Jump to content

Ugly Kids (Άσχημα παιδιά)


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Νώντας Βασιλικός

Είδος: Ε.Φ. Cyberpunk

Βία: Ναι

Σεξ: Ναι

Αριθμός Λέξεων:13.325

Αυτοτελής:Ναι

Σχόλια: Η πρώτη ιστορία που έγραψα πριν από 16 χρόνια. Την έχασα και την ξαναέγραψα, για να την ξαναχάσω (ελπίζω να είναι η τελευταία φορά και έχω 4 κόπιες σε υπολογιστές και φλασάκια για να μην την ξανά-ξαναχάσω). Μπορείτε να διαβάσετε την ιστορία είτε από το post είτε να κάνετε download το attached file. Καλή διασκέδαση.

 

Άσχημα Παιδιά

 

Η πλατεία Δημοκρατίας ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο ακριβώς όπως όταν την είχε αφήσει τέσσερα χρόνια πριν, εκείνο το ξέφρενο βράδυ που εγκατέλειψε την Αθήνα ζαλισμένος από το φόβο, την αδρεναλίνη και τα ναρκωτικά. Στο εσωτερικό μέρος του θόλου τριακόσια μέτρα πάνω από το κεφάλι του, προβαλλόταν διαφημίσεις - οι ίδιες που έβλεπε και στο Μπουένος Άιρες πριν από δύο μόλις ημέρες με χαρούμενα ζευγάρια και προϊόντα που εξασφαλίζουν την ευτυχία - και το γρασίδι στην πλατεία ήταν ακόμα πλαστικό. Μαθητές Λυκείου βγαίναν σε ομάδες από το σχολείο που είχε την κεντρική του είσοδο στην πλατεία και οι έφηβοι έκαναν καμάκι σε κοπέλες της ηλικίας τους, ότι έκανε και εκείνος όταν σύχναζε στην περιοχή με τους φίλους του.

 

Δεν ήταν όμως όλα ίδια. Έψαξε με τα μάτια να βρει το ξενοδοχείο που πηγαίνανε όταν κάποια από τις κοπέλες έπεφτε στα δίχτυα της ακαταμάχητης γοητείας του, δηλαδή όχι και τόσο συχνά, αλλά το κτίριο έλειπε. Για την ακρίβεια όλο το τετράγωνο είχε αλλάξει και στην θέση του είχε υψωθεί ένα πολυώροφο πολυκατάστημα.

 

Αναθεμάτισε σιωπηλά την οικονομική πρόοδο. Στο ξενοδοχείο εκείνο ήξερε τουλάχιστον τρία άτομα που μπορούσαν να του αλλάξουν τα χρήματα. Είχε περπατήσει τρία χιλιόμετρα διασχίζοντας κλειστοφοβικά και επικίνδυνα τούνελ τζάμπα και τώρα θα έπρεπε να κάνει τουλάχιστον άλλα έντεκα χιλιόμετρα για να βρει κάποιον άλλο. Έντεκα χιλιόμετρα που δεν μπορούσε να τα κάνει με τα πόδια και δεν είχε λεφτά για να πάρει ταξί, ούτε καν το μετρό. Τα τελευταία χρήματά του, είκοσι τρία ευρώ τα είχε χρησιμοποιήσει για μια τυρόπιτα, έναν καφέ και ένα μπουκάλι νερό. Η Αθήνα είχε ακριβύνει. Τώρα πια στην τσέπη του είχε δεκατέσσερα λεπτά και δεν φθάνανε ούτε για τσίχλα.

 

Έψαξε τριγύρω του και στο μυαλό του να βρει μια λύση και θυμήθηκε πως δύο τετράγωνα μακριά από το σχολείο υπήρχε ένα σημείο οπού βαποράκια κάνανε πιάτσα με τα νέα παράνομα ναρκωτικά. Τα παιδιά του Λυκείου τα αγαπούσαν. Τι και αν τα περισσότερα ναρκωτικά δεν ήταν πλέον παράνομα και αρκετά ήταν νόμιμα και για άτομα άνω των δεκατεσσάρων ετών, τα παιδιά θέλανε το παράνομο, τα ναρκωτικά που μπορούσανε να σε στείλουν στο νοσοκομείο ή ακόμα καλύτερα στο νεκροταφείο. Όταν έφυγε -4 χρόνια πριν- ήταν ένας ψηλός από την Θεσσαλονίκη που δούλευε στο πόστο. Προσπάθησε μάταια να θυμηθεί το όνομα του. Μια άλλη ζωή, μια αιωνιότητα πριν.

 

Προχώρησε με βιαστικά βήματα και πέρασε μπροστά από ένα ζευγάρι που φιλιόταν στη μέση της πλατείας αδιαφορώντας για τον κόσμο που περνούσε γύρω του. Η κοπέλα φορούσε διάφανα ρούχα που κάλυπταν μόλις τα απολύτως απαραίτητα, ο άντρας ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Δεν θα τον παραξένευε ούτε και αν έβγαζαν τα ρούχα τους εκεί στη μέση της πλατείας και κάνανε σεξ ανάμεσα στον κόσμο, δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά από τότε που για προσβολή της δημόσιας αιδούς έπαιρνες μόνο ένα πρόστιμο εκατό πιστωτικών. Κράτησε το βλέμμα πάνω τους για δύο δευτερόλεπτα παραπάνω και αναστέναξε όταν το τράβηξε μακριά.

 

Ένας μικροπωλητής πουλούσε καλαμπόκια του λεπτού, που τα έψηνε σε έναν φορητό φούρνο μικροκυμάτων μπροστά σου. Ο Τζώννυ είχε ακούσει πως αυτοί οι πωλητές πέθαιναν νωρίς από καρκίνο και καλού κακού άνοιξε λίγο την πορεία του διαγράφοντας τόξο και αποφεύγοντας τον όσο μπορούσε. Δεν μπορείς να είσαι ποτέ αρκετά προσεκτικός με όλα αυτά που συνέβαιναν στον κόσμο. Ραδιενεργά φρούτα από την Αφρική που μεγαλώναν σε χωράφια που τα ποτίζανε με νερό μολυσμένο από ελαττωματικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες και σοκολάτα από τη Λατινική Αμερική με κακάο ενισχυμένο με ορμόνες ανάπτυξης. Για να μην αναφέρει κανένας την μείωση του στρώματος του όζοντος και την ολοένα και χειρότερη κατάσταση του αέρα έξω από τους θόλους.

 

Λίγο παραπέρα ένας ψευτοανάπηρος έκλαιγε προσπαθώντας να προκαλέσει τον οίκτο των περαστικών με τα χέρια και τα πόδια σε αφύσικες γωνίες μιλώντας για φανταστικές ασθένειες και πολλά χρήματα που χρειαζόταν για να ξαναπερπατήσει με επεμβάσεις σε κάποια μακρινή πόλη κατά προτίμηση στην Αμερικανική Ομοσπονδία ή την Ιαπωνία, επεμβάσεις που για παράξενους φανταστικούς λόγους δεν μπορούσαν να γίνουν στην Ευρώπη. Φυσικά η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κάλυπτε το κόστος μια τέτοιας επέμβασης και οι ζητιάνοι σκαρφιζόντουσαν ιστορίες και δικαιολογίες για να μαζέψουν χρήματα από τους αφελείς με πρωταγωνιστές άκαρδους ασιάτες και αμερικανούς γιατρούς.

 

Πλησιάζοντας στο σημείο που είχε δει τελευταία φορά το Σαλονικιό, το βαποράκι, είδε πως είχε δημιουργηθεί πιάτσα ταξί. Σταμάτησε απότομα. Φοβήθηκε μήπως τα βαποράκια είχαν αλλάξει στέκι. Ακούμπησε σε ένα στύλο με τον κόσμο να τον προσπερνάει αμίλητος και βιαστικός για να παρατηρήσει την κίνηση. Ιδιαίτερα παρακολουθούσε τους έφηβους που βγαίναν από το σχολείο και κατευθύνονταν προς την πιάτσα χωρίς να παίρνουν ταξί. Χρειάστηκε μόλις λίγα λεπτά για να εντοπίσει δυο νεαρούς σαράντα περίπου μέτρα μακριά του κρυμμένοι πίσω από μηχανήματα αυτόματης πώλησης φαγητού. Ο ψηλός δεν φαινόταν πουθενά, αλλά είχαν περάσει και τέσσερα χρόνια ποιος ξέρει που είχε καταλήξει. Ο ένας από τους νεαρούς είχε βαμμένα ξανθά μαλλιά με σκουλαρίκι στο αυτί και ο άλλος ήταν κοκκινομάλλης με τατουάζ στο μέτωπο. Αν πραγματικά ήτανε εκείνοι που είχανε αναλάβει το εμπόριο είχανε μετακινηθεί μόλις λίγα μέτρα ακριβώς όσα χρειαζότανε να μην ενοχλούν την πιάτσα ταξί.

 

Κοίταξε γύρω του περισσότερο από συνήθεια παρά για να εντοπίσει κάτι ή κάποιον που θα τον παρακολουθούσε και προχώρησε προς το μέρος τους. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έπιασε το μικρό ορθογώνιο αντικείμενο από πλαστικό και μέταλλο, ένα από τα πολλά όμοια που είχε στην εσωτερική τσέπη του. Ο κοκκινομάλλης τον παρατήρησε να προχωρεί προς το μέρος τους και έπιασε τον ξανθό από τον αγκώνα για να τον προειδοποιήσει. Ο Τζώννυ κατάλαβε την ανησυχία τους. Όχι μόνο ήταν μεγαλύτερος από την ηλικία των συνηθισμένων πελατών τους αλλά ήταν άπλυτος, αξύριστος, άυπνος και δεν είχε αλλάξει ρούχα εδώ και δύο ημέρες.

 

«Καλησπέρα».

 

Μόλις μίλησε ο Τζώννυ ο κοκκινομάλλης απομακρύνθηκε από τους δυο τους ελέγχοντας τον χώρο για αστυνομικούς. Δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα και αυτός θα είχε την ίδια αντίδραση και μάλλον θα έκανε τα ίδια πράγματα αν του συνέβαινε κάτι παρόμοιο.

 

«Θέλετε κάτι;» τον ρώτησε ο ξανθός που φαινόταν να είναι αυτός που έκανε κουμάντο. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του Τζώννυ το συνεργάτη και χαλάρωσε λίγο. Φαίνεται του έκανε κάποιο νόημα πως όλα ήταν καλά. Μετά όμως κάρφωσε τα μάτια του στον Τζώννυ και η έκφραση του σκλήρυνε απότομα «Κύριε» πρόσθεσε, αλλά ο τόνος και το ύφος του, κάνανε τη λέξη να μοιάζει περισσότερο με βρισιά παρά με ένδειξη σεβασμού.

 

«Έχω ανάγκη να πάω κάπου και αναρωτιόμουνα αν θα μπορούσες να με βοηθήσεις»

 

Ο νεαρός σήκωσε το χέρι του και έδειξε αόριστα την πιάτσα των ταξί. «Δεν είμαι ταξιτζής» και συνέχισε να τον κοιτάει.

 

Ο Τζώννυ άλλαξε το βάρος στα πόδια του και δίστασε για μια στιγμή. «Έχω ένα μικρό πρόβλημα ρευστού για να πάρω έτσι απλά ένα ταξί.»

 

Εκείνος χαμογέλασε πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του και έπαιξε για μια στιγμή με το σκουλαρίκι στο αυτί. «Ούτε φιλανθρωπικό ίδρυμα είμαι.»

 

Ο Τζώννυ έσφιξε το χέρι του γύρω από το αντικείμενο που είχε στην τσέπη και πήρε βαθιά ανάσα. Όταν το έβγαζε και το έβλεπε ο νεαρός η κίνηση θα ήταν αμετάκλητη, δεν υπήρχαν δεύτερες ευκαιρίες και τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε και πάρα πολύ άσχημα από εκεί και μετά, το ήξερε. Δεν είχε και πολλές επιλογές.

 

Το έβγαλε και το έδειξε στο νεαρό. «Έχω αυτό»

 

Το αντικείμενο ήταν ένα ορθογώνιο λίγο πιο μεγάλο από την παλάμη του φτιαγμένο από μέταλλο που ιρίδιζε μέσα από το διάφανο πλαστικό που το έντυνε και είχε χαραγμένα τον αριθμό ένα στο κέντρο, το σειριακό αριθμό του ακριβώς από κάτω και στην κάτω δεξιά μεριά τα λατινικά γράμματα ΝΕΒ (New Economic Block). Εκτός από το μέταλλο που μπορούσε να ελεγχθεί με μηχάνημα μαγνητικής ανάγνωσης και να επιβεβαιωθούν όλοι οι κωδικοί ασφαλείας που πιστοποιούσαν τη γνησιότητα, από την πίσω μεριά είχε το κινούμενο ολόγραμμα των γραμμάτων ΝΕΒ που εμφανιζόταν μπροστά από μια υδρόγειο που στριφογύριζε με τα κράτη μέλη του μπλόκου χρωματισμένα με μπλε χρώμα. Ακριβό και σχεδόν αδύνατο να αντιγραφεί ο μοριακός μηχανισμός έπαιρνε ενέργεια από το φως που έπεφτε πάνω στο πλαστικό και δημιουργούσε το ολόγραμμα.

 

Ο νεαρός χλόμιασε και έκανε ένα βήμα πίσω, σήκωσε το βλέμμα του τον κοίταξε στο πρόσωπο το ξανακατέβασε στο αντικείμενο και μετά ρώτησε «Είναι αληθινό;»

 

Ο Τζώννυ του το πρότεινε για να το πάρει, αλλά ο νεαρός τράβηξε μακριά τα χέρια του σαν να έκαιγε ή να ήταν μολυσμένο. «Δε στο αλλάζω» είπε και κοίταξε έτοιμος να φύγει μακριά του.

 

«Ηρέμησε» του είπε ο Τζώννυ και το έκρυψε μέσα στην τσέπη του. «Δεν θέλω να μου το αλλάξεις, πιστεύω όμως πως θα ξέρεις που μπορώ να το αλλάξω ή κάποιον ταξιτζή που να είναι διατεθειμένος να με πάει σε κάποιον προορισμό για δώδεκα χωρίς πολλές ερωτήσεις και αμέσως» κούνησε την τσέπη του και ακούστηκαν πολλά αντικείμενα να κουδουνίζουν μαζί «Εσύ θα πάρεις οκτώ» του είπε και περίμενε.

 

Το πρόσωπο του νεαρού φωτίστηκε όταν άκουσε το νούμερο. Για μερικά δευτερόλεπτα έμοιαζε σαν να γινότανε μάχη μέσα του. Τα χρήματα ήτανε πολλά και δεν μπορούσε έτσι απλά να τα παρατήσει όσο και να φοβότανε, ίσως να ήτανε και τα κέρδη δύο ή τριών ημερών μέσα σε μερικά λεπτά.

 

Ίσως να ήθελε απλά να τον ξεφορτωθεί για να συνεχίσει να πουλάει ναρκωτικά στα πιτσιρίκια, ίσως πάλι η απληστία να κέρδισε, ίσως λίγο και από τα δυο ίσως και τίποτα, δεν είχε σημασία για το Τζώννυ. «Περίμενε εδώ» του είπε και απομακρύνθηκε μερικά βήματα ακουμπώντας το δεξί δείκτη στην κάτω σιαγόνα του ακριβώς κάτω από το δεξί αυτί του εκεί που τα τατουάζ έδειχναν πως είχε εγκαταστήσει το κινητό του τηλέφωνο.

 

Ο Τζώννυ άπλωσε το χέρι και τον συγκράτησε πριν απομακρυνθεί. «Που τηλεφωνείς;»

 

Ο νεαρός σταμάτησε και κοίταξε πρώτα το χέρι του Τζώννυ που κρατούσε το τζάκετ του και μετά το πρόσωπό του. «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν τους για αυτή τη δουλειά.» είπε και έδειξε με το δάκτυλο τα παρκαρισμένα ταξί. «Υπάρχει μόνο ένα άτομο που θα τη δεχόταν αλλά δεν είναι εδώ και πρέπει να την καλέσω. Αλλά αν δεν θέλεις κανένα πρόβλημα…» απομάκρυνε το χέρι από το τηλέφωνο και περίμενε.

 

Ο Τζώννυ τον άφησε αλλά δεν τον εμπιστευόταν. «Θέλω να ακούω.»

 

Ο νεαρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του χωρίς να πει τίποτα και περίμενε και πάλι. Ο Τζώννυ κατάλαβε πως δεν είχε επιλογή και του έκανε νόημα να απομακρυνθεί. Ο συνεργάτης του τους κοιτούσε ακόμα από απόσταση και δεν πλησίαζε. Ο νεαρός έκανε την κλήση και το στόμα του κινούνταν χωρίς να βγάζει ήχους. Τα τατουάζ έφταναν μέχρι το λάρυγγα, τις φωνητικές χορδές και τα χείλη και ‘διαβάζαν’ τις κινήσεις μετατρέποντας τις σε ήχο, ενώ οι απαντήσεις φθάνανε κατευθείαν στα αυτιά του.

 

Ο Τζώννυ ευχήθηκε να είχε κάποιο ναρκωτικό και μπήκε στον πειρασμό να ζητήσει κάτι από το νεαρό. Ήθελε να χαλαρώσει αλλά ήξερε πως αν το έκανε, αν έριχνε την ένταση και την αδρεναλίνη που τον κρατούσε ξύπνιο και ζωντανό θα τον έπιανε ο ύπνος ή θα έκανε λάθη. Ή και τα δυο.

 

Τα μικρά πλαστικά-μεταλλικά αντικείμενα που είχε στην τσέπη του ήταν ανώνυμες πιστωτικές. Είκοσι χρόνια πριν δημιουργήθηκε το ΝΟΜ (Νέο Οικονομικό Μπλόκο) και από τότε τα χαρτονομίσματα σχεδόν τεθήκανε εκτός νόμου, αφού μπορούσανε να χρησιμοποιηθούν μόνο για συναλλαγές μικρότερες των χιλίων Ευρώ/Δολαρίων. Στη θέση τους δημιουργήθηκε η Προσωπική Πιστωτική Μονάδα (Personal Credit Unit) ή αλλιώς και ‘επώνυμη’ όπως τη αποκαλούσαν οι περισσότεροι για συντομία. Η ισοτιμία ανάμεσα στο Ευρώ/Δολάριο και την επώνυμη ήταν ένα προς ένα, αλλά οι περιορισμοί στην χρήση χάρτινου χρήματος είχανε ήδη φτάσει αυτή την ισοτιμία στα είκοσι προς ένα. Οι επώνυμες φορτώνονταν στην τράπεζα και σε κάθε συναλλαγή η σύνδεση με την τράπεζα μετέφερε την πιστωτική στο λογαριασμό του πωλητή. Οι επώνυμες κρατούσανε στην μνήμη τους όλους τους προηγούμενους κατόχους και μόλις συμπλήρωναν τους χίλιους αποσύρονταν και την θέση τους παίρνανε καινούργιες. Το κράτος μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία της κάθε πιστωτικής από την πρώτη συναλλαγή μέχρι και την τελευταία καθώς και να παρακολουθήσει τους πολίτες σε ότι κάνανε.

 

Ταυτόχρονα όλα τα κράτη που συμμετείχαν στο μπλόκο ιδρύσανε και την Ανώνυμη Πιστωτική Μονάδα (Anonymous Credit Unit) , μια μονάδα που σαν μοναδικό σκοπό είχε τις συναλλαγές ανάμεσα στα ίδια τα κράτη και τις τράπεζες. Αυτές ήταν όπως και τα χαρτονομίσματα αλλά σε πλαστικό και μέταλλο με μερικά προηγμένης τεχνολογίας τρικ ώστε να μην μπορούν να παραχαραχτούν. Ο σειριακός αριθμός κάθε ανώνυμης πιστωτικής θα έπρεπε να εξασφαλίζει τον περιορισμό στην κίνηση, αλλά ενώ το κάθε κράτος μπορούσε να κρατήσει αρχεία για τις κινήσεις κανένα του δεν δεχόταν κάποιο άλλο να έλεγχε τις δικές του. Οι Ευρωπαίοι δεν εμπιστευόντουσαν τους Ρώσους, οι Ρώσοι τους Βορειοαμερικανούς, οι Βορειοαμερικανοί τους Νοτιαμερικανούς, οι Νοτιαμερικανοί τους Ιάπωνες, οι Ιάπωνες τους Κορεάτες, οι Κορεάτες τους Ινδοκινέζους, οι Ινδοκινέζοι τους Ινδούς, οι Ινδοί τους Βορειοαφρικανούς και εκείνοι τους Ευρωπαίους. Όσο για τους Αυστραλούς και τους Νεοζηλανδούς αυτοί δεν εμπιστευόντουσαν κανένα. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης ήταν που είχε εμποδίσει τη δημιουργία ενός κεντρικού ελέγχου των ανώνυμων πιστωτικών και που άφηνε τα κενά για την παράνομη διακίνηση του.

 

Η κατοχή όμως και η συναλλαγή με αυτές ήταν πολύ επικίνδυνη. Οι κυβερνήσεις δεν ήθελαν οι πολίτες τους να τις κατέχουν. Η ποινή για την κατοχή έστω και μιας ανώνυμης πιστωτικής ήταν πέντε χρόνια και έφτανε στα ισόβια για ποσά άνω των διακοσίων. Η ισοτιμία της ήταν σταθερή στις εκατό ΠΠΜ. Οι οκτώ που υποσχέθηκε ο Τζώννυ στον νεαρό ήταν οκτακόσιες επώνυμες ή τουλάχιστον χίλια εξακόσια ευρώ. Ήταν όμως και τουλάχιστον τρία με τέσσερα χρόνια στην φυλακή.

 

Ο νεαρός τελείωσε το τηλεφώνημα και επέστρεψε κοντά του. «Σε λιγότερο από πέντε λεπτά θα είναι εδώ» είπε και ο Τζώννυ έκανε την κίνηση να βάλει το χέρι του στην τσέπη να βγάλει την αμοιβή του. Ο νεαρός έκανε και πάλι μια κίνηση να τον αποφύγει και κούνησε αρνητικά τα χέρια του. «Θα δώσεις είκοσι στην κοπέλα που θα έρθει εγώ δεν θέλω να έχω πάρε δώσε με αυτά τα σκατά.» είπε και απομακρύνθηκε. Του Τζώννυ του ήρθε διάθεση να γελάσει, ένας έμπορος ναρκωτικών που διακινούσε παράνομα ναρκωτικά που έστελναν κόσμο στον τάφο, που έστελναν έφηβους στον τάφο, δεν ήθελε να έχει πάρε δώσε με ανώνυμες πιστωτικές.

 

Τέσσερα χρόνια πριν δούλευε για τον Βασιλείου, μεγάλο κεφάλι στον υπόκοσμο της Αθήνας, και ήταν μαζί του για τρία χρόνια. Ο Βασιλείου ποτέ δεν του είχε εμπιστευτεί μεγάλη δουλειά και πάντα του έδινε μόνο μικροδουλειές και θελήματα με μικροποσά. Μεγαλύτερη ανταμοιβή ήταν το status που απολάμβανε δίπλα του, παρά τα χρήματα που του εξασφάλιζε. Μόνο τις δουλειές που μπορούσε να κάνει με συγκεκριμένο κόσμο που τον εμπιστευόταν μόνο και μόνο γιατί δούλευε για το Βασιλείου του έφτανε. Κλοπές και απάτες. Η προστασία και το λαθρεμπόριο αυτά που άφηναν τα πολλά λεφτά ήταν μόνο για το αφεντικό και για κάθε δουλειά του Τζώννυ όσο μικρή και ασήμαντη κι αν ήταν πάντα υπήρχε ένα ποσοστό για τον Βασιλείου, ο οποίος είχε ιδιαίτερες ικανότητες να ανακαλύπτει αυτούς που δεν πλήρωναν αυτά που εκείνος πίστευε πως του οφείλανε.

 

Μέχρι εκείνο το βράδυ που του τηλεφώνησε το δεξί χέρι του αφεντικού ο Σέρβος ξημερώματα - μόλις είχε πάει για ύπνο μετά από μια νύχτα ακολασίας με πολύ αλκοόλ, σεξ και τουλάχιστον τρία διαφορετικά ναρκωτικά που δεν θυμόταν ακριβώς ποια ήταν - να πάει όσο πιο γρήγορα να τους βρει. Έφτασε μισή ώρα αργότερα στη διεύθυνση και βρήκε το Βασιλείου το Σέρβο και ακόμη έναν που δεν θυμόταν ποτέ το όνομα του. Το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν το Σέρβο να τον χτυπάει στο κεφάλι και να χάνει τις αισθήσεις του.

 

Συνήλθε αρκετή ώρα αργότερα και τους είδε να στέκονται πάνω από το κεφάλι του ακίνητοι. Σηκώθηκε προσπαθώντας να προστατεύσει το κεφάλι του από ένα καινούργιο χτύπημα αλλά ο Βασιλείου τον διαβεβαίωσε πως δεν θα τον χτυπούσαν άλλο. Έπρεπε να βεβαιωθούν πως δεν τον ακολούθησε κανένας και πως δεν μετέφερε πομπό. Παραξενεμένος από τα λόγια τους κατάλαβε την παράνοιά τους όταν είδε το τραπέζι πίσω τους όπου ένα μικρό βουνό από πιστωτικές έλαμπε κάτω από το φως του δωματίου. Πάνω από τέσσερις χιλιάδες ανώνυμες πιστωτικές όπως του είπανε. Αυτές έπρεπε κάποιος να τις μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε. Οι μπάτσοι ξέρανε για τα χρήματα και ξέρανε πως τα είχε ο Βασιλείου, ήθελαν κάποιον να τα μεταφέρει σε ασφαλή τοποθεσία αλλά δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να το κάνουν εκείνοι από το φόβο μήπως και πιαστούν. Ο άσχημος Τζώννυ ήταν αναλώσιμος.

 

Αισθάνθηκε απαίσια, φόβο σαν ποντίκι που είχε πιαστεί στην φάκα, αίσθηση που χειροτέρεψε όταν διακριτικά του εξηγήσανε ότι δεν είχε καμία επιλογή. Κατάλαβε πως εκείνο το βράδυ ή θα κατέληγε στην φυλακή για το υπόλοιπο της ζωής του ή θα γινόταν έμπιστος του Βασιλείου αυτή θα ήταν η ανταμοιβή του. Δεν μπορούσε να αρνηθεί γιατί στην καλύτερη περίπτωση θα τον σπάζανε στο ξύλο και στην χειρότερη θα το σκοτώνανε για να μην τους καρφώσει στην αστυνομία. Δέχτηκε και το έκανε όσο πιο πιστευτά μπορούσε. Φυσικά οι υπόλοιποι θα τον ακολουθούσανε για να τον βοηθήσουν αν χρειαζόταν και αν δεν μπορούσανε και τον έπιαναν οι μπάτσοι για καλό δικό του θα έπρεπε να μην τους μπλέξει γιατί ακόμα και στην φυλακή θα είχε την ανάγκη της βοήθειας τους, αν ήθελε να εκτίσει την ποινή για πολλά χρόνια και όχι για λίγες μόνο ημέρες. Όλη την ώρα που του λέγανε αυτά ο Βασιλείου τον κοιτούσε αμίλητος προσπαθώντας να τον ζυγίσει. Όταν τελείωσε να μιλάει ο Σέρβος γύρισε προς το μέρος του Βασιλείου και εκείνος έκανε μια μικρή ανεπαίσθητη κίνηση έγκρισης με το κεφάλι και ξεκινήσανε.

 

Θυμόταν ακόμα καθαρά σαν να έγινε πριν από λίγα λεπτά τη στιγμή που η αστυνομία κινήθηκε προς το μέρος τους. Είδε ένστολους αστυνομικούς να τον πλησιάζουν και σφίχτηκε περιμένοντας να το σταματήσουν αλλά εκείνοι τον προσπεράσανε και σταματήσανε τους υπόλοιπους τρεις αδιαφορώντας τελείως για οτιδήποτε άλλο. Ήταν άγνωστος για την αστυνομία ένα μικρό ψάρι σε σχέση με το Βασιλείου και τους άλλους δυο και κανένας δεν τον αναγνώρισε. Αν κάνανε έναν καλύτερο έλεγχο θα ανακάλυπταν πως ήταν συνδεδεμένος με την υπόλοιπη συμμορία και θα τον πιάνανε με τις ανώνυμες πιστωτικές. Ίσως να έφταιγε ο κόσμος που έβγαινε από το μετρό και οι μπάτσοι φοβηθήκανε πως θα μπερδευτούν και θα χαθούν ανάμεσα τους πριν ο υπολογιστής μπορέσει να ελέγξει όλα τα βιομετρικά στην αποβάθρα και κινηθήκανε για να τους συλλάβουν. Ο Τζώννυ ακόμα θυμόταν το βλέμμα του Βασιλείου γεμάτο θυμό, έκπληξη και απειλές καθώς τον έβλεπε να μπαίνει στο βαγόνι του μετρό ακριβώς πριν κλείσουν οι πόρτες. Και τότε κατάλαβε ότι τα χρήματα ήταν πλέον δικά του στο διάολο ο Βασιλείου και τα ψίχουλα που του πετούσε, τώρα πια είχε πραγματικά λεφτά.

 

Μισή ώρα αργότερα σε μια μικρή εταιρεία φύλαξης άνοιξε μια θυρίδα και έπιασε δυο χούφτες πιστωτικές που τις έβαλε μέσα και την έκλεισε για είκοσι χρόνια. Τότε το έκανε για ασφάλεια για να έχει ακόμα μια διέξοδο σε περίπτωση που τα πράγματα πάνε στραβά, αλλά δεν τα χρειάστηκε. Έφυγε για τη Λατινική Αμερική, για την νεοσύστατη Νοτιοαμερικανική Συνομοσπονδία. Σήμερα το πρωί που άνοιξε τη θυρίδα, η οποία ευτυχώς δεν είχε λεηλατηθεί η εταιρεία ήταν αξιόπιστη, βρήκε διακόσιες εξήντα έξι ανώνυμες πιστωτικές, αρκετές για να μπορέσει να ξεφύγει από την Αθήνα. Αλλά δεν μπορούσε να μπει σε μια τράπεζα και να ζητήσει να του τις αλλάξουν. Χάρτινο χρήμα ή επώνυμες πιστωτικές σε κάποιο ψεύτικο όνομα ήταν αυτό που χρειαζόταν για να καταφέρει να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν από το Βασιλείου και τους Αργεντινούς που τον μπλέξανε σε αυτήν την υπόθεση.

 

Ένα ταξί σταμάτησε μπροστά του και η πόρτα άνοιξε από μόνη της. Ο Τζώννυ κοίταξε γύρω του αλλά και οι δυο νεαροί είχανε εξαφανιστεί ίσως σοκαρισμένοι και φοβισμένοι με τα χρήματα που κουβαλούσε. Μπήκε μέσα χωρίς να το σκεφτεί άλλο και η πόρτα έκλεισε πίσω του.

 

«Είμαστε σύμφωνοι για οκτώ;» δοκίμασε να δει αν η οδηγός θα συμφωνούσε. Δεν πείραζε να δοκιμάσει να γλιτώσει λίγα χρήματα με παζάρια, ακόμη και αν δεν τα κατάφερνε.

 

Η κοπέλα γύρισε και ο Τζώννυ πήρε βαθιά ανάσα με αυτό που είδε.

 

Η τύπισσα ήταν Άσχημο Παιδί.

 

Αυτά ήταν άγρια κόλπα. Ο Τζώννυ έβλεπε συχνά τέτοιους στην Αργεντινή αλλά είχε δει πολύ λίγους στην Αθήνα. Τα Άσχημα Παιδιά ήταν εθισμένοι στον πόνο και πέρα από τον πόνο που προκαλούσαν στον εαυτό του με διάφορους τρόπους ειδικά με προγράμματα εικονικής πραγματικότητας, ήταν ‘παράσημο’ για αυτούς να αυτοακρωτηριαστούν ή να προκαλέσουν άλλες ζημιές στο σώμα τους από μόνοι τους. Φυσικά πάντα χωρίς αναισθητικό.

 

Εκείνη είχε ένα συνθετικό κάλυμμα με κάμερα υψηλής ευκρίνειας πάνω στο αριστερό μάτι της και από το μέγεθος των καλωδίων που βγαίναν από την κόγχη κάτω από την κάμερα είχε βγάλει το μάτι της και είχε συνδέσει το οπτικό νεύρο με τον υπολογιστή που είχε στο αριστερό μπράτσο της. Ο υπολογιστής αυτός δεν είχε καμία σχέση με τα τατουάζ που κάνανε οι περισσότεροι, ήτανε χωμένος κάτω από το δέρμα και μόνο ένα μέρος του έβγαινε έξω από αυτό, πιθανότατα στερεωμένος κατευθείαν στο κόκαλο. Από το μάτι έβγαινε άλλο ένα καλώδιο που χανόταν κάτω από το ταμπλό του αυτοκινήτου. Κατάλαβε γιατί έκανε παράνομες δουλειές. Αυτές ήταν δουλειές που δε γινόταν να τις κάνεις μόνος σου, ήθελε επεμβάσεις και χειρουργείο και αυτά ήταν ακριβά, ακόμα και σε παράνομα βρώμικα υπόγεια.

 

Στο μέτωπό της είχε τατουάζ υπολογιστή και μια μικρή απλή κάμερα.

 

Το δεξί της μάτι είχε κάθετα μεταλλικά ελάσματα βιδωμένα με οργανοσυμβατές βίδες στα οστά του προσωπικού κρανίου. Ότι έβλεπε ήταν σαν να το έβλεπε πίσω από γρίλιες. Η μύτη της είχε σφηνωμένο ένα κομμάτι μέταλλο βιδωμένο στο μέτωπο που την έκοβε στα δύο και κατέληγε τρυπώντας το πάνω χείλος.

 

Στο λαιμό της ένας σωλήνας αρκετά μεγάλος για να αναπνέει έβγαινε από το λάρυγγά της. Δεν είχε την ανάγκη να αναπνεύσει από τη μύτη ή το στόμα. Ο σωλήνας κατέληγε σε ένα βιδωτό στόμιο που τώρα τον κοίταζε άδειο. Το πορώδες οργανοσυμβατό υλικό σε όλα αυτά γινόταν μια αδιάρρηκτη συνέχεια με το δέρμα να εισχωρεί μέσα του και να γεμίζει τα κενά.

 

Άνοιξε το στόμα της και χαμογέλασε από την έκπληξή του όταν την είδε και ο Τζώννυ είδε πως τα δόντια της ήτανε όλα βγαλμένα και είχε μαύρα εμφυτεύματα στην θέση τους με τους κυνόδοντες να προεξέχουν. Η γλώσσα της ήταν χωρισμένη στα δύο σαν του φιδιού και οι φθόγγοι έβγαιναν παράξενα.

 

«Είκοσι» είπε και οι γρίλιες πάνω από το δεξί της μάτι ανοίξανε για να το δει καλύτερα. Δεν ήταν ο μόνος που προσπαθούσε να κλέψει. Ο νεαρός είπε είκοσι και η κοπέλα θα του έδινε λιγότερα λέγοντας πως της έκανε παζάρια. Ο ένας προσπαθούσε να κλέψει τον άλλο. Όταν άνοιξε τις γρίλιες Τζώννυ κατάλαβε πως χρησιμοποιούσε την όρασή της σπάνια βασισμένη κυρίως στην κάμερα υψηλής ευκρίνειας στην αριστερή κόγχη, την κάμερα στο μέτωπο, τις κάμερες του αυτοκινήτου και πιθανότατα όλες τις δημόσιες διαθέσιμες κάμερες στο δρόμο. Και ίσως να είχε και άλλες κάμερες που ακόμα δεν είχε εντοπίσει.

 

Έβγαλε δέκα πιστωτικές από την τσέπη του και τις πέταξε στο μπροστινό κάθισμα. Εκείνη ούτε καν γύρισε να τις κοιτάξει.

 

«Είκοσι» ξαναείπε και περίμενε.

 

Έβγαλε ακόμα δέκα και συμπλήρωσε το ποσό.

 

Η κοπέλα με μια κίνηση έκρυψε τα χρήματα στο ντουλαπάκι του συνοδηγού και το έκλεισε. Ο Τζώννυ της είπε τη διεύθυνση και το ταξί ξεκίνησε.

 

«Όλα αυτά που έχεις κάνει σου ταιριάζουν, αλλά πως και δεν έχεις κάνει τίποτα στα αυτιά σου;» είπε χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο γνωρίζοντας ότι πολλά άσχημα παιδιά τα κόβουν και εκείνη γύρισε ανοίγοντας και πάλι τις γρίλιες «Μου κάνεις καμάκι;»

 

Σάστισε «Εεεε… όχι».

 

«Κρίμα» είπε εκείνη και έκλεισε απότομα τις γρίλιες γυρίζοντας προς τα εμπρός. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι κάνω με αυτήν τη γλώσσα και χωρίς να έχω ανάγκη να πάρω ανάσα…».

 

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Το τηλέφωνο τοποθετημένο χειρουργικά στο κρανίο με ηλεκτρόδια να βυθίζονται βαθιά μέχρι τις μήνιγγες, το κάλυμμα του εγκεφάλου – στην πραγματικότητα εγχείρηση ρουτίνας μισής ώρας με τοπική αναισθησία - ξύπνησε το Στηβ κουδουνίζοντας μέσα στα ακουστικά κέντρα του εγκεφάλου. Οι σφίξεις της καρδιάς του αυξηθήκανε απότομα όπως συνέβαινε κάθε φορά και όχι μόνο γιατί τον ξυπνήσανε αλλά και γιατί μόνο για ένα νούμερο θα περνούσε το πρόγραμμα επιτηρήσεις τηλεφωνημάτων που είχε εγκαταστήσει στα τατουάζ του και θα τον ξυπνούσε. Πήρε δυο βαθιές γρήγορες ανάσες και σηκώθηκε όρθιος βηματίζοντας έξω από το δωμάτιο αφήνοντας τις δυο κοπέλες που κοιμόταν μαζί του μόνες. Έκλεισε την πόρτα και ενεργοποίησε όλες τις προστασίες που είχε το δωματίου του ξενοδοχείου που βρισκόταν, δεν ήταν πολλές αλλά ήξερε πως θα παίρνανε όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις από τα κεντρικά και θα διέκοπταν την κλήση αν κάποιος την παρακολουθούσε.

 

«Ορίστε;» Ακούμπησε με τα χέρια στην άκρη του κρεβατιού και προσεκτικά κάθισε ενώ τα τατουάζ του ενεργοποιούσαν τον ινιακό λοβό όπου υπήρχαν τα κέντρα της όρασης και η εικόνα του ελεγκτή του εμφανίστηκε σαν να ήταν μέσα στο δωμάτιο. Ήταν μια τεχνολογία ακόμα σε δοκιμή και δεν ήταν λίγοι αυτοί - ανάμεσα τους και ο Στηβ - που είχαν ίλιγγο κατά την ενεργοποίηση και αποφεύγανε να είναι όρθιοι.

 

Ο Ελεγκτής του ήταν η Λάουρα. Ήταν μια καστανή γυναίκα γύρω στα τριάντα με μέτριο παρουσιαστικό. Η αλήθεια όμως ήταν πως ο Στηβ δεν την είχε συναντήσει ποτέ. Θα μπορούσε να είναι μόνο ένα άβαταρ* πίσω από το οποίο κρύβεται κάποιος άντρας, μια άλλη γυναίκα ή ακόμα και ένα πρόγραμμα εξομοίωσης προσωπικότητας. Δεν την είχε συναντήσει ποτέ στον πραγματικό κόσμο έξω από το δίκτυο ή σε περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας.

 

Η Λάουρα χαμογέλασε και ο Στηβ από τη γωνία που πήρε η αριστερή άκρη του στόματος της κατάλαβε το γιατί. «Πρέπει να μου εξηγήσεις πως το κάνεις και πάντα ξέρεις που είμαι με ποιόν και τι ακριβώς κάνω.» ρώτησε εκείνος ενοχλημένος και περήφανος ταυτόχρονα.

 

«Νομίζεις πως η πιο μυστική υπηρεσία της Ομοσπονδίας δεν ξέρει τι ακριβώς κάνουνε οι πράκτορες της; Είναι η υπηρεσία όχι εγώ που τα μαθαίνει αυτά, εμένα απλά με ενημερώνουν.» το χαμόγελο πλάτυνε «πόσο καιρό τις κυνηγούσες και τις δυο μαζί τέσσερις μέρες; Καθόλου άσχημα.»

 

Ο Στηβ αισθανόταν ενοχλημένος κάθε φορά που η Λάουρα του έδειχνε ότι ήξερε τα πάντα για αυτόν. Ότι έκανε, ότι σχεδίαζε πολλές φορές ακόμη και τις επιθυμίες του πριν καλά καλά τις καταλάβει ο ίδιος. Η υπηρεσία όμως είχε επενδύσει πολλά σε εκείνον για να μην τον προσέχει από πολύ κοντά. Ήταν ένας κοιμισμένος πράκτορας. Αυτό σήμαινε πως το στείλανε σε μια πόλη του εξωτερικού και του δώσανε μια ψεύτικη ζωή, μια βιτρίνα που έπρεπε να κρατήσει ανέπαφη μέχρι τη στιγμή που θα του ζητούσαν να κάνει κάτι μπορεί και χρόνια μετά την τοποθέτησή του. Ο Στηβ είχε τοποθετηθεί στην Αθήνα έξι μήνες πριν και μέσα σε αυτό τον καιρό μόνο δυο πολύ διακριτικές παρακολουθήσεις είχε πραγματοποιήσει. Η βιτρίνα του ήταν μια εταιρεία λογισμικού για την οποία έκανε την επιμέλεια μεταφράσεων.

 

«Δε με πήρες για να μου μιλήσεις για την προσωπική μου ζωή, φαντάζομαι.» είπε προσπαθώντας να αλλάξει τη συζήτηση.

 

«Έχεις δίκιο σε πήρα για μια αποστολή.» το πρόσωπό της σοβάρεψε απότομα.

 

Στα δεξιά της εμφανίστηκε ακόμα ένα άβαταρ ενός νεαρού άντρα σε κίνηση που ο Στηβ θα χαρακτήριζε άσχημο. Τα μάτια του Στηβ το ζυγίσανε και από τον τρόπο που περπατούσε ήξερε πως ήταν έμπειρος σε τσακωμούς του δρόμου και ίσως να ήξερε να χρησιμοποιεί και κάποιο όπλο, πιστόλι ή καραμπίνα, αλλά όχι πολύ καλά. Μάλλον κάποιος μικροκακοποιός.

 

«Γιάννης Μακρίδης» η προφορά του ελληνικού ονόματος ήταν τέλεια και κάποιες τέτοιες στιγμές έκαναν το Στηβ να πιστεύει πως η Λάουρα ήταν μονάχα ένα πρόγραμμα προσωπικότητας «ή αλλιώς Τζώννυ ο άσχημος» ο Στηβ σκέφτηκε πως ήταν ταιριαστό «είκοσι έξι ετών, μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια δούλευε στην Αθήνα για έναν τοπικό εγκληματία, αρκετά ισχυρό στον τοπικό υπόκοσμο το Δημήτρη Βασιλείου, όταν του έκλεψε ένα μεγάλο ποσό ανώνυμων πιστωτικών και το έσκασε στη Νότια Αμερική. Γύρισε σήμερα στην Αθήνα, όχι με την θέληση του και πρέπει να τον σταματήσεις με κάθε κόστος. Υποδερμικά του έχει τοποθετηθεί μια κάψουλα πληροφοριών από το Βασιλείου πριν από τέσσερα χρόνια. Η κάψουλα είναι μικρή και εντοπίζεται μόνο αν ξέρεις που και τι ακριβώς να ψάξεις. Είναι πολύ πιθανό και ο ίδιος να αγνοεί την ύπαρξη της. Σε καμιά περίπτωση η κάψουλα αυτή δεν πρέπει να πέσει στα χέρια της Ελληνικής Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» το κομμάτι που έμεινε κάτω από τον έλεγχο της Ελληνικής κυβέρνησης μετά τη δημιουργία του Κεντρικού Ευρωπαϊκού Γραφείου Πληροφοριών. «Οι πληροφορίες είναι ευαίσθητες για εμάς. Γνωρίζουμε πως οι Έλληνες τον εντοπίσανε και καταφέρανε να τον φέρουνε μέχρι την Αθήνα. Το πώς δεν είναι κάτι που σε ενδιαφέρει.

 

«Εάν ο Μακρίδης πεθάνει η κάψουλα θα αρχίσει να αποσυντίθεται μέσα στην επόμενη ώρα από το θάνατό του. Μέσα σε δύο ώρες τα στοιχεία είναι αδύνατον να διαβαστούν.

 

«Ο στόχος σου είναι απλός: πρέπει να αφαιρέσεις την κάψουλα ή να την καταστρέψεις ή να σκοτώσεις το Μακρίδη για να μην πέσει στα χέρια των Ελλήνων. Στο αρχείο που θα παραλάβεις σε λίγο υπάρχει πλήρης λίστα με τους συνεργάτες, φίλους, γνωστούς, συγγενείς και ερωμένες που μπορεί να στραφεί για να ζητήσει βοήθεια. Θα υπάρχει επίσης και ένα αρχείο με τις φαρμακευτικές ουσίες που μπορούν να πυροδοτήσουν την καταστροφή της κάψουλας αν δοθούν με μια απλή ενδομυϊκή ένεση. Μην προσπαθήσεις να κρυφτείς αν αυτό σημαίνει την εκπλήρωση της αποστολής. Είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τη βιτρίνα σου για την επιτυχία της.»

 

Αυτό το τελευταίο εξέπληξε το Στηβ. Η θυσία της βιτρίνας ήταν σοβαρή υπόθεση γιατί σήμαινε πως η υπηρεσία έπρεπε να φτιάξει μια άλλη νέα και να στείλει κάποιον άλλο στη θέση του. Ήταν σπατάλη χρόνου, χρήματος αλλά και ανθρωπίνου δυναμικού η είσοδος χωρίς να αφήσει ίχνη πέρα από τα φυσιολογικά στην τοπική κοινωνία ένας καινούργιος πράκτορας.

 

«Δυστυχώς δεν μπορούμε για την ώρα να σου δώσουμε πληροφορίες σχετικά με ποίος από τους Έλληνες τον κυνηγάει, αλλά να περιμένεις ενημέρωση σε οκτώ ώρες όταν θα έχουμε την πληροφορία. Όσο για το ποιοι τον συνοδεύσανε στην Ελλάδα, είναι εκτός παιγνιδιού και για την ώρα δε μας απασχολούν. Θα ενημερωθείς αν κάτι αλλάξει. Ρίξε μια ιδιαίτερη ματιά στον φάκελο του Βασιλείου γιατί αν τον πάρει είδηση θα τον κυνηγήσει σαν τρελός και αν τον πιάσει θα το σκοτώσει. Δεν ξέρει ακριβώς την αξία της κάψουλας αλλά ξέρει πως αν βρεθεί θα τη συνδέσουν μαζί του και με τις ανώνυμες πιστωτικές και τότε θα τον χώσουν σε κάποιο βαθύ κελί και θα χάσουν το κλειδί. Μπορεί να κάνει τη δουλειά για εμάς και αν δεις αυτή την πιθανότητα εκμεταλλεύσιμου την.»

 

Αυτά ήταν που χρειαζόταν να ξέρει και το κατάλαβε όταν το στραβό χαμόγελο ξαναεμφανίστηκε στο πρόσωπο της Λάουρας. «Δε χρειάζεται να τις ξυπνήσεις. Το δωμάτιο είναι πληρωμένο για ακόμη δύο ημέρες ακολασίας και πάθους και…νομίζω πως από το παρελθόν τους και τα ψυχολογικά προφίλ τους δεν θα πάει χαμένο. Άλλωστε εσύ έχεις δουλειά, σωστά;»

 

«Τις κάνατε ψυχολογικό προφίλ;»

 

Η Λάουρα γέλασε «Συγχώρεσε τα παιδιά του τμήματος αλλά ήταν μια αργή, ήρεμη και χωρίς συγκινήσεις εβδομάδα και στοιχηματίζανε στο αν θα τα καταφέρεις να τις ρίξεις ή όχι.»

 

Ο Στηβ σηκώθηκε. «Τι κρίμα που μου πήρε μόλις τέσσερις ημέρες. Δε θα ανεβήκανε ψηλά τα στοιχήματα.» ειρωνεύτηκε.

 

Και εκείνες ήταν οι στιγμές που ήταν σίγουρος πως πίσω από τη Λάουρα κρυβόταν όχι πρόγραμμα αλλά άνθρωπος. Το χαμόγελό της έγινε ακόμα πιο διαβολικό από ότι συνήθως καθώς το άβαταρ της τρεμόπαιξε λίγο πριν σβήσει.

 

«Δεν θα ανησυχούσα για αυτούς στη θέση σου, ήδη στοιχηματίζουν στο αν οι κοπέλες θα σε ξαναδεχτούν μετά ή όχι.»

 

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Το ταξί προχωρούσε με μικρή ταχύτητα στον υπερυψωμένο δρόμο. Κάθε λίγα μέτρα σταματούσε και ξαναξεκινούσε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Μπροστά τους υπήρχαν αυτοκίνητα της αστυνομίας και πυροσβεστικά οχήματα ενώ από το ράδιο μιλούσαν για το ατύχημα. Φαίνεται πως τρεις νεαροί που βαρεθήκανε τη ζωή τους αφήσανε μήνυμα στους προσωπικούς τηλεφωνητές για τα σχέδια τους και προσπαθήσανενα σπάσουν τον πλαϊνό τοίχο του δρόμου τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να βουτήξουν στο κενό σε μια προσπάθεια να χτυπήσουν το κτίριο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, με κλεμμένο αυτοκίνητο. Αποτύχανε όμως γιατί ο τοίχος είναι ενισχυμένος ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις.

 

Τους πήρε δέκα λεπτά για να βγούνε πάλι σε ελεύθερο δρόμο και να αναπτύξουν ταχύτητα. Στο βάθος τα ολογράμματα χορεύανε στο νυχτερινό ουρανό μέσα στο θόλο. Έξω από αυτόν η ατμόσφαιρα δεν ήταν για έξοδο χωρίς φορητή συσκευή οξυγόνου ή μάσκα αερίων και σε πολλά μέρη -ευτυχώς όχι στην Αθήνα- ακόμη και με την ανάγκη ολόσωμης στολής. Ο υπερυψωμένος δρόμος συνέχιζε και περνούσε ανάμεσα από τα πόδια του ολογράμματος μιας γυναίκας που έτριβε χαμηλά στην κοιλιά της ένα μπουκάλι γνωστού αναψυκτικού. Φορούσε μόνο ένα μαγιό και μια βρεγμένη μπλούζα – που άφηνε να φανεί το στήθος της - με την επιγραφή ‘Να τι μου αρέσει’. Δεν άφηνε πολλά περιθώρια σε κάποιον να παρανοήσει τι ακριβώς εννοούσε με το αισθησιακά μισάνοιχτο στόμα και τα νωχελικά μισόκλειστα μάτια της.

 

Δύο ημέρες νωρίτερα ξεκίνησε από το σπίτι για μια ήρεμη βράδια για λίγα ποτά, κουβέντα με τους φίλους στα αγγλικά - ακόμη πολεμούσε με τα ισπανικά - και μετά ύπνο, όταν είδε μια καστανή με κόκκινα μάτια - προϊόν γενετικής μηχανικής και όχι απλά φακών επαφής - να τον κοιτά επίμονα. Τέτοιες ευκαιρίες δεν του τυχαίνανε συχνά και σίγουρα δεν τις πετούσε. Σηκώθηκε και την κέρασε, πιάσανε κουβέντα και το ένα ποτό έγιναν τρία, πέντε μέχρι που έχασε το νούμερο. Έμοιαζε να αντέχει το ποτό καλύτερα από εκείνον και από πείσμα ο Τζώννυ συνέχιζε.

 

Την πήγε σπίτι και οι δυο τρεκλίζοντας από το μεθύσι. Άνοιξε την πόρτα και σχεδόν πέσανε στο διάδρομο πριν φτάσουν στην κρεβατοκάμαρα. Δεν κατάλαβε τίποτα. Πέσανε στο κρεβάτι γελώντας και θυμήθηκε πως αφήσανε την πόρτα ανοιχτή. Σηκώθηκε να την κλείσει και μπροστά του βρήκε τρία άτομα που τον κοιτούσαν ακίνητα με γυαλιά ηλίου και ειρωνικά χαμόγελα στα πρόσωπα. Η κοπέλα με τα κόκκινα μάτια σηκώθηκε από το κρεβάτι χωρίς κανένα πρόβλημα ισορροπίας και ακούμπησε στον τοίχο με ένα απολογητικό ύφος στο πρόσωπό της. Είχε πάρει χάπια που αύξαναν το μεταβολισμό του αλκοόλ και εμπόδιζαν τη μέθη.

 

Ρώτησε τι συνέβαινε. Για την ακρίβεια ρώτησε τι σκατά συνέβαινε και ούτε που πρόλαβε να δει το χέρι του μελαχρινού να κινείται προς το μάγουλό του πριν αισθανθεί τον πόνο. Πρέπει να είχε ενισχυμένα αρκετά μέλη του σώματός του με ηλεκτρονικά κυκλώματα και παθητικούς μηχανισμούς ενίσχυσης των κινήσεων – μικροϋδραυλικούς και μαγνητικούς - για να έχει τέτοια ταχύτητα. Ο Τζώννυ σώπασε και έπιασε το μάγουλό του που έκαιγε. Το αυτί του κουδούνιζε από το χαστούκι.

 

Ο ξανθός που ήταν λίγο πιο πίσω από τον μελαχρινό του εξήγησε πως θα έπρεπε να είναι ευγενικός μαζί τους και πως θα έκανε μια δουλειά για αυτούς. Θα πήγαινε μαζί τους στην Αθήνα. Τρόμος κατέλαβε τον Τζώννυ. Ο Βασιλείου είχε καταφέρει να τον βρει και ετοιμαζόταν να τον κάνει να πληρώσει. Διαμαρτυρήθηκε λέγοντας πως δε γίνεται όταν του ήρθε το δεύτερο πιο ισχυρό χαστούκι. Το κεφάλι του γύρισε απότομα και παραλίγο να πέσει από το κρεβάτι.

 

Ήθελε να τους πει για το Βασιλείου και πως οτιδήποτε και αν είχαν στο μυαλό τους το πρώην αφεντικό του θα το σκότωνε μόλις ακουμπούσε τα χέρια πάνω του, αλλά ο ξανθός του εξήγησε ότι δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί ότι του λέγανε, μόνο να συμφωνήσει και έτσι κράτησε τα υπόλοιπα για τον εαυτό του. Του είπανε πως η άρνηση δεν ήταν επιλογή και αν δε συμμορφωνόταν θα τον χτυπούσαν άσχημα θα βάζανε ναρκωτικά στο σπίτι του και μετά θα καλούσαν την αστυνομία. Τον ρωτήσανε αν είχε κάνει ποτέ φυλακή στην Αργεντινή. Συμφώνησε πως το ταξίδι στην Αθήνα δεν ήταν και τόσο άσχημη ιδέα.

 

Τα υπόλοιπα δύο εικοσιτετράωρα ήταν μέσα σε έναν φρενήρη ρυθμό, αλλάζοντας διαδοχικά αεροπλάνα από το Μπουένος Άιρες στη Βαρκελώνη από εκεί στο Βελιγράδι και μετά τρένο για την Αθήνα. Λίγο πριν μπούνε στο τρένο ο ξανθός του έβαλε στην τσέπη μια πιστωτική κάρτα με εκατό πενήντα επώνυμες στο ψεύτικο όνομα με το οποίο είχε μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ‘ οι φωτοβολίδες σου ’ του είπε με ειλικρίνεια. Όποτε και αν χρησιμοποιούσε αυτές τις πιστωτικές θα άφηνε ίχνη μέσα στον κυβερνοχώρο επιτρέποντας τους να τον ακολουθήσουνε. Τον αφήσανε να περιφέρεται ελεύθερα μέσα στο εξπρές που έτρεχε με διακόσια πενήντα χιλιόμετρα σταθερή ταχύτητα αφού τον συμβουλεύσανε να μην κάνει καμία ανοησία. Και το πιο λογικό ήταν να μην κάνει αφού θα ήταν αδύνατο να κατεβεί πριν φτάσουν στην Αθήνα.

 

Ήταν όμως απελπισμένος. Κοιτούσε από το παράθυρο την κατεστραμμένη από τη μόλυνση ύπαιθρο και προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι, οτιδήποτε για να κατέβει από το τρένο. Και τότε η απλότητα του τι μπορούσε να κάνει τον χτύπησε σαν παγωμένο νερό στο πρόσωπο. Περίμενε μέχρι λίγα χιλιόμετρα από το σταθμό της Αθήνας και μετά πλησίασε έναν ελεγκτή. Λίγο πιο πριν είχε αφαιρέσει με ένα μικρό μαχαιράκι το τσιπ από το εισιτήριό του. Ο συναγερμός του ελεγκτή χτύπησε και μέσα σε δευτερόλεπτα τον είχε σταματήσει για εξηγήσεις. Χαμογέλασε σε έναν από τους ‘φρουρούς’ του ενώ το σέρνανε στο βαγόνι της μηχανής για να βγει πρώτος και να πάει προς το γραφείο του σταθμάρχη για να πληρώσει το πρόστιμο και να του κρατήσουν τα στοιχεία. Δέχτηκε με χαρά και έκανε χειρονομία διακριτικά δείχνοντας το μεσαίο δάκτυλο του στον ξανθό που τον κοιτούσε χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα.

 

Κατέβηκε πρώτος με έναν από τους ελεγκτές και μόνο όταν είχαν μπει στο γραφείο του σταθμάρχη αφήσανε όλους τους υπόλοιπους να κατέβουν. Αυτοί που τον ακολουθούσαν για λίγα λεπτά μείνανε αποσυντονισμένοι στην αποβάθρα μέχρι να βρούνε κάποιον εργαζόμενο και να ρωτήσουν που τον είχανε πάει και που ήταν το γραφείο του σταθμάρχη. Όταν τελικά φτάσανε στο γραφείο ο Τζώννυ όχι μόνο είχε πληρώσει το πρόστιμο, είχε αλλάξει τα χρήματα φωτοβολίδες με όσα χαρτονομίσματα κουβαλούσε πάνω του ο ελεγκτής -που δεν έχασε την ευκαιρία να βγάλει μερικές πιστωτικές επιπλέον- και είχε απομακρυνθεί παίρνοντας το πρώτο μετρό που έφευγε από το σταθμό των τρένων.

 

Μόνο που δεν πήρε πολλά χρήματα, ο ελεγκτής είχε μόλις λίγες δεκάδες ευρώ και ο Τζώννυ σύντομα ξέμεινε από χρήματα. Πολύ σύντομα.

 

Το ταξί έφτασε στον προορισμό και σταμάτησε απότομα.

 

«Τέλος της κούρσας, κούκλε» του είπε η οδηγός.

 

Άνοιξε την πόρτα για να βγει από το ταξί όταν εκείνη τον σταμάτησε γυρίζοντας προς το μέρος του και ανοίγοντας ξανά τις γρίλιες. «Με λένε Κάτια.» του είπε και τον έπιασε τελείως απροετοίμαστο.

 

«Εεεε, με λένε Τζώννυ.»

 

Εκείνη χαμογέλασε αποκαλύπτοντας τα μαύρα δόντια της με χαμόγελο βγαλμένο από ταινία τρόμου. Βγήκε από το ταξί και του ήρθε μια ανατριχίλα που έκανε το κεφάλι του να μουδιάζει όταν την άκουσε σαν παιδικό τραγουδάκι να επαναλαμβάνει το όνομα του ξανά και ξανά, «Τζώννυ, Τζώννυ, Τζώννυ.»

 

 

* άβαταρ: η μάσκα, ο χαρακτήρας που χρησιμοποιεί κάποιος για να κρύψει το πραγματικό του πρόσωπο σε ένα ψηφιακό κόσμο, πχ. οι χαρακτήρες που χρησιμοποιούν οι παίκτες στα on line παιγνίδια στο ίντερνετ είναι άβαταρ. Είναι ινδική λέξη και άβαταρ ήταν η ενσάρκωση των θεών όταν κατεβαίναν στη Γη.

 

 

 

Μέρος πρώτο.

Ugly_Kids.doc

Link to comment
Share on other sites

Μέρος δεύτερο

 

 

Ο συνταγματάρχης Γερακάρης μόλις που συγκρατούσε την οργή του έξω από το γραφείο του προϊσταμένου του, διευθυντή της Ελληνικής Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Τον είχε καλέσει κατεπείγον και του είχε διακόψει το γεύμα στην υπηρεσία για να τον αφήσει να περιμένει πάνω από μισή ώρα.

 

‘Ο καραγκιόζης’ σκέφτηκε ο συνταγματάρχης τουλάχιστον για εικοστή φορά εκείνο το βράδυ κοιτώντας με επιμονή την πόρτα προσπαθώντας να δείχνει όσο πιο ατάραχος γινόταν. Ο προϊστάμενος του ήταν ένας αποτυχημένος πρώην βουλευτής που δεν κατάφερε να επανεκλεγεί και το κυβερνών κόμμα τον είχε ανάγκη για τα λεφτά της οικογένειας του και τον είχε βάλει στην θέση που κατείχε. Ήταν ακατάλληλος και επικίνδυνος για την υπηρεσία και οι περισσότεροι εκεί μέσα, εκτός από τους λακέδες του, δεν βλέπανε την ώρα να φύγει.

 

‘Ο καραγκιόζης’ τον είχε καλέσει για να το ρωτήσει σίγουρα για το Γιάννη Μακρίδη. Μπορούσε να το μυριστεί. Τον κάλεσε και τον κρατούσε τόση ώρα έξω από την πόρτα του για να τον εκνευρίσει και να τον κάνει να πει παραπάνω απ’ όσα θα ήθελε. Καραγκιόζης μπορεί να ήτανε χαζός όχι.

 

Τριάμισι χρόνια πριν ο Γερακάρης είχε ανακαλύψει την θυρίδα που ο Μακρίδης είχε κλείσει τις ανώνυμες πιστωτικές και από τότε την είχε σε συνεχή παρακολούθηση. Διακριτική αλλά δε σταμάτησε ποτέ.

 

Πριν από τέσσερα χρόνια, λίγο πριν ο Μακρίδης το σκάσει για τη Νότια Αμερική, ο Βασιλείου έκλεψε έναν μεγάλο αριθμό ανώνυμων πιστωτικών. Μαζί με τις ανώνυμες πιστωτικές όμως έκλεψε και ένα ηλεκτρονικό αρχείο που έδειχνε τις κινήσεις αυτών των πιστωτικών. Οι πιστωτικές και το αρχείο ήρθαν από έναν Ουκρανό έμπορο όπλων με τον οποίο ο Βασιλείου είχε εμπορικές συναλλαγές. Ο Ουκρανός συναλλάσσονταν και με άλλους ανάμεσα σ’αυτόύς και πολλούς τρομοκράτες. Ο Γερακάρης αδιαφορούσε για τις πιστωτικές αυτό που ήθελε ήταν το αρχείο. Ο Βασιλείου όμως φαινόταν να είχε χάσει και τα δυο και όσο και εάν η υπηρεσία και η αστυνομία τον είχαν ψάξει ποτέ δε βρήκαν τίποτα. Όταν ανακάλυψε τη θυρίδα στο όνομα του Μακρίδη η αστυνομία, ενημερώθηκε ο Γερακάρης. Ο Γιάννης Μακρίδης ήταν κάποιος κοντά στο Βασιλείου και ο συνταγματάρχης είχε ζητήσει να μαθαίνει τα πάντα για εκείνον.

 

Την ημέρα που έγινε η ληστεία και συλλάβανε το Βασιλείου και δύο από τους έμπιστους του -στην αποβάθρα του μετρό που έγινε η σύλληψη- ο υπολογιστής εντόπισε και το Μακρίδη. Τη στιγμή της σύλληψης η αστυνομία αγνοούσε τη σχέση Μακρίδη-Βασιλείου. Όταν αυτές οι δυο πληροφορίες συνδυάστηκαν -η παρουσία του Μακρίδη στην αποβάθρα και η σχέση του με τον Βασιλείου- και έμαθε ο Γερακάρης πως ο Μακρίδης είχε εξαφανιστεί, δεν χρειάστηκε πολύ για να γίνει ξεκάθαρο πως έκλεψε το αφεντικό του και εάν έκλεψε τα χρήματα ήταν πολύ πιθανό να είχε κλέψει και το αρχείο.

 

Με το αρχείο ο Γερακάρης θα μπορούσε να μάθει ποια κράτη και ποιες τράπεζες κρυβόταν πίσω από τρομοκρατικές ομάδες και αυτό θα ήταν αρκετό για να τον κάνει μεγάλο παίκτη όχι μόνο στο επίπεδο των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών αλλά και σε ευρωπαϊκό. Με το αρχείο θα έπαιρνε μια θέση στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Πληροφοριών εκεί όπου πλέον ήταν η πραγματική εξουσία.

 

Ο Μακρίδης όμως έφυγε και ούτε ο Βασιλείου ούτε ο Γερακάρης ξανακούσανε για αυτόν. Μέχρι δυο μήνες πριν όταν η πρεσβεία στην Αργεντινή ειδοποιήθηκε πως ένας Έλληνας βρισκόταν παράνομα στην χώρα με πλαστό όνομα και στοιχεία ταυτότητας και η αστυνομία της ήταν έτοιμη να τον συλλάβει. Του πήρε έξι ώρες στο τηλέφωνο να προσπαθεί να εμποδίσει αυτή τη σύλληψη όταν έμαθε πως ήταν ο Μακρίδης. Τα τρία χρόνια του είχαν δώσει το χρόνο να σκεφτεί κάτι.

 

Η Αργεντινή ήταν τμήμα της Νοτιοαμερικανικής Συνομοσπονδίας και η ΝΑΣ τμήμα του ΝΟΜ αλλά όχι από τα πιο ευτυχισμένα. Η ΝΑΣ διατηρούσε το δικό του στρατό, τελείως αποκομμένο από αυτό του ΝΟΜ και το δικό τους δίκτυο συλλογής πληροφοριών πολλές φορές το ίδιο καλό όσο και αυτό της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας που ήταν η καρδιά του ΝΟΜ και με την οποία κυρίως είχαν προστριβές. Δυο χρόνια πριν το ΝΑΣ ανακάλυψε την παρουσία πράκτορα του ΑΟ μέσα στην ίδια την κυβέρνηση. Η ανακάλυψη έγινε πολύ αργά όταν πλέον η πράκτορας είχε διαφύγει στο εξωτερικό. Ένας από τους σταθμούς της πριν εξαφανιστεί για πάντα ήταν και η Αθήνα όπου ο Γερακάρης την ακολούθησε και την έχασε για λίγες μόνο ώρες. Ανακάλυψε κάτι που θα μπορούσε να το βοηθήσει κάποια στιγμή και το κράτησε κρυφό από όλους. Η πράκτορας είχε τραυματιστεί μερικές ώρες πριν και είχε νοσηλευτεί σε μια ιδιωτική κλινική λίγο πριν φύγει. Ο Γερακάρης κατάφερε να βρει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα αίματος, βιολογικού ιστού και τριχών πριν τα καταστρέψουν από την κλινική. Τότε δεν ήξερε που και εάν ποτέ θα τα χρησιμοποιούσε, όμως τα κράτησε. Και περίμενε.

 

Όταν έμαθε για το Μακρίδη στην Αργεντινή έπαιξε το χαρτί του όσο καλύτερα μπορούσε. Τους έστειλε τα βιολογικά δείγματα που είχε διατηρήσει και ζήτησε επιβεβαίωση πως η κοπέλα που ισχυριζόταν πως κρατούσε στα χέρια του ήταν αυτή που έψαχναν και για αντάλλαγμα ζήτησε το Μακρίδη. Οι Νοτιαμερικανοί ήταν χαρούμενοι με αυτήν την κατάσταση καθώς ο Μακρίδης δε σήμαινε τίποτα για αυτούς. Ο Γερακάρης ζήτησε να είναι διακριτικοί για να μην τους πάρουν είδηση οι Βορειοαμερικάνοι. Εκείνοι συμφώνησαν. Το μοναδικό ευαίσθητο σημείο ήταν η ανταλλαγή αλλά και για αυτό υπήρχε σχέδιο.

 

Ο Μακρίδης όμως τον εξέπληξε και διευκόλυνε την κατάσταση από μόνος του. Μερικές ώρες νωρίτερα είχε φτάσει στην θυρίδα και είχε αφαιρέσει τις πιστωτικές. Χωρίς συνοδεία. Ο Γερακάρης φρόντισε από εκεί και μετά να την αποκτήσει: δύο διακριτικούς πράκτορες που του είχαν γίνει σκιά. Πληροφορίες που φυσικά δεν θα μοιραζόταν ποτέ με τον καραγκιόζη το διευθυντή του.

 

Χαμογέλασε στην ιδέα πως σε μερικές εβδομάδες όταν έβρισκε την κάψουλα θα τους άφηνε όλους πίσω του και τότε κάθε φορά που ο παλιός του προϊστάμενος θα ήθελε να του μιλήσει, εκείνος θα μπορούσε να αδιαφορήσει πλήρως ή να τον αφήσει να περιμένει για πολύ παραπάνω από όσο είχε υποστεί ο ίδιος.

 

Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Τριάντα τρία λεπτά.

 

Έτριξε τα δόντια προσπαθώντας να μην το παρατηρήσει κανένας.

 

Πολύ περισσότερο.

 

---------------------------------------------------------------------

 

Ο Τζώννυ ήταν έξω από το κλαμπ που τον άφησε το ταξί και κοιτούσε τον κόσμο να μπαινοβγαίνει και ας ήταν νωρίς το απόγευμα. Το City Rock Club μαγαζί δεν έκλεινε ποτέ. Και δεν ήταν το μόνο πράγμα που άρεσε στον Τζώννυ με αυτό το μέρος.

 

Ο κόσμος κινούνταν σε κύματα. Από εκείνο το βράδυ στο Μπουένος Άιρες ο Τζώννυ αισθανόταν άνετος μόνο ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Η ανωνυμία ήταν μια ανακούφιση. Οι ηλικίες ήταν από έφηβους μέχρι και πενηντάρηδες και δεν ξεχώριζε. Μπροστά του ήταν ένας μεγαλύτερος που δεν μπορούσε να καταλάβει την ηλικία του, αλλά έμοιαζε με έφηβο. Το σώμα και το πρόσωπό του λέγανε κάτι και η γλώσσα του σώματος του κάτι άλλο. Ήταν το τέλειο μέρος κανένας δεν θα τον παρατηρούσε ανάμεσα σε όλους αυτούς. Και ειδικά με την παρέα των κοριτσιών από πίσω του που είχαν βγάλει τις μπλούζες τους.

 

Αφέθηκε να παρασυρθεί από το κύμα και προχώρησε προς την πόρτα. Εκεί ο κόσμος σταματούσε και οργανωμένα πλέον έμπαινε στο CRC. Οι ‘φουσκωτοί’ αριστερά και δεξιά της πόρτας φρόντιζαν για αυτό. Κράτησε λίγο την ανάσα του όταν πέρασε κάτω από την κάμερα, αλλά ήξερε πως και να είχανε βάλει βιομετρικά, πράγμα απίθανο, και ακόμα και αν ο Βασιλείου τους είχε πληρώσει για να τον ειδοποιήσουν αν εμφανιστεί, πράγμα ακόμη πιο απίθανο, θα τους έπαιρνε ώρες να τα ελέγξουν με τόσο κόσμο και δεν σκόπευε να μείνει για παραπάνω από μισή ώρα και δεν θα ξαναγύριζε ποτέ.

 

Ο κόσμος με το που έμπαινε στο μαγαζί έσπαγε και πήγαινε προς διάφορες κατευθύνσεις ανάλογα με το τι έψαχνε. Ο χώρος είχε τρία επίπεδα· το πιο χαμηλό ήταν που εκεί που βρισκόταν όλη η δράση ο χορός και τα διάφορα θεάματα, εκεί που έπαιζε το συγκρότημα ζωντανά French heavy post-industrial mutated metal. Οι τύποι δεν ήταν πολύ καλοί αλλά προσπαθούσαν. Ο Τζώννυ γνωρίζοντας τη φήμη του μαγαζιού αμφέβαλε πως θα τους ξανάβλεπαν εκεί πέρα. Στο μαγαζί ξαναπαίζανεμόνο οι πολλοί καλοί.

 

Ο δεύτερος όροφος είχε όλα τα μπαρ και τα τραπέζια, εκεί μπορούσες να βρεις αλκοόλ και ναρκωτικά καθώς και όλους τους πιθανούς συνδυασμούς και των δύο. TFG, μαριχουάνα, Liquid Hell, Stardust, JKL, κόκα. Ο κόσμος καθόταν εκεί να ξεκουραστεί, να γνωριστεί και να πιει κάτι. Ο Τζώννυ παρατήρησε πως στο κλαμπ το να αγοράζεις και να πουλάς σεξ ήταν ακόμα στη μόδα και ο χώρος ήταν γεμάτος με ερασιτέχνες.

 

Ο πάνω όροφος ήταν το πιο σοβαρό και το πιο απροσπέλαστο μέρος του κλαμπ. Μπορούσες να πας οπουδήποτε αλλά εκεί έμπαινες μόνο με πρόσκληση. Κάπου κάπου τέσσερις τύποι κατέβαιναν από τον πάνω όροφο και διάλεγαν κάποιο από τα άτομα που ήταν στο κλαμπ. Του πρότειναν να ανέβει και αν δεχόταν το συνόδευαν ανάμεσα στις ζητωκραυγές και τα επιφωνήματα ζήλιας των υπολοίπων. Ο πάνω όροφος ήταν ένα τεράστιο συνεχές όργιο που δεν τελείωνε ποτέ και απλά όποιος κουραζόταν έδινε την θέση του σε κάποιον άλλο. Μια φωτεινή επιγραφή έδειχνε τριάντα δύο ημέρες και έξι ώρες το χρόνο από την αρχή του τελευταίου οργίου. Το ρεκόρ ήταν του Βελγικού !Jump! που είχε κρατήσει οκτακόσιες τέσσερις ημέρες.

 

Ο Τζώννυ δεν είχε ανεβεί ποτέ εκεί πάνω. Δεν τον λέγανε άσχημο χωρίς λόγο.

 

Ο γύρω χώρος είχε αλλάξει. Η διακόσμηση είχε γεμίσει με post-apocalyptic art ολογράμματα. Το ρομπότ του Κανεσίντα που με μια πέτρα ήταν έτοιμο να συνθλίψει τη μνήμη του που είχε τοποθετήσει μπροστά στα πόδια γονατισμένο με τα καλώδια να κρέμονται από το εσωτερικό του, ο μηχανικός σκορπιός που πάλευε με το εξωγήινο τέρας, η πυρηνική έκρηξη με το σχήμα μαργαρίτας και τα δυο του Κασαμπένα, το θηλυκό ανδροειδές που αναπαριστούσε γονατιστό σκηνή στοματικού σεξ με το χέρι να σφίγγει ένα αόρατο πέος και τη γλώσσα στο μάγουλο, έργο του Τόλεφ.

 

Έμεινε λίγη ώρα να χαζεύει τον κόσμο πριν προχωρήσει στο υπόγειο του μαγαζιού. Εκεί υπήρχαν δωμάτια για τα ζευγάρια που ήθελαν να είναι μακριά από την πολυκοσμία, δωμάτια με επαγγελματίες του σεξ και θάλαμοι ιδιωτικών σόου. Προχώρησε προς τους τελευταίους και βρήκε μια σειρά από πόρτες με ονόματα. Κοίταξε τον τελευταίο και το όνομα της κοπέλας ήταν ακόμα το ίδιο. Αγγελική. Ακόμα με το ίδιο στραβό λάμδα. Αναστέναξε με ανακούφιση που δεν είχε αλλάξει. Δοκίμασε το χερούλι και η πόρτα υποχώρησε, ο θάλαμος ήταν άδειος.

 

Υπήρχε μια πολυθρόνα και ένα τζάμι που εκείνη τη στιγμή ήταν μπλοκαρισμένο από μία κατεβασμένη μεταλλική πλάκα. Κάθισε στην πολυθρόνα. Ο χώρος είχε όπως πάντα μια βαριά μυρωδιά που κανένα αποσμητικό και καθαριστικό κατάφεραν ποτέ να απομακρύνουν τελείως και που ο Τζώννυ προσπαθούσε να μη σκεφτεί που οφειλόταν. Στο χερούλι της πολυθρόνας ήταν ένα πληκτρολόγιο όπου έβαλε τον πενταψήφιο αριθμό που θυμόταν ακόμα. Η Αγγελική δεν θα έβγαινε αν δεν έβλεπε ένα κωδικό που αναγνώριζε.

 

Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα και η μεταλλική πλάκα σηκώθηκε αποκαλύπτοντας την Αγγελική. Ήταν πλέον στα τριάντα της και είχε κάνει τα μαλλιά της κατσαρά και μαύρα.

 

«Ποιος στο διάολο είσαι εσύ, πάνε δυο χρόνια που κανένας δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον κωδικό!» είπε μόλις μπόρεσε να το δει από το τζάμι.

 

«Έχω τέσσερα χρόνια που λείπω από την Αθήνα.» είπε και περίμενε.

 

Εκείνη τον κοίταξε έντονα και μισόκλεισε τα μάτια της. Ξαφνικά το πρόσωπο της φωτίστηκε με την αναγνώριση. «Τζώννυ, Τζώννυ άσχημε, τι κάνεις ρε ψυχή;» και αμέσως μετά σκοτείνιασε καθώς θυμήθηκε και το λόγο που το είχε σκάσει από την πόλη «Ο Βασιλείου το ξέρει;»

 

Έτριψε το μέτωπό του «Λες να ήμουν ακόμη ζωντανός μπροστά σου αν το ήξερε; Θα το μάθει αλλά σκοπεύω να φύγω μέχρι τότε. Εσένα πως πάνε οι δουλειές;»

 

«Πάντα καλά, το μαγαζί πηγαίνει καλά και το καινούριο αφεντικό δεν τον πειράζει να δουλεύω στο υπόγειο. Λέει πως του δίνει μια όψη επικινδυνότητας και ο κόσμος θέλει σαν τρελός αυτά τα πράγματα. Κάπου κάπου με χρησιμοποιεί και ο ίδιος για μικροδουλειές.» σταμάτησε και τον κοίταξε έντονα «Δεν άλλαξες καθόλου. Λοιπόν πως και με θυμήθηκες Τζώννυ;»

 

Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε μια χούφτα ανώνυμες πιστωτικές. Η Αγγελική δεν έδειξε ιδιαίτερα εντυπωσιασμένη, ήξερε για τα χρήματα που είχε κλέψει από το Βασιλείου.

 

«Είναι αυτά που σκέφτομαι πως είναι;» το ρώτησε απλά.

 

Ο Τζώννυ σήκωσε τους ώμους του «Το χρήμα είναι χρήμα και ανήκει σε αυτόν που το έχει στα χέρια του, πόσο μάλλον οι ανώνυμες πιστωτικές.»

 

«Ο Βασιλείου θα έχει διαφορετική γνώμη.»

 

Σήκωσε ακόμα μια φορά τους ώμους «Δημοκρατία έχουμε, ο καθένας είναι ελεύθερος να έχει τη γνώμη του. Εσύ έχεις να τις αλλάξεις; Έχω διακόσιες εξήντα έξι.»

 

Η Αγγελική κοίταξε κάτω στα πόδια της και δάγκωσε τα χείλη της «Μμμ, όχι για όλες έχω εικοσιπέντε χιλιάδες ευρώ και πέντε χιλιάδες πιστωτικές.»

 

Ο Τζώννυ έκανε βιαστικούς λογαριασμούς με το μυαλό του.

 

«Θα πάρω τα ευρώ.» είπε και έβγαλε από την τσέπη του και μέτρησε το αντίτιμο σε ανώνυμες πιστωτικές.

 

«Τσκ, τσκ, τσκ, με απογοητεύεις, δε με εμπιστεύεσαι;»

 

Ο Τζώννυ δεν απάντησε έβαλε τις πιστωτικές στο συρτάρι στα πόδια του και το έσπρωξε στη μεριά της.

 

Η Αγγελική χαμογέλασε και έβγαλε τις πιστωτικές βάζοντας στην θέση τους τα ευρώ πριν να σπρώξει με τη σειρά της το συρτάρι στη μεριά του.

 

Έριξε μια βιαστική ματιά στα χρήματα, χωρίς να τα μετρήσει καθώς τα έβαζε στην τσέπη του. Δεν του φαινόταν εικοσιπέντε χιλιάρικα αλλά δεν τον ενδιέφερε και αν τον είχε κλέψει, είχε χρήματα για να το σκάσει από την Αθήνα.

 

«Αν ξανάρθεις σε τρεις ώρες θα έχω αρκετά για να σου τα αλλάξω όλα»

 

«Αν ξανάρθω σε τρεις ώρες θα είναι ο Βασιλείου εδώ και θα με περιμένει.» είπε με κυνισμό.

 

Τον κοίταξε με ένα ψεύτικο βλέμμα απογοήτευσης. «Λες να είσαι τόσο άτυχος;»

 

Τελείωσε να βολεύει τα χρήματα στο μπουφάν του και σηκώθηκε όρθιος. «Πόσα δίνει για να με βρει;»

 

Η Αγγελική χαμογέλασε. «Αρκετά. Πέντε χιλιάδες πιστωτικές.»

 

Σφύριξε ελαφρά με θαυμασμό. «Τον τσάτισα.»

 

«Τον έκανες έξω φρενών.»

 

Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε πριν την ανοίξει και γύρισε προς την Αγγελική. «Όταν τον δεις» όχι αν, όταν «πες του πως τα χρήματα του τα κατασπατάλησα σε γυναίκες, πάρτυ και ναρκωτικά. Τα διασκέδασα όσο περισσότερο μπορούσα.»

 

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αριστερά δεξιά με απορία και θαυμασμό. «Θες πραγματικά να πεθάνεις.»

 

Έφυγε όσο πιο γρήγορα από το κλαμπ, πριν να προλάβει η Αγγελική να επικοινωνήσει με το Βασιλείου. Αν δεν τον έπιανε θα έδειχνε το μεσαίο δάκτυλο μια τελευταία φορά στο πρώην αφεντικό του πριν εξαφανιστεί. Αν τον έπιανε δεν θα είχε και καμία διαφορά.

 

Δεν θα τον άφηνε ζωντανό σε καμιά περίπτωση.

 

--------------------------------------------------------------------------------------

 

Ο Στηβ είχε επισκεφτεί τη Γενική Διεύθυνση της Αστυνομίας στην πρώτη εβδομάδα της παραμονής του στην Αθήνα για να βρει αν ήταν δυνατό να μπει στα αρχεία της αν ήταν απαραίτητο. Δυστυχώς είχαν προμηθευτεί νέα συστήματα και η ασφάλεια έφτανε τα όρια της παράνοιας για να μπορέσει να κάνει οτιδήποτε.

 

Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως δεν υπήρχε και κάτι που θα μπορούσε να γίνει. Όλα τα συστήματα όσο καλά και να ήταν βασίζονταν στην μεταφορά δεδομένων για να ενημερώνονται και οι υπόλοιπες υπηρεσίες πέρα από την αστυνομία. Ο Στηβ ήξερε πως το Μακρίδη τον έψαχναν και οι Ελληνικές Μυστικές Υπηρεσίες. Τους προηγούμενους μήνες είχε ψάξει στο καλύτερο σημείο για να τοποθετήσει έναν αναμεταδότη σημάτων. Το συγκεκριμένο μηχάνημα διάβαζε όλα τα ηλεκτρονικά κρυπτογραφημένα σήματα που περνούσαν από ένα συγκεκριμένο σημείο και τα αναμετέδιδε κρυπτογραφώντας τα ακόμη μια φορά στο διαδίκτυο. Από εκεί μέσω δορυφόρου πήγαιναν πίσω στα κεντρικά και αφού αποκρυπτογραφούταν πανίσχυροι υπολογιστές με προγράμματα στα όρια της αυτοσυνείδησης προσπαθούσαν να σπάσουν την αρχική κρυπτογράφηση.

 

Δε μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο όταν από τα κεντρικά έφτασε ένα πακέτο δεδομένων στον προσωπικό του κωδικό. Χρειάστηκε μόλις μερικά δέκατα του δευτερολέπτου για να αποκρυπτογραφήσει τα δεδομένα και μπροστά του είχε ένα χάρτη της Αθήνας που έδειχνε τις μετακινήσεις του στόχου από τη στιγμή που έφτασε στην πόλη. Τις τελευταίες δύο ώρες είχε πάει σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης στον μεγαλύτερο θόλο και από εκεί και μετά δεν είχε μετακινηθεί.

 

Παρόλη την ευχαρίστηση που το βρήκε το γεγονός ότι τα στοιχεία υπήρχαν και τα ανακάλυψαν τόσο εύκολα έδειχνε πως κάποιος άλλος τον παρακολουθούσε. Στο τέλος του μηνύματος υπήρχα και ένα όνομα. Γερακάρης.

 

Ξεφύσησε. Τον ήξερε και είχε την φήμη σκληρού αντιπάλου. Φιλόδοξος και με καλές πολιτικές διασυνδέσεις που θα το βοηθούσαν να πάει μακριά. Κάτω από το όνομα του υπήρχαν και τα ονόματα των ατόμων που συνήθως χρησιμοποιούσε για τις διάφορες δουλειές. Όλοι τους άντρες και γυναίκες πρώην στρατιωτικοί, το μόνο είδος που φαινόταν να εμπιστεύεται ο συνταγματάρχης. Το μοναδικό καλό μαζί του ήταν αυτό: ήταν προβλέψιμος.

 

Χαμογέλασε ακόμα μια φορά και μετά συγκεντρώθηκε στο να ξαναμελετήσει το σχέδιο του ακόμη μια φορά.

 

Όταν τελείωσε έστειλε ένα μήνυμα με τη λίστα τι θα χρειαζόταν για να ολοκληρώσει την αποστολή. Δεν είχε ανάγκη από άλλη βοήθεια, όσο λιγότεροι τόσο πιο εύκολα θα ξεγλιστρούσε από την επιτήρηση του Γερακάρη. Το ότι ήξερε που ήταν ο Μακρίδης και ακόμα δεν τον είχε πιάσει σήμαινε μόνο ένα πράγμα: αγνοούσε την θέση της κάψουλας. Χαμογέλασε σκεπτόμενος την ειρωνεία.

 

Άφησε να περάσουν πέντε λεπτά και μετά ξανά έλεγξε ένα προς ένα όλα τα μέρη του σχεδίου του για να δει μήπως υπήρχε κάτι που του ξέφυγε. Ακριβώς όπως του είχανε διδάξει.

 

---------------------------------------------------------------------------------------

 

Ο Τζώννυ είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι του και κοιτούσε αδιάφορα έξω από το παράθυρο τα φώτα που ανάβανεκαθώς έφτανε το βράδυ και έδυε ο ήλιος. Όχι πως με το νέφος έξω από τους θόλους ήταν εύκολο να καταλάβεις το πρωί από το μεσημέρι και το απόγευμα, αλλά η μέρα και η νύχτα είχαν ακόμη διαφορά.

 

Δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την υπερένταση και του φταίγανε τα πάντα. Το φως από την καφετέρια που αναβόσβηνε χαρούμενα και φώτιζε το δωμάτιο του, το ζευγάρι που έκανε έρωτα στον πάνω όροφο, τη μουσική που ακουγότανε από κάποιο απροσδιόριστο σημείο έξω από το ξενοδοχείο, ένα μωρό που έκλαιγε στη δίπλα πολυκατοικία με το κλάμα του να φτάνει από το παράθυρο της τουαλέτας.

 

Ήταν σε υπερένταση, το ήξερε, μετά από τόσες ώρες ξύπνιος να προσπαθεί να σώσει τη ζωή του ήταν αδύνατο να καταφέρει να ηρεμήσει και να κοιμηθεί. Σκέφτηκε να καλέσει κάποια κοπέλα, το ξενοδοχείο συνεργαζόταν με ορισμένες όπως του πρότεινε η υπάλληλος στη ρεσεψιόν, αλλά δεν είχε πάρα πολλές ώρες για να ξεκουραστεί και έπρεπε αφού για τις επόμενες ημέρες μέχρι να φύγει από την Ελλάδα δεν περίμενε να κοιμηθεί καθόλου.

 

Άπλωσε το χέρι στο μπουφάν και έβγαλε ένα τσιγάρο μαριχουάνας. Το αγόρασε από ένα μηχάνημα αυτόματης πώλησης λίγο πριν φύγει από το κλαμπ. Έπρεπε και ήθελε να χαλαρώσει. Στο μισοσκόταδο με μόνο τα φώτα που έμπαιναν από το παράθυρο η καύτρα έλαμπε.

 

Το επόμενο πρωί θα πήγαινε στη μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Για την ακρίβεια πιο πολύ σαράβαλα ήταν παρά αυτοκίνητα, αλλά εκείνος ήθελε κάτι να τον φτάσει μέχρι την Τουρκία ίσως και μόνο μέχρι τη Ρόδο, ακολουθώντας τις γέφυρες που ένωναν τα νησιά του Αιγαίου. Από εκεί και μετά έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να περάσει τα σύνορα. Αυτό μπορεί να ήταν δύσκολο.

 

Ή μπορεί και να μην ήταν. Η Ομοσπονδιακή Αστυνομία ενδιαφερόταν περισσότερο για το ποιος έμπαινε στην Ευρωπαϊκή ένωση και λιγότερο για το ποιος έβγαινε από αυτή. Τρομοκράτες και παράνομοι μετανάστες. Μετά είχε ακόμη την ταυτότητα που του είχανε δώσει οι Αργεντινοί και δεν πίστευε πως είχε ‘καεί’. Οι Αργεντινοί δεν είχαν κανένα λόγο να δώσουν τα στοιχεία στο Βασιλείου και ακόμη και αν το βλέπανε να φεύγει από την Ελλάδα όταν θα φθάνανε στα σύνορα θα ήταν πλέον αργά, θα είχε ήδη χαθεί στην πολυκοσμία και αναρχία της Τουρκίας. Μετά από εκεί δεν ήταν και απόλυτα σίγουρος για το τι θα έκανε, μπορούσε να μείνει στην Τουρκία ή να πάει την Βόρειο Αφρική και από εκεί όλη η μαύρη ήπειρος θα ήταν στα πόδια του.

 

Δεν ήξερε με ποιο τρόπο ο Βασιλείου τον βρήκε στην Αργεντινή, αλλά σίγουρα σε μέρη όπως η Κεντρική Αφρική κολλημένη στα μέσα του εικοστού αιώνα χωρίς ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης, με μερική ακόμα κάλυψη του διαδικτύου ήταν το ιδανικό μέρος για να χαθεί κάποιος. Από εκεί μπορούσε να μετακινήσει τα χρήματα από την τράπεζα στην Αργεντινή και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στην Αφρική καλύτερα απ’ ότι περνούσε στην Νότια Αμερική.

 

Πήρε ακόμα μια ρουφηξιά και αισθάνθηκε το ναρκωτικό να μπαίνει μέσα στο αίμα του να χαλαρώνει και μια ελαφριά ζαλάδα να του φέρνει ευφορία. Ξανασκέφτηκε μήπως να καλέσει κάποια κοπέλα αλλά ήξερε πως μιλούσε το ναρκωτικό και αντιστάθηκε στον πειρασμό. Το ξενοδοχείο δεν ήταν και από τα καλύτερα και φοβόταν μήπως πέσει και θύμα απάτης, το τελευταίο που του έλειπε ήταν να του κλέψουν και τα χρήματα που είχε και να μείνει ταπί. Το καλύτερο που θα είχε να κάνει τότε θα ήταν να πάει να παραδοθεί από μόνος του στο Βασιλείου.

 

Το βλέμμα του τράβηξε η γιγαντοοθόνη που φαινόταν από το μισάνοιχτο παράθυρο, έδειχνε αποσπάσματα από την επιτυχή προσαρείωση που είχε γίνει μόλις δύο μήνες πιο πριν. Θυμόταν που την παρακολουθούσε ζωντανά στο μπαρ που σύχναζε. Οι Αργεντινοί μισούσαν τους γκρίνγκος, αλλά υπήρχαν δύο μεξικανοί και ένας Βενεζουελάνος στην αποστολή. Ο κυβερνήτης ήταν Ρώσος, ο πιλότος Γάλλος, ο πρώτος που θα περπατούσε ήταν Βορειοαμερικανός, αλλά ο δεύτερος που θα πατούσε το πόδι του ήταν η γυναίκα από το Μεξικό. Αυτό έφτανε για να κάνει τους ντόπιους να βρίζουν τους Ομοσπονδιακούς και να ζητωκραυγάζουν για τη κατά τα άλλα Ομοσπονδιακή Μεξικανή. Προσπάθησε να καταλάβει πως ήταν δυνατό, αλλά δεν τα κατάφερε, τους ρώτησε αλλά και πάλι οι απαντήσεις τους δεν έβγαζαν νόημα. Τα παράτησε.

 

Τράβηξε την τελευταία ρουφηξιά και έσβησε το τσιγάρο πάνω στο κομοδίνο, το τασάκι ήταν πάνω στο τραπέζι και δεν είχε διάθεση να σηκωθεί. Ξάπλωσε και μέσα σε λίγα λεπτά κοιμόταν.

 

----------------------------------------------------------------------------------------------

 

Ο Στηβ προχώρησε σκυφτός προς τη μάντρα αυτοκινήτων. Ο στόχος ήταν τουλάχιστον δέκα λεπτά εκεί μιλώντας με τον ιδιοκτήτη μάλλον ετοιμαζόταν να αγοράσει κάποιο αυτοκίνητο για να το σκάσει από την Ελλάδα. Σοφό, αλλά για κακή του τύχη ήταν ήδη αργά, η υπηρεσία δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει.

 

Κοίταξε μέσα από τα κιάλια την περιοχή. Είχε ήδη εντοπίσει τους δύο πρώην στρατιωτικούς μέλη της ομάδας του Γερακάρη που διακριτικά είχαν ακολουθήσει το Μακρίδη μέχρι τη μάντρα. Ξαναέλεγχε μήπως κάτι του είχε ξεφύγει.

 

Η Λάουρα δεν του είπε γιατί τα στοιχεία της κάψουλας ήταν τόσο σημαντικά, αλλά δεν χρειαζόταν. Ο Στηβ ήξερε το ρητό ‘ο εχθρός του εχθρού μου…’ ακόμα και εάν ήταν και εχθρός κάποιου φίλου μου. Κάποιος από τους πολλούς τρομοκράτες που η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεργαζόταν ήταν τρομοκράτης όχι μόνο για τον εχθρό τους, πιθανότατα την Κίνα, αλλά και κάποιο φίλο, την Ευρώπη ή τη Ρωσία και εάν εκείνοι αποκτούσαν στοιχεία, φυσικά το ξέρανε αλλά χωρίς αποδείξεις, πολλές καριέρες θα τελείωναν απότομα.

 

Η γύρω περιοχή ήταν άδεια εκτός από μια ομάδα τριών νεαρών Άσχημων Παιδιών. Μόδα που εξαπλωνόταν γρήγορα και στην Ευρώπη αφού είχε ξεκινήσει από τη Ρωσία και είχε μετά περάσει στην Αμερική. Οι νεαροί δοκιμάζανε το ένα ναρκωτικό μετά το άλλο, απασχολημένοι να φτιάξουν το τέλειο κοκτέιλ, ήδη ένας από αυτούς είχε ξαπλώσει ημιαναίσθητος στο πεζοδρόμιο. Είχε καθυστερήσει να κινηθεί για να αντιμετωπίσει του δυο πράκτορες που περίμεναν στο αυτοκίνητο, μήπως και τα Άσχημα Παιδιά φεύγανε αλλά δεν φαινόταν να έχουν διάθεση να κινηθούν από εκεί. Σκέφτηκε να πάει και να τους διώξει, αλλά έτσι θα τραβούσε την προσοχή των στόχων του και αποφάσισε πως ήταν αποδεκτό ρίσκο να τους αφήσει στην θέση τους. Έτσι και αλλιώς ήταν μακριά και μέχρι να καταλάβουν οτιδήποτε θα είχε τελειώσει τη δουλειά του. Αν καταλάβαιναν οτιδήποτε με την μαστούρα που είχαν.

 

Πλησίασε το αυτοκίνητο όπου οι δύο πράκτορες παρακολουθούσαν το γραφείο. Έσκυψε πριν μπει στο οπτικό πεδίο τους και έβγαλε από την τσέπη του έναν παθητικό ανιχνευτή ενέργειας ψάχνοντας για ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης στο αυτοκίνητο. Χρειάστηκε λίγα λεπτά για να βεβαιωθεί πως δεν είχαν τίποτα που να προστατεύει τους ίδιους και όλα τα συστήματα παρακολούθησης ήταν στραμμένα πάνω στο γραφείο και την αγοραπωλησία. Χαμογέλασε και έβαλε τον ανιχνευτή πίσω στην τσέπη του.

 

Έβγαλε από την τσέπη του το αθόρυβο πιστόλι που τόσο δύσκολα είχε φέρει από την Ομοσπονδία, αφού ήταν όπλο που φτιαχνόταν μόνο για πράκτορες όπως εκείνος και το έσφιξε στα χέρια του για να αποκτήσει όσο καλύτερη επαφή γινόταν. Έκλεισε τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο και πετάχτηκε πάνω βγάζοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια από το όπλο με μια γρήγορη και άνετη κίνηση. Δε σημάδεψε, τουλάχιστον όχι συνειδητά, τα μάτια του κοίταξαν το στόχο, τον οδηγό, ενώ τα χέρια του έστρεψαν το όπλο πάνω του. Τράβηξε τη σκανδάλη δύο φορές και το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου απέκτησε δύο τρύπες με κυκλικές ρωγμές γύρω της σαν ιστός αράχνης. Στο βάθος είδε το θύμα να σκύβει πάνω στο τιμόνι νεκρός και έστρεψε το όπλο στο συνοδηγό επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία. Όταν και ο δεύτερος έπεσε μπροστά επέτρεψε στον εαυτό του να ανασάνει, από τη στιγμή που σηκώθηκε πίσω από το αυτοκίνητο μέχρι να τελειώσουν όλα λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα πέρασαν.

 

Ακολουθώντας τα πρωτόκολλα θα έπρεπε να βεβαιωθεί πως ήταν νεκροί και να τους πυροβολήσει ακόμα μια φορά για να βεβαιωθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και ο Μακρίδης βγήκε από το γραφείο. Τα παζάρια είχανε τελειώσει και πήγαινε στο νέο του αυτοκίνητο. Βλαστήμησε σιωπηλά, αν δεν τον είχαν καθυστερήσει τα Άσχημα Παιδιά τώρα θα είχε ακολουθήσει το πρωτόκολλό και θα ήταν λίγα μέτρα πίσω από τον Τζώννυ ακολουθώντας τον σιωπηλά.

 

Έριξε μια ακόμα ματιά για να βεβαιωθεί πως οι τύποι που πυροβόλησε ήταν νεκροί και μετά σηκώθηκε και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πλησίασε βαδίζοντας γρήγορα τον Τζώννυ.

 

Μέρος δεύτερο.

Link to comment
Share on other sites

Μέρος Τρίτο

 

Βρήκε ακριβώς αυτό που έψαχνε. Ένα σαράβαλο ικανό να κάνει ακόμα μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα πριν σταματήσει μια για πάντα και έκανε σκληρά παζάρια με τον ιδιοκτήτη της μάντρας. Όταν του είπε πως ήξερε πόσο χάλια ήταν το αυτοκίνητο αλλά δεν τον ενδιέφερε ο ιδιοκτήτης νόμισε πως ήξερε κάτι για το αυτοκίνητο που εκείνος αγνοούσε και περισσότερο χρόνο καταναλώσανε για να βεβαιωθεί πως δεν προσπαθούσε να του πάρει μια ευκαιρία μέσα από τα χέρια, παρά για να φουσκώσει την τιμή του.

 

Χαμογέλασε επιτέλους θα μπορούσε να φύγει για τα νησιά του Αιγαίου και σε μερικά λεπτά και τότε όλα θα ήταν καλύτερα. Χαμένος στις σκέψεις του δεν άκουσε τα ελαφριά βήματα της σκιάς που τον πλησίαζε με ταχύτητα από πίσω του.

 

Ούτε και το χτύπημα το κατάλαβε. Βρέθηκε να πονάει και ξαπλωμένος μπρούμυτα στο έδαφος και πριν προλάβει να αντιδράσει ένα ζευγάρι δυνατά χέρια τον πιάσανε και τον γυρίσανεανάσκελα. Το πρώτο πράγμα που κατάφερε να σκεφτεί ήταν πως προσπαθούσανε να τον ληστέψουν. Ίσως ο ιδιοκτήτης της μάντρας να συμπλήρωνε με αυτό τον τρόπο τα έσοδα από τις ισχνές πωλήσεις του, ίσως απλά να ήταν άτυχος και κάποιο κλεφτρόνι βρέθηκε με κέφια στην περιοχή.

 

Τον ξανθό άντρα που στεκότανε πάνω από το κεφάλι του δεν τον ήξερε. Του έπιασε με ευκολία και τα δυο χέρια με το αριστερό του. Ο Τζώννυ προσπάθησε να τα ελευθερώσει αλλά ήταν σαν να τα είχανε κλείσει με τανάλια. Είδε μια λάμψη στο ελεύθερο χέρι του ξανθού και φοβήθηκε πως ήταν κάποιο μαχαίρι. Διπλασίασε τις προσπάθειες του να ελευθερωθεί, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

 

Το αντικείμενο που κρατούσε ήταν σύριγγα πεπιεσμένου διοξειδίου του άνθρακα που χρησιμοποιούσαν στα νοσοκομεία για την χορήγηση φαρμάκων και την ακούμπησε στο λαιμό του Τζώννυ που προσπάθησε να γυρίσει και να του δαγκώσει το χέρι. Τον χτύπησε στο μάγουλο, σκίζοντας τον με το μεταλλικό αντικείμενο. Για λίγα δευτερόλεπτα με τον πόνο ο Τζώννυ σταμάτησε να παλεύει και ο τύπος που του επιτέθηκε βρήκε την ευκαιρία για να του κάνει την ένεση στο λαιμό. Αισθάνθηκε το φάρμακο να μπαίνει μέσα του και σε δευτερόλεπτα ηρέμησε παραλύοντας ανίκανος να κάνει οτιδήποτε. Το μόνο καλό ήταν ότι σταμάτησε ο πόνος από το σκίσιμο στο μάγουλό και το χτύπημα στο κεφάλι.

 

Ο τύπος έβαλε τη σύριγγα στην τσέπη του και έβγαλε ένα φορητό νυστέρι λέιζερ. Ο Τζώννυ πανικοβλήθηκε πιστεύοντας πως είχε πέσει θύμα ενός παρανοϊκού κατά συρροή δολοφόνου. Εκείνος έσκυψε του έσκισε το πουκάμισο και ψηλάφισε κάτι ανάμεσα στα πλευρά του. Μετά άναψε το νυστέρι και έκοψε λίγο μόνο το δέρμα, χωρίς να αισθανθεί κανένα πόνο. Ψαχούλεψε την πληγή και φάνηκε να είναι ευχαριστημένος με αυτό που βρήκε. Αισθάνθηκε να τον πατάει γύρω από την πληγή και κάτι μέσα από το σώμα του σκληρό βγήκε από την οπή που είχε ανοίξει το νυστέρι.

 

Το σήκωσε μπροστά στα μάτια του και ο Τζώννυ είδε μια κάψουλα πληροφοριών που αγνοούσε ότι είχε μέσα του και δεν μπορούσε και να φανταστεί ποιος θα την έβαζε εκεί πέρα.

 

Τι ακριβώς συνέβη μετά, στο Τζώννυ πήρε χρόνο για να καταλάβει. Το κεφάλι του ξανθού έπαψε απλά να υπάρχει και μια κόκκινη ομίχλη γέμισε το χώρο. Αίμα έπεσε στο πρόσωπό του Τζώννυ που κοιτούσε ότι συνέβαινε ακίνητος, παράλυτος. Κάποιος τον πυροβόλησε.

 

Το σώμα έγειρε και έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Τζώννυ. Για μερικές στιγμές φοβήθηκε πως θα έσκαγε με τον ψηλό πάνω του, ή τουλάχιστον ότι είχε μείνει από αυτόν, αλλά μετά άκουσε μια φωνή που δεν του ήτανε άγνωστη να λέει το όνομα του.

 

«Τζώννυ, Τζώννυ, Τζώννυ» με ρυθμό λες και τραγουδούσε κάποιο παιδικό τραγουδάκι.

 

Κάποιος τράβηξε το πτώμα πάνω από το κεφάλι του και είδε μπροστά στα μάτια του την Κάτια. Δεν ήξερε τι ακριβώς να σκεφτεί. Κάποιος τον ακολουθούσε και τον ήθελε ζωντανό. Κάποιος άλλος τον ακολουθούσε και τον ήθελε νεκρό. Δεν είχε ιδέα ποιοι ήτανε αυτοί οι δυο και γιατί ο ένας από τους δυο σκοτώθηκε ή τι ακριβώς σήμαινε αυτό για εκείνον. Και που ήταν ο Βασιλείου;

 

Η Κάτια του χαμογέλασε. Πάλι αυτό το απαίσιο χαμόγελο με τα μαύρα εμφυτεύματα και τη διχαλωτή γλώσσα. Στο χέρι της κρατούσε ένα όπλο που ο Τζώννυ δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει. STG-425 μαγνητικό χωρίς ανάκρουση τουφέκι υψηλής ακρίβειας που χρησιμοποιούσαν ελεύθεροι σκοπευτές. Επιβεβαιωμένο ρεκόρ για μακρινότερη δολοφονία στα πέντε χιλιόμετρα και κάτι μέτρα την προηγούμενη χρονιά – θυμόταν ακόμα το ντοκιμαντέρ που είδε στην Αργεντινή για τον πόλεμο στην Κεντρική Αφρική όπου έγινε.

 

Η Κάτια έσκυψε και κοίταξε το αυτοκίνητο λίγα μέτρα μακριά από το κεφάλι του Τζώννυ. Σφύριξε με θαυμασμό. Απομακρύνθηκε για λίγο και όταν ξαναγύρισε το πρόσωπό της είχε μια έκφραση έκστασης.

 

«Λοιπόν δεν θα το πιστέψεις. Η σφαίρα χτύπησε τον τύπο του διέλυσε το κεφάλι, τρύπησε δύο αυτοκίνητα και τον τοίχο της μάντρας και πρέπει να καρφώθηκε στο απέναντι κτίριο. Θα μου πάρει χρόνο να τη βρω μετά.» το πρόσωπό της φωτίστηκε «Για αυτό όταν το πήρα από το οπλοστάσιο μου είπανε ‘προς θεού μην πυροβολήσεις οτιδήποτε σε μικρότερη απόσταση από τα πεντακόσια μέτρα’» ξέσπασε σε γέλια.

 

Την είδε να κρατά το όπλο με άνεση με το ένα χέρι αλλά ήξερε πως το πραγματικό του βάρος έφτανε τα δεκάξι κιλά. Θαύμασε τους παθητικούς μηχανισμούς ενίσχυσης κινήσεων που είχε η Κάτια στα χέρια της. Έσκυψε και μάζεψε την κάψουλα από το έδαφος και μετά ευχαριστημένη γύρισε προς το μέρος του ανοίγοντας το στόμα και στραβώνοντας το σαγόνι όπως κάνανε αυτοί που δεν είχαν εξωτερικό τατουάζ για τηλέφωνο για να ενεργοποιήσουν το εσωτερικό εμφυτεύματα. Την είδε να κινεί το στόμα της χωρίς να ακούει τίποτα και να κοιτάει γύρω τις κάνοντας κάθε λίγο νοήματα στους συνεργάτες της που ο Τζώννυ πεσμένος και παράλυτος δεν μπορούσε να δει.

 

Τελείωσε το τηλεφώνημα και ήρθε προς το μέρος του χαμογελώντας προκαλώντας του ανατριχίλα. Άρχισε πάλι να λέει το όνομά του ξανά και ξανά ενώ σήκωνε το όπλο και με τα δύο χέρια πάνω από το κεφάλι του.

 

Κατάλαβε τι ήθελε να κάνει και τρόμος τον κυρίευσε. Ήθελε να τον χτυπήσει με το κοντάκι του όπλου για να τον ρίξει αναίσθητο. Είχε ήδη δει τις ικανότητές της και εμπιστευόταν κατά κάποιο παράξενο και διεστραμμένο τρόπο την κρίση της αλλά ήξερε πως το όπλο ζύγιζε δεκάξι κιλά, χωρίς το γεμιστήρα και τα έξι βλήματα .98x3.22 Special Tiger που έπαιρνε. Αν έκανε λάθος θα του έσπαζε το κεφάλι σκοτώνοντας τον.

 

Φάνηκε να διαβάζει το μυαλό του και αυτό τη διασκέδασε κάνοντας ακόμη πιο πλατύ το χαμόγελο της. Εκείνος έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σηκώσει τα χέρια για να προστατεύσει το κεφάλι του αλλά εκείνα αρνήθηκαν να τον υπακούσουν.

 

Το χτύπημα ακούστηκε σαν βαριοπούλα σε τοίχο. Αισθάνθηκε τις αισθήσεις του να τον εγκαταλείπουν αλλά πρόλαβε να θαυμάσει την ακρίβεια στη δύναμη του χτυπήματος. Ήταν ακριβώς όσο δυνατό χρειαζόταν.

 

Η Κάτια δεν είχε σταματήσει ούτε δευτερόλεπτο να λέει ακατάπαυστα το όνομα του.

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Το πρώτο πράγμα που κατάλαβε ήταν πως τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα. Έκανε μια προσπάθεια να δοκιμάσει τη δύναμη από τα δεσμά, αλλά δεν υποχώρησαν καθόλου. Άνοιξε τα μάτια και ένας ξαφνικός πόνος του σούβλισε το κεφάλι του όταν τα μάτια του είδαν το φως.

 

Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα και τα ξανάνοιξε. Αυτή την φορά ο πόνος δεν ήταν τόσο έντονος και κατάφερε να τα κρατήσει ανοιχτά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και νέος πόνος αυτήν την φορά από το πλευρό του εκεί που ο ξανθός του έβγαλε την κάψουλα.

 

Βήματα τον έκαναν να γυρίσει στα δεξιά του και είδε την Κάτια που τον χαιρετούσε μαζί με έναν άγνωστο μεσήλικα άντρα ντυμένο με στρατιωτική στολή. Δεν μπήκε στο κόπο να προσπαθήσει να καταλάβει το βαθμό. Είχε μαύρα μεσάνυχτα με τα στρατιωτικά σύμβολα.

 

Ο άντρας έσυρε μια καρέκλα μπροστά του και κάθισε. Η Κάτια ακούμπησε στον τοίχο.

 

«Καλησπέρα κύριε Μακρίδη» είπε με μια φωνή αρκετά πιο ψιλή από ότι περίμενε ο Τζώννυ κρίνοντας από το παρουσιαστικό του.

 

Προσπάθησε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό αλλά το στόμα του δεν υπάκουσε τέλεια και δάγκωσε τη γλώσσα του. Έφτυσε το αίμα στο δάπεδο.

 

«Το φάρμακο που σου έδωσε ο Αμερικάνος, θα φύγει σε λίγο.» είπε η Κάτια.

 

Ο άντρας μπροστά του έγνεψε καταφατικά. «Είναι νέο και πειραματικό, τουλάχιστον αυτό είπανε οι γιατροί που δεν έχουνε την παραμικρή ιδέα τι είναι και δεν θέλαμε να σου χορηγήσουμε οτιδήποτε, δεν ήμασταν σίγουροι αν θα δημιουργούσε προβλήματα ή όχι. Ενδιαφέρον φάρμακο παραλύει τους μύες του σώματος μπλοκάροντας την φαιά ουσία τα κέντρα του εγκεφάλου που δίνουν εντολή για την κίνηση, μπορείς να κουνήσεις τους μύες σου αλλά δεν μπορείς να δώσεις τη διαταγή. Ενδιαφέρον. Δεν παθαίνεις ασφυξία γιατί η αναπνοή ακολουθεί μια διαδρομή λίγο διαφορετική.

 

«Και σε καμιά απολύτως περίπτωση δεν θέλουμε να πεθάνεις, τουλάχιστον όχι πριν απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις.»

 

Αυτό δεν καθησύχασε τους φόβους του Τζώννυ. Δεν του είπανε αν θα τον ήθελαν και ζωντανό μετά από το τέλος των ερωτήσεων.

 

«Βασιλείου» είπε με προσπάθεια και κινδυνεύοντας να ξαναδαγκώσει τη γλώσσα του.

 

Ο άντρας γέλασε και το πρόσωπο του φωτίστηκε.

 

«Φοβάσαι τα λάθος άτομα.» σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα ίσως για να δημιουργήσει αίσθηση. «Ο Βασιλείου είναι μονάχα ένας μικροεγκληματίας και δεν με ενδιαφέρει αυτά που λέει η αστυνομία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για το πόσο επικίνδυνο έγινε το οργανωμένο έγκλημα. Έχω στη διάθεση μου ότι χρειάζομαι για να σταυρώσω αυτόν, δυο τράπεζες που συνεργάζονται με τρομοκράτες, τρεις πολιτικούς – ένας από αυτούς πρώην υπουργός – καθώς και τις Μυστικές Υπηρεσίες της Αμερικανικής Ομοσπονδίας.» τακτοποίησε τη στολή που είχε δημιουργήσει ζάρες γύρω από τη μέση «αν και δεν ξέρω κατά πόσο με συμφέρει να τους σταυρώσω όλους αυτούς ή να τους χρησιμοποιήσω.» σήκωσε τα φρύδια «θα πρέπει να αυτοσχεδιάσω» ξανά γέλια «θα αναρωτιέσαι για ποιο λόγο είσαι εδώ, φυσικά. Αν και ο Βασιλείου είναι το μικρότερο ψάρι που έπιασα με την κάψουλα που είχες μέσα σου είναι και αυτό που μπορεί να εξαφανιστεί και να ξεγλιστρήσει πιο γρήγορα. Σε χρειάζομαι για να εντοπίσω όσα περισσότερα άτομα μπορώ και να βρω όσες περισσότερες από τις βρομοδουλειές του γίνεται για να τον εξουδετερώσω πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε και εδώ χρειάζομαι εσένα. Έχεις αρκετές γνώσεις από μέσα για να με βοηθήσεις στο έργο.

 

«Το πρόβλημα μου είναι πως είμαι από την φύση μου δύσπιστος που σημαίνει πως δεν πείθομαι τόσο εύκολα για αυτά που μου λένε παρά μονάχα εάν… δεν έχω εξαντλήσει όλη την τέχνη μου στην ανάκριση.»

 

Η Κάτια τον πλησίασε με ένα κράνος στα χέρια τις που κάλυπτε όλο το πρόσωπο ενώ από τα πλάγια του έβγαιναν καλώδια που χανόταν κάπου πίσω από την καρέκλα που τον είχαν ακινητοποιήσει και δεν μπορούσε να δει.

 

«Γνωρίζεις τα προγράμματα εικονικής πραγματικότητας, σωστά; Είναι αδύνατον να αντισταθείς στον πειρασμό να μην χρησιμοποιήσεις τα τελευταία πορνό φιλμάκια και ποιος δεν το έχει κάνει» έσκυψε προς το μέρος του στην προσπάθεια να δημιουργήσει συνενοχή για τη κοινή συμμετοχή σε μια κατά προτίμηση ανδρική αμαρτία «και δεν κατηγορώ κανένα, οι περισσότερες από αυτές τις εικονικές ηθοποιούς είναι πανέμορφες. Και καλές σε αυτό που κάνουν.» ξανά γέλια που τώρα πια έκαναν τον Τζώννυ να ανατριχιάζει όταν τον άκουγε.

 

«Αυτό όμως που οι περισσότεροι αγνοούν είναι όλες οι εφαρμογές της ΕΠ πέρα από το σεξ και τα πολεμικά παιγνίδια.» έδειξε με το δεξί του χέρι την Κάτια που όρθια περίμενε να τελειώσει να μιλάει για να του φορέσει το κράνος. «Πάρε για παράδειγμα την Κάτια. Πριν από δυο χρόνια ήταν μια φυσιολογική όμορφη κοπέλα» η Κάτια είχε μισάνοιχτο το στόμα και το κάθε μισό της χωρισμένης γλώσσας τριβόταν με το άλλο σε μια απομίμηση φιλιού. «Μέχρι που βρέθηκε ένας νεαρός το ίδιο όμορφος στο δρόμο της. Καλό παιδί αλλά με παράξενες απόψεις σχετικά με την πολιτική, κάποιοι θα τον ονόμαζαν οραματιστή, εκεί που δουλεύω εγώ όμως έχουμε άλλο όνομα. Τρομοκράτης.»

 

Ο Τζώννυ κατάλαβε πως ο Γερακάρης διασκέδαζε και αυτό τον έκανε πάρα πολύ νευρικό.

 

«Ο νεαρός προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να πέσει στα χέρια μου και προσωπικά δεν τον καταδικάζω. Πάντα πίστευα πως η αυτοκτονία είναι καθαρά προσωπικό θέμα και ο καθένας είναι ελεύθερος να σκοτωθεί αν αυτό πραγματικά θέλει. Η Κάτια όμως δεν ήταν τόσο δυνατή ή αποφασισμένη και παραδόθηκε. Είχε και αυτή πληροφορίες που μου ήταν απαραίτητες. Περιττό να σου πω πως πριν από δυο χρόνια δεν ήταν άσχημο παιδί. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα που χρησιμοποίησα πάνω της ήταν ένα πρόγραμμα βασανιστηρίων.

 

«Έχεις ποτέ αναρωτηθεί τι γίνεται αν ο πόνος ξεπεράσει στην ΕΠ τα όρια του πραγματικού;» σταμάτησε λίγα δευτερόλεπτα για να δώσει στον Τζώννυ τον χρόνο να το σκεφτεί, να του δώσει τον χρόνο να τρομοκρατηθεί. «στην αρχή θα ξεκινήσουμε με τα δύο τρίτα της μέγιστης ισχύς του φυσικού πόνου και θα είναι ότι πιο επώδυνο έχεις ποτέ αισθανθεί. Μετά από μερικές ώρες θα το ανεβάσω στο μέγιστο και μέσα σε πέντε λεπτά θα χάσεις τις αισθήσεις σου. Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι όλοι το παθαίνουν αυτό. Ο πόνος είναι πάρα πολύ ισχυρός για να κρατηθείς. Σιγά σιγά με υπομονή θα ανεβούμε πάνω από τα όρια του φυσικού πόνου και όταν θα φτάσουμε στον διπλάσιο ή τριπλάσιο από τον πραγματικό πόνο θα είμαι σίγουρος πως ότι και αν μου λες θα είναι αλήθεια θα σε πιστεύω απόλυτα, ο πόνος θα είναι τόσο ισχυρός που απλά δεν θα μπορείς να σκεφτείς οτιδήποτε για να με κοροϊδέψεις.

«Εκεί θα έπρεπε να σταματήσω και να σε ρίξω σε κάποιο βαθύ κελί για καμία δεκαριά χρόνια ή όσο εγώ θελήσω αλλά φαίνεται πως έχεις κάποια γοητεία σε ορισμένα άτομα που θα ήθελαν να σε γνωρίσουν καλύτερα» τα μάτια του δείξανε την Κάτια δίπλα στον Τζώννυ «δεν μπορώ να καταλάβω τι σου βρίσκει αλλά για να πω την αλήθεια δεν κατάλαβα ποτέ καλά τις γυναίκες.» γέλασε μόνος με το αστείο του και ο Τζώννυ σκέφτηκε πως ο τύπος είχε κέφια.

 

«Αντί να τη γλιτώσεις με μερικά χρόνια στην στενή θα συνεχίσω το πρόγραμμα ΕΠ για αρκετές μέρες με ελάχιστα διαλείμματα και ανεβάζοντας όλο και περισσότερο την ένταση. Πέντε, έξι εφτά φορές την ισχύ του φυσικού πόνου. Όταν φτάσω στο δέκα θα παρατηρήσεις κάτι το πολύ παράξενο: ο πόνος θα αρχίσει να γίνεται ευχάριστος και δεν θα βλέπεις την ώρα να σου βάλω το κράνος. Ακριβώς ο τρόπος που γίνονται τα άσχημα παιδιά, μόνο που οι περισσότεροι το επιλέγουν ενώ σε λίγους όπως η Κάτια και σε εσένα τους το επιβάλουν.»

 

Η ιδέα να τον βασανίσουν δεν άρεσε καθόλου στον Τζώννυ, αλλά η ιδέα να μεταμορφωθεί σε κάτι τέτοιο ήταν αβάσταχτη. Άρχισε να αντιδρά προσπαθώντας να ελευθερωθεί, μάταια. Ο Γερακάρης χαμογέλασε βλέποντας να προσπαθεί με όση δύναμη είχε να λυγίσει τις ατσάλινες χειροπέδες και να σηκωθεί από την καρέκλα. Η Κάτια τον πλησίασε και του φόρεσε το κράνος παρόλη την προσπάθεια που έκανε να την εμποδίσει.

 

«Μην ανησυχείς» προσπάθησε να τον καθησυχάσει «σε λίγα δευτερόλεπτα όλα αυτά δεν θα έχουν καμία σημασία και δεν πιστεύω να θυμάσαι και πάρα πολλά πράγματα. Θα έχεις άλλες έγνοιες.» σηκώθηκε από την καρέκλα και προχώρησε στο τραπέζι δίπλα στην Κάτια που ακόμη ασφάλιζε το κράνος χτυπώντας βιαστικά ένα από τα κουμπιά του πληκτρολογίου που ήταν εκεί πάνω.

 

Το δωμάτιο έσβησε από τα μάτια του και βρέθηκε σε μια αναπαράσταση μεσαιωνικού θαλάμου βασανιστηρίων.

 

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Εβδομάδες αργότερα όταν όλα τελείωσαν θυμήθηκε τι του είχε πει πριν τον ρίξει μέσα στην ΕΠ.

 

Ο Γερακάρης είχε δίκιο.

 

Δεν θυμόταν τίποτα.

 

Μόνο τον πόνο.

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Έξι μήνες αργότερα είχε ήδη βγάλει τα δόντια με τανάλια μόνος του χωρίς αναισθησία και είχε βάλει εμφυτεύματα -αυτά σε οδοντίατρο γιατί δεν ήθελε να γίνει τσαπατσούλικη δουλειά- φυσικό χρώμα αλλά μυτερά. Όταν χαμογελούσε έμοιαζε με προϊστορικό τέρας. Η Κάτια προσπαθούσε να τον πείσει να χωρίσει τη γλώσσα του όπως εκείνη, αλλά ο Τζώννυ έβλεπε με διαφορετικό μάτι τα δάκτυλα του χεριού του και τα βιονικά δάκτυλα που είχαν σε προσφορά πίστευε πως θα ταίριαζαν απίστευτα με τα δόντια του και με τις υπόλοιπες δουλειές που ήθελε να κάνει στο σώμα του.

 

Οι δυο τους τα φτιάξανε και μετά από τρεις μήνες άρχισαν να συζούν.

 

Ο Γερακάρης έφυγε για τις Βρυξέλλες, αλλά πριν το κάνει τους βρήκε δουλειά σε κάποιον Βούλγαρο έμπορο όπλων, έμπιστό του. Ο Βούλγαρος φρόντιζε να δίνει τους πιο επικίνδυνους πελάτες του στο Γερακάρη και εκείνος τον άφηνε να τροφοδοτεί την μικροεγκληματικότητα με νέα όπλα. Πλήρωνε καλά και η δουλειά δεν ήταν πολύ δύσκολη, έπρεπε να προσέχουν τις αποθήκες μαζί με άλλους όσο καιρό εκείνος έλειπε στο εξωτερικό για δουλειές και να τον συνοδεύουν κάποιες φορές στα ταξίδια. Δύο Άσχημα Παιδιά για σωματοφύλακες κάνανε εντύπωση.

 

Είδε το Βασιλείου ακόμη μια φορά την ημέρα που ο Γερακάρης τον επισκέφτηκε για να του ανακοινώσει την καινούργια συμφωνία τους. Ο Γερακάρης θα ζητούσε πράγματα από εκείνον και εκείνος θα τα έκανε, θα του έλεγε να πηδήξει και τα μόνα πράγματα που εκείνος θα ρωτούσε ήταν πόσες φορές και πόσο ψηλά. Συμφώνησε μόνο όταν είδε τι είχε στα χέρια του ο Γερακάρης.

 

Φεύγοντας του είπε πως ο Τζώννυ ήταν πέρα από την εμβέλειά του και καλά θα έκανε να το θυμάται.

 

«Ούτως ή άλλως αμφιβάλω πως μπορείς να του κάνεις κάτι χειρότερο απ’ ότι του έκανα εγώ.»

 

Ο Βασιλείου τον κοίταξε και εκείνος άνοιξε τα χείλη του για να του δείξει τα καινούργια δόντια και μετά με δύναμη δάγκωσε το κάτω χείλος του σχεδόν κόβοντας το, χρειάστηκε να βάλει ιατρική κόλλα όταν επέστρεψε σπίτι για να σταματήσει την αιμορραγία. Ο Βασιλείου κατάφερε να μην κουνηθεί, αλλά χλόμιασε.

 

Αλλά όλα αυτά δεν είχαν και τόσο μεγάλη πια σημασία.

 

Το μόνο σημαντικό πράγμα στη ζωή του ήταν πλέον ο πόνος.

 

 

ΤΕΛΟΣ

Edited by Nova
Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Ζαβολιά! Αυτό νοιώθω. Έχτησες ένα ολάκερο δυσουτοπικό μέλλον με τις λεπτομέριες του, μόνο για να καταλήξει σε

μια απλή ιστορία πλύσης εγκεφάλου.

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω πως η σωστή λέξη είναι η δυστοπία και όχι δυσουτοπία.

 

Οκ, έχτισα ένα ολόκληρο δυστοπικό μέλλον -το οποίο δεν κατάλαβα αν σου άρεσε ή όχι- και δε σου άρεσε η κεντρική ιδέα της ιστορίας μου. Δεκτό. Διαφωνώ οτι ήταν μόνο αυτό, αλλά ας πούμε πως δέχομαι αυτό που έγραψες. Θα μπορούσες να μου πεις ποιά περίπου περίμενες να είναι η κεντρική ιδέα, τι θα ήταν για σένα αρκετά περίπλοκο ή σύνθετο για να ταιριάζει; Δεν έχω κανένα πρόβλημα με την αρνητική κριτική (το έχω ξαναγράψει πως τη θεωρώ χρήσιμη, για να βελτιώνομαι), αλλά θα ήθελα κάτι παραπάνω από αυτό που μου έγραψες.

 

Το να γράφεις μια αρνητική κριτική χωρίς να εξηγείς γιατί κάτι δε σου άρεσε δεν είναι και από τα πιο ευγενικά πράγματα που μπορείς να κάνεις. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν ανάρτησα την ιστορία μου για να βγάλω χρήματα, ούτε καν παίρνω μέρος σε διαγωνισμό για να το δεις ανταγωνιστικά. Την ανάρτησα για να τη διαβάσουν τα μέλη του φόρουμ. Σε κάποιους μπορεί να αρέσει και κάποιοι μπορεί να μου δώσουν ιδέες για να διορθωθώ και να γίνω καλύτερος, για αυτό το έκανα.

 

Θα σε παρακαλούσα την επόμενη φορά να μην πετάξεις έτσι μια δυνατή αρνητική κριτική δύο σειρών και να αφιερώσεις λίγα λόγια παραπάνω, για να καταλάβω καλύτερα τι δε σου άρεσε και γιατί.

 

Άλλωστε ξεπέρασες τα 1000 post δεν είναι ανάγκη να συνεχίζεις να γράφεις post μόνο και μόνο για να αυξάνονται. Τα 2000 post αργούν ακόμα.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Θέλεις περισσότερα; Εντάξει.

 

Δεν βρήκα κεντρική ιδέα στο διήγημα, πέρα από την όλη δυστοπία ή πως την λένε. Αυτήν την δυστοπία την έπλασες με τόσες λεπτομέριες που δεν τις ανέπτυξες πολύ για να θεωρήσω ότι άξιζε τον κόπο που τον έφτιαξες. Θα μπορούσες να τα έβγαζες και να επικεντρωνόσουνα στα ugly kids και το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο.

 

Πιο απλά, μπορείς ή μπορούσες να γράψεις τόσο πολύ περισσότερο πράγμα γύρω από αυτόν τον κόσμο που ως τώρα μόνο μερικούς κουβάδες έχεις βγάλει από την δεξαμενή. Θα μπορούσες να τον αναπτύσεις καθώς προχωράνε οι ιστορίες αντί απανωτά κι αυτοτελή.

Link to comment
Share on other sites

Δεν βρήκα κεντρική ιδέα στο διήγημα, πέρα από την όλη δυστοπία ή πως την λένε.
Δεν είπα ποτέ πως είχε κεντρική ιδέα. Εσύ το έγραψες στο πρώτο post σου: " Έχτησες ένα ολάκερο δυσουτοπικό μέλλον με τις λεπτομέριες του, μόνο για να καταλήξει σε

μια απλή ιστορία πλύσης εγκεφάλου.

"

Αυτήν την δυστοπία την έπλασες με τόσες λεπτομέριες που δεν τις ανέπτυξες πολύ για να θεωρήσω ότι άξιζε τον κόπο που τον έφτιαξες. Θα μπορούσες να τα έβγαζες και να επικεντρωνόσουνα στα ugly kids και το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο.
Σόρρυ αλλά μιλάμε για ένα διήγημα 13000+ λέξεων. Αν έγραφα περισσότερα (προσπαθώντας να αναπτύξω τις λεπτομέρειες) θα γινόταν κάτι άλλο, νουβέλα ή βιβλίο. Δεν ήθελα κατι τέτοιο. Αν από την άλλη έβγαζα όλες τις λεπτομέρειες θα μου έμενε τι; Δεν μπορώ να καταλάβω τι εννοείς εδώ.
Πιο απλά, μπορείς ή μπορούσες να γράψεις τόσο πολύ περισσότερο πράγμα γύρω από αυτόν τον κόσμο που ως τώρα μόνο μερικούς κουβάδες έχεις βγάλει από την δεξαμενή. Θα μπορούσες να τον αναπτύσεις καθώς προχωράνε οι ιστορίες αντί απανωτά κι αυτοτελή.
Ίσως να μην έγινε ξακάθαρο στο διήγημα. Δεν υπάρχουν πολλές ιστορίες. Υπάρχει μόνο μια, αυτή του Τζώννυ. Όλα τα υπόλοιπα υπάρχουν για να προχωρήσει αυτή η ιστορία. Αν αυτό δεν έγινε κατανοητό τότε η ιστορία μου έχει πρόβλημα.

 

Όσο για τον κόσμο. Έχω πάντα την τάση να τον σκέφτομαι πάρα πολύ ακόμα και σε άσχετες και μικρές λεπτομέρειές του. Αυτό το κάνω για να έχω μια πλήρης ιδέα του πως είναι τα πράγματα και έχω την εντύπωση πως βοηθάει τον αναγνώστη να αισθανθεί την ύπαρξη του σαν κάτι το πραγματικό και όχι κάτι προχειροφτιαγμένο. Αυτό νομίζω εγώ. Μου λες πως πρέπει να συνεχίζω να γράφω λεπτομέρειες, αλλά ειλικρινά δε βλέπω που θα με πάει αυτό. Δεν γράφω εγκυκλοπαίδεια του κόσμου αυτού.

 

Πάντως σε ευχαριστώ για τα σχόλια σου (ακόμη και αν δεν κατάλαβα τι εννοείς).

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Ρε Nova παιδί μου, την

μαύρη αγορά πιστωτικών καρτών

δεν την είχες απλά για να προχωράει η πλοκή. Ανέλυσες μια σελίδα για το τι είναι αρά έδωσες την ιδέα ότι είναι κάτι παραπάνω. Δηλαδή τι σε εμπόδιζε να γίνονταν όλα απλά για κενές επιταγές ή κάνα κλεμμένο κρυπτογραφημένο πρόγραμμα, που είναι και πιο κατανοητό ή δεν θέλει εξήγηση; Το ίδιο έκανες και με της συμμαχίες των κρατών στο μέλλον. Τι τις ανέφερες ενώ μπορούσες απλά να πεις καμοία σημερινή ή να το αφήσεις απλά σαν ένα όνομα; Αφού το ανέλυσες, ο αναγνώστης περιμένει να παίξει κάτι σπουδαίο. Αν βγάλεις τις εξηγήσεις όλων αυτών, η ιστορία σου παραμένει ίδια και η διάρκεια μικραίνει σχεδόν στο μισό. Αν τις χρησιμοποιούσες ενεργά κι όχι απλά σαν διακόσμηση, θα τριπλασιαζόταν σε διάρκεια και ιστορία. Αυτό είναι το πρόβλημα με το πως καταλάβαινα το κείμενο. Δεν έχει την σωστή διάρκεια.

Edited by Anime_Overlord
Link to comment
Share on other sites

Χωρίς παρεξήγηση δεν είμαι το παιδί σου. (Σου ρίχνω περίπου μια δεκαετία.)

 

Σόρρυ αν σε έπρηξα αλλά ρε Τάφκαρ παιδί μου, μόλις τώρα κατάλαβα τι εννοούσες. Μέχρι τώρα ήσουν αρκετά μπερδεμένος και δυσνόητος στις εξηγήσεις σου.

 

Αυτό που μου λες είναι ή θα έπρεπε να το κάνω μικρότερο διήγημα ή να το μεγαλώσω και να το κάνω νουβέλα ή βιβλίο. Οκ, καλή σκέψη. Θα το σκεφτώ καλύτερα, αλλά μου φαίνεται πως έχεις δίκιο.

 

Thx.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Καταρχήν συγχαρητήρια για το κουράγιο σου Νοβα να τη ξαναγράψεις δύο φορές. Αυτό νομίζω δεν θα χα το κουράγιο να το κάνω.

 

Τώρα η ιστορία σου με τράβηξε καταρχήν απο το τίτλο της που μου άρεσε πολύ. Εκεί είναι και η πρώτη παρατήρηση μου.

Ο τίτλος θα έπρεπε να είναι "Τα άσχημα παιδιά" γιατί τελικά αναφέρεσαι σε ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα μ'αυτόν τον όρο στο κείμενο σου.

Σκέτο "Άσχημα Παιδιά" παραπέμπει σε κατάστασεις περισσότερο, πιο γενικές. Όχι σε μια μόδα ή ένα κίνημα πχ.

 

Γενικά η ιστορία σου με διασκέδασε και είναι πολύ καλή. Δεν με συντάραξε, αλλά είναι μια καλή ιστορία ξεκάθαρου cyberpunk. Έχει μέσα όλα τα κλισέ

και τα αναμενόμενα του είδους. Ίσως κάποιον που δεν του αρέσει το είδος να τον κούραζε.

Μιας και αναφέρθηκε και παραπάνω, ακόμα και απλά ένα κόσμο να ήθελες να φτιάξεις, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα αν το κάνεις καλά.

 

Το τέλος με άφησε κάπως.. Ήταν πολύ καλό αυτό γιατί δεν το περίμενα. Τραγικό φινάλε πραγματικά. Μπράβο και γι'αυτό.

 

Το σημαντικότερο ήταν πως το κείμενο είχε παρα μα παρα πολλά συντακτικά λάθη, που σημαίνει πως δεν το χτένισες καθόλου. Αυτό να το προσέχεις άλλες φορές.

Γενικά θεωρώ αρνητικό το να μην έχει χτενιστεί ένα κείμενο πριν παρουσιαστεί, είναι καλό να θέλουμε να δείξουμε τη δουλειά μας, αλλά ακόμη καλύτερο

να τη δείχνουμε με όσο πιο όμορφο τρόπο γίνεται.

 

 

Αυτά απο μένα :)

Edited by noxious
Link to comment
Share on other sites

Thx και για το χρόνο και τον κόπο που σπατάλησες για να διαβάσεις την ιστορία.

 

Τώρα για τις παρατηρήσεις σου:

-Ο τίτλος λες ότι θα έπρεπε να είναι 'τα άσχημα παιδιά' και όχι 'άσχημα παιδιά'. Λες ακόμα πως αυτό γιατί χωρίς το άρθρο παραπέμπω σε γενικότερες καταστάσεις και συμφωνώ. Γνώμη σου είναι πως αφού τελικά είναι κάποια συγκεκριμένα αυτά τα άσχημα παιδιά θα έπρεπε να βάλω το άρθρο. Ποτέ δεν το είδα εγώ έτσι, δηλαδή ότι μιλούσα για τους δύο ήρωες, πάντα τα άσχημα παιδιά ήταν μια πιο γενική έννοια στο διήγημα. Βέβαια και ο τίτλος με το άρθρο ίσως να ταιριάζει περισσότερο οπότε θα περιμένω τις γνώμες των υπολοίπων που θα το διαβάσουν και μετά θα αποφασίσω.

-Τα συντακτικά λάθη. Για να πω την αλήθεια τα τελευταία δύο χρόνια το κείμενο το έχω 'χτενίσει' αρκετές φορές και το έχω δώσει να το διαβάσουν δυο καλοί φίλοι για να μου σημειώσουν οποιοδήποτε άλλο λάθος μπορούσαν να εντοπίσουν ('πάρτε στυλό και ξεκινάτε να σημειώνετε λάθη. Όσο πιο έντονα και όσο περισσότερα τόσο το καλύτερο' ήταν τα λόγια μου) αλλά τα λάθη συνεχίζουν να παραμένουν (γ@^*$#!!!)

 

Μου φαίνεται πρέπει να βρω κάποιον φιλόλογο και να τον αγγαρέψω ή να τον πληρώσω για να το διορθώσει.

 

Σε ευχαριστώ.

Edited by Nova
Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία δεν ήταν άσχημη και έτρεχε γρήγορα. Επίσης νομίζω ότι έχεις πετύχει αρκετά την κυβερνοπάνκ ατμόσφαιρα. Μου φάνηκε όμως ότι το κλείσιμο ήταν βιαστικό. Επίσης, τα Άσχημα Παιδιά δεν αποτελούν το επίκεντρο της ιστορίας (το οποίο είναι η κάψουλα στο σώμα του Τζώννυ) και γι' αυτό η στροφή του τέλους μου φάνηκε κάπως απότομη.

Όσον αφορά την (συντακτική κυρίως) επιμέλεια, θα είμαι κομμάτι ωμός: Το κείμενο είναι γεμάτο συντακτικά προβλήματα που δυσχεραίνουν την ανάγνωσή και την κατανόησή του και που, όπως είναι φυσικό, ο συγγραφέας δεν μπορεί να αναγνωρίσει ο ίδιος. Αν μου επιτρέπεται, δύο συμβουλές:

1) Πρέπει να βελτιώσεις οπωσδήποτε τη σύνταξή σου, αν και πραγματικά δεν ξέρω πώς μπορείς να το κάνεις αυτό. (Διαβάζοντας; Με το να σου δείξει κάποιος;)

2) Οι φίλοι σου που το είδαν προφανώς δεν επαρκούν (καθόλου όμως) γι' αυτή τη δουλειά. Άλλαξέ τους (από επιμελητές, όχι από φίλους :D ).

Αυτά και συγγνώμη αν ήμουν λίγο πιο ειλικρινής απ' ότι ήθελα -αλλά δεν ήμουν. :rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Μη ζητάς συγνώμη, η κριτική σου είναι ευπρόσδεκτη! Ειδικά η αρνητική κριτική που σκοπό έχει να σε βελτιώσει, αυτή και αν είναι ευπρόσδεκτη...

 

Άρα λοιπόν έχω πρόβλημα στη σύνταξη (τουλάχιστον σε αυτό το διήγημα και ελπίζω μόνο σε αυτό) οκ, θα κοιτάξω να το διορθώσω (μου φαίνεται πως η ιστορία θα ξαναγραφεί για τρίτη φορά).

 

Πφφφ, τι να κάνω, μάλλον θα το κάνω, αλλά όχι τώρα.

Link to comment
Share on other sites

Το διάβασα! Λοιπόν για αρχή να σου πω ότι δεν ξέρω και πολλά από τέτοιου στυλ ιστορίες.

Σαν ιδέα μου άρεσε. Σαν περιγραφές επίσης μου άρεσε με την έννοια πως ο κόσμος σου μοιάζει στιβαρός και αληθοφανής αλλά...

Το κείμενο θέλει δουλειά. Πέρα από όσα ανέφερε ο Μάϊκ θα πρέπει να δώσεις προσοχή στο πόσο γρήγορα δίνεις τις πληροφορίες. Επίσης θα προτιμούσα να ξαλάφρωνες κομματάκι τις περιγραφές. Από ένα σημείο και μετά, όταν ξεκινούσε η δράση, πάντως μου φάνηκε πως βελτιώθηκε.

Αυτά, πάω στο επόμενο!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..