DinoHajiyorgi Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 «Πέτρο αγόρι μου. Πετράκι! Άνοιξε μου. Άνοιξε να βγει η γιαγιά παιδί μου!» Το εξάχρονο αγόρι ένιωσε αμέσως τη ζέστη να τυλίγει το μπατζάκι του. Έμεινε όρθιο, κολλημένο στον τοίχο, φοβούμενο να αναπνεύσει. Κοίταξε με γουρλωμένα μάτια κάτω, τη μικρή λιμνούλα που μεγάλωνε γύρω από τα παπούτσια του, ανίκανος να σταματήσει την κύστη του. «Η πόρτα της γιαγιάς είναι κλειδωμένη. Το κλειδί είναι στο συρτάρι της κουζίνας. Δεν θα αργήσω να γυρίσω. Κάτσε ήσυχος και μην της ανοίξεις ό,τι κι αν σου πει, κατάλαβες;» Ήταν η πρώτη φορά που η μαμά του τον άφηνε μόνο με τη γιαγιά. Έπρεπε να πεταχτεί επειγόντως να δει τον γιατρό. Την παρακάλεσε να τον πάρει μαζί της. Την παρακάλεσε να μη φύγει. «Η γιαγιά κοιμάται. Αν ξυπνήσει και σου φωνάξει μη της δώσεις σημασία. Δεν θα τη ξεκλειδώσεις, μ’ακούς; Μην πιστέψεις αυτά που σου λέει.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Βρισκόταν στα πρόθυρα να ξεσπάσει σε κλάματα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Η εξώπορτα έκλεισε και η μητέρα του έγινε ένας πολτός μαζί με τις άλλες σκιές που λέρωναν το τζάμι στο μικρό παράθυρο. Έτρεξε στο δωμάτιο του και κάθισε ήσυχος στην άκρη του κρεβατιού του, μακριά από την κλειδωμένη πόρτα στο τέρμα του χολ. Έμεινε ακίνητος, με τις σόλες του να κρέμονται ίντσες πάνω από το σκούρο παρκέ. Κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στο ρολόι πάνω στο μικρό γραφείο απέναντι του. Αφέθηκε να ταξιδεύει με τον λεπτοδίκτη και μαζί με το χτυποκάρδι του μετρούσε τα λεπτά να περνούν. Άκουσε το σπίτι να αναπνέει γύρω του. Ήταν παλιό, ανήκε στην οικογένεια της μαμάς του για πολλές γενεές. Ξύλινο πάτωμα, λευκοί, σοβαντισμένοι τοίχοι, κελάρι στο υπόγειο και πατάρι από πάνω με κεραμιδοσκεπή. Είχαν ποντίκια και συχνά τρύπωναν περιστέρια στο πατάρι. Στην ησυχία της νύχτας, αλλά και της ημέρας όπως τώρα, ακούγονταν τριξίματα και σουρσίματα χωρίς εμφανή αιτία. Το στόμα του ήταν ξαφνικά στεγνό και ξεροκατάπινε στον κάθε ήχο. Διψούσε αλλά αποφάσισε να το αντέξει. Κάποιο σύννεφο κάλυψε τον ήλιο, μάκρυναν οι σκιές και έτριξε το σπίτι σα να μετατοπίστηκε το βάρος του. Ο Πέτρος τώρα είχε ανάγκη να πάει και στο μπάνιο. Ίσως να το άντεχε κι αυτό μέχρι να επέστρεφε η μητέρα του. Η πόρτα του μπάνιου ήταν μισάνοιχτη στο χολ, όχι μακριά από την πόρτα του κελαριού. Μπορούσε να ακούσει ξεκάθαρα τη βρύση που έσταζε εκνευριστικά και ασταμάτητα στον νιπτήρα. Ίσως τα κατάφερνε αν ήταν προσεχτικός. Κατάλαβε πως θα ήταν σχεδόν αδύνατο με το που στάθηκε όρθιος. Έτριξε το σύμπαν από το μικρό του βάρος. Ήταν όμως αργά. Με το που είχε πάρει την απόφαση η κύστη του ετοιμάστηκε να αδειάσει. Δεν υπήρχε τρόπος να αντιστρέψει τη γνώμη του. Βγήκε από το δωμάτιο του και βημάτισε επιφυλακτικά προς το μπάνιο. Το χολ φάνταζε σκοτεινό πλην της χαραμάδας που φανέρωνε τα φωτεινά πλακάκια της τουαλέτας. Θαρρείς και ο ήλιος έλαμπε μόνο εκεί μέσα. Δεν είχε φτάσει ούτε στα μισά όταν ένας υπόκωφος αναστεναγμός αναδύθηκε μέσα στον μαύρο διάδρομο. Η πόρτα του κελαριού βόγκηξε σαν να την έσπρωξε πεισμωμένο βάρος από πίσω. «Πετράκι; Εσύ είσαι εκεί;» Η φωνή βραχνή, ενοχική, απύθμενη. Το αγόρι κοκάλωσε στη θέση του και εκκένωσε μέσα στο παντελόνι του. Άκουγε την ανάσα της να σαλιώνει το ξύλο της πόρτας, τα νύχια της να ξύνουν ανυπόμονα τη παλιά μπογιά, την ουρά της να κοπανάει εκνευρισμένη τα σκαλοπάτια που κατέβαιναν στο κελάρι. Το επιχρυσωμένο πόμολο τραντάχτηκε βίαια. «Άνοιξε μου Πέτρο. Η γιαγιά πείνασε. Η γιαγιά θέλει να φάει.» Έμεινε ακίνητος παίρνοντας κοφτές εισπνοές. Μια φλέβα πάλλονταν στον κατάλευκο λαιμό του. «Ξέρεις που είναι το κλειδί Πέτρο μου; Έλα άνοιξε στη γιαγιάκα. Είναι σκοτεινά και μουχλιασμένα εδώ κάτω. Η γιαγιά κρυώνει και πεινάει. Έλα αγόρι μου, άνοιξε μου να φάω τζιέρι μου. Έλα καρδιά μου και δεν αντέχω άλλο…» Δύο δυνατά χτυπήματα τράνταξαν το παλιό ξύλο, ακούστηκε και η κλαγγή των μεντεσέδων, αλλά η πόρτα άντεξε. Ακολούθησε άλλος ένας ήχος. Το αγόρι ήξερε τι ήταν αυτό που άκουγε. Ήταν το δόντι της γιαγιάς. Το μοναδικό της κάτω δόντι με το οποίο ξέσχιζε τα κρέατα που την τάιζαν. Είχε κατασκοπεύσει κάποτε και την είχε δει να τρώει. Τα ούλα της μάγκωναν με μανία την τροφή και το δόντι κομμάτιαζε με μαεστρία το μισοψημένο κομμάτι, γιατί έτσι της άρεσε το κρέας. Με το αίμα του. Αλλά τον είχε τσακώσει να την κατασκοπεύει. Τον είχε κοιτάξει λαίμαργα με το καλό, το γουρλωμένο της μάτι και είχε κακαρίσει σα να της είχαν ψιθυρίσει κάποιο αστείο. Ο ίδιος δεν το θυμόταν, αλλά η ουλή στο μάγουλο του είχε την υπογραφή της γιαγιάς του από ένα παλιότερο φιλί, από τότε που ήταν μωρό. Του την είχε πει η μαμά την ιστορία στα φευγαλέα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Και φοβήθηκε τόσο που δεν ρώτησε να μάθει περισσότερα. Εξείχε πάντα σουβλερό εκείνο το δόντι από το κλειστό της στόμα και πίεζε σημαδιακά το τριχωτό της άνω χείλος. Την άκουγε τώρα να χαράζει λαίμαργα το ξύλο της κλειδωμένης πόρτας, σα να ήθελε να την κόψει στα δύο. «Άνοιξε μου Πέτρο. Τάισε τη γιαγιάκα σου τρυφερούδι μου…» Άλλο ένα χτύπημα συγκλόνισε το χολ. Ένα κομμάτι σοβά ξεκόλλησε από το κούφωμα και έσκασε κάτω. Έτρεξε στην εξώπορτα και επεχείρησε να την ανοίξει, να βγει έξω. Προτιμούσε να περιμένει τη μαμά του στα σκαλοπάτια της εισόδου. Η πόρτα όμως ήταν κλειδωμένη. Η μαμά του τον είχε κλειδώσει μέσα στο σπίτι με τη γιαγιά. «Άνοιξε μου! Πεινάω!» Άκουσε τις σκάλες του κελαριού να βογκούν και να αναστενάζουν. Η γιαγιά επέστρεφε στο κελάρι. Το αγόρι όμως δεν ανακουφίστηκε, τσιτώθηκε υποψιασμένο. Έτσουζε μέσα στο βρακί του και ήθελε να γδυθεί και να πλυθεί. Άρχισε να τρέχει προς το μπάνιο όταν ένιωσε το χολ να κυματίζει κάτω από τα πόδια του. Η γιαγιά του σερνόταν μέσα στο πάτωμα προς το μέρος του. Η οδοντωτή της ραχοκοκαλιά κροτάλιζε ενάντια στις νοτισμένες σανίδες που χώριζαν τον Πέτρο από το κελάρι. Το μπάνιο ήταν το μόνο δωμάτιο στο σπίτι που είχε μωσαϊκό στο πάτωμα. Εκεί θα ήταν ασφαλής. Το ξύλο φούσκωσε και παραλίγο να του στοιχίσει την ισορροπία του. Τα νύχια της ξεπρόβαλαν στις ρωγμές και χαράκωσαν τις σόλες του. Με μια κραυγή βούτηξε προς την μισάνοιχτη πόρτα και σωριάστηκε επώδυνα πάνω στο βρώμικο μωσαϊκό. Κουλουριάστηκε στη γωνία της μπανιέρας και έκλαψε τρομοκρατημένος. Γιατί αργούσε η μητέρα του; Πίσω από τα αναφιλητά του άκουσε πάλι εκείνη. Ο θρήνος της αναδυόταν μεγεθυσμένος από τους υδραυλικούς σωλήνες. «Πέτρο μου…» Μια σιγή από πνιχτές ανάσες. «Πέτρο…» Το παντελόνι του δεν τον έτσουζε πλέον. Σκούπισε δάκρυα και μύξες με το μανίκι του. Η μητέρα του δεν θα ερχόταν ποτέ. Άκουγε τα βήματα περαστικών στο δρομάκι έξω από το στιγματισμένο παράθυρο του μπάνιου. Άνθρωποι ανέμελοι και ασφαλείς που αγνοούσαν το δράμα του. Ήθελε να φωνάξει μα δεν μπορούσε. Τον έπνιγαν οι λυγμοί. Όπου να’ναι η γιαγιά του θα έβρισκε τρόπο να τρυπώσει στο σπίτι. «Πέτρο…» «Τι είναι;» ψέλλισε κλαψιάρικα. «Ξέρεις τι σου έχει η γιαγιά;» «Τι…;» Πάσχιζε να νικήσει τον τρόμο του. Είχε ανάγκη από μια ανακωχή. «Έχω τον Παρδαλό Αντωνάκι εδώ μαζί μου. Τον θυμάσαι Πέτρο μου;» Ένα κουδούνισμα αναδύθηκε μέσα από τον νεροχύτη. Τον θυμόταν τον αγαπημένο του κούκλο. Είχε ένα κουδούνι στην κορυφή του κόκκινου σκούφου του. Κοιμόντουσαν παρέα κάθε βράδυ. Μέχρι που ο πατέρας του, πριν σκοτωθεί σε εκείνο το εργατικό ατύχημα, του είχε αρπάξει τον Παρδαλό Αντωνάκι και τον είχε εξαφανίσει έτσι σκληρά κι απάνθρωπα. Τα κλάματα του Πέτρου δεν τον συγκίνησαν καθόλου. Ο γιος του έπρεπε να ξεπεράσει τις κούκλες, έτσι είχε βροντοφωνάξει ο μπαμπάς. «Και ο Κουνιστός Μίμης είναι εδώ…» Το κουνιστό του αλογάκι. Τα παιχνίδια που είχε τη συνήθεια να βαφτίζει ο ίδιος. «Όλα σου τα αγαπημένα παιχνίδια είναι στο κελάρι μαζί μου. Άνοιξε μου να φάω μια μπουκιά και θα στα φέρω επάνω…» Δεν μπορούσε να μετρήσει την ώρα μέσα στο μπάνιο. Το μοναδικό παράθυρο ψηλά στον τοίχο είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Η γιαγιά του πότε έκλαιγε και πότε του περιέγραφε το εσωτερικό μπαούλων που ήταν γεμάτα από τα παιδικά του παιχνίδια. Η μητέρα του είχε πει να μην πιστέψει στα λόγια της γιαγιάς. Η μητέρα του όμως τώρα είχε εξαφανιστεί από τη μνήμη του. Είχε ακούσει το κουδούνισμα στον σκούφο του Αντωνάκη. Ήξερε πως τα παιχνίδια του ήταν εκεί κάτω. Και ίσως αυτή τη φορά η γιαγιά του δεν θα χιμούσε να τον φάει. Είχε τα σημάδια στο σώμα του αλλά δεν θυμόταν τα συμβάντα. Μόνο αυτά που του είχε πει η μαμά και τα όνειρα. Οι εφιάλτες με το ορθάνοιχτο, σπηλαιώδες στόμα της γιαγιάς. Κάλυψε τα αφτιά του αλλά δεν κατάφερε να την αποκλείσει. Η φωνή της συνέχισε ατελείωτα μέσα στο κεφάλι του. Είχε αρχίσει τώρα να μουρμουράει έναν σκοπό, ένα γνώριμο νανούρισμα. Σύντομα δεν μπορούσε καν να σκεφτεί. Σύντομα δεν είχε πια καμία αντίσταση. Σύρθηκε ενάντια στον τοίχο μέχρι την κουζίνα. Από τη στιγμή που είχε αποφασίσει αυτό που θα έκαμνε η γιαγιά του είχε σωπάσει. Το σπίτι έτριζε μόνο από τα δικά του βήματα. Πρώτα πήγε στο ψυγείο. Όλο και κάτι θα είχε εκεί για να ταΐσει τη γιαγιά του. Αν υπήρχε κρέας θα ήταν ασφαλής. Μισό κοτόπουλο σε μια πιατέλα στο μεσαίο ράφι. Είχε ονειρευτεί την γιαγιά του να σέρνεται πάνω στον περιστρεφόμενο άξονα με τις λεπίδες που είχε κομματιάσει τον γιο της. Ξεκολλούσε κόκκινα κομμάτια σάρκας και τα έσπρωχνε στο φαφούτικο της στόμα. Το εσωτερικό του ψυγείου είχε πιτσιλιές από αίμα και το κουφάρι του κοτόπουλου αιμορραγούσε στις γρίλιες του ψυγείου. Ο Πέτρος ευχήθηκε πως αυτό θα ήταν αρκετό για να ικανοποιήσει τη γιαγιά του. Το κλειδί ήταν δίπλα στα μαχαιροπήρουνα. Τράβηξε και ένα χασαπομάχαιρο, το πήρε μαζί του για προστασία. Στάθηκε μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα. Ήταν σίγουρος πως την άκουγε να αναπνέει από πίσω. Η γιαγιά του περίμενε στο σκοτάδι, με το καλό της μάτι γουρλωμένο όλο προσμονή, να τον βλέπει μέσα από το ξύλο και η γλώσσα της να ξύνεται ανυπόμονα πάνω στο δόντι της. «Έχω το κλειδί…» τόλμησε να πει απευθυνόμενος σε εκείνη και η φωνή του βγήκε απελπισμένη και βραχνή. Άκουσε ένα γεροντικό χαχανητό και μακριά, κυρτά νύχια χάιδεψαν απαλά την κλειστή πόρτα. Η άκρη της ουράς της κοπάνησε προδοτικά τα τελευταία σκαλοπάτια του κελαριού. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, ξεροκατάπιε και το γύρισε μια φορά. Ολόκληρη η πόρτα έκανε να ορμίσει πάνω στο αγόρι. Ο Πέτρος άφησε μια κραυγή και αναπήδησε πίσω. Η κλειδαριά δεν είχε ξεκλειδωθεί ακόμα. Άκουσε τη γιαγιά του να στριφογυρνάει και να χτυπιέται από πίσω. Έβγαζε άναρθρες κραυγές και υπόκωφα μουγκρητά. Η φωνή της γουργούρισε σαν ζεστή ανάσα στο μυαλό του. «Πεινάω… Πεινάω τόσο πολύ… Τζιέρι μου…» Σαν υπνωτισμένος σήκωσε το χέρι του και γύρισε το κλειδί άλλη μια φορά, μέχρι να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος. Το πόμολο έκανε μια στροφή και η πόρτα έτριξε ανοιχτή αποκαλύπτοντας του το απύθμενο σκοτάδι από πίσω. Το αγόρι σήκωσε το μαχαίρι αμυντικά. Ήθελε να μιλήσει, να πει για το φαγητό στο ψυγείο αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Μαύρο ενάντια σε μαύρο κάτι κινήθηκε πίσω από το κατώφλι προς το μέρος του. Ερχόταν για να τον αρπάξει. Έκανε άμεση στροφή προς το χολ. Τα γόνατα του, σαν να ήταν φτιαγμένα από λάστιχο, δεν τον βοηθούσαν καθόλου. Είχε συνέλθει ξαφνικά και ήξερε ότι είχε διαπράξει μεγάλο λάθος. Ήθελε να τρέξει και δεν μπορούσε. Τραμπαλιζόταν σαν κούκλα που της είχαν κόψει τα νήματα. Κι αν κατάφερνε να τρέξει, που θα πήγαινε; Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Κρατούσε ακόμα το χασαπομάχαιρο αλλά ήξερε πως ήταν μάταιο. Το τομάρι της γιαγιάς του ήταν αδιαπέραστο. Μπορούσε σχεδόν να αισθανθεί τα μακριά της νύχια να πέφτουν προς το κεφάλι του, έτοιμα να γαντζωθούν στα μαλλιά του. Ούρλιαξε, και σαν απάντηση, άκουσε την εξώπορτα να ξεκλειδώνει. Το ταλαιπωρημένο πρόσωπο της μητέρας του μόλις που ξεπρόβαλε στο χολ όταν τον είδε να τρέχει προς το μέρος της. Ήθελε να της φωνάξει μια προειδοποίηση, ένιωθε όμως να βουλιάζει και να χάνεται ενώ το σπίτι στο κατόπι του γιγαντωνόταν σαν λαίμαργο σπήλαιο. Κατάλαβε το τραγικό της θέσης του στο βλέμμα της μαμάς του. Γούρλωσε τα μάτια της και πάνιασε ολόκληρη. Κάποια μπουκαλάκια με φάρμακα που κρατούσε της έπεσαν κάτω και το στόμα της σχημάτισε μια άηχη κραυγή. Έκανε πίσω και έκλεισε με δύναμη την εξώπορτα. Άκουσε την μητέρα του να κλειδώνει πάλι απ’έξω. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τον είχε εγκαταλείψει. Τον είχε εγκαταλείψει και τον κλείδωνε τώρα στον χαμό του. Η γιαγιά του θα τον ρουφούσε ολόκληρο στο στόμα της, θα θρυμμάτιζε τα κόκαλα του στα ούλα της και το μοναδικό της δόντι, σαν άπονο λεπίδι θα ξέσχιζε τα εντόσθια του. Τα πόδια του τον πρόδωσαν και σωριάστηκε στο χολ. Παραλίγο να πέσει πάνω στο μαχαίρι που κρατούσε. Το πρόσωπο του βρήκε το χοντρό ξύλο της εξώπορτας αλλά δεν έσπασε τα μούτρα του. Βούλιαξε σε μαλακή υφή και η κραυγή του πνίγηκε σε πικρό ύφασμα. Στριφογύρισε, με τα μάτια του να τσούζουν από τα δάκρυα, και έμεινε να κοιτάζει το σκοτάδι. Η μητέρα του τον είχε εγκαταλείψει, βορά στον τρόμο. Τον είχαν εγκαταλείψει οι πάντες, για πάντα κλειδωμένο εδώ μαζί της και του ήταν τελείως αδύνατο να τη σταματήσει. Τα μανίκια του, μακρουλά και διασταυρωμένα στην πλάτη του τον άφηναν τελείως ανυπεράσπιστο. «Μαμά… Που είσαι μαμά;» «Εδώ είμαι παιδί μου…» «Μαμά μη φεύγεις.» «Πρέπει Πέτρο μου. Τέλειωσαν τα φάρμακα…» «Μη μ’αφήνεις μόνο με τη γιαγιά!» «Η γιαγιά δεν μπορεί να σε πειράξει μωρό μου. Δε θυμάσαι;» «Φοβάμαι. Θα με φάει. Θα με φάει!» «Η γιαγιά… είναι κλειδωμένη αγόρι μου. Βαθιά στο κελάρι. Το κλειδί είναι στο συρτάρι της κουζίνας. Δεν μπορεί να βγει έξω…» «Φοβάμαι!» «Θα γυρίσω γρήγορα. Κάτσε ήσυχος και μη τσιρίζεις. Μη σε ακούσει. Κι αν αρχίσει να σου μιλάει μην της δώσεις σημασία. Μη κάνεις τίποτα από αυτά που σου λέει.» Όλα όμως είχαν τελειώσει για εκείνον. Άκουσε την γιαγιά να τον πλησιάζει στο σκοτάδι, να σκύβει από πάνω του και να μπήγει τα νύχια της στους ώμους του. Το χνώτο της χάιδεψε το αφτί του. «Τρυφερούδι μου…» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Καλή αρχή-απάντηση στην πρόκληση του Nihilio! Αυτό το μοτίβο της "μπαμπούσκας", το κουτί μέσα στο κουτί, μου άρεσε πάρα πολύ. Δημιούργησε ένα αίσθημα κλειστοφοβίας και συγχρόνως συνειρμικά μπόρεσα να το συνδέσω με την βαθύτερη ρίζα της τρέλας του Πετράκη, στην οποία για να φτάσει ο αναγνώστης, πρέπει να ξεκινήσει πρώτα από το σπίτι κι έπειτα να ξεκλειδώσει το κελάρι, όπου και ελλοχεύει έτοιμη να τον αρπάξει. Βέβαια, μόλις ο Πετράκης κι ο αναγνώστης νιώθουν πλέον την καυτή ανάσα της τρέλας (αιμοβόρα γιαγιά), επιβάλλεται η ανάδυση στην πραγματικότητα, που έρχεται απ' έξω, έξω κι απ' τα δυο κουτιά. Η εφιαλτική γιαγιά κατάφερε να πάρει σάρκα και οστά εξαιτίας του λεξιλογίου σου-ναι, πράγματι ακουγόταν σαν μια κλασική γιαγιά που παρακαλάει το εγγόνι της. Η συμπεριφορά της μάνας τόνισε πετυχημένα την τραγικότητα του χαρακτήρα, γεννώντας συνάμα και μια υποψία ότι κάτι δεν πάει καλά. Να πω την αλήθεια, εμένα με απογοήτευσε η τροπή που πήρε η ιστορία (τουλάχιστον έτσι όπως την κατάλαβα). Αυτό είναι βέβαια θέμα γούστου, αλλά θα προτιμούσα όλη η πλοκή να μην είναι μια κατάδυση στο υποσυνείδητο ενός έγκλειστου. Πέρα όμως από αυτό, ήταν καλογραμμένη. Μονάχα ένα σημείο μου δημιούργησε πρόβλημα: "Είχε ονειρευτεί την γιαγιά του να σέρνεται πάνω στον περιστρεφόμενο άξονα με τις λεπίδες που είχε κομματιάσει τον γιο της. Ξεκολλούσε κόκκινα κομμάτια σάρκας και τα έσπρωχνε στο φαφούτικο της στόμα". Σε αυτό το σημείο, για κάποιον λόγο, μπερδεύτηκα και μόνο όταν το ξαναδιάβασα συνειδητοποίησα πως μιλούσες για όνειρο. Επίσης, η πρόταση που ακολουθεί "Το εσωτερικό του ψυγείου είχε πιτσιλιές από αίμα και το κουφάρι του κοτόπουλου αιμορραγούσε στις γρίλιες του ψυγείου", μου φάνηκε αρκετά υπερβολική, κι αν και μπορώ να διακρίνω κάποιο μηχανισμό πίσω της (το ψυγείο είναι άλλο ένα κλειστό κουτί που περιέχει μια φρίκη), θα την προτιμούσα λίγο πιο διακριτική, έτσι ώστε να δίνει την υποψία στον αναγνώστη ότι κάτι δεν κολλάει εδώ, χωρίς να του την επιβεβαιώνει κιόλας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Άιτς, μπρρρρ... Καλά που είναι μέρα μεσημέρι... Άιντε να βρω τα σπόιλερ τώρα Είναι λίγο επίφοβο που ουσιαστικά στηρίζεις όλη την αποκάλυψη σε μία μοναδική ατάκα, στα μανίκια του μικρού. Χρειάστηκε να το περάσω δεύτερη φορά για να το πιάσω ακριβώς. Την πρώτη κατάλαβα πως είναι τρελός, αλλά είχα την εντύπωση πως κρατάει όντως μαχαίρι κι εξού κι η τρομάρα της μάνας. Ωραίο πλοκή, κακός τίτλος, υπέροχη ανάπτυξη. Μια πολύ καλή ιστορία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 1, 2009 Author Share Posted September 1, 2009 Απαντώντας στο spoiler της Nienor: Υπήρχε τρόπος να αποκαλύψω και να εξηγήσω πολλά στο τέλος, θα άλλαζε όμως η οπτική που διαρκεί σε όλο το διήγημα και θα έπεφτε ενοχλητικό μπλαμπλά. Αυτό θα το άκουγα μετά από πολλούς. Έμεινα λοιπόν στην οπτική του μικρού και όσα κατάλαβε ο αναγνώστης. Ναι, ο μικρός έχει πρόβλημα και η μαμά του έχει πάει να πάρει τα δικά του χάπια. Ναι επίσης, η μαμά έκανε πίσω γιατί είδε τον γιο της να έρχεται με μαχαίρι στο χέρι. Αυτά που δεν εξηγήθηκαν είναι α) η γιγιά δεν υπάρχει, δηλαδή δεν ζει πια και β) στο φινάλε με τον ζουρλομανδύο ο Πέτρος είναι ενήλικας. Αυτά όμως νομίζω πως δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία. Όσο για τον τίτλο, θεώρησα πως από κάθε διαφορετική οπτική, ο κάθε χαρακτήρας στην ιστορία είναι και ένα είδος τέρατος. Θα μπορούσαν όντως να κρατούν την καημένη τη γιαγιά κλειδωμένη στο κελάρι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Μα τα κατάλαβα όλα αυτά που λες ότι δεν εξηγούνται. Μου ήταν ξεκάθαρα. Το μόνο που δε μπορώ να πιάσω είναι πως ο Πέτρος -και ότι είναι μεγάλος κι όχι πιτσιρίκι το κατάλαβα- κρατάει το μαχαίρι αφού φοράει ζουρλομανδύα. Αυτή η λεπτομέρια με έκανε να πιστεψω πως και το μαχαίρι ήταν στο μυαλό του και μου χάλασε λίγο την αντίδραση της μάνας, επειδή έψαχνα να βρω πώς ακριβώς ήταν στημένη η σκηνή. Τώρα, φυσικά κι έχεις κάνει πάρα πολύ καλά που δεν άλλαξες την οπτική πουθενά. Δεν είναι το τι θα άκουγες αλλά το ουσιαστικό του πράγματος, που σε κρατάει στο σκεπτικό του μικρού σε όλη τη φάση και στο τέλος, ενώ νιώθεις ήδη τον τρόμο του αισθάνεσαι ταυτόχρονα και μια διάχυτη, εκνευριστική θα την έλεγα, συμπονια. Για όλους τους, ακόμα και για εκείνη την καημένη τη μνήμη της γιαγιάς που σε τρομάζει σε όλο το υπόλοιπο. Έχεις κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά από αυτή την άποψη, όπως εξάλλου και κάθε φορά. Πιο τρομαχτικό ακόμα για μένα είναι το ότι ανάμεσα στις οικογένειες που ξέρω, υπάρχουν δύο με παρόμοιο πρόβλημα σε κάποιο παιδί -για την ακρίβεια έχουν κυνηγήσει και οι δύο τις μητέρες τους με μαχαίρια. Κι όταν γράφεις για κάτι που είναι αληθινό, που γίνεται δηλαδή, ο τρόμος διογκώνεται κι αγγίζει περίεργα σημεία. Μόνο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον τρόμο από τη πλευρά της μητέρας κι όχι από εκείνη που τη δίνεις εσύ. Έχεις καταφέρει να μας μπάσεις πολύ πευχημένα σε έναν πειστικό τρόπο σκέψης ενός τέτοιου μυαλού. Ο τίτλος, επειδή το προηγούμενο ήταν σύντομο και δεν στο εξήγησα, δε μου αρέσει επειδή α) τον βρίσκω εύκολο, σαν όνομα αρχείου β) κανείς δεν είναι τέρας, όλοι άνθρωποι είναι τελικά, αλλά δε λειτουργεί και ιδιαίτερα παραπλανητικά, τουλάχιστον όχι περισσότερο από κείμενο κι άρα νομίζω το αποδυναμώνει γ) δεν πιστεύω πως θα θυμόμουν αυτή την ιστορία με τον στυγκεκριμένο τίτλο, μάλλον θα έλεγα "εκείνη που έχουνε κλεισμένη τη γιαγιά στο υπόγειο και ...". Το τελευταίο θα φανεί υποθέτω εν καιρό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 1, 2009 Author Share Posted September 1, 2009 Ξανά spoiler στο spoiler: Κιάρα, τα κατάλαβες όλα αλλά με μπέρδεψες στο πως μπερδεύτηκες και πως σε μπέρδεψα τελικά; Τα γεγονότα λαβαίνουν μέρος όταν ο Πέτρος είναι έξι χρονών. Όπως τα διαβάζεις. Όντως παίρνει το μαχαίρι από την κουζίνα για να ξεκλειδώσει τη γιαγιά. Η μητέρα του τον βλέπει να έρχεται τρεχάτος με το μαχαίρι στο χέρι γι αυτό και κάνει πίσω. Ο πεσμένος όμως Πέτρος, είναι ως ενήλικας στο "μαλακό" κελί του τρελοκομείου, με ζουρλομανδία. Στο κεφάλι του ζει τα γεγονότα που θυμάται. Ok? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Χαχαχαχαχαχα.... οκ, αλλά δεν είχα καταλάβει τίποτα τελικά. Κόντρα σπόιλερ Τι είχα καταλάβει: (προτού περάσω τρίτη ανάγνωση) Ο Πέτρος είναι ήδη μεγάλος, ζει στο σπίτι με τη μητέρα του ενώ έχει ήδη κάποιας μορφής σχιζοφρένεια, έχει νοσηλευτεί στο παρελθόν, παίρνει χάπια κι όσο τα παίρνει είναι καλύτερα. Τα χάπια τελειώνουν, η μητέρα του πάει να πάρει άλλα και αργεί. Αυτός ξαναφρικάρει από την έλλειψη φαρμάκων, αρχίζει να νιώθει παιδί, παλιούς τρόμους και παραπονα και τελικά φτάνει έως το σημείο όπου το μυαλό του με τον υπάρχοντα χώρο έχουν γίνει ένα, κρατάει το μαχαίρι στην πραγματικότητα, θυμάται το ζουρλομανδύα, σπάει τα μούτρα του, θυμάται πως η πόρτα στο κελί ήταν μαλακή -γιατί κάπου εκεί αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι θα ξαναπάει πίσω- δε νιώθει ότι σπάει τα μούτρα του γιατί προέχει το ότι φοβάται και η μητέρα του, ανοίγωντας την πόρτα, τον βρίσκει ματωμένο στο πάτωμα και ξαναφεύγει να φέρει βοήθεια για να τον ξανακλείσει μέσα, όπου θα είναι μόνος του στον τρόμο και πάλι. Μετά και από την τρίτη ανάγνωση, και τα δύο σενάρια, και αυτό που έφτιαξε το μυαλό μου διαβάζοντας και αυτό που μου γράφεις ότι είχες στο μυαλό σου μου φαίνονται εξίσου πειστικά. Δεν είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό??? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Ντινο καταφερες παλι να με συναρπασεις (δεν εχω και κανενα φιλο μεγαλοεκδοτη ρε γαμωτο να σου κανω κονε,) Φρικιαστικο και ταυτοχρονα μαγευτικο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Πολυδιάστατο και ανατρεπτικό, πάει η αρχετυπική εικόνα της καλοκάγαθης γιαγιούλας. Ένοιωσα τα νύχια της Γριάς στην πλάτη μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted September 1, 2009 Share Posted September 1, 2009 Σε σημεία ψιλοσκοντάφτει (κάτι τυπογραφικά τύπου "λεπτοδίκτη" ή "πετράκι", κάτι "ίντσες" σε ένα σημείο) αλλά μαγευτικό φρικιαστικό κείμενο γεμάτο με την πολύ δυνατή εικόνα της αιμοβόρρας γιαγίας στο υπόγειο. Ο τίτλος πράγματι μέτριος, αλλά η φρίκη που βγάζει το κείμενο είναι πολύ δυνατή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
*Aria* Posted September 2, 2009 Share Posted September 2, 2009 (edited) Στην αρχή δεν είχα καταλάβει τι παιζόταν. Έβλεπα τις εικόνες ως πραγματικότητα του 6χρονου αγοριού -κι αυτό ήταν το πιο τρομαχτικό. Μεταδίδεις ποικίλα συναισθήματα κι έντονα. Το τέλος μου άρεσε. Καθόλη την διάρκεια που διάβαζα το κείμενο, είχα την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, όμως το απέδωσα αρχικά ότι ίσως ο πιτσιρικάς να έβλεπε όνειρο *εφιάλτη* -μερικές φορές τα όνειρα μοιάζουν σαν σπασμένα γυαλιά. Αυτό μου με υποψίασε ότι κάτι δεν πάει καλά είναι το πώς ξεκινάς με την πρώτη παράγραφο και πώς συνεχίζεις την αφήγηση. Δεν μπορούσα να "συνδέσω" τις εικόνες στην αρχή. Όσον αφορά τον τίτλο, από την μια δεν προϊδεάζει για το περιεχόμενο της ιστορίας, όμως από την άλλη ίσως τελικά να είναι και η απάντηση για την τρέλα του Πέτρου. Επίσης, μια αυθόρμητη σκέψη που έκανα ήταν: Γιατί η μανούλα λέει στο παιδάκι της πού βρίσκεται το ρημαδοκλειδί; Μήπως τελικά ήθελε να το ξεπαστρέψει χωρίς να λερώσει η ίδια τα χεράκια της; Edited September 2, 2009 by *Aria* Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 2, 2009 Share Posted September 2, 2009 Έξοχο, με έκανε κουρέλι, μπράβο Ντίνο! B) Το διάβασα δύο φορές, μία χθες και μία σήμερα, για να βεβαιωθώ πως δενέχει κενά, δεν έχει κάτι που με μπερδεύει. όχι, είναι τέλειο. Όλο κυλάει άψογα, μας δίνεις μικρές δόσεις του 'κάτι δεν πάει καλά εδώ' και στο τέλος μας το αποκαλύπτεις πια με μια μεγάλη κίνηση, τραβώντας τις κουρτίνες. Και παίρνω το θάρρος να απαντήσω στην ερώτηση της Aria, ελπίζοντας πως δεν εκτίμώ λάθος το κείμενό σου: Το κλειδί του το έδωσε η μαμά, για να αισθανθεί το μικρό φοβισμένο παιδάκι πως έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Μπορεί μάλιστα να της το είχε πει και ο ψυχίατρος αυτό το κόλπο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 2, 2009 Author Share Posted September 2, 2009 Και παίρνω το θάρρος να απαντήσω στην ερώτηση της Aria, ελπίζοντας πως δεν εκτίμώ λάθος το κείμενό σου: Το κλειδί του το έδωσε η μαμά, για να αισθανθεί το μικρό φοβισμένο παιδάκι πως έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Μπορεί μάλιστα να της το είχε πει και ο ψυχίατρος αυτό το κόλπο. Το έθεσες πολύ πιο εύγλωττα από όσο θα μπορούσα εγώ. Εγώ απλά σκέφτηκα πως αυτή η πληροφορία έδινε μια "σιγουριά" στο παιδί. [Από την άλλη...θυμήθηκα το King Kong. Θυμάστε το πανύψηλο τείχος που έκτισαν οι ιθαγενείς για να προστατευτούν από το γιγάντιο τέρας; Θυμάστε και την πανύψηλη πόρτα που είχε το τείχος δίπλα στό χωριό τους;] Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted September 3, 2009 Share Posted September 3, 2009 (edited) DinoHajiyorgi, Εκπληκτική περιγραφική και αφηγηματική δύναμη. Έντονο και εντυπωσιακό ανάγνωσμα. Edited September 3, 2009 by Πυθαρίων Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted September 7, 2009 Share Posted September 7, 2009 Μπράβο, μπράβο. Αυτή ήταν μια ιστορία πολύ καλή. Τρομαχτικά ζωντανή καλύτερα. Η γιαγιά έφερε ανατριχίλες στη ράχη μου και ναι, σχεδόν ένιωσα και γω τα νύχια της. Δεν ξέρω αν έχει σημασία τι συμβαίνει με τον πιτσιρικά. Δε με νοιάζει προσωπικά. Είμαι οπαδός της ατμόσφαιρας. Θα επανέλθω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted September 7, 2009 Share Posted September 7, 2009 το διάβασα.... μονοκοπανιά μια φορά.... διάβασα και τις απαντήσεις, και τα σπόιλερ.... γράφω και απάντηση αλλά η ανατριχίλα ακόμα δεν λέει να περάσει.... το οτι φυσικά δεν είχα ιδέα τι παιζόταν μέχρι το τέλος είναι εμφανές... η ατμόσφαιρα μου έφερε λίγο από άλιεν, λίγο από το "ανθρωποι κάτω από τις σκάλες".... και πολύ μα πολύ τρόμο.... Τα συγχαρήτηρια μου κε Χατζηγιώργη γιατί έτσι είχα να νιώσω πάρα πολύ καιρό....(δεν διαβάζω πολύ τρόμο ή τουλάχιστον όχι τέτοιο τρόμο) ο τίτλος με πήγε στα 'πραγματικά' τέρατα στο κελάρι.... τελικά η δική μου φαντασία καλπάζει περισσσότερο από ότι σκεφτόταν ο συγγραφέας όταν το έγραφε.... και πάλι τα συγχαρήτηρια μου.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eric Draven Posted September 9, 2009 Share Posted September 9, 2009 Μόλις το διάβασα, βράδυ μόνος μου σπίτι και κατάφερε να με ανατριχιάσει. Μόνο από αυτό έχει πετύχει σαν ιστορία τρόμου για μένα. Μ'αρεσε η ανατροπή αν και θα προτιμούσα να πάει έτσι όπως ξεκίνησε, but thats me. Well done Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 10, 2009 Share Posted September 10, 2009 Πάρα πολύ ωραία ιστορία με ανατριχιαστική ατμόσφαιρα. Σε κρατάει σε αγωνία μέχρι το τέλος. Θυμάμαι στο σημείο που αποφασίζει να ανοίξει την πόρτα ήμουν... Όχι μην την ανοίξεις... αλλά στο βάθος κάτι μου έλεγε οτι θα την άνοιγε. Μπρρρ... Καλύτερα να μην την σκέφτομαι πριν πέσω για ύπνο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Count Baltar Posted September 10, 2009 Share Posted September 10, 2009 Κυριολεκτικά το ρούφηξα. Έφτασα μεμιάς ως το τέλος, νιώθοντας ένα απίστευτα κλειστοφοβικό συναίσθημα. Παρότι ένιωθα ότι δεν έχω πιάσει ένα σωρό πράγματα, η απόλαυση της ανατριχίλας δεν έλεγε να φύγει. Και όντως, διαβάζοντας τα σπόιλερ συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καταλάβει σχεδόν τίποτα! Χρειάστηκε να γυρίσω κάμποσες φορές πίσω για να τα βρω. Πιστεύω, ωστόσο, ότι αυτό είναι "πρόβλημα" του συγγραφέα μόνο στο μέτρο που κατέστησε το διήγημά του τόσο απολαυστικό, ώστε να προτιμάει ο αναγνώστης να χάσει το νόημα προκειμένου να απολαύσει τα συναισθήματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 14, 2009 Share Posted September 14, 2009 Εξαιρετικό. Τολμώ να πω λίγο έξω από το συνηθισμένο σου στυλ, με περισσότερο βάρος στο ψυχολογικό παράγοντα απ' ό,τι σε άλλα σου κείμενα, αλλά το υπηρετείς και αυτό το στυλ με την ίδια άνεση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted November 3, 2009 Share Posted November 3, 2009 (edited) Διαμάντι αυτή η ιστορία.- Edited November 4, 2009 by Adicto Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 29, 2011 Share Posted September 29, 2011 Όχι, δεν το ξέχασα αυτό. Καιρός για επανάλληψη. κάθε φορά που το διαβάζω τη φοβάμαι αυτή τη γιαγιά, παραείναι απαίσια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted September 29, 2011 Share Posted September 29, 2011 Ναι, κι εμένα μου 'χει μείνει αυτή η γιαγιά μπρρρ... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
newbook Posted October 13, 2011 Share Posted October 13, 2011 Δεν πρόκειται να βάλω κοτόπουλο στο ψυγείο, ποτέ πιά! . Υποκλίνομαι. Με περισσότερα λόγια, λέω ότι έχασα παντελώς το νόημα, αλλά απόλαυσα τον τρόμο μέσα σε αυτό το κωλόσπιτο! Μπράβο!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Αιθεροβάμων Posted October 14, 2011 Share Posted October 14, 2011 (edited) Παρά πολύ καλό. Ο τρομογράφος μου χτύπησε κόκκινο και το χάρηκα! Είναι απίθανες πολλές απο τις ιστορίες σου και μου αρέσει ο τρόπος της γραφής σου. Εμπλουτίζεις με απίστευτη μαεστρία τα κείμενά σου προσθέτοντας λεπτομέρειες ανατριχιαστικές. Μου αρέσει πολύ να σε διαβάζω ΥΓ: Αν πρέπει να σχολιάσω κάτι αρνητικά αυτός είναι ο τίτλος του. Δεν δένει πολυ με το κείμενό σου κατά τη γνώμη μου. Όμως η ομορφιά του κειμένου σου είναι τέτοια, που δε θα με πείραζε να είναι και άτιτλο. Edited October 14, 2011 by Αιθεροβάμων Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.