Jump to content

Ρέκβιεμ για ένα Παπί


manstredin

Recommended Posts

Ρέκβιεμ για ένα Παπί

 

 

 

Το μικρό δωμάτιο ήταν ολόκληρο στρωμένο με πλακάκια. Τετράγωνα, λευκά πλακάκια μεσαίου μεγέθους. Βάζω στοίχημα πως δεν υπάρχει πιο βαρετή εικόνα να ξεκουράζεις το βλέμμα σου από μερικές εκατοντάδες ομοιόμορφα περασμένα πλακάκια! Ο Ντικ το Κίτρινο Παπί, είχε περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή απέναντι σε αυτό το θέαμα.

Στην αρχή, νόμιζε πως θα τρελαινόταν, και εν τέλει θα απαλλασσόταν, χαμένος μέσα στις σχιζοφρενικές του εικόνες. Ένα φεγγάρι μάλιστα, είχε αρχίσει να βλέπει έντονα χρώματα να τον τυλίγουν, και τεράστια γεωμετρικά σχήματα να τον καταπίνουν, ένα ροζ ισοσκελές τρίγωνο, έναν πράσινο κύβο, και το αγαπημένο του, ένα μπλε κώνο! Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, του πριν και του μετά, του τώρα. Και πάνω που είχε αρχίσει να πιστεύει με όση λογική του είχε απομείνει πως θα νανουρίζονταν γαλήνια στην αγκαλιά της λήθης και της παράνοιας, τα χρώματα άρχισαν να ξεβάφουν, και το λευκό που παραμόνευε, εξαπολύθηκε βίαιο για άλλη μια φορά να τον τυφλώσει. Να πάρει! Τα πλακάκια είχαν επιστρέψει, είχαν καταβροχθίσει όλα τα σχήματα, είχαν αραιώσει όλα τα χρώματα, ώστε τίποτα να μην ξεχωρίζει απ’ αυτό το καταραμένο λευκό.

Είχε μετρήσει τα πλακάκια άπειρες φορές, κι άλλες τόσες είχε μπερδευτεί κι είχε ξεκινήσει απ’ την αρχή. Μα πλέον είχε καταλήξει στο νούμερο 4,537. Ούτε ένα λιγότερο, ούτε ένα περισσότερο. Πάντα βέβαια αναρωτιόταν αν και πίσω από το έπιπλο του νιπτήρα υπήρχαν κι άλλα πλακάκια. Πιθανότατα ήταν εκεί, μα μονάχα η σκέψη ότι δεν ήταν στο οπτικό του πεδίο τον έκανε να χαμογελάει πού και πού.

Ο Ντικ δεν ήταν ποτέ του ένα θλιμμένο κίτρινο παπί. Έβρισκε ένα λόγο να χαμογελάει όταν οι καταστάσεις ήταν δύσκολες, όταν ένιωθε την απειλή να πεταχτεί στα σκουπίδια γιατί τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει, όταν κανείς πλέον δεν γέμιζε την μπανιέρα για ένα απολαυστικό χρονοβόρο αφρόλουτρο. Σαν η πόρτα όμως τούτη του μπάνιου με τα 4,537 πλακάκια έκλεισε, δεν έλεγε να ξανανοίξει. Κι είχε περάσει μάλλον πάρα πολύς καιρός.

Το μόνο φως στο μπάνιο ερχότανε από ένα μικρό, τετράγωνο παραθυράκι στα δεξιά της μπανιέρας. Αλλά δεν ήταν δα και κανένα σπουδαίο φως σ’ αυτή την κωλοεπικράτεια της Ενυδρίας σπάνια ξημέρωνε. Επικρατούσε μονίμως ένα απαλό λυκόφως, ούτε φως μα ούτε και σκότος. Πότε-πότε, κοιτούσε έξω με την ελπίδα να διακρίνει σύννεφα, να γαληνέψουν το νου του. Του κάκου. Μόλις η πόρτα τον έκλεισε οριστικά στο καταραμένο τετράγωνο δωμάτιο, ο Ντικ το Κίτρινο Παπί ήξερε πως η ώρα της Χλέμιας της Πίκρας είχε φτάσει. Ο Θρόνος ήταν δικός της κι αυτό επιβεβαιώνονταν μόνο και μόνο από το γεγονός ότι κανείς πια δεν ερχόταν, ούτε κι επρόκειτο να ‘ρθει.

Μια μέρα, μάλλον μέρα, γιατί έξω είχε λυκόφως, ο Ντικ αναρωτιόταν αν άραγε θα πέθαινε κάποτε. Δεν του είχε πει κανείς αν τα κίτρινα παπιά του μπάνιου, που κάνουν «σκουίκ» αν τα πατήσεις, είναι αθάνατα ή πλάσματα θνητά. Κι ύστερα σκεφτόταν αν θα ‘ταν σοφό εκ μέρους του να επιθυμεί από την ανία του να πεθάνει, γιατί αυτό που ελλόχευε πέρα απ’ την ζωή όπως την ήξερε ήταν άγνωστο και κανείς δεν του υπόσχονταν στο κάτω-κάτω ότι δεν θα γινόταν απλά μια μάζα άχρηστου πλαστικού ή αν δεν θα παρέμενε κλεισμένος σ’ ένα άδειο μπάνιο στην αιωνιότητα.

Το καλό ήταν πως η βρύση της μπανιέρας, μια παλιά μεταλλική, γεμάτη άλατα και σκουριά, έσταζε. «Ταπ ταπ ταπ», συνεχώς, όλη μέρα. Όλες τις μέρες, όλη την ώρα! Στη αρχή τον εκνεύριζε φριχτά, αλλά αργότερα, κι αφού πήρε απόφαση πως ένα απλό παπί ήταν, πώς να την κλείσει, το συνήθισε και σχεδόν δεν το παρατηρούσε πλέον. Το νερό είχε φτάσει πάνω απ’ τη μέση και τουλάχιστον έτσι, μπορούσε να κολυμπάει πέρα δώθε και να βρέχει λιγάκι το ράμφος του. Συνέθετε μελωδίες μέσα στο κεφάλι του, τα τύμπανα κρατούσαν τον ρυθμό, «ταπ ταπ ταπ». Συχνά τις σιγομουρμούριζε κι άλλοτε τις τραγουδούσε με όλη του τη δύναμη, μήπως και κάποιος που περνούσε απ’ έξω την άκουγε. Κι ήταν εκείνη τη μέρα, που κάποιος πράγματι, τον άκουσε να τραγουδά το παράφωνο «σκουίκ σκουίκ» του.

Μια μαύρη κίσσα με πλουμιστή ουρά πέταξε στο περβάζι του μικρού του παραθύρου. Το πουλί τον κοίταξε καλά-καλά με τα γυαλιστερά του μάτια. Στο ράμφος της έσφιγγε κάτι που σταφτάλιζε εντυπωσιακά στο λιγοστό φως.

Ο Ντικ, το Κίτρινο Παπί, πάγωσε. Τελικά, ο κόσμος υπήρχε κι έξω από το καταραμένο του μπάνιο.

«Κίσσα, καλωσόρισες! Από πού έρχεσαι; Άκουσες το τραγούδι μου;» τη ρώτησε γεμάτος λαχτάρα.

Η κίσσα ανοιγόκλεισε τα μάτια. Δεν έδειχνε σημάδια νοημοσύνης.

«Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις; Να με βγάλεις από ‘δω, να μ’ ελευθερώσεις; Μπορείς, σε παρακαλώ;»

Δεν προσπάθησε καν να μην ακουστεί απελπισμένος.

Η κίσσα έστρεψε το κεφάλι αριστερά δεξιά και έκανε δυο μικρά βηματάκια πάνω στο περβάζι. Έπειτα κοίταξε πίσω, τον ουρανό, κι ετοιμάστηκε να πετάξει μακριά.

«Σε παρακαλώ, ευγενικό πτηνό, σε ικετεύω, μη μ’αφήνεις άλλο μόνο εδώ!»

Η κίσσα στράφηκε προς τον Ντικ μια τελευταία φορά, τα γυαλιστερά της μάτια έλαμψαν κι άνοιξε το ράμφος ελευθερώνοντας το μικροαντικείμενο που κρατούσε. Πριν προλάβει με ένα «πλαφ» να βουτήξει στο νερό της μπανιέρας, το πουλί είχε ανοίξει τα φτερά του κι είχε εξαφανιστεί. Ο Ντικ, το Κίτρινο Παπί, δεν πρόλαβε ούτε να αρθρώσει τα παρακάλια του. Αναστέναξε θλιμμένος. Γιατί τα δικά του φτερά να είναι πλαστικά, κολλημένα στο σώμα του απ’ την φύση τους; Γιατί δεν τον έφτιαξαν αληθινό;

Κι εκεί που συλλογιόταν την καταραμένη μοίρα ενός παρατημένου πλαστικού παιχνιδιού, στην επιφάνεια της μπανιέρας έσκασαν μερικές μπουρμπουλήθρες. Ο Ντικ σήκωσε κεφάλι κι έριξε μια ματιά τριγύρω, μα τίποτα δεν είχε αλλάξει. Πάνω που ξαναβυθίζονταν στις ζοφερές του σκέψεις, άκουσε κι άλλες φυσαλίδες να ανεβαίνουν και να σκάνε με ένα σιγανό «πλοπ». Το βλέμμα του πλανήθηκε στον πάτο της μπανιέρας και συνάντησε το πιο όμορφο θέαμα που το Παπί είχε ποτέ αντικρύσει. Στο βυθό, κοντά στην μαύρη τάπα της μπανιέρας, λαμποκοπούσε μια πανέμορφη κρυστάλλινη μπαλαρίνα. Φορούσε εκείνο το χαρακτηριστικό φουντωτό φορεματάκι και είχε τα μαλλιά της κότσο. Κουνούσε τα χέρια της κι ανοιγόκλεινε το στόμα, σαν κάτι να ήθελε να του πει. Έμοιαζε τρομαγμένη.

Ο Ντικ αμέσως βύθισε το κεφάλι του κάτω από το νερό.

«Ωραία μου Δεσποινίς, εσάς κρατούσε στο ράμφος της η κίσσα;»

«Ω, ναι, ήταν φριχτό! Σας ευχαριστώ, ευχαριστώ, με σώσατε απ’ τα νύχια αυτού του τέρατος με τόση γενναιότητα! Ποιος ξέρει που θα ‘μουν τώρα αν δεν ήσαστε εσείς ευγενικέ κύριε…»

«Ντικ»

«Ευγενικέ κύριε Ντικ!», τα μάγουλά της είχαν πάρει ένα ροδαλό κόκκινο χρώμα.

«Κερδίσατε την ευγνωμοσύνη μιας δεσποσύνης κύριε Ντικ. Πίσω στο σπίτι μου σας περιμένουν μεγάλες τιμές! Αν μόνο μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να τους ειδοποιήσουμε…»

Ο Ντικ συννέφιασε ξαφνικά.

«Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν δεσποινίς. Λυπάμαι»

Χαμήλωσε το κεφάλι, και για πρώτη φορά μετά από αμέτρητο καιρό ένας κόμπος ανέβηκε στο στομάχι του και δάκρυα ετοιμάστηκαν να στάξουν απ’ τα μάτια του.

«Δυστυχώς, δε νομίζω πως σας χάρισα μια ευτυχέστερη μοίρα. Είμαι παγιδευμένος εδώ μέσα. Και τώρα, είστε κι εσείς».

Η όμορφη μπαλαρίνα τον κοιτούσε με απορία με τα μεγάλα γυάλινα μάτια της. Ο Ντικ δεν μπορούσε να την χορτάσει. Ήταν τόσο απίστευτα όμορφη, τόσο τέλεια λαξευμένη, τόσο υπέροχα αθώα.

«Και είναι άσχημο αυτό;» ρώτησε η μπαλαρίνα σφίγγοντας λίγο τα χείλη της.

«Μα δεν σας είπα μόλις; Πλέον είστε παγιδευμένη εδώ, μαζί μου. Δεν σας φαίνεται κάπως δυσσάρεστο αυτό;»

Η μπαλαρίνα του χαμογέλασε. Το πρώτο της χαμόγελο σ’ εκείνον. Το πρώτο της χαμόγελο και χρώματα άρχισαν ξανά να ξεπηδούν και να βάφουν τα λίγα τετραγωνικά του κόσμου του. Χρώματα και σχήματα αγαλλίαζαν την ψυχή του. Τούτη η ψεύτικη κοπέλα ήταν ευλογημένη! Βάλσαμο ήρθε κι έλουσε την ανοιχτή πληγή του. Μέθυσε! Μέθυσε με ζωή.

Από ‘κείνη την στιγμή κι έπειτα έπαψε να προσπαθεί να υπολογίσει τις μέρες. Έπαψε να μετρά τα πλακάκια. Έπαψε να κοιτάζει έξω. Έπαψε να είναι φυλακισμένος. Με τις ώρες έμενε με το κεφάλι κάτω απ’ το νερό κι ευχαριστούσε τον πλάστη του που τους έφτιαξε και τους δυο ψεύτικους και δεν χρειάζονταν αέρα. Κουβέντιαζαν για τα πάντα. Για τις ζωές τους και τα γούστα τους και για ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, για ό,τι συζητά ένα ερωτευμένο ζευγάρι που δεν χορταίνει ο ένας τον άλλο.

Υπήρχε βέβαια ένα βασικό πρόβλημα. Ότι ήταν πάντα μακριά. Ο ένας στην επιφάνεια κι ο άλλος στον πάτο. Ο Ντικ το Κίτρινο Παπί δεν μπορούσε να κάνει μεγάλη βουτιά, σε βάθος, καθώς το εσωτερικό του ήταν αέρας κοπανιστός και τέλος πάντων, όπως καταλαβαίνετε, ήταν φύση αδύνατο. Η μπαλαρίνα, φτιαγμένη από το πιο φίνο κρύσταλλο της Ενυδρίας ήταν πολύ βαριά για να κολυμπήσει στην επιφάνεια.

Ο Ντικ είχε σκαρφιστεί ένα σωρό ιδέες για να μπορέσουν να βρεθούν αγκαλιά, μα τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα. Το μόνο που είχε καταφέρει μέχρι τώρα ήταν να βουτήξει με όλη του την δύναμη και να την φτάσει για ελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρι να εκτιναχτεί ξανά με φόρα στην επιφάνεια. Είχε προλάβει να της δώσει όμως ένα πεταχτό φιλί κι ήταν η μόνη στιγμή που ένιωσε πως άξιζε να υπάρχει. Τα χείλη του τραβιόταν σε ένα διαρκές χαμόγελο.

Μια μέρα όμως ή μια νύχτα, τέλος πάντων, μια στιγμή που το λυκόφως τρύπωνε ελάχιστα στο μπάνιο, και η καλή του κοιμόταν ήσυχη στον πάτο, του Ντικ του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; Ήταν απλό. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν για να ανταμώσουν ήταν να τραβήξουν την τάπα της μπανιέρας! Έτσι, το νερό θα έφευγε, κι όταν σταγόνα τη σταγόνα θα άρχιζε να ξαναγεμίζει, θα ανέβαινε εκείνη στην πλάτη του και θα επέπλεαν παρέα! Ήταν ιδιοφυές.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς καν να ξυπνήσει τη καλή του, ο Ντικ κίνησε απαλά προς την ασημένια αλυσιδίτσα της τάπας που έφτανε μέχρι την επιφάνεια και ήταν καλά στερεωμένη από ένα μεταλλικό στρόγγυλο κουμπί. Είχε πιάσει πράσινη γλίτσα απ’ το νερό, μα τώρα ο Ντικ δεν υπολόγιζε τίποτα. Άνοιξε το ράμφος του και τη γράπωσε όσο καλύτερα γινόταν. Γλιστρούσε λίγο, αλλά κανείς δεν τον σταματούσε πια. Τράβηξε με όση δύναμη είχε. Στο μυαλό του σχημάτιζε την εικόνα της μπαλαρίνας του, πόσο ευτυχισμένη θα ‘ταν σαν ξυπνούσε και τον έβλεπε δίπλα της και την είχε στην αγκαλιά του.

Με ένα άχαρο «γκλουπ» και μετά από απροσδόκητα μικρή προσπάθεια, η μαύρη τάπα σηκώθηκε και τινάχτηκε στον αέρα για να κρεμαστεί από την έξω πλευρά της μπανιέρας. Η μπαλαρίνα άνοιξε τα μάτια απότομα κι είδε τον καλό της να ψευτοπετάει από χαρά. Του χαμογέλασε διάπλατα κι άπλωσε τα χέρια σε μια φανταστική αγκαλιά. Ο Ντικ πλατσούριζε και τις έδειχνε την τάπα, μα εκείνη δεν καταλάβαινε τι είχε σκαρφιστεί ο αγαπημένος της τούτη την φορά. Μα έμοιαζε ευτυχής, κι αυτό της αρκούσε, κι ήταν κι εκείνη χαρούμενη, κι άλλωστε ήταν ερωτευμένη!

Μέχρι που ένιωσε κάτι να τη ρουφά. Δεν έδωσε σημασία, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Κι όλως περιέργως φαινόταν να έρχεται όλο και πιο κοντά, να πλησιάζει, και μάλιστα γοργά. Αναρωτήθηκε τι συνέβαινε κι έστρεψε το βλέμμα χαμηλά. Κάτι την ρουφούσε, μια τρύπα, μια μαύρη τρύπα ρουφούσε τα νερά. Μα ήταν μεγάλη, σαν τεράστιο στόμα, σαν ένα πηγάδι, και τη ρουφούσε κι εκείνη και μάλιστα δυνατά. Σήκωσε τρομοκρατημένη τα μάτια στον Ντικ, μα στο βλέμμα του είδε την απόγνωση. Είχε καταλάβει κι εκείνος το μοιραίο, το αποτρόπαιο του λάθος.

Τα δάκρυά του κυλούσαν στο νερό καθώς την κοίταζε ανήμπορος από την επιφάνεια. Τι υπάρχει πιο τραγικό; Καταδίκασε ο ίδιος, αυτός, την καλή του σε βέβαιο αφανισμό. Βούτηξε πέντε κι έξι κι εφτά φορές, μήπως την πιάσει, μα του κάκου. Η μπαλαρίνα του έκλαιγε και τσίριζε και ούρλιαζε γοερά και του ούρλιαζε πόσο πολύ τον αγαπά.

Η καρδιά του ράγισε καθώς τα αθώα μάτια της κατασπαράσσονταν από την αβυσσαλαία τρύπα, μαζί με τα νερά. Τότε μόνο έφτασε κι αυτός στον πάτο, καταριώντας την φύση του που τον όρισε πλαστικό παπί, καταριώντας το Όλον που του πήρε την ζωή, καταριώντας τη κίσσα που του χάρισε ελπίδα και την μπαλαρίνα που τον αγάπησε περίσσια.

Σφήνωσε το πλαστικό του κεφάλι μέσα στην τρύπα και φώναξε το όνομα της με φωνή πνιχτή. Καμιά απόκριση. Το μόνο που την ησυχία έσπαγε ήταν τα αναφιλητά και η σταγόνα της βρύσης που έσταζε ξανά. Ο Ντικ τρελάθηκε από τη μοναξιά, από την αδικία, απ’ την κακοτυχιά, από τις τύψεις κι από έρωτα και, επίτηδες φυσικά, μη ξέροντας πώς να ζήσει άλλο πια, σφηνώθηκε στην αποχέτευση και δεν έπαψε να σταματά, να χώνεται ολοένα και πιο βαθιά, μήπως το ταίρι του συναντήσει ξανά.

Link to comment
Share on other sites

Καλό, αλλά βρε παιδάκι μου γιατί τόση κακία;

 

Οκ, καταλαβαίνω τι ήθελες να κάνεις και το κατάφερες. Καλή ιστορία χωρίς να είναι κάτι το συνταρακτικό, αλλά πρέπει να έβγαλες πολύ μαυρίλα από μέσα σου γράφοντας την.

 

(Έχεις δει το Misery; Θα σε κλείσω σε ένα δωμάτιο μέχρι να γράψεις τη συνέχεια που ο Ντικ θα βρει και θα σώσει την μπαλαρίνα, ακούς εκεί να κάνεις τέτοιο πράγμα στο παπί. Άκαρδη!)

 

P.S.: Πως τη λένε την μπαλαρίνα;

Link to comment
Share on other sites

Το σκεπτικό μου ήταν σ' αυτή την συλλογή από ιστορίες της Ενυδρίας, να υπάρχει ανάμεσα σε άλλες μια ιστορία πολύ τρομαχτική, μια πολύ αστεία (μάλλον για μαύρο το βλέπω το χιούμορ), μια μελό αισθηματική και ούτω καθ' εξής. Έτσι λοιπόν προέκυψε το παπί, σα μια αρκετά μελό αισθηματική ιστοριούλα, χωρίς να είναι σίγουρη αν τελικά όλο αυτό λειτούργσε όπως το είχα στο μυαλό μου. Όλα τα πλάσματα των ιστοριών που έχω μέχρι τώρα ανεβάσει, ο Ντικ, ο κύριος Καριντού, η Μίνι κι κύριος Ταφ, εμφανίζονται ξανά σε επόμενες ιστορίες είτε σαν background, είτε σαν κεντρικοί χαρακτήρες. Οπότε, μιας και είμαι και αισιόδοξος άνθρωπος -ναι, ισχύει αυτό- ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί ο κακόμοιρος ο Ντικ να έχει happy end!

Α, ναι, όσο για τη μπαλαρίνα, ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό ότι έχει κι όνομα... :oops:

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Απαιτώ συνέχεια! Δεν τα αφήνουνε κάτι τέτοια έτσι να κρέμονται και να μας πνήγουν.

Link to comment
Share on other sites

Και το τελευταίο που διάβασα από τον κόσμο σου.

 

Ελπίζω να έχω ξεχάσει κάποιο γιατί στενοχωρήθηκα που μου τελειώσανε, οπότε να μπορείς να μου το υποδείξεις και να έχω να διαβάσω κι άλλο.

 

Το βρήκα πιο αδύναμο από τα άλλα από άποψη φαντασίας, στηριγμένο στο αρχέτυπο της ερωτεύσιμης μπαλαρίνας ως είχε. Όμως ο μύθος του είναι κι εδώ εξαιρετικά δυνατός, η ιστορία ίσως πληρέστερη από τις υπόλοιπες και σα σύνολο πολύ όμορφο κι αυτό όπως και τα υπόλοιπα.

 

Μπράβο δεσποινίς, ξανά. Θα σου πω πολλά ακόμα υποθέτω εν καιρό :) Σε ευχαριστώ για τον υπέροχο χρόνο της ανάγνωσής τους.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφο, ΜΠΡΑΒΟ!

 

Μου άρεσε πολύ η ιδέα να δώσεις ψυχή σε ένα πλαστικό παπί μπάνιου και μέσα σε τόσο λίγες λέξεις κατάφερες να με συγκινήσεις.

Πάω να τσεκάρω τα παπάκια που έχω για τα παιδιά :-)

 

Ευχαριστώ,

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλια και για τον χρόνο σας! :rolleyes: Nienor, δεν έχω ανεβασμένες άλλες ιστορίες από την Ενυδρία, πέρα από κάποια υποτυπώδη ποιήματα που βρίσκονται στο μπλογκ μου. Τώρα τελειώνω-προσπαθώ δηλαδή- κάποιες από τις ιδέες που μου ήρθαν πριν καιρό και δε νομίζω να μπορέσω να αντισταθώ, όλο και κάποια θα ανεβάσω! Ξανά, ευχαριστώ για τα σχόλια, είναι πολύ ενθαρρυντικά ^_^

Link to comment
Share on other sites

Συμφωνώ με τον Nova. Είσαι άκαρδη! :(

Πέρα από πλάκα τώρα, γιατί τόση σκληρότητα; Καθόλου δεν το λυπήθηκες το παπάκι και την μπαλαρίνα; Τα καημένα! Πραγματικά, δεν βρίσκω νόημα σε τέτοιες ιστορίες (όπως Το Μολυβένιο Στρατιωτάκι, που έλκαιγα με μαύρο δάκρυ μικρή, δεν μπορούσα να το ξεπεράσω). Δεν μου άρεσε καθόλου, το βρήκα απλά άρρωστο.

 

Τώρα, από άποψη γραφής. Καλό ήταν, αλλά κάπως απλοϊκό. Τα άλλα της σειράς είναι πολύ καλύτερα. Αυτό ήταν στεγνό, σα να προσπάθησες να γράψεις κάτι ενώ δεν είχες καμμιά όρεξη. Διήγημα αγγαρεία δηλαδή.

 

Και μια παρατήρηση:

Η κίσσα ανοιγόκλεισε τα μάτια. Δεν έδειχνε σημάδια νοημοσύνης

Οι κίσσες είναι πανέξυπνες.

Link to comment
Share on other sites

Συμφωνώ ότι ήταν απλοϊκό και λιγότερο σύνθετο από πλευράς εικόνων από τα υπόλοιπα, αλλά σίγουρα δεν ήταν αγγαρεία. Ήθελα απλώς να γράψω μια ιστορία για έναν έρωτα που δυστυχώς, λόγω ανωτέρας βίας δεν είχε happy end. Σκέφτηκα, πως αντί να το γεμίσω με "φορτωμένες εικόνες", που θα μπορούσα λόγω του θέματος, όπως γίνεται συνήθως με τέτοιες ιστορίες, το να το γυρίσω σε κάτι εξαιρετικά απλό, θα του έδινε μια ανάσα. 'Τώρα, αν δεν τα κατάφερα, αυτό είναι άλλο θέμα.

Όσο για την σκληρότητα της ιστορίας, ο κόσμος στον οποίο εξελίσσεται, η Ενυδρία, είναι μια dystopia, ένας τόπος όπου βασιλεύει η πίκρα, οπότε προς το παρόν το happy end είναι λίγο εκτός σχεδίων. Βέβαια, το θέμα είναι, ότι βρίσκομαι στο στάδιο που παρουσιάζω πώς τα πλάσματα του κόσμου αυτού σιγά σιγά έφτασαν στα μαύρα τους τα χάλια. Στο μυαλό μου, και καθώς η ιδέα θα προχωράει, υπάρχει λύτρωση, αλλά από την στιγμή που στο φόρουμ σας παρουσιάζω τις ιστορίες μία-μία, δεκτό το συναίσθημα. Έτσι κι αλλιώς, κι εγώ σιχαίνομαι το Μολυβένιο Στρατιωτάκι και δεν τολμώ να το ξαναδιαβάσω γιατί με κάνει να αισθάνομαι το πλέον κλισέ Life is a bitch, and then you die...

Link to comment
Share on other sites

υμφωνώ ότι ήταν απλοϊκό και λιγότερο σύνθετο από πλευράς εικόνων από τα υπόλοιπα,

Όχι, αναφέρομαι στη γλώσσα του, στην έκφρασή σου μέσα από αυτό. Βρήκα τη γλώσσα κάπως στεγνή. Από άποψη εικόνων μια χαρά είναι. Έχει ακριβώς όσες χρειάζονται. ;)

Link to comment
Share on other sites

Κι εμένα μού θύμισε Άντερσεν σε σύλληψη, κι εγώ βρήκα το ύφος ξηρό και προσγειωμένο (ειδικά σε σχέση με τις άλλες ενυδριακές ιστορίες).

 

Μόνο που τον Άντερσεν δεν τον χώνεψα ποτέ, γιατί η εμμονή του στον πόνο είναι σαδιστική (κάτι που δεν είδα εδώ) και τον βρίσκω φτωχό στο πλάσιμο όμορφων εικόνων, πριν τις τσαλαπατήσει (κάτι που εδώ το είδα)

 

Και η συντεταγμένη γραφή νομίζω ότι ήταν πολύ έξυπνη επιλογή για το συγκεκριμένο θέμα.

 

Γενικώς, μου άρεσε το διήγημα (άλλο αν δε θέλω να ξαναδιαβάσω κάτι τέτοιο για πολύ καιρό)

 

 

Και, ως συνήθως, μικρές παρατηρήσεις:

Ρέκβιεμ.doc

Link to comment
Share on other sites

Πολυ καλό. Μου άρεσε αρκετά, δέν ήταν βαρετό σε καμία στιγμή, μόνο, που το λυπήθηκα και γώ αυτό το καημένο το παπί. :(

 

Το μόνο πλην, άν μπορώ να πώ, ήταν ότι η ιδέα με την τάπα θα έπρεπε ίσως να δοθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μήν υποφιάζεσαι απο την αρχή την αποτρόπαια εξέλιξη.

 

Συνέχεια δέν έχει;

 

Happy End, σε μιά θάλλασα με ειδυλλιακές σκηνές ίσως; :whistling: :rolleyes:

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις. Τα λαμβάνω όλα υπόψην μου και με βοηθάνε πάρα πολύ και για μελλοντικά εγχειρήματα! Κάνω και μια επικόλληση με το κείμενο διορθωμένο σύμφωνα με τις επισημάνσεις του Electroscribe, τον οποίο και ευχαριστώ πολύ που μπαίνει σε τέτοιο κόπο.

Χεμ χεμ, ναι όντως, για τα πλακάκια μάλλον στο μυαλό μου είχα πισίνα όταν τα υπολόγιζα!:huh: Διορθώθηκε, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα έπρεπε να γράψω τόσο μεγάλο αριθμό ολογράφως. Κι όσο για τις ειδυλλιακές σκηνές, κάτσε να πέσει πρώτα η Πίκρα από τον Θρόνο, και βλέπουμε!:king:

Ρέκβιεμ διορθώσεις.doc

Link to comment
Share on other sites

Ο βαθύς υπερρεαλιστικός Ρομαντισμός αυτού του διηγήματος μου άρεσε και πράγμα σπάνιο για ιστορίες τέτοιου είδους,

κατάφερε να ξεπεράσει τις συμπληγάδες πέτρες της γλυκερής "κοριτσίστικης" μυθιστοριογραφίας.

Δεν βρήκα τη γλώσσα "στεγνή", αλλά μπορεί να φταίει που δεν αρέσκομαι σε λεκτικές περικοκλάδες.

 

Μου άρεσε πραγματικά.

Edited by Martin_D.
Link to comment
Share on other sites

Δεν βρήκα τη γλώσσα "στεγνή", αλλά μπορεί να φταίει που δεν αρέσκομαι σε λεκτικές περικοκλάδες.

 

 

Σιχαίνομαι τις λεκτικές περικοκλάδες, αλλά φυσικά δεν είσαι υποχρεωμένος να το ξέρεις αυτό για 'μένα. Αν διαβάσεις όλα τα υπέροχα παραμύθια της σειράς Ενυδρία που έχει γράψει η Manstredin, θα καταλάβεις γιατί μίλησα για στεγνή γραφή για αυτό εδώ.

 

Συγγνώμη για το spam, Manstredin, αλλά ήθελα να πω στον Martin, ότι αν ήθελα να σχολιάζω posts μπορούσα να πω πολλά, για παράδειγμα αυτό το "βαθύς υπερρεαλιστικός Ρομαντισμός'... Εχμ...

Αλλά εδώ σχολιάζουμε διηγήματα.

Δε νιώθω υποχρεωμένη να απολογούμαι σε κάθε μέλος για έναν σχολιασμό, τη στιγμή που δε θίχτηκε ούτε η συγγραφέας. Και δεν είσαι ο πρώτος που τα λέω αυτά.

 

Ευχαριστώ και ξανά ζητώ συγγνώμη. Θα παρακαλούσα να μη σβηστεί αυτό το ποστ, το θεωρώ σημαντικό. Αν συνεχίσουμε την κουβέντα, μπορούμε να το κάνουμε ιδιωτικά, η στην ενότητα 'συγγραφή'.

 

 

EDIT: Κανένα πρόβλημα, Martin.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Έχεις δίκιο που φωνάζεις Cassandra. Μου βγήκε της αντιπαράθεσης και δεν ήταν στις επιδιώξεις μου.

Δεν ήθελα να κρίνω το σχόλιο σου, ουτε τις προτιμήσεις σου, που φυσικά δεν τις ξέρω.

Λυπάμαι πραγματικά που σε έβαλα σε δυσκολη θέση.

 

τώρα, όσο αφορά στον όρο "υπερρεαλιστικό" (surreal) τον χρησιμοποιώ όταν κάτι μου φαίνεται

"υπερρεαλιστικό" (surreal)... και δεν ξερω τι άλλο να πω για πλαστικά παπιά του μπάνιου που

ερωτεύονται κρυσταλλένιες μπαλαρίνες.

Τον όρο Ρομαντικό τον χρησιμοποιώ όταν κάτι μου μοιάζει ρομαντικό... και το βαθύς όταν κάτι

είναι μη επιφανειακό και επίχριστο εκτός κι αν μιλάω για τον ωκεανό... αλλα φαίνεται πως κάτι κάνω

λάθος, έτσι;

 

Προσωπικά θα μου άρεσε περισσότερο ένα σχόλιο σαν αυτό που έκανες εσύ αντί αυτού που εγραψα

εγώ, θεωρω το δικό σου πιο εποικοδομητικό. Απλά έτυχε η συγκεκριμένη ιστορία να μου "κάνει" κάτι

και το είπα. Ίσως με λάθος προσέγγιση, αλλά το είπα.

 

sorry for the trouble.

Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Έχω διαβάσει σχεδόν όλες τις ιστορίες της Ενυδρίας κι η καθεμιά έχει τη δική της γλύκα (ή πίκρα, αλλά κάποιες φορές είναι καλό που είναι παντρεμένες οι δυο τους), αλλά το παπί είναι από τις αγαπημένες μου. Δεν έχω πολλά να πω που θα μπορούσαν να το καλυτερέψουν, ίσως επειδή σαν ιστορία έχει τη δική του δυναμική και τη δική του πορεία. Διέκρινα μια παράξενα αποστασιοποιημένη γλώσσα στην περιγραφή (ίσως αυτό πουβλέπει η Κασσάνδρα ως στεγνό), αλλά δεν με πολυ ενόχλησε να πω την αμαρτία μου, πιο πολύ πιστεύω ότι αυτή η αποστασιοποίηση βοηθάει να "σηκώσουμε" το βαρύ της κατάληξης...

 

This is #2 of the February Challenge.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..