Jump to content

Ο Δρόμος, ο λιγότερο Ταξιδεμένος...


Innerspaceman

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Innerspaceman

Eίδος: Δέν ήξερα σε ποια κατηγορία να την βάλω, δεν νομίζω ότι ανήκει αυστηρά σε κάποια από τις άλλες. Έχεις στοιχεία απο όλες.

Βία; Ναι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3.800

Σχόλια: Αυτό είναι κάτι σάν "προσχέδιο" αυτής της ιστορίας, πιθανόν όχι το τελικό. Πολλές λεπτομέρειές ίσως αλλάξουν και περιμένω τα σχόλια σας ώστε να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Κάποιο σχόλιο παρακαλώ! :D

 

 

 

Ο Δρόμος, ο λιγότερο Ταξιδεμένος...

 

 

 

Τρένα εμπνεύσεων διέσχιζαν θύελλες συνειρμών και καταιγίδες ιδεών δημιουργώντας ένα χάος στο μυαλό του. Αν μπορούσε μονάχα να τα συνδέσει σωστά όλα αυτά… Αυτό που πραγματικά ήθελε, ακόμα δεν το είχε καταφέρει. Το ένιωθε κοντά του όμως, γλιστρούσε σαν άμμος ανάμεσα από τα χέρια του νου, αν τελικά η φύση ή κάποιος κρυφός συμπαντικός νόμος-ασφαλιστική δικλείδα ή ο θεός επέτρεπαν το ανήκουστο εγχείρημά του.

 

Το αποτέλεσμα των προσπαθειών του εκείνο το βράδυ δεν ήταν παρά στραπατσαρισμένες κόλλες χαρτιού, με ακατάληπτες μουτζουρωμένος φράσεις στον κάλαθο των αχρήστων δίπλα στο δρύινο γραφείο του.

 

Γεμάτος απογοήτευση στα μάτια, ακούμπησε το θεληματικό του πηγούνι πάνω στο δεξί του χέρι. Έξω, η βροχή μαστίγωνε ανελέητα το παράθυρο απέναντί του. Εκείνος απλά παρατηρούσε το αχνό, θολό του φάντασμα που αντικατοπτριζόταν πάνω στο τζάμι, να περικυκλώνεται από άτακτες σταγόνες που κινούνταν αργά σαν σαλιγκάρια, αφήνοντας πίσω τους το ίχνος της διαδρομής τους.

 

Ξαφνικά, έτσι ανύποπτα κι αυθόρμητα, καθώς γύρισε το κεφάλι του προς τον μεγάλο καθρέφτη στα αριστερά του, έπιασε με τα δίχτυα του μυαλού του την «Μεγάλη ιδέα», όπως κωδικά θα την ονόμαζε. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Κατάφερε για λίγο να δαμάσει το ατέρμονο χάος στο μυαλό του. Οι κόρες των ματιών του άνοιξαν διάπλατα από δέος και ικανοποίηση για την ανακάλυψη.

 

«Ω ναι!» σκέφτηκε «θα πειραματιστώ πάνω στην ίδια την φύση του πειράματος, θα εγκλωβίσω την ίδια την πεμπτουσία της ψυχής, θα στήσω την ύστατη παγίδα στο Άπειρο». Σιωπηλά, κρυφά, συνωμοτικά με μία πένα μονάχα στο χέρι, χάιδεψε απαλά τον παράξενο μηχανισμό που είχε κατασκευάσει, με δική του παραγγελία, ο φίλος του ο Δημήτρης, ιδικός οπτικός στο επάγγελμα. Κανένας δεν θα τελείωνε την ανάγνωση αυτής της ιστορία όντας ο ίδιος.

 

Το ήξερε, το ήθελε και το ποθούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Ήταν ικανός ακόμα και για έγκλημα. Πίστευε στην κρυφή δύναμη των λέξεων. Όλες οι λέξεις είναι μαγικές και εκείνος που μπορεί και ξέρει να της χειριστεί σωστά, είναι ένας πραγματικός μάγος. Πόσο μάλλον δηλαδή, κάποιες αληθινά μαγικές λέξεις. Και γνώριζε κάμποσες από αυτές και τον ορθό τρόπο να της προφέρει ώστε να μην στερούνται της μαγικής τους επιρροής .

 

Όλοι στην εποχή του ήταν υποψιασμένοι με κάτι ή υποπτεύονταν μια κάποια συνωμοσία. Πόσο αδαείς στα αλήθεια, του έμοιαζαν! Πόσο γελοίοι κλόουν φάνταζαν στα μάτια του!

 

 

 

Άρπαξε την πένα του, δίχως δεύτερη σκέψη και άρχισε να γράφει με έξαψη, αποφασιστικά, πάνω στην κενή κόλλα:

 

«Τρένα εμπνεύσεων διέσχιζαν θύελλες συνειρμών και καταιγίδες ιδεών, δημιουργούσαν ένα ζοφερό χάος στο μυαλό του. Αν μπορούσε μονάχα να τα συνδέσει σωστά όλα αυτά… Αυτό που πραγματικά ήθελε, ακόμα δεν το είχε καταφέρει, το ένιωθε κοντά του, όμως, γλιστρούσε σαν άμμος ανάμεσα από τα χέρια του νου, αν τελικά η φύση ή κάποιος κρυφός συμπαντικός νόμος-ασφαλιστική δικλείδα ή ο θεός, επιτρέπανε το ανήκουστο εγχείρημά του…

 

Κανένας δεν θα ολοκλήρωνε την ανάγνωση αυτής της ιστορία όντας ο ίδιος. … Τουλάχιστον όχι στον ίδιο κόσμο… Γύρισε και ξανακοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη…

 

Ά! Πόσο λάτρευε τους καθρέφτες! Το αγαπημένο του Μυθιστόρημα ήταν «η Αλίκη μέσα απ’ τον Καθρέφτη». Zόχαρ Ιστ Ιν Γκένε, σιγοψιθύρισε στην άγνωστη μυστική γλώσσα, Zohar Ist In Gene επανέλαβε ρυθμικά ξαναμουρμουρίζοντάς το.

 

Θυμήθηκε τον μεγάλο καθρέφτη στο τέλος του, σχεδόν τελετουργικού στα μάτια του, διαδρόμου στο πατρικό του σπίτι. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια και πώς ξεκίνησαν όλα και πώς θα τελείωναν. Τα πάντα πέρασαν αστραπιαία μπροστά απ’ τα μάτια του σαν φιλμ. Το φώς της παλιάς λάμπας από χειροποίητο μασίφ στον κέντρο του διαδρόμου ίσα που φώτιζε τον καθρέφτη. Κοιτάζοντας δειλά μέσα από αυτόν τα βράδια, οι σκιές μπλέκονταν και μπερδεύονταν με την μορφή του. Ένιωθε ενωμένος με εκείνο τον ανεστραμμένο κόσμο. Στα ευφάνταστα παιδικά του μάτια, ο καθρέφτης ήταν το Μεγάλο Μυστήριο του μικρού του ιδιωτικού σύμπαντος. Κάποια βράδια πάλι, φοβόταν να τον κοιτάξει, πέρναγε βιαστικά από μπροστά του και ένιωθε ο καθρέφτης να τον καλεί, να θέλει να τον ρουφήξει και να τον παγιδεύσει για πάντα μέσα του. Έτρεμε σε τέτοιες παράλογες και άλλες ακαθόριστες ιδέες που μόνο η σκιά τους, έφτανε για να τον τρομοκρατήσει.

 

Καμιά φορά, προειδοποιούσε την μητέρα του να μην κάθεται πολύ ώρα μπροστά του. Καμιά φορά έτρεμε, στην εντελώς τρελή ιδέα, ότι η μητέρα του δεν ήταν η αληθινή του Μητέρα αλλά εκείνη την είχε αρπάξει βίαια και απρόοπτα κάποια μέρα ή νύχτα το είδωλο της μέσα στο καθρέφτη και εκείνο, το ψεύτικο είδωλο, είχε πάρει πια την θέση της αληθινής του μητέρας και υποκρινόταν πώς είναι εκείνη. Όμως, είχε μάθει ήδη κάποια βασικά μυστικά ή νομολογίες αν θέλετε. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο στ’ αλήθεια θα το καταλάβαινε αργά ή γρήγορα.

 

Για παράδειγμα η αλυσίδα στο αριστερό της χέρι μετά την απαγωγή θα ήταν στο δεξί της χέρι, τώρα. Βέβαια αυτό δεν έλυνε οριστικά το πρόβλημα, καθώς το είδωλο θα μπορούσε να είναι πιο έξυπνο απ’ ότι ήλπιζε να είναι. Ίσως να είχε προβλέψει αυτές του τις σκέψεις. Αλλά όμως, το σημάδι κάτω από το αριστερό αυτί; Ε! για αυτό δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι, σκεφτόταν και ανακουφιζόταν σε αυτήν την ιδέα.

 

Δεκάδες άλλες παράδοξες σκέψεις και ερωτηματικά τον βασάνιζαν αλλά τις απολάμβανε: Γιατί ο καθρέφτης δείχνει το αριστερά δεξιά και όχι και το πάνω κάτω; Θυμόταν την έντονη επιθυμία του, όταν μεγάλωνε αρκετά, να έγραφε ένα πολύ παράξενο δοκίμιο πάνω στα μυστικά και μυστήρια του Αντίκοσμου του Καθρέφτη.

 

Μεγάλωνε, οι σκέψεις και οι πειραματισμοί του διευρύνθηκαν. Θυμήθηκε την πιο τρομερή απ’ όλες τις πρώτες ανακαλύψεις του, αντίστοιχη αναλογικά για εκείνον όπως έλεγε, με την ανακάλυψη του τροχού ή της φωτιάς για την ανθρωπότητα. Τότε που πήρε έναν άλλο καθρέφτη και τον τοποθέτησε μπροστά από τον καθρέφτη στο τέλος του σκοτεινού διαδρόμου.

 

Έντρομος ανακάλυψε τον ατέρμονο διάδρομο που δημιουργούσε έναν άπειρο καθρεφτόκοσμο μέσα σε ένα καθρεφτόκοσμο μέσα σε ένα καθρεφτόκοσμο.

 

Που τελείωνε αυτός ο Κόσμος; Ήταν άπειρος; Αν ναι πώς, μέσα στο πεπερασμένο χώρο και χρόνο του καθρέφτη, μπορούσε να δημιουργηθεί ένας άπειρος αντικατοπτρισμός; Αν όχι τι υπήρχε στο τέλος και που οδηγούσε; Ποιος ήταν εκείνος ο εαυτός του στον τέλος;

 

Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου οι ασυνήθιστες σκέψεις, ιδέες και πειραματισμοί του άρχισαν να γίνονται ακόμα πιο ειδικές και διευρύνθηκαν σε άλλες μορφές. Μάθαινε τα μυστικά ενός άλλου κόσμου που ο καθένας έχει μέσα στο σπίτι του. Σκεφτόταν ότι αν κατάφερνε να μπει μέσα σε αυτό τον κόσμο, θα μπορούσε να βγει ή να δει μέσα στο σπίτι του καθενός μας. Πόσα διασκεδαστικά και εκπληκτικά πράγματα θα μπορούσε να κάνει αυτός ο μικρός διαβολάκος! Προσωπικά μας αντικείμενα για παράδειγμα, θα τα εξαφάνιζε δίχως να το γνωρίζουμε και θα τα βρίσκαμε έκπληκτοι κάπου αλλού, ενώ θα ορκιζόμασταν ότι τα είχαμε αφήσει σε ένα συγκεκριμένο μέρος, και εκείνος θα γέλαγε βαυκαλιστικά για το μεγάλο κατόρθωμα του. Πίστευε ότι στην ουσία αυτός ήταν ο λόγος που ανεξήγητα χάνουμε κάποια μας πράγματα και τα βρίσκουμε κάπου αλλού, εντελώς αναπάντεχα. Πίστευε σε παράξενα όντα του καθρεφτόκοσμου, καλικατζαράκια ενός ανεστραμμένου κόσμου, που μας κάνουν διασκεδάστηκες σκανταλιάρικες φάρσες.

 

Θα χειριζόταν κάθε προσωπικό μυστικό. Κάποιους εχθρούς του θα χαιρόταν πολύ να τους τρόμαζε.

 

Έπαιρνε μια βιντεοκάμερα VHS και την συνέδεε με μια οθόνη τηλεόρασης σε κλειστό κύκλωμα. Ότι τραβούσε η κάμερα το έδειχνε η οθόνη. Ύστερα, προσπαθούσε να δημιουργήσει το ηλεκτρονικό αντίστοιχο του καθρέφτη. Έστρεφε την κάμερα στην οθόνη και τότε εμφανίζονταν οθόνες μέσα σε οθόνες μαζί με ηλεκτρισμένες επιφάνειες, πέπλα παρασίτων, παράδοξες γωνίες και μορφές. Κουνούσε την κάμερα και ρυθμικές ηλεκτρο-εικονικές εκρήξεις σουπερνόβα εμφανίζονταν, άσπρα και μαύρα σύννεφα που επέπλεαν, σχήματα που μεταλλάσσονταν σε άλλα τετραγωνοειδή και τριγωνικά σχήματα που μετασχηματίζονταν σε υδάτινες φρακταλικές εικόνες, στίγματα σαν αστέρια, περιστρεφόμενες αέναες δίνες, καλειδοσκοπικά μυστήρια. Παρακολουθούσε για λίγο, τον εικονικό χορό του απείρου. Έβλεπε με τα μάτια του θεού.

 

Λάτρευε το «Ι am a Camera» των Buggles και τους Clock Dva, τους πίνακες του Μάικλ Έσσερ με τις λαβυρινθώδες εναλλακτικές οπτικές τους.. Έβλεπε τα πειραματικά σουρεαλιστικά φίλμ του Marchel Duchamp με καθρεφτόμπαλες μέσα σε καθρεφτόμπαλες.

 

Συνέχεια κουβαλούσε μαζί του έναν καθρέφτη. Σχεδόν παντού ακόμη και στο σχολείο και οι συμμαθητές του τον περιέπαιζαν για αυτή του την ιδιαιτερότητα, φωνάζοντάς τον «καθρεφτόπαιδο», ενώ εκείνος τα αποκαλούσε «κωλόπαιδα»!

 

 

 

 

 

* * *

 

 

 

Ο Δημήτρης, ο φίλος του Κώστα, εκείνη την ημέρα που είχαν ορίσει σαν ραντεβού, είχε κάποιους πολύ ασυνήθιστους στιγμιαίους πονοκεφάλους. Τους βίωνε μαζί με αστραπιαίες εικόνες και ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Έβλεπε πάλι και πάλι να ανοίγει μία πόρτα, γνώριμη για εκείνον, έναν κόσμο που όλα του φαίνονταν τόσο οικεία αλλά και με ένα παράδοξο τρόπο εντελώς διεστραμμένα ή απειλητικά για τον ίδιο. Μετά έβλεπε μια κάννη να εκπυρσοκροτεί προς το μέρος του.

 

 

 

Οι σκέψεις του Κώστα διακόπηκαν απότομα, ακούμπησε την πένα του στο γραφείο. Ανάμεσα από το συνεχές πυροβολητό της βροχής απ’ τα σύννεφα του ουρανού, λες και είχε αρχίσει πόλεμο με την γη και το αχνό κρωγμό κορακιών κάπου στις διπλανές ιτιές, ακουγόταν το κουδούνι επίμονα.

 

Κοίταξε μέσα απ’ το μικροσκοπικό μάτι της πόρτας. Αναγνώρισε αμέσως την ψηλή φιγούρα με το μακρύ τραχύ πρόσωπο και τα γκριζωπά μαλλιά. Ήταν ο φίλος του, ο Δημήτρης. Τον περίμενε εδώ και ώρα.

 

Άνοιξε την πόρτα γρήγορα καθώς έριξε μερικές κλεφτές ματιές δεξιά και αριστερά έξω στο διάδρομο, σαν να πίστευε ότι μπορεί κάποιος να τους παρακολουθεί. Στην συνέχεια υποδέχτηκε τον Δημήτρη στο φωτισμένο, με ένα αχνό πράσινο φώς, σαλόνι του.

 

«Ουίσκι ;» Τον ρώτησε.

 

«Ω ναι, ευχαρίστως».

 

«Δεν παίρνεις εκείνα τα χάπια πια;». Τον ρώτησε, καθώς το κιτρινωπό ποτό μουρμούριζε στην πτώση του, μέσα στο ποτήρι.

 

«Ναι αλλά οκ, ένα ποτηράκι δεν θα μου έκανε και κακό».

 

Ο Κώστας ακούμπησε το κρυστάλλινο ποτήρι στο τραπέζι και καθώς το ουίσκι έπαιζε κυματιστά πέρα-δώθε, βυθίστηκε στην αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα μαζί με τις σκέψεις του.

 

Ο Δημήτρης, μπήκε κατευθείαν στο θέμα δίχως πολλές προκαταρκτικές φανφάρες: «Λοιπόν, έχω έτοιμο εκείνο τον παράξενο μηχανισμό που μου ζήτησες, ακριβώς όπως μου τον ζήτησες. Τώρα θα μου εξηγήσεις τι είναι ή τι επιτέλους ετοιμάζεις;».

 

Μια παρατεταμένη σιωπή περικύκλωσε το δειλά φωτισμένο δωμάτιο δημιουργώντας μια ανησυχητική ατμόσφαιρα. Μονάχα το κροτάλισμα της βροχής στην στέγη ακουγόταν. Ύστερα, ο Κώστας και αφού πρώτα ρούφηξε μια βαθιά τζούρα καπνού, απολαυστικά, δημιουργώντας μια ατέρμονη δίνη καπνού μέχρι το σκοτεινό αβυσσαλέο ταβάνι, είπε:

 

«Ο κόσμος μας είναι χαοτικός και αν και δεν φαίνεται και ασυνεχής…»

 

«Στην επιφανειακή του μορφή είναι χαοτικός…» τον διέκοψε ο Δημήτρης «και για την ασυνέχεια για την οποία μιλάς, ποιά σύγχρονη κουλτούρα θα συμφωνούσε μαζί σου; Αυτά τα πράγματα Κώστα αφορούν μια ξεχασμένη και πεθαμένη πια ανθρωπότητα». Μετά δάγκωσε ελαφρά τα χείλη του, γιατί θυμήθηκε ότι του Κώστα, δεν του άρεσε καθόλου να τον διακόπτουν όταν έπαιρνε αυτό το πομπώδες ύφος…

 

 

 

Ο Κώστας είχε μια εντελώς μυσταγωγική διάθεση σήμερα, εκεί όπως καθόταν στην πολυθρόνα και έκπεμπε μια παράδοξη σκοτεινότητα προς την συνείδηση του Δημήτρη.

 

Συνέχισε μετά την διακοπή του Δημήτρη:

 

«Ω, ναι μα φυσικά, πίσω από αυτήν την αντιλαμβανόμενη ως αταξία, κρύβεται μια τάξη απόλυτα κανονική, με άπειρη ναι μεν πολυπλοκότητα αλλά με κανόνες και μια αόρατη νομολογία».

 

Ο Δημήτρης με σκυμμένο το κεφάλι απόρησε σταυρώνοντας τα δάχτυλα των χεριών του:

 

«Όμως, πίσω από την θεωρία του χάους δεν κρύβεται, παρά η άγνοιά μας; Στην ουσία δεν είναι παρά μια απολύτως ντετερμινιστική κατάσταση το χάος, σωστά;».

 

 

 

«Ναι σε αυτό που λες δεν έχεις εντελώς άδικο. Αλλά δεν έχουν και έτσι ακριβώς τα πράγματα. Αυτό όμως μπορεί να γίνει πιο εύκολα αντιληπτό στο μικρόκοσμο παρά στο μακρόκοσμο…»

 

 

 

Ο Κώστας σηκώθηκε ήσυχα και αποφασιστικά κατευθύνθηκε προς το μεγάλο μαονένιο σκρίνιο στο τέλος του σαλονιού, έβγαλε από ένα συρτάρι ένα φάκελο με αεροφωτογραφίες και του έγνεψε να έρθει κοντά του.

 

«Κοίτα εδώ» και του έδειξε με το δείκτη του μια φωτογραφία με το περίγραμμα μιάς ακτογραμμής από ψηλά, σε μια δεδομένη κλίμακα και στην συνέχεια μια άλλη φωτογραφία με την ίδια ακτογραμμή σε μικρότερη κλίμακα. Είχε την ίδια περίπου μορφή με το περίγραμμα της αρχικής φωτογραφίας. Μετά του έδειξε ακόμα μία φωτογραφία σε ακόμα πιο μικρή κλίμακα της συγκεκριμένης ακτογραμμής. Συνεχίζοντας πιο κάτω, ο κολπίσκος μιας συγκεκριμένης παραλίας από ολόκληρη την ακτογραμμή, είχε την ίδια περίπου μορφή με την αρχική και την προηγούμενη κλιμακωτή φωτογραφία. Τέλος, σε ακόμα μικρότερη κλίμακα, του έδειξε ένα βράχο της παραλίας.

 

«Βλέπεις;». Του είπε.

 

«Είναι φοβερό!» Είπε έκπληκτος ο Δημήτρης, ανασηκώνοντας τα πηχτά φρύδια του. «Είναι σχεδόν ίδιο σχηματικά όπως το περίγραμμα της ακτογραμμής στην αρχή».

 

«Ναι, αν πάμε τώρα πιο βαθιά στην κλιμακωτή απεικόνιση, μ’ ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, η μοριακή δομή του βράχου εδώ έχει πάλι την ίδια αυτό-ομοιότητα με την αρχική φωτογραφία».

 

«Σαν καθρέφτης μέσα σε καθρέφτη….» Συμπλήρωσε με εμπνευστική διάθεση ο Δημήτρης.

 

 

 

Ο Κώστας συνέχισε λες και δεν άκουγε διόλου τις παρατηρήσεις του, τόσο βυθισμένος και συγκεντρωμένος ήταν σε αυτό που ήθελε να του πει σήμερα. Σαν να του έκανε κάποιο μάθημα, πρώτη φορά του μιλούσε τόσο ανοιχτά για τις ιδέες του, λες και υπήρχε κάποιος αφύσικος λόγος για να το κάνει αυτό, τώρα.

 

 

 

«Αυτή η αυτό-ομοιότητα στην ουσία δεν σταματά πουθενά. Όταν κοιτάζεις κάπου δεν κοιτάζεις στην ουσία παρά το άπειρο… Το αντικαθρέφτισμα συνείδησης και εξωτερικού περιβάλλοντος που δεν είναι παρά ένας καθρέφτης και αυτό, μια διαφορετική συνείδηση που πάλι όμως είμαστε εμείς…»

 

 

 

«Επίσης» συνέχισε, «πρόσεξε με σε παρακαλώ τώρα, είναι σημαντικό να το καταλάβεις, αυτά τα φράκταλς, οι δίνες αιτιατού και αποτελέσματος έχουν σε συγκεκριμένα σημεία «κόμπους», κομβικά σημεία καταλύτες, όπου συναντιόνται μεταξύ τους και μπορείς μέσω αυτών, να μεταπηδήσεις από την μία ποσοτική ή ποιοτική κατάσταση σε μια άλλη εναλλακτική. Μπορείς να σπάσεις την αλυσίδα του γραμμικού αιτιατού».

 

 

 

«Και πώς μπορεί να γίνει αυτό;». Απόρησε έντονα ο Δημήτρης. Όχι ότι δεχόταν απόλυτα όσα άκουγε αλλά για χάριν της συζήτησης και των ερωτηματικών του ήθελε να ακούσει παρακάτω. Άλλωστε ο φίλος του Κώστας σχεδόν πάντα ήταν λιγομίλητος και αινιγματικός. Σπάνια άνοιγε τα χαρτιά του ακόμα και σε ένα φίλο. Έτσι δεν έκρινε ότι ήταν ώρα για πολλές αντιρρήσεις.

 

Κρεμόταν τώρα, από τα χείλη του Κώστα περιμένοντας την απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του.

 

 

 

«Με την οραματική φαντασία…» απάντησε αργά ο Κώστας με ένα βλέμμα που κοίταζε κάπου αλλού, εντελώς ακαθόριστο πού.

 

 

 

Αυτήν την φορά ήταν ο Δημήτρης που βυθίστηκε για λίγο σε σκέψεις και πήρε έναν αδικαιολόγητο μορφασμό, σχεδόν επιθετικό.

 

 

 

«Ξέρω, αυτό το θέμα που συζητάγαμε τις προάλλες. Για την Δύναμη της Φαντασίας. Λυπάμαι φίλε μου, δεν στην έφερα στ’ αλήθεια, την συσκευή εννοώ, αν δεν μου εξηγήσεις πρώτα τι ετοιμάζεις. Έχουμε να πούμε πρώτα κάποια πράγματα οι δυό μας και όσο κι αν προσπαθήσεις να με μεταπείσεις, δεν θα συμφωνήσω σε κάποια σκοτεινά σου σχέδια, όπως τα υποπτεύομαι».

 

 

 

***

 

 

 

Έκλεισε το ντοσιέ του, το κουδούνι χτυπούσε επίμονα. Άνοιξε αμέσως.

 

«Εσύ Δημήτρη, το ήξερα!».

 

«Χα!» Χαμογέλασε σαρκαστικά ο Δημήτρης «και πώς το ήξερες; έγινες και καφετζού τώρα;»

 

«Δεν τον χρειάζομαι τον καφέ φίλε μου, αυτές είναι ξεπερασμένες μέθοδοι» απάντησε.

 

«Καιρό είχαμε να τα πούμε. Μα που ήσουν; Σε έψαχνα παντού. Ανησύχησα».

 

«Πέρασε μέσα, μην κοντοστέκεσαι εκεί, μπορεί να σε παρακολουθούν. Όλα θα τα πούμε … κάποτε» είπε ο Κώστας κι έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω τους.

 

 

 

Ο Δημήτρης κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα απέναντι στην άλλη. Όλα του έμοιαζαν γνώριμα ενώ εκείνος ο πονοκέφαλος με τα μικρά αστραπιαία οράματα όχι μονάχα δεν έλεγε να υποχωρήσει, αντιθέτως γινόταν όλο και πιο έντονος όσο περνούσε η ώρα. Το δωμάτιο γύρω του, ανεξήγητα, είχε κάτι το τετελεσμένο, κάτι που μύριζε σαν θάνατος. Για μια στιγμή ένιωσε τους τοίχους του δωματίου να ξεκολλάνε από την θέση τους και να έρχονται προς το μέρος του, έτοιμοι να τον συνθλίψουν και μετά το ίδιο γρήγορα αυτή η απόκοσμη αίσθηση υποχώρησε. Ένιωθε να είχε ζήσει αυτή ακριβώς την σκηνή με ελαφριές παραλλαγές, άπειρες φορές.

 

 

 

«Ουίσκι;», τον ρώτησε ο Κώστας.

 

Προσπάθησε να συνέλθει από το τρομακτικό του βύθισμα και είπε «Α! Ευχαριστώ φίλε, αλλά να, ξέρεις τώρα, παίρνω ακόμα αυτά τα φάρμακα για την πίεση μου.»

 

Ο Κώστας γέλασε δυνατά.

 

«Γιατί γελάς;»

 

«Πόσο εύκολα αλλάζεις γνώμη φίλε μου…»

 

«Ε;»

 

«Τίποτα, κάτι δικά μου λέω».

 

Ο Δημήτρης δεν έδωσε σημασία σε αυτά τα λόγια, τον απασχολούσαν τα δικά του ερωτηματικά.

 

 

 

«Λοιπόν, θα μου εξηγήσεις τι ετοιμάζεις πάλι;».

 

 

 

Ο Κώστας πλησίασε αργά και κάθισε στην απέναντι δερμάτινη πολυθρόνα. Μετά από μια μακρόσυρτη σιγή, καθώς ρούφηξε μια τζούρα καπνού από την πίπα του που δημιούργησε μια ατέρμονη δίνη καπνού, είπε:

 

«Ο κόσμος μας είναι χαοτικός Δημήτρη αν και φαινομενικά, όχι ασυνεχής… Και…ναι, ξέρω - ξέρω, στην επιφανειακή του μορφή χαοτικός…» του είπε, λες και είχε διαβάσει την σκέψη του «…μη με διακόπτεις».

 

 

 

Συμπεριφέρεται πολύ αλλόκοτα σήμερα, παρατήρησε από μέσα του ο Δημήτρης για άλλη μια φορά.

 

 

 

«Είχαμε πολλές μέρες να τα πούμε, στην ουσία σχεδόν καθόλου, αλλά άλλαξαν αρκετά από τότε» και συνέχισε « Λοιπόν τι έλεγα; Α, ναι … πίσω από αυτήν την αντιλαμβανόμενη ως αταξία κρύβεται μια τάξη απόλυτα κανονική, με άπειρη ναι μεν πολυπλοκότητα αλλά με κανόνες και μια αόρατη νομολογία».

 

 

 

Του έγνεψε να έρθει κοντά του καθώς σηκώθηκε και έβγαλε από ένα συρτάρι του σκρίνιου κάποιες αεροφωτογραφίες.

 

«Δες εδώ» του είπε και του έδειξε με το δείκτη του τις κλιμακωτές φωτογραφίες.

 

«Βλέπεις;»

 

«Είναι φοβερό! Αυτή η παραλία είναι σχηματικά όμοια με το σχήμα της ακτογραμμής στην αρχή» είπε με έκπληξη ο Δημήτρης.

 

 

 

«Ναι και αν πάμε ακόμα πιο βαθιά στην κλιμακωτή απεικόνιση, η μοριακή δομή του βράχου εδώ έχει πάλι την ίδια αυτο-ομοιότητα και … ξέρω – ξέρω..», διέκοψε πάλι τον Δημήτρη, «..σαν καθρέφτης μέσα σε καθρέφτη» και κοιτάζοντας τον με το ένα μάτι λοξά, με πονηρό βλέμμα όλο υπονοούμενο, συμπλήρωσε «η αγαπημένη μου ασχολία από μικρός ε;».

 

Ήταν παράξενο, πάλι είχε διαβάσει την σκέψη του.

 

 

 

«Μα, πώς διαβάζεις τις σκέψεις μου σήμερα; Στ’ αλήθεια καφετζού έγινες τελικά; ».

 

 

 

Ο Κώστας, δεν απάντησε, γύρισε πλάτη και προχώρησε μερικά βήματα στο βάθος του σαλονιού. Η μορφή του μπερδεύτηκε και χάθηκε σαν αιθέριο φάντασμα μέσα στις σκιές του δωματίου και μονάχα την φωνή του άκουγε. Είχε πάρει τώρα ένα ήρεμο και στοχαστικό ύφος που προκάλεσε μια ανεξήγητη ανατριχίλα στο σώμα του Δημήτρη.

 

Πήρε μια μικρή, σκεπτική ανάσα και είπε:

 

«Δημήτρη, η συζήτηση αυτή έχει γίνει πάλι και πάλι, σε διαφορετικές άπειρες παραλλαγές, άλλες πιο πιθανές και άλλες όχι και τόσο. Μια από αυτές βρίσκεται και σε αυτό το γραπτό που μόλις έγραφα, πριν με διακόψεις» και έδειξε προς το γραφείο του.

 

 

 

«Μα τι λες τώρα; Τα έχεις χάσει εντελώς φίλε;» Διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Δημήτρης.

 

 

 

«Ρίξε μόνος σου μια ματιά εδώ φίλε μου» και του έδωσε το γραπτό στο χέρι του.

 

 

 

Ενώ ο Δημήτρης διάβαζε με μεγάλη προσοχή, απορία και κατάπληξη ο Κώστας συνέχισε, μη δίνοντας και τόση σημασία αν τον άκουγε πραγματικά ή όχι:

 

 

 

«Φρακταλικές δομές υπάρχουν παντού στην φύση και μπορεί να συναντηθούν ή να χρησιμοποιηθούν ακόμα και μέσα σε ένα συγγραφικό κείμενο. Άλλωστε, ένα συγγραφικό κείμενο προσπαθεί να είναι μια αναπαράσταση της ζωής, έστω μιας εναλλακτικής ζωής, δεν έχει σημασία. Αλλά και οι ζωές μας δεν είναι και πολλά περισσότερα πράγματα από αυτο-ομοιότητες, από μικρές επαναλαμβανόμενες ζωές μέσα σε ζωές. Για αυτό υπάρχει και το λεγόμενο φαινόμενο Deja Vou. Διότι προσλαμβάνουμε εμφανώς διαφορετικές καταστάσεις και εικόνες που όμως, κάπου στο βάθος τους, έχουν ως βάση ένα αρχετυπικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Αυτό φυσικά δεν είναι παρά μια ακόμα αναλογική αντανάκλαση από τον αόρατο υπεραισθητό κόσμο. Ένα κόσμο που αν και αόρατος όχι λιγότερο αληθινός.

Και εμείς δεν καλούμαστε, παρά να σπάσουμε αυτούς τους κύκλους, αυτήν την αρχετυπική επανάληψη, τον κόσμο των φαινομένων. Ν’ ακολουθήσουμε…» και εδώ ακριβώς η φωνή του άλλαξε και πήρε μια εντελώς δραματική χροιά, «…τον Δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο Δημήτρη… καταλαβαίνεις;»

 

 

 

Ο Δημήτρης είχε μοιράσει την προσοχή του στα δύο μιάς και, όση ώρα μιλούσε ο Κώστας, το συγγραφικό πόνημα του φίλου του είχε προκαλέσει μια απίστευτη σύγχυση στο μυαλό του. Όσα διάβασε σε κείνο το κείμενο ήταν σχεδόν μια πιστή αντιγραφή όλων όσων είχαν συμβεί από την ώρα που μπήκε στο σπίτι του Κώστα και στο εξής. Και λέω σχεδόν, γιατί κάποιες πολύ πιο ζοφερές περιγραφές και εντελώς ακατανόητα γεγονότα μέσα σε αυτό, δεν είχαν ακόμα εκτυλιχτεί και θα ευχόταν ο ίδιος, ποτέ να μη γίνονταν πραγματικότητα.

 

 

 

Ο Κώστας συνέχισε ακάθεκτος εκεί πάλι, ανάμεσα στο μισοσκόταδο, με το ίδιο γνώριμο πομπώδες και μυστηριακό ύφος .

 

 

 

«Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και εγώ, σημείωνα στο ημερολόγιό μου σχεδόν οτιδήποτε μπορούσα να καταγράψω. Ερευνούσα, ακόμα και με κάμερες μέσα στο σπίτι μου και έψαχνα να βρω κάποια πρότυπα ή μοτίβα επαναλαμβανόμενα μέσα στην ζωή μου. Οι ίδιες οι ζωές μας, αλλά και η ίδια η πόλη, παρουσιάζουν αυτό-ομοιότητες. Η επαναληψιμότητα αυτή, αν και γενικά σχετική, είναι μια ρέουσα κατάσταση προς λιγότερο ή περισσότερο πιθανές πραγματικότητες.

 

Ακόμα και όλα αυτά που σου λέω τώρα εδώ, είναι γραμμένα στο διήγημα μου, παρουσιάζοντας ίδια μοτίβα σκέψεων στο μυαλό του αναγνώστη μου. Μια δίνη με φράκταλς και κομβικά σημεία. Μπορώ να του προκαλέσω μια τέτοια συνειδησιακή κατάσταση και ρήξη με το επίσημο πορτρέτο της πραγματικότητας και στην συνέχεια να ελέγξω και να πάρω αυτό που χρειάζομαι, μέσω της συσκευής που μου κατασκεύασες, από το απέραντο Κοσμικό Δίκτυο ...».

 

 

 

Εικόνες εισέβαλαν βίαια και απροκάλυπτα στο μυαλό του Δημήτρη και ένας πόνος σούβλισε πάλι το μυαλό του. Τα ίδια παράξενα οράματα και ο ήχος, η εικόνα μιάς κάννης να εκπυρσοκροτεί, ακόμη πιο έντονη και αληθινή από ποτέ πριν.

 

 

 

«Λοιπόν Δημήτρη, διάβασες την ιστορία μου;» Το πρόσωπο του Κώστα του φάνηκε πως είχε πάρει μια αλλόκοτη έκφραση που ακροβατούσε ανάμεσα σε μια δυσοίωνη χαιρεκακία και ένα αδιάφορο βλέμμα γεμάτο παραδοξότητα.

 

 

 

Ο Δημήτρης έσφιξε ελαφρά την γροθιά του προσπαθώντας να συνέλθει από όλα αυτά που μόλις είχε διαβάσει. Πήρε λίγο κουράγιο μέσα στο τρομακτικό κυκεώνα ερωτηματικών που τον είχε περικυκλώσει αυτές τις στιγμές και είπε με αποφασιστικότητα:

 

«Αυτό που θέλεις να κάνεις φίλε, δεν το βρίσκω σωστό! Δεν με ενημέρωσες για όλα αυτά …και δεν το βρίσκω και τόσο αστείο. Εδώ μέσα λέει ότι με σκοτώνεις. Σε τι αποσκοπεί αυτή η πλοκή; γιατί μου λες ή γράφεις όλα αυτά τα αινιγματικά πράγματα; »…

 

 

 

Ο Κώστας απομακρύνθηκε προς το σκρίνιο πίσω του, έβγαλε μέσα απ’ το μισοσκόταδο ένα σιδερένιο αντικείμενο και το κράτησε στο χέρι του.

 

Πλησίασε αργά προς το μέρος του, ενώ μια δέσμη φωτός φανέρωσε το αποτρόπαιο αντικείμενο.

 

«Φίλε τι κάνεις εκεί; Κατέβασε κάτω αυτό που κρατάς!» είπε με τρεμουλιαστή φωνή ο Δημήτρης.

 

«Δώσε μου την συσκευή τώρα» ανταπάντησε ο Κώστας με παγωμένη έκφραση.

 

«Ορίστε εδώ είναι αυτό που μου ζήτησες…» και έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του παλτού του, την τετράγωνη συσκευή.

 

 

 

« Μην φοβάσαι Δημήτρη, θα έπρεπε να είσαι περήφανος αλλά και να νιώθεις τυχερός. Είσαι η πρώτη ψυχή που θα δοκιμάσει αυτό το ταξίδι. Να θυμάσαι τα λόγια που διάβασες στο γραπτό που σου έδωσα. Λυπάμαι φίλε μου … δεν γίνεται αλλιώς…».

 

Τα μάτια του Δημήτρη είχαν τώρα ανοίξει διάπλατα, γεμάτα φρίκη.

 

«Κατέβασε τώρα το όπλ…» Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά ήταν αργά… To αίμα του κύλησε ποτάμι, πάνω στο ξύλινο δάπεδο, δίπλα στο χαλί…».

 

 

 

 

 

 

 

***

 

 

 

Έκλεισε το ντοσιέ του. Το κουδούνι χτυπούσε επίπονα αλλά ο Κώστας δεν άνοιξε. Κρατούσε μονάχα την μυστική συσκευή στα χέρια του, μ’ ένα ύφος παιδικό αλλά και παρανοϊκό, σχεδόν διαβολικό. Θύμιζε τρελο επιστήμονα που ανακάλυψε κάποιο ιδιοφυές αλλά τόσο επικίνδυνο όπλο που ήταν ικανό να καταστρέψει ολοκληρωτικά, μ’ ένα απλό πάτημα ενός κουμπιού, όλο τον πλανήτη.

 

 

 

Είχε τελειώσει το διήγημά του. «Ζοχάρ ιστ ιν Γκένε», σιγομουρμούρισε με χαρά, αργά, για Τρίτη και τελευταία φορά. Άγγιξε στοργικά την παράξενη συσκευή που ήταν γεμάτη με καθρέφτες και καβαλιστικά σύμβολα. Είχε πετύχει τον σκοπό του. Κοίταξε μέσα στους καθρέφτες της παράξενης συσκευής. Διέκρινε μέσα της, ανάμεσα από δεκάδες άλλες εγκλωβισμένες ψυχές και τον φίλο του Δημήτρη. Ανίδεοι να συνέχιζαν την πλαδαρή ζωή τους.

Τώρα, μπορούσε να χειριστεί το «Μεγάλο Μυστικό». Να αντιγράψει το σύμπαν, να το παρατηρήσει και να πειραματιστεί μαζί του.

 

Ποιος ήταν «ο δρόμος ο λιγότερος ταξιδεμένος» για εκείνη - την όποια - εγκλωβισμένη πια ψυχή στον καθρεφτόκοσμο, ήταν κάτι που αν δεν ήξερε θα έπρεπε να μάθει …

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..