Jump to content

Έβελυν


DinMacXanthi

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κέλλης Κωνσταντίνος

Είδος: δραματική φαντασία (ανάλογα όπως το πάρει κανείς)

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 13715

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Είναι μια φανταστική ιστορία που μιλάει για την μοναξιά και το τραύμα της απώλειας ενός αγαπημένου πρόσωπου μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Δεν είναι ελαφρύ ανάγνωσμα, προειδοποιώ. Ευχαριστώ προκαταβολικά για τον αναγνωστικό χρόνο σας και ελπίζω να είναι αντάξιο αυτού.

 

 

 

ΕΒΕΛΥΝ

 

 

 

Ο Τζόνας ο ατίθασος πετάει με τους φίλους του πάνω από τον φάρο,

 

Από το νησί του Στιρ ως τους κήπους της Βασίλισσας στον νότο

 

Για να κόψει τριαντάφυλλα.

 

 

Το κουδουνάκι στην πόρτα αντήχησε μέσα στα άδεια δωμάτια του αρχοντικού. Η Έβελυν ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στο μαρμάρινο πάτωμα. Το βλέμμα της που δεν είχε αφήσει τις σελίδες του βιβλίου εδώ και ώρες, σταμάτησε να τρέχει πάνω στις γραμμές και αφουγκράστηκε.

Το κουδουνάκι στην πόρτα ακούστηκε ξανά, ο ήχος κύλησε μέσα στο σιωπηλό διώροφο σπίτι. Η Έβελυν σηκώθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η μέρα ήταν από τις πρώτες πραγματικά ανοιξιάτικες του χρόνου. Η ελαφριά ψιχάλα που είχε περάσει με ένα ταξιδιάρικο σύννεφο είχε φύγει από ώρα. «Ήρθε, δρόσισε τις πέτρες κι έφυγε.» που έλεγε κι ο Τζόνας, το αγόρι μέσα στο βιβλίο. Και δεν είχε άδικο. Η Έβελυν κοίταξε τα χαλίκια στο μικρό ρυάκι που έτρεχε μέσα στον κήπο. Γυάλιζαν στο φως του πρωινού, μισοκρυμμένα πίσω από τα αγριόχορτα που τα στεφάνωναν. Τα λεπτά γκρίζα κλαδιά των δέντρων γέμιζαν διστακτικά με τα πρώτα βρεφικά φύλλα τους. Ο κήπος του σπιτιού φέτος δεν ήταν στρωμένος με τα λουλούδια των προηγούμενων χρόνων, μονάχα εκείνα που αποφάσιζαν προς πείσμα του κρύου να πετάξουν μπουμπούκια και να καλωσορίσουν τον σκανδαλιάρη Μάρτη. Τρεις βραδιές νωρίτερα, ένας χιονιάς είχε κάνει τα περισσότερα να μαραζώσουν ξανά, αλλά μερικές πινελιές κίτρινου και ροζ σημάδευαν ακόμη το γκριζοπράσινο γρασίδι.

 

Ανάμεσα από τον κισσό που χάιδευε το τζάμι, η Έβελυν είδε ένα άλογο μπροστά στην πόρτα τους και δίπλα του έναν άντρα με στρατιωτική στολή, όπως εκείνη που φορούσε ο μπαμπάς σκέφτηκε και δάγκωσε το χείλος της. Το καμπανάκι ακούστηκε για τρίτη φορά, συντροφευμένο από το χρεμέτισμα του αλόγου.

 

Ο άντρας κρατούσε το καπέλο του στο στήθος. Η εικόνα έκανε τα μάτια της να γυαλίσουν. Θυμόταν μια παρόμοια εικόνα, μήνες πριν. Δεν ήταν αυτός ο στρατιώτης τότε, για αυτό η Έβελυν ήταν σίγουρη. Εκείνοι που είχαν έρθει, τέσσερις στον αριθμό, είχαν άσπρα μαλλιά και παχιά μουστάκια αλλά κρατούσαν τα πλατύγυρα καπέλα τους με τον ίδιο τρόπο, στο στέρνο, σαν να ήθελαν να κρύψουν τα παράσημα που κουβαλούσαν εκεί.

Έμοιαζαν με εκείνα που τώρα γυάλιζαν πίσω από μια γυάλινη προθήκη, πάνω στην λεκιασμένη στολή του μπαμπά. Η μαμά είχε προσπαθήσει να πνίξει την κακόμοιρη υπηρέτρια που, δίχως να γνωρίζει, είχε πάει την στολή στο πλυσταριό. Η Έβελυν δεν μπορούσε να καταλάβει τότε γιατί η μαμά ήθελε μια στολή γεμάτη ξεραμένη λάσπη και αίμα, αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει να της φέρει αντίρρηση και δεν θα το έκανε εκείνη.

 

Η Έβελυν δεν έφερνε συχνά στο μυαλό της εκείνες τις εικόνες μα τις άφηνε να κοιμούνται ήσυχα στην σοφίτα του μυαλού της. Τώρα όμως το παλικάρι με την στολή, μουντές αποχρώσεις κυανού και κόκκινου, το καπέλο στο στέρνο, ακόμα και το άλογο με την μεγάλη σφραγίδα του στρατού στον λαιμό του, τα έφερνε με δύναμη ξανά μπροστά. Οι άντρες, μούσκεμα από την βροχή που λυσσομανούσε πίσω τους, πρέπει να ήταν μεγάλοι λοχαγοί όπως ο μπαμπάς. Αλλά εκείνοι οι Δραγόνοι με τα χρυσά σπαθιά που σίγουρα θα είχαν πολεμήσει με αιμοβόρους ιθαγενείς στα εδάφη της Βασίλισσας, έδειχναν τρομοκρατημένοι από την μαμά, το πρωινό εκείνο. Η Έβελυν είχε κάτσει αθέατη στο σκαλοπάτι της σκοτεινιασμένης εσωτερικής σκάλας και κοίταζε την γυναίκα να χτυπιέται, να γρονθοκοπεί την ανοιχτή πόρτα με αρκετή δύναμη για να σπάσει το τζάμι της και μαζί να κόψει βαθιά το χέρι της. Ο πρώτος που προσπάθησε να την βοηθήσει είχε δεχτεί χαστούκι με εκείνο το ίδιο χέρι, και το μάγουλο και τα μουστάκια είχαν ποτιστεί με αίμα. Η Έβελυν είχε γυρίσει τρέχοντας στο δωμάτιο της την ώρα που οι κεραυνοί έκαναν τα τζάμια να τρίζουν. Είχε κρυφτεί μέσα στο κρεβάτι της παρέα με τις καλοντυμένες κούκλες της, προσπαθώντας να καλύψει τα αυτιά της από τα ουρλιαχτά της μαμάς της. Δεν ήθελε να ακούσει αυτό που ήξερε πως είχε συμβεί αλλά δεν χρειαζόταν να ειπωθεί. Ένα παιδί δώδεκα χρονών ήταν αρκετά μεγάλο για να καταλάβει πότε οι ατρόμητοι στρατιωτικοί της Αυτού Μεγαλειοτάτης χλόμιαζαν μπροστά στην θέα της γυναίκας ενός συμπολεμιστή.

 

Και τώρα που οι σκέψεις στροβιλίζονταν ελεύθερες έξω από την κάμαρα τους, τα τακουνάκια της αντηχούσαν πάνω στο μάρμαρο της ίδιας σκάλας. Μπορούσε να δει την σκιά του άντρα μέσα από το θολό γυαλί της εισόδου.

 

Ξεμαντάλωσε την πόρτα και την άνοιξε. Το φως του ήλιου την τύφλωσε καθώς την χτύπησε στο πρόσωπο, φανερώνοντας δυο σφαίρες από κεχριμπάρι ανάμεσα σε μαύρα ματοτσίνορα. Το αγόρι με το καπέλο ακόμη στο στέρνο, χαμογέλασε διστακτικά.

 

«Καλημέρα σας, σου… Καλημέρα σου μικρή μου. Είναι η μητέρα σου εδώ; Η γυναίκα του Λοχαγού Τζάιλς Χέρβι;»

«Η μαμά δεν μπορεί να κατέβει. Είναι άρρωστη.»

Ο νεαρός στρατιώτης, όχι πάνω από δεκαεφτά χρονών έβγαλε ένα πουγκί μέσα από την τσάντα που κουβαλούσε και το παρέδωσε στο κορίτσι.

«Έφερα την σύνταξη για το τρίμηνο μαζί με τα θερμά συλλυπητήρια των αντρών του Λοχαγού. Επίσης… έχω κάποια γράμματα από στρατιώτες που πολέμησαν μαζί του.» Είπε και έβγαλε ένα μικρό πακετάκι από φακέλους. Μικρούς, από κιτρινωπό χαρτί με σφραγίδα επάνω τους. «Αν ήταν εύκολο, θα ήθελαν να φτάσουν στα χέρια της …»

«Η μαμά δεν θέλει να διαβάζει ιστορίες από μάχες με τον μπαμπά. Λέει ότι της φέρνουν κακά όνειρα.»

Το αγόρι ξεροκατάπιε και χαμήλωσε το βλέμμα, κρατώντας τα γράμματα στο χέρι, δίχως να ξέρει τι πρέπει να κάνει. Ευτυχώς για εκείνον, η Έβελυν έτεινε το χέρι της και πήρε τους κίτρινους φακέλους.

«Θα μεταβιβάσω τα συλλυπητήρια.» Είπε με τυπική ευγένεια, όπως της μάθαινε η γκουβερνάντα της, από τότε που ξεκίνησε να μιλάει. Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του και πισωπάτησε προς το άλογο του.

«Τις ευχές μου για περαστικά στην Κυρά του σπιτιού.»

«Σας ευχαριστώ. Καλή σας ημέρα.»

 

Ο στρατιώτης έβαλε το καπέλο του στο κεφάλι και ανέβηκε στο άλογο του. Η Έβελυν έκλεισε την πόρτα πίσω της και κλείδωσε.

 

 

 

«Μαμά;»

 

Η γενιά της μητέρας της ήταν αρχοντική με παλιούς τίτλους ευγενείας και ο άντρας ήταν υψηλόβαθμος στρατιωτικός στις ταξιαρχίες των Δραγόνων. Το μεγάλο αρχοντικό δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα σπίτια των πλουσίων που σημάδευαν αυτό το κομμάτι του Βορρά. Υπέροχα χαλιά έντυναν τα μαρμάρινα πατώματα, χειροποίητες κουρτίνες, κεντημένες από υφάσματα μακρινών χωρών, στόλιζαν τα παράθυρα και τα έπιπλα σε κάθε δωμάτιο, φερμένα από τα καλύτερα εργαστήρια της πρωτεύουσας δημιουργούσαν μια αίσθηση αριστοκρατίας στον χώρο.

 

«Μαμά;»

 

Αυτό που έλειπε, δεν κόστιζε τίποτα και το χαίρονταν ισάξια πλούσιοι και φτωχοί, χωρικοί και αριστοκράτες. Το φως του ήλιου και η χαρά που έφερνε καθώς αντανακλούσε στα πανάκριβα βάζα και στα πορσελάνινα πιάτα του σπιτιού ή στις χορδές της μεγάλης άρπας στο δωμάτιο μουσικής, κάνοντας τες να πάρουν φωτιά. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και σιωπηλό, σαν τους τάφους των πλούσιων βάρβαρων βασιλιάδων που επισκεπτόταν ο Τζόνας στο βιβλίο με τα παραμύθια.

 

Και δεν υπήρχε πιο σκοτεινό ή σιωπηλό δωμάτιο, πιο διαβρωμένο από την λύπη και την μελαγχολία, από την κάμαρα της Κυράς του αρχοντικού. Η Έβελυν στεκόταν στην πόρτα και κοιτούσε την μητέρα της να λιώνει από την στεναχώρια όπως κάθε μέρα και νύχτα.

 

Μέσα στην λυγή του δωματίου, η Βαλεντίν Φλερ-Χέρβι καθόταν στην καρέκλα της, με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από ζαρωμένες χούφτες, μπροστά σε ένα τραπεζάκι καλυμμένο με παλιά χαρτιά. Δίπλα της, το πράσινο βελούδο της κουρτίνας γυάλιζε, φορτωμένο με ηλιόφως που έκρυβε πίσω του. Το παράθυρο, σχεδιασμένο με χρωματισμένα κρύσταλλα έφερε τον θυρεό της παλιάς οικογένειας, έναν δράκοντα δίχως φτερά που κοίταζε προς την δύση, κλεισμένο μέσα σε μια χρυσοποίκιλτη ασπίδα. Μόνο ένα κομμάτι του φαινόταν πίσω από το βελούδο, το μάτι του δράκοντα κλεισμένο μέσα σε γαλάζιο κρύσταλλο. Το λίγο φως που έμπαινε στο δωμάτιο από το ψηλότερο κομμάτι του παράθυρου έδειχνε τις νιφάδες σκόνης που στροβιλίζονταν νωχελικά μέσα στον χώρο. Η μητέρα της, με τον αγκώνα της στηριγμένο στο τραπέζι, κοίταζε με θολά μάτια τα χαρτιά. Ήταν παλιά γράμματα που κουβαλούσαν λόγια αγάπης και εξομολογήσεις έρωτα. Δεν έκανε τίποτα άλλο πια, μόνο διάβαζε τις λέξεις που είχε γράψει κάποτε ο άντρας της, όταν το αίμα κυλούσε ακόμα ζεστό στις φλέβες του και τα γαλανά μάτια του κοίταζαν ουρανό, όχι το σκοτάδι δυο μέτρων χώματος.

 

Ένας ζωγράφος με ραγισμένη καρδιά δεν θα είχε το κουράγιο να δημιουργήσει μια τόσο ζοφερή εικόνα και αντικρίζοντας την, η φωνή του κοριτσιού μετά βίας κρατήθηκε σταθερή.

 

«Μαμά, θέλεις να έρθεις να περπατήσουμε στον κήπο; Η βροχή τον έκανε να λάμπει.»

 

Δεν ήρθε απάντηση. Ποτέ δεν ερχόταν απάντηση. Η Έβελυν σκούπισε τα μάτια της από μια υποψία δακρύων και ακούμπησε το πουγκί με τα χρήματα πάνω στο κομοδίνο. Σήκωσε τον ασημένιο δίσκο από το κρεβάτι –τουλάχιστον η μαμά της είχε αρχίσει να τρώει κανονικά ξανά– και με σιωπηλά βήματα βγήκε από το δωμάτιο. Το μόνο που άκουσε ενώ έστριβε το πόμολο ήταν το ξερό γύρισμα μιας σελίδας καθώς η μαμά της ταξίδευε σε παλαιότερα, πιο όμορφα χρόνια.

 

Η Έβελυν γύρισε πίσω στο σαλόνι και κοίταξε το ογκώδες βιβλίο που κειτόταν στο μάρμαρο. Το θυμόταν από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, στα χέρια του κυρίου Μπιούφορντ, του παλιού επιστάτη τους. Όταν τα χέρια κουράζονταν από τις δουλειές στο σπίτι και στον κήπο, έπιαναν την πένα και δημιουργούσαν εικόνες και λέξεις και παραμύθια για τις περιπέτειες του Τζόνας του γαλανού. Μικρότερη έβλεπε τις εικόνες και αργότερα καταλάβαινε σκόρπιες λέξεις μέχρι να μάθει να χειρίζεται την γλώσσα και να βυθίζεται στις ιστορίες. Ο κύριος Τέρενς Μπιούφορντ είχε φύγει για την πρωτεύουσα το περασμένο καλοκαίρι και δεν ξαναγύρισε, παίρνοντας μαζί του –ή έτσι νόμιζε η Έβελυν – το πολύτιμο οικογενειακό βιβλίο. Λίγες βδομάδες νωρίτερα η Έβελυν έτυχε να το προσέξει, κουρνιασμένο σε μια από τις βιβλιοθήκες να μαζεύει σκόνη, και το κατέβασε με δυσκολία από την θέση του.

 

Είχε πολλούς διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες και ζωγραφιές από το χέρι πολλών ανθρώπων, όλοι της οικογένειας του επιστάτη. Υπήρχαν όμορφα στρόγγυλα γράμματα και χρωματιστά μελάνια, καθώς και θολά ορνιθοσκαλίσματα από απλό μολύβι, όλα όμως έλεγαν διάφορες ιστορίες του ίδιου ατόμου. Το παλιότερο κομμάτι που είχε βρει ως τώρα το κορίτσι ήταν μια ξεθωριασμένη υπογραφή στις πρώτες σελίδες, του Ρέμυς Μπιούφορντ του πρεσβύτερου, προ-προπάππου του εξηντάχρονου επιστάτη, εκατό χρόνια και βάλε πριν. Η Έβελυν γέμιζε τις ημέρες της στο άδειο αρχοντικό διαβάζοντας για περιπέτειες και παραμύθια σε τόπους γνωστούς και συνάμα διαφορετικούς. Έπιασε την μια μεριά και με τα δύο χέρια και το σήκωσε για να το κλείσει. Οι σελίδες χτύπησαν με πάταγο μεταξύ τους καθώς το βάρος ενός αιώνα γραφής ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο μπορούσαν να συγκρατήσουν τα παιδικά χέρια. Η δύναμη με την οποία συναντήθηκαν οι εκατοντάδες μεγάλες σελίδες έκαναν τις κουρτίνες και τα μαραμένα λουλούδια μέσα στο δωμάτιο να χορέψουν από τον άνεμο που γεννιόταν εκείνη την στιγμή. Ένα αμάλγαμα από μυρωδιές –φαντάσματα χτύπησε την μύτη της Έβελυν, του θολού ωκεανού στην δύση, του γρασιδιού και των ανθισμένων κήπων και της βροχής πάνω στο τρίχωμα ενός αγριμιού. Χαμογέλασε και καθώς το χτύπημα των σελίδων ακόμη ταξίδευε από δωμάτιο σε δωμάτιο μέσα σε μια ηχώ που αναγεννιόταν σε κάθε ακριβή επιφάνεια που φιλούσε, ένα απόμακρο χαχανητό παιδιού πέρασε δίπλα από τα αυτιά της.

Κοίταξε το εξώφυλλο, χοντρό πετσί δεμένο με προσοχή δεκαετίες πριν. Ο ήχος καταλάγιασε γρήγορα και την θέση του πήραν οι χτύποι των ρολογιών, που έκοβαν δευτερόλεπτα δίχως σταματημό. Σήκωσε τα αρκετά κιλά του τόμου με δυσκολία και το ακούμπησε πάνω στο τζάκι. Χρειαζόταν να βγει λίγο έξω από τους ακριβοντυμένους τοίχους.

 

Άφησε τα ακριβά και στενά παπούτσια της πάνω στο κεφαλόσκαλο και πάτησε στο γρασίδι. Ο κήπος είχε σκοτεινιάσει. Ένα σταχτί σύννεφο, σκισμένο σαν κουρέλι, είχε καλύψει τον δίσκο του ήλιου. Λίγες ηλιαχτίδες κατάφερναν να ξετρυπώσουν μέσα από τον βροχοφόρο ταξιδευτή, δημιουργώντας μικρά νησάκια λαμπερού γρασιδιού μέσα σε μια θάλασσα από γκρι. Η Έβελυν βρήκε την ευκαιρία να μετατρέψει αυτό το παιχνίδισμα του φωτός στον κήπο σε κανονικό παιχνίδι και άρχισε να χοροπηδάει πάνω στο φως αποφεύγοντας τις σκιές, σαν νεραϊδάκι που χόρευε από νούφαρο σε νούφαρο μέσα σε μια ατάραχη λίμνη.

 

Το σύννεφο έφυγε βιαστικά προς την δύση για να βρει τα αδέρφια του πάνω από τον ωκεανό. Η Έβελυν, καθισμένη στο ηλιόλουστο γρασίδι του απεριποίητου κήπου της, κοίταξε γύρω της, νιώθοντας το πιο μόνο κορίτσι στον κόσμο.

 

Η μπάλα της ήταν αφημένη κάτω από μια από τις καρέκλες του κήπου. Από τότε που είχαν φύγει και οι τελευταίοι υπηρέτες από το σπίτι –λίγο μετά την αλλαγή της νέας χρονιάς – η Έβελυν δεν είχε κάποιον να παίξει ή να μιλήσει. Πήρε το μεγάλο τόπι στα χέρια της, σκούπισε την λάσπη που είχε ξεραθεί πάνω του και το πέταξε μακριά. Η ελαστική μπάλα κύλησε και κρύφτηκε πίσω από τους μεγάλους θάμνους. Το κορίτσι αναστέναξε και έριξε μια ματιά στο παράθυρο της μαμάς της. Το φως που ανακλούσε πάνω στο τζάμι δεν της επέτρεπε να διακρίνει το κεφάλι της αν και για μια στιγμή πίστευε ότι είδε τις χαλκόχρωμες μπούκλες της να γυαλίζουν φευγαλέα. Η πράσινη κουρτίνα έκρυβε το μεγαλύτερο κομμάτι του έξω κόσμου από την κάμαρα. Η Έβελυν χαιρέτησε προς το θολό παράθυρο, παρακαλώντας κρυφά για μια απόκριση, ένα σάλεμα του πράσινου βελούδου. Το παράθυρο παρέμεινε ακίνητο σαν τις ελαιογραφίες στο μεγάλο σαλόνι και το κορίτσι κατέβασε το χέρι του.

 

Παραδίπλα ήταν η μεταλλική κούνια που της είχε φτιάξει κάποτε ο μπαμπάς. Δυο σπουργίτια κάθονταν στην λευκή θέση και κατάπιναν τις βροχοσταλίδες που φώλιαζαν εκεί μετά την πρωινή ψιχάλα. Η Έβελυν πλησίασε και τα σπουργίτια φτερούγισαν τερετίζοντας μακριά από τον κήπο. Δίχως να δίνει παραπάνω από μια σκέψη στις μικρές σταγόνες που μούσκευαν το φόρεμα της, η Έβελυν έκατσε στην κούνια. Τα μεταλλικά κομμάτια της άρχισαν να σκούζουν μονότονα στην ελαφριά ταλάντωση της θέσης και το κορίτσι σκέφτηκε τι μπορούσε να κάνει για να περάσει και η σημερινή μέρα.

 

Ο νεαρός στρατιώτης ήταν η πρώτη φωνή που άκουγε εδώ και περίπου δέκα μέρες. Η προηγούμενη άνηκε σε μια από τις υπηρέτριες του σπιτιού προτού η μαμά της τους διώξει από το σπίτι. Είχε φέρει προμήθειες από την κοντινή πόλη πάνω σε ένα πουλάρι μαζί με τα χαιρετίσματα και τα νέα όσων από το πρώην προσωπικό έμεναν εκεί. Η Έβελυν που, λόγω της μελαγχολίας της μητέρας της είχε βρεθεί να είναι η υπεύθυνη για το σπιτικό, της έδινε ένα ποσό από την σύνταξη του μπαμπά για να τις στέλνουν κάθε δεκαπέντε μέρες τα αναγκαία που χρειάζονταν για να ζήσουν. Την επόμενη φορά που θα την έβλεπε, θα την παρακαλούσε να έρχεται πιο συχνά, μόνο και μόνο για να μπορεί να ακούει κάποιον ώσπου να συνέλθει η μητέρα της.

 

Η ζωή της Έβελυν ήταν μια ατέρμονη νεκρική σιγή που μόνο η δική της φωνή χρωμάτιζε. Γέμιζε τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας ξεφυλλίζοντας το μεγάλο βιβλίο, γνωρίζοντας τα καμώματα του Ατίθασου Τζόνας και των φίλων του. Όταν ο καιρός ήταν καλός έκανε περιπάτους στον κήπο αλλά και στην έξοχή γύρω από το σπίτι τους. Συνήθως έφτανε μέχρι το μικρό δασύλλιο με τα πεύκα στα βόρεια κι από κει γύριζε προς την αντίθετη κατεύθυνση ως το ποτάμι που γύριζε τον εγκαταλελειμμένο μύλο στα νότια. Χρειαζόταν πάνω από μια ώρα μόνο για να περπατήσει τα χιλιόμετρα της απόστασης και να γυρίσει σπίτι αλλά τις περισσότερες φορές έλειπε για πολύ περισσότερο. Ο χρόνος κυλούσε πιο γρήγορα μακριά από το βουβό αρχοντικό και η Έβελυν προτιμούσε να ακούει το κροτάλισμα των τρυποκάρυδων που ζούσαν στο αλσύλλιο, καθώς έψαχναν έντομα μέσα στους παλιούς κορμούς των πεύκων, παρά τα πνιγμένα αναφιλητά που καμιά φορά δραπέτευαν σαν στοιχειά μέσα από την κάμαρα της μητέρας της. Όταν ξεκουραζόταν στην όχθη του ποταμού στα νότια, καθόταν και έβλεπε τις καπνοδόχους της πόλης που ζωγράφιζαν με κάρβουνο τον ουρανό, σχηματίζοντας εικόνες στην φαντασία της ενώ βουτούσε τα δάχτυλα των ποδιών της στην μαλακή λάσπη. Δεν πλησίαζε το ερείπιο του μύλου, αυτό της ήταν απαγορευμένο εδώ και χρόνια, όταν τα ξύλα που τον στήριζαν ήταν λιγότερο σαθρά απ’ ότι τώρα. Έβλεπε την ρόδα να γυρίζει ακόμα, βυθισμένη στο σκοτεινό νερό, και σκεφτόταν τους σκουριασμένους μηχανισμούς στο εσωτερικό του κτιρίου να γυρίζουν δίχως λόγο, τις μυλόπετρες να έχουν ξεχάσει από καιρό την γεύση του σιταριού. Της περνούσε από το μυαλό καμιά φορά πως ο μύλος δεν θα άντεχε και το βάρος της αχρηστίας και του χρόνου θα τον τραβούσαν προς τα κάτω, ρίχνοντας το γέρικο κορμί μέσα στο ποτάμι. Θα ήθελε να το δει να συμβαίνει, να είναι εκεί με τα πόδια στο νερό όταν ο γέρικος γίγαντας θα κουραζόταν να στέκεται όρθιος. Αλλά περισσότερο απ’ όλα, ήθελε να τον σκαρφαλώσει και να σταθεί στην κορυφή του.

 

Όταν ο καιρός κουβαλούσε βροχές και αστραπές και το κορίτσι έπρεπε να μείνει μέσα, πήγαινε στο δωμάτιο με τους μεγάλους καθρέφτες και εξασκούσε μια ασχολία, άγνωστη σε όλους τους υπόλοιπους. Κανείς δεν ήξερε παρά μόνο η καρδούλα της πόσο λάτρευε την υποκριτική και τον χορό καθώς και το τραγούδι, αν και η φωνή της δεν την βοηθούσε διόλου στο τελευταίο. Αυτό δεν την έπαυε από το να προσπαθεί και δεν υπήρχε κανείς να παραπονεθεί για την κακοφωνία παρά μόνο τα κρύσταλλα που αντηχούσαν τις φωνές της.

Την ώρα που οι βροντές χαράκωναν τον ουρανό με φως και το ράπισμα της βροχής χτυπούσε τα παράθυρα, η μικρή Έβελυν υποκρινόταν χαρακτήρες από γνωστά θεατρικά έργα που έβρισκε στις βιβλιοθήκες του σπιτιού ή αυτοσχεδίαζε μονολόγους που κατέβαζε εκείνη την ώρα ο νους της. Μερικές φορές έπαιζε κάποια από τις ηρωίδες μέσα από το βιβλίο των Μπιούφορντ που κειτόταν ανοιχτό στο πλάι της. Το δωμάτιο με τους καθρέφτες ήταν στην άλλη πλευρά του αρχοντικού και αν η μητέρα της την είχε ακούσει ποτέ μέσα από τους διαδρόμους και τις κλειστές πόρτες, δεν το είχε δείξει.

 

Η Έβελυν πήγε στο αλσύλλιο εκείνη την ημέρα και την επόμενη και την μεθεπόμενη, προς πείσμα του ίδιου του καιρού που είχε χαλάσει. Πήγε και στο ποτάμι και χαστούκιζε το νερό, ευχόμενη πως μια νεράιδα θα πεταγόταν μέσα από τους αφρούς και θα την ρωτούσε γιατί πονούσε το νερό. Όπως έκανε ο Τζόνας για να γνωρίσει την Νιράμα, την κόρη της ποταμιάς. Ο επιστάτης είχε γράψει αυτή την ιστορία και ήταν από τις αγαπημένες του κοριτσιού. Και κάθε μέρα, μαγείρευε κάτι για την ίδια και την μητέρα της, της το πήγαινε με τον δίσκο –συνήθως και κάποιο λουλούδι αλλά τώρα ήταν λιγότερα στον κήπο και δεν κάθονταν όμορφα μέσα στο βάζο – στεκόταν λίγο για να την ακούσει μήπως αποκριθεί και έφευγε.

 

 

 

Ένα πρωί σαν όλα τα υπόλοιπα, πρέπει να είχαν περάσει δυο βδομάδες από την ώρα που πέρασε ο στρατιώτης, η Έβελυν αντιλήφθηκε προς μεγάλη της έκπληξη ότι το μεγάλο βιβλίο των Μπιούφορντ είχε φτάσει στο τέλος του. Το κορμί των σελίδων, χοντρό και βαρύ και γεμάτο μυρωδιές από περιπέτειες, έφτασε από το οπισθόφυλλο να ξεκουραστεί πάνω στο εμπροσθόφυλλο. Κάτι πιτσίλισε το χοντρό πέτσινο βιβλίο ανάμεσα στα χέρια της και η Έβελυν κατάλαβε ότι ήταν δάκρυα. Είχε διαβάσει τα πάντα για το αγόρι. Τι θα έκανε τώρα; Ποιο ανάγνωσμα θα μπορούσε να είναι τόσο συναρπαστικό όσο οι ιστορίες του Τζόνας του γαλανού; Άφησε το βαρύ βιβλίο πάνω στο τζάκι όπως πάντα και κλείνοντας τα αυτιά της στο ροκάνισμα των ρολογιών βγήκε από το σπίτι. Αυτή η σκέψη –τι θα έκανε τώρα – την συντρόφευσε σε κάθε βήμα της μέχρι να φτάσει στο αλσύλλιο.

 

Ήταν θυμωμένη και στεναχωρημένη για όσα συνέβαιναν στην ζωή της, πολλά περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να αντέξει ένα κορίτσι μόλις δώδεκα χρονών. Το βιβλίο την έκανε να ξεχνιέται και να ονειρεύεται όμως ακόμα και εκείνο το φαινομενικά ατέλειωτο ποτάμι από εικόνες και ιστορίες είχε μια τελευταία σελίδα και η Έβελυν την είχε δει κι από τις δυο πλευρές της. Τώρα κοίταζε το αλσύλλιο γύρω της αλλά η οικογένεια τρυποκάρυδων που ζούσε εδώ ήταν άφαντη. Η ησυχία ήταν παρόμοια με εκείνη του αρχοντικού κι αυτό την εξόργισε. Πήρε ένα μακρύ λυγερό κλαδί και άρχισε να χτυπάει τους κορμούς των πεύκων σαν να καμτσίκωνε άλογα. Δίπλα στο πόδι της βρισκόταν ένας μικρός σωρός από λασπωμένες πέτρες. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον κλώτσησε με όση δύναμη είχε –τα όμορφα παπούτσια με τα χοντρά τακουνάκια είχαν φθαρεί ανεπανόρθωτα από τους ατέλειωτους περιπάτους του κοριτσιού – και οι πέτρες εκσφενδονίστηκαν κουδουνίζοντας περίεργα πριν χαθούν μέσα στα πυκνά. Η Έβελυν σταμάτησε την στιγμή που ετοιμαζόταν να πετάξει το κλαδί σε μια σαύρα που στεκόταν κολλημένη πάνω σε έναν κορμό και την κοιτούσε με περιέργεια.

Γύρισε τα μάτια της προς το σημείο που βρισκόταν ο σωρός με τις πέτρες που είχε κλωτσήσει λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα. Ένα γυαλιστερό κόκκινο χρώμα, στην άκρη του ματιού της, της είχε τραβήξει την προσοχή. Η σαύρα βρήκε την ευκαιρία και χάθηκε μέσα στις πέτρες αλλά η Έβελυν είχε γυρίσει την πλάτη της και τώρα κοίταζε αυτό που έκρυβε ο σωρός.

 

Ένα κόκκινο κομμάτι πανιού. Ήταν βουτηγμένο στο αίμα, κάποιος είχε πεθάνει εδώ και τον είχαν κρύψει. Αυτή ήταν τουλάχιστον η πρώτη σκέψη της αλλά η φαντασία του κοριτσιού κάλπαζε πάντα, σβέλτη σαν ελεύθερο άτι. Η αλήθεια ήταν πως το γυαλιστερό κομμάτι υφάσματος ήταν μια κοντόχοντρη κορδέλα, τυλιγμένη γύρω από το χεράκι μιας παλιάς παιδικής κούκλας. Τα στοιχεία του καιρού δεν της είχαν κλέψει το βαθύ κόκκινο βουργουνδίας με το οποίο την είχε εμποτίσει ο κατασκευαστής της. Η Έβελυν γονατισμένη έσκαψε με προσοχή το κεφάλι, τις λασπωμένες ξανθές ίνες που σχημάτιζαν τα μαλλιά της, τα μαύρα μάτια που ήταν ζωγραφισμένα πάνω στην ραγισμένη πορσελάνη…

 

«Αν ήμουν στην θέση σου, θα σταματούσα.»

 

Η φωνή την κατατρόμαξε σε σημείο να πέσει προς τα πίσω με μια κοφτή παιδική στριγκλιά. Η Έβελυν κοίταξε γύρω της αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν κορμοί δέντρων και πυκνοί θάμνοι. Ομίχλη είχε αρχίσει να σηκώνεται πέρα από τα δέντρα.

«Ποιος είναι εκεί;» Φώναξε εκείνη προσπαθώντας να μην δείξει τον φόβο της, «Βγες έξω!»

«Μα δεν είμαι μέσα για να βγω έξω. Είμαι επάνω,» είπε ξανά η φωνή και την ακολούθησε ένα αγορίστικο γέλιο που στο μυαλό της ήταν κομμένο και ραμμένο για ζαβολιές και αταξίες και στο κλέψιμο μπισκότων από το βάζο.

«Σήκωσε το κεφάλι σου κοριτσάκι.» Είπε πάλι και η Έβελυν το έκανε. Σε ένα από τα ψηλότερα κλαδιά του μεγάλου πεύκου μπροστά της στεκόταν μια φιγούρα, κρυμμένη από τις πυκνές βελόνες, που ταίριαζε σε ένα αγόρι, πιο πολύ σκιά παρά σώμα μέσα στο σκοτάδι των κλαριών.

«Τι κάνεις εκεί πάνω; Δεν σου έχουν μάθει πως είναι αγένεια να κατασκοπεύεις;» Είπε εκείνη καθώς σηκώθηκε από το στρώμα με τις πευκοβελόνες και τίναξε το λερωμένο φόρεμα της.

«Δεν μου έχουν μάθει τίποτα. Έχω δυο μάτια για να βλέπω και δυο αυτιά για να ακούω, δεν χρειάζομαι κανέναν άλλον για να ανακαλύψω τον κόσμο,» Είπε και γέλασε ξανά, κοφτά, καθώς άρχισε να κατεβαίνει τα κλαδιά.

«Ψάχνω τους φίλους μου, τους τρυποκάρυδους. Είναι άφαντοι από χθες το πρωί μετά την μεγάλη καταιγίδα. Μην μιλάς για μια στιγμή,» Είπε και η Έβελυν που ετοιμαζόταν να ρωτήσει κάτι, έπιασε το στόμα της. Το αγόρι που κατά τα φαινόμενα φορούσε ένα δαχτυλίδι, γύρισε και το κροτάλισε πάνω σ τον κορμό του πεύκου, με ταχύτητα σαν εκείνη των πουλιών που έψαχνε. Ο ήχος ήταν αψεγάδιαστος και καθώς η ηχώ του κινήθηκε μέσα στο αλσύλλιο, το αγόρι έφερε το χέρι του στο αυτί του. Δεν ήρθε κάποια απάντηση.

«Φίδια και τσουκνίδια, που να έχουν πάει;» Είπε και έκανε ξανά το ίδιο δίχως αποτέλεσμα.

 

Η Έβελυν περιεργαζόταν βουβή το αγόρι –είχε κατέβει αρκετά χαμηλά ώστε να ξεχωρίζει πια – και οι ερωτήσεις της είχαν πυκνώσει τόσο πολύ που ήταν ένα σμάρι από μέλισσες στο μυαλό της και εκείνη δεν ήξερε με ποια να ξεκινήσει.

Στα πόδια του φορούσε σανδάλια, φθαρμένα σε σημείο το πρότερο σκούρο χρώμα τους να μην ξεχωρίζει πια από το δέρμα με το οποίο ήταν φτιαγμένα. Το παντελόνι του ήταν κι αυτό φθαρμένο, σκισμένο και ραμμένο σε αρκετά σημεία, κοντό ως το γόνατο. Από πάνω φορούσε ένα πουκάμισο που κάποτε πρέπει να ήταν λευκό σαν τα σύννεφα το καλοκαίρι. Τώρα έμοιαζε να έχει πλυθεί εκατοντάδες φορές. Τα ρούχα ήταν φθαρμένα και παλιά όμως ήταν δίχως καμία αμφιβολία, ακριβά και άνηκαν σε ευγενή. Τίποτα δεν έδειχνε βέβαια πως αυτό το αγόρι ήταν κάποιος γόνος αριστοκράτη. Τα μπλεγμένα μαλλιά του, διακοσμημένα με μικρά κλαράκια και πευκοβελόνες, έμοιαζαν με χαίτη νεαρού λιονταριού. Το πρόσωπο του αγοριού ήταν σημαδεμένο από λάσπη, πιθανότατα από το άγγιγμα των βρώμικων δαχτύλων του και τα μάτια του ήταν το πιο ανοιχτό πράσινο που είχε δει ποτέ της, τόσο πολύ που σπινθηροβολούσαν σαν σμαράγδια όταν τα χτυπούσε κάποια ηλιαχτίδα ανάμεσα από τα κλαδιά. Έμοιαζε να είναι ίδια ηλικία με εκείνη, ίσως κι ένα ή δύο χρόνια μικρότερο.

 

Λίγο προτού φτάσει στα χαμηλότερα κλαδιά, το αγόρι πήδηξε κάτω και η Έβελυν έκλεισε τα μάτια της φοβούμενη πως θα γκρεμοτσακιζόταν. Όταν το μόνο που άκουσε ήταν δυο πέλματα που χτύπησαν στο έδαφος και όχι τον ήχο κόκαλων ή βογγητών, άνοιξε τα μάτια της. Το αγόρι στεκόταν μπροστά της και την κοίταζε με περιέργεια, σαν να ήταν κάτι ξένο για εκείνον.

 

«Σε έχω ξαναδεί εδώ. Έχεις έρθει πολλές φορές. Τι έπαθαν τα μάτια σου;» είπε και τέντωσε ένα δάχτυλο που ακούμπησε το βρεμένο μάγουλο του κοριτσιού. Αυτή πισωπάτησε και το χτύπησε με το χέρι της. Τα δάκρυα για το τέλος του βιβλίου είχαν συνεχίσει για ώρα ακόμα κι αν εκείνη δεν το καταλάβαινε.

Το –αρκετά αδύναμο αλλά ξαφνικό –χτύπημα δεν άρεσε στο αγόρι. Ενοχλημένο, έκανε έναν μορφασμό σουφρώνοντας τα χείλια του και την μύτη του και προτού καν η Έβελυν το καταλάβει, το αγόρι είχε φύγει με ταχύτητα. Μάταια έτρεξε το βλέμμα της μέσα στο μικρό αλσύλλιο. Το αγόρι είχε χαθεί όσο ξαφνικά είχε εμφανιστεί.

 

«Περίμενε! Δεν ήθελα να σε χτυπήσω, περίμενε!» Είπε κοιτώντας γύρω της.

 

«Όχι,» ακούστηκε η αγορίστικη φωνή με τελεσίδικο τόνο, «Είσαι κακιά, με πόνεσες.» ακούστηκε αλλά από την αντίθετη πλευρά έτσι ώστε το κορίτσι να μην είναι βέβαιο προς τα πού έπρεπε να στρίψει. Η ομίχλη πλησίαζε τώρα και το κορίτσι κοίταξε προς την πλευρά του σπιτιού. Έριξε μια τελευταία ματιά στην μισοθαμμένη κούκλα με την κόκκινη κορδέλα και άρχισε να προχωράει για να γυρίσει σπίτι.

 

«Φεύγω τότε!» φώναξε προς τα πίσω της. «Συγγνώμη αν σε πόνεσα. Αντίο.»

Το κορίτσι έκανε μερικά βήματα προς το δρομάκι για το σπίτι και σταμάτησε. Κρυμμένη πίσω από ένα μικρό πεύκο και έναν θάμνο με αγίνωτα βατόμουρα, κοίταξε πίσω περιμένοντας. Εκείνης της είχαν μάθει πως ήταν αγένεια να κατασκοπεύεις αλλά το αγόρι είχε σπάσει τον κανόνα, πρώτο. Άλλωστε, σκέφτηκε, οι κανόνες υπήρχαν για να σπάνε.

Δεν είχαν περάσει τρία λεπτά και το αγόρι ξαναεμφανίστηκε περπατώντας προσεκτικά πάνω στις πευκοβελόνες, κοιτώντας γύρω του. Δεν την είχε δει, κι αυτό την έκανε να χαμογελάσει. Το αγόρι έριξε μερικές κλεφτές ματιές γύρω του κι έπειτα γονάτισε πάνω από την κούκλα. Είχε μαζέψει μέσα στις τσέπες του αρκετές πέτρες και τώρα έθαβε ξανά το παιδικό παιχνίδι.

 

Την ώρα που η κούκλα είχε καλυφτεί από το χώμα και τις καφέ βελόνες και το αγόρι είχε φτιάξει ένα στρώμα από πέτρες και ετοιμαζόταν για το επόμενο, η Έβελυν τον έπιασε από τον ώμο. Το αγόρι στρίγγλισε σαν γουρουνάκι και γύρισε για να δει.

 

«Με κατατρόμαξες!» Είπε αλλά δεν προσπάθησε να ξεφύγει.

«Τότε σου ξεπλήρωσα την τρομάρα που μου έδωσες πριν. Και μην σκεφτείς να ξανατρέξεις,» συμπλήρωσε καθώς τον είδε να σουφρώνει το πρόσωπο του ξανά, όπως λίγο πριν γίνει καπνός, νωρίτερα. Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε ξανά προς τις πέτρες.

«Τότε βοήθα με να ξαναστήσω τον σωρό, έλα.»

Η Έβελυν γονάτισε και πήρε μια από τις πέτρες στο χέρι της. Η μυρωδιά του αγοριού ήταν σαν εκείνη του κομμένου γρασιδιού ή της βρεμένης γούνας. Μια περαστική σκέψη της Έβελυν ήταν πότε είχε κάνει μπάνιο τελευταία φορά. Μάλλον χθες όταν έπιασε η μεγάλη καταιγίδα. Δεν είπε τίποτα γι’ αυτό.

«Γιατί θάβεις την κουκλίτσα;» Τον ρώτησε από αληθινή περιέργεια.

«Είναι ενός πολύ κοντινού προσώπου μου. Μου την άφησε όταν έφυγε πριν χρόνια. Μπήκε σε ένα μεγάλο καράβι και δεν ξαναγύρισε. Εδώ είναι το μέρος που το σκέφτομαι.»

«Πέθανε;» Είπε εκείνη καθώς ένιωθε πως είχαν ένα κοινό μεταξύ τους. Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του.

«Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά λείπει εδώ και χρόνια και δεν ξέρω αν θα γυρίσει ποτέ. Δεν ξέρω αν θα το ξαναδώ. Οπότε εδώ είναι το μέρος που έρχομαι για να το σκέφτομαι. Λογικό δεν είναι;»

Η Έβελυν δεν ήξερε αν ήταν λογικό ή αν έπρεπε να συμφωνήσει. Οι τάφοι ήταν κάτι πολύ αληθινό για εκείνη και σήμαιναν απώλεια.

«Ο τάφος δεν είναι απλά μια τρύπα που θάβουμε τους νεκρούς μας,» είπε το αγόρι βάζοντας με προσοχή τις πέτρες, σαν να είχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό του, «είναι το μέρος πάνω από το οποίο στεκόμαστε και αναλογιζόμαστε αυτό το αγαπημένο πρόσωπο όπως ήταν όταν ζούσε, θυμόμαστε τις στιγμές μας με εκείνο και δεν ξεχνάμε. Πρέπει να χαιρόμαστε για την ζωή που ζήσαμε και για εκείνον όταν ήταν κομμάτι της, γιατί δεν θα ήθελε να μας στεναχωρεί η απώλεια του. Ίσως επειδή ποτέ δεν μας αφήνει. Κανείς δεν πεθαίνει αληθινά όσο υπάρχει κάποιος να τον σκέφτεται. Νάτο πάλι.» Είπε αυτός και η Έβελυν κοντοστάθηκε, ρουφώντας την μύτη της.

«Ποιο;»

«Τα μάτια σου. Είναι κόκκινα και στάζουν.» Είπε και γύρισε το κεφάλι του σαν σκυλάκι που κοιτάζει με περιέργεια. Η Έβελυν σκούπισε τα μάτια της και χαμογέλασε ντροπαλά. Σκέφτηκε τα λόγια του αγοριού, παράταιρα για την ηλικία του αλλά τόσο αληθινά όσο και οι δικές της σκέψεις της οποίες δεν μπορούσε ποτέ να εκφράσει με τέτοιον τρόπο.

«Δεν είναι τίποτα. Θα μου περάσει.»

Το αγόρι πραγματικά έδειχνε χαμένο, γι’ αυτό απλά κούνησε το κεφάλι του και πήρε την πέτρα από το χέρι της. Την έβαλε με προσοχή, σαν ζαχαροπλάστης που βάζει ένα γυαλιστερό κερασάκι πάνω στο γλυκό του και χαμογέλασε.

«Έτοιμο. Γιατί το κλώτσησες πριν;»

«Ήμουν στεναχωρημένη. Συγγνώμη.»

«Γι’ αυτό έσταζαν τα μάτια σου;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Τώρα σηκώθηκαν πάνω.

«Πως σε λένε κοριτσάκι;» Την ρώτησε σκουπίζοντας τα χέρια του. Εκείνη έπιασε το κάτω μέρος του φορέματος της και υποκλίθηκε τυπικά όπως της είχαν μάθει.

«Έβελυν Χέρβι . Μένω με την μητέρα μου στο σπίτι στα νότια. Εσένα;»

Την ώρα που το αγόρι άνοιγε το στόμα του, κάτι τον σταμάτησε. Ένα πλατύ χαμόγελο ανέτειλε στο πρόσωπο του και έβαλε το χέρι του στο αυτί του.

«Το ακούς αυτό;»

Ένα μακρινό κροτάλισμα αντήχησε μέσα στο αλσύλλιο. Η Έβελυν γύρισε κι εκείνη για να αφουγκραστεί. Άλλο ένα συνάντησε το πρώτο. Το αγόρι γύρισε και χτύπησε τον κορμό με το χοντρό δαχτυλίδι του –από κοντά έμοιαζε σαν ράμφος, φτιαγμένο από κόκαλο ή γυαλιστερό ξύλο – βγάζοντας τον ίδιο θόρυβο. Αυτή τη φορά, ήρθε απάντηση από τρία διαφορετικά μέρη.

«Γύρισαν! Γύρισαν οι φίλοι μου!» Είπε και άρχισε να σκαρφαλώνει με ευκολία το πεύκο.

«Στάσου,» του φώναξε εκείνη αλλά γρήγορα χάθηκε ανάμεσα στα κλαριά. Η χορωδία των τρυποκάρυδων επέστρεψε στο αλσύλλιο, λες και δεν είχαν λείψει στιγμή. Η Έβελυν στάθηκε για λίγο περιμένοντας κάτω από το μεγάλο πεύκο αλλά οι φωνές της δεν έφεραν κάποιο αποτέλεσμα.

«Τι περίεργο αγόρι,» είπε δυνατά την σκέψη της, κυρίως για να γεμίσει την ησυχία γύρω της. Τα κρύα δάχτυλα της ομίχλης είχαν αρχίσει να χαϊδεύουν τους αστραγάλους της και ο ήλιος είχε γείρει πια, έτοιμος να πέσει στην αγκαλιά των βουνών στη δύση. Σύννεφα έρχονταν από ψηλά, κουβαλώντας βροχή. Έπρεπε να γυρίσει πίσω πριν την προλάβουν έξω.

Περπατώντας στον γνώριμο δρόμο για το αρχοντικό, συχνά πυκνά έριχνε μερικές ματιές στο αλσύλλιο – ο αέρας κουβαλούσε ακόμα τον διακεκομμένο κρότο των τρυποκάρυδων – και σκεφτόταν την αναπάντεχη γνωριμία της με το αγόρι. Τα λόγια του και –κυρίως – οι τρόποι του της έφερναν στο μυαλό τον Τζόνας. Βέβαια το αγόρι στο βιβλίο των Μπιούφορντ δεν είχε ολότελα ανθρώπινο αίμα στις φλέβες του αλλά και ξωτικών ή σκανδαλιάρικων καλικάντζαρων, και έδινε στο δέρμα του μια αχνογάλανη απόχρωση. Οι εικόνες του ήταν συνήθως άχρωμες αλλά οι περιγραφές του ήταν πάντα ίδιες, μια γαλάζια σκιά που του έδινε το προσωνύμιο του. Μάλιστα, μια από τις ελάχιστες εικόνες που είχαν ντυθεί με χρώμα έδειχναν αυτό το χαρακτηριστικό ξεκάθαρα, το αγόρι καθισμένο πάνω σε ένα τεράστιο πιτσιλωτό μανιτάρι με ένα χαμόγελό που σχεδόν έσκιζε το γαλάζιο πρόσωπο του.

 

Και φυσικά ο Τζόνας ήταν αποκύημα της ζωηρής φαντασίας της οικογένειας Μπιούφορντ εδώ και εκατό χρόνια, όχι ένα αγοράκι που έπαιζε με τους τρυποκάρυδους. Η Έβελυν ένιωσε τώρα μια ανησυχία για εκείνον. Η μέρα χανόταν από πάνω τους και τα κοντινότερα σπίτια από εκείνη την πλευρά ανήκαν σε ένα χωριό αρκετά χιλιόμετρα από το δασάκι. Ίσως θα έπρεπε να τον προσκαλέσει στο αρχοντικό; Όμως η μητέρα της δεν ήθελε κόσμο στο σπίτι και ήταν απόλυτη σ’ αυτόν τον κανόνα.

Και δεν είχε μάθει καν ποιο ήταν το όνομα του.

 

Με αυτές τις σκέψεις και με τις πρώτες σταγόνες να χτυπάνε στο χώμα, η Έβελυν έφτασε σπίτι. Την ώρα που έμπαινε μέσα και κλείδωνε την εξώπορτα, μια άλλη πόρτα από τον πάνω όροφο ακούστηκε να κλείνει.

«Μαμά, εσύ είσαι;» Η μοναδική απάντηση ήταν τα ρολόγια γύρω της αλλά δεν περίμενε και κάτι διαφορετικό. Καθώς αφουγκράστηκε, άκουσε τον πνιγμένο ήχο από ελατήρια κρεβατιού ακριβώς από πάνω της. Η γυναίκα είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί.

«Καληνύχτα,» μουρμούρισε. Της έλειπε η φωνή της. Της έλειπε η μαμά της σχεδόν όσο κι ο μπαμπάς της και γρήγορα το κορίτσι ένιωσε βάρος στο στέρνο της, έναν πνιγηρό κόμπο που ανέβαινε σιγά σιγά στον λαιμό της. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον, αυτή η λαχτάρα της είχε γίνει εμφανής από τα λίγα λόγια που αντάλλαξε με το αγόρι νωρίτερα. Κοίταξε γύρω κουνώντας το κεφάλι και το βλέμμα της έπεσε πάνω σε μια όμορφη ομπρέλα δίπλα στην πόρτα.

 

Λίγα λεπτά αργότερα, το κορίτσι στεκόταν σιωπηλό για ώρα ενώ η βροχή έπεφτε γύρω της και πάνω στην λευκή ομπρέλα που την προστάτευε. Κοίταζε τα μαραμένα αγριολούλουδα μέσα στο μπρούτζινο βάζο τους, με τα πέταλα τους να τινάζονται στα χτυπήματα των σταγόνων.

«Έκανα έναν καινούργιο φίλο σήμερα.» Είπε τελικά και το μικρό χέρι άγγιξε την μαρμάρινη επιφάνεια στο πλάι της, στιλπνή και παγωμένη.

«Δεν ξέρω πως τον λένε αλλά θα πάω και αύριο στο αλσάκι, μήπως και τον συναντήσω. Είναι κομματάκι αλλόκοτος αλλά μου φάνηκε καλόψυχος.»

Ένας άγγελος από λευκό αλάβαστρο ορθωνόταν δίπλα στο κορίτσι, ντυμένος με έναν αναρριχητικό κισσό ως τον λαιμό. Στα χέρια του κρατούσε ένα λεπτό ξίφος που έδειχνε στον ουρανό. Η βροχή έκανε το ήρεμο πρόσωπο του να κλαίει.

«Μου λείπεις πολύ. Συγγνώμη που δεν έρχομαι συχνά αλλά είναι δύσκολο. Η μαμά με έχει ανάγκη, το σπίτι με έχει ανάγκη, όλα είναι τόσα πολλά και…» Οι λέξεις πνίγηκαν στον λαιμό της και δεν προσπάθησε να της βγάλει. Το χέρι της ήταν ακόμα κολλημένο στο μάρμαρο, μούσκεμα ως το κόκαλο από την ανοιξιάτικη μπόρα.

«Η μαμά δεν μου δίνει σημασία πια. Είμαι σαν φάντασμα για εκείνη. Έχει το μυαλό της πάντα σε σένα και σε τίποτα άλλο, έδιωξε όλους τους υπηρέτες και το σπίτι είναι άδειο. Φοβάμαι για εκείνη, φοβάμαι και για εμένα, δεν θα τα καταφέρω.»

Οι βροντές μουρμούριζαν υπόκωφα στον ορίζοντα. Η βροχή δυνάμωνε.

Έχω… έχω να σε ονειρευτώ καιρό. Αν με ακούς… έλα σε παρακαλώ απόψε, καλά;»

Η κοριτσίστικη φωνή έβγαινε από μέσα της σαν κρώξιμο καθώς προσπαθούσε να κρατήσει τους λυγμούς της. Ήταν όσο δύσκολο περίμενε να είναι και ακόμα περισσότερο αλλά ο κόμπος που έκλεινε τον λαιμό της, έμοιαζε σιγά σιγά να λύνεται.

«Λοιπόν,» είπε και πήρε βαθιά ανάσα, «πρέπει να φύγω τώρα αλλά σου υπόσχομαι ότι θα έρχομαι πιο συχνά από δω και μπρος.» Έσκυψε και φίλησε το μάρμαρο και απομακρύνθηκε αργά. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να καθαρίσει τους κισσούς που αγκάλιαζαν την μαρμάρινη πλάκα και τον άγγελο, και να μαζέψει νέα λουλούδια για τα αντικαταστήσει. Μια από τις πρώτες μνήμες στο παιδικό μυαλό που περιείχαν τον μπαμπά της ήταν εκείνου δίπλα στο κρεβάτι της, αρματωμένου και ντυμένου με την στολή –που τώρα στεκόταν μέσα στην προθήκη μαζί με τα γυαλιστερά παράσημα– να γεμίζει το βάζο δίπλα της με πολύχρωμα λουλούδια. Ήταν ώρα να το κάνει κι αυτή για εκείνον.

Από την μικρή καγκελόπορτα που έκλεινε αυτό το απομονωμένο κομμάτι του κήπου, είδε ψηλά στο σπίτι το δωμάτιο της μητέρας της. Το φως ενός κεριού τρεμόπαιζε ακόμα πίσω από την πράσινη κουρτίνα.

 

Είχε νυχτώσει εντελώς. Μετά από ένα γρήγορο μπάνιο –οι λάσπες που είχαν κολλήσει στα χέρια και τα πόδια της ταίριαζαν περισσότερο σε αγρίμι παρά σε κόρη ευγενικής γενιάς – το κορίτσι καθόταν με το μεγάλο βιβλίο στην αγκαλιά της και κοίταζε τις εικόνες του Τζόνας, κυρίως την έγχρωμη εικόνα του στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Δεν πρόσεχε τόσο το ανοιχτό βιβλίο μπροστά της. Ο νους της ταξίδευε στον μπαμπά της, στις δουλειές που την περίμεναν αύριο αλλά κυρίως στην καινούργια φωνή που είχε ακούσει σήμερα. Τα μάτια της, όχι πια βουρκωμένα αλλά βαριά από την κούραση, είχαν σχεδόν κλείσει όταν κάτι περίεργο συνέβη γύρω της.

Το κερί τρεμόπαιξε στο άγγιγμα μιας αθέατης ριπής ανέμου. Ρίγος έτρεξε στο δέρμα του κοριτσιού και της ήρθε ξανά εκείνη η οσμή φάντασμα της θάλασσας και της βρεγμένης γης. Κάτι έμοιαζε να αστράφτει μπροστά της και το βλέμμα της έπεσε πάνω στην εικόνα.

Θα ορκιζόταν ότι τα μάτια του Τζόνας ήταν κλειστά στο χαρτί μέχρι και λίγα δευτερόλεπτα πριν. Θα το ορκιζόταν σε οτιδήποτε, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να μην θυμάται αυτό το σπινθηροβόλο πράσινο βλέμμα που φώτιζε όλη την ζωγραφιά. Το μυαλό της την έστειλε πίσω στο αλσάκι, στο ανώνυμο αγόρι με τα πράσινα μάτια.

«Αποκλείεται...» Είπε και άρχισε να γυρίζει τις σελίδες για να βρει την επόμενη έγχρωμη εικόνα του αγοριού κάπου στα μισά του βιβλίου, όταν βρήκε κάτι ακόμα πιο συναρπαστικό. Τα μάτια της γούρλωσαν πάνω σε μια από τις σελίδες. Αν αυτή η ιστορία υπήρχε πιο πριν, τότε η Έβελυν την είχε προσπεράσει.

 

Ο τίτλος της ήταν ‘Ο Τζόνας και οι Τρυποκάρυδοι.’

 

Ήταν μια σύντομη ιστορία, όπως αποκάλυψαν τα τρεμάμενα δάχτυλα που γύριζαν τις σελίδες, γραμμένη από τον επιστάτη τους, τον τελευταίο που είχε γράψει σ’ αυτό το βιβλίο. Στο τέλος του διηγήματος, κάτω από τα όμορφα γράμματα του κυρίου Μπιούφορντ είχε μια εικόνα που η Έβελυν δεν είχε ξανασυναντήσει. Μια εικόνα του ατίθασου αγοριού σκαρφαλωμένου σε ένα δέντρο…

«Θεέ μου…» Είπε και το χέρι της σχεδόν έσκισε την σελίδα από το τρέμουλο. Εκεί ήταν ο Μπλε Τζόνας σχηματισμένος με σκούρο κάρβουνο, με τα πόδια του τυλιγμένα γύρω από τον κορμό και το χέρι του να χτυπάει τον κορμό. Η ζωγραφιά ήταν απλοϊκή αλλά ξεκάθαρη και να και το πουκάμισο και το παντελόνι ως τα γόνατα και όλα ήταν εκεί. Λίγο πάνω από το χέρι του Τζόνας βρισκόταν ένας τρυποκάρυδος με το ράμφος του βαθιά στον κορμό, άλλος ένας στο διπλανό δέντρο και τρεις ακόμη που στέκονταν παράμερα σε ένα κλαρί και κοιτούσαν το αγόρι.

 

«Αληθινός! Είναι αληθινός! Υπάρχει στα αλήθεια!» Ξεφώνισε έπειτα από το αρχικό σάστισμα. Σηκώθηκε όρθια και η νύστα που ένιωθε ως εκείνη τη στιγμή μετατράπηκε σε χαρά και έκπληξη, συναισθήματα που είχε σχεδόν ξεχάσει. Καιρό τώρα, έψαχνε έναν φίλο για να μπορεί να μιλάει και να παίζει και τώρα οι μοίρες της είχαν στείλει κάτι πολύ πιο τρανό, ένα παραμυθένιο πλάσμα που είχε εμφανιστεί μπροστά της –με σάρκα και οστά– και της είχε μιλήσει. Ήταν εκεί, το είχε αγγίξει!

Έτρεξε προς την κάμαρα της μαμάς της και συγκράτησε τον εαυτό της από το να τινάξει το πόμολο και να τιναχτεί στην αγκαλιά της. Με το χαμόγελο να κρέμεται στο πρόσωπο της από την έξαψη, άνοιξε μαλακά την πόρτα και για μια στιγμή το σκοτάδι της κάμαρας της φαινόταν μια ικμάδα λιγότερο ζοφερό. Ο δίσκος με το μισοφαγωμένο φαγητό βρισκόταν δίπλα στην πόρτα κι το μικρό κερί που είχε δει από το παράθυρο έκαιγε πλάι στο κρεβάτι, σκιαγραφώντας την κοιμώμενη σιλουέτα της μαμάς της. Η γυναικεία ανάσα ήταν κοφτή και το πρόσωπο της χαρακωμένο από τα νύχια της απόγνωσης, κάνοντας το να φαίνεται γερασμένο πέρα από τα τριάντα χρόνια της.

 

Η Έβελυν δεν έκανε φασαρία, μόνο πατώντας στις μύτες πλησίασε, φύσηξε την φλόγα από το σχεδόν λιωμένο κερί και έδωσε ένα φιλί στις μπούκλες της γυναίκας.

«Βρήκα έναν φίλο μαμά. Είναι εκπληκτικό.» Ψιθύρισε στο αυτί της. Εκείνη συνέχισε να κοιμάται, με έναν μικρό αναστεναγμό σαν μοναδική της απόκριση. Η Βαλεντίν Φλερ-Χέρβι ταξίδευε στα όνειρα της και εκείνος ο τόπος ήταν σίγουρα πιο όμορφος από την πραγματικότητα. Η κόρη της δεν θέλησε να ταράξει τον ύπνο της. Μόνο έκλεισε την πόρτα και έτρεξε ξανά –όσο πιο σιωπηλά μπορούσε – ως το δωμάτιο ανάγνωσης, πήρε το βαρύ βιβλίο και πήγε γρήγορα στο δωμάτιο της. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει το τρέμουλο που ένιωθε και άρχισε να γυρίζει τις σελίδες με προσοχή ενώ το σάρκινο ρολογάκι στο στέρνο της χτυπούσε πιο γρήγορα από ποτέ.

«Ο Τζόνας και οι τρυποκάρυδοι…» αναφώνησε με χαρά. Ήταν μια ιστορία για το πώς ο Τζόνας έσωσε τα αυγά των πουλιών από μια τρομερή καταιγίδα και πως οι τρυποκάρυδοι του είχαν δώσει από ευγνωμοσύνη ένα μαγικό δαχτυλίδι –φτιαγμένο από σκληρό σιδερόξυλο που είχαν σκαλίσει με τα ράμφη τους – με το οποίο μπορούσε να μιλήσει μαζί τους. Πόσο πιο εκπληκτική της φαινόταν τώρα που καταλάβαινε πως είχε συμβεί πραγματικά! Όταν ακόμα η συμφορά δεν είχε χτυπήσει το σπίτι και μέσα του ακούγονταν γέλια και μιλιές ανθρώπινες, οι υπηρέτριες και ο ίδιος ο κύριος Μπιούφορντ της έλεγαν ιστορίες για τις νεράιδες και τα πλάσματα που ζούσαν στην εξοχή γύρω τους, καλόβολες οντότητες που κρύβονταν από τον κόσμο των μεγάλων. Σίγουρα ο επιστάτης γνώριζε για την ύπαρξη του αγοριού όπως και όλη η οικογένεια του κι αυτό ήταν το μυστικό τους, περασμένο σε ένα βιβλίο παραμυθιών. Η Έβελυν διάβασε την ιστορία τρεις φορές και το χαμόγελο δεν χάθηκε από το πρόσωπο της μέχρι την ώρα που ο ύπνος ήρθε για να την ξεκουράσει. Είδε πολλά όνειρα εκείνο το βράδυ, μνήμες μπλεγμένες με τα σενάρια που έφτιαχνε το παιδικό μυαλό της, το αγόρι του παραμυθιού, τον μπαμπά της και την μαμά της, όλοι μαζί χαρούμενοι με εκείνη στο κέντρο, ευτυχισμένη.

 

 

 

Από την πόλη μακριά στα νότια, ένας πετεινός καλωσόρισε την καινούργια ημέρα που ερχόταν αργά από την συννεφιασμένη δύση. Τα γυαλιστερά μάτια της άνοιξαν, πετάρισαν φευγαλέα για μια στιγμή και το κορίτσι, πλήρως ξύπνιο, τινάχτηκε σαν ελατήριο ρολογιού από το κρεβατάκι. Ήθελε να πάει στο αλσύλλιο και να συναντήσει το αγόρι των ιστοριών αλλά αυτό θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να τελειώσουν οι δουλειές του σπιτιού. Τα περισσότερα δωμάτια του μεγάλου σπιτιού δεν χρησιμοποιούνταν πια μιας και μετά την απομάκρυνση του προσωπικού, ένα μικρό κομμάτι της μεγάλης έπαυλης ήταν υπεραρκετό για τις δυο τους, πόσο μάλλον όταν η κυρά του αρχοντικού έβγαινε ελάχιστα από την κάμαρα της. Το μόνο δωμάτιο που χρησίμευε ακόμα στην άλλη πλευρά του σπιτιού –πέρα από τις κλειδωμένες πόρτες και τα χοντρά βελούδινα κορδόνια που έκλειναν τους διαδρόμους – ήταν το δωμάτιο με τους καθρέφτες. Αυτό βοηθούσε την Έβελυν που μπορούσε να κρατήσει καθαρά τα λίγα δωμάτια που χρησιμοποιούνταν με σχετική ευκολία. Όταν τέλειωσε με το καθάρισμα του σπιτιού και ετοίμασε μια σούπα λαχανικών –η ανάγκη είχε κάνει το κορίτσι να γίνει γρήγορα καλό σε πράγματα που της φαινόταν τρομερά δύσκολα μερικές βδομάδες νωρίτερα – η ώρα στο μεγάλο ρολόι του σαλονιού έλεγε ακόμα δέκα. Θα προλάβαινε να πάει ως τα πεύκα και να είναι πίσω πολύ νωρίτερα από την ώρα του μεσημεριανού. Και θα έπαιρνε και το βιβλίο μαζί της.

 

Έτσι ξεκίνησε με τον τόμο ανά χείρας και το βάρος του να της φαίνεται μηδαμινό. Κάθε βήμα που την έφερνε πιο κοντά στο δασάκι ήταν ελαφρύ και χαρούμενο, σαν πατήματα χορού στους ρυθμούς μιας άηχης μελωδίας. Ένα σωρό σκέψεις κυλούσαν μέσα στο μυαλό της, πράγματα που ήθελε να ρωτήσει μέσα από τις παλιές σελίδες, να μάθει για το αγόρι, ερωτήματα που είχαν γεννηθεί μέσα από την ανάγνωση και περίμεναν καρτερικά απάντηση εδώ και βδομάδες. Προτού προλάβει να τα συντάξει σε μια σειρά μέσα στο κεφάλι της, οι σκιές των πεύκων την είχαν σκεπάσει. Η χθεσινοβραδινή ομίχλη είχε αποτραβηχτεί και το άλσος ήταν ντυμένο με λαμπερές ηλιαχτίδες. Τα γνώριμα χτυπήματα των τρυποκάρυδων την τύλιξαν για άλλη μια φορά καθώς έτρεξε για να βρει τον σωρό με τις πέτρες. Κάτι μέσα της έλεγε πως θα τον συναντούσε και πάλι.

Όμως, προς μεγάλη της έκπληξη και στεναχώρια και παρά το ψάξιμο τους, δεν στάθηκε ικανή να βρει ούτε τον σωρό ούτε το αγόρι. Ήταν σίγουρη για το σημείο και καθ’ όλη την διάρκεια της αναζήτησης, τα βήματα της την έφερναν στο ίδιο σημείο. Τώρα, όσο περνούσε η ώρα και ο ήλιος σκαρφάλωνε ανάμεσα από τις πευκοβελόνες, εμφανίστηκαν οι πρώτες αμφιβολίες στο κορίτσι. Με την πλάτη της ακουμπισμένη σε ένα νεαρό πεύκο, άρχισε να αναρωτιέται για πολλά, ακόμα και για την χθεσινή της συνάντηση με το αγόρι. Ήταν δυνατόν να το είχε ονειρευτεί; Θα μπορούσε η αγάπη της για το βιβλίο που τώρα βάραινε τα γόνατα της να της προκαλέσει τέτοια σύγχυση; Δεν υπήρχε περίπτωση, σκέφτηκε, το άγγιγμα του αγοριού ήταν ξεκάθαρα αληθινό, η μυρωδιά του υπήρχε ακόμα στην μύτη της, το ίδιο και η αίσθηση των πετρών και της κόκκινης κορδέλας στα χέρια της.

Οπότε, που ήταν;

«Που είσαι λοιπόν;» Φώναξε, μια κραυγή γεμάτη στεναχώρια και απογοήτευση και άφησε το βιβλίο να πέσει δίπλα. Αυτό που της έμοιαζε τόσο ανάλαφρο μια ώρα πριν, τώρα φάνταζε σαν μολυβένιο βαρίδι. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο και άρχισε να κλαίει ενώ ψηλά ανάμεσα στα κλαδιά οι τρυποκάρυδοι πέταξαν τρομαγμένοι μακριά. Κάθισε για λίγη ώρα εκεί, αφήνοντας την υπερένταση και τα υπόλοιπα παγιδευμένα συναισθήματα που κουβαλούσε μέσα της να κυλήσουν, όταν κάτι άγγιξε τα μαλλιά της.

Ήταν μια λαμπερή κορδέλα που πετάριζε στο ελαφρύ αεράκι. Η υφή της ήταν ακριβώς σαν της προηγούμενης, ακριβό μετάξι, κρύο στο άγγιγμα. Σκουπίζοντας το πρόσωπο της, κοίταξε το λεπτοκαμωμένο ύφασμα.

Αυτή τη φορά η κορδέλα ήταν γαλάζια. Είχε ένα μοτίβο από μικρά αστεράκια σε γραμμή πάνω της. Την άφησε να πέσει κι εκείνη στην αγκαλιά του αέρα κατέληξε αργά, σαν σε όνειρο, πάνω στο ανοιγμένο βιβλίο.

Για άλλη μια φορά, οι σελίδες του έμοιαζαν να έχουν αλλάξει. Πλάι σε μια γνώριμη ιστορία, υπήρχε μια ολοκαίνουργια εικόνα. Η Έβελυν κοίταξε για μια στιγμή την σελίδα και μετά μπροστά της, πέρα από το αλσύλλιο. Σηκώθηκε και τινάζοντας τις πευκοβελόνες από το φόρεμα της, άρχισε να τρέχει. Το προαίσθημα που της έλεγε πως θα συναντούσε και σήμερα το αγόρι δεν ήταν λανθασμένο. Είχε απλά πέσει έξω στην τοποθεσία.

Η απόσταση ήταν μεγάλη και τώρα το βάρος του βιβλίου λύγιζε το μικρό κορίτσι. Έτρεχε για ώρα και είχε καλύψει παραπάνω από τη μισή απόσταση, αφήνοντας το σπίτι της πίσω. Έκανε μια στάση στην διαδρομή για να κερδίσει πίσω τις χαμένες ανάσες της, σταματώντας πάνω στο σταυροδρόμι του παλιού χωμάτινου δρόμου με το βλέμμα της κολλημένο στον ορίζοντα. Ο ουρανός πριν το μεσημέρι ήταν ένα γαλανό στρώμα, κεντημένο με μικρά σύννεφα σαν παλιό ρούχο με ραμμένα κομμάτια ύφασμα. Δίπλα της, η γαλάζια κορδέλα πετάριζε, πιασμένη ανάμεσα στις σελίδες με την καινούργια εικόνα σαν σελιδοδείκτης από βελούδο. Δεν τόλμησε να το ανοίξει, με τον φόβο πως ίσως και να χανόταν αν το κοίταζε πολύ ώρα.

Την ώρα που ετοιμαζόταν να σηκωθεί, ένα χρεμέτισμα αλόγου ακούστηκε από τον δυτικό δρόμο. Ο καλπασμός δυο αλόγων έφτασε στα αυτιά της την στιγμή που η Έβελυν είδε τους δυο καβαλάρηδες να έρχονται προς το μέρος της. Ήταν στρατιώτες, σαν τον νεαρό άντρα που είχε φέρει την σύνταξη τους σπίτι πριν βδομάδες. Σαν εκείνους που διοικούσε ο μπαμπάς της. Δεν έκανε κάποια κίνηση να σηκωθεί από την θέση της μόνο πήρε το βιβλίο στην αγκαλιά της, κρατώντας το όπως θα κρατούσε μια αγαπημένη κούκλα.

 

Οι στρατιώτες την είδαν κι εκείνοι και σταμάτησαν τα άλογα τους σε μια απόσταση λίγων μέτρων. Τράβηξαν τα γκέμια γυρίζοντας τα άλογα πλάγια, για να μην τρομάξει το κορίτσι από τα βαριά πόδια του αλόγου. Ο ένας από τους δυο, ντυμένος με την γνωστή κυανέρυθρη στολή των ιππέων, της είπε με βραχνή αλλά ευγενική φωνή.

«Καλή σου μέρα νεαρή δεσποινίς. Έχεις χαθεί;»

Εκείνη απλά κούνησε το κεφάλι της αλλά δεν είπε τίποτα.

«Που μένεις; Που είναι οι δικοί σου;» Ξαναρώτησε ο ίδιος στρατιώτης.

Η Έβελυν έδειξε βόρεια με το χέρι της. Το σπίτι της φαινόταν ακόμα αχνά πέρα από τα λιβάδια που βρίσκονταν ανάμεσα τους.

«Το σπίτι των Χέρβι. Είναι η κόρη του μακαρίτη του λοχαγού,» είπε χαμηλόφωνα ο νεαρός στον συμπολεμιστή του.

Εκείνος δεν είχε μιλήσει ακόμα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο βιβλίο που κρατούσε το κορίτσι. Ψιθύρισε κάτι κάτω από το μουστάκι του, δείχνοντας με ένα νεύμα τον δερματόδετο τόμο. Ο στρατιώτης που είχε μιλήσει, κοίταξε κι εκείνος με νέο ενδιαφέρον.

«Τι κρατάς εκεί μικρή μου;»

Η Έβελυν έσφιξε προστατευτικά το βιβλίο έτσι που η γαλάζια κορδέλα ακουμπούσε στο σαγόνι της.

«Μπορώ να δω λίγο σε παρακαλώ;» Είπε εκείνος χαμογελώντας και προτείνοντας το χέρι του.

Εκείνη κούνησε ξανά το κεφάλι της βιαστικά και έσφιξε το βιβλίο τόσο που τα δάχτυλα της άσπρισαν.

Ο στρατιώτης δεν επέμεινε. Αντάλλαξε δυο γρήγορες κουβέντες με τον άλλο στρατιώτη και γύρισαν τα άλογα τους ξανά προς τον δρόμο.

«Γύρνα σπίτι δεσποινίς. Αυτό που έχεις εκεί δεν είναι για να το κουβαλάς στην εξοχή. Ώρα σου καλή λοιπόν.» Είπε και έβγαλε το καπέλο του για να χαιρετήσει. Ο διπλανός του έκανε το ίδιο και με ένα χτύπημα των τακουνιών τους στα πλευρά του αλόγου, ξεκίνησαν και πάλι τον δρόμο τους.

 

Η Έβελυν δεν είχε πει ούτε κουβέντα στο σύντομο συναπάντημα. Δεν περίμενε βέβαια από τους στρατιώτες να της πούνε πως το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν πολύτιμο, το ήξερε καλύτερα από εκείνους. Πως ήξεραν όμως εκείνοι την αξία του;

Ξεφύσησε και αποφάσισε πως δεν ήταν κάτι για να προβληματιστεί. Μάλλον το καλό υλικό που το έντυνε είχε τραβήξει την προσοχή τους. Είχε μεγαλώσει μέσα σε πλούσιο περιβάλλον και τα δερματόδετα βιβλία που κοσμούσαν τις βιβλιοθήκες του αρχοντικού –συνηθισμένη εικόνα για εκείνη – θα θωρούσαν πολύ ακριβά στα μάτια γιών αγροτών και ψαράδων. Τους ακολούθησε για λίγο με το βλέμμα ώσπου είχαν γίνει ένα μικρό συννεφάκι σκόνης πέρα από τα δέντρα κατά μήκος του ανατολικού δρόμου.

Όχι ότι είχαν άδικο πάντως. Το βιβλίο αυτό έπρεπε να προστατεύεται. Αλλά η Έβελυν ήθελε να μάθει πως θα θωρούσε στα μάτια ενός αγοριού που κοσμούσε τις ίδιες του τις σελίδες. Και ήξερε τώρα που θα το έβρισκε. Οι σκιές και γραμμές από κάρβουνο στο χαρτί συνέθεταν μια εικόνα –ένα αργό σκοτεινό ποτάμι κι ένας παλιός μύλος στην όχθη του, με τον Τζόνας σκαρφαλωμένο πάνω του – πολύ γνώριμη στο μικρό κορίτσι.

 

Από αυτή την πλευρά, η όχθη ήταν καθαρή από δέντρα και θάμνους και ο δρόμος ήταν πολυπερπατημένος από πόδια ανθρώπων και ζώων, και ρόδες κάρων που κουβαλούσαν σακιά από τον μύλο. Η Έβελυν ακούμπησε με προσοχή το βιβλίο πάνω στην πλατιά επιφάνεια ενός κομμένου κορμού. Πλησίασε την όχθη και αφήνοντας κατά μέρος τα παπούτσια που φορούσε, βύθισε τα πόδια της στα ρηχά κοιτώντας κλεφτά γύρω της. Το νερό τραγουδούσε το κελαρυστό τραγούδι του καθώς κυλούσε πάνω στο σώμα του ποταμού και γυρνούσε την παλιά ρόδα εκατό μέτρα παρακάτω. Αυτή την φορά δεν θα έψαχνε. Θα άφηνε το αγόρι να την βρει, όπως είχε γίνει και την τελευταία φορά. Αφέθηκε να ευχαριστηθεί την κρύα αίσθηση του υγρού χώματος στα κουρασμένα πέλματα –η απόσταση που είχε διανύσει με το φορτίο της δεν ήταν και μικρή – και το βλέμμα της τραβήχτηκε ξανά προς την ρόδα του μύλου και στα ψηλότερα πατώματα του, εκεί που τα στενά παράθυρα έμοιαζαν με τυφλά μάτια από το σκοτάδι που τα τύλιγε. Αναρωτήθηκε –και όχι για πρώτη φορά – τι έκρυβαν πίσω τους και πόσο καιρό είχε να μπει μέσα άνθρωπος. Φοβόταν βέβαια να πάει μόνη της και δεν υπήρχε ούτε μια στο εκατομμύριο κάποιος να της επέτρεπε αυτή την ανείπωτη επιθυμία.

 

«Ει, σε ξέρω εσένα.»

Αυτή τη φορά ο ήχος της φωνής, ξαφνικός και αναπάντεχος όπως και χθες, δεν έκανε το κορίτσι να τρομάξει. Γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω και είδε το αγόρι πλάι στο κούτσουρο του κομμένου δέντρου. Κρατούσε το βιβλίο στα χέρια του και το κοιτούσε, δείχνοντας περισσότερο ενδιαφέρον στην υφή και την οσμή του εξώφυλλου παρά στο εσωτερικό του. Καθώς εκείνη έβαλε βιαστικά τα παπούτσια της και πλησίασε, το αγόρι ανεβοκατέβασε αμυδρά στα χέρια του τον τόμο, για να υποδείξει το βάρος του και το άφησε πάλι κάτω ξεφυσώντας.

«Είσαι η Έβελυν από το αλσάκι.»

«Κι εσύ είσαι ο Τζόνας ο γαλάζιος, το αγόρι από τις ιστορίες.» Είπε εκείνη χαμογελώντας θριαμβευτικά, δείχνοντας ελαφρά με το χέρι της το βιβλίο. Εκείνος απλά σήκωσε έναν ώμο σαν να μην είχε σημασία για εκείνον και πλησίασε το κορίτσι.

«Είσαι αληθινός;» Ρώτησε εκείνη. Ήταν χαζή ερώτηση αλλά ένιωθε ότι έπρεπε να το ξεκαθαρίσει.

Το αγόρι δεν απάντησε λεκτικά αλλά την τσίμπησε στο χέρι. Η Έβελυν τραβήχτηκε πίσω από τον ξαφνικό πόνο.

«Άουτς! Αυτό πόνεσε!» Είπε εκείνη. Ο Τζόνας χαμογέλασε σκανδαλιάρικα. Η Έβελυν ανταπέδωσε δίνοντας μια ελαφριά μπουνιά στο χέρι του Τζόνας που ίσα ίσα κατάφερε να τραβηχτεί ώστε να μην τον πετύχει τελείως. Άρχισε να τρέχει με το κορίτσι να τον κυνηγάει και τα γέλια τους αντήχησαν πάνω από το ποτάμι. Ο Τζόνας κατάφερε να της ξεφύγει δυο τρεις φορές μέχρι που έφτασαν κάτω από την σκιά του μύλου. Καθώς ακούμπησε το παλιό τοίχωμα και σταμάτησε να πάρει ανάσα, η Έβελυν τον άρπαξε από το χέρι, «κερδίζοντας» σύμφωνα με τους άγραφους νόμους των παιδικών παιχνιδιών, και κοίταξε το γέρικο κουφάρι του κτιρίου.

«Για σένα έγραφε ο κύριος Ρέμυς, ο παππούς του παππού του επιστάτη μας.» Ο Τζόνας δεν το αρνήθηκε.

«Το θυμάμαι αυτό το βιβλίο. Ήταν πιο λεπτό την τελευταία φορά που βρέθηκε πλάι στην ποταμιά. Όταν ο Ρέμυς ήταν εδώ, αυτός ο μύλος ήταν κάτασπρος σαν τις πέτρες στον βυθό και γεμάτος ψηλούς ανθρώπους που δούλευαν. Δεν με βλέπανε αλλά εγώ καθόμουν και τους άκουγα με τις ώρες να μιλάνε με τις αστείες φωνές τους,» είπε προσπαθώντας να κάνει την αγορίστικη φωνή του πιο βαθιά. «Κάποιες φορές και με άλλα παιδιά, όταν κουραζόμασταν από το παιχνίδι.»

Η Έβελυν έμεινε σιωπηλή για λίγο. Ο Τζόνας μιλούσε για πράγματα που είχαν γίνει έναν αιώνα πριν. Τελικά, ρώτησε.

«Τι ηλικία είχες τότε; Και τι ηλικία έχεις τώρα;»

Το αγόρι γύρισε τα πράσινα μάτια του προς το μέρος της. Υπήρχε ειλικρινής άγνοια στα βάθη τους.

«Τι είναι ηλικία;»

Το κοριτσάκι δεν ήταν σίγουρο πως έπρεπε να απαντήσει.

«Είναι το πόσο χρονών είμαστε,» είπε και όταν ο προβληματισμός στο πρόσωπο του αγοριού συνεχίστηκε, προσπάθησε κι άλλο, «πόσο καιρό βρισκόμαστε εδώ, πόσες φορές έχουμε κάνει γενέθλια. Κατάλαβες;» Το αγόρι έξυσε το φρύδι του σουφρώνοντας το πρόσωπο του.

«Αυτός ο μύλος υπάρχει εδώ, περίπου εκατό και πενήντα χρόνια. Άντρες που δούλευαν για την οικογένεια της μαμάς μου τον έχτισαν, όταν ο τόπος τους άνηκε. Μπορείς να φέρεις στο νου σου αυτό το ποτάμι, δίχως τον μύλο στο πλάι του;»

Το αγόρι χαμογέλασε πλατιά, σαν την έγχρωμη εικόνα του βιβλίου,

«Ναι! Ναι, το θυμάμαι!» είπε, χαρούμενο που είχε πιάσει μια άκρη από τα ακαταλαβίστικα πράγματα που έλεγε εκείνη. Αυτή αναστέναξε, σκεφτόμενη πόσο αλλόκοτο ήταν το πλάσμα που στεκόταν μπροστά της και ακόμα ανεβοκατέβαζε το κεφάλι πιστεύοντας ότι είχε καταλάβει.

«Τα δέντρα και οι καλαμιές χαθήκαν και η ποταμιά έχει έναν γίγαντα για να την προσέχει, τραγουδούσαν τα βατραχάκια στις πέτρες. Έχεις ανέβει ποτέ εκεί πάνω Έβελυν;»

Η ερώτηση ήταν τόσο απλή αλλά έκανε για μια στιγμή την καρδιά του κοριτσιού να σταματήσει για να ακούσει.

«Όχι, ποτέ.» Μουρμούρισε κοιτώντας την ρόδα να γυρίζει ατέρμονα. Ο Τζόνας πλησίασε την πόρτα και την έσπρωξε απαλά. Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες της τσίριξαν και αυτό τράβηξε την προσοχή της Έβελυν.

«Έλα, είναι ωραία. Η πόλη των ψηλών ανθρώπων φαίνεται πολύ καλύτερα από την κορυφή.»

Το κορίτσι ντράπηκε να μιλήσει για τις απαγορεύσεις που είχε ακούσει κατά καιρούς.

«Δεν είναι επικίνδυνα;» Ρώτησε μαλακά, ελπίζοντας να διαψευστεί.

«Άντε καλέ που είναι επικίνδυνα, έχω μπει εδώ μέσα χίλιες χιλιάδες φορές. Έλα.»

Ένιωσε μια έξαψη σαν να έκανε την μεγαλύτερη σκανδαλιά αλλά πλησίασε. Άλλωστε ο Τζόνας ήταν εκεί μαζί της, τι είχε να φοβηθεί;

 

Αρκετά πράγματα εν τέλει. Αραχνιές πυκνοϋφασμένες σαν κουρτίνες, λαμπύριζαν από τις ηλιαχτίδες που έμπαιναν μέσα από τα καρφωμένα παράθυρα. Ψηλότερα, ένα κομμάτι του τοίχου είχε πέσει και φως χτυπούσε την σκάλα που σκαρφάλωνε εκεί. Οι μηχανισμοί που γυρνούσε η ρόδα είχαν χαλάσει εδώ και χρόνια αν και ακούγονταν σιδερένια βογκητά μέσα από τους τοίχους και το καλυμμένο από χαλάσματα πάτωμα. Ακόμα και η μυρωδιά, σκόνης και σάπιου ξύλου, φάνταζε τρομαχτική. Σίγουρα το μέρος θα ήταν γεμάτο σιχαμερές κατσαρίδες και μεγάλα ποντίκια που θα τους κοίταζαν από τις άκρες.

«Γεια σου γίγαντα παλιόφιλε! Γέρασες και σκέβρωσες αλλά στέκεσαι ψηλός όπως πάντα!» είπε ο Τζόνας φωναχτά και γέλασε. Η φωνή του αντήχησε στους παλιούς τοίχους και στην Έβελυν έμοιαζε λες και το μέρος έγινε μεμιάς πιο ασφαλές και γνώριμο, σαν να κουβαλούσε μαγεία η λαλιά του Τζόνας. Ή ότι ο πύργος άκουγε πραγματικά και γινόταν λίγο λιγότερο ζοφερός για χάρη του αγοριού και της παρέας του.

Ο Τζόνας πάτησε στα πρώτα σκαλοπάτια και το παλιό ξύλο στέναξε.

«Πρόσεχε,» είπε κοφτά η Έβελυν και έβαλε το χέρι στο στόμα. Ο Τζόνας την κοίταξε και μετά χοροπήδησε πάνω τους. Η σκάλα φάνηκε να αντέχει το παιδικό βάρος.

«Έλα, μην φοβάσαι. Έλα επάνω να δεις την πόλη. Μοιάζει σαν πολύχρωμο χαλί, με δέντρα πράσινα και κίτρινα και γεμάτους δρόμους και κήπους φορτωμένους και κεραμίδια…» Ο Τζόνας άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια μουρμουρώντας ακατάπαυστα. Εκείνη ξεροκατάπιε και πλησίασε την βάση της σκάλας.

Ακόμα κι αν δεν ήταν απόλυτα βέβαιη, το χαμόγελο που είχε στα χείλια της μαρτυρούσε την βαθιά επιθυμία της. Πάτησε, προσεχτικά και μαλακά στην αρχή, έπειτα πιο σίγουρα. Τα ξύλα δεν έδειχναν να ενοχλούνται. Ο Τζόνας είχε ανέβει σχεδόν στα μισά.

Το κορίτσι ακολούθησε.

«… και ανεμοδείκτες μαύροι, σκαλιστοί σαν μεγάλα πετεινάρια και φωλιές από πελαργούς στις σκεπές και καμπαναριά…»

Άκουγε τα λόγια του αγοριού αλλά περισσότερο πρόσεχε τα βήματα της. Εδώ κι εκεί, κομμάτια της λιθοδομής είχαν πέσει πάνω στη σκάλα, καλυμμένα κι αυτά από παχιά στρώματα σκόνης. Ο αέρας εδώ ψηλά ήταν λιγότερο πνιγηρός αλλά η Έβελυν δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει στην κορυφή. Ήθελε από καιρό να δει πολλά από τα πράγματα που απαριθμούσε τώρα ο Τζόνας. Χωρίς τους υπηρέτες στο σπίτι και με την μαμά της βυθισμένη στην στεναχώρια της, είχε να πάει στην πόλη εδώ και πολλούς μήνες. Σίγουρα πριν τα περασμένα γενέθλια της στα μισά του καλοκαιριού.

Το πόδι της ακούμπησε μια πέτρα στα πλευρά ενός σκαλοπατιού και το κομμάτι ταλαντεύτηκε και έπεσε στο κενό, χτυπώντας μια δυο φορές στην σκάλα κάτω, βγάζοντας έναν κοφτερό ήχο πέτρας σε πέτρα όταν έφτασε στο ισόγειο. Αυτό τρόμαξε το κορίτσι και άρχισε να ανεβαίνει λίγο γρηγορότερα. Ένιωσε μια ζεστή ανάσα να χτυπάει το πάνω μέρος των μαλλιών της και ήταν σίγουρη πως είχε περάσει μέσα από ένα κομμάτι ιστού. Με μια κοφτή κραυγή επιτάχυνε και ανέβηκε, προσπερνώντας στο τέλος και τον ίδιο τον Τζόνας που είχε σταματήσει λίγο πριν το τέλος, προσπαθώντας να θυμηθεί τι άλλο είχε η πόλη.

«…χμμ, το είπα αυτό… Α ναι! Τα ρυάκια και τις γέφυρες ξέχασα. Αυτά! Ει, περίμενε με!»

Η ταράτσα του μύλου είχε ένα μικρό μπαλκονάκι που έβγαινε προς τα έξω, στεφανωμένο από πολεμίστρες. Τα πτερύγια του ανεμόμυλου από την άλλη πλευρά ήταν σκισμένα από τα χρόνια και δεν γύριζαν πια. Όμως η Έβελυν δεν σκεφτόταν πια τον μύλο, ούτε την τρομαχτική σκάλα, ούτε καν την αραχνοΰφαντη μεμβράνη που είχε μαζέψει στα μαλλιά της. Τα κεχριμπαρένια μάτια της είχαν γεμίσει από την πόλη στον νότο, λουσμένη στον ήλιο του μεσημεριού με τις σκεπές της να γυαλίζουν πεντακάθαρες από την χθεσινοβραδινή μπόρα.

«Δεν είναι ωραίο θέαμα;» Είπε ο Τζόνας περήφανα, σαν να έδειχνε κάτι που του άνηκε.

«Είναι πανέμορφη…» είπε με κομμένη την ανάσα και το χέρι της έσφιξε την γερή πέτρα της πολεμίστρας.

Στέκονταν εκεί για ώρα, κοιτώντας τον κόσμο που ζούσε από το ψηλότερο σημείο που είχε βρεθεί ποτέ το κοριτσάκι. Υπήρχαν κάποιες ενοχές μέσα της, που είχε παρακούσει τις εντολές των μεγαλύτερων της αλλά ήταν πολύ βαθιά τώρα και επάνω τους στέκονταν ο θαυμασμός για την θέα αλλά και ένα ψήγμα ευχαρίστησης που είχε καταφέρει να ξεπεράσει τον δικό της φόβο ακόμα και με την βοήθεια του αγοριού.

Στην άκρη της πόλης, ένα καινούργιο κτίριο σηκωνόταν αργά. Ακόμα κι από αυτή την απόσταση, η Έβελυν έβλεπε ανθρώπους να ανεβοκατεβαίνουν στις σκαλωσιές του μισοχτισμένου οικήματος. Έβαλε την χούφτα της προστατευτικά στο μέτωπο για να κρύψει την αντηλιά.

«Το καινούργιο θέατρο.» είπε ο Τζόνας ακολουθώντας το βλέμμα του κοριτσιού. Εκείνη ανεβοκατέβασε το κεφάλι. Είχε ακούσει για την αρχή των έργων ένα χρόνο νωρίτερα και η καρδιά της φτερούγιζε στην ιδέα να βρεθεί εκεί.

«Θέλεις να σου πω τι ονειρεύομαι;»

Το αγόρι δεν απάντησε παρά μόνο την κοίταξε, περιμένοντας.

«Να παίξω μια μέρα εκεί. Να σταθώ μπροστά στο κοινό της πόλης και κάτω από την σκιά της αυλαίας να τους κάνω να γελάσουν και να κλάψουν.»

«Θέλεις να γίνεις ηθοποιός; Αυτό είναι το όνειρο σου;» Εκείνη χαμογέλασε και συνέχισε να κοιτάει τους εργάτες που έχτιζαν τον μελλοντικό τόπο που θα μεγαλουργούσε.

«Από την πρώτη στιγμή που ο μπαμπάς με κράτησε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη και μου είπε ότι όταν μεγαλώσω θα μπορώ να γίνω ότι θέλω και κανείς δεν θα επιλέξει για μένα. Εγώ ήθελα να γίνω τα πάντα. Πριγκίπισσα την μια μέρα, νεράιδα την άλλη, ξιφομάχος με το ξίφος μου να λάμπει στο φως του ήλιου και μάγισσα κάτω από την πανσέληνο της ίδιας νύχτας. Ήθελα να μπορώ να αλλάζω τη ζωή μου σαν τα χρώματα πάνω σε έναν καμβά. Και όταν αργότερα έμαθα πως αυτό κάνουν οι ηθοποιοί, ήξερα ότι αυτό έπρεπε να κάνω. Δεν το έχω μοιραστεί με κανέναν αυτό αλλά έχω εξασκηθεί πολύ. Η ζωή μου δεν θα είναι βουβή όπως τώρα αλλά γεμάτη φως και φωνές και ανθρώπους. Και μετά από αυτό το θέατρο, θα ακολουθήσουν άλλα και στο τέλος εκείνο της πρωτεύουσας. Το έχω ορκιστεί στον εαυτό μου και θα το καταφέρω.»

Γύρισε και τον κοίταξε. Αν το αγόρι είχε ακούσει έστω και κουβέντα από τα λόγια της, δεν το έδειχνε. Παρακολουθούσε ένα μικρό σκαθάρι με γυαλιστερό καύκαλο –σαν ένα μικροσκοπικό ζαφείρι πάνω σε ακανθωτά πόδια – που περπατούσε στο χέρι του, σαν να ήταν το πιο εκθαμβωτικό θέαμα του κόσμου. Καθώς το ηλιόφως τον χτυπούσε στο πρόσωπο, η Έβελυν μπορούσε να διακρίνει μια αχνή απόχρωση γαλάζιου στο δέρμα του.

«Είναι ωραία εδώ πάνω,» είπε τελικά, φυσώντας το μικρό κολεόπτερο. Εκείνο χτύπησε τα φτερά του και πέταξε μακριά. Χτύπησε με την παλάμη του την πέτρα. «Αλλά δεν είναι τίποτα σε σχέση με το να βλέπεις την πόλη, πετώντας σαν χελιδόνι από πάνω της. Δεν υπάρχει πιο ωραίο συναίσθημα.»

Η Έβελυν δάγκωσε το χείλος της.

«Τι εννοείς;»

«Όταν πετάς λέω,» δείχνοντας μερικά πουλιά που κυνηγιόντουσαν στον αέρα, «ο κόσμος μοιάζει σαν παιχνίδι. Η πρωτεύουσα στον νότο ας πούμε. Λάμπει σαν τα πετράδια στο στέμμα της βασίλισσας όταν την βλέπεις από την πλευρά του ωκεανού, με τα αφρισμένα κύματα να γλύφουν τα τείχη της και το μεγάλο παλάτι σκαρφαλωμένο στην ακρόπολη, στεφανωμένο με τους φημισμένους κήπους των Ρόδων.»

«Έχεις πάει στην πρωτεύουσα;» Ρώτησε με μεγάλη έκπληξη. Είχε διαβάσει μοναχά για την φημισμένη πόλη, είχε δει εικόνες αυτού που περιέγραφε ο Τζόνας. Εκείνος σούφρωσε τα μάτια της κοιτώντας την.

«Φυσικά. Μαζί με τον Ρέμυς και την Σάμι και την Λόρα και τον Ντάρυλ και τον Τέρενς…»

Στο άκουσμα του τελευταίου ονόματος –το όνομα του επιστάτη τους – η Έβελυν τον σταμάτησε.

«Ο κύριος Μπιούφορντ είχε πάει στην πρωτεύουσα; Πως;»

Ο Τζόνας γέλασε στην ερώτηση.

«Μαζί μου. Πετώντας ντε, δεν προσέχεις τι λέω τόση ώρα;»

Η Έβελυν ένιωσε ζαλισμένη και κρατήθηκε από την πέτρα.

«Μπορείς να κάνεις τον κόσμο να πετάξει;» Για άλλη μια φορά, ο Τζόνας σήκωσε τον ώμο του, σαν να μιλούσαν για την ικανότητα του να ανοιγοκλείσει τα μάτια του.

«Δεν έχεις δει τις εικόνες στο βιβλίο; Τις πόλεις από ψηλά; Νόμιζες ότι τις έβγαλαν από το κεφάλι τους;»

Η Έβελυν δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Διστακτικά, είπε αυτό που τριγύρναγε στο μυαλό της.

«Δηλαδή… μπορείς να με κάνεις και μένα να πετάξω;»

«Γιατί όχι;»

Η Έβελυν άρχισε να γελάει νευρικά.

«Αποκλείεται. Κανείς δεν μπορεί να πετάξει. Τα πουλιά πετάνε όχι οι άνθρωποι.»

Από τα νότια της πόλης, ένα καμπαναριό σήμανε δώδεκα.

«Πρέπει να γυρίσω σπίτι τώρα.» είπε.

Το πρόσωπο του Τζόνας τώρα ήταν κρύο και σοβαρό, σαν να ένιωθε πληγωμένος που το κορίτσι δεν τον πίστευε.

«Μπορώ να πάω και να γυρίσω μέχρι την πρωτεύουσα σε μια μέρα, κοριτσάκι.» Είπε σουφρώνοντας την μύτη του. Εκείνη χαμογέλασε.

«Μπορείς να μου φέρεις ένα κοχύλι από τον ωκεανό δηλαδή;»

«Αυτό είναι εύκολο, η πλησιέστερη όχθη του ωκεανού είναι πιο κοντά από την πρωτεύουσα. Θα σου φέρω κάτι που δεν θα υπάρχει περίπτωση να είναι από οπουδήποτε αλλού, αλλά θα κάνεις κάτι για μένα.»

«Ακούω,» είπε δίχως να δείχνει αν συμφωνεί ή όχι.

«Όταν θα γυρίσω, θα παίξεις έναν ρόλο για μένα, στο μεγάλο δωμάτιο με τους καθρέφτες του αρχοντικού σας. Θα είμαι το κοινό κι εσύ η μεγάλη πρωταγωνίστρια. Κι αν αποφασίσω πως είσαι αρκετά καλή θα σου δώσω το δώρο σου. Σύμφωνοι;»

Η Έβελυν τον κοίταξε με περιέργεια. Εκείνος δεν άφησε το βλέμμα της αλλά περίμενε την απάντηση της.

«Σύμφωνοι αλλά πως ξέρεις…»

Πριν τελειώσει την κουβέντα της είδε, προς μεγάλη της τρομάρα, το αγόρι να σκαρφαλώνει στην πολεμίστρα.

«Έχουμε συμφωνία λοιπόν!» Φώναξε με στόμφο και προτού εκείνη προλάβει να βγάλει κιχ, το χαμογελαστό αγόρι έκανε ένα βήμα και έπεσε στο κενό. Το κορίτσι πάγωσε και τα χέρια της κάλυψαν το ορθάνοιχτο στόμα της. Σαστισμένη, τινάχτηκε προς την πολεμίστρα.

Και είδε τον Τζόνας να σκίζει τον αέρα σαν πουλί, κερδίζοντας ύψος και κάνοντας κύκλους στον αέρα μπροστά της.

«Όπως σου είπα κοριτσάκι! Προετοιμάσου!»

Η Έβελυν χειροκροτούσε εκστασιασμένη στην μαγεία καθώς ο ήλιος την τύφλωνε. Το αγόρι έκανε δυο περίτεχνες στροφές στον αέρα και τινάχτηκε προς τον νότο με ταχύτητα που θα ζήλευε γεράκι.

Το κατέβασμα της σκάλας ήταν ευκολότερο στο μυαλό του κοριτσιού τώρα. Οι σκιές ήταν απλά η έλλειψη του φωτός που έλαμπε τρανό απ’ έξω και όχι το σημείο που ενέδρευαν απαίσια ζωύφια. Ούτε την ενοχλούσαν τα κουρέλια των ιστών γύρω της. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως θα ένιωθε να μπορεί να πετάει ελεύθερη στον αέρα με το αγόρι –επιτέλους έναν πραγματικό φίλο – δίπλα της και πριν καλά καλά το καταλάβει, ήταν ήδη στον δρόμο με το βιβλίο παραμάσχαλα, ρίχνοντας που και που μια ματιά πίσω της, στον παλιό μύλο που μίκραινε με κάθε βήμα. Τέτοιον ενθουσιασμό προκαλούσαν οι αληθινές περιπέτειες του αγοριού αναλογίστηκε, φέρνοντας στον νου της τον τίτλο της ιστορίας στις σελίδες που έδειχνε η γαλάζια κορδέλα.

«Η Ιστορία του Τζόνας και του Γέρου Γίγαντα...» είπε και τράβηξε για το σπίτι. Στον δρόμο έκοψε μερικά λουλούδια, κόκκινα και μαβί για την μαμά της και άσπρα για το μνήμα του μπαμπά της.

 

Όταν έφτασε στο σπίτι, κάθισε στον τάφο του μπαμπά της και έκανε αυτό που είχε υποσχεθεί το προηγούμενο βράδυ. Μέσα σε λίγη ώρα είχε καθαρίσει τα αναρριχητικά φυτά που αγκάλιαζαν το μάρμαρο και ενώ δούλευε μιλούσε χαρωπά, λέγοντας στον μπαμπά της τι είχε συμβεί στο ποτάμι και στον μύλο και την συμφωνία με το αγόρι. Έπειτα όταν ολοκλήρωσε την εργασία, φίλησε ξανά το μάρμαρο και μπήκε στην κουζίνα από την πίσω πόρτα του αρχοντικού. Είχε σβήσει την φωτιά στην οποία έκανε την σούπα προτού φύγει αλλά η μικρή χύτρα ήταν ακόμα ζεστή. Το άναμμα της φωτιάς ήταν ο μεγαλύτερος φόβος της στην διατήρηση του νοικοκυριού και το μοναδικό πρόβλημα της από τη στιγμή που είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει και να κατεβάσει τα μαγειρικά σκεύη από τα ψηλότερα ράφια. Έβαλε την σούπα μέσα σε ένα πιάτο, τα λουλούδια σε ένα χαμηλό βάζο και κρατώντας τα όλα πάνω σε έναν αστραφτερό ασημένιο δίσκο άρχισε να τα ανεβάζει στον δεύτερο όροφο και το δωμάτιο της μαμάς της.

 

Ίσως, σκέφτηκε, αν έλεγε και στη μαμά της για τις θεατρικές ικανότητες, να την τραβούσε μέσα από την απομόνωση της. Ναι, μια παράσταση για εκείνη και για τον Τζόνας. Αυτό θα της έφτιαχνε το κέφι. Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο να την κάνει να βγει μέσα από την απαίσια εκείνη κάμαρα.

 

Την ώρα που πλησίαζε την μεγάλη πόρτα, εκείνη άνοιξε. Η έκπληξη του κοριτσιού ήταν τόσο μεγάλη που παραλίγο να ρίξει τον δίσκο. Η χαρά της ήταν ακόμα μεγαλύτερη και χαμογέλασε πλατιά βλέποντας την μητέρα της επιτέλους όρθια, να στέκεται στο κατώφλι του κελιού που την φυλάκιζε.

 

«Μαμά σηκώθηκες!» Είπε ενθουσιασμένη και πλησίασε με τον δίσκο.

Μια στιγμή μόνο πρόλαβε να δει το πρόσωπο της μητέρας της, αναψοκοκκινισμένο και πρησμένο από τα δάκρυα ανάμεσα από τις άγριες μπούκλες – η γυναίκα πρέπει να είχε πλαντάξει στο κλάμα λίγη ώρα πριν – προτού νιώσει στο μάγουλο της την οδύνη που μόνο το χέρι μιας μάνας μπορούσε να προκαλέσει.

Ένα χαστούκι γρήγορο και αψύ, σαν δάγκωμα φιδιού, και η Έβελυν βρέθηκε στο πάτωμα. Ο δίσκος έπεσε με σαματά δίπλα και το βαθύ πιάτο έγινε θρύψαλα γεμίζοντας χλιαρό χυλό το ξύλο, το χαλί, το φόρεμα του κοριτσιού. Το μεταλλικό βάζο με τα λουλούδια κατρακύλησε τις σκάλες, κάθε χτύπημα στο μάρμαρο, μια ατέλειωτη τσιρίδα μέχρι να φτάσει στο ισόγειο.

 

Η χαρά είχε χαθεί από το μαυρισμένο πρόσωπο του κοριτσιού που κοίταζε ζαλισμένο το ακριβό ξύλο του ορόφου. Σαν να της είχε μπήξει έναν δαυλό και να την είχε κάψει με εκείνο το αναπάντεχο χτύπημα που τώρα ζεμάταγε το μάγουλο της. «Γιατί;» ήταν η σκέψη στο σαστισμένο μυαλό, «γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;»

 

Η γυναίκα στεκόταν πάνω από το πεσμένο κοριτσάκι και ούρλιαζε με μια φωνή που ηχούσε ξένη καθώς έβγαινε από τον φρυγμένο λαιμό της. Έκλαιγε την ώρα που φώναζε – ακαταλαβίστικες κραυγές στα αυτιά του κοριτσιού – αλλά τα δάκρυα της δεν ήταν πιο πικρά από του κοριτσιού. Αν οι σταγόνες που έτρεχαν σιωπηλά στο πάτωμα μπορούσαν να δείξουν μια σταλιά από την απογοήτευση και την μαυρίλα που κατέτρωγε εκείνη τη στιγμή την Έβελυν, το ξύλο θα έπρεπε να μαυρίσει και να καεί.

Κάτι έπεσε λίγο μπροστά από το πρόσωπο της, ένα βαρύ κομμάτι μετάλλου, στρόγγυλο, γυαλιστερό ασήμι. Η μορφή ενός καβαλάρη που κάλπαζε με το ξίφος προτεταμένο ήταν χαραγμένη στο μαλακό μέταλλο. Ήταν ένα από τα πολλά παράσημα του μπαμπά της αλλά η κορδέλα του έλειπε, όχι σκισμένη αλλά κομμένη καθαρά από τη βάση σαν από λάμες ψαλιδιού.

«Τι τα έκανες!» η γυναικεία φωνή ακούστηκε ξανά, την ώρα που άλλο ένα παράσημο, ένας σταυρός με χρυσές άκρες και κομμένη κορδέλα χτύπησε στο πάτωμα με δύναμη και τινάχτηκε μακριά.

«Τι τα έκανες παλιοκόριτσο! Γιατί κατέστρεψες τα μετάλλια του πατέρα σου! Καταραμένο πλάσμα, γιατί…» Η μάνα της φώναζε, κλαίγοντας γοερά την ώρα που η Έβελυν, τυφλωμένη από τα δάκρυα σηκώθηκε παραπατώντας και έτρεξε στο δωμάτιο της, χωρίς να κοιτάξει πίσω, μόνο ψιθυρίζοντας, «δεν έκανα τίποτα… δεν έκανα τίποτα… όχι εγώ…»

 

Κλείδωσε την πόρτα της και έπεσε στο κρεβάτι της. Βυθισμένη στην μαυρίλα του μαξιλαριού της έκλαψε με λυγμούς, πνίγοντας τα παιδικά ουρλιαχτά της μέσα στο απαλό ύφασμα, την ώρα που η γυναίκα από την άλλη πλευρά της πόρτας χτυπούσε δυνατά το ξύλο, απειλώντας και βλασφημώντας, μαυρίζοντας την ψυχή της με κουβέντες για τις οποίες θα μετάνιωνε πικρά όταν θα καταλάβαινε ότι τις ξεστόμιζε. Η γυναίκα είχε αναλωθεί, είχε χαθεί μέσα σε μια πρωτόγνωρη μανία την οποία η Έβελυν, ακόμα και σ’ αυτή την εφιαλτική ζωή που έκανε, με τις ελάχιστες στιγμές χαράς, δεν περίμενε ποτέ να γνωρίσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, οι κρόταφοι της πάλλονταν με κάθε χτύπημα της καρδιάς της και η εικόνα του μεταλλίου μπροστά της, με την κορδέλα κομμένη και μόνο ένα κομμάτι της αφημένο. Γαλάζιο με αστέρια από χρυσή κλωστή.

Έκλαιγε για ώρες –ως την δύση του ηλίου ίσως – ευχόμενη ο Τζόνας να ήταν εκεί. Ευχόμενη ο μπαμπάς της να ήταν εκεί.

«Θέλω να φύγω… σώσε με… σώσε με…»

Δεν ήξερε αν η ένταση και η ψυχική κούραση την έκαναν να λιποθυμήσει ή ήταν ο ύπνος που την λύτρωσε, αλλά οι αισθήσεις της την άφησαν και βρέθηκε να πλανάται αναίσθητη μέσα σε ένα έρεβος δίχως όνειρα.

 

Η μέρα πέρασε πάνω από το αρχοντικό και την θέση της πήρε η νύχτα, σέρνοντας σύννεφα βροχής μπροστά της που βρυχούνταν αστραπές και βροντές. Μια από αυτές έκανε το τζάμι στο δωμάτιο του κοριτσιού να τραντάξει και με μια πνιχτή κραυγή, η Έβελυν ξύπνησε.

Έξω, το φεγγάρι ανάμεσα στα βαριά σύννεφα έντυνε με χλωμό ασήμι την εξοχή. Άναψε ένα κερί με τα σπίρτα και έδιωξε το σκοτάδι από το δωμάτιο.

Άλλη μια αστραπή έσκισε τον αέρα και το τζάμι τραντάχτηκε με δύναμη για δεύτερη φορά. Τι ώρα να ήταν; Τα βουνά στα ανατολικά έξω από το παράθυρο ήταν σκοτεινά αλλά μια υποψία φωτός τα κύκλωνε. Ο ήλιος δεν απείχε πολλές ώρες από τον τόπο.

 

Η πόρτα της ήταν κλειδωμένη και το βιβλίο με τις ιστορίες αφημένο στην κουζίνα. Η κορδέλα ανάμεσα στις σελίδες ανήκε στο μετάλλιο του μπαμπά της. Το ίδιο και η κόκκινη κορδέλα γύρω από την κούκλα στο αλσύλλιο. Ο Τζόνας τις είχε κόψει. Ο Τζόνας τα είχε καταστρέψει.

Το παράθυρο τραντάχτηκε τρίτη φορά.

«Γιατί όμως;» είπε και το απαλό φως του κεριού έκανε τα μουσκεμένα μάγουλα του δωδεκάχρονου κοριτσιού να γυαλίζουν. Γύρισε προς το παράθυρο με τα πρησμένα μάτια της και κοίταξε τον Τζόνας. Στεκόταν έξω από το παράθυρο και το βρεγμένο από την δυνατή βροχή πρόσωπο έδειχνε πιο λυπημένο από ποτέ. Είχε αντιληφτεί την παρουσία του, να χτυπάει το παράθυρο για να μπει.

«Ξέρεις για το δωμάτιο με τους καθρέφτες, το μυστικό μου. Μπήκες μέσα στο σπίτι και έκοψες τις κορδέλες από τα παράσημα του μπαμπά. Πόσες φορές έχεις έρθει εδώ;»

«Όποτε διάβαζες τις ιστορίες μου και σκεφτόσουν τις περιπέτειες μου, εγώ έπρεπε να είμαι δίπλα σου. Είμαι δεμένος με το βιβλίο και υποχρεωμένος να βοηθάω τον κάτοχο του. Είμαι δικός σου. Φίλος σου. Χρειαζόσουν έναν κι εγώ είμαι αυτός. Όσο για τα γυαλιστερά, ήξερα ότι η μαμά σου τα προστάτευε και πήγαινε να τα βλέπει πλαγιασμένα πάνω στην στολή κάτω από το τζάμι. Με θύμωνε που κοιτούσε εκείνα με περισσότερη αγάπη απ’ ότι εσένα.»

Αυτό το γνώριζε και η Έβελυν. Μερικές φορές είχε ακούσει την μητέρα της να κατεβαίνει ως το σαλόνι που βρισκόταν η προθήκη. Η διαδρομή ήταν πάντα η ίδια. Από το υπνοδωμάτιο ως το σαλόνι και πίσω. Τις πρώτες φορές που είχε συμβεί με την Έβελυν μέσα στο σπίτι, το κορίτσι πήγαινε στο σαλόνι, φωνάζοντας στην πλάτη της μαμάς της. Εκείνη δεν έδινε σημασία και γρήγορα χανόταν μέσα στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της. Τις επόμενες φορές, απλά ήλπιζε πως η Βαλεντίν Φλερ-Χέρβι θα έκανε μια μικρή παράκαμψη για να δει την κόρη της αλλά αυτό δεν είχε γίνει ως σήμερα.

«Ο Τζόνας έπρεπε να κάνει αυτό που δεν τόλμησε να κάνει η Έβελυν,» είπε το αγόρι, ακόμα έξω από το παράθυρο. Με τις σταγόνες να τρέχουν πάνω στα αγορίσια χαρακτηριστικά, το πρόσωπο του έλαμπε γαλανό, περισσότερο από ποτέ. Τώρα ήταν ακριβώς ο Τζόνας ο γαλανός, το ατίθασο αγόρι της ιστορίας, με σάρκα και οστά.

«Ήθελα να ταρακουνήσω την μαμά σου, να την κάνω να σου μιλήσει. Δεν περίμενα ότι θα συνέβαινε αυτό, δεν το σκέφτηκα καλά. Λυπάμαι.» Οι κεραυνοί συνέχισαν να χτυπούν τη γη πίσω του. Η Έβελυν έμοιαζε να τρέμει από ανείπωτη οργή. Κατανοούσε τι είχε κάνει το αγόρι. Περίμενε πως κάτι τέτοιο θα θύμωνε την μαμά της αλλά όχι και να έφτανε στο σημείο να την χτυπήσει. Πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο μετά από τόσα που είχε κάνει το κορίτσι σ’ αυτό το ρημαγμένο σπίτι;

«Η μαμά έχει χαθεί σαν τον μπαμπά, δεν μπορώ να την αναγνωρίσω. Δεν μου έχει μείνει κανείς πια παρά μόνο εσύ Τζόνας.» Είπε και σήκωσε το βλέμμα της.

Το αγόρι κρατούσε στο χέρι του ένα ρόδο, εκατόφυλλο, το πιο βαθύ κόκκινο χρώμα που είχε αντικρύσει ποτέ της. Το τρέμουλο στα χέρια της ηρέμησε και ξέσφιξε τις γροθιές της. Βροχοσταλίδες κούρνιαζαν ανάμεσα στα πέταλα που βάφονταν από το χρώμα και έκαναν το λουλούδι να μοιάζει κεντημένο με ρουμπίνια. Ο πράσινος μίσχος ήταν γυμνός από φύλλα και είχε ένα αγκάθι μόνο, μακρύ σαν κεντρί.

 

«Από τον κήπο της Βασίλισσας,» είπε ο Τζόνας την ώρα που η Έβελυν είχε χαθεί ανάμεσα στο κόκκινο, «Μακριά από τα αδέρφια του, το λουλούδι μαραζώνει και τα πέταλα του πέφτουν το ένα μετά το άλλο, γι’ αυτό και ζει μονάχα στην πρωτεύουσα. Αυτό ίσως είναι το μοναδικό λουλούδι του γένους του που έφτασε τόσο μακριά από το χώμα που γεννήθηκε.»

«Όλοι χρειάζονται μια οικογένεια γύρω τους…» Αναλογίστηκε το κορίτσι. «Χωρισμένοι, μαραζώνουμε και νεκρώνουμε.»

«Είναι το δώρο μου στην πρωταγωνίστρια για την παράσταση.» Είπε ο Τζόνας. «Θα τηρήσεις την συμφωνία μας;»

 

«Δέχομαι το δώρο σου Τζόνας,» είπε η Έβελυν και σκούπισε τα μάτια της, «αλλά δεν θα δώσω την παράσταση στο δωμάτιο με τους καθρέφτες. Για αρκετό καιρό με έπνιξαν οι τοίχοι. Αν συνεχίσει αυτό, θα καταλήξω σαν τη μαμά, να περιμένω να πεθάνω, ξεχασμένη από όλους. Το μπαλκόνι θα είναι η σκηνή μου και τα σύννεφα η αυλαία μου. Κι όταν η παράσταση τελειώσει δεν θέλω χειροκρότημα. Θέλω να μου δείξεις πώς να πετάω. Θέλω να δω τα τριαντάφυλλα από κοντά.»

 

 

 

Ο ήλιος στεκόταν πάνω από τα ανατολικά βουνά όταν η Έβελυν άνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού. Φορούσε το πιο όμορφο φόρεμα της, ακριβό μετάξι στο βαθύ χρώμα της πορφύρας, και είχε δέσει τα μαλλιά της με μαύρες κορδέλες. Τα πόδια της ήταν γυμνά από παπούτσια και κάλτσες αλλά το κρύο βροχόνερο ανάμεσα στα πλατιά πλακάκια δεν έδειχνε να την ενοχλεί. Η εξοχή ανοιγόταν μπροστά της και το φως γέμιζε τα κουρασμένα κοριτσίστικα μάτια. Πέρα από τη μια πλευρά, το αλσύλλιο με τους τρυποκάρυδους στεκόταν κουλουριασμένο από την πρωινή ομίχλη. Πέρα από την άλλη, ο γίγαντας στεκόταν με την ρόδα να γυρνάει, πολύ μακριά για να ακουστεί το ατέρμονο σούσουρο του.

Ο Τζόνας στεκόταν στην άκρη του μπαλκονιού με την πλάτη στην υπερυψωμένη σκαλιστή πέτρα που χρησίμευε σαν φράχτης. Τα ρούχα του αγοριού ήταν αλλαγμένα. Η φθορά και η βρωμιά που τα υφάσματα κληρονομούσαν από τις περιπέτειες είχαν χαθεί. Τα ρούχα του αγοριού ήταν αρχοντικά και ευγενικά, κατάλληλα να ντύσουν έναν μικρό πρίγκιπα. Τα δυο παιδιά υποκλίθηκαν με έναν ευγενικό χαιρετισμό.

 

Το κορίτσι δεν είχε ετοιμάσει κάτι αλλά αυτό δεν της ήταν αναγκαίο. Οι ατέλειωτες ώρες που είχε περάσει να διαβάζει τις σελίδες των έργων κι έπειτα να τις απαγγέλει μπροστά στο ασημένιο του καθρέφτη, ήταν υπεραρκετές. Η ώρα περνούσε και ο ήλιος συνέχισε να ανεβαίνει και μέσα από το κορίτσι χαρακτήρες ποιητών και έργων γεννιόνταν και πέθαιναν, δίχως να σταματάει παρά μόνο για να χορεύει κατά μήκος της πέτρινης στέγης της.

Πρέπει να είχε περάσει μια ώρα και το κορίτσι σταμάτησε για πρώτη φορά. Ο Τζόνας δεν χειροκρότησε γιατί ήξερε ότι η παράσταση είχε λίγο ακόμα.

 

«Η τελευταία πράξη,» είπε το κορίτσι και στο μυαλό της ο Τζόνας ήταν μέρος ενός πολυπληθέστερου κοινού, μικρών και μεγάλων που ήθελαν να δούνε ένα αστέρι εν τη γενέσει του, «είναι διαφορετική από τις προηγούμενες. Δεν γράφτηκε από κάποιον μεγάλο ποιητή. Δεν φυλάσσεται ανάμεσα σε σελίδες και δεν έχει ακουστεί μέσα σε θέατρο.» Οι κινήσεις της ήταν αρμονικές και τα βήματα της πανάλαφρα καθώς χόρευε αργά, νωχελικά θαρρείς, αλλά με απαράμιλλη ισορροπία στις κινήσεις της. Ήταν η πρώτη φορά που την αντίκριζαν μάτια να χορεύει και η εικόνα της θα μπορούσε να κάνει αγγέλους σε πίνακες ζωγραφικής να ζηλέψουν. Το απόλυτο μείγμα θλίψης και αθωότητας.

«Η τελευταία πράξη δεν έχει έρωτα ή ευτυχία μέσα της γιατί ο έρωτας είναι ακόμα κάτι μακρινό για το μικρό κορίτσι της ιστορίας και οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να της φέρουν ευτυχία είναι πια μακριά από εκείνη. Δεν έχει λόγια γιατί το μικρό κορίτσι έζησε την ιστορία μόνο του. Δεν έχει λόγια γιατί από την ώρα που ο μπαμπάς χάθηκε, όλα έγιναν βουβά. Η τελευταία πράξη είναι ένα άλμα πίστης. Είναι η απελευθέρωση από αυτόν τον εφιάλτη.»

Με το φόρεμα να ανεμίζει στα αγγίγματα του αέρα, η Έβελυν πλησίασε στην άκρη του μπαλκονιού. Σε έναν από τους στροβιλισμούς του χορού της, το βλέμμα της έπεσε στην πόρτα που οδηγούσε στο μπαλκόνι. Εκεί στεκόταν η μαμά της και την κοίταζε με απορία. Η Έβελυν χαμογέλασε.

«Και η τελευταία πράξη μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο αν το επιτρέψεις εσύ, Τζόνας. Σε ικανοποίησε η προσπάθεια μου;» Είπε καθώς τα βήματα του χορού την έφεραν δίπλα του. Ο Τζόνας έγνεψε. Το ρόδο στα χέρια του έμοιαζε ακόμα ζωντανό και ούτε ένα πέταλο δεν το είχε εγκαταλείψει.

«Θα με πάρεις μακριά από εδώ; Θα με σώσεις;» Είπε και καθώς σταμάτησε να χορεύει, πλησίασε την πέτρα και ανέβηκε πάνω της. Κουρασμένη καθώς ήταν, ταλαντεύτηκε λίγο αλλά σταθεροποιήθηκε. Κάτω χαμηλά, ήταν το μνήμα του μπαμπά της, ο άγγελος απελευθερωμένος από τους κισσούς, λαμπερό μάρμαρο από την καθαρτική βροχή.

«Έβελυν!» Ακούστηκε η φωνή της μαμάς της. Γύρισε προς το μπαλκόνι και είδε τη μαμά της να στέκεται στην πόρτα, με φόβο ζωγραφισμένο στα γερασμένα χαρακτηριστικά της.

«Μαμά… βγήκες από το δωμάτιο.» Είπε η Έβελυν και η φωνή της είχε ζεστασιά και ειλικρινή χαρά παρά τα χθεσινά γεγονότα.

«Κατέβα από εκεί ψυχούλα μου, κινδυνεύεις…» Η γυναίκα προχωρούσε αργά φοβούμενη πως κάποια απότομη κίνηση μπορεί να τρόμαζε το κορίτσι. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. Σκεφτόταν τα τριαντάφυλλα.

«Δεν μπορώ να μείνω άλλο μαμά. Θέλω να φύγω.» είπε η Έβελυν και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της. Τα σκούπισε με το χέρι της και το άγγιγμα στην μελανιά που κάλυπτε το ένα την πόνεσε.

«Σε παρακαλώ μωρό μου, κατέβα από εκεί…» Η φωνή της, ένας ψίθυρος γεμάτος αγωνία. Άλλο ένα βήμα πιο κοντά, αρκετά μακριά ακόμα.

«Δες πόσο όμορφος είναι ο κόσμος γύρω μας μαμά, έξω από το σκοτάδι της κάμαρας σου.» είπε και άπλωσε τα χέρια της. Το σκηνικό πίσω της την αγκάλιαζε, ο ήλιος την στεφάνωνε.

«Θέλω να τον δω και ο Τζόνας μου υποσχέθηκε ότι θα μου τον δείξει. Ο Τζόνας θα με πάει στην πρωτεύουσα,» είπε και έριξε μια ματιά στο αγόρι δίπλα της. Πήρε το λουλούδι από το προτεταμένο χέρι του και μύρισε το άρωμα της μακρινής μεγαλούπολης.

«Ποιος Τζόνας; Έβελυν σε παρακαλώ, είναι επικίνδυνο…»

«Δεν μπορεί να με δει Έβελυν, είναι μεγάλη,» είπε ο Τζόνας και ανέβηκε στην πέτρα δίπλα της. Έκανε ένα βήμα και πάτησε πάνω στο κενό μα δεν έπεσε, λες και ο αέρας ήταν στερεός σαν την πέτρα δίπλα του.

«Μόνο εσύ μπορείς να με δεις.» Είπε και άπλωσε το χέρι του. Εκείνη τον κοίταξε και γύρισε ξανά προς τη μαμά της.

«Θα επιστρέψω κάποτε, θα σε κάνω περήφανη κι εσένα και τον μπαμπά.»

«Όχι…» ψέλλισε η γυναίκα και κούνησε το κεφάλι της, μην πιστεύοντας αυτό που συνέβαινε, πλησιάζοντας. Δεν απείχε πολύ τώρα.

Το πρόσωπο του αγοριού άστραφτε γαλάζιο καθώς ψιθύρισε στο αυτί της.

«Ώρα να φύγουμε κοριτσάκι. Δώσε μου το χέρι σου και θα είσαι ελεύθερη.»

«Σε αγαπάω μαμά. Αντίο.» Είπε και δίνοντας το χέρι της στον Τζόνας, έστριψε προς το κενό.

 

Η μαμά της έτρεξε τα τελευταία βήματα αλλά ήταν ήδη αργά. Η Έβελυν δεν δίστασε στιγμή. Άφησε το μπαλκόνι και το φόρεμα της έγινε φτερά πεταλούδας. Μια στιγμή ζαλάδας και ο κόσμος της γέμισε ουρανό. Τα γυναικεία ουρλιαχτά πίσω, γρήγορα χάθηκαν καθώς το αγόρι χαμογελαστό δίπλα της, της έδειχνε πως φαινόταν ο κόσμος από τα μάτια ενός αγγέλου. Όπως έβλεπε ο μπαμπάς της το σπίτι τους και την εξοχή γύρω του. Το κοριτσάκι άφησε εκείνο το μπαλκόνι με χαμόγελο, ελεύθερο πια από την δυστυχία της ζωής της με αυτό που είχε περισσότερη ανάγκη. Έναν φίλο στο πλάι της.

 

Κι έτσι η Έβελυν πέταξε μακριά και δεν αντίκρισε ξανά το αλσύλλιο με τους τρυποκάρυδους ή το ποτάμι και τον παλιό τον μύλο. Δεν αντίκρισε ξανά το αρχοντικό και τον τάφο με τον άγγελο. Κι όταν έπειτα από χρόνια, το σπίτι ρήμαξε και ο χρόνος ξέχασε τις ιστορίες των Χέρβι, του Τζόνας και της μικρής Έβελυν, ταξιδιώτες που περνούσαν από το σημείο μπορούσαν να δούνε τον άγγελο να στέκεται, κρυμμένο πίσω από την βλάστηση. Και στο πλευρό του είχε άλλους δυο, με φτερά στην μαρμάρινη πλάτη τους. Ο μικρότερος ήταν ένα αγγελούδι που έλαμπε ακόμα και κάτω από τα φύλλα που το αγκάλιαζαν. Ένα μεγάλο άγριο τριαντάφυλλο είχε φυτρώσει εκεί, θαρρείς και το κρατούσε σφιχτά, αναρριχημένο ανάμεσα στα σκαλιστά του χέρια.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*************

Edited by DinMacXanthi
Link to comment
Share on other sites

Έβαλα το διήγημα μέσα στο αρχικό ποστ επειδή παρουσιάζεται πρόβλημα με το άνοιγμα του attachment file σε κάποιους.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Έκατσα και το διάβασα όλο, αν και το όλο θέμα μου σπάραξε την καρδιά σε δύο παραγράφους μόνο. Δεν είναι τέτοιες ιστορίες για εμένα.

 

Λοιπόν, εκφραστικά και ατμοσφαιρικά το κατέχεις και είναι φοβερό το πόσο ωραία απεικονίζονταν οι εικόνες και τα συναισθήματα στο μυαλό μου. Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα που να μη μου άρεσε.

 

Τώρα όσο αφορά την ίδια την ιστορία, δε ξέρω, πολύ καταθλιπτική. Αν το άξιζε τόση διάρκεια ενώ είναι ουσιαστικά δέκα αράδες σε δικά μου μέτρα, είναι δύσκολο να σου πω γιατί γενικώς δε διαβάζω βιβλία. Απλά θα πω ότι ήταν 90% περιγραφές και 10% ιστορία και αυτό κάπως με απωθεί, μιας που προτιμώ το ακριβώς ανάποδο.

 

Σίγουρα καταφέρνει να μεταδώσει συναισθήματα και εικόνες στον αναγνώστη, οπότε εδώ το πέτυχες άριστα. Αλλά δε ξέρω αν θα τον κρατίσει μιας που η πλοκή είναι μηδαμινή.

 

Ακολουθεί σπόιλερ. Μη διαβάζετε αν δεν έχετε διαβάσει την ιστορία.

 

 

Ο άγγελος/αγόρι αποτελεί το φάνταζι στοιχείο στην ιστορία και δεν ξέρω αν πραγματικά το χρειαζόταν καν. Έδωσε ένα παραμυθένιο κομμάτι σε μια ιστορία που δεν βλέπω να την είχε ανάγκη. Στην αρχή φαινόταν σαν να αποτελούσε αποκομμένο στοιχείο από όλα τα άλλα. Σαν να πίεζε την πλοκή να προχωρίσει εξωτερικά της πρωταγωνίστριας. Σαν να ήταν εκεί απλά σαν από μηχανής θεός. Κάπως δεν μου κόλλησε. Το έκανε να φαντάζει αφελές και το βρήκα προσωπικά αδυναμία.

 

Αλλά μετά μου εξήγησες ότι αποτελεί πραγματικά imaginary friend και ότι όλλα αυτά πραγματικά δεν τα έκανε το αγόρι αλλά το ίδιο το κορίτσι από ψυχολογικό τραύμα και τα έριχνε όλα στον imaginary friend. E, πως να το καταλάβαινα αυτό; Αν και το παραδέχεσαι ανοικτά, έτσι που μιλούσε το κορίτσι μαζί του, νόμιζα ότι μπλόφαρες και ότι πραγματικά είναι ξεχωριστός από αυτήν. Δεν το ξεκαθάρισες αυτό πολύ και πραγματικά νόμιζα ότι τελικά μόνο το νόμιζε η μητέρα ότι ήταν imaginary friend.

 

 

Όπως και να έχει, σίγουρα είναι αξιόλογο ανάγνωσμα κι ας δεν είναι του γούστου μου. Από πλευράς μου θα πω ότι θα ήθελα μικρότερη διάρκεια ή περισσότερη πλοκή χωρίς το αγόρι να τα λύνει όλα δια μαγείας.

Edited by Anime_Overlord
Link to comment
Share on other sites

Το κείμενο με έβαλε κατευθείαν σε έργα και βιβλία του 19ου αιώνα και ίσως και λίγο παλιότερα. Οι περιγραφές, τα σπίτια , οι στολές, όλα μού θύμιζαν σκηνές παλιών βιβλίων, της ρομαντικής εποχής, με το φανταστικό στοιχείο να αχνοφαίνεται να με κοροϊδεύει μέχρι την τελευταία στιγμή, να μην ξέρω αν είναι ή δεν είναι πραγματικά μέρος της ιστορίας.

Παρολο που δεν περίμενα πολύ καλό τέλος, άρχισα να υποψιάζομαι τι πραγματικά θα γίνει όταν ξεκίνησε η τελυταία πράξη και όσο προχωρούσε η περιγραφή τόσο περισσότερο σφιγγόταν η καρδιά μου.

 

 

Όταν είδα την Έβελυν λαμπρά στολισμένη στο μπαλκόνι, άρχισα να δακρύζω -και να σε βρίζω γι αυτό που ετοιμαζόσουνα να μου κάνεις.

 

 

Δεν χρειάζεται να σχολιάσω τις παραγράφους με τις εξαιρετικές περιγραφές, με το βροχερό τοπίο, τις μυλόπετρες που έχουν ξεχάσει τη γεύση του σταριού, τις κουρτίνες που ανεμίζουν όταν κλείνουν οι σελίδες του βιβλίου και όλες αυτές τις λεπτομέρειες που γεμίζουν τόσο ζωντανά μια ιστορία θανάτου. Είναι απλά εξαιρετικές.

Όμως ως μαμά έφηβης, δεν μπορώ να μην ομολογήσω ότι πέρα από τη θλίψη που μου άφησε η ιστορία, αισθάνθηκα και απίστευτη αγανάκτηση για τον εγωισμό της μητέρας, που αφέθηκε να κατρακυλήσει έτσι, πληγώνοντας και εγκαταλείποντας το παιδί. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν η μόνη γιατριά γι αυτή τη ρομαντική κατάθλιψη δεν θα έπρεπε να είναι ενα πολύ μα πολύ γερό χέρι ξύλο. May she rot in Hell!

Link to comment
Share on other sites

  • 9 months later...

Δεν είναι τόσο η έκτασή της, που κάνει αυτή την ιστορία δύσκολη στην ανάγνωση, όσο η ατμόσφαιρα που δημιουργεί με την τεχνική της και τις περιγραφές της. Έσπαγα το κεφάλι μου χθες να καταλάβω τι μου θυμίζει και κατέληξα στο συμπέρασμα πως η ανάγνωση της μου δημιούργησε ακριβώς τα ίδια συναισθήματα με αυτά που νιώθω όταν διαβάζω κάποια ιστορία του Edgar Allan Poe: αυτό δηλαδή το συναίσθημα της βουβής απόγνωσης του χώρου και των προσώπων. Εμένα δεν με πείραξε τόσο το φινάλε της, όσο η διαδρομή έως και την τελευταία παράγραφο. Πραγματικά μαύρισε η ψυχή μου από την εικόνα παρακμής και παραίτησης των ενοίκων του σπιτιού της ιστορίας.

 

Πιστεύω πως αυτός ήταν και ο σκοπός του συγγραφέα, να τραβήξει τον αναγνώστη δηλαδή μέσα στο κόσμο των ηρώων του. Από αυτή λοιπόν την άποψη, η παραπάνω ιστορία πετυχαίνει το στόχο της. Στα αρνητικά: είμαι και εγώ αναγνώστρια που θα διάλεγε κάτι με περισσότερη πλοκή και λιγότερες περιγραφές, χωρίς να σημαίνει αυτό πως δεν γοητεύτηκα απόλυτα από τη γραφή της ιστορίας, αρκετά μάλιστα, ώστε να την διαβάσω ολόκληρη

Edited by Kelley
Link to comment
Share on other sites

Πιστευτή η κατάσταση της μάνας, δυστυχώς καμιά φορά έτσι γίνεται. Καμιά φορά το μυαλό τα χάνει και δεν ξέρει τι κάνει.

Μη πιστευτές οι σκέψεις, τα λόγια του κοριτσιού. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις ένα παιδί φτιαγμένο από λέξεις να μοιάζει αληθινό, δέκα φορές πιο δύσκολο απ' ότι έναν οποιονδήποτρε άλλο χαρακτήρα. Το κορίτσι, για δώδεκα χρονών μίλαγε πολύ ώριμα (και προς το τέλος ποιητικά, θα έλεγα). Δεν ξέρω αν ήταν θέμα ύφους, αλλά πάντως σ' εμένα δεν δούλεψε καλά. Ένα παιδί μιλάει απλά. Και σκέφτεται απλά. Δεν αναλύει τις σκέψεις του.

 

Πολύ ωραίες οι περιγραφές των περιπάτων και των παιχνιδιών, και της κατάστασης του σπιτιού. Μεταφέρθηκα εκεί, το σπίτι με τους γύρω κήπους θα είναι για καιρό καρφωμένο στη μνήμη μου.

 

Κάπου προς το τέλος λες ότι μαγείρεψε σούπα, και προσθέτεις πως αναγκάστηκε να γίνει καλή σε δουλειές του σπιτιού. Αυτό είναι μη απαραίτητη επανάληψη, έχουμε περάσει ολόκληρη τη διήγηση πια, την ξέρουμε τη μικρή, ξέρουμε ότι μαγειρεύει.

 

Κατά τη γνώμη μου έπρεπε να τελειώνει στη φράση

Έναν φίλο στο πλάι της.

 

 

 

EDIT για να προσθέσω ότι δεν στεναχωρήθηκα καθόλου! Γαϊδούρα σκέτη! :D

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Αμαρτία να έχει τόσα λίγα σχόλια αυτή η ιστορία. Γιατί είναι πανέμορφη. Βέβαια, δεν άντεξες, έπρεπε να μας ρημάξεις την καρδιά στο τέλος αλλά χαλάλι...

Μου έκανε εντύπωση το πως με έβαλες στο κλίμα παλαιότερης εποχής με την γραφή σου, νόμιζα ότι διάβαζα ιστορία από Βικτωριανή ανθολογία. Υπάρχει κάτι ονειρικό στην ιστορία και συνάμα τρομακτικό, οι περιγραφές είναι πανέμορφες (αν και λίγο περισσότερες απ'ότι συνήθως αντέχω προσωπικά laugh.gif ), η κατρακύλα της μάνας και η "απόσυρση" της Εβελυν είναι τρομερά δωσμένες!

 

Αυτό το στυλ φάντασυ το καραγουστάρωthmbup.gif

 

Μπράβο!!!

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Ποίημα! Αυτό έχω να πω καταρχάς. Πολύ ωραία γραμμένο, αν και σου ξεφεύγουν κάποια γλωσσικά λαθάκια/αγγλισμοί. Οι φράσεις που μου άρεσαν περισσότερο ήταν "οι χτύποι του ρολογιού [που] έκοβαν δευτερόλεπτα" , οι καπνοδόχοι της πόλης "που ζωγράφιζαν με κάρβουνο τον ουρανό" και "το σάρκινο ρολογάκι στο στέρνο της". Πολύ ωραίες και ποιητικές περιγραφές και φαίνεται από την αρχή ότι είναι τέτοιου είδους κομμάτι, περιγραφών περισσότερο παρά υπόθεσης/γεγονότων.

Ως προς την υπόθεση, τώρα... Κι εγώ, όπως η Βάσω, νευρίασα με τη μητέρα που τα έχει παρατήσει όλα με το πένθος της και δε σκέφτεται καθόλου την Έβελυν. Αλλά μήπως ήταν λίγο υπερβολικό αυτό εκ μέρους σου; Θέλω να πω, από τη μία η μητέρα αδιαφορεί (πολύ καλός τρόπος για να το δείξεις το ότι κοιτάζει τα παράσημα με περισσότερο ενδιαφέρον από ότι την κόρη της-σπαρακτικό να το βλέπει ένα παιδί, trust me...), αλλά από την άλλη, όταν βλέπει την Έβελυν να κινδυνεύει, η μητέρα ταράζεται. Μήπως εδώ έχουμε ένα "ξύπνημα" της μητέρας από το λήθαργο της παραίτησης και άρα η καταστροφή των μεταλλίων πέτυχε το στόχο της; Ίσως εκεί θα μπορούσε να τελειώσει αισιόδοξα. Αν και ίσως πάλι είναι λίγο κλισέ, σαν να το έχω ξαναδεί/ξαναδιαβάσει κάτι τέτοιο, ένας γονιός που έχει πέσει σε απάθεια, ξυπνάει όταν βλέπει ότι το παιδί του κινδυνεύει. Συγκεκριμένα αυτό γίνεται στο τέλος του βιβλίου "Ιστορία χωρίς τέλος" του Μίχαελ Έντε. Αν δεν το έχεις διαβάσει, είναι must. Αλλά και το δικό σου τέλος πολύ δραματικό, ρε Ντίνο... Με ψυχοπλάκωσες.

Δε συμφωνώ με την Cassandra ότι δε μιλάει έτσι ένα παιδί. Καταρχάς εδώ περισσότερο έχουμε σκέψεις της Έβελυν, όχι λόγια, υπάρχει διαφορά. Και γιατί να μη σκέφτεται με τέτοιο λεξιλόγιο ένα παιδί μεγάλο, δώδεκα χρονών, μοναχικό και βιβλιοφάγος; " Η μοναξιά εντείνει αυτό που είμαστε κατά βάθος" λέει ο Νίτσε. Η Έβελυν νομίζω ότι είναι απόλυτα δικαιολογημένη να έχει ωριμάσει πρόωρα.

Γενικά θα έλεγα ότι you can do better. Έχεις την καλή τεχνική, την εκτέλεση μιας ιδέας, αλλά εδώ οι ιδέες είναι πολύ φτωχές, μου φαίνεται...

 

Υ.Γ. Όχι και "May she rot in hell!", Βάσω μου!

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Πολλές φορές διαβάζοντας μια ιστορία σου τον τελευταίο καιρό μπορούσα να σε διακρίνω να κρατάς πίσω τον εαυτό σου. Να μην το αφήνεις να αναπνεύσει για να μην πέσει σε κάποια από όλες αυτές τις τεχνικές τρύπες με τις οποίες πρέπει να έχει γεμίσει το μυαλό σου. Και σκεφτόμουν πάντα ότι αν η ελευθερία σου συνδυαστεί με την τεχνική αρτιότητα που αποκτούσες σιγά σιγά θα έφτανες σε ένα επίπεδο, για το οποίο το λιγότερο που έχω να πω είναι πως δεν είμαι αρκετά ικανή για να το σχολιάσω. Κι έτσι ακριβώς αισθάνομαι με την Έβελυν.

Διαφωνώ καθέτως και οριζοντίως στο ότι δε σκέφτεται έτσι ένα κοριτσάκι 12 χρονών, για την ακρίβεια θεωρώ πως ένα κοριτσάκι 12 χρονών που έχει αναγκαστεί να ενηλικιωθεί τόσο γρήγορα σκέφτεται ακριβώς έτσι και δεν έχω ιδέα πως αλλιώς και ναι είμαι κι εγώ πολύ θυμωμένη με τη μάνα, σου έχει πετύχει και αυτό το σημείο. Επίσης, με έβαλες και διάβασα μια ολόκληρη -μεγαλούτσικη- ιστορία στην οποία ήξερα εξαρχής τι θα γίνει στο τέλος και παρόλα αυτά την έζησα τόσο πολύ που δεν είχε καμία σημασία.

Ό,τι και να σου πω είναι μάλλον άστοχη φλυαρία. Για μένα αυτή εδώ είναι μια πραγματικά καλή, έντεχνη, επαγγελματική ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Θα συμφωνήσω και εγώ όσον αφορά στις σκέψεις που μπορεί να έχει ένα 12 χρονο παιδί. Πως μπορεί να ξέρουμε πώς σκέφεται ένα άλλο ον; Γιατί να μην σκέφτεται όπως η Έβελυν άραγε;

Εμένα δεν μου φάνηκε καθόλου "ξένη" η περιγραφή των σκέψεων.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..