεγάλα και οι συναντήσεις μας πιο τακτικές. Και βέβαια, καθώς καλά ξέρεις, αυτά τα περί αγνότητας των ασκούμενων είναι σαχλαμάρες ενός φανατικού και κακόβουλου ιερατείου, που μισεί τη χαρά και την ηδονή και προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβάλει τη στεγνή, στερημένη του άποψη. Εμείς οι μαθητευόμενοι είμαστε ελεύθεροι να χαρούμε οποιαδήποτε απόλαυση υπάρχει στη Γη, αρκεί να μην προκαλούμε δυστυχία στους άλλους. Έτσι λοιπόν τη φίλησα, όταν μου διάβασε ένα ακόμα από τα μικρά της διηγήματα. Δε δυσκολεύτηκε να μου το ανταποδώσει. Από κει και πέρα πάψαμε να ψάχνουμε για εκδότες και αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για εξόδους.

 

»Κοιμήθηκα μαζί της λίγες μέρες αργότερα. Οι γονείς της την αγαπούσαν ιδιαιτέρως και φρόντιζαν να κρατάνε την κόρη της όσο και όποτε χρειαζόταν. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε εκδρομές και ταξίδια. Μερικές φορές, στις απογευματινές μας εξόδους, παίρναμε μαζί και το κοριτσάκι της. Τότε βέβαια δεν πηγαίναμε στο σπίτι μου, αλλά σε παιδικές χαρές και σε παιδότοπους. Η μικρούλα μού άρεσε πολύ. Πραγματικά την είχα αγαπήσει. Κι όσο η Βίκυ μ’ έβλεπε ν’ ασχολούμαι με το παιδί, τόσο πιο ευτυχισμένη γινόταν.

 

»Όταν άρχισε να καλοκαιριάζει κανονίσαμε να πάμε διακοπές στην άγονη γραμμή και φύγαμε οι δυό μας για τα νησιά την πρώτη μέρα του Ιούλη.

 

»Τι να πω; Ότι περνούσα υπέροχα; Είναι λίγο. Ότι δεν είχα ζήσει ποτέ άλλοτε τέτοια χαρά; Είναι κοινότοπο. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τι έζησα μαζί της εκείνες τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού, με τον καύσωνα να καίει την Αθήνα, και με μας αγκαλιασμένους στις δροσερές παραλίες κάτω από το φως των αστεριών…

 

»Φανταζόμουνα πως, έχοντας ελαφρώς αμελήσει τα καθήκοντά μου στο νοσοκομείο, θα περνούσα πολύ καιρό ακόμη σαν ασκούμενος. Εκείνο που δεν είχα υπολογίσει ήταν η πιο σημαντική παράμετρος της αποστολής μου: το πλήρωμα της ευτυχίας. Ξέρεις δα πώς δουλεύει το σύστημα…

 

«Με το άθροισμα», απάντησε ο Μπέλζι. «Εγώ ξεπέρασα το μερίδιό μου πολλές χιλιάδες φορές γι αυτό και είμαι προϊστάμενος εδώ».

 

«Με το άθροισμα», επανέλαβε χαμηλόφωνα ο Άγγελος. «Δεν ήταν ανάγκη να γιατρέψω χίλιους καταθλιπτικούς για να επιτύχω το άθροισμα της ευτυχίας που έπρεπε να δώσω στον κόσμο. Αρκούσε που έκανα τη Βίκυ χίλιες φορές πιο ευτυχισμένη απ' όσο οποιοσδήποτε άλλος. Γέρνοντας κάθε βράδυ στην αγκαλιά μου, μου έλεγε ότι ήταν απόλυτα ευτυχισμένη, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι ακριβώς εννοούσε. Και μπήκα στην πορεία χωρίς επιστροφή μέσα σ’ ένα μαγαζί με σουβενίρ».

 

»Είχαμε περάσει κιόλας οκτώ μέρες στο νησί και πλησίαζε η στιγμή να πάρουμε το πλοίο της επιστροφής. Μπήκαμε λοιπόν, κατά τα καθιερωμένα, σ' ένα από τα μαγαζάκια του νησιού, απ’ αυτά πουλάνε τις γνωστές σαχλαμαρίτσες. Η Βίκυ, σαν καλή μαμά και κόρη, ήθελε να πάρει δωράκια για την κόρη της και τους γονείς της. Την είδα που χάζευε ένα χαριτωμένο παιδικό μπλουζάκι με κροσσάκια και ξαφνικά προθυμοποιήθηκα να το αγοράσω εγώ. Με ρώτησε αν το εννοούσα. Μα, φυσικά και το εννοούσα, της απάντησα. Ήταν τόσο χαριτωμένο το κοριτσάκι της και το αγαπούσα πολύ. Βρέθηκε κολλημένη πάνω μου, λάμποντας από την ευτυχία.

 

»Και τότε ένιωσα ότι ξεκινούσε η μεγάλη αλλαγή. Είχα συμπληρώσει χωρίς καμιά προσπάθεια το άθροισμα της ευτυχίας που χρωστούσα στους ανθρώπους αυτής της Γης. Θα έπαιρνα την πολυπόθητη μέχρι τότε προαγωγή: θα φύτρωναν τα φτερά μου. Γινόμουνα ένας άγγελος, και όλα αυτά, όχι χάρη στις θλιβερές μου βάρδιες μέσα στα νοσοκομεία, αλλά χάρη στον έρωτα και στην αγάπη που είχα δώσει στη Βίκυ.

 

»Κι ενώ ήμουνα ακόμα ζαλισμένος από την περιπλοκή του πράγματος, η Βίκυ άρχισε να ουρλιάζει υστερικά. Ένας υπάλληλος του μαγαζιού είχε μόλις μπει μέσα, κρατώντας στην αγκαλιά του μερικά διακοσμητικά φτερά παγωνιού.

 

»Ομολογώ ότι δεν καταλάβαινα τίποτα. Τη μια στιγμή φαινόταν να βρίσκεται στους ουρανούς και την επόμενη έλεγες ότι πέθαινε από αγωνία. Βγήκαμε έξω κακήν-κακώς και σταθήκαμε στο πλακόστρωτο. Ήταν κατάχλωμη. Την κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου μέχρι που κατάφερε ν’ ανοίξει το στόμα της και να ψελλίσει “συγνώμη” για τη συμπεριφορά της.

 

«Είναι φοβία», μου εξήγησε. «Έχω φοβία στα φτερά».

 

»Φοβία στα φτερά! Απόμεινα κεραυνοβολημένος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένιωθα και τη φαγούρα στην πλάτη μου να μου θυμίζει ότι σε λίγο θ’ άρχιζαν να φυτρώνουν τα δικά μου! «Τι εννοείς φοβία στα φτερά;» τη ρώτησα, με μια φωνή που μόλις που έβγαινε από το στόμα μου. «Είσαι αλλεργική;»

 

«Όχι. Δηλαδή, δεν ξέρω», απάντησε η Βίκυ. «Δεν ξέρω αν έχω αλλεργία. Δε με έχει αγγίξει ποτέ φτερό. Θα πεθάνω από το φόβο και τη σιχασιά μου αν μ’ αγγίξει. Θυμάσαι που νόμισες ότι έκανα απόπειρα αυτοκτονίας επειδή έπεσα στο τρόλεϊ;»

 

«Θυμάμαι,» μουρμούρισα παγωμένα.

 

«Είχε φτερουγίσει μπροστά μου ένα περιστέρι. Νόμισα ότι θα με ακουμπούσαν τα φτερά του και δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Μ’ έπιασε πανικός. Πετάχτηκα στην Πατησίων. Ευτυχώς που σταμάτησε το τρόλεϊ».

 

«Μα, καλά, γιατί δε μου το είπες;»

 

Η Βίκυ κοκκίνισε. «Στην αρχή ντρεπόμουνα τρομερά. Πάντοτε το έκρυβα απ’ όλους. Ευτυχώς τα πουλιά συνήθως δεν έρχονται πάνω σου. Αποφεύγω οποιοδήποτε μέρος μπορεί να έχει φτερά. Τουλάχιστον ζούμε στην Αθήνα, όπου δεν υπάρχουν πια κοτέτσια. Αν τύχει και καταλάβει κανείς ότι κάτι δεν πάει καλά, προσποιούμαι ότι είμαι αλλεργική. Καταλαβαίνεις… είναι τόσο γελοίο και απίστευτο. Θα σου το έλεγα, αλλά δεν έτυχε να το κουβεντιάσουμε μέχρι τώρα».

 

Το κεφάλι μου γύριζε, κι ενώ εκείνη μου περιέγραφε ακραία περιστατικά εκδήλωσης της φοβίας της, με το γνωστό, ζωντανό της τρόπο, εγώ ένιωθα ότι έπεφτα σε άπατο πηγάδι. Δεν ήθελα να τη χάσω. Είχα ονειρευτεί πολλά χρόνια χαράς κι ευτυχίας μαζί της. Μέσα μου είχα αρχίσει να κάνω σχέδια για μια μελλοντική κοινή ζωή. Και σκέψου το τραγελαφικό του πράγματος: ο έρωτάς μου τής είχε δώσει την ευτυχία που χρειαζόταν για ν’ αποκτήσω τα φτερά μου, κι εκείνα με τη σειρά τους μ’ έκαναν άλλο πλάσμα και με απομάκρυναν απ' αυτήν και μάλιστα με τρόπο φρικτό. Δε θα ήταν απλώς απαραίτητο να εγκαταλείψω τη Γη των θνητών και ν’ ανέβω στους ουρανούς όταν θα φύτρωναν κανονικά τα φτερά. Στα μάτια της θα γινόμουνα ένα αηδιαστικό βδέλυγμα, βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες της!

 

«Το πιστεύεις», συνέχισε με φωνή τρεμάμενη από τη φρίκη, «ότι έχω δει πολλές φορές τον ίδιο εφιάλτη: να με έχουν κλείσει σ’ ένα κλουβί με γαλοπούλες κι αυτές να φουντώνουν και να φουσκώνουν!»

 

»Δεν άντεξα να συλλογίζομαι την επιπλοκή της κατάστασης. Αισθάνθηκα την καρδιά μου να ραγίζει και το στομάχι μου ν’ ανακατεύεται. Σχεδόν λιποθύμησα. Στο ξενοδοχείο νόμισαν ότι είχα πάθει ηλίαση.

 

»Άσε τώρα, τι να σου περιγράψω από τις τελευταίες δύο μέρες του ταξιδιού! Ήμουνα ένα ράκος. Οι φτερούγες δεν είχαν αρχίσει ακόμη να ξεπροβάλουν αλλά ένιωθα σαν να φούσκωνε αργά-αργά η πλάτη μου στα επίμαχα σημεία. Ήμουνα συνέχεια ντυμένος. Δεν ήθελα να την αφήσω να με αγγίζει γιατί φοβόμουνα τι μπορεί να συνέβαινε από στιγμή σε στιγμή. Κι από την άλλη ήξερα ότι ο έρωτας που θα απολάμβανα μαζί της, θα ήταν ίσως και ο τελευταίος. Περιττό βέβαια να σου πω ότι δεν λειτούργησα σαν άντρας ούτε στιγμή.

 

»Δεν ανησύχησε γι αυτό. Νόμιζε ότι είχα πάθει κάποια καλοκαιρινή ίωση. Με είχε βολέψει στο κρεβάτι και με περιποιόταν κι εγώ ένιωθα εντελώς αδύναμος να σηκωθώ. Τώρα καταλάβαινα για πρώτη φορά τι πραγματικά ένιωθαν όλοι όσοι έπασχαν από κατάθλιψη και ζητούσαν τη βοήθειά μου!

 

»Μια φορά τόλμησα ν’ αναφερθώ στο θέμα της φοβίας της και τη ρώτησα αν είχε σκεφτεί ποτέ της να κάνει ψυχοθεραπεία. Δυό φορές, μου απάντησε. Με πλήρη αποτυχία. Μάλιστα κάθε φορά κατέληγε χειρότερα από πριν. Ήταν ακατανόητο για τους ψυχαναλυτές γιατί μπορεί να συνέβαινε αυτό. Ίσως έμενε κάποιο κατάλοιπο, βαθιά ριζωμένο από την προηγούμενη ζωή στην τωρινή της μετενσάρκωση.

 

»Στην Αθήνα ζήτησα κατ' ευθείαν τη βοήθεια ενός χειρούργου αφροδισιολόγου. Όχι βέβαια πως τα φτερά έπρεπε κανείς να τα αντιμετωπίζει σαν αφροδίσιο νόσημα, αλλά σκέφτηκα ότι χρειαζόμουνα την εχεμύθεια ενός ανθρώπου μαθημένου να βλέπει πολλά. Ξαφνιάστηκε βέβαια και αρχικά δεν με πίστεψε, αλλά όταν είδε την ακτινογραφία άρχισε να πείθεται. Του εξήγησα ότι στην πραγματικότητα είναι πολύ κοντά στην αλήθεια οι θεωρίες των Ινδών για συνεχείς μετενσαρκώσεις και άβαταρ, και ότι στην τελευταία μου ζωή είχα φτάσει πολύ κοντά στο τέλειο. Ήμουνα γιατρός σ' ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Σιβηρία, κι έφτασα ένα βήμα πριν από την μετατροπή. Στην τελευταία μου μετενσάρκωση θυμόμουνα μάλιστα και την προηγούμενή μου ζωή, για να μου είναι ευκολότερο να πετύχω τους στόχους μου. Θα τα κατάφερνα αν ολοκλήρωνα μερικές ακόμα δοκιμασίες. Αλλά ήρθαν όλα απροσδόκητα πιο νωρίς.

 

»Τον ρώτησα αν μπορούσε να μου αφαιρέσει τα φτερά με εγχείριση.

 

«Τι να σου πω, Άγγελε μου», μου είπε στο τέλος με σεβασμό. «Μπορώ να τα αφαιρέσω, αλλά αυτά τα πράγματα φοβάμαι ότι θα κάνουν μεταστάσεις».

 

»Μεταστάσεις! Η πιο φρικτή λέξη που είχα ακούσει ποτέ μου. Μεταστάσεις! Δεν είχα καμιά ελπίδα. Και τότε μου ήρθε η τελευταία ιδέα, η πιο αυτοκαταστροφική, αυτή που με οδήγησε εδώ κάτω. Νόμισα ότι αν έκανα μια κακή πράξη θα αναστρεφόταν η διαδικασία και θα σταματούσαν να βγαίνουν τα φτερά. Το ίδιο βράδυ έκλεψα ένα μηχανάκι. Καμιά βελτίωση. Προφανώς αυτός που το είχε χάσει δε στενοχωρήθηκε αρκετά. Από κει και μετά άρχισα να φέρομαι σαν παρανοϊκός. Πρόσβαλα ηλικιωμένους, έδειρα παιδιά, έβρισα ασθενείς, κουρέλιασα ψυχές. Τίποτα δεν ήταν αρκετό. Είχα ξεπεράσει τόσο πολύ το άθροισμα της ευτυχίας, ώστε λίγα πράγματα μπορούσαν να το μειώσουν τώρα.

 

»Έβλεπα τη Βίκυ τακτικά, αλλά απόφευγα να πέσω μαζί της στο κρεβάτι. Της είχα πει ότι φιλοξενούσα στο σπίτι έναν ξάδελφό μου από το χωριό και θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να φύγει για να μας αδειάσει το σπίτι. Μεθυσμένη καθώς ήταν από ευτυχία και εμπιστοσύνη, δεν καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένα απόγευμα, ενώ σκεφτόμουνα για άλλη μια φορά ν’ αρχίσω τις απανωτές εγχειρίσεις, σαν να ήμουνα πραγματικά καρκινοπαθής, ήρθε στο ραντεβού με το κοριτσάκι της. Η μικρούλα φορούσε εκείνο το μπλουζάκι με τα κροσσάκια, που είχα τη φαεινή ιδέα να της προσφέρω.

 

»Αυτό ήταν! Την επόμενη μέρα σκηνοθέτησα τις κατάλληλες συνθήκες, έκλεψα ένα αυτοκίνητο και, μεταμφιεσμένος, απήγαγα το παιδί. Θα της έδινα, προσωρινά τουλάχιστον, τόσο πόνο ώστε να σταματήσουν να φυτρώνουν τα φτερά μου. Μετά, θα έβρισκα τρόπο να επανορθώσω. Έλα όμως που δεν πρόλαβα.

 

»Τρέχοντας να ξεφύγω με το κλεμμένο αυτοκίνητο που είχα χρησιμοποιήσει, έπεσα πάνω σ’ ένα φορτηγό και σκότωσα το ανθρώπινο σώμα μου. Ευτυχώς τουλάχιστον που δεν σκοτώθηκε και το παιδί. Κι όταν ένιωσα ότι άφηνα πια το χώρο των ζωντανών, είχα δυο μεγάλες δερμάτινες μεμβράνες φυτρωμένες στην πλάτη μου. Και να ’μαι τώρα, στην Κόλαση.

 

»Ο Βεελζεβούλ σηκώθηκε από τον καυτό πάγκο και χτύπησε τον ώμο του καινούργιου. «Τι να πω, μικρέ;» έκανε με ενθουσιασμό. «Ακόμα κι αν δεν έκανες τίποτα απ' όσα λες, είσαι τόσο μεγάλος παραμυθάς που σου αξίζει μια θέση στη βαθύτερη Κόλαση!»

 

Ο Άγγελος σηκώθηκε για να πιάσει ξανά στη δουλειά του. Άραγε τα λόγια του προϊστάμενού του ήταν προσβολή ή φιλοφρόνηση; αναρωτήθηκε. Ήταν καινούργιος ακόμα σ’ αυτό το περιβάλλον. Μα θα μάθαινε. Θα περνούσαν πολλοί αιώνες μέχρι την επόμενη μετενσάρκωση.

 

 

 

 

 

<h1 style="line-height: normal;">ΤΕΛΟΣ</h1>

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

 

Αυτό είναι που λένε για την αγάπη και στην κόλαση πας...

Δε ξέρω γιατί η γυναίκα φοβόταν τα φτερά αλλά ενας άνθρωπος που βγαίνουνε φτερά από το σώμα του είναι τρομακτικό από μόνο του.

 

Edited by roriconfan
Link to comment
Share on other sites

rorico, δεν βάζεις και κανά spoiler tag? Μόλις ξεμπρόστιασες όλο το διήγημα σε δυο γραμμές!

Link to comment
Share on other sites

Δεν διάβασα τα σχόλια πριν το διήγημα. Το διήγημα το ήξερα πριν ανέβει. ;)

Ευχαριστώ για τα spoiler tags. :rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Mμμ δεν εχω να σχολιασω και πολλα... ειναι ενδιαφερον παντως...αρκετα ενδιαφερον

Link to comment
Share on other sites

Άγγελοι, αγγελικές μορφές, μορφές με φτερά: Η προσωπική μου αδυναμία. Όχι μόνο γιατί είναι παγκόσμια αρχέτυπα, κοινά σ’ όλα τα έθνη, σ’ όλες τις θρησκείες, σ’ όλες τις μυθολογίες, με ισχυρή επίδραση και συμβολιστικές διαστάσεις σε πανανθρώπινη κλίμακα, αλλά και για πολύ προσωπικούς λόγους που δεν αποκλείω να αποκαλύψω κάποτε σ’ αυτό το forum.

 

Δεν είμαι τεχνοκράτης της λογοτεχνίας ούτε αντικειμενικός κριτικός. Νομίζω όμως πως δεν χρειάζεται να διορθωθεί αυτό το κείμενο για να εκδοθεί, εκτός αν μόνο θέλεις εσύ να αλλάξεις κάτι στο επίπεδο του νοηματικού περιεχόμενου.

 

 

Υ.Γ.: Ολοκληρώνω αυτές τις μέρες ‘‘Το μεταξένιο νεκύδαλλο της χρυσαλίδας’’ μια ιστορία που έχει κάποιους ανεπαίσθητους παραλληλισμούς σε κάποιες λεπτομέρειες, φίλη Tiessa, με τον ‘‘φτερωτό σου έρωτα’’. Δεν ξέρω αν το αναρτήσω στο forum γιατί θα είναι σχετικά μεγάλο, γύρω στις 8000 λέξεις. Αν συμβεί αυτό, (προϋπόθεση να μπορέσω να το συντομεύσω) συγχώρησέ μου το, θεματολογικά ούτως ή άλλως δεν θα ταυτίζονται τα δυο.

Link to comment
Share on other sites

Tiessa, μου άρεσε πολύ. Πραγματικά, δε βρίσκω κάτι αρνητικό, κάτι που θα έπρεπε να αλλάξεις.

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ όλους και για τα spoiler tags και για τα σχετικά σχόλια. :)

Η αλήθεια είναι ότι δε θέλω ν' αλλάξω κάτι σημαντικό στην υπόθεση. Απλώς με απασχολεί πόσο νωρίς είναι καλά ν' αρχίσει να φανερώνεται η φύση των δυο ομιλητών, καθώς και κάποια τεχνικά σημεία από την πλευρά της οπτικής γωνίας που εξελίσσεται η ιστορία.

 

 

@Πυθαρίων:

Υ.Γ.: Ολοκληρώνω αυτές τις μέρες ‘‘Το μεταξένιο νεκύδαλλο της χρυσαλίδας’’ μια ιστορία που έχει κάποιους ανεπαίσθητους παραλληλισμούς σε κάποιες λεπτομέρειες, φίλη Tiessa, με τον ‘‘φτερωτό σου έρωτα’’. Δεν ξέρω αν το αναρτήσω στο forum γιατί θα είναι σχετικά μεγάλο, γύρω στις 8000 λέξεις. Αν συμβεί αυτό, (προϋπόθεση να μπορέσω να το συντομεύσω) συγχώρησέ μου το, θεματολογικά ούτως ή άλλως δεν θα ταυτίζονται τα δυο.

 

Αγαπητέ μου Πυθαρίωνα, δε βλέπω γιατί να με πειράξει αν ανεβάσεις μια ιστορία που έχει κάποιες λεπτομέρειες παρόμοιες μ' αυτήν εδώ. Ακόμα και παρόμοιο θέμα να υπήρχε, ο καθένας σίγουρα το χειρίζεται διαφορετικά.

Θα με εξέπληττε, φυσικά, αν και κάποιος άλλος είχε χτίσει ιστορία πάνω σε μια φοβία τόσο παράξενη όσο της ηρωίδας.

Ελπίζω να διαβάσω κάποια στιγμή την ιστορία σου. Ο τίτλος με τράβηξε -η χρυσαλλίδα είναι πάντα τόσο γοητευτικό και μυστηριώδες αντικείμενο και μόλις έμαθα τι σημαίνει νεκύδαλλο.

Link to comment
Share on other sites

Απλώς με απασχολεί πόσο νωρίς είναι καλά ν' αρχίσει να φανερώνεται η φύση των δυο ομιλητών, καθώς και κάποια τεχνικά σημεία από την πλευρά της οπτικής γωνίας που εξελίσσεται η ιστορία

 

Μην αλλάξεις τίποτα! Θα το καταστρέψεις. Η γνώμη μου είναι, πως όλα φανερώνονται στο σωστό χρόνο.

Link to comment
Share on other sites

Tiessa: ''Θα με εξέπληττε, φυσικά, αν και κάποιος άλλος είχε χτίσει ιστορία πάνω σε μια φοβία τόσο παράξενη όσο της ηρωίδας.''

--Ένα στα οχτώ δις. (Τόσοι είμαστε τώρα;)

Link to comment
Share on other sites

Αλλόκοτη ιστορία. Σε κρατάει, για να δεις τι τρέχει με τον Άγγελο και την κοπέλα.

Αντιλαμβάνομαι ότι το ζήτημα του ταλέντου της κοπέλας και της έκδοσης των γραπτών της και της εκδρομής στο νησί, εξυπηρετούν την ανάπτυξη της σχέσης μεταξύ των δύο και κατά συνέπεια την εξέλιξη της ίδιας της ιστορίας, όμως μου φαίνεται πως εξυπηρετούν μόνο αυτό. Δεν ξέρω αν το θέτω σωστά. Ίσως να μην τονίζονται αρκετά τα στοιχεία αυτά. Λες και αποτελούν απλές αναφορές, ώστε να προχωρήσει η διήγηση.

Είναι οκ για μένα ο «φτερωτός έρωτας», εκτός από ότι ανέφερα παραπάνω.

 

ΥΓ:«Πρόσβαλα ηλικιωμένους, έδειρα παιδιά, έβρισα ασθενείς, κουρέλιασα ψυχές»

Υπάρχει βέβαια μια εμφανής κλιμάκωση προς το χειρότερο μεταξύ των τριών αυτών πράξεων, όμως τελικά η υπογραμισμένη φράση βγαίνει toomuchίλα. Πολύ βαριά ατάκα. Ιδιαίτερα σε αντιδιαστολή με το «πρόσβαλα ηλικιωμένους», μοιάζει με αστείο. Στην τελική, αν είχε κουρελιάσει πραγματικά ψυχές, μάλλον αυτό θα ήταν αρκετό για να σταματήσουν να φυτρώνουν τα φτερά. Δε νομίζεις;

Link to comment
Share on other sites

Αντιλαμβάνομαι ότι το ζήτημα του ταλέντου της κοπέλας και της έκδοσης των γραπτών της και της εκδρομής στο νησί, εξυπηρετούν την ανάπτυξη της σχέσης μεταξύ των δύο και κατά συνέπεια την εξέλιξη της ίδιας της ιστορίας, όμως μου φαίνεται πως εξυπηρετούν μόνο αυτό. Δεν ξέρω αν το θέτω σωστά. Ίσως να μην τονίζονται αρκετά τα στοιχεία αυτά. Λες και αποτελούν απλές αναφορές, ώστε να προχωρήσει η διήγηση.

 

Έχεις δίκιο, μόνο αυτό εξυπηρετούν: να προχωρήσει η ιστορία. Αλλά, αν δεν ήταν αυτά, θα έπρεπε να είναι κάποια άλλα, ενδεχομένως εξίσου απλά. Ήταν πράγματα, που μου είχαν φανεί κατάλληλα τότε που το έγραφα, και με δεδομένες προσωπικές μου εμπειρίες εκείνης της εποχής, μια που η ιστορία είναι παλιά σύλληψη. Δεν τους έδωσα ιδιαίτερη έμφαση γιατί όλοι καταλαβαίνουμε πώς περνάει ένα ζευγάρι στις διακοπές ή πόσο ωραία νιώθει κάποιος όταν τον βοηθάνε σε κάτι που θεωρεί σημαντικό. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να μπουν περισσότερες λεπτομέρειες.

 

ΥΓ:«Πρόσβαλα ηλικιωμένους, έδειρα παιδιά, έβρισα ασθενείς, κουρέλιασα ψυχές»

Υπάρχει βέβαια μια εμφανής κλιμάκωση προς το χειρότερο μεταξύ των τριών αυτών πράξεων, όμως τελικά η υπογραμισμένη φράση βγαίνει toomuchίλα. Πολύ βαριά ατάκα. Ιδιαίτερα σε αντιδιαστολή με το «πρόσβαλα ηλικιωμένους», μοιάζει με αστείο. Στην τελική, αν είχε κουρελιάσει πραγματικά ψυχές, μάλλον αυτό θα ήταν αρκετό για να σταματήσουν να φυτρώνουν τα φτερά. Δε νομίζεις;

 

Ναι, συμφωνώ. Αυτό το σημείο σηκώνει λίγη βελτίωση που μπορεί να δείξει κάποια πράγματα ακόμα για το χαρακτήρα του ήρωα. Ευχαριστώ πολύ :D .

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..