*Aria* Posted August 31, 2009 Share Posted August 31, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: *Aria* Είδος: Dark Fantasy - Μάλλον εκεί κατατάσσεται. Τώρα θα δείξει η πορεία. Βία; : Όχι Σεξ; : Όχι Αριθμός Λέξεων: 3.434 Αυτοτελής; : Όχι. Κεφάλαιο 1 Σχόλια: Μέχρι στιγμής, έχω γράψει 13 κεφάλαια, όμως λόγω μεγάλης τους έκτασης, θα τα ανεβάζω σιγά - σιγά. Δεν έχει τελειώσει η ιστορία και ούτε ξέρω πώς θα τελειώσει και πότε ακόμα. Θα πρέπει να κάνω καινούργια topic για τα κεφάλαια ή συνεχίζω να ποστάρω εδώ; Η ιστορία αυτή, ξεκίνησε ως απλό διήγημα, όμως η ηρωίδα είχε πολλά περισσότερα να μου πει τελικά. Καλή ανάγνωση! *Η ΑΡΧΗ* Εδώ και τέσσερις μήνες την βασάνιζε ο ίδιος εφιάλτης. Κι απόψε, ήταν πιο δυνατός και πιο ζωντανός από ποτέ. Απόψε, ο άνδρας στον ύπνο της την κάλεσε. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει παλαιότερα και μόνο ο ήχος της φωνής του έφτανε για να την μαγέψει, σαν τη πεταλούδα το φως. Ξύπνησε τρομαγμένη γι’ άλλη μια φορά, από το στοιχειωμένο όνειρό της. Τι ώρα είναι; Θυμάται να ξάπλωσε με τα ρούχα γύρω στις 19.00 ίσα – ίσα για να χαλαρώσει. Κοίταξε αριστερά το ηλεκτρονικό ρολόι επάνω στο κομοδίνο. Τα κόκκινα νούμερα αναβόσβηναν ρυθμικά, δείχνοντας 23:10. Γύρισε το βλέμμα της στο ταβάνι και αναστέναξε αργά για να επανέλθει η καρδιά της στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να βρει την δύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κάθε φορά που έβλεπε τον ίδιο εφιάλτη –με ελάχιστες παραλλαγές– ένοιωθε να έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος ενέργειας από μέσα της. Οι μέρες της άδειας που είχε ζητήσει για να ξεκουραστεί, από το βιβλιοπωλείο στο οποίο δούλευε, σχεδόν τελείωναν. Ό, τι και να έκανε η Ελίζα όλη την εβδομάδα που πέρασε για να ηρεμεί ψυχολογικά, μήπως έπαυε ο εφιάλτης να την επισκέπτεται, δεν είχε αποτέλεσμα. Είχε απελπιστεί. Το μονοπάτι που έβλεπε ότι διέσχιζε στο όνειρό της μέσα στο δάσος, το οποίο οδηγούσε στο ξέφωτο με τον σιδηρόφρακτο γκρεμό μπροστά του, υπήρχε πράγματι. Βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της κι όταν ήταν μικρή και μετέπειτα στην εφηβεία της, πήγαινε συχνά εκεί για να χαλαρώνει. Αργότερα, όταν μετακόμισε πριν λίγα χρόνια από το πατρικό της, μερικά σπίτια πιο πέρα για να μείνει μόνη της δεν έβρισκε χρόνο να το επισκεφτεί με τις υποχρεώσεις που είχε πλέον ως ανεξάρτητο άτομο. Ίσως το υποσυνείδητό της, προσπαθούσε να της πει ότι έπρεπε πάει ξανά εκεί, με τη φωνή του μυστηριώδη, σκοτεινού άνδρα. Απότομα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Ναι. Αυτό ήταν. Θα πήγαινε εκεί. Τώρα. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να απαλλαγεί από αυτό το όνειρο αν δεν το αντιμετώπιζε κατάμουτρα. Δεν είχε περιθώρια αναβολής της επίσκεψής της στο ξέφωτο αν ήθελε να ξαναβρεί την χαμένη της ψυχική γαλήνη. Το σκοτάδι ήταν βαθύ και σίγουρα η Ελίζα δεν φημιζόταν για την τόλμη της. Η λογική προσπάθησε να την επαναφέρει σε τάξη λέγοντάς της να κάτσει εκεί που ήταν και της υπενθύμισε τους κινδύνους που εγκυμονούσαν για μια κοπέλα που τριγυρνάει μόνη της στο σκοτάδι. Και ειδικότερα μέσα στο δάσος. Από κάποιο ζώο που θα την έκανε γεύμα μέχρι και φυσικά έναν άνθρωπο με διάφορα ψυχολογικά προβλήματα, ο οποίος θα εκμεταλλευόταν στο έπακρο την ευκαιρία με ένα τόσο εύκολο θύμα. Πήγαινε στη φωλιά του λύκου. Ηθελημένα. Πόσο ανόητη μπορεί να ήταν κάνοντας κάτι τέτοιο; Όμως, το συναισθηματικό κομμάτι της επαναστάτησε έντονα, δίνοντας μια οξύτατη διαμάχη με την λογική κι απ’ ότι φαινόταν δεν θα συμφωνούσαν ποτέ. Η ακατανίκητη επιθυμία της να βρεθεί στο ξέφωτο άμεσα, επισκίασε όλες τις άλλες σκέψεις της περί ασφάλειας της σωματικής της ακεραιότητας. Θα το έκανε, όσο παράλογο και να ήταν. Τίποτα δεν φαινόταν λογικό πλέον. Σηκώθηκε ανυπόμονα από το κρεβάτι, τρέμοντας από την ξαφνική έκρηξη ενέργειας που πλημμύρισε το κορμί της. Λεπτό με λεπτό, η λογική έπαυε να υπάρχει μπροστά στην ακαταμάχητη έλξη του ξέφωτου. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Άρπαξε τα κλειδιά κι έφυγε τρέχοντας από το σπίτι, παίρνοντας τον δρόμο προς τα εκεί. Έπειτα από λίγα λεπτά διέκρινε τον αρχαίο πλάτανο που έσκυβε προστατευτικά στην αρχή του μονοπατιού. Σταμάτησε να τρέχει κι ακούμπησε το σώμα της επάνω στον τεράστιο κορμό ώσπου να ξελαχανιάσει. Μα τι στο καλό πήγαινε να κάνει; Δεν μπορούσε να περιμένει να έρθει αύριο, με τον ήλιο να φωτίζει το μέρος για να βλέπει κιόλας; Όχι. Όχι με ήλιο. Θα το ζούσε ξανά έτσι όπως το έβλεπε, μέσα στην νύχτα. Το μονοπάτι, της έστειλε άλλη μια δόση έντονης έλξης, κάνοντάς την να ξεχάσει αυτά που της ψιθύριζε μόλις πριν ένα δευτερόλεπτο η λογική της. Προχώρησε διστακτικά στην αρχή και μετά πιο γρήγορα διασχίζοντας το χωμάτινο μονοπάτι, χωρίς να έχει ξελαχανιάσει εντελώς, έχοντας όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή. Τα πυκνά δέντρα υψώνονταν απειλητικά επάνω από το κεφάλι της. Ευτυχώς απόψε είχε πανσέληνο και μερικές φορές περνούσε το απαλό φως μέσα από τα πυκνά φυλλώματα, επιτρέποντας της να βλέπει που πατούσε. Καθώς προχωρούσε, θυμήθηκε που στο όνειρό της λίγο πιο πέρα από την πεσμένη χοντρή ρίζα στη μέση του μονοπατιού, έσπαγε ένα κλαδί κι έπεφτε δεξιά της κάνοντας απίστευτο κρότο, διαλύοντας την ηρεμία που επικρατούσε στο δάσος. Αυτό την έκανε να χαλαρώσει για λίγο τον ρυθμό της και προχώρησε επιφυλακτικά περνώντας την μεγάλη ρίζα. Όχι ότι πίστευε πως θα γινόταν, απλά για κάθε ενδεχόμενο. Ένα όνειρο ήταν, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο και στην πραγματικ... Πρωτού προλάβει να αποτελειώσει την σκέψη της το κλαδί έσπασε τρομάζοντάς τη χειρότερα από ότι στο όνειρο, όταν έσκασε δίπλα της με πάταγο. Χοροπήδησε βγάζοντας μια πνιχτή κραυγή προσπαθώντας να το αποφύγει. Η καρδιά της πήγε να φύγει από το στήθος της. Αν δεν πάθαινε ανακοπή απόψε, δεν θα την πάθαινε ποτέ. Περίφημα. Αν το όνειρο θέλει να μου πει ότι εν μια νυκτί έγινα μέντιουμ και χαραμίζομαι στο βιβλιοπωλείο, τι να πω. Το μέλλον μου προδιαγράφεται λαμπρό. Υπέροχα. Τέλεια. Φανταστικά. Θα λέω και τον καφέ, θα κάνω και υπνώσεις, θα πιάνω αντικείμενα και θα λέω το παρελθόν και το μέλλον… Μια χαρά μου ακούγεται. Λοιπόν. Αυτό που μόλις έγινε. Ήταν μια απλή. Άπλούστατη. Σύμπτωση. Όπως όταν σκέφτεσαι κάποιον κι αυτός σου τηλεφωνεί έπειτα από λίγο. Συνέχισε να προχωρά μην έχοντας καταφέρει να ηρεμήσει όσο ήθελε. Άκουσε κάτι που έμοιαζε με φωνή κουκουβάγιας και ύστερα ένα πέταγμα. Ενστικτωδώς γύρισε το κεφάλι της για να αντικρύσει την πηγή του ήχου, αλλά μάταια. Ό, τι δημιούργησε τον ήχο, είχε χαθεί στο σκοτάδι. Συνειδητοποίησε ότι τα βήματά της ακούγονταν πολύ έντονα επάνω στα ξερά φύλλα. Ίσως επειδή είχε σχεδόν απόλυτη ησυχία, με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων αδιόρατων ήχων, πιθανόν από ζωάκια της νύχτας που έψαχναν να βρουν τροφή. Ένα απαλό αεράκι χάιδεψε το πρόσωπο και τα μακριά, μαύρα της μαλλιά γαληνεύοντάς την λίγο. Και τότε το ξέφωτο εμφανίστηκε μπροστά της. Της φάνηκε ότι τα δέντρα έκαναν μια φυσική πύλη δεξιά και αριστερά στην είσοδο, έτσι όπως έγερναν το ένα προς το άλλο. Ένα βήμα προτού μπει μέσα αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν έβλεπε εκείνον… Όμως ήταν πολύ αργά πια για να το σκεφτεί αυτό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε μέσα στο ξέφωτο κοιτάζοντας γρήγορα γύρω της. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν ήταν κανένας. Μόνο εκείνη και οι ήχοι της νύχτας. Ένα αυθόρμητο γέλιο πήγασε από μέσα της, γέλιο ανακούφισης και αμηχανίας. Έξυσε το κεφάλι της κι αναστέναξε προχωρώντας χαλαρά προς τον σιδερένιο φράχτη, ο οποίος προστάτευε από μια πιθανή πτώση στον γκρεμό. Δεν είχε αλλάξει καθόλου το μέρος. Ούτε στο ελάχιστο. Κάτω και πέρα στον ορίζοντα, το πανέμορφο κι απέραντο λιβάδι έδειχνε πολύ μαγικό λουσμένο απ’ το χλωμό φως της πανσελήνου. Γραπώθηκε από τα σύρματα κι έμεινε να το κοιτάζει για μερικά λεπτά. Θυμήθηκε πόσο πολύ την ηρεμούσε αυτή η θέα και μάλωσε τον εαυτό της που το είχε εγκαταλείψει για τόσο καιρό. Ίσως αυτό χρειαζόταν πραγματικά για να βρει την ηρεμία της. Όταν χόρτασε την πανέμορφη θέα, έκανε μερικά βήματα πίσω, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το λιβάδι. Σταμάτησε και γύρισε λίγο δεξιά για να κοιτάξει με θαυμασμό το γεμάτο φεγγάρι από πάνω της. Έκλεισε τα μάτια της στη θέα του φεγγαριού κι άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να απολαύσει το αεράκι που τώρα ήταν λίγο πιο έντονο. Το ένοιωθε δροσερό επάνω στο δέρμα της και παιχνιδιάρικο με τα μαλλιά της. Έπειτα από κάποια απροσδιόριστη στιγμή, άρχισε να νοιώθει ότι το αεράκι γινόταν όλο και πιο στέρεο στο πρόσωπο και στα μάγουλά της. Δεν άργησε αυτή η αίσθηση της στερεοποίησης να γίνεται όλο και πιο έντονη, δίνοντάς της την εντύπωση ότι ο αέρας είχε μεταμορφωθεί σε δυο αντρικά δροσερά χέρια που της κρατούσαν απαλά το πρόσωπο. Μμμμ… τι ανακουφιστική αίσθηση… Χαμογέλασε γαλήνια, μη θέλοντας να δώσει τέλος σ’ αυτήν την τόσο όμορφη παραίσθηση ανοίγοντας τα μάτια της. Η ώρα περνούσε και η αίσθηση αυτή δεν διαλύθηκε. Αντιθέτως της φαίνονταν ότι… ότι οι αέρινοι αντίχειρες χάιδευαν απαλά τα μάγουλά της. Κανονικά, αν ήταν όντως μια παραίσθηση, ένα αποκύημα της φαντασίας της, δεν θα έπρεπε να έχει σταματήσει να υπάρχει κάποια στιγμή; Τα αέρινα χέρια έμοιαζαν κάθε άλλο παρά αέρινα τώρα πια. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της και άρχισε να αμφιταλαντεύεται στο αν το’ χε χάσει τελείως ή στο να στέκεται όντως κάποιος μπροστά της κρατώντας της τρυφερά το πρόσωπο. Μόνο μια ήταν η λύση προφανώς. Να άνοιγε τα μάτια της και να το διαπίστωνε. Κι αν ήταν εκείνος με τις μπλε φωτιές για μάτια; Ανατρίχιασε. Η γαλήνη που ένοιωσε πριν λίγα λεπτά εξαφανίστηκε μονομιάς, αφήνοντας στην θέση της το απόλυτο κενό. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα ξανά και η ανάσα της έγινε ανήσυχη. Λοιπόν. Θα άνοιγε τώρα τα μάτια της και θα αντιμετώπιζε αυτό που θα έβλεπε. Πραγματικό ή μη. Το πώς θα το αντιμετώπιζε είναι μια άλλη υπόθεση, ο αυτοσχεδιασμός ήταν ό, τι καλύτερο εκείνη στιγμή. Μα… τι παλαβά πράγματα σκεφτόταν; Φυσικά και τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ίσχυε. Αυτό που ίσχυε πραγματικά είναι ότι μπροστά της υπήρχε η θέα του χλωμού φεγγαριού. Απλά είχε ηρεμήσει τόσο πολύ που προφανώς την έπαιρνε ο ύπνος όρθια. Μπροστά μου είναι το φεγγάρι, μπροστά μου είναι το φεγγάρι, μπροστά μου είν… Άνοιξε αργά τα βλέφαρά της. Το φεγγάρι εξακολουθούσε να βρίσκεται στη θέση του και το λιβάδι από κάτω. Το αεράκι φύσηξε λίγο πιο δυνατά, φέρνοντας τα μαλλιά της στο πρόσωπό της. Τίποτε το ανησυχητικό. Η αίσθηση των αέρινων χεριών εγκατέλειπε το δέρμα της. Μια έντονη κούραση την αγκάλιασε, κάνοντάς την να θέλει απεγνωσμένα να γυρίσει σπίτι, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο, να τσιμπήσει κάτι και να ξαπλώσει. Τελικά ήταν καλή ιδέα να έρθει, όσο ριψοκίνδυνο κι αν ήταν αυτό τέτοια ώρα. Το αντιμετώπισε και ένοιωσε περήφανη γι’ αυτό. Ευχήθηκε όταν κοιμόταν απόψε, να κάνει γαλήνιο ύπνο. Και χωρίς όνειρα. Έτσι λοιπόν, γύρισε την πλάτη στην θέα του παραμυθένιου, πασπαλισμένου με φεγγαρόσκονη λιβαδιού και κατευθύνθηκε αργά προς τον δρόμο της επιστροφής. Δεν πέρασε ένα λεπτό που βημάτιζε, όταν έπιασε μια κίνηση προς τα δεξιά με την άκρη του ματιού της. Δεν έδωσε σημασία και συνέχισε την πορεία της. Η κίνηση όμως έγινε πιο έντονη, αναγκάζοντάς την να κοιτάξει ευθέως. Μια απροσδιόριστη φιγούρα έβγαινε από την συστάδα των δέντρων. Απομάκρυνε αμέσως το βλέμμα της και βάλθηκε ασυναίσθητα να προχωρά γρηγορότερα. Κάτι φωτεινό τράβηξε την ματιά της για δεύτερη φορά προς τα εκεί. Ήταν οι γαλάζιες φλόγες στην κορυφή μιας ψηλής σκοτεινής παρουσίας. Είναι εκείνος… Δεν είναι δυνατόν… Είμαι έντονα φορτισμένη απόψε και βλέπω φαντάσματα. Ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της για να διώξει αυτό που έβλεπε. Όμως ο εφιάλτης δεν έφυγε, όπως περίμενε η Ελίζα. Στεκόταν ακίνητος και ολοζώντανος μερικά μέτρα μακριά της. Σάστισε. Συνειδητοποίησε ότι είχε κοκαλώσει στη θέση της. Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια της για να τρέξει, όμως μάταια. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει πια τα μάτια της από πάνω του. Ένας αρχέγονος τρόμος διαπέρασε κάθε εκατοστό του κορμιού της, κάνοντας την ανάσα της να βγαίνει ακανόνιστα από τα χείλη της και την καρδιά της να χτυπά τόσο γρήγορα και δυνατά που την άκουγε μέσα στα αυτιά της. Η αέρινη φιγούρα, ξεκίνησε να έρχεται απειλητικά κατά πάνω της χωρίς να πατά στο έδαφος. Η Ελίζα γούρλωσε τα μάτια της απ’ τον τρόμο, νοιώθοντας να σηκώνονται οι τρίχες στο κεφάλι της. Την έλουσε κρύος ιδρώτας και το αίμα σταμάτησε να κυλά στις φλέβες της παγώνοντάς την. Δεν μπορούσε να βγάλει ούτε μια κραυγή, είχε χάσει κάθε έλεγχο του σώματός της. Τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί τόσο, που παραμόρφωναν το όμορφο πρόσωπό της. Οι γαλάζιες φωτιές διακρίνονταν καθαρότερα τώρα. Η σκοτεινή μορφή την πλησίαζε με όλο και αυξανόμενη ταχύτητα κι εκείνη δεν ήταν ικανή να κάνει απολύτως τίποτα παρά μόνο να αποδεχθεί την μοίρα της. Δεν θέλω να πεθάνω. Όχι τώρα. Όχι εδώ. Όχι έτσι. Το μυαλό και η καρδιά της ούρλιαζαν στο κεφάλι της έχοντας σημάνει κόκκινο συναγερμό, όμως το σώμα της δεν υπάκουγε σε καμιά εντολή φυγής. Η έντονη εσωτερική πάλη την έκανε να κατερρεύσει. Έπεσε κάτω κι ενστικτωδώς κουλουριάστηκε σε εμβρυική στάση κλείνοντας τα μάτια, σε μια ύστατη προσπάθεια να προστατέψει το σώμα της. Δεν μπορεί να είναι αυτό το τέλος. Μια ψύχρα που διήρκησε ελάχιστα έτρεξε πάνω στο κορμί της, φέρνοντας ένα υπέροχο άρωμα στα ρουθούνια της. Δεν ένοιωσε κανέναν πόνο. Δόξασε τον Θεό γι’ αυτό. Αισθάνθηκε να γίνεται ελαφρύτερη και να αιωρείται πάνω από το έδαφος, εξακολουθώντας να βρίσκεται σε εμβρυική στάση. Το μεθυστικό άρωμα ήταν πολύ δυνατό, διώχνοντας ξαφνικά κάθε της τρόμο. Σαν να βρισκόταν μέσα σε μια προστατευτική γυάλινη σφαίρα, δεν αισθανόταν τον αέρα πια καθώς ήξερε ότι ταξίδευε για κάπου. Είχε ακούσει κάποτε ότι ο θάνατος ήταν απαλός σαν βελούδο. Μπορεί να το επιβεβαιώσει και η ίδια πλέον. Είχε διαβάσει ότι όσοι πέθαιναν, έβλεπαν να αιωρούνταν πάνω από το σώμα τους κι ένα τούνελ που κατέληγε σε λευκό φως. Εκείνη παρ’ όλο που δεν είχε ανοίξει τα μάτια της -το τελευταίο που ήθελε να δει ήταν το άψυχο σώμα της- καταλάβαινε ότι πετούσε / αιωρούνταν μέσα σε κάτι και φαντάστηκε ότι διάβαινε το τούνελ κατευθυνόμενη προς το λευκό φως. Αυτό που δεν είχε διαβάσει πουθενά, ήταν να μυρίζει τόσο μα τόσο όμορφα ο θάνατος. Οι εμπειρίες διαφέρουν. Τελικά δεν ήταν και τόσο άσχημα. Δεν αισθανόταν φόβο, παρά μόνο μια παραλυτική γαλήνη. Μακάρι να αισθανόταν έτσι σε όλη της τη ζωή. Έχασε την αίσθηση του χρόνου, παραδίνοντας τον εαυτό της σ’ αυτήν την μαγική αίσθηση της ηρεμίας χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Κάποτε, τα πόδια και ο γοφός της ακούμπησαν σε σκληρό έδαφος και ο κορμός της ήταν στηριγμένος σε κάτι άλλο ζεστό. Το άρωμα αυτό που την ακολουθούσε τόση ώρα δεν έφυγε δευτερόλεπτο. Τώρα όμως ήταν τόσο δυνατό, που της έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να το αγγίξει. Η αίσθηση της προσγείωσης, την ξύπνησε από τον λήθαργο κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να εξαφανίσει την γαλήνη που είχε φωλιάσει μέσα της. Αυτό ήταν; Έφτασε; Που βρισκόταν; Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξε τα μάτια της πίσω από τα δάχτυλά της. Σκοτάδι. Υπέροχο άρωμα. Θρόισμα φύλλων. Από μακριά ακουγόταν ελάχιστα το κελάρυσμα νερού. Έβγαλε τα χέρια της από το πρόσωπό της, ανακαλύπτοντας ότι κοιτούσε την μαύρη εφαρμοστή μπλούζα στο δυνατό στέρνο ενός άνδρα. Δεξιότερα, είδε το σώμα της πεσμένο πλάγια κι ένα μυώδες χέρι να της κρατά σταθερά την λεπτή μέση της έχοντάς την κοντά στο σώμα του. Ένα άλλο χέρι, ήταν περασμένο κάτω από την πλάτη της, έτσι ώστε το κεφάλι της να στηρίζεται αναπαυτικά στον ώμο του. Μεταξένια, μαύρα μακριά μαλλιά που δεν ήταν τα δικά της, χάιδευαν τους λυγισμένους της αγκώνες. Κι ένα κεφάλι, ήταν στηριγμένο επάνω στο δικό της. Κάποιος ήταν καθισμένος στο έδαφος μαζί της κρατώντας την προστατευτικά μέσα στην αγκαλιά του, κάνοντας το κορμί της ένα με το δικό του. Κι αυτός ο κάποιος ανέδυε αυτό το μαγευτικό άρωμα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με τι έμοιαζε. Λουλούδια; Ίσως. Αλλά από λουλούδια που σίγουρα θα ήταν τα πιο σπάνια που υπήρχαν ποτέ, όπου ανθρώπινη όσφρηση δεν έχει γνωρίσει. Ήταν νύχτα ξανά, όμως το φεγγάρι έριχνε απλόχερα το φως του, επιτρέποντάς της να δει καλύτερα τον χώρο. Τα δέντρα ήταν μερικά μέτρα μακριά από κει που κάθονταν σχηματίζοντας τέλειο κύκλο γύρω τους. Το έδαφος είχε διάσπαρτα λευκά χαμομήλια, κίτρινες μαργαρίτες και χαμηλά πράσινα χόρτα. Σαν μαγικό φίλτρο, το άρωμα είχε σβήσει κάθε ανάμνηση από την τρομαχτική σκοτεινή παρουσία που έκοψε τα πόδια της. Προς το παρόν. Αισθάνθηκε την γαλήνια ανάσα του άνδρα που την κρατούσε προσεκτικά μέσα στα χέρια του. Ποιος να είναι; Μήπως ο φύλακας άγγελός της; Κουνήθηκε απαλά γυρίζοντας προς τα πάνω τα καστανά μάτια της, για να αντικρύσει το πρόσωπο του αγγέλου της. Το κεφάλι εκείνου σηκώθηκε από το δικό της για να την αφήσει να τον κοιτάξει. Αυτό που αντίκρισε την μάγεψε ανεπανόρθωτα. Το πιο όμορφο, το πιο αγγελικό, το πιο υπέροχο αντρικό πρόσωπο που είχε δει ποτέ σε όλη της την θνητή ύπαρξη, σκυμμένο μερικά εκατοστά μακριά από το δικό της, να την κοιτάζει διαπεραστικά με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του ωκεανού, κάτω από πυκνές, μαύρες βλεφαρίδες. Τα μεταξένια, μαύρα, μακριά μαλλιά που πλαισίωναν αυτό το εκπληκτικά τέλειο και λευκό πρόσωπο, χόρευαν εύθυμα στον ρυθμό του απαλού αέρα. Ποτέ δεν περίμενε να αντικρύσει τόση ομορφιά σμιλεμένη σε ένα ανθρώπινο κρανίο, κόβοντας την ανάσα της. Τον κοίταζε θαμπωμένη, ξεχνώντας να βγάλει την ανάσα αυτή έξω απ’ τα πνευμόνια της όσο εκείνος της ανταπέδιδε την ματιά με το γαλάζιο βλέμμα του, έχοντας χαραγμένο ένα γαλήνιο χαμόγελο στο αρμονικό πρόσωπό του. Ξαφνικά ζαλίστηκε και όλα σκοτείνιασαν. Ένοιωσε να παραλύει και αισθάνθηκε να πέφτει ξανά προς τα πίσω. Ένας σταθερός ώμος βρέθηκε πίσω από το κεφάλι της σαν μαξιλάρι κι ένα απαλό χέρι άγγιξε για λίγο το μάγουλό της. Αέρινα χέρια… Θυμήθηκε να αναπνεύσει γρήγορα και άνοιξε ζαλισμένη τα μάτια της. Το χέρι που άγγιξε το μάγουλό της, κινήθηκε αργά προς την πλάτη της, χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά της. Το πρόσωπο του πανέμορφου άντρα, είχε γυρίσει στην αρχική του θέση χωρίς να ακουμπά το κεφάλι της πλέον αλλά το αισθάνθηκε να χαμηλώνει προς το δικό της για να μυρίσει μια χούφτα των μαλλιών της. Ε ναι λοιπόν. Αυτός ήταν ο φύλακας άγγελός της. Και αποφάσισε να τον ρωτήσει άσχετα αν ήξερε την απάντηση: «Είμαι νεκρή;» Σήκωσε το κεφάλι του ξανά από το δικό της και κινήθηκε λίγο αριστερά, χαμηλώνοντας τα μεγάλα και γαλήνια μάτια του σε κείνη. «Όχι», της απάντησε με την πιο βελούδινη φωνή που είχε ακούσει ποτέ της. Την ξάφνιασε η απάντηση κι έσπευσε να το διευκρινίσει αποφεύγοντας τα μάτια του: «Τι εννοείς όχι; Όχι, δεν είμαι νεκρή ή όχι δεν είμαι ακόμα νεκρή; Περνάω κάποιου είδους καθαρτήριο έτσι δεν είναι;» Ένα κρυστάλλινο γέλιο πήγασε από τον φύλακα άγγελο εθίζοντας τα αυτιά της σε αυτόν τον ήχο. «Όχι, δεν είσαι νεκρή», της αποκρίθηκε γελώντας ακόμα. Ξαφνικά, ένα βίαιο κύμα αναμνήσεων κατέκλυσε το μυαλό της Ελίζας όταν άρχισε να θυμάται. Το πώς βρέθηκε εκεί. Τον άντρα με τις γαλάζιες φωτιές για μάτια. Η γαλήνη που ένοιωθε εξανεμίστηκε μονομιάς. Ένα δυνατό κύμα απογοήτευσης και ανησυχίας την πλημμύρισε. Είμαι ζωντανή ακόμα… Πού είναι η σκιά; Ποιος είναι αυτός; Έστρεψε το κεφάλι της απότομα σε κείνον. «Πού είναι εκείνος με τις μπλε φωτιές για μάτια; Και αν δεν είμαι νεκρή εσύ ποιος είσαι;» τον ρώτησε αυτά που σκέφτηκε με λίγο πιο δυνατή φωνή απ’ όσο ήθελε, και άρχισε να κουνιέται απρόθυμα μέσα στην αγκαλιά του για να σηκωθεί όρθια. Ο μελαχρινός άνδρας σηκώθηκε από το έδαφος, βοηθώντας την να πατήσει στα πόδια της κι απομακρύνθηκε λίγο από εκείνη. Της έριχνε ενάμισι κεφάλι περίπου σε ύψος και το σώμα του έδειχνε καλογυμνασμένο. Ήταν μαυροφορεμένος. Δεν ήταν καλό σημάδι το μαύρο. Βασικά, τίποτε δεν έδειχνε να είναι καλό σημάδι πλέον, το μαύρο την πείραζε; «Εγώ ήμουν», της είπε κάνοντας λίγα βήματα μακριά της. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως η απίστευτη ομορφιά αυτού του άνδρα είχε μεταμορφωθεί σε κάτι τόσο τρομαχτικό. «Εγώ σε μετέφερα εδώ». Η καρδιά της σφυροκοπούσε μέσα στο στήθος της και το σώμα της άρχισε να τρέμει. Εκείνος της χαμογέλασε και της είπε με την πιο τέλεια φωνή του: «Επιτέλους ήρθες… Ελίζα… Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω ξανά.. από κοντά». Παύση. Μια παράδοξη πάλη ξεκίνησε μέσα της, ανάμεσα στον φόβο και στην έλξη της προς αυτόν τον άνδρα. Όλα ήταν τέλεια πάνω του, πως ήταν δυνατόν η φωνή του να εξαιρούνταν; Η φωνή του ήταν έτσι ακριβώς όπως την θυμόταν στο όνειρό της… Σαγηνευτική και.. Άλλο ένα σοκ έκπληξης την κατέκλυσε. Όχι. Δεν μπορεί. Δεν είναι δυνατόν. Άλλο το όνειρο και άλλο η πραγματικότητα, όμως είδα τις γαλάζιες φωτιές και... Τι είπε; Ξανά; Με βλέπει ξανά, αυτό είπε; Με παρακολουθούσε; Ωχ… Αναστέναξε. Την έχω βάψει. Ε ναι λοιπόν, η ζωή ήταν πολύ άδικη μαζί της. Έκατσε ακίνητη για λίγη ώρα κοιτάζοντάς τον, αμφιταλαντευόμενη αν θα έλεγε κάτι ή έστω αν θα έκανε κάτι, όπως π.χ. να απομακρυνθεί κι εκείνη. Ζύγιαζε τις πιθανότητες. Ήταν γυμνασμένος, ψηλός και σίγουρα αρκετά δυνατός ώστε να καταφέρει να παλέψει μαζί του ή να του ξεφύγει. Οι αναλογίες τους ήταν σαφώς άνισες για οποιαδήποτε είδους μάχη. Ίσως τελικά να μην ήταν καλή ιδέα να κάνει οτιδήποτε την παρούσα στιγμή. «Εγώ ήμουν… Με βλέπεις… Είναι απίστευτο…», φαινόταν να μιλούσε στον εαυτό του περισσότερο, παρά σε κείνη. Έπρεπε να βρει την ψυχραιμία της και γρήγορα. Ανέπνευσε αργά και σήκωσε σαστισμένα το κεφάλι της για να αντικρύσει πάλι αυτά τα υπέροχα μάτια και το πανέμορφο, αγαλματένιο πρόσωπο. Όχι. Αυτό. Δεν. Μπορεί. Να υπάρχει. Παλεύοντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της που κρέμονταν σε μια λεπτή κλωστή, το μόνο που κατάφερε να πει ξέπνοα είναι: «Πού βρίσκομαι; Πώς ξέρεις το όνομά μου;» Εκείνος, χαμογέλασε αποκαλύπτοντας μια σειρά από κατάλευκα ίσια δόντια. Και δυο κοφτερούς κοπτήρες. Αυτό το είδα ή το φαντάστηκα; Πισωπάτησε στην θέα αυτού που πίστευε πως νόμιζε ότι είδε. Edited August 31, 2009 by *Aria* Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted August 31, 2009 Share Posted August 31, 2009 Φαντασίας ή Τρόμου; Γενικά ενδιαφέρον πρώτο κεφάλαιο, γραφή που αφήνει υποσχέσεις και ιστορία που δεν είναι ακριβώς του στυλ μου, αλλά που θα βρει εύκολα το κοινό της. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν μάλλον θετική, με την ανάπτυξη της ιστορίας να γίνεται ομαλά και κάποιες ενδιαφέρουσες εικόνες να ξεπετάγονται εδώ κι εκεί. Όμως θα μπορούσε να βελτιωθεί και άλλο, αν η γλώσσα δεν ήταν, σε σημεία, τόσο αμήχανη. Υπάρχουν προτάσεις που δεν έχουν τη χάρη που απαιτεί αυτό που προσπαθείς να κάνεις, για παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο δίνεις διάφορες επεξηγήσεις στις πρώτες παραγράφους, πχ Οι μέρες της άδειας που είχε ζητήσει για να ξεκουραστεί, από το βιβλιοπωλείο στο οποίο δούλευε, σχεδόν τελείωναν. Ό, τι και να έκανε η Ελίζα όλη την εβδομάδα που πέρασε για να ηρεμεί ψυχολογικά, μήπως έπαυε ο εφιάλτης να την επισκέπτεται, δεν είχε αποτέλεσμα. Είχε απελπιστεί.,Το μονοπάτι που έβλεπε ότι διέσχιζε στο όνειρό της μέσα στο δάσος, το οποίο οδηγούσε στο ξέφωτο με τον σιδηρόφρακτο γκρεμό μπροστά του, υπήρχε πράγματι. και Αργότερα, όταν μετακόμισε πριν λίγα χρόνια από το πατρικό της, μερικά σπίτια πιο πέρα για να μείνει μόνη της δεν έβρισκε χρόνο να το επισκεφτεί με τις υποχρεώσεις που είχε πλέον ως ανεξάρτητο άτομο. όπου οι δευτερεύουσες επεξηγηματικές προτάσεις σκοντάφτουν η μία στην άλλη και δεν αφήνουν το κείμενο να αναπνεύσει όπως θα έπρεπε. Προσπαθείς να εξηγήσεις κάτι γρήγορα και χωρίς πάντα να κολλάει στο ύφος αυτών που θες να πεις (πχ, αφού πας για κάτι μεγάλο τελικά, μπορείς να την έβαζες πράγματι στο πρώτο κεφάλαιο να ήταν στο βιβλιοπωλείο μετά από εφιάλτη και να ζητούσε άδεια) Και όχι μόνο αυτό βέβαια. Διάσπαρτες στο κείμενο υπάρχουν τέτοιες στιγμές που αφαιρούν από αυτό. Δεν είναι κάτι που το μαθαίνεις αμέσως, αντίθετα είναι μάλλον το τελικό κριτήριο ανάμεσα στην καλή και την ΚΑΛΗ γραφή, αλλά θα πρότεινα, όταν τελειώσεις με την ιστορία σου, να ξαναπεράσεις όλο το κείμενο, διορθώνοντας ότι δε σου φαίνεται καλά στο μάτι σου. Γενικά πάντως ελπίζω να το συνεχίσεις με σταδιακή βελτίωση στο γράψιμο. Δείχνεις να έχεις δυνατότητες, απλά νομίζω ότι χρειάζεσαι περισσότερη εμπειρία. Καλή συνέχεια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Μου άρεσε. Έχει όλα όσα χρειάζεται να έχει ένα καλό ξεκίνημα. Ζωντανή διήγηση που σε κρατά σε εγρήγορση, ενδιαφέρουσα εξέλιξη, ερωτηματικά και τελείωμα που σε κάνει να θες να συνεχίσεις στο επόμενο κεφάλαιο. Πέρα απ' όσα επισήμανε ο Nihilio, δώσε ιδιαίτερη προσοχή στους χρόνους. Καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Συμφωνώ τόσο με τον Nihilio όσο και με τον Solonor και σου εύχομαι έμπνευση και ιδέες. Πίο γενικά, αν και δεν ξέρω πόσο χρήσιμο είναι, θα σου πρότεινα να αφεθείς λίγο περισσότερο. Να νοιώσεις πιο ελεύθερος στη γραφή σου, γιατί αμυδρά διαισθάνομαι μια προσπάθεια να ακολουθήσεις κάποιο πρότυπο. Πιστεύω ότι αν δείξεις λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη στην πένα σου θα με αφήσεις άναυδο. Φυσικά αυτό που λέω εδώ,μπορεί ήδη να συμβαίνει στο επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας σου. Περιμένω με αγωνία την εξέλιξη σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
*Aria* Posted September 1, 2009 Author Share Posted September 1, 2009 Πράγματι, οι προτάσεις που αναφέρεις Nihilio, τις είχα παρατηρήσει κι εγώ. Σε κάτι δεν μου κολλούσαν, όμως, όταν το περάσω από το τελικό του στάδιο για διορθώσεις θα τις αλλάξω. Όσον αφορά το είδος του... Δεν νομίζω ότι είναι τρόμου, καθώς, όπως γνωρίζω μέχρι τώρα, σίγουρα έχει αγωνία, όχι όμως και τις τρομαχτικές σκηνές που θα θέλεις να ουρλιάξεις και δεν θα κοιμηθείς το βράδυ Solonor, τι εννοείς προσοχή στους χρόνους; Please αν έχεις εντοπίσει κάτι δείξτο μου για να το διορθώσω και να μην το επαναλαμβάνω γενικά. Martin D, όχι δεν προσπαθώ να ακολουθήσω κάποιο πρότυπο. Απλά γράφω καθαρά όπως αισθάνομαι και τι ύφος γραφής προτιμώ εγώ να διαβάζω ως απλή αναγνώστρια. Νομίζω πως στα επόμενα κεφάλαια, η γραφή μου βελτιώνεται, όμως ακόμα δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Σε αυτό εσείς θα μου πείτε πώς τα πηγαίνω. Πάντως, σας ευχαριστώ πάρα πολύ και για τον χρόνο σας να διαβάσετε την ιστορία μου και ακόμα περισσότερο για τα ενθαρρυντικά σας λόγια και συμβουλές σας! Με ωφελούν απίστευτα! Επίσης, μου δίνει ιδιαίτερη ηθική ικανοποίηση που, παρόλο τα λάθη του κειμένου, το πρώτο κεφάλαιο τραβάει το ενδιαφέρον για την συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
*Aria* Posted September 10, 2009 Author Share Posted September 10, 2009 (edited) *ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ* «Θα θυμηθείς», της αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να έχει πάρει λεπτό τα μεγάλα μάτια του από το πρόσωπό της. Θα θυμηθώ; Τι θα θυμηθώ; Το μέρος; Ότι με ξέρει ίσως; Τι εννοεί; Ωχ… δεν είναι καλό σημάδι αυτό. Μιλάει με γρίφους… Θα με σκοτώσει και θέλει να παίξει μαζί μου πρώτα. Ωραιότατα. «Βρισκόμαστε πολύ μακριά από το πρώτο ξέφωτο. Εδώ δεν μπορεί να μας δει ή να μας ακούσει κανείς», είπε σαν να της απαντούσε ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα διαφυγής, λύνοντας ταυτόχρονα την απορία της στην πρώτη ερώτησή της, κοιτάζοντας ήρεμα γύρω του. «Γιατί να μην μας ακούσει κανείς; Θα με… θα..», δεν μπορούσε να ξεστομίσει την λέξη σκοτώσεις. Ήταν πολύ τραγική. «Σε παρακαλώ μην μου κάνεις κακό…», κατέληξε να πει με φωνή που σβήνει. Ζαλίστηκε. Τι μου συμβαίνει; Έπιασε το κεφάλι της κι ευχήθηκε το σώμα της να μην την πρόδιδε τώρα που σκόπευε να τρέξει για την ζωή της, άσχετα τι της είπε ο μυστηριώδης άντρας για να την παραπλανήσει. Εκείνη θα έτρεχε έτσι κι αλλιώς. Όμως, ο ανεξήγητος και άκρως τρομαχτικός μαγνητισμός που της ασκούσε αυτός ο άντρας ένοιωθε να την είχε αιχμαλωτίσει χωρίς φυσικά δεσμά. Δεν είμαι σε φάση να παθαίνω τέτοια, δεν μου συμβαίνει αυτό… Εκείνος, σαν να κατάλαβε άλλη μια φορά τι ένοιωθε, της είπε χαμηλόφωνα: «Γνωρίζω το όνομά σου εδώ και αμέτρητο καιρό, όσο γνωρίζω εσένα. Και δεν έχω σκοπό να σου κάνω κακό, αυτό το ήξερες κάποτε. Και θα το μάθεις σύντομα απόψε». Ωχ… ξεκινήσαμε… Μιλάει με γρίφους σε ό, τι κι αν μου πει… Ένοιωσε λύπη για τον εαυτό της, για το πόσο άτυχη ήταν. Μια δόση γκαντεμιάς την είχε όλη της τη ζωή και η Ελίζα την είχε αποδεχτεί, όμως ποτέ δεν περίμενε να την παραμονεύει στη γωνία, φυλάσσοντας την καλύτερή της βολή γι’ απόψε. Πρέπει να φύγω μακριά του. ΤΩΡΑ! Ο μαυροντυμένος άνδρας καθώς την πλησίαζε αργά, της είπε: «Συγνώμη που σε ανάγκασα να έρθεις στο ξέφωτο με αυτόν τον τρόπο…». Η φωνή του ακουγόταν τόσο κρυστάλλινη και ελκυστική στα αυτιά της… Είναι παγίδα. Πρέπει να φύγω πρέπει να φύγω πρέπει να φύγω… «Εμ… δεν με έφερες εσύ», αποκρίθηκε πισωπατώντας. Ωραία, μπορούσε να κινηθεί. «Μόνη μου ήρθα στο ξέφωτο… Για κάποιους λόγους προφανώς διαφορετικούς από τους δικούς σου. Μάλλον με μπέρδεψες με κάποια άλλη», είπε με τα πρώτα λόγια που της ήρθαν στο μυαλό. Εκείνος σταμάτησε το βήμα του και την κοίταξε σοβαρός, με μια τόσο διαπεραστική ματιά που έκανε ολόκληρη την ύπαρξή της να ανατριχιάσει. «Ποτέ δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να σε μπέρδευα με καμιά άλλη γυναίκα Ελίζα», της αποκρίθηκε με έμφαση και με τέτοια βεβαιότητα που η Ελίζα άρχισε να αμφιβάλλει για την μνήμη της. Δεν υπήρχε πιθανότητα να τον είχα πετύχει κάπου και να μην τον θυμόμουν, θα’ ταν… «Δεν φταις εσύ και σίγουρα δεν περίμενα να με θυμηθείς τόσο εύκολα…», της είπε διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Απόψε είναι μια νύχτα που περίμενα να’ ρθει εδώ και πολλούς αιώνες. Μόνο σήμερα θα μπορούσες να με δεις με τα θνητά σου μάτια. Λυπάμαι που αναγκάστηκες να δεις και την κατάρα μου. Δεν σου κρύβω ότι είχα μια ελπίδα με το που με έβλεπες να με θυμόσουν αμέσως, να τα θυμόσουν όλα χωρίς να χρειαστεί τίποτε άλλο». Σταμάτησε να προχωρά προς τα πίσω από την έκπληξη. Πώς μιλούσε έτσι; Μεταφορικά ή κυριολεκτικά; Προσπάθησε να διώξει την μαγεία που άρχισε πάλι να νοιώθει για κείνον και να σκεφτεί καθαρά. Πολλοί αιώνες. Θνητά μάτια. Αααα… μάλιστα. Τώρα κατάλαβα. Τίποτα δεν θα χρειαστεί απολύτως. Αυτό που χρειάζομαι εγώ τώρα, είναι τα μυαλά μου στη γη και να την κάνω... Χάρηκα πολύ για την γνωριμία, αλλά έχω το φαί στο φούρνο. Δεν ήταν σε θέση να λύνει γρίφους αυτήν την ώρα. Έπρεπε να ξεφύγει από τον υπέροχο μαγνητισμό του, πρωτού αποδειχθεί θανάσιμος για κείνη. Έπρεπε να κερδίσει λίγο χρόνο... «Ξέρεις…», του είπε καθώς βρήκε τον αυτοέλεγχό της και πισωπάτησε ξανά, «… ποτέ μη λες ποτέ… Μπορεί να… Θέλω να πω πως… ξέρεις, είναι ανθρώπινο να κάνει κάποιος λάθος», και ήδη η απόσταση μεταξύ τους είχε μεγαλώσει. Ο τρόπος που εξακολουθούσε να την κοιτάζει έτρεφε τον φόβο της. Βρισκόταν πολύ κοντά στα δέντρα. Εκείνος την παρακολουθούσε χωρίς να σαλεύει. Αυτό ήταν απίστευτα τρομαχτικό. Γύρισε την πλάτη της απότομα και ξεκίνησε να τρέχει με όλη της την δύναμη προς το άγνωστο δάσος. Εκείνος βρέθηκε μπροστά της αστραπιαία, κόβοντας την φόρα της απότομα. Πώς στα κομμάτια βρέθηκε μπροστά μου; Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό… Η καρδιά της ούρλιαζε σαν τρελή. «Ποτέ δεν είπα ότι θα ήταν τόσο εύκολο», της αποκρίθηκε κοιτώντας την με αλλόκοσμη ηρεμία. «Κοίτα…», του είπε λαχανιασμένη ακόμα, «Με τρομάζεις. Δεν ξέρω ποια γύρευες ή τέλος πάντων ό, τι γύρευες και δεν είναι δουλειά μου. Θέλω σε παρακαλώ να με αφήσεις να φύγω». Άρχισε να θυμώνει. Θα του μιλούσε ανοιχτά όσο της επέτρεπε η ανάσα της να μιλήσει. Εξάλλου, όπως φαινόταν το παιχνίδι ήταν χαμένο για κείνη έτσι και αλλιώς. «Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς, δεν ξέρω πώς με ξέρεις και πώς στο καλό περιμένεις να σε θυμηθώ, το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω είναι να φύγω ΤΩΡΑ!». Βλαστήμησε την κακή της τύχη άλλη μια φορά που αντί για την ηρεμία που έψαχνε, αν έβγαινε ζωντανή από δω πέρα, θα είχε κι άλλους εφιάλτες. Ο θυμός φούντωνε κάθε λεπτό μέσα της κάνοντας το αίμα της να βράζει. Αυτό ήταν καλό. Θα πέθαινε αξιοπρεπώς τουλάχιστον, προστατεύοντας την ζωή της με όποιο τρόπο κι αν χρειαζόταν. «Ήρθες στο ξέφωτο επειδή εδώ και τέσσερις μήνες βλέπεις το ίδιο όνειρο ξανά και ξανά κάθε βράδυ. Το δάσος, το μονοπάτι και την σκοτεινή αντρική φιγούρα που ποτέ δεν έβλεπες καλά, όμως διάκρινες τις γαλάζιες φωτιές που είχε αντί για μάτια», της είπε με σταθερή και αποφασιστική φωνή στο ξέσπασμά της. Το αίμα πάγωσε επιτόπου στις φλέβες της. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. Πώς στο καλό ήξερε για το όνειρό της; Δεν το είχε πει ποτέ σε κανέναν…. Δεν είναι δυνατόν… Ούτε ήταν δυνατή η εκπληκτική ταχύτητά του, ούτε η ομορφιά του, ούτε αυτά που της έλεγε, ούτε τίποτα. Τίποτα δεν είχε λογική από την στιγμή που ξύπνησε απόψε το βράδυ. «Μέντιουμ είσαι ή οτιδήποτε; Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνεις… Απλά ΜΗ το κάνεις!», προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ακουστεί ψύχραιμη. «Εγώ ήμουν Ελίζα», της είπε ξανά τονίζοντας τις λέξεις και αγνοώντας την ερώτησή της. Αυτό μου το λες τώρα για καλό ή για κακό; Και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί τι προσπαθούσε να της πει. «Μου κάνεις πλάκα, έτσι δεν είναι;» του έλεγε τρέμοντας καθώς άρχισε να πισωπατεί πάλι ασυναίσθητα προς το ξέφωτο τώρα, ζαρώνοντας το κορμί της σε θέση άμυνας. «Όχι. Δεν μου επιτρεπόταν να σου δείξω καθαρά ποιος ήμουν. Συγνώμη που σε αναστάτωσα για τόσο καιρό, αλλά πίστεψέ με δεν ήταν στο χέρι μου. Ήταν ο μόνος τρόπος για να σε κάνω να έρθεις στο ξέφωτο του λιβαδιού. Αυτό το ξέφωτο που είμαστε τώρα, είναι πιο ασφαλές για μας. Άπειρα μάτια και αυτιά παρακολουθούν εδώ και αιώνες για να αποτρέψουν αυτήν την συνάντηση», τα λόγια του βγήκαν σαν χείμαρρος κοιτάζοντάς την θλιμμένα. Τι προσπαθούσε να κάνει ακριβώς; Να κερδίσει την εμπιστοσύνη της ίσως; Πώς μπορούσε να τον εμπιστευτεί; Το μόνο που έστεκε απ’ όλα όσα της είχε πει είναι για το όνειρό της. Υπό άλλες συνθήκες, αν ήταν ζευγάρι με αυτό το μοντέλο, θα την έλιωνε σαν παγωτό έτσι όπως την κοίταγε τώρα και θα του συγχωρούσε αμέσως σχεδόν οτιδήποτε. Όμως στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο π.χ. να την στήσει 10 λεπτά σε ένα ραντεβού τους. «Ok, τώρα με τρομάζεις ακόμα περισσότερο…», παραδέχθηκε ανοιχτά με τρεμάμενη φωνή καθώς πισοπατούσε όλο και πιο γρήγορα πίσω. Εκείνος δεν έκανε καμιά προσπάθεια να την φτάσει και παρόλο που απομακρύνονταν από εκείνον, η φωνή του αντηχούσε καθαρά στα αυτιά της, σαν να στεκόταν δίπλα της: «Δεν ήταν ο σκοπός μου». Ναι, καλά. Ένοιωθε το αίμα να έχει στραγγίζει από το πρόσωπό της αφήνοντάς της μια δυσάρεστη αίσθηση μουδιάσματος στο δέρμα και μια μεταλλική γεύση στο στόμα. Αηδία. Ξεροκατάπιε. Ο κορμός ενός δέντρου την σταμάτησε. Δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τι την εμπόδιζε να προχωρήσει, όταν εκείνος βρέθηκε αστραπιαία μπροστά της με αυτήν την ακατανόητη ταχύτητα που το μάτι δεν μπορούσε να συλλάβει, που τον έκανε απλά σαν να εξαφανίζεται και να εμφανίζεται από το ένα μέρος στο άλλο. Στηρίχθηκε στον κορμό εγκλωβίζοντάς την ανάμεσα στα ατσαλένια χέρια του και την κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια. Θα λιποθυμήσω. Τώρα. Επιτόπου. «Το ήξερα ότι δεν θα με πίστευες και δεν θα με θυμόσουν με την πρώτη, άσχετα αν έλπιζα βαθιά μέσα μου το αντίθετο. Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Απόψε δεν μπορώ να σε βλάψω. Είναι η μοναδική νύχτα που μπορώ να σε πλησιάσω χωρίς να θέλω να σε σκοτώσω», της είπε αργά. Η Ελίζα έμεινε ακίνητη στη θέση της προσπαθώντας να αναπνεύσει φυσιολογικά. Εκείνος συνέχισε: «Το μόνο που μου λείπει τώρα, μετά από αμέτρητες νύχτες προσμονής αυτής της ώρας είναι να σε χάσω από κανά τσακάλι, δεν βρίσκεις;», τα λόγια του βγήκαν με μια δόση πικρής ειρωνίας από τα τέλεια χείλη του, σηκώνοντας το μαύρο, καλοσχηματισμένο φρύδι του. «Έχω θρηνήσει κάθε φορά που πέθαινες και κάθε φορά ήταν πιο οδυνηρή από την προηγούμενη που σε έχανα... Κάθε ζωή σου που δεν έβλαπτα ήταν μια νίκη για μένα. Με αυτό μας καταράστηκαν, μια αιώνια επανάληψη του θανάτου σου από τα χέρια μου. Όμως ανακάλυψα ότι είχα επιλογή, παρ’ όλο που είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντισταθώ στην δίψα μου», της είπε χαμηλώνοντας τα μάτια του για λίγο. Βρήκε την ευκαιρία να ανοιγοκλείσει τα δικά της. Λίγο ακόμα και θα στέρευε κάθε υγρασία από τους βολβούς της. Την κοίταξε ξανά με ένταση καθηλώνοντάς την ξανά, λέγοντάς της: «Θα’ ναι ειρωνικό λοιπόν να πάθεις κάτι απόψε. Σου είπα, δεν θα σου κάνω κακό, πρέπει να με εμπιστευτείς. Δεν σε κατηγορώ για την αντίδρασή σου, είναι λογική, όμως θα σε παρακαλέσω πολύ, να μην ξανατρέξεις έτσι μέσα στο δάσος!» την επέπληξε τώρα κοιτάζοντάς την με μάτια έντονα από θυμό και ανησυχία. Η ανάσα της μόλις που ακουγόταν. Ένοιωσε την φωνή του να διαπερνά κάθε ίντσα του κορμιού της. Κι εκείνη την στιγμή σοκαρίστηκε όταν συναισθάνθηκε την ειλικρίνειά του. «Όσο φέρεσαι έτσι κι εξακολουθείς να με τρομάζεις, δεν με αφήνεις να σκεφτώ καθαρά και να θυμηθώ όπως λες… Μπορώ να έχω τον χώρο μου;… Σε παρακαλώ;», η φωνή της βγήκε απρόθυμα από το λαρύγγι της, μην έχοντας καμιά ελπίδα ν’ ανακτήσει την ελευθερία χώρου που του ζήτησε. Το άρωμά του ξεκίνησε να επιδρά πάλι πάνω της, φέρνοντάς της ηρεμία, εντελώς αταίριαστη με τις παρούσες συνθήκες. Αυτό δεν πρέπει να γίνεται… «Φυσικά», της είπε πιο ήρεμος πλέον ξαφνιάζοντάς την και απομακρύνθηκε μαλακά από κείνη. Το να παλεύει μέσα της για κείνον ήταν απίστευτα εξαντλητικό. Την είχε μαγέψει η ομορφιά του και ταυτόχρονα τον φοβόταν όσο δεν είχε φοβηθεί ποτέ της. Ωραία, πολύ καλύτερα. «Θες να τα πάρουμε όλα από την αρχή;», τον ρώτησε χωρίς να ξεκολλά το σώμα της από το πεύκο. «Ποιος είσαι;» Τι είσαι; «Έλα εδώ», της είπε μαλακά, απλώνοντας το υπέροχο χέρι του σε κείνη. Ήταν μάταιο να αντιστέκεται. Έπιασε σφιχτά την ζεστή και μεγάλη παλάμη του, προσπαθώντας να βρει την δύναμη να περπατήσει και να τον πλησιάσει. Ένοιωσε ένα ανησυχητικό συναίσθημα ανακούφισης προς τον μυστήριο άνδρα δίπλα της. Εκείνος την κοίταξε και της χαμογέλασε με ένα περίεργο χαμόγελο δείχνοντάς της κατανόηση και την τράβηξε απαλά πιο κοντά του. Την οδηγούσε πάλι προς το κέντρο του ξέφωτου λέγοντάς της: «Απόψε θα μάθεις τα πάντα Ελίζα. Ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις». Ώστε ονειρεύομαι πάλι… Ωραία, τουλάχιστον άλλαξαν οι παραστάσεις, σκέφτηκε κυνικά. «Είναι 100% πραγματικότητα όλα», απάντησε στις σκέψεις της γελώντας εύθυμα. Η Ελίζα δεν μπορούσε να προσδιορίσει στην κατάσταση που βρισκόταν, αν είπε την σκέψη της φωναχτά. Όχι πως είχε σημασία πλέον… «Πες μου το όνομά σου… Εσύ τουλάχιστον ξέρεις το δικό μου». Παύση. Αυτό το είπα ή το σκέφτηκα; Θεέ μου, το χάνω… Ελπίζω να μην διαβάζει το μυαλό μου.. Δεν είναι δυνατόν να το κάνει, αυτά είναι φούμαρα που πουλάνε στην τηλεόραση. Όμως κι άλλα πράγματα ήταν αδύνατα σήμερα κι όμως εκ.. «Ζέρχομ», αποκρίθηκε με μάτια που παρ’ όλο που δεν την κοίταζαν, γέλαγαν καλοπροαίρετα. Η ανάσα της σταμάτησε με το που το άκουσε. Ήταν τόσο παράξενα γνωστό αλλά και ταυτόχρονα τόσο ξεχασμένο στην άμμο της μνήμη της… Το ήξερε.. το ένοιωθε να προσπαθεί να βγει έξω στην επιφάνεια… «Ζέρχομ…», επανέλαβε αργά εκείνη, προσπαθώντας να καταλάβει τον χείμαρρο των συναισθημάτων της χαράς, πόνου, φόβου, απελπισίας, μπερδέματος που ένοιωθε. Προσπάθησε να περπατήσει λίγο φυσιολογικά. Εκείνος σταμάτησε να βαδίζει και γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος της, στο άκουσμα του ονόματός του από τα χείλη της. Η Ελίζα τον κοίταξε σαστισμένη. Τι;… Τι είπα;… «Είχα τόσα χρόνια να σε ακούσω να λες το όνομά μου… », της είπε χαμηλόφωνα. «Δεν καταλαβαίνω τι μου λ..» ες και γιατί μου φαίνεται ότι διαβάζεις τις σκέ… Η φράση και κάθε σκέψη της διακόπηκε όταν έσκυψε ξαφνικά στο πρόσωπό της, ακουμπώντας απαλά τα δροσερά, σαρκώδη χείλη του στα δικά της, χαρίζοντάς της το πιο όμορφο, βελούδινο φιλί που της είχε δοθεί ποτέ. Σοκαρίστηκε. Τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά ακόμα. Οι δικοί του γαλάζιοι ωκεανοί είχαν κρυφτεί πίσω από τα βλέφαρά του. Η καρδιά της κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος της. Είχε ξεχάσει να αναπνεύσει γι’ άλλη μια φορά. Έπρεπε να αναπνεύσει άμεσα, αν δεν ήθελε να πέσει-κάτω-αυτή-τη-στιγμή. Η εισπνοή οξυγόνου την γλίτωσε από μια άκρως ντροπιαστική πτώση. Το σπάνια όμορφο άρωμα που την συνόδεψε όταν ταξίδεψε για εδώ, δυνάμωσε τώρα στα ρουθούνια της χαλαρώνοντας κάθε ίντσα των μυών του σώματός της. Ο μαγνητισμός που της ασκούσε αυτός ο παράξενα οικείος και ταυτόχρονα ξένος άντρας, είχε πια διαλύσει τα όρια της αντίστασής της. Ανταποκρίθηκε στο φιλί του παραδίνοντας τον εαυτό της σε εκείνον. Χωρίς καμία προειδοποίηση, ένα συνονθύλευμα εικόνων πλημύρισε το μυαλό της σαν κινηματογραφικό φιλμ, που έδειχνε την κοινή ζωή της με τον Ζέρχομ… Ανήκαν ο ένας στον άλλον και… Κάποτε ήταν παντρεμένοι… Ορκίστηκαν αθανασία… όμως χωρίστηκαν… Από τι; Τους χώρισαν… την τράβηξαν μακριά του βίαια.. Ποιοι; Αποσπάσματα εικόνων σαν σπασμένα γυαλιά, σαν σκόρπιες φωτογραφίες περνούσαν μπροστά από τα μάτια της χωρίς να μπορεί να βγάλει κάποιο νόημα. Όταν τελείωσε αυτό το υπέροχο φιλί και μαζί του τα οράματα, τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια έχοντας χιλιάδες ερωτήσεις στο κεφάλι της, αλλά χωρίς να μπορεί να διατυπώσει ούτε μια. «Έχω.. έχω μπερδευτεί», του είπε τελικά ξεροκαταπίνοντας από την αμηχανία, λιώνοντας κάτω από το βλέμμα του γεμάτο τρυφερότητα. Για την ακρίβεια τα έχω χάσει τελείως… Την κοίταξε με μάτια που γελούσαν ξανά εύθυμα -δεν είναι δυνατόν να διαβάζεις τις σκέψεις μου είναι;- λέγοντάς της: «Έμεινες πολύ καιρό ως θνητή και ξέχασες. Αυτός ήταν ο σκοπός τους εξάλλου. Εσύ να ξεχνάς σε κάθε ζωή σου περισσότερο κι εγώ να μην μπορώ να ξεχάσω ποτέ». Το πρόσωπό του τώρα σκοτείνιασε. «Ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις Ελίζα», της είπε κοιτώντας την αποφασιστικά και την οδήγησε αγκαλιάζοντάς την στο κέντρο του ξέφωτου. Εκείνη παραπατούσε ακόμα. «Κοιμάμαι;» τον ρώτησε αθώα, όντας ζαλισμένη από τις τόσες πληροφορίες μαζεμένες. «Όχι για τους κοινούς θνητούς», απάντησε «αλλά για τους αθάνατους ναι». Γρίφοι πάλι… Ωχ…. «Δεν μπορώ να κρατήσω τα πόδια μου…», γκρίνιαξε κι εκείνος την κράτησε πιο σφιχτά πάνω του. «Σ’ ευχαριστώ…». Της χάρισε ένα χαμόγελο που ακόμα και να πατούσε γερά στα πόδια της, θα είχε πέσει κάτω ξερή. Φτάσανε στο κέντρο του ξέφωτου. Εκείνος πήγε από πίσω της, τοποθετώντας το αριστερό χέρι του τρυφερά και πλήρως εφαπτόμενο γύρω από την λεπτή μέση της, φέρνοντάς την κοντά στο σώμα του και με το άλλο της χάιδεψε απαλά το μάγουλο με την ανάστροφη του χεριού του. Χαμήλωσε το πρόσωπό του στην ίδια ευθεία από το δικό της ψιθυρίζοντας τρυφερά στο αυτί της: «Πάρε τα μάτια μου και δες Ελίζα. Ήρθε η ώρα…». Τα μάτια του άλλαξαν κι έγιναν η μέρα και η νύχτα μαζί. Η έκλειψη στο μεγαλείο της, αποχρωμάτισε τον ωκεανό σε έντονο πορτοκαλί με χρυσές ίριδες που χόρευαν γύρω από την κόρη των ματιών του. Εκείνη φοβήθηκε νοιώθοντας ένα απίστευτα δυνατό κύμα ενέργειας να πλανάται στον αέρα. Ήξερε ότι ήταν ο οιωνός αυτού που έμελε να έρθει για κείνη. «Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω αυτό», του είπε τρέμοντας και ασυναίσθητα τράβηξε το σώμα της προς τα πίσω, προσπαθώντας να ξεφύγει από την σφιχτή αγκαλιά του. Χαμήλωσε αυτόματα τα μάτια της στο έδαφος τρομοκρατημένη. «Μπορείς», της είπε αποφασιστικά και την κράτησε λίγο πιο σφιχτά απ’ όσο έπρεπε, εμποδίζοντάς την να κινηθεί περισσότερο. Έβαλε το δεξί του χέρι ανάμεσα στα μαλλιά της, απομακρύνοντας την φράντζα από τα μάτια της. «Δες Ελίζα. Θυμήσου. Ξύπνα!» της είπε επιτακτικά. Ο τόνος και η στάση του δεν της άφησαν γι’ άλλη μια φορά περιθώρια επιλογής. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε διστακτικά τα μάτια της προς τον ορίζοντα, εκεί που κοιτούσε ο Ζέρχομ, δίπλα από το χλωμό ολόκληρο φεγγάρι, ανίκανη να φανταστεί τι θα επακολουθούσε, τρομαγμένη για την επιπλέον γνώση που διαισθανόταν ότι μπορεί να απεκόμιζε μετά από όλο αυτό. Δεν το κατάλαβε ότι ξαφνικά τα καστανά μάτια της είχαν ήδη μεταμορφωθεί στην πανέμορφη έκλειψη των ματιών του άντρα πίσω της. Το μόνο που ένοιωθε ήταν μια μικρή θερμότητα γύρω από τις κόρες των ματιών της. Και τότε ο ουρανός σχίστηκε στα δυο σαν ένα κομμάτι χαρτί, διαλύοντας κάθε έννοια του χώρου και του χρόνου για να της αποκαλύψει όλη την αλήθεια πίσω από τα τείχη που είχε εγκλωβιστεί τόσους αιώνες αλλάζοντας σώματα, βυθίζοντάς την στην λήθη… για πάντα να ξεχνά... όλο και περισσότερο… Είδε πέρα από τον χρόνο και μέσα του… για την κατάρα της… την τόσο αντίθετη από τη δική του.. Την αλλαγή του Ζέρχομ σε βρικόλακα… να μην ξεχνά ποτέ… να μην μπορεί να την πλησιάσει ποτέ… Μέχρι σήμερα. Και τότε, η Ελίζα ξύπνησε… Edited September 10, 2009 by *Aria* Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted September 10, 2009 Share Posted September 10, 2009 (edited) ακριβώς το είδος μου... από αυτά που μου αρέσει να διαβάζω.... περιμένω την συνέχεια αν και με μπέρδεψες λίγο στην παράγραφο "Φτάσανε στο κέντρο του ξέφωτου. Εκείνος πήγε από πίσω της, τοποθετώντας το αριστερό χέρι του τρυφερά και πλήρως εφαπτόμενο γύρω από την λεπτή μέση της, φέρνοντάς την κοντά στο σώμα του και με το άλλο της χάιδεψε απαλά το μάγουλο με την ανάστροφη του χεριού του. Χαμήλωσε το πρόσωπό του στην ίδια ευθεία από το δικό της ψιθυρίζοντας τρυφερά στο αυτί της: «Πάρε τα μάτια μου και δες Ελίζα. Ήρθε η ώρα…» [....] τράβηξε το σώμα της προς τα πίσω " αν είναι πίσω της.... πως τραβιέται προς τα πίσω? κατά τα άλλα, οι εικόνες με τράβηξαν, το συναίσθημα ήταν αρκετό.... εκείνο το 'γκρινιαξε' με ξένισε λίγο, ίσως γιατί δεν με ενθουσιάζουν οι ηρωίδες που γκρινιάζουν έτσι... επίσης, θα μου άρεσε να διαβάσω και την δική του πλευρά.... (αλλά αυτό είναι η δική μου ανάγκη για περισσότερες εξηγήσεις.... well done... Edited September 10, 2009 by white_unicorn Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 10, 2009 Share Posted September 10, 2009 Πολύ ωραία η γραφή σου. Πραγματικά βελτιώθηκε από το προηγούμενο κεφάλαιο. Η ιστορία μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον, αλλά περιμένω να περιπλεχτεί λίγο η πλοκή... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
*Aria* Posted September 11, 2009 Author Share Posted September 11, 2009 (edited) * White Unicorn, Αυτό που ήθελα να πω ήταν ότι η ηρωίδα πήγε το σώμα της προς τα πίσω, όμως όπως είναι λογικό, βρήκε αντίσταση επάνω στον Ζέρχομ. Θα κοιτάξω να το διατυπώσω αλλιώς, σ' ευχαριστώ! Γκρινιάζει καθώς η κατάσταση που βιώνει τις προκαλεί μια σύγχιση και κάπως πρέπει να το βγάλει, Όμως αυτό δεν θα διαρκέσει *ούτε εμένα μου αρέσει η ηρωίδα να γκρινιάζει, καταντάει κουραστικό* Σκοπός μου ήταν να προκαλώ ερωτηματικά στην αρχή και να αναζητά ο αναγνώστης τις απαντήσεις *Απ' ότι βλέπω το πετυχαίνω* Καθώς θα εξελίσσεται η ιστορία, όλα τα ερωτήματα θα απαντηθούν. *MindTwisted, Σ' ευχαριστώ πολύ για τα ενθαρρυντικά σου σχόλια! Αυτά που έχω ανεβάσει είναι μόνο η αρχή Edited September 11, 2009 by *Aria* Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 12, 2009 Share Posted September 12, 2009 Συμφωνώ με τον πρώτο σχολιασμό που έλαβες για Το Κάλεσμα από το Nihilio. Φαίνεται να έχει καλές προοπτικές αυτό που γράφεις, αλλά χρειάζεσαι πείρα (η οποία θα έρθει δουλεύοντας αυτό που ήδη άρχισες, είναι τόσο απλό! ). Το σίγουρο είναι ότι ξέρεις πώς να γράφεις. Όταν θα το προχωρήσεις, θα δεις και μόνη σου ότι θα σου βγαίνει η ανάγκη να το διορθώνεις λίγο-λίγο, να κόβεις και να προσθέτεις, να αλλάζεις και να μετακινείς. Τότε θα πάρει όλη του την ομορφιά το έργο σου. Θα ήθελα να σου πω μόνο ότι ενώ έχεις φτιάξει ένα σκοτεινό κλίμα, το χαλάς με κάποιες εκφράσεις που δεν κολλάνε. Προσπάθησε να μην σκέφτεσαι σαν σε χολυγουντιανή ταινία. Ας πούμε, στο πρώτο απόσπασμα, εκεί που κουλουριάζεται κάτω γιατί φοβάται, και σκέφτεται "Δεν θέλω να πεθάνω. Όχι εδώ. Όχι τώρα. Όχι έτσι". Αυτό το Not now, not here, not like this είναι κλασσική αμερικάνικη φλυαρία σε σκηνές που ο ήρωας κινδυνεύει. Πιστεύεις ότι θα σκεφτόταν τόσα πολλά λόγια σε μια τέτοια κατάσταση; Άντε το πολύ-πολύ να σκεφτόταν "Δε θέλω να πεθάνω". Και στο δεύτερο απόσπασμα, με χάλασε το συνεχές στυλάκι της 'έχω χεστεί από το φόβο αλλά δεν χάνω το χιούμορ μου'. Κοίταξε, μου αρέσουν τα αστειάκια του στυλ 'Θα χαιρόμουν να τα λέγαμε, αλλά έχω γάλα στη φωτιά', πραγματικά μου αρέσουν, μα στη σκηνή που τα βάζεις δεν κολλάνε με τίποτα. Είσαι αναποφάσιστη, θες να μας βουλιάξεις σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα παραλόγου ή να το ελαφρύνεις κάνοντας πλακίτσα; Θες να προκαλέσεις ένταση ή γέλιο; Αν αποφάσιζες το ένα από τα δύο και έπαυες να τα αλληλοαναιρείς σε κάθε γραμμή, το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ πιο στρωτό. Επίσης, πιστεύω ότι η σκηνή στο δεύτερο απόσπασμα παραείναι τραβηγμένη σε διάρκεια, χωρίς λόγο. Ελπίζω να σε βοήθησα και να μην στενοχωρήθηκες από τα σχόλιά μου. Είμαι κι εγώ στην ίδια διαδικασία, γράφω, χαίρομαι ή τρώω τα μούτρα μου από τη δουλειά μου, αλλά ξέρω ότι μαθαίνω με κάθε σελίδα. Συνέχισε να γράφεις, είσαι σε καλό δρόμο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
*Aria* Posted September 12, 2009 Author Share Posted September 12, 2009 Σ' ευχαριστώ πολύ Cassandra για τους σχολιασμούς σου! Όχι μόνο δεν με στεναχώρησες, απεναντίας! Η καλή κριτική ναι μεν με ενθαρύνει απίστευτα, όμως η επικοδομητική κριτική / σχολιασμός, μου είναι απολύτως απαραίτητη για να διδαχθώ από τα λάθη μου και να βελτιωθώ *κάτι που επιθυμώ διακαώς*. Ειδάλλως, ποιο το νόημα να ανεβάζω δουλειά μου; Θέλω οπωσδήποτε ειλικρινή γνώμη, όποια και να είναι αυτή. Έχεις δίκιο, μου βγαίνει η ανάγκη να το επεξεργάζομαι όλη την ώρα, όμως σίγουρα, όταν με το καλό τελειώσω το μυθιστόρημα, θα περάσω στις τελικές - τελικές διορθώσεις, κόβοντας ανεπιθύμητα κομμάτια. *Αυτό που θέλω να πετύχω είναι μεν μια σκοτεινή, μυστηριακή ατμόσφαιρα, όμως να σπάει σε κάποια σημεία, χωρίς να βγάζει εντελώς τον αναγνώστη από το κλίμα. Απ' ότι φαίνεται όμως, ο βαθύτατος σαρκασμός της ηρωίδας, μάλλον το παράκανε . Θα το διορθώσω αυτό. Όπως επίσης και το απαίσιο χολυγουντιανό στυλάκι που πάει να εισχωρήσει απροσκάλεστο μέσα στο μυθιστόρημα. Θα του κλείσω δυνατά την πόρτα στα μούτρα, αυτό είναι στάνταρ. Τι εννοείς ότι είναι παρατραβηγμένη σε διάρκεια; Βασικά μέσα εκεί *και σε όλη την εισαγωγή, ας το πω έτσι*, βάζω πληροφορίες που θα λυθούν αργότερα, όμως ας μην προτρέχω καλύτερα Περιμένω οπωσδήποτε να μου το διευκρινήσεις Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 12, 2009 Share Posted September 12, 2009 (edited) Τι εννοείς ότι είναι παρατραβηγμένη σε διάρκεια; Βασικά μέσα εκεί *και σε όλη την εισαγωγή, ας το πω έτσι*, βάζω πληροφορίες που θα λυθούν αργότερα, όμως ας μην προτρέχω καλύτερα Εεε... Δεν ξέρω τι να κρύψω και τι ν' αφήσω, γι' αυτό τα κρύβω όλα: Θέλω να πω, ότι σε όλο το δεύτερο κομμάτι της ιστορίας, βλέπουμε τους δυο πρωταγωνιστές να κοιτάζονται και να μιλάνε, ο ένας προσπαθώντας να την πείσει να μην τον φοβάται, και η άλλη προσπαθώντας συνεχώς να μη λιποθυμήσει. Αργεί πάρα πολύ να γίνει κάτι, να ειπωθεί κάτι σημαντικό, να αποκαλυφθεί το παρελθόν. Όσο για την αποκάλυψη, τώρα που το θυμήθηκα, αργεί να γίνει αν μιλάμε για διήγημα. Αφού όμως δε μιλάμε για διήγημα, αλλά για μυθιστόρημα, δε νομίζεις ότι χαρίζεις άσσους; Κράτα και κανέναν γι' αργότερα... ( Κοινώς, βιάστηκες να μας αποκαλύψεις το παρελθόν. Ας την έπαιρνε κοντά του, ή ας τη βασάνιζαν θολές μνήμες, ή ό,τι άλλο έχεις κατά νου τέλος πάντων, κι ας μαθαίναμε αργότερα, δε χάλασε κι ο κόσμος. Μπα... Τι βιασύνη είναι αυτή; ) Καλή επιτυχία! Edited September 12, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
*Aria* Posted September 12, 2009 Author Share Posted September 12, 2009 Αυτά τα δύο πρώτα κεφάλαια προορίζονταν για διήγημα και θα το σταμάταγα εκεί, όμως τι να κάνω που μερικοί ήθελαν και τη συνέχεια και γιατί να το αρνηθώ άλλωστε! Επειδή ακριβώς Δεν είναι διήγημα τελικά, αλλά μυθιστόρημα: Χωρίς να θέλω να υπερασπιστώ το παιδί μου σαν την κουκουβάγια : Αργώ για το αποτέλεσμα καθώς θέλω να μεταδώσω συναίσθημα, να μεταφέρω τον αναγνώστη σε μια μυστήρια, αγωνιώδη ατμόσφαιρα. Ήλπιζα ότι αυτό δεν θα ήταν κουραστικό ή βαρετό ή ... αχμ.. Τέλος πάντων, όπως και να' χει, θα το κοιτάξω στις τελικές διορθώσεις. Επειδή ακριβώς είναι μυθιστόρημα, έδωσα μερικές πληροφορίες για το τί είδε η ηρωίδα όχι όμως όλες. Τα καλύτερα δεν έχουν έρθει ακόμα. Ήθελα να προιδεάσω τον αναγνώστη με μια πολύ θολή και γενική εικόνα για το τι είδε η ηρωίδα, αφού θα με βοηθήσει αυτό με την ροή της ιστορίας. Anyway, σταματάω την τρελή παρόρμησή μου να αναφέρω τι γίνεται αργότερα , όμως στα επόμενα κεφάλαια ο αναγνώστης θέλω να πιστεύω ότι θα αποζημιωθεί για τα πάντα Σ' ευχαριστώ και πάλι για τα σχόλιά σου!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.