manstredin Posted June 29, 2009 Share Posted June 29, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Βάγια Ψευτάκη Βία; Όχι Σεξ; Ένα touch διαστροφής Αριθμός Λέξεων: 2.146 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Μια ιστορία που έγραψα παλιά ΟΙ ΑΛΛΟΤΡΙΟΙ Αισθανόταν πάντα τον εαυτό του σαν ένα αλλόκοτο πλάσμα, βγαλμένο από σκοτεινά μεσαιωνικά παραμύθια, ο Σταύρος. Ένιωθε τον κόσμο να εξελίσσεται πλάι του. Να γίνονται ελαστικά τα όριά του σε υπάρξεις αλλότριες των ανθρώπων του Αδάμ και της Εύας. Ποτέ δεν ήταν τόσο αισθητό όσο τώρα, τα τελευταία χρόνια. Άνοιξε τα μάτια απότομα. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς αντίκρισε τον γνώριμο τοίχο του δωματίου του. Είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια για να ξυπνήσει στο παρόν. Άπλωσε το χέρι και πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο πάνω στο διπλανό κομοδίνο. Αναστέναξε ξανά. Στο μυαλό του σχηματίζονταν δίνες χρωμάτων. Δεν είχε αίσθηση του χρόνου. Οι δίνες τον παρέσερναν στις ώρες της μέρας. Ήταν τόσο παράξενο κι όμως το αισθανόταν τόσο οικείο. Εμπόδιζε όσο μπορούσε το πέρασμα του σε άλλους κόσμους. Υπέθετε ότι οι δίνες οδηγούσαν σε παράλληλους κόσμους και γι αυτό αντιστεκόταν όσο μπορούσε, να αφεθεί πλήρως στην πανδαισία. Το τηλέφωνο που χτυπούσε αρκετή ώρα, εκκωφαντικό δίπλα του, τον διευκόλυνε. Ο Σταύρος τα είδε όλα ουδέτερο γκρι. «Ναι;» έκανε σχεδόν λαχανιασμένα. «Γιώργο;» ακούστηκε στην άλλη πλευρά της γραμμής μία ανήσυχη γυναικεία φωνή. «Λάθος». Κατέβασε το ακουστικό και ξανάπεσε πίσω με το τσιγάρο στο χέρι. Δάγκωσε τα χείλη του απαλά και χωρίς να αναπνέει, αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο από το σιγανό βουητό του ψυγείου. Φύσηξε τον καπνό με ένα αναστεναγμό. Ανασηκώθηκε ξανά. Ήθελε να κάνει φασαρία. Την ησυχία ποτέ δεν την εμπιστευόταν. Κατά την διάρκειά της γίνονταν ενίοτε τα πιο επίφοβα. Έριξε μια επιφυλακτική ματιά στο δωμάτιο. Εντάξει, ήταν πράγματι το δικό του. Άνοιξε την τηλεόραση και δυνάμωσε την φωνή. Αυτό πάντα ξεγελούσε την ησυχία. Μία κωμική σειρά. Ό,τι καλύτερο. Με μεγάλη ανακούφιση, ο Σταύρος θυμήθηκε μεμιάς. Τον λέγανε Γιώργο Θεοφανάκη του Χαράλαμπου και της Ευαγγελίας, γεννηθείς τον Μάρτιο του 1982, Ιχθύς στο ζώδιο, μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης , επάγγελμα πωλητής. Είχε σπουδάσει δάσκαλος και κάποια στιγμή θα διοριζόταν, αλλά μέχρι τότε κάπως θα έπρεπε να συντηρείται. Για αυτό και δούλευε στο εστιατόριο του μπαμπά ενός φίλου του. Δούλευε μάλιστα μαζί με τον φίλο του. Η Λυδία τον είχε πάρει τηλέφωνο για να τον ξυπνήσει. Ήταν η κοπέλα του εδώ και σαράντα ημέρες-ναι, τις μετρούσε- και σήμερα θα πήγαιναν μαζί για ψώνια. Ήθελε να ψωνίσει κάτι λάμπες γιατί μυστηριωδώς του είχαν καεί όλες μαζί το προηγούμενο βράδυ, ενώ παρακολουθούσε Μπέργκμαν. Αυτός ο μίζερος Σουηδός τα έφταιγε όλα, φυσικά. Η Λυδία άρπαξε την ευκαιρία και τον έβαλε να της υποσχεθεί να διαλέξουν μαζί ένα δώρο για το πάρτι κάποιας φίλης της στο οποίο θα πήγαιναν μαζί το ίδιο βράδυ. Στην σκέψη της πραγματικότητας του, νοστάλγησε τις δίνες. Έπρεπε να πιει καφέ. Μετά την πρώτη γουλιά, κατέβασε βιαστικά την δεύτερη. Η κατάσταση δεν έδειχνε να βελτιώνεται. Έριξε μια ματιά στην τηλεόραση. Είχε τόσα χρώματα! Πονούσαν τα μάτια του. Δεν θα έπρεπε να είχε εφευρεθεί αυτό το κουτί. Ρουφούσε πάντα όλα τα χρώματα στις οθόνες του. Ντύθηκε γρήγορα, όσο πιο απλά γινόταν, γιατί προτιμούσε να περνάει απαρατήρητος σήμερα, ημέρα Τρίτη, 21 Δεκεμβρίου του 2005. Σήμερα ένιωθε ότι δεν έπρεπε να φαίνεται. Κάθε μέρα που ξυπνούσε, είχε και κάποια διάθεση, αλλά όχι καλή, κακή και άλλα τέτοια τετριμμένα. Ο Σταύρος κάθε μέρα που ξυπνούσε ένιωθε την επιθυμία να είναι διαφορετικός. Έτσι, ήθελε σχεδόν πάντα να περνά απαρατήρητος για να καλύπτει την επιθυμία του. Όχι απαρατήρητος όπως περνούν εκείνοι που δεν θέλουν κανείς να τους προσέξει. Απαρατήρητος, όπως εκείνοι που, ναι μεν δεν επιθυμούν κανείς να τους προσέξει, αλλά που πάντα κάποιος αναπόφευκτα τους προσέχει, γιατί τους αισθάνεται ένα βήμα πίσω του. Ντύθηκε λοιπόν αόρατος, για να το πούμε καλύτερα, και βγήκε έξω να συναντήσει την συνηθισμένη του Λυδία. Περπάτησε δέκα απολαυστικά λεπτά, με τους περαστικούς να κοιτούν ανήσυχοι πάνω από τον ώμο τους και αφού έφτασε στην γωνία που είχαν δώσει ραντεβού, στύλωσε σε έναν τοίχο και περίμενε με τα χέρια χωμένα στις βαθιές του τσέπες. Ψαχούλεψε λίγο από βαρεμάρα, ανασύροντας τελικά ένα παλιό κιτρινισμένο κομμάτι χαρτί και ένα μικρό κίτρινο πουγκί. Χαμογέλασε ασυναίσθητα. Έφερε το χαρτί μπροστά στα μάτια του και διάβασε: «Μισείς τους αλλότριους μεγαλομανείς που θέλουν δικό τους όλο το κόκκινο της Θεάς». Κοίταξε με απορία το κίτρινο πουγκί στην παλάμη του. Αυτό ήταν μια αλλόκοτη, ανεξήγητη αλήθεια. «Γιώργο! Άργησα;» η Λυδία με το μεταλλικό της χαμόγελο πετάχτηκε μπροστά του εντελώς ξαφνικά και τον έκανε να αναπηδήσει. Της χαμογέλασε βεβιασμένα. «Δεν πειράζει» μουρμούρισε κι έκανε ένα βήμα πίσω να την παρατηρήσει. Του φαινόταν τόσο γνώριμη κι άγνωστη ταυτόχρονα, ντυμένη στα πράσινα, με ένα σκούφο στο κεφάλι φορεμένο στραβά και σκουλαρίκια παντού. «Είσαι καλά;» ρώτησε η κοπέλα σκύβοντας προς το μέρος του. Εκείνος έγνεψε καταφατικά και πιάνοντάς την από την μέση ξεκίνησαν να προχωράνε προς την κατεύθυνση που είχε έρθει. «Δεν μου φαίνεσαι και πολύ καλά. Που πάμε;» έκανε η Λυδία με δυσπιστία. Δεν μίλησε. Ο λαιμός του είχε γεμίσει από κουβάρια τρίχες. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο η προκλητική μυρωδιά της και ο σφυγμός της που χόρευε. Και οι κρυφές εκείνες γωνίες. ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Ο Σταύρος έσβησε πίσω του το φως κι απλώνοντας το πόδι πέρασε μέσα στο γαλάζιο δωμάτιο. Πήγε προς το γραφείο του κι άνοιξε τον υπολογιστή για να ακούσει λίγη μουσική. Το είχε ανάγκη. Κάθισε στη καρέκλα ακουμπώντας την πλάτη πίσω. Τεντώθηκε νωχελικά. Είχε τη εντύπωση ότι οι παλάμες του είχαν τρίχες ,αλλά διαπίστωσε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Κοίταξε τα νύχια του. Ήταν υπερβολικά μεγάλα. Μεγάλωναν εξαιρετικά γρήγορα. Άρχισε να τα μασουλάει. Ξαφνικά του ήρθε να βάλει τα γέλια. Ένιωθε να πρωταγωνιστεί σε ταινία του Λίντς. Έψαξε για λίγη ιντάστριαλ μουσική, αλλά τίποτα. Ο υπολογιστής φερόταν ηλίθια, εμφανίζοντας μόνο κάτι ξεπεσμένα ελληνικά. Αγανάχτησε. Του ήρθε να φτύσει, αλλά συγκρατήθηκε. Αναρωτήθηκε τι να κάνει η Λυδία. Πήγαινε καιρός που χώρισαν. Τέλος πάντων, στο κάτω κάτω, ούτε το όνομα του δεν είχε καταφέρει να μάθει, αυτή η βλαμμένη γκόμενα. Πάντα επέμενε να τον λέει Γιώργο. Ήταν τελείως πειραγμένη από τα ναρκωτικά. Ήταν σίγουρος πως κάποια στιγμή σύντομα θα πέθαινε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έβαλε το χέρι μέσα από το παντελόνι του. Είχε καιρό να έχει στύση. Δεν ήταν φυσιολογικό για κάποιον της ηλικίας του. Παλιότερα θυμόταν τα όργια που οργάνωναν στο μεγάλο σπίτι των Πεταλάδων, κάτω στην παραλία. Ένιωσε τους μυς του προσώπου του να συσπώνται από μια έντονη αντίδραση στην ανάμνηση. Πάλι είχε τρίχες στις παλάμες. Το ένιωθε. Είχε τρίχες σε όλο του το κορμί, τα φωτεινά κρύα βράδια. Το συναίσθημα ήταν μοναδικό. Έγλειψε τα χείλη του, μια γεύση στυφή που πυροδότησε όλο του το κορμί με στύση. Όλα ήταν εκεί, σε αυτή τη στυφή γεύση∙ χαμογέλασε. Οι αναμνήσεις του μπλέχτηκαν στο στήθος του και γίνανε μενταγιόν. Η πόρτα άνοιξε βίαια και στο κατώφλι φάνηκε ένα οκτάχρονο παιδί. «Παππού; Τι κάνεις εδώ; Η μαμά λέει να πάρεις τα φάρμακά σου». Αυτός συνέχισε κοιτώντας το παιδί. Δεν μπορούσε να σταματήσει και να ήθελε. Το παιδί χαμογέλασε και φάνηκαν τα σιδεράκια του. «Μαμά!» Εκείνος κάγχασε με ειρωνεία και πήρε το βλέμμα του από τον μικρό. Στο ταβάνι πάνω, έγραφε: « Φοράω μενταγιόν τις ξεχασμένες μου ζωές». Έδωσε όλη την σημασία του κόσμου. Ήταν μια απροσδόκητη αλήθεια. ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ Ξύπνησε απότομα παίρνοντας μια θορυβώδη βαθιά ανάσα. Αυτά τα αλλόκοτα όνειρα τον ταλαιπωρούσαν τόσο πολύ. Ένιωθε πως ένα όνειρο κρατούσε πάρα πολύ, ατέλειωτα, με την έννοια του χρόνου όπως δεν την αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος. Όχι μέρες, μήνες και χρόνια, κάπως αλλιώς που μπορούσε μόνο να το νιώσει κι όχι να το εκφράσει ή να το εξηγήσει. Δεν έδωσε άλλη σημασία. Σηκώθηκε από τον καναπέ του σαλονιού κι έψαξε τα τσιγάρα του. Χρειαζόταν καφέ. Πολύ καφέ. Το κινητό του χτυπούσε για ώρα όταν τελικά το σήκωσε. «Ναι;» «Έλα, που είσαι τόση ώρα;» Ο Σταύρος μπερδεύτηκε προς στιγμήν, αλλά γρήγορα αναγνώρισε την φωνή. «Έφτιαχνα καφέ. Τι κάνεις;» «Έρχομαι από κει, καλά;» Πήγε να αρνηθεί, αλλά η Λυδία στην άλλη άκρη της γραμμής συνέχισε. «Α και Νίκο, μην ξεχάσεις το ραντεβού με τον ορθοδοντικό, εντάξει; Θα τα πούμε από κοντά, φιλάκια!» Η Λυδία έκλεισε πριν προλάβει να την χαιρετήσει. Σε λίγο θα ήταν εκεί. Κοίταξε γύρω του. Πού ήταν το εκεί; Ένα σαλόνι, ένας γκρι καναπές, ένα πικάπ, τρεις πόρτες που οδηγούσαν στα άλλα δωμάτια. Αναστέναξε. Θυμόταν τώρα. Το όνομα ήταν Νίκος Ιωάννου, του Πέτρου και της Ελένης, γεννηθείς τον Μάρτιο του 1952 στην Θεσσαλονίκη. Θυμόταν, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τον πανικό. Ήταν άλλος άνθρωπος! Έτρεξε στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού και δοκίμασε να ανοίξει τις πόρτες, τράβηξε τα πόμολα με όλη του την δύναμη, έπεσε πάνω τους με το βάρος του, μα τίποτα. Οι πόρτες ήταν κλειστές. Το κουδούνι χτύπησε. Κοίταξε από το ματάκι. Όλα αυτά ήταν τρελά. Ήταν τελείως τρελά ακόμα και για αυτόν. Αντιλαμβανόταν ότι συνέβαινε κάτι παράξενο με τον εαυτό του και την όλη του ύπαρξη και την ζωή του, αλλά αυτό πια, να μην μπορεί να ξυπνήσει στην πραγματικότητα, παραπήγαινε για να κρατήσει την ψυχραιμία του. Η Λυδία με τα σιδεράκια της στεκόταν στην εξώπορτα. Η επιδερμίδα της ήταν κατάλευκη, σαν χιόνι, και τα μαλλιά της στάχυα. Ήταν μικροκαμωμένη και κοκαλιάρα κι όμως στο πρόσωπό της μπορούσε να δει τόσες ρυτίδες! Της άνοιξε απρόθυμα, προσπαθώντας να μην της αποκαλύψει το πανικό του. Εκείνη σίγουρα έπαιζε κάποιον ρόλο. Της χαμογέλασε. Φορούσε κι αυτός σιδεράκια. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε πρόσχαρα. Έμοιαζε μικρούλα, ούτε δεκαπέντε. «Πριν λίγο ξύπνησα. Έλα μέσα» Η Λυδία δεν πέρασε το κατώφλι. Στεκόταν και τον κοιτούσε χαμογελαστά. Τα μάτια της δεν ήταν αληθινά. Έψαχναν. Η Λυδία ανησυχούσε. Ήταν σε αδιέξοδο. Ο Σταύρος ένιωσε ανεξήγητη ανακούφιση. Σα να του έφυγε ένα βάρος από το στήθος. «Δεν σε λένε Νίκο;» Ο Σταύρος την κοίταξε ανέκφραστα. Δεν ήταν σίγουρος για εκείνη. «Εμένα δεν με λένε Αλίκη». «Σε λένε Λυδία;» Η Λυδία έγλειψε απαλά τα σκασμένα χείλη της. Έκανε παγωνιά έξω. «Δεν ξέρω. Νομίζω. Νομίζω ότι σε λένε Σταύρο». «Ωραία, νομίζουμε τα ίδια». «Είδες κανέναν άλλον από την ζωή σου;» Ο Σταύρος έλπιζε για κάποια αλλόκοτη ερώτηση. Έγνεψε αρνητικά. «Ξέρεις γιατί;» ψιθύρισε η Λυδία κι ο ψίθυρος της αντήχησε στα αυτιά του, ξανά και ξανά και ξανά δημιουργώντας δίνες χρωμάτων στα μάτια του. Το σώμα του έπαιρνε φωτιά, έπαιρνε ζωή και τα χρώματα το τύλιγαν σα ρούχα. «Ξέρω» της φώναξε και μεμιάς ντύθηκε τις δίνες και την κοίταξε στα μάτια βλέποντας. Η Λυδία στέκονταν μπροστά του σουφρωμένη και κοντή, καμπούρα, με τρεις τούφες μακριά λευκά μαλλιά στο κεφάλι και μάτια γερασμένα όσο η γη η ίδια. Η δυσοσμία του δέρματός της τον έκανε να δακρύζει και του έφερνε αναγούλα. Η γριά χαμογέλασε με τα χρυσά της δόντια κι έγειρε προς το μέρος του ασθμαίνοντας. «Ξέρεις λοιπόν κι αν θα γυρίσεις;» Ο Σταύρος σταμάτησε να αναπνέει. Δεν την άντεχε ξανά. Την θυμόταν με τόση λεπτομέρεια τώρα, δεν μπορούσε να την θυμηθεί πριν της ανοίξει; Ένιωθε τρίχες παντού. Βρόμικες τρίχες και δόντια. Θέλησε τότε έναν καθρέφτη ενστικτωδώς, αλλά ήξερε πως δεν ήταν καλή ιδέα για την λογική του. Δεν είχε ανάγκη να αναπνέει. «Γύρνα, θα χορεύουμε στο φως Μου και θα γεννάμε τα παιδιά Μας ξανά…» άπλωσε τα ζαρωμένα χέρια της κι ο Σταύρος που μάλλον το όνομα του το είχε ξεχάσει, έκανε πίσω για άλλη μια φορά. Αρνήθηκε και με τρόμο διέταξε να ξυπνήσει ξανά. ΑΝΑΚΥΚΛΗΣΗ Βρέθηκε ξύπνιος σε ένα χωράφι με στάχια, λουσμένος στο φεγγαρόφως. Ο Σταύρος θυμήθηκε ότι το προηγούμενο βράδυ είχε πιει και έπειτα έκανε έρωτα με την Λυδία σε αυτό εδώ το χωράφι. Μετά πρέπει να αποκοιμήθηκε, αλλά που ήταν εκείνη; Χρειαζόταν τσιγάρα. Σηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι έδενε κόμπους γλυκά το μυαλό του και δεν μπορούσε με τίποτα να ανακαλέσει την μνήμη του. Δεν είχε και τόση σημασία. Ένιωθε ερωτευμένος. Προχώρησε λίγα βήματα παραπέρα και την είδε να κοιμάται κουλουριασμένη στα αγριόχορτα. Τα μαλλιά της μακριά, έμοιαζαν ασημένια και η επιδερμίδα της τόσο απαλή κι αψεγάδιαστη, ήταν ομορφότερη κι απ’ την Εύα. Δεν την ξύπνησε. Την σήκωσε στην αγκαλιά του προσεκτικά. Θα την πήγαινε σπίτι. Ξεκίνησε. Βγήκε στον κοντινότερο κεντρικό δρόμο. Πρέπει να είχε αμάξι, λογικά. Προσπάθησε να προσδιορίσει τον εαυτό του στον χρόνο. Το μόνο που κατόρθωσε να βγάλει ήταν ότι ζούσε μια νύχτα ενός καλοκαιρινού μήνα, μιας χρονιάς που ήταν ερωτευμένος με την Λυδία. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να χαμογελάσει στον σκοτεινό ουρανό. Τα ήξερε όλα. Η Λυδία ήταν όλα. Χρώματα πλημμύρισαν την καρδιά του. Η Λυδία ήταν η μάνα του και η γυναίκα του και η κόρη του και ο κόσμος του, όλα τα γνώριζε καλά. Συνοφρυώθηκε απότομα. Το έδαφος του μίλησε. Του μίλησε με φωνή αέρινη και του υπέδειξε την αλαζονεία. «Η Λυδία δεν είναι τα μισά» βούηξαν οι καλαμιές απ’ τον Νοτιά. «Είναι η μάνα που σκοτώνει το παιδί της, η γυναίκα που σε βασανίζει πηγαίνοντας μ’ άλλους, η κόρη που σε απορρίπτει και ο κόσμος που σου στερεί τους καθρέφτες» Ο Σταύρος κούνησε το κεφάλι του δυστυχισμένος. Την ακούμπησε κάτω προσεκτικά και απλώνοντας το χέρι έγραψε με το δάχτυλο στον ουρανό μήπως και το έβλεπε όταν θα ‘χε ξεχάσει. «Ποτέ δεν θα ξεφύγω από τις εκθαμβωτικές τερατώδης δίνες της. Είμαι το αιώνιο ταίρι που φλερτάρει την αγκαλιά της Λίλιθ. Θα ξεφεύγω κλέβοντας ξένες ζωές και δεν θα θυμάμαι ποτέ καθαρά. Φορά τη φορά, θα φτάσουμε στην αιωνιότητα». Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted June 30, 2009 Share Posted June 30, 2009 Θέλει ξανά γράψιμο. Από την αρχή. Κάποια σημεία βγαίνουν λάθος. Η σύγχυση που δίνεις για τον συγχυσμένο πρωταγωνιστή είναι συγχυσμένη. Δεν βγάζει νόημα, σαν ανάγνωσμα. Οι σκηνές με το σεξ απλά εμφανίζονται. Δεν προοικονομούνται. Σαν να λες "Και εκεί που περπάταγε η κοκκινοσκουφίτσα και ψώνιζε, ο Γκουζγκούνης της τον φόρεσε από πίσω". Συγγνώμη αν γίνομαι αισχρός αλλά έτσι με έκαναν οι σκηνές σου να σκεφτώ. Έχει και άλλα, αλά θα τα πω όταν μπορέσω να τα πω σωστά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted June 30, 2009 Author Share Posted June 30, 2009 Δεν διαφωνώ ότι κάποια σημεία χρειάζεται να γραφτούν ξανά, ίσα ίσα. Όσο για το ότι δεν βγαίνει νόημα, σε 'μένα δεν φάνηκε έτσι, αλλά για να το λες ως αναγνώστης, μάλλον έτσι θα 'ναι. Όσο για τις σεξουαλικές σκηνές, δεν γίνεσαι αισχρός, αν έτσι σου φάνηκαν, καλά κάνεις και το λες. Όπως και να ‘χει πάντως, σ’ ευχαριστώ για τον χρόνο και για τα σχόλια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted July 1, 2009 Share Posted July 1, 2009 Δεν είπα οτι δεν βγάζει νόημα. Απλά είναι υπερβολικά μπερδεμένο χωρίς λόγο. Ο πρωταγονιστής είναι μπερδεμένος. Το καταλαβαίνω αυτό. Θες να μπερδέψεις και τον αναγνώστη. Επίσης κατανοητό. Αλλά εδώ έχουμε μια υπερβολή. Μην μπερδεύεις το κείμενο για να μπερδέψεις τον αναγνώστη. Παράδειγμα μπερδέματος, με ξεκάθαρο κείμενο: "Μα είναι ανόητο! Οι βράχοι δεν μιλάνε!" "Ακριβώς!" είπε ένας θάμνος που περνούσε απο δίπλα. (Πέντε πόντοι αν βρεις απο που είναι το συγκεκριμένο σκηνικό) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.