dagoncult Posted June 26, 2009 Share Posted June 26, 2009 (edited) Όνομα συγγραφέα: dagocult Είδος: Τρόμου Βία: Όχι Σεξ: Ναι Αριθμός λέξεων: 2.337 Αυτοτελής: Ναι Σχόλια: Μια δυσάρεστη ιστορία... τώρα που πλησιάζουν και οι διακοπούλες. Ελπίζω να σας τρομάξει. ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΑΜΠΙΝΓΚ Το καλοκαίρι βάδιζε γοργά προς το τέλος του. Οι αδειούχοι του Αυγούστου επέστρεφαν στην Αθήνα και η βοή των αυτοκινήτων ερχόταν να καλύψει το ηχητικό κενό, που τόσο τον γέμιζε σε μια άδεια πόλη. Δε χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Αμέσως μόλις αισθάνθηκε αυτό που ειρωνικά αποκαλούσε αποκρουστική ανθρωπίλα, να έρπει πίσω στην πόλη, πίσω στη μήτρα που το είχε γεννήσει, έβγαλε ένα εισιτήριο για το νησί. Το ήξερε το νησί, το είχε ξαναεπισκεφθεί κι άλλες φορές στο παρελθόν. Μπορούσε να ησυχάσει σ’ εκείνο το μέρος, να γεμίσει τις μπαταρίες του για τον επερχόμενο χειμώνα. Ασφαλής από την επίθεση στα νεύρα του, που ένιωθε ότι του εξαπέλυε καθημερινά η πόλη στην οποία ζούσε. Μακριά από τη βρωμιά της... μακριά από τη γκρίζα αγκαλιά της. Ίσως γι’ αυτό να μη μπορούσε να καταλάβει όλους εκείνους τους ανθρώπους, που στοιβάζονταν σαν πρόβατα σε κατάφορτα από τουρίστες νησιά. Σπαταλούσαν τις λιγοστές μέρες της άδειάς τους, κάνοντας πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα που θα μπορούσαν άνετα να κάνουν και στην πόλη. Στα μάτια του, ήταν σαν να έφευγαν από το ένα κελί, για να κλειστούν άσοφα σε ένα άλλο. Όλοι μαζί... κοπαδιαστά στα ίδια και τα ίδια... σάμπως και η πόλη τους ακολουθούσε ή λες και μετέφεραν ένα τμήμα της μέσα τους. Το πλοίο έφτασε στο μικρό λιμάνι νωρίς το πρωί. Πριν ακόμα δέσει, ο καταπέλτης άρχισε να χαμηλώνει, αποκαλύπτοντας στα μάτια του τη γνώριμη πια εικόνα. Όλα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα∙ όπως την τελευταία φορά. Ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. Οι βάρβαροι δεν είχαν ανακαλύψει ακόμα αυτόν τον τόπο. Μερικές ψαρόβαρκες δεμένες στην προβλήτα, λίγα, αγροτικά κατά κύριο λόγο αμάξια, παρκαρισμένα όπως-όπως, ο φούρνος, το καφενεδάκι πιο πέρα. Έκατσε και παρήγγειλε έναν καφέ, παρακολουθώντας δυο γέρους ψαράδες να επιδιορθώνουν τα δίχτυα τους∙ μπαλώνοντάς τα σε σημεία και λύνοντας ανεπιθύμητους κόμπους αλλού. Αναρωτήθηκε αν αυτά τα πλάσματα θα επιβίωναν ένα χειμώνα στην πόλη ή αν αυτός θα άντεχε ένα χειμώνα σε τούτο το ξεχασμένο από το χρόνο και τους ανθρώπους νησί. Ήξερε ότι η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή που έβλεπε ο καλοκαιρινός επισκέπτης. Η ζωή εδώ ήταν σκληρή όταν η νύχτα έπαιρνε να μεγαλώνει. Ήπιε στα γρήγορα το ρόφημά του και αφού ζώστηκε ταξιδιωτικό σάκο, σκηνή, υπνόσακο - την πανομοιότυπη εξάρτηση κάθε σοβαρού κάμπερ, όπως του άρεσε να ισχυρίζεται, ξεκίνησε για τον προορισμό του. Η παραλία βρισκόταν στην πίσω πλευρά του νησιού, στα ριζά ενός χαμηλού λόφου που κατηφόριζε ως τη θάλασσα, προστατευμένη δεξιά κι αριστερά από δύο προεκβολές της στεριάς. Την κοίταξε από ψηλά και ένιωσε ότι το θέαμα χόρταινε μέσα του μια πείνα που η Αθήνα δε θα μπορούσε να ικανοποιήσει ποτέ... με όλα τα φανταχτερά της θέλγητρα. Με την ψυχή του να σκιρτάει από ευδαιμονία, ξεκίνησε να κατεβαίνει το κακοτράχαλο, επίφοβο μονοπάτι. Είδε το μαύρο αντίσκηνο αρκετά προτού πατήσει το πόδι του στην άμμο. Έστεκε στο κέντρο της παραλίας, σαν ένα τεράστιο εβένινο μαργαριτάρι πάνω σε χρυσόσκονη. Συνάμα, παρατήρησε την έλλειψη άλλων σκηνών ή των χαρακτηριστικών τεντών που συναντάει κανείς σε ένα μέρος κατάλληλο για ελεύθερο κάμπινγκ. Μισόκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να διακρίνει καλύτερα. Ήξερε ότι η εποχή ήταν προχωρημένη, όμως αυτό ξεπερνούσε τις προσδοκίες του. Έφτασε στο τέλος του μονοπατιού και βάλθηκε να περπατάει στην άμμο. Ζύγισε από κοντά τη μαύρη σκηνή. Ήταν πραγματικά απορίας άξιο, γιατί ο ιδιοκτήτης της δεν είχε επιλέξει ένα καλύτερο σημείο για να τη στήσει. Τα αλμυρίκια, λίγο πιο πίσω, φάνταζαν απείρως πιο φιλόξενα. Ίσως να είναι κανένας καινούριος, συλλογίστηκε και προσπέρασε βαδίζοντας με δυσκολία στο ασταθές έδαφος. Έστησε τη σκηνή του καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα, κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου δέντρου και κρέμασε την αιώρα του ανάμεσα σε δυο χοντρά κλαδιά που έμοιαζαν με μικρούς κορμούς. Λίγο αργότερα και αφού στερέωσε μια υποτυπώδη πάνινη τέντα κοντά στην ακρογιαλιά, έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στη θάλασσα. Δε θα αντάλλαζε με καμία μπανιέρα γεμάτη με ζεστό νερό, αυτή την αίσθηση ολοκληρωτικής κάθαρσης που τον πλημμύριζε σαν βουτούσε ολόγυμνος στα κρυστάλλινα βάθη. Ούτε με κανένα μαλακό κρεβάτι τον υπνόσακό του. Την αγαπούσε αυτή του την επιλογή και παρέμενε πιστός στην άποψή του, ότι ο πραγματικός κόσμος για τον οποίον ήταν φτιαγμένος ο άνθρωπος, ήταν εκεί έξω, στις αχανείς, πανέμορφες δημιουργίες της φύσης και όχι στα αστικά, άθλια χωνευτήρια ενέργειας, που ένας Θεός ήξερε γιατί είχαν προκύψει. Η ζωτικότητα που αισθανόταν μετά τη βουτιά, τον έκανε να τρέξει ενθουσιασμένος κάτω από τη σκιά της τέντας του και βάλθηκε να φτιάχνει τον δεύτερο καφέ της ημέρας∙ τον καλό. Έστριψε ένα δυνατό τσιγάρο και άνοιξε το βιβλίο του στην τσακισμένη σελίδα. Τότε την είδε. Βγήκε από τη μαύρη σκηνή και τεντώθηκε νωχελικά χαιρετίζοντας την καινούρια μέρα. Τον κοίταξε για μια στιγμή και έπειτα άρχισε να αφαιρεί βασανιστικά αργά τα ρούχα της, αποκαλύπτοντάς το καλοφτιαγμένο σώμα της. Προχώρησε προς το νερό με σταθερό βήμα και χάθηκε με ένα μακροβούτι από τα μάτια του. Αρκετά μέτρα μακριά για το συνηθισμένο κολυμβητή, το κεφάλι της ξεπρόβαλλε στην ακύμαντη επιφάνεια. Την παρατήρησε παραξενεμένος. Μολονότι δε μπορούσε να διακρίνει καθαρά από τέτοια απόσταση, θα έπαιρνε όρκο ότι η νεαρή γυναίκα τον κοίταζε και αυτή. Υπολόγισε ξανά την απόσταση που την είχε δει να διανύει κάτω από τα κύματα. Ανατρίχιασε αναίτια και ένιωσε ένα ρίγος να σκαρφαλώνει στη ραχοκοκαλιά του, αν και η θερμοκρασία κάτω από την τέντα, εκείνη τη στιγμή, θα πρέπει να άγγιζε τους σαράντα βαθμούς. Η κοπέλα έμεινε στο νερό για πολλή ώρα, κολυμπώντας με μεγάλες, σίγουρες απλωτές, από τη μια άκρη του μικρού κολπίσκου στην άλλη. Η έξοδός της τράβηξε όλη του την προσοχή. Το γυμνό, στητό κορμί της φανερώθηκε σταδιακά μέσα από μια σμαραγδοπράσινη θάλασσα, που έδειχνε να το αγκαλιάζει προστατευτικά και να αρνείται να το αποκαλύψει στα μάτια του, παρά μόνο με τη μέγιστη επιφύλαξη. Καλύπτοντας την απόσταση μέχρι τα ρούχα της, στάθηκε για λίγες στιγμές πάνω στην υποκίτρινη άμμο και με το νερό να στάζει από πάνω της σε χιλιάδες σταγόνες, λαμπυρίζοντας έντονα, σαν μια εξωτερική λάμψη που την περιέβαλλε, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και στράγγιξε τα μαλλιά της, αφήνοντας μια αστραφτερή κορδέλα υγρού να χυθεί από τα κατάμαυρα βάθη τους. Έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο του, όμως η παρουσία της τον είχε μαγνητίσει και στάθηκε ακατόρθωτο να σταματήσει να της ρίχνει κλεφτές ματιές. Ήταν όμορφη... πολύ όμορφη. Όταν την είδε να δένει ένα παρεό γύρω από τη μέση της και να έρχεται προς το μέρος του, η αναστάτωσή του πολλαπλασιάστηκε. «Φαίνεται πως είσαι ο καινούριος μου γείτονας», του έκανε και κάθισε δίπλα του στο μικρό τετράγωνο σκιάς που σχημάτιζε η τέντα, «είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε θα έβρισκα κανέναν αυτή τη φορά», συμπλήρωσε χαμογελώντας. «Ελπίζω να μη σου δημιουργώ πρόβλημα», της απάντησε με ένα ψευτοαπολογούμενο, μισοαστείο ύφος. «Τουναντίον... αν και όπως θα διαπιστώσεις δεν είμαι το πιο καλόβολο άτομο, θα έλεγα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας». Γέλασαν και οι δυο τους χαλαρά και συνέχισαν να συζητούν. Οι ώρες πέρασαν γρήγορα και οι ίσκιοι μάκρυναν στην παραλία, κατηφορίζοντας από το ύψωμα στην ανατολική της πλευρά. Έστριβε ένα τσιγάρο, όταν η κοπέλα σηκώθηκε και απομακρύνθηκε προς τη σκηνή της. Όταν επέστρεψε, κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό, σκουρόχρωμο μπουκάλι. Κάθισε πάλι κοντά του και το έτεινε προς το μέρος του, εξηγώντας πως περιείχε ένα μίγμα βοτάνων με έντονα παραισθησιογόνες ιδιότητες. Η πρόταση τού φάνηκε ενδιαφέρουσα. Το πήρε και κοίταξε με αμφιβολία το υποσχόμενο περιεχόμενο της φιάλης. Δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη σε αυτά τα ματζούνια∙ η επιστήμη της χημείας είχε ανακαλύψει εδώ και καιρό τον κατάλληλο τρόπο για να ταξιδεύουν οι άνθρωποι. Όμως η κοπέλα φαινόταν βέβαιη για τη δράση του. «Είναι κάτι που δεν έχεις ξαναδοκιμάσει ποτέ», του είπε με συνωμοτική φωνή, «να είσαι σίγουρος γι’ αυτό». Κατέβασε τρεις γερές γουλιές που άφησαν στο στόμα του μια ταγκή γεύση χορταρικών, καθώς και μια άλλη, αδιευκρίνιστη αίσθηση στη βάση της γλώσσας του. Δε θα πρέπει να είχε περάσει παραπάνω από μισή ώρα, όταν αυτή ακριβώς η αίσθηση απλώθηκε σε όλο του το σώμα και ήξερε ότι το ναρκωτικό είχε αρχίσει να ενεργεί. Η συζήτηση άρχισε να προχωρά με δυσκολία. Αδυνατούσε να συγκεντρωθεί εξαιτίας της επίδρασης του ποτού, αλλά και λόγω της μαγευτικής σαγήνης που ασκούσε πάνω του η μορφή της. Στο σκοτάδι που ολοένα πύκνωνε, έχανε τα μάτια της και τα μπέρδευε με τα αστέρια που εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο στο ουράνιο στερέωμα, ενώ οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα της συγχέονταν με τον φλοίσβο των κυμάτων, έτσι που στα αυτιά του έφτανε μόνο μια ρυθμική αλληλουχία ήχων, τη νοηματική σειρά των οποίων κατανοούσε όλο και λιγότερο. «Η θάλασσα... αυτή είναι η μητέρα... η σκοτεινή μητέρα...», νόμισε ότι την άκουσε να λέει σε μια στιγμή προσωρινής διαύγειας. Έτριψε τους κροτάφους του πασχίζοντας να διώξει τη σύγχυση από το κεφάλι του. Ένιωθε ότι για κάποιο λόγο έπρεπε να προσέξει αυτά τα λόγια. Λες και ένα ένστικτο τον ειδοποιούσε ότι ίσως να ήταν πολύ σημαντικά γι’ αυτόν. Όμως οι σκέψεις του πετούσαν και δεν έμεναν δευτερόλεπτο σε μια σειρά. Και μέσα σ’ αυτή την τρικυμισμένη θάλασσα που σχημάτιζαν, το μοναδικό σημείο αναφοράς, σαν φάρος που τον καθοδηγούσε μέσα από το σκοτάδι, ήταν η εικόνα αυτής της γυναίκας που είχε απέναντί του∙ ελκυστική... ιδιαίτερη... Ο χρόνος έμοιαζε να μην υπακούει πια στους συνηθισμένους κανόνες που τον διέπουν. Διαστέλλοταν και επιμηκύνοταν στο άπειρο και μετά κατρακυλούσε με τρομερή ταχύτητα σε ταρταρικά πηγάδια, το βάθος των οποίων δεν τολμούσε να αναλογιστεί. Προσπάθησε να μιλήσει, όμως τα λόγια έβγαιναν από το στόμα του ακατάληπτα, χωρίς ειρμό και συνοχή. Περιορίστηκε να απαντάει με σύντομους, κοφτούς ήχους, ενώ την ίδια ώρα, το πέπλο της πραγματικότητας κομματιαζόταν μπροστά του τόσο βίαια, όπως ποτέ άλλοτε σε κάποιο από τα προηγούμενα ταξίδια του. Τώρα αγωνιζόταν μάταια να γαντζωθεί από τα τελευταία ξέφτια της λογικής, που σείονταν στον ψυχεδελικό άνεμο που λυσσομανούσε μέσα του. Η κοπέλα δεν έδειξε να ξαφνιάζεται από την προσπάθειά του να τη φιλήσει. Αντιθέτως, τα χέρια της άρχισαν να ψηλαφούν βίαια, απαιτητικά το κορμί του. Τον εξερευνούσε με αυξανόμενη ένταση και μπορούσε να αισθανθεί το σώμα της να κολλάει πάνω στο δικό του, αποζητώντας με ένα αλλόκοτο είδος απόγνωσης την επαφή. Σύντομα βρέθηκαν στη σκηνή του∙ δυο σώματα που πάλευαν να απαλλαγούν από τα περιττά ρούχα, στην προσπάθεια δύο φωτισμένων από τις ευεργετικές δρόγες μυαλών, να επικοινωνήσουν σε ένα επίπεδο παραισθητικής πραγματικότητας. Η κορύφωση ήρθε με μια αποδεσμευτική εσωτερική έκρηξη, που σάρωσε τις ορατές πλέον στα μάτια του αύρες τους και τις ένωσε σε ένα φωσφορίζον, μεδουσοειδές περίβλημα. Ξάπλωσαν βαριανασαίνοντας, αποκαμωμένοι από την ερωτική καταιγίδα που κόπαζε. Ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και την υπερδιέγερση που τον βασάνιζε να υποχωρεί, παραχωρώντας τη θέση της σε μια κατάσταση που ακροβατούσε ανάμεσα σε μια ψυχοτροπική ημισυνειδητότητα και τη λήθη που τον τραβούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από τους οραματισμούς του. Σε μια από τις αφυπνίσεις του, την ένιωσε να σηκώνεται και άκουσε το φερμουάρ της σκηνής να ανοίγει. Ανακάθισε αποδιοργανωμένος, στηριζόμενος στον αγκώνα και ύψωσε βαρύ το κεφάλι του, ώστε να κλεφτοκοιτάξει από το παράθυρο της πλαϊνής πλευράς. Την είδε να ξεμακραίνει προς τη σκηνή της∙ μια μορφή δυσδιάκριτη κάτω από το αχνό φως των άστρων, ώσπου, τελικά, εξαφανίστηκε μέσα στη μικρή, μαύρη πυραμίδα. Ένα νέο κύμα πιεστικής αναχώρησης όρμησε στο συνειδητό του και βυθίστηκε ξανά σε ληθαργική αποχαύνωση. Άνοιξε τα μάτια του και έμεινε ακίνητος στο σκοτάδι, ακούγοντας τη σπηλαιώδη φωνή που δονούσε τη νύχτα. Η έντασή της έμοιαζε να αυξομειώνεται, ακολουθώντας εναλλαγές ανάμεσα σε σφυριχτά σκληρίσματα και γρυλητά. Ποτέ του δεν είχε ξανακούσει τέτοια φωνή. Τον τρόμαζε, τον συγκλόνιζε. Αμέσως μετά, αντιλήφθηκε την αποπνικτική δυσωδία που κυριαρχούσε στο εσωτερικό της σκηνής. Μια μυρωδιά ανυπόφορη, που έμοιαζε να ποτίζει κάθε εκατοστό του μικρού χώρου. Έφερε πάνω της το σημάδι της αποσύνθεσης και της θάλασσας∙ όπως θα μύριζε ένα στοιχειωμένο έλος, που η επιφάνειά των νερών του διαταράσσεται μόνο από ακατονόμαστες αιτίες ή ίσως, όπως μυρίζουν τα βάθη των ωκεανών, εκεί όπου το φως του ήλιου δε φτάνει ποτέ και ανόσιοι εφιάλτες καραδοκούν ουρλιάζοντας... σμιλεύοντας το θέλημά τους στη φυλετική μνήμη τής νεαρής ανθρωπότητας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο θαλασσινός αέρας θα καθάριζε την αποφορά, όμως, κοιτώντας ψηλά, συνειδητοποίησε ότι τα πλαϊνά τοιχώματα της σκηνής δε σάλευαν στο ελάχιστο. Άπνοια, σκέφτηκε και στιγμιαία, παράταιρα για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, στο μυαλό του αναδύθηκε μια αλλόκοτη ιστορία που είχε διαβάσει κάποτε, τις λεπτομέρειες τής οποίας δε μπορούσε να θυμηθεί. Εξάλλου, αυτή η μυρωδιά ήταν τόσο έντονη, λες και η πηγή της βρισκόταν εκεί... μαζί του... δίπλα του. Ναρκωμένος ακόμα από το καταπότι, δέσμιος ενός διογκούμενου φοβικού ενστίκτου, επιχείρησε άλλη μια σύντομη ματιά από το παράθυρο, διαπιστώνοντας ταυτόχρονα πως εξακολουθούσε να είναι μόνος μέσα στη σκηνή. Στο αδύναμο ημίφως της παραλίας, διέκρινε το μικρό μαύρο όγκο του δεύτερου αντίσκηνου. Η αποτρόπαια φωνή ερχόταν από την κατεύθυνσή του. Μετά, η πραγματικότητα κλονίστηκε και τρεμόσβησε μπροστά στα μάτια του, καθώς μια σκιώδης μορφή ξεπρόβαλλε από μέσα. Μερικά δευτερόλεπτα πέρασαν. Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε, ωστόσο ήταν ήδη σίγουρος∙ οι απόκοσμοι λαρυγγώδεις ήχοι που άκουγε, έρχονταν τώρα καθαρότεροι, ολοφάνερα από τη χαμηλή σκιά που έδειχνε να κινείται. Σκέφτηκε τους ανθρώπους που στοιβάζονταν στα πολύβουα νησιά σαν πρόβατα∙ τις πόλεις τους... τους σκοπούς που αρχικά εξυπηρετούσαν. Σκέφτηκε πόσο ασήμαντο πλάσμα είναι ο άνθρωπος∙ ανυποψίαστος γι’ αυτά που υπάρχουν γύρω του... τυχερός μέσα στην άγνοιά του. Και σκέφτηκε πως υπάρχουν περιπτώσεις που κάποιος μπορεί να βρει τον εαυτό του σε λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Η δυσοσμία έγινε ακόμα πιο δυνατή. Είδε το ανθρώπινο σώμα να κινείται με ταχύτητα στα τέσσερα και μέσα στο μισοσκόταδο αντιλήφθηκε ότι ερχόταν προς το μέρος του. Η καρδιά του άρχισε να βροντάει και ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει ορμητικά στα μηνίγγια του. Το φράγμα της αμφιβολίας κατέρρευσε ολοκληρωτικά, όταν η διαρκώς μειούμενη απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνον και αυτό που ερχόταν, του επέτρεψε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που αντίκριζε. Άρχισε να ουρλιάζει, ρίχνοντας ενστικτωδώς το σώμα του προς τα πίσω και έφερε τα χέρια στο πρόσωπο. Οι κραυγές του σταμάτησαν μονάχα για μια στιγμή, όσο για να δει τις φρικτές μεμβράνες που ένωναν τα δάχτυλά του. Μετά, σαν σε απάντηση στα γρυλίσματα και τους κακόβουλους, δίχως ανάσα γόους που πλησίαζαν, συνέχισε να ουρλιάζει με μανία. ΤΕΛΟΣ εΛεύΘερο_Κάμπινγκ.doc Edited June 30, 2009 by dagoncult Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 27, 2009 Share Posted June 27, 2009 Κάτι ήξερα εγώ που δεν υπήρξα ποτέ μου φαν του ελεύθερου κάμπινγκ . Παρόλο που είναι αρκετά προβλέψιμη -το αιώνιο πρόβλημα του τρόμου- είναι καλογραμμένη. Σωστός και ο ρυθμός της ιστορίας για το χώρο που καταλαμβάνει συνολικά. Νομίζω ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς το ποτό. Προσφέρει φυσικά ατμόσφαιρα, αλλά με τον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα δεν είμαι σίγουρη αν είναι αναγκαίο. Υποθέτω ότι δεν είδε τη μορφή του πλάσματος επειδή είχε πιει το ποτό. Απλώς έπεσαν περισσότερο οι αντιστάσεις του και απέμεινε ζαλισμένος και ανίκανος να κουνηθεί. Εκτός κι αν δεν κατάλαβα κάτι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted June 27, 2009 Share Posted June 27, 2009 Σχεδόν υποδειγματική ιστορία τρόμου. Δεν περίμενα να απεκδυθείς τόσο γρήγορα και εύκολα το ρετρό που σου αρέσει. Πολύ καλή γραφή, πολύ καλό στήσιμο (πιστευτό γιατί ο ήρωας είναι εκεί, πιστευτές οι σκέψεις κι οι αντιδράσεις του), βασισμένη στην εμπειρία σου να υποθέσω; Ελληνική και σύγχρονη, με την πολύ καλή έννοια. Μπράβο! Το μόνο που δε μου άρεσε ήταν οι Κθουλιανές σκέψεις που έμπαιναν από το πουθενά στο κείμενο - αυτά με τη φυλετική μνήμη και το αρχικό σκοπό των πόλεων , που δεν αλλάζουν την πλοκή και δεν την εξηγούν έστω κι αν τις δίνουν κάποιο αόριστο υπόβαθρο Μπράβο και για το tribute στον aScannerDarkly (ελάχιστες διορθώσεις-προτάσεις αυτή τη φορά) ελεύθερο_κάμπινγκ.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted June 27, 2009 Author Share Posted June 27, 2009 (edited) Παρόλο που είναι αρκετά προβλέψιμη -το αιώνιο πρόβλημα του τρόμου- είναι καλογραμμένη. Νομίζω ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς το ποτό. Προσφέρει φυσικά ατμόσφαιρα, αλλά με τον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα δεν είμαι σίγουρη αν είναι αναγκαίο. Υποθέτω ότι δεν είδε τη μορφή του πλάσματος επειδή είχε πιει το ποτό. Απλώς έπεσαν περισσότερο οι αντιστάσεις του και απέμεινε ζαλισμένος και ανίκανος να κουνηθεί. Εκτός κι αν δεν κατάλαβα κάτι. Ναι... είναι πιο προβλέψιμη και από το πιστολίδι σε γουέστερν . Την είδε τη μορφή του πλάσματος στην προτελευταία παράγραφο. Ώου... στάσου... οι μεμβράνες στην τελευταία παράγραφο είναι στα χέρια του man. Το ποτό και η συνουσία τον μετατρέπουν σε κθουλοειδές υποκείμενο και αυτόν... γι’ αυτό μυρίζει τόσο πολύ η σκηνή... η πηγή της οσμής είναι ο ίδιος. Όχι ρε γμτ... ήθελα και ‘γω να φτιάξω μια ιστορία με ψιλοανατροπή στο τέλος και δεν το έκανα απόλυτα κατανοητό αυτό απ’ ότι φαίνεται ε; Κλαψ... λυγμ.... βασισμένη στην εμπειρία σου να υποθέσω; Το μόνο που δε μου άρεσε ήταν οι Κθουλιανές σκέψεις που έμπαιναν από το πουθενά στο κείμενο - αυτά με τη φυλετική μνήμη και το αρχικό σκοπό των πόλεων , που δεν αλλάζουν την πλοκή και δεν την εξηγούν έστω κι αν τις δίνουν κάποιο αόριστο υπόβαθρο Μπράβο και για το tribute στον aScannerDarkly Κοίτα... αν και οι γυναίκες είναι αλλόκοτες υπάρξεις, μέχρι τώρα δεν έχω πετύχει καμία κθουλίτσα και ελπίζω να μη συναντήσω ποτέ μια τέτοια . Ωστόσο, ναι, είναι βασισμένη και σε προσωπικές εμπειρείες. Ήταν περίεργη φάση η κθουλιά, μάλλον ήθελα να βάλω το κάτι παραπάνω. Στο σημείο για τη φυλετική μνήμη, κάπως αόριστα είχα στο μυαλό μου τον Κ., που κοιμάται και επικοινωνεί μαζί μας από την αρχή του είδους μας. Ο αρχικός σκοπός των πόλεων, και καλά, ήταν να προφυλαχθούν οι άνθρωποι από τα περίεργα (σαν την κοπελιά) πλάσματα, που τους την έπεφταν όταν ακόμα η ανθρωπότητα ήταν νεαρή. Η “Άπνοια” ήταν πολύ καλή ιστορία… ελπίζω ο αγαπητός aScannerDarkly να μην ενοχληθεί που ο ήρωας μου δε θυμόταν τις λεπτομέρειές της... τις θυμάμαι εγώ. ;) Ευχαριστώ για το χρόνο σας... Edited June 27, 2009 by dagoncult Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted June 28, 2009 Share Posted June 28, 2009 Κατ' αρχάς. Είμαι τουλάχιστον συγκινημένος από την αναφορά στην ιστορία μου. Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ. Κατά τα άλλα, εκπληκτική πρόοδος από τις προηγούμενες φορές. Καμία αίσθηση αμηχανίας και ερασιτεχνισμού, πολύ καλή και άνετη έκφραση, ωραία ιστορία, σωστή έκταση... Συγχαρητήρια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted June 29, 2009 Share Posted June 29, 2009 Καλή ιστορία, με ρυθμό κι ένταση και καλά γραμμένη στο σύνολό της. Υπήρχαν μονάχα κάποιες μεμονωμένες περιγραφές που μου έκατσαν κάπως στον λαιμό όπως πυραμυδοειδή κατασκευή και μεδουσοειδές περίβλημα, αλλά σε γενικές γραμμές τα καλά κάλυπταν τα αρνητικά με αποτέλεσμα η ιστορία να αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στον ουρανίσκο. Αν και όντως ήταν κάπως προβλέψιμη, δε με εμπόδισε να την διαβάσω χωρίς να χάσω το ενδιαφέρον μου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 18, 2009 Share Posted September 18, 2009 Πολυ ωραία γραφή, καλοφτιαγμένο, σωστη ατμοσφαιρα με τη γυναίκα-παγιδα (οτιδήποτε Κθουλιανό, αγαπαω), αλλά βρε Dagoncult ούτε λίγη σπλατερίτσα? Ούτε μια πιδακούλα αίμα από αρτηρία, έτσι να καθυσηχαστει ο σπλατερας μέσα μου, βρε αδερφε..! Αστειεύομαι φυσικα Συγχαρητηρια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted May 6, 2010 Share Posted May 6, 2010 Πολύ ωραία ιστορία Ντάγκον, μία από τις καλύτερές σου σίγουρα. Πολύ σωστός ρυθμός, και γλώσσα που δεν ξεφεύγει πουθενά (αν και θα μπορούσε). Ορισμένες παράγραφοι είναι εντυπωσιακές! Πολύ ωραία η αναπαράσταση του χαρακτήρα, πειστικότατη όπως έγραψε και ο Ελέκτρο. Η ανάπτυξη της πλοκής εξίσου ωραία, φτάνει στο τρομακτικό τέλος ομαλά. Μόνο μείον η Κθουλιά, που θεωρώ ότι δεν χρειαζόταν. Αντίθετα, μάλλον αφαιρούσε από ένα γνήσια Ελληνικό κείμενο. Ωραίος! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted November 18, 2011 Share Posted November 18, 2011 Ωραία ιστορία, που ακολουθεί ένα σχετικά γνώριμο μοτίβο ιστοριών τρόμου. Οι νησιώτες με τις ασχολίες τους μου έφεραν στο νου εικόνες από την παραλία του χωριού μου πριν από πολλά χρόνια. Ωραίες οι περιγραφές της απομονωμένης παραλίας του νησιού, που φαντάζει ειδυλλιακή και πανέμορφη. Πολύ καλή η αλλαγή της ατμόσφαιρας μετά τη συνεύρεση του άντρα και της κοπέλας, που γίνεται σκοτεινή και τρομακτική. Εντάξει, ήταν λιγάκι αναμενόμενο ότι κάτι έτρεχε με την κοπέλα. Άλλωστε, ήταν η μόνη που γνωρίσαμε. Αλλά και πάλι, ήταν ωραίος ο τρόπος που δόθηκε αυτή η μεταστροφή, μέσω της δυσοσμίας και του σκοτεινού πλάσματος στο οποίο μεταμορφώθηκε. Φυλαχτείτε, κθουλίτσες συχνάζουν πλέον και στα ελληνικά νησιά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 7, 2012 Share Posted January 7, 2012 (edited) Ακολουθώντας το spotlight ξαναδιάβασα αυτή την ιστορία που νόμιζα πως θυμόμουν. Είναι πολύ πιο καλογραμμένη από ό,τι θυμόμουν, και δηλώνω υπερήφανα ότι εγώ το έπιασα αυτό που εξηγείς στο spoiler του ποστ #4. Πολύ επίκαιρο spotlight (πάνω που έλειξε ο διαγωνισμός με θέμα Μεταμόρφωση/παραμόρφωση), μπράβο Mesmer! edit: Εμ, ναι, αυτό το διήγημα είδε το φως του προβολέα το Νοέμβρη, και όχι σήμερα. Μπράβο Άννα! Edited January 7, 2012 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.