Jump to content

Κρύψου


Cassandra Gotha

Recommended Posts

Τίτλος: Κρύψου

 

Είδος: Τρόμου, πιστεύω

 

Μέγεθος: Γύρω στις 2000 λέξεις.

 

Σχόλια: Με κάνατε να θέλω να γράψω κάτι με αίματα, με το 'μήνα τρόμου' σας...:devil2:

 

 

 

 

 

Δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε στην τσέπη του. Μια οργισμένη έκφραση σχηματίστηκε στο νεανικό πρόσωπο. Σκούπισε τα μάτια και τα μάγουλα του με την ανάστροφη του χεριού και ρούφηξε τη μύτη. Κοίταξε για τελευταία φορά το χώρο και κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς την εξώπορτα. Το χαρτί βρισκόταν χωμένο στην τσέπη του τζιν του. Η πρώτη λέξη που έγραφε ήταν κρύψου.

 

Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κλείδωσε, κι όπως κοίταζε το κλειδί τα μάτια του έπεσαν πιο χαμηλά, στο πεζοδρόμιο που ήταν βρώμικο, γεμάτο νεκρά κύτταρα μαζεμένα σε μια αηδιαστική μαυρίλα ακαθόριστης σύστασης. Γύρισε και πήρε το δρόμο. Ο ήλιος είχε πέσει από ώρα, οι λάμπες είχαν ανάψει, τα μαγαζιά είχαν κλείσει. Αυτοκίνητα και μηχανάκια στριμώχνονταν στα φανάρια, βογκώντας απειλητικά, μηρυκάζοντας βενζίνη. Το κυνήγι είχε αρχίσει κι αυτός ήταν θήραμα.

 

 

 

Ένα χέρι χτύπησε απότομα τον τοίχο, αφήνοντας στο σημείο έναν μικρό σκούρο λεκέ μαζί με λίγο αίμα. Ο άντρας ξύστηκε βρίζοντας. «Ακριβώς πάνω στη φλέβα».

 

Χωρίς να ανάψει το φως της κουζίνας, πήγε στο ψυγείο και πήρε μια μπύρα. Την άνοιξε γυρνώντας στο σαλόνι. Ενώ απλωνόταν στον καναπέ, σκέφτηκε πως θα έχουν βγει για ψώνια και όπου να ‘ναι θα γυρίσουν. Και ρούφηξε την πρώτη, καθησυχαστική γουλιά.

 

 

 

Στην παλιά πολυκατοικία υπήρχε το διαμέρισμα που είχαν νοικιάσει όλοι μαζί. Με λίγα λεφτά το μήνα ο καθένας, είχαν έναν ασφαλή χώρο να κρύβονται, να κοιμούνται, να κάνουν συζητήσεις και να καταστρώνουν σχέδια. Εκεί οργάνωναν τις επιθέσεις τους. Εκεί οραματίζονταν ένα επιτυχημένο μέλλον, όπου θα έβρισκαν δουλειά, σπίτι και γκόμενα, και θα αγόραζαν ακριβά αμάξια. Εκεί έφερναν τις καριόλες που πήδαγαν, πληρωμένες ή μη. Κι εκεί κατέληγαν μετά από οποιαδήποτε αποστολή.

 

Οι αποστολές τους ήταν συνήθως επιθέσεις στις γύρω συνοικίες. Όσο πιο πολύ το ξύλο, τόσο καλύτερα. Λοστοί, μαχαίρια, πέτρες, κλωτσιές και μπουνιές ήταν τα εργαλεία του αγώνα τους. Αν τα θύματα έφευγαν και δεν ξαναγυρνούσαν στη γειτονιά, η αποστολή είχε την στοχευόμενη επιτυχία. Αν το θύμα πέθαινε, η αποστολή είχε παραπάνω από κάθε προσδοκώμενη επιτυχία.

 

 

 

Ανέβηκε τη σκάλα ως το δεύτερο όροφο, και έστριψε αριστερά στο σκοτεινό διάδρομο. Από το διαμέρισμα ακουγόταν Death Metal. Χτύπησε το κουδούνι και έδειξε το τατουάζ στο εσωτερικό του καρπού του, στοχεύοντας στο ματάκι της πόρτας. Ήταν μια διαδικασία πιο πολύ ευχάριστη, παρά χρήσιμη. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, συμπολεμιστές και φίλοι. Αλλά τους άρεσε να επιδεικνύουν αυστηρότητα ο ένας στον άλλο, έκλεινε πιο σφιχτά την ομάδα τους.

 

Ένα χέρι με το ίδιο τατουάζ άνοιξε την πόρτα από μέσα και τον άφησε να μπει.

 

«Τι έγινε;»

 

Καμιά απάντηση. Μπήκε σοβαρός και κάθισε σε μια καρέκλα, κοιτώντας τα τρία άτομα που ήταν εκεί. Άναψε τσιγάρο και συνέχισε να τους κοιτάει. Το γράμμα με τη λέξη κρύψου ακόμα χωμένο στην τσέπη του. Ησυχία, κάποιος έκλεισε τη μουσική. Ο καπνός έφευγε προς το ανοιχτό παράθυρο. Μια κατσαρίδα ακούστηκε να σαλεύει σε μια σακούλα πεταμένη στο πάτωμα. Ένας από την παρέα μίλησε. Είχε ξανθά φρύδια, φακίδες και ξυρισμένο κεφάλι.

 

«Θα μας πεις;»

 

Εκείνος φύσηξε καπνό από τα μισάνοιχτα χείλια του. Μια ελαφριά γκριμάτσα χαράχτηκε σ’ αυτά, σα να μην μπορούσε να μιλήσει γιατί τον πονούσε κάποιο δόντι.

 

 

 

Καθώς τίναζε τη στάχτη στο σταχτοδοχείο απάντησε, χωρίς να τους κοιτάει.

 

«Μας ανακάλυψε η μάνα μου. Λέει πως το ξέρουν κι οι μπάτσοι. Το μόνο που δεν ξέρουν ακόμα είναι η βάση μας».

 

Τους κοίταζε τώρα, που άκουγαν τα δυσάρεστα αλλά αναμενόμενα λόγια.

 

«Κάποτε θα γινόταν. Κάποιος θα μας ανακάλυπτε. Ήταν ζήτημα χρόνου. Ιδίως μετά το παιδί».

 

Εκεί όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και μετά ένας σηκώθηκε και έκλεισε τα πατζούρια και τα παράθυρα.

 

 

 

Ο άλλος, αυτός που είχε ανοίξει την πόρτα, μίλησε χαμηλόφωνα, με σφιγμένα δόντια.

 

«Είπαμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα, αν θυμάσαι. Δεν το μάθαμε, παρά μόνο την άλλη μέρα στις ειδήσεις: κάποιος χτύπησε τον πιτσιρικά, του άνοιξε το κεφάλι, τον παράτησε στο δρόμο όπου και ψόφησε, και τέρμα. Τι κάθεσαι και λες τώρα; Πας γυρεύοντας;»

 

 

 

«Έχεις κάτι να μου πεις; Μίλα στα ίσα», αγρίεψε εκείνος και σηκώθηκε, βάζοντας το χέρι στην κωλότσεπη, όπου φύλαγε το σουγιά.

 

 

 

«Σκάστε γαμώτο!» ακούστηκε μια αγανακτισμένη φωνή. Ερχόταν από το ξυρισμένο κεφάλι με τα ξανθά φρύδια.

 

«Σκάστε και καθίστε κάτω να δούμε τι θα κάνουμε».

 

 

 

Κάθισαν όλοι στις καρέκλες και ξεφύσηξαν με άγχος.

 

«Πρέπει να ειδοποιήσουμε και τους άλλους».

 

«Ναι, αλλά να δούμε τι θα τους πούμε πρώτα».

 

«Τι να τους πούμε; Ότι η μάνα του μαλάκα από ‘δω μας πήρε χαμπάρι και ότι πρέπει να μαζεύουμε τα μπογαλάκια μας σιγά-σιγά. Τι άλλο;»

 

 

 

Δεν είπε τίποτα. Είχανε δίκιο. Υπήρξε απρόσεχτος κι άλλες φορές στο παρελθόν, αλλά τότε με το παιδί το παράκανε. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν δεκατεσσάρων χρονών, τον άφησε σέκος έτσι στην ψύχρα, στη μέση του δρόμου, κι αν δεν ήταν τρεις μετά τα μεσάνυχτα σίγουρα κάποιος θα τον είχε δει. Και ούτε που ασχολήθηκε να του κλέψει τη σχολική τσάντα που είχε στην πλάτη του, το πορτοφόλι, τα κλειδιά του σπιτιού, κάτι που να δείχνει σαν ληστεία τέλος πάντων. Απλά έφυγε τρέχοντας, με το αίμα του ετοιμοθάνατου μάγου στα χέρια του.

 

 

 

Η μπύρα ήταν ακουμπισμένη στο τραπεζάκι. Η τηλεόραση έπαιζε χαμηλόφωνα, ένας ανεμιστήρας γύρναγε και το τηλέφωνο σαν στόμα πεισματικά κλειστό. Κοίταξε το ρολόι απέναντι, δέκα και δέκα. Μετά κοίταξε για άλλη μια φορά την πόρτα. Ένας αόριστος φόβος τον δηλητηρίαζε σιγά-σιγά, τους έπαιρνε στα κινητά και δεν απαντούσαν, κάτι κακό να είχε συμβεί, ή απλά δεν μπορούσαν να απαντήσουν; Αναστέναξε μακρόσυρτα και βγήκε στο μπαλκονάκι της κουζίνας. Πέρα ο μεγάλος δρόμος πολύβουος και χρωματιστός, φώτα έσπαγαν το σκοτάδι της νύχτας. Κάπου εκεί βρίσκονταν ο γιος και η γυναίκα του, καθ’ οδόν για το σπίτι, ήταν σίγουρος, έπρεπε να είναι.

 

 

 

Γονατισμένη απάνω στις ρίζες του μεγαλύτερου δέντρου στο λόφο, μόνη, είχε τα μάτια της κλειστά και τα χέρια στα γόνατα. Κανείς δεν τριγυρνούσε σ’ εκείνο το σημείο, το ήξερε καλά χρόνια τώρα που το επισκεπτόταν για να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της. Σκοτάδι απλωνόταν προστατευτικά γύρω.

 

Ακούγονταν μόνο γρύλοι και η βαθιά, πλήρης ανάσα της. Τον οραματιζόταν. Όπως τον είχε δει το πρωί, πριν φύγει από το σπίτι, με το τριμμένο τζιν και τις μπότες από μέσα, με τη μαύρη μπλούζα και το τατουάζ, εκείνο το μισητό τατουάζ που συνήθως έκρυβε κάτω απ’ το δερμάτινο βραχιόλι. Επικεντρώθηκε στο σχήμα του, το έβλεπε καθαρά, ήταν το σπαθί με το αίμα που έσταζε από πάνω του, μαύρο σαν τις καρδιές όσων το χτυπάγανε στο δέρμα τους. Σαν την καρδιά του γιου της.

 

Η αναπνοή της καταλάγιασε, δεν ακουγόταν πια, η καρδιά της χτύπαγε όλο και πιο σιγά. Πρόφερε άηχα το όνομά του, ‘Δημήτρη’ πολλές φορές, ‘Δημήτρη’, τον επικαλούνταν ώρα, ώσπου μια στιγμή είπε απότομα ‘εκεί’ και άνοιξε τα μάτια της. Μέσα τους μπορούσε να δει κανείς λεπίδες να κόβουν κεφάλια νεαρών ανδρών με μαύρες καρδιές.

 

 

 

Είχαν έρθει όλοι πια. Ο Δημήτρης ήταν στο κέντρο ενός ημικύκλιου και απαντούσε σε ερωτήσεις. Πότε τον κατάλαβε η μάνα του, τι πίστευε ότι θα έκανε, αν το είχε πει πράγματι στην αστυνομία και αν ήξερε τη διεύθυνση ή τα ονόματα των άλλων. Εκείνος κάπνιζε ασταμάτητα και αποκρινόταν όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, αν και δεν ήξερε τις περισσότερες απαντήσεις. Δεν μπορούσε να ξέρει. Είχε μόνο εκείνο το γράμμα, που δεν έδειξε σε κανένα και το τηλεφώνημά της το απόγευμα, που τον πληροφόρησε ότι η αστυνομία θα το μάθει σύντομα και καλά θα έκανε να τους αφήσει. Εκείνος όμως δεν τους άφηνε, ήταν οικογένειά του πιο πολύ από τους δύο ασήμαντους ανθρωπάκους, τη μάνα και τον πατέρα του, που ζούσαν δουλειά-σπίτι-δουλειά και τα βράδια έβλεπαν τηλεόραση.

 

Εκείνοι είχαν ένα σκοπό, που όλοι μαζί πολεμούσαν γι’ αυτόν, και κινδύνευαν, αλλά δε θα σταματούσαν. Δε θα σταματούσαν αν δεν καθάριζαν την πόλη τους από κάθε βρωμερή μαγεία, από κάθε μάγο και μάγισσα και μαγισσοπαίδι. Τους έβρισκαν παρακολουθώντας τις συνάξεις τους, μπαίνοντας σε σπίτια και υπόγεια, παραβαίνοντας πόρτες και σπάζοντας παράθυρα, χτυπώντας αλύπητα μέχρι θανάτου. Η αστυνομία δεν μπορούσε να ξέρει, γιατί οι σκοτωμένοι μάγοι και μάγισσες φορτώνονταν με ενοχοποιητικά στοιχεία για κατοχή ναρκωτικών, κι έτσι την αλήθεια πάντα την κάλυπτε η σκιά του υποκόσμου. Ακόμη κι αν επιζούσαν, βαριά πληγωμένοι, τα πράγματα ήταν σκούρα γι’ αυτούς με ένα σακουλάκι πρέζα καλά κρυμμένο στο σπίτι τους και ένα τηλεφώνημα στην αστυνομία από δήθεν θορυβημένο γείτονα.

 

 

 

Όλοι άρχισαν να φοβούνται, δεν μπορούσαν να ξέρουν το μέλλον τους. Απ’ τη μια οι μάγοι με τα διαβολοκόλπα τους, που θα μπορούσαν να τους βρουν και να τους εξολοθρεύσουν με φοβερούς τρόπους και από την άλλη οι μπάτσοι που θα τους έπιαναν μόνο αν πήγαιναν καρφωτοί, πράγμα όμως πιθανό με τα καινούργια δεδομένα. Ο Δημήτρης στεκόταν ακόμα όρθιος αλλά δε μιλούσε πια. Είχε πει όσα ήξερε ή μπορούσε να υποθέσει. Τους κοίταζε και ήθελε να γυρίσει πίσω το χρόνο, να μην είχε σκοτώσει τον πιτσιρικά, να ήταν πιο προσεχτικός στο σπίτι του, να μην εξέφραζε ανοιχτά το μίσος του για τους μάγους. Ακόμα θυμόταν το ύφος της μάνας του όταν τον άκουσε να τους αποκαλεί απειλή για τον κόσμο. Τον είχε κοιτάξει πρώτα εμβρόντητη, μετά θλιμμένη και τέλος θυμωμένη, σα να επρόκειτο να τον χτυπήσει. Η μάνα του δε θύμωνε ποτέ. Πάντα αυτή τον έσωζε απ’ την οργή του πατέρα του όταν μικρός έκανε καμιά ζημιά και έτρωγε κάνα χαστούκι. Εκείνη έμπαινε μπροστά, τον έπιανε απαλά από το χέρι κι έλεγε «Γιάννη, σε παρακαλώ, σταμάτα. Είναι παιδί, το παιδί μας» και τότε ο πατέρας του σταμάταγε και μιλούσε λογικά και συγκρατημένα. Μα εκείνη τη μέρα την είδε πιο θυμωμένη από τον πατέρα του όταν τον μάλωνε.

 

 

 

Ξαφνικά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα πια. Τα μάτια του θόλωσαν, δεν έβλεπε καθαρά. Μόνο γκρίζα περιγράμματα που κινούνταν εκφοβιστικά γύρω του, κυκλώνοντάς τον. Ζαλιζόταν, το στομάχι του γύρναγε, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και άστατα.

 

«Δημήτρη τι κάνεις;» άκουσε μια φωνή από δίπλα του.

 

«Είναι τέρατα, είναι εχθροί. Θα σε σκοτώσουν», άκουσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του.

 

«Τι έγινε; Τι κάνεις ρε;»

 

Είχε βγάλει το σουγιά και γυρνούσε γύρω-γύρω τρομοκρατημένος.

 

«Κάντε πίσω! Κάντε πίσω, μάγοι, τέρατα! Τέρατα!» φώναξε και έκανε μια κοφτή κίνηση στον αέρα μπροστά του, με το χέρι που κρατούσε τη μικρή λεπίδα.

 

«Τά ‘παιξες ρε;»

 

«Σκότωσέ τους, σκότωσε, σκότωσε…»

 

«Πίσω, τέρατααα!»

 

 

 

Όρμηξε μπροστά και με μανία έσκιζε, έκοβε, χτύπαγε. Πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν την απειλή, πριν προλάβουν να αντιδράσουν είχε σκοτώσει ήδη τρεις από τους φίλους του. Οι άλλοι έπιασαν ό,τι βρήκαν πρόχειρο, μαχαίρια, καρέκλες, μπουκάλια, και προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν. Αλλά μάταια, η φωνή τον καθοδηγούσε, «Πίσω σου, πρόσεχε, δεξιά, έτσι, κόψε το λαιμό του, σφάξε, σκότωσε, σκότωσε…»

 

 

Σε δυο λεπτά είχε τελειώσει. Είχαν όλα τελειώσει.

 

«Και τώρα σύρσου, σύρσου κάτω, φοβάσαι, είναι αργά και σε βλέπω. Κρύψου γιατί θα σε βρω…»

 

Και σύρθηκε, έπεσε στο πάτωμα, το πασαλειμμένο απ’ τα αίματα των τεράτων. Σκόνταφτε πάνω τους και δεν ήξερε πού να πάει, πού να κρυφτεί, η φωνή ήταν εκεί όπου κι αν πήγαινε, όσο κι αν σερνόταν. Τα χέρια του ιδρωμένα, έψαχναν στο πάτωμα για το σουγιά, κάπου τον είχε χάσει, ή όχι το σουγιά, ίσως να έψαχνε μια τρύπα στη γη να τον ρουφήξει, να κρυφτεί για πάντα. Αλλά δεν υπήρχε, δεν υπήρχε πηγάδι να πέσει ή τάφος να ξαπλώσει, υπήρχε μόνο η μεγάλη μαύρη λίμνη που γλίστραγε και τον αηδίαζε.

 

Ξεροκατάπιε, ο λαιμός του ξερός και πόναγε.

 

 

 

Όταν, μετά από ώρες, η αστυνομία ήρθε και άνοιξε το διαμέρισμα, το θέαμα ήταν μακάβριο και ανατριχιαστικό. Οχτώ πτώματα, οχτώ κατασφαγμένοι νεαροί, κάποιοι με κομμένο λαιμό, άλλοι με χαρακιές στο πρόσωπο ή βαθιές πληγές στα πλευρά και στο στήθος, όλοι πεσμένοι στο ίδιο σημείο, ο ένας πάνω στον άλλο, πασαλειμμένοι με το αίμα τους. Και δίπλα στο παράθυρο ένα πλάσμα μικρό και θλιβερό, ένα βρώμικο αιμάτινο πλάσμα που έτρεμε και ψαχούλευε στο πάτωμα. Όλο έλεγε και ξανάλεγε «Εδώ είναι, κάπου εδώ πρέπει να είναι… Δεν υπάρχει, όχι, δεν υπάρχει. Αλλά είναι εδώ, εδώ…»

 

Τον σημάδεψαν με τα όπλα και του πέρασαν χειροπέδες.

 

 

 

Όταν τον έγδυσαν στο νοσοκομείο βρήκαν στην τσέπη του ένα γράμμα. Διαβαζόταν με δυσκολία πια, ήταν μουσκεμένο απ’ τα αίματα. Έγραφε:

 

 

 

Κρύψου.

 

Γονάτισε και σύρσου. Κράτα την ανάσα σου, πιάσε το πάτωμα με ιδρωμένες παλάμες, κατάπιε επώδυνα λιγοστό σάλιο με φραγμένο λαιμό. Κάνε τα όλα αυτά, γιατί πρέπει να γίνει σωστά, παιδί μου. Θα σε βρω και θα σε σκοτώσω. Και πρέπει να έχεις υποφέρει πριν ξεψυχήσεις.

 

 

Εκείνη εξαφανίστηκε, έφυγε από τη χώρα για να μην ξαναγυρίσει. Δεν ξανάδωσε σημεία ζωής στον πατέρα του, αλλά σ’ εκείνον μίλαγε τακτικά. Συνήθως του έλεγε πως είχε πληρώσει πια, και πως τον συγχωρούσε γιατί ήταν παιδί της. Και το παιδί μιας μάγισσας είναι δυο φορές παιδί της.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κρύψου.doc

Link to comment
Share on other sites

Well done. Δεν μου έκανε ακριβώς για τρόμου, πάντως η ιστορία μου άρεσε, δε με κούρασε καθόλου. ίσως ήθελα λίγο περισσότερο να μάθω την ψυχολογία του χαρακτήρα και των αλλων. Ωραιο κλείσιμο επίσης. ;)

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε ως θέμα καθώς και η ατμόσφαιρα του μυστηρίου.Όντως το κλείσιμο ήταν πολύ καλό -μ' αιφνιδίασε.

 

Η διαμόρφωση του κειμένου μ' έκανε να χάνομαι λίγο με τις εικόνες που έπρεπε να φανταστώ, όμως γενικά με άφησε ικανοποιημένη.

 

 

Στην πρόταση"Το γράμμα με τη λέξη κρύψου ακόμα χωμένο στην τσέπη του" έχει ξεφύγει το ρήμα

 

Edited by *Aria*
Link to comment
Share on other sites

@Aria:

Στην πρόταση"Το γράμμα με τη λέξη κρύψου ακόμα χωμένο στην τσέπη του" έχει ξεφύγει το ρήμα

 

Ποιο ρήμα; :D Όχι, έτσι το έγραψα, δεν ξέφυγε τίποτα.

 

Ευχαριστώ για τα σχόλια.

Link to comment
Share on other sites

 

Καθώς διάβαζα την πρόταση, μου φαινόταν ότι κάτι του έλειπε hmm.gifκι επειδή τυχαίνει και σε μένα, πήρα το θάρρος να το αναφέρωbiggrin.gif Π.χ. Το γράμμα με τη λέξη κρύψου ήταν ακόμα χωμένο στην τσέπη του. Όμως ΟΚ, τώρα κατάλαβα πώς εννοείται.

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Θα συμφωνήσω οτί ήθελε κάτι ακόμα.... λίγη ανάλυση του κόσμου τους, όχι τόσο των χαρακτήρων όσο των λόγων που έκαναν ότι έκαναν...

 

 

η εισαγωγή ειδικά σε 'προκαλεί' να δεις τι συμβανεί παρα κάτω...

 

και

 

Κάπου εκεί βρίσκονταν ο γιος και η γυναίκα του, καθ’ οδόν για το σπίτι, ήταν σίγουρος, έπρεπε να είναι. αν είναι ο πατέρας του όπως νομίζω.... θα ήθελα κάτι περισσότερο, όπως και για την μάνα του... αν εκείνη ήταν μάγισσα, δεν θα έπαιρνε και ο γιός της κάποιες δυνάμεις?

 

 

 

γενικά πάντως διαβάζεται χωρίς να κουράζει και δημιουργεί απορρίες....:D

Link to comment
Share on other sites

(ΟΚ, τέρμα οι καλωσύνες. Αυστηρή κριτική γιατί θα μου βγάλετε και το όνομα με το shoutbox σας. :p )

 

Ομολογώ ότι σε κάποια στιγμή μπερδεύτηκα, ακριβώς σε αυτήν που αναφέρει η white unicorn. Αλλάζεις την οπτική σου γωνία χωρίς προειδοποίηση και με έκανες να σαστίσω. Αν το βάλεις με πλάγια, (όλο το κομμάτι της μάγισσας, νομίζω ότι μπορείς να αποφύγεις αυτόν τον σκόπελο. Το δεύτερο που θα ήθελα για να πω ότι είναι άψογο, είναι μια μικρή ποροικονομία για την ύπαρξη των μάγων. Πέφτει κάπως απότομα πάνω μας στη μέση του διηγήματος και ξενίζει αρκετά.

 

(Ορίστε. Ευχαριστήθηκες τώρα;)

Link to comment
Share on other sites

(Ορίστε. Ευχαριστήθηκες τώρα; )

Ναι, να σου πω την αλήθεια, χαλάρωσα λιγάκι. :tease:

 

Με το προηγούμενο σχόλιό σου, μου πέρασε απ' το μυαλό ότι θα μου ζητήσεις κάτι φριχτό να κάνω... :cold:

 

Ευχαριστώ για όσα λες. Είναι όπως πάντα, πολύ χρήσιμα.

 

Μπορεί να ξαναδουλέψω αυτή την ιστορία, να τη διορθώσω σύμφωνα με τα σχόλιά σας.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Αρχικά, συμφωνω με τις παρακάτω επισημάνσεις.

 

Η διαμόρφωση του κειμένου μ' έκανε να χάνομαι λίγο με τις εικόνες που έπρεπε να φανταστώ, όμως γενικά με άφησε ικανοποιημένη.

 

 

Θα συμφωνήσω οτί ήθελε κάτι ακόμα.... λίγη ανάλυση του κόσμου τους, όχι τόσο των χαρακτήρων όσο των λόγων που έκαναν ότι έκαναν...

...και

 

Κάπου εκεί βρίσκονταν ο γιος και η γυναίκα του, καθ’ οδόν για το σπίτι, ήταν σίγουρος, έπρεπε να είναι. αν είναι ο πατέρας του όπως νομίζω.... θα ήθελα κάτι περισσότερο, όπως και για την μάνα του... αν εκείνη ήταν μάγισσα, δεν θα έπαιρνε και ο γιός της κάποιες δυνάμεις?

 

 

 

 

 

Δε με τάραξε, αν και

το κυνήγι μάγων

μπορεί να δώσει πολύ δυνατές συγκινήσεις και ανατριχίλες (καθώς επίσης και άφθονο gore). Σαν να μην έβγαζε πολύ νεύρο. Νομίζω ότι αυτό σκέφτομαι. Σαν να μην είχε πολύ νεύρο. Ακολουθούν κάτι μικρά.

 

 

 

 

 

 

‘’Αν τα θύματα έφευγαν και δεν ξαναγυρνούσαν στη γειτονιά, η αποστολή είχε την στοχευόμενη επιτυχία. Αν το θύμα πέθαινε, η αποστολή είχε παραπάνω από κάθε προσδοκώμενη επιτυχία.’’

-Η δυάδα στοχευόμενη επιτυχία/προσδοκώμενη επιτυχία, δεν είμαι σίγουρος αν κάθεται πολύ καλά. Ίσως ένας άλλος τρόπος; πχ: ‘’Αν τα θύματα έφευγαν και δεν ξαναγυρνούσαν στη γειτονιά, η αποστολή είχε την προσδοκώμενη επιτυχία. Αν το θύμα πέθαινε, η αποστολή ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχημένη.’’

 

‘’Τους έβρισκαν παρακολουθώντας τις συνάξεις τους, μπαίνοντας σε σπίτια και υπόγεια, παραβαίνοντας πόρτες και σπάζοντας παράθυρα, χτυπώντας αλύπητα μέχρι θανάτου. Η αστυνομία δεν μπορούσε να ξέρει, γιατί οι σκοτωμένοι μάγοι και μάγισσες φορτώνονταν με ενοχοποιητικά στοιχεία για κατοχή ναρκωτικών, κι έτσι την αλήθεια πάντα την κάλυπτε η σκιά του υποκόσμου. Ακόμη κι αν επιζούσαν, βαριά πληγωμένοι, τα πράγματα ήταν σκούρα γι? αυτούς με ένα σακουλάκι πρέζα καλά κρυμμένο στο σπίτι τους και ένα τηλεφώνημα στην αστυνομία από δήθεν θορυβημένο γείτονα.’’

-Αν τους την έπεφταν κατά τη διάρκεια των συνάξεων, η αστυνομία, μετά, δε θα έβρισκε τα αποδεικτικά στοιχεία τής ύπαρξης των μάγων (μπέρτες, κότες κλπ); Γενικά, η όλη εξήγηση (και με τα ναρκωτικά και τον υπόκοσμο), με μπέρδεψε λίγο.

 

‘’Οι άλλοι έπιασαν ό,τι βρήκαν πρόχειρο, μαχαίρια, καρέκλες, μπουκάλια, και προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν. Αλλά μάταια, η φωνή τον καθοδηγούσε, «Πίσω σου, πρόσεχε, δεξιά, έτσι, κόψε το λαιμό του, σφάξε, σκότωσε, σκότωσε…»’’

-Κοίτα, αν η φωνή συνέχιζε να του λέει «Σκότωσέ τους όλους... σκότωσέ τους όλους... σκότωσέ τους όλους... σκότωσέ τους όλους...», είναι πολύ πιο τρομακτικό από τις οδηγίες, παρότι με αυτές καταλαβαίνουμε ότι και κάποιος άλλος βλέπει μέσα στο δωμάτιο. Ωστόσο, αφού μετά ακολουθεί το «Και τώρα σύρσου, σύρσου κάτω, φοβάσαι, είναι αργά και σε βλέπω. Κρύψου γιατί θα σε βρω…», είναι οκ και αυτή η παράμετρος. Απλά, οι οδηγίες μου φάνηκαν μη φοβιστικές.

 

‘’Γονάτισε και σύρσου. Κράτα την ανάσα σου, πιάσε το πάτωμα με ιδρωμένες παλάμες, κατάπιε επώδυνα λιγοστό σάλιο με φραγμένο λαιμό.’’

-Καλό αυτό.

 

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία, με δυνατές εικόνες, όχι ακριβώς τρόμου με δυνατό τέλος και συνολικά καλή, αν δεν είχε κάποιες λογικές αδυναμίες:

 

 

Είναι μια ομάδα από σκινχεντ που κυνηγάνε μάγους. Πού ξέρουν ότι είναι μάγοι; Η αστυνομία και ο υπόλοιπος κόσμος το ξέρει;

Και καλά αυτοί, οι υπόλοιποι μάγοι; Δεν τους έχουν μυριστεί και εξοντώσει; Τί σόι μάγοι είναι τέλος πάντων;

 

Και δεν τα ρωτάω όλα αυτα επειδή είμαι ο σπαστικός, αλλά γιατί έχω μια υποψία ότι δεν έχεις ακριβώς τις απαντήσεις, κάτι που είναι μια μεγάλη αδυναμία για μία ιστορία: όταν έχεις περάσει σε ένα καλό επίπεδο γραφής και δόμισης της ιστορίας (που το έχεις), η πρόκληση είναι στο να δώσεις μια λογικά στέρεη ιστορία, κάτι που εδώ δεν δείχνεις να κάνεις, απλά την αφήνεις να αιωρείται πάνω στο τι φαίνεται ωραίο. Αυτό όμως δε λειτουργεί όταν ο αναγνώστης αρχίζει να κάνει τις ανόητες ερωτήσεις του.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Ωραία ιστορία με καλή εξέλιξη και προσεγμένη γραφή. Μια χαρά τρόμου τη βρήκα.

 

Συμφωνώ και επαυξάνω:

α) Η μορφοποίηση (κυρίως στο αρχείο) μπερδεύει για το πού αλλάζει πρόσωπο/οπτική γωνία και πού όχι

β) Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι

μάγοι

ήταν αυτοί που αναφέρονται, τι δυνάμεις έχουν κτλ. Ειδικά το εξαιρετικά ουσιώδες για το νόημα της ιστορίας, αν ήταν όντως κακοί/επικίνδυνοι ή όχι. Μου δημιουργήθηκε επίσης η εντύπωση πως μιλάμε για έναν κόσμο στον οποίο η ύπαρξή τους είναι γνωστή σε όλους (αν π.χ. πω εγώ ένα μεσημέρι στο φαγητό πως οι βρικόλακες αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για την κοινωνία, αντίστοιχα όπως έκανε ο πρωταγωνιστής, οι δικοί μου θα με στείλουν σε ψυχίατρο). Οπότε ποια είναι η έκταση της γνώσης αυτής και ποια η κοινωνική υπόσταση της ύπαρξής τους;

 

Από λαθάκια δεν έχω σχεδόν τίποτε να επισημάνω.

 

Κρύψου.doc

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Electroscribe, ευχαριστώ για τα σχόλια. Δυστυχώς δεν μπορώ να σου δώσω τις απαντήσεις (τουλάχιστον όχι όλες). Μόνο θα σου πω ότι ζούνε σε μια κοινωνία όπου

υπάρχουν μάγοι εδώ και μερικές δεκαετίες, και οι απλοί άνθρωποι ή τους φοβούνται ή δεν ξέρουν και πολλά γι' αυτούς. Δεν ξέρουμε από πού ξεφυτρώσανε, ή τι ήταν αυτό που τους έκανε μάγους.

 

 

 

 

 

Είναι μια ομάδα από σκινχεντ που κυνηγάνε μάγους. Πού ξέρουν ότι είναι μάγοι; Η αστυνομία και ο υπόλοιπος κόσμος το ξέρει;

Και καλά αυτοί, οι υπόλοιποι μάγοι; Δεν τους έχουν μυριστεί και εξοντώσει; Τί σόι μάγοι είναι τέλος πάντων;

 

... όταν έχεις περάσει σε ένα καλό επίπεδο γραφής και δόμισης της ιστορίας, η πρόκληση είναι στο να δώσεις μια λογικά στέρεη ιστορία, κάτι που εδώ δεν δείχνεις να κάνεις, απλά την αφήνεις να αιωρείται πάνω στο τι φαίνεται ωραίο. Αυτό όμως δε λειτουργεί όταν ο αναγνώστης αρχίζει να κάνει τις ανόητες ερωτήσεις του.

 

Nihilio, ευχαριστώ. Πάντως, το ξέρεις ότι τα ξέρω αυτά που μου λες, ε; (Πόσο απαράδεκτη είμαι...) Καλά κάνεις και μου τα λες όμως. B)

Link to comment
Share on other sites

Για μισό, ρε παιδιά, η δεύτερη ερώτηση από το σπόιλερ του Νιχίλιου, δεν απαντιέται από την ίδια την ιστορία;

Link to comment
Share on other sites

Μα, αν κατάλαβα καλά, ο Nihilio ρωτάει γιατί

οι μάγοι δεν έχουν εντοπίσει τους νεαρούς. Πουθενά στην ιστορία μου δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. μόνο η μάνα του πρωταγωνιστή τους εντόπισε.

Πιστεύω πως είναι πράγματι μία αδυναμία του κειμένου. Εσύ τι λες γι' αυτό;

Link to comment
Share on other sites

Μα, αν κατάλαβα καλά, ο Nihilio ρωτάει γιατί

οι μάγοι δεν έχουν εντοπίσει τους νεαρούς. Πουθενά στην ιστορία μου δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. μόνο η μάνα του πρωταγωνιστή τους εντόπισε.

Πιστεύω πως είναι πράγματι μία αδυναμία του κειμένου. Εσύ τι λες γι' αυτό;

 

 

Κατ' αρχάς, πώς τα βάζετε αυτά τα σπόιλερ;

 

Να σε πω, εγώ το κατάλαβα πως είχε πέσει άγριο σύρμα στους κύκλους τους, και στο τέλος μία απ' αυτούς ανακάλυψε κάτι, και σοκαρίστηκε ανάλογα, όπως φάνηκε από την αντίδρασή της.

Υπέθεσα πως η όμάδα των νεαρών ξεκίνησε τη δράση της σχετικά ψιλοπρόσφατα, και μέχρι να ξεσοκαριστούν οι άλλοι και να αντιδράσουν, πρόλαβαν να γίνουν αρκετές επιθέσεις.

Και εντάξει, δεν τους ανακάλυψαν αμέσως γιατί προφανώς οι *μπιιιιιπ* των *μπιιιιπ* υπόκεινται σε τίποτα περιορισμούς και ξερωγώ, δε χρειάζεται ξερωγώ να μας εξηγείς και τα πάντα...

ξερωγώ..

Με το πρώτο ερώτημα συμφωνώ πάντως.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..