Jump to content

Μια βόλτα στο γιατρό


Mindtwisted

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Κατσούλης-Δημητρίου Κωνσταντίνος

Είδος: τρόμος

Βία; Σχετική

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1931

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Πρώτο μου διήγημα και πρώτη ιστορία τρόμου, σας επιτρέπω να φέρετε τα φτυάρια σας.

 

Το μουγκρητό του αέρα ήχησε παράφωνο, καθώς η Μαρίζα βροντοχτυπούσε πίσω της την πόρτα του καταθλιπτικού κτηρίου. Μετά, τα τύμπανα της μανιασμένης βροχόπτωσης έπνιξαν σαδιστικά το σφυριχτό του παράπονο με ένα βομβαρδισμό ανανεωμένης σφοδρότητας.

 

Αμάν πια αυτή η βροχή, σκέφτηκε εκνευρισμένα η νεαρή οικονομολόγος, ισιώνοντας ασυναίσθητα τα κοκάλινα γυαλιά της. Τουλάχιστον ας μην είναι πολύς κόσμος στο ιατρείο, όχι ότι υπάρχει περίπτωση να περιμένω λιγότερο από μισή ώρα, παραπονέθηκε η γκρινιάρα πλευρά του εαυτού της ανεβαίνοντας τις σκάλες. Σε καμία περίπτωση δεν θα επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει το ασανσέρ μετά τις αλλεπάλληλες διακοπές ρεύματος των τελευταίων ημερών. Ευτυχώς ο προορισμός της βρισκόταν στον δεύτερο όροφο και δεν θα κουραζόταν ιδιαίτερα.

 

Έτρεξε σχεδόν στο στενό διάδρομο με τους λευκούς τοίχους και την αποστειρωμένη ατμόσφαιρα, προσπέρασε την είσοδο του ανελκυστήρα, ένα καλαθάκι σκουπιδιών και μία βαριά ξύλινη πόρτα τιτλοφορημένη «Έξοδος Ιατρείου», και σταμάτησε στην επόμενη, αρκετά μέτρα πιο πέρα. Μια μεγάλη, ξύλινη πινακίδα την κοσμούσε, δηλώνοντας με χρυσά καλλιγραφικά γράμματα, «Δόκτορ Βιργινία Μοσχονησιώτη, Οφθαλμίατρος.». Πιο κάτω, μια μικρότερη πλάκα διευκρίνιζε ότι το γραφείο δεχόταν επισκέψεις με ραντεβού τα πρωινά και ελεύθερες τα απογεύματα από τις 5:00 έως τις 10:00. Τις Κυριακές ήταν κλειστά.

 

Η Μαρίζα κοίταξε συνειρμικά το ρολόι της, έξι και μισή, είχε αρκετή ώρα μπροστά της, αλλά έλπιζε να τελειώσει πριν τις οκτώ. Το σπίτι ήταν κοντά, όμως απεχθανόταν να τριγυρνάει μόνη την νύχτα. Επιπλέον είχε μερικά ψώνια να κάνει και το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς κατέβαζε ρολά γύρω στις εννιά.

 

Μόλις άνοιξε την πόρτα ανακουφίστηκε. Στον στενό προθάλαμο υπήρχαν μόνο δύο άτομα. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα, που διάβαζε ένα δερματόδετο βιβλιαράκι τσέπης πίσω από τα πολυεστιακά γυαλιά του, και μια νεαρή γυναίκα με κατάξανθα μαλλιά, που λίμαρε τα νύχια της, σταματώντας συχνά για να ελέγξει αν το είδωλό της καθρεπτιζόταν τέλεια στην απολύτως λεία επιφάνειά τους. Μιας και οι ξένοι είχαν διαλέξει τι δύο αναπαυτικές, επενδυμένες με μαύρο δέρμα πολυθρόνες, η κοπέλα βολεύτηκε στον καναπέ του σετ, έχοντας απέναντί της τον άντρα και αριστερά της τη γυναίκα, με το γυάλινο τραπεζάκι ανάμεσά τους.

 

Σχεδόν αστραπιαία το βλέμμα της μαγνητίστηκε από την καδραρισμένη, μεγέθους γιγαντοαφίσας, φωτογραφία, που κάλυπτε ένα πολύ μεγάλο μέρος του απέναντι τοίχου: Μια νεαρή, σχετικά όμορφη γυναίκα, με καστανά χαρακτηριστικά, σκυθρωπή εμφάνιση και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, αγκάλιαζε στοργικά ένα μεγάλο λυκόσκυλο, που έδειχνε να μεγαλώνει κι άλλο από την αγάπη της, αν και ήταν ήδη ίσαμε το μπόι της. Όχι ότι αυτή φαινόταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμη, ειδικά αν έκρινε από το σκυλόσπιτο πίσω τους. Πάντως η κάμερα παρακολούθησης πάνω από τον πίνακα την ενόχλησε αρκετά για να αποστρέψει το βλέμμα.

 

«Ναι, αυτή είναι.», την πληροφόρησε η γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά, που είχε επικεντρώσει την προσοχή της στη νεοφερμένη, αφήνοντας τη λίμα να μετεωρίζεται στα χλωμά δάχτυλά της, «Η δόκτορ Βιργινία Μοσχονησιώτη.»

 

«Θα μπορούσα να το έχω μαντέψει.», αντιγύρισε η Μαρίζα, που ένιωθε να τις κάθονται στο λαιμό άτομα σαν τη συνομιλήτριά της. Εξάλλου γι’ αυτό το λόγο είχε αποφασίσει να αλλάξει γιατρό. Μόλις πριν από δύο μέρες άνοιξε το ιατρείο, αλλά η φήμη της επιστήμονα προηγούταν. Ειδικά η τελευταία της έρευνα πάνω στην επέμβαση με λέιζερ είχε προκαλέσει σούσουρο. Τη στιγμή που πληροφορήθηκε ότι η Βιργινία Μοσχονησιώτη τέθηκε στην άμεση πρόσβαση του κοινού, η Μαρίζα αποφάσισε να ελέγξει τον αστιγματισμό και τη μυωπία της, που μάλλον είχε αυξηθεί πάλι. Μάλιστα αναρωτιόταν γιατί το μέρος δεν μυρμήγκιαζε με επισκέπτες, αλλά υπέθετε ότι ο καιρός σε συνδυασμό με την τοποθεσία του κτηρίου δεν ευνοούσαν τέτοια φαινόμενα. Όπως και να είχε αυτή τη βόλευε, τελικά επέλεξε την καλύτερη ώρα. Οι άλλοι μπορούσαν να περιμένουν, το ιατρείο δεν θα έφευγε.

 

«Σίσση.», συστήθηκε η άλλη, δίχως να την κοιτάξει.

 

«Από το Θεοδοσία;», βρήκε την ευκαιρία να την εκνευρίσει η Μαρίζα.

 

Η ξανθιά επέστρεψε στο λιμάρισμα, αγνοώντας το ειρωνικό σχόλιό της, «Ξέρεις η κολλητή μου ήταν εδώ χθες.», δήλωσε υπερφίαλα, λες και κέρδιζε πόντους αν είχε κάποιο γνωστό επισκέπτη την πρώτη μέρα λειτουργίας του ιατρείου.

 

«Έτσι έ;», της απάντησε αδιάφορα, ψαχουλεύοντας τα περιοδικά κάτω από το τραπεζάκι. Άρπαξε ένα παρωχημένο τεύχος μόδας και καμώθηκε ότι το διαβάζει με ενδιαφέρον.

 

Η Σίσση αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στον εκνευρισμό και την ανάγκη της να πολυλογήσει, «Ναι, φυσικά… Και ξέρεις τι μου είπε; Γίνονταν χαμός, τέσσερις ώρες περίμενε. Ευτυχώς σήμερα βρέχει και δεν είναι πολύ αυτοί που θα κάλυπταν τέτοια απόσταση από το κέντρο, γιατί απεχθάνομαι να περιμένω. Βέβαια η γιατρός το αξίζει: Το ήξερες ότι κερνάει όλους τους ασθενείς της κάτι πριν αρχίσει την εξέταση. Για να γνωριστούν υποτίθεται. Μάλλον θα είναι καινούρια μέθοδος. Εγώ πάντως θα ένιωθα πολύ καλύτερα με μία γιατρό που είναι και φίλη μου, κι αυτή χρειάζεται σίγουρα κάποιον κοντά της... Μετά από ότι έπαθε…»

 

Για πρώτη φορά η Μαρίζα ενδιαφέρθηκε, «Τι εννοείς;»

 

Η ξανθιά χαμογέλασε θριαμβικά, αγνοώντας επιδεικτικά το ύφος του άντρα, που γύρισε σελίδα στο ανάγνωσμά του με εσκεμμένο θόρυβο, «Μα καλά δεν το ξέρεις; Πριν δύο χρόνια έχασε τον άντρα και την τρίχρονη κόρη της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Μάλιστα αυτή οδηγούσε. Λένε ότι δεν το ξεπέρασε ποτέ κι αν κρίνω από την περιγραφή της κολλητής μου είναι αλήθεια.», την πληροφόρησε σκύβοντας συνωμοτικά προς το μέρος της, «Επίσης…»

 

Νταν! Άναψε το φωτάκι πάνω από τη βαριά ξύλινη πόρτα. «Σειρά μου.», διέκοψε χαμογελαστά την κουβέντα η Σίσση, «Ωραίο σύστημα έτσι;», είπε πριν σηκωθεί και, ανοίγοντας την πόρτα, εισέλθει στο γραφείο.

 

Ο χώρος βυθίστηκε πάλι στη σιωπή και η ανάγνωση παρωχημένων περιοδικών δεν αποτελούσε ενδιαφέρουσα ασχολία. Έτσι κατέληξε να οραματίζεται το βραδινό φαγητό που περίμενε να ετοιμαστεί, μέχρι που νύσταξε από το χλωμό φως της λάμπας εξοικονόμησης.

 

Ο άντρας ξέθαψε τη μύτη από το ανάγνωσμά του και σήκωσε ο κεφάλι σαν θορυβημένος σκύλος, «Άκουσες κάτι;»

 

Αυτή βγήκε απότομα από την απόλυτη αποχαύνωση, «Τι να ακούσω δηλαδή;»

 

«Ένα θόρυβο, μάλλον ιδέα μου θα ήταν, μπορεί η βροχή.», διευκρίνισε αυτός και ξαναφοσιώθηκε.

 

Όμως δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει τώρα έτσι η Μαρίζα, που τόση ώρα έψαχνε ευκαιρία να δραπετεύσει από τη βαρεμάρα της, «Λες να τελείωσε η Σίσση;»

 

«Πολύ πιθανό, μόνο για ένα απλό έλεγχο είχε έρθει…», σχολίασε αυτός γυρίζοντας βαριεστημένα σελίδα.

 

Η κοπέλα δεν του επέτρεψε να την αποθαρρύνει τόσο εύκολα, «Τι διαβάζετε;»

 

Ο άντρας φάνηκε να αποφασίζει ότι δεν θα τον άφηνε στην ησυχία του, «Ένα πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα, χειρόγραφο, το βρήκα πεταμένο στο καλαθάκι έξω. Αναρωτιέμαι αν είναι κατοχυρωμένο, θα μπορούσα να το χρησιμοποιήσω στις ιστορίες μου.»

 

«Είστε συγγραφέας.», διαπίστωσε η Μαρίζα, «Μπορείτε να μου πείτε τι λέει;»

 

Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε, «Δεν βλέπω γιατί όχι; Ουσιαστικά εικάζει ότι τα χαρακτηριστικά της ψυχής παραμένουν στη σάρκα για ένα μικρό διάστημα μετά το θάνατο. Πολύ περισσότερο…»

 

Νταν!, άναψε ξανά το φωτάκι του επόμενου. Ο άντρας κατένευσε σιωπηλά, έχωσε το βιβλιαράκι στην τσέπη, σήκωσε τον χαρτοφύλακα που είχε ακουμπισμένο στα πόδια του και την άφησε μόνη στο σιωπηλό δωμάτιο. Ταυτόχρονα ένα μπουμπουνητό βρόντηξε φιμωμένο από τους χοντρούς τοίχους και τα φώτα αναβόσβησαν στιγμιαία. Πάλι οι διακοπές ρεύματος.

 

Η Μαρίζα βούλιαξε πιο πολύ στον αναπαυτικό δερμάτινο καναπέ. Σιχαινόταν να μένει μόνη της και δεν είχε πια τίποτα άλλο να συζητήσει με τον εαυτό της. Ήθελε μόνο να τελειώνει. Κοίταξε το ρολόι, επτά και εικοσιπέντε. Μάλλον γι’ αυτό είχαν έρθει τόσοι λίγοι σήμερα. Μπούχτισαν και αποφάσισαν ότι δεν άξιζε να περιμένουν με τέτοιο καιρό.

 

Τα φώτα αναβόσβησαν πέντε φορές συνεχόμενα. Πόση ώρα να είχε περάσει; Μόνο δεκαπέντε λεπτά. Κοίταξε με προσμονή το φωτάκι πάνω από την πόρτα, ανατρίχιασε κι έτριψε τα χέρια πάνω στη ζακέτα της. Η χλομή ακτινοβολία της λάμπας έμοιαζε πιο παγωμένη από ποτέ κι ήταν σαν να την περιγελούσαν τα πρόσωπα της φωτογραφίας.

 

Μια πνιχτή κραυγή. Το αίμα της πάγωσε, το σώμα ακινητοποιήθηκε. Ένας απαίσιος συνασπισμός διαπεραστικών ήχων σαν νύχια σε μαυροπίνακα έσκισε τον αέρα. Αλλεπάλληλοι γδούποι, μεταλλικά κουδουνίσματα, ήχος ξύλου που σκίζεται, ένα ανεπαίσθητο θρόισμα πίσω απ’ την πόρτα, κάτι σαν ανάσα, κι άλλο θρόισμα, σιωπή.

 

Σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε τρέμοντας προς την πόρτα, προσπάθησε να την ανοίξει, αλλά το βάρος της στάθηκε αμετακίνητο. Το ιατρείο είχε άλλη έξοδο, μια καλοστημένη παγίδα. Ποιος; Γιατί; Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, προσπάθησε να τα σκουπίσει. Νταν, άναψε τρεμοπαίζοντας το φωτάκι πάνω από την πόρτα. Ποτέ κάτι λευκό δεν φάνηκε πιο παγωμένο. Όχι, δεν ήθελε να πάει, αλλά δεν υπήρχε άλλη έξοδος.

 

Οπλίστηκε με όσο θάρρος της είχε απομείνει και πλησίασε, άνοιξε την πόρτα και πέτρωσε. Στα δεξιά της μια ίδια πόρτα κλειστή, αριστερά μια άλλη, ξεκοιλιασμένη θαρρείς, με σημάδια από νύχια, αποκάλυπτε το εσωτερικό του ιατρείου στο τρεμάμενο φως μιας πεταμένης στο πάτωμα λάμπας εξοικονόμησης.

 

Παραλίγο να λιποθυμήσει από φρίκη: Δύο μεγάλα κρεβάτια χειρουργείου ήταν ριγμένα άτακτα στο πάτωμα. Γύρω τους ένα σωρό κομμάτια σάρκας, στα οποία αναγνώρισε τη Σίσση, τον άντρα και τη γιατρό, σκορπισμένα με μια ζωώδη μανία, κατακρεουργημένα από κοφτερά δόντια και ατσάλινα νύχια τόσο εκδικητικά, που όχι μόνο το πάτωμα, αλλά οι τοίχοι και η οροφή είχαν βαφτεί στο αίμα. Όμως εκτός από αυτό της γιατρού, τα πτώματα είχαν κι άλλα σημάδια: Μεγάλες ραφές με συρραπτικό χειρουργείου.

 

Μια χαρακιά από νύχια σε ένα από τα μηχανήματα σπίθισε εκτυφλωτικά, συνεφέρνοντάς την λίγο. Αργά απόστρεψε το βλέμμα από τη σκηνή σφαγής και τους σκαμμένους με αιχμηρά νύχια τοίχους, στρέφοντάς το στο πάτωμα. Το τρέμουλό της έγινε ανεξέλεγκτο.

 

Εκεί, στα λευκά πλακάκια, υπήρχαν ματωμένα χνάρια. Αποτυπώματα πηγμένου αίματος που έμοιαζαν ανθρώπινα, αλλά δεν ήταν. Πιο κυρτά, με γαμψά νύχια και καμπυλωτό πέλμα οδηγούσαν στην πόρτα στα δεξιά της. Στο γραφείο της ιατρού, όπου υπήρχε η έξοδος.

 

Ήθελε να γυρίσει πίσω, να κουλουριαστεί στον καναπέ και να περιμένει το θάνατό της, αλλά το ένστικτο της επιβίωσης την έσπρωξε έξω από τη σιδερένια αρπάγη του σοκ. Η πόρτα άνοιξε απόκοσμα, θαρρείς από αλλουνού το χέρι.

 

Το γραφείο ήταν απείραχτο. Μια βαριά ξύλινη έδρα πάνω σε ακριβό μπορντό χαλί, κάδρα με πτυχία και διακρίσεις στον τοίχο πίσω της, μια δρύινη αρχειοθήκη δίπλα, τρεις ξύλινες καρέκλες με μπορντό βελούδινη επένδυση, η πόρτα της εξόδου απέναντι, και μια μικρότερη ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε σε κουζινούλα. Παράθυρα δεν υπήρχαν, αλλά πάνω στην έδρα ήταν ακουμπισμένα ένα ποτήρι ουίσκι, ένα φλιτζάνι τσάι, μια οθόνη που απεικόνιζε τον προθάλαμο, μια πένα και ένα γραμμένο κομμάτι χαρτί. Πλησίασε σαν υπνωτισμένη και το πήρε στα χέρια της, διαβάζοντας σε κόκκινα καλλιγραφικά, αν και τρεμάμενα, γράμματα, μουτζουρωμένα σε σημεία από καυτά δάκρυα.

 

Κοιμάται, κοιμάται στην καρέκλα, τόσο γαλήνια όσο η αδερφή κι ο πατέρας σου. Το υπνωτικό μου έκανε καλή δουλειά. Άχ, Ρεξ, αν μιλούσες σίγουρα θα συμφωνούσες μαζί μου. Μην ανησυχείς, μην συγχύζεσαι, σύντομα θα πίνουμε το τσάι μας μαζί. Είσαι η μόνη μου οικογένεια τώρα. Ρεξ, Ρεξ, λυπάμαι που πρέπει να περάσεις όλα αυτά, πίστεψέ με. Έρχονται στιγμές που θέλω να τα παρατήσω όλα, όπως σήμερα όταν πέταξα στα σκουπίδια το σημειωματάριό μου, όπως αυτή τη στιγμή. Γι’ αυτό γράφω, γιατί δεν μπορώ να αντέξω τον πόνο. Όμως ξέρω τι θα έλεγες, τι θα πεις όταν μπορέσεις να μιλήσεις. Ότι για εσένα το κάνω, για να μπορούμε να είμαστε κανονική οικογένεια. Πρέπει να γίνει, πρέπει να αποκτήσεις κάτι απ’ αυτούς, πρέπει να… Μα τι κάθομαι και γράφω, έχω δουλειά, σύντομα θα τα πούμε από κοντά. Μόνο εσύ με καταλαβαίνεις, μόνο τα λόγια σου θα γιάνουν τον πόνο μου, μόνο η γλώσσα σου θα γλύψει τις πληγές μου…

 

Η Μαρίζα άφησε εμβρόντητη το χαρτί στη θέση του. Ένα υπόκωφο γρύλισμα ξεχύθηκε κάτω απ’ την έδρα, καθώς το τεράστιο κεφάλι ξεπρόβαλε αργά. Το κατακρεουργημένο πρόσωπο ενός λυκόσκυλου με τη μουσούδα συσπασμένη απειλητικά, αφύσικου μεγέθους δόντια να προεξέχουν, μάτια να λάμπουν με ένα αρρωστημένο κόκκινο χρώμα. Ολόκληρο το σώμα του ήταν καλυμμένο με χειρουργικές ραφές και πηγμένο αίμα καθώς ανέβαινε στην έδρα, κυρτώνοντας επιθετικά την πλάτη, γεμίζοντας το δωμάτιο με την τρομερή παρουσία του. Ένα όν ούτε ζώο ούτε άνθρωπος, ένα κατακρεουργημένο βδέλυγμα με δολοφονικές διαθέσεις.

 

Κοιτάχτηκαν.

 

Η διακοπή ρεύματος βύθισε τα πάντα στο σκοτάδι.

 

Ένας βρυχηθμός.

Link to comment
Share on other sites

Η αλήθεια είναι ότι το διάβασα μονοκοπανιά και η αφήγηση δε μου έδωσε το περιθώριο να "ξαποστάσω" ή να βαρεθώ. Μου άρεσε η ιδέα της εφιαλτικής γιατρού, και μέχρι το τέλος, εχμ, μέχρι να δω το όνομα Ρεξ, δε φαντάστηκα τι είχες κατά νου.

Τώρα, υπάρχουν και κάποια σημεία που με ξένισαν, όπως αυτό το "Νταν" ή τα συμπεράσματα της ηρωίδας σου, που δε με έπεισαν. Έχω την αίσθηση ότι χρειαζόταν περισσότερη δουλειά η παρουσίαση της πλοκής. Δηλαδή, φαίνεται να πηδάει η αφήγηση από το ένα σημείο στο άλλο κάπως βεβιασμένα, χωρίς να κυλάει ομαλά και να οδηγεί την φαντασία του αναγνώστη.

Επίσης, αν και ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να δώσεις βάθος στους χαρακτήρες ενός τόσο σύντομου κειμένου, πιστεύω ότι θα μπορούσες να τα καταφέρεις καλύτερα. Απ' ότι κατάλαβα, προσπάθησες να το κάνεις δίνοντας τις σκέψεις της κοπέλας, αλλά ήθελε και κάτι παραπάνω, μικρές λεπτομέρειες ίσως, κινήσεις, πιο λεπτομερείς περιγραφές. Με λίγα λόγια, εδώ μου έδωσες την εντύπωση ότι κι εσύ δεν είχες μια σαφή εικόνα τους στο μυαλό σου. Μπορεί πάντα να κάνω λάθος, απλά αυτή είναι η δική μου εντύπωση.

Σε γενικές γραμμές πάντως, για πρώτη προσπάθεια μου φαίνεται πολύ καλό δείγμα και σαν ιστορία στέκεται στο ύψος της. Keep the flow...:D

Link to comment
Share on other sites

Φίλη μου manstredin.

Μέχρι τώρα δεν είχα γράψει διήγημα ούτε τρόμο, αλλά έχω γράψει μυθιστόρημα.

Αυτό που συμβαίνει με εμένα είναι οτι έχω τόσες πολλές λεπτομέρειες στο κεφάλι μου που άν τις έβαζα όλες το κείμενο θα αποκτούσε 10.000+ λέξεις. Έτσι προσθάθησα να το κρατήσω όσο πιο συμμαζεμένο γίνεται, αλλά μάλλον έβγαλα πιο πολλά απο όσα θα έπρεπε. Ουσιαστικά, για εμένα τουλάχιστον, το διήγημα είναι πολύ πιο δύσκολο απο ένα μυθιστόρημα, γιατί πρέπει κάθε λέξη να έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα. Όλα πρέπει να μπαίνουν στην σωστή σειρά και τίποτα να μην ξεφεύγει. Επίσης, οι χαρακτήρες είναι, όπως λες, πολύ δύσκολο να αναπτυχθούν σε τόσο μικρή έκταση, ενώ σε 100.000 λέξεις ουσιαστικά αναπτύσσονται από τις πράξεις και τις αντιδράσεις τους σε ορισμένες καταστάσεις. Σε ευχαριστώ λοιπόν για τα λόγια σου και θα προσπαθήσω να εφαρμόσω αυτά που είπες σε επόμενα διηγήματα.

Edited by Mindtwisted
Link to comment
Share on other sites

Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Κι εγώ θεωρώ το διήγημα πιο δύσκολο για τους λόγους που είπες, και προσωπικά δυσκολεύομαι πολύ περισσότερο να γράψω διήγημα επειδή συνήθως η φαντασία μου ξεκινά από ένα μικρό πραγματάκι που όλο διογκώνεται και φορτώνεται λεπτομέρειες (και καταλήγει στο μυαλό μου μια ωραιότατη νουβέλα, χεμ). Πάντως, όπως σου είπα, για πρώτη προσπάθεια είναι καλή, και είμαι σίγουρη πως η επόμενη θα είναι καλύτερη:thmbup:. Ίσως τελικά να είναι θέμα εξάσκησης.

Link to comment
Share on other sites

Το διάβασα κι εγώ χθες, οπότε έχω να πω κανα 2 πραγματάκια, συμπληρώνοντας τα λεγόμενα της Βάγιας. Θα σου πρότεινα να κατανικήσεις τώρα που είναι νωρίς (με εξάσκηση βέβαια) την χρησιμοποίηση τόσων επιθέτων και επιρρημάτων. Βαραίνουν το κείμενο και η χρήση τους είναι κυρίως επειδή ο συγγραφέας φοβάται ότι ίσως αυτό που γράφει δεν είναι από μόνο του δυνατό άρα θέλει γαρνιτούρα. Η σκέψη σου πίσω από την πλοκή ήταν μια χαρά, οπότε μην ανησυχείς. Φαίνεται από το πρώτο διήγημα σου ότι τη σπίθα την έχεις.

Αν αρχίσεις να μετράς επίθετα κι επιρρήματα, θα δεις πόσο βαραίνουν το κείμενο. Μην σε ανησυχεί αυτό βέβαια, στην ηλικία σου και για πρώτη προσπάθεια μου φαίνεται φυσιολογικό. Απλά ξεκίνα από τώρα να το προσέχεις.

Όντως το διήγημα είναι κάτι διαφορετικό και θέλει συνήθεια. Κι εγώ με μυθιστόρημα ξεκίνησα να γράφω πριν κάποια χρόνια και είχα τελειώσει δυο προτού το ρίξω στα διηγήματα. Είναι όλο θέμα εξάσκησης. Προτείνω το προφανές: Διάβαζε και γράφε, διάβαζε και γράφε.

Περιμένουμε το επόμενο λοιπόν συνονόματε. Καλή έμπνευση :-)

Link to comment
Share on other sites

Καλό. Μου άρεσε. Όσο αφορά λεπτομέρειες και παρατηρήσεις συμφωνώ πολύ με τον DinmacXanthi.

 

Καλή προσπάθεια, συνέχισε έτσι!:thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Αγαπητοί μου φίλοι.

Σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας, κάθε κριτική είναι ευπρόσδεκτη. Όχι, δεν βάζω πολλά επιρρήματα και ουσιαστικά επειδή φοβάμαι κάτι, αλλά γιατί προσπαθώ να δώσω με κάθε λεπτομέρεια την εικόνα που έχω στο μυαλό μου. Γράφω έτσι γιατί έτσι μου αρέσει να διαβάζω, θέλω να έχει γαρνιτούρα το γραπτό. Τώρα αν το παράκανα, που μάλλον αυτό έγινε, θα προσπαθήσω να τα μετριάσω στο μέλλον. Ωστόσο, ακόμα πιστεύω οτι σε μερικά σημεία που πρέπει να γίνω πιο περιγραφικός είναι απαραίτητα. Όχι, οτι δεν λαμβάνω υπόψη τις συμβουλές σας. Μάλιστα, μάλλον έπρεπε να ασχοληθώ λίγο παραπάνω με το κείμενο, μιας και το ολοκλήρωσα σε δύο ώρες. Ούτε δεύτερη ματιά δεν έριξα.

Link to comment
Share on other sites

Mindtwisted,

 

Προσωπικά δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο για να γνωρίσω καλύτερα τους χαρακτήρες. Μου έδωσες ό,τι χρειαζόμουν.

 

 

Εξάλλου σ' ένα ιατρείο, πόσα πολλά μπορείς να καταλάβεις για τους άλλους επισκέπτες; Αυτό που κάπως με παραξένεψε ήταν ότι από τη μια δεν γούσταρε να μιλήσει καθόλου στην Σίσσυ *όχι ότι είχε άδικο βέβαιαlaugh.gif tease.gif * κι από την άλλη -σαν να ήταν μεταδοτικό- κόλλησε την πολυλογία της Σίσσυ και τσίγκλαγε τον συγγραφέαlaugh.gif. Όχι όμως ότι με χαλάει ή ότι με βγάζει από την ροή

 

 

Γενικά, μου άρεσε πολύ σαν πλοκή και γενικότερα σαν θέμα το διήγημα. Για πρώτη φορά νομίζω -ως ταπεινή αναγνώστρια- ότι τα πήγες μια χαρά! (Κι εγώ το διάβασα μονοκοπανιάbiggrin.gif) Συγχαρητήρια και ελπίζω να δούμε κι άλλα διηγήματα από την πένα σου!

Link to comment
Share on other sites

Αγαπητή Άρια

Να σου πω το σκεπτικό μου για τη συμπεριφορά της.

Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να μιλήσει καθόλου στη Σίσση, αλλά οτι πίστευε πως η Σίσση δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον να πει, αφού αυτά τα είδη ανθρώπων μόνο κουτσομπολεύουν. Με τη σειρά του το ίδιο πίστευε ο συγγραφέας και για τις άλλες δύο. Αλλά η Μαρίζα βρήκε τον συγγραφέα ενδιαφέρον, της κίνησε την περιέργεια και προσπάθησε να μάθει τι ήταν αυτό που διάβαζε.

Υ.Γ. πρέπει να μάθω να βάζω spoilers

Link to comment
Share on other sites

 

Ναι, κατάλαβα ότι έτσι έγινε *και συμμερίζομαι την άποψη της Μαρίζας βεβαίως - βεβαίως laugh.gif. Απλά μου δόθηκε η εντύπωση στην αρχή, ότι ήταν τύπος που δεν θα άνοιγε εύκολα συζήτηση, όμως απλά έτυχε η αγαπητή Σίσσυ να είναι η πρώτη που της μίλησε, οπότε it's ok!biggrin.gif

 

 

Όπως προανέφερα φυσικά, σε καμοία περίπτωση δεν με χάλασε αυτό, απλά ήταν μια σκέψη που έκανα καθώς το διάβαζα. book.gif

 

 

Link to comment
Share on other sites

έχω μια άποψη, αλλά κρίνω πρώιμη τη δημοσίευσή της. Περιμένω την επόμενη προσπάθεια σου.

Αυτά που σου είπαν Οι παλιοί είναι σωστά και θα σε σπρώξουν σε καλύτερα γραφτά.

Θέλω πολύ να διαβάσω περισσότερα.

 

:book:γράφε λοιπόν.

Link to comment
Share on other sites

Ωχ, να αρχίζω να τρομάζω δηλαδή;

Οι σιγές ιχθύος είναι η μεγαλύτερη ιστορία τρόμου για εμένα, χαχαχα.

Link to comment
Share on other sites

Ωραία προσπάθεια και μιας και είναι το πρώτο σου κείμενο, καλωσόρισες στην παρέα μας. friends.gif Θα ξαναπώ άλλη μια φορά το "ωραία προσπάθεια" και θα περάσω στο τι πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις για να την κάνεις και ωραίο αποτέλεσμα. Θα συμφωνήσω με το Ντίνο όσον αφορά το "βάρος" των επιθέτων κι επιρρημάτων, μέχρις ενός σημείου του κειμένου, όμως. Μετά δε μου φαίνονται καθόλου περιττά. Είναι μερικά πράγματα που μου γεννούν απορίες στην πλοκή. Ας πούμε, γιατί δεν έκανε τίποτε στην κολλητή της Σίσσυ; Το εύρημα του σημειωματαρίου είναι καλό σαν κίνηση, όμως σπάνια ένας άνθρωπος θα σηκωνόταν από το γραφείο του για να πετάξει κάτι στο καλάθι του προθάλαμου. Τι δεν πήγε καλά στην προσπάθεια της γιατρού;

 

Μικρή κίνηση που θα μπορούσε να αποσυμφορήσει το κείμενο: Να μην δώσεις όνομα στην ξανθιά. Η ύπαρξη ονόματος ισούται με προσπάθεια να έρθει πιο κοντά ο αναγνώστης με τον ήρωα κι αυτό δε χρειάζεται, ειδικά για τη Σίσσυ (συν το ότι προσωπικά δεν μου έχει ποτέ κανέναν συστηθεί στον προθάλαμο ιατρείου).

Link to comment
Share on other sites

Αγαπητή Naroualis

Για τις απορίες σου στην πλοκή, να πώς τα είχα σκεφτεί, αλλά μάλλον δεν κατάφερα να τα περάσω.

Η γιατρός δεν έκανε τίποτα στην κολλητή της ξανθιάς γιατί εκείνη τη μέρα υπήρχε πολύς κόσμος και άρα ήταν πολύ πιο δύσκολο. Το σημειωματάριο το πέταξε το απόγευμα, όταν ερχόταν κι όχι αφότου είχε ήδη φτάσει. Όσο για το τι πήγε στραβά, η προσπάθειά της να δημιουργήσει κάτι που ουσιαστικά ήταν τερατούργημα δημιούργησε ακριβώς αυτό.

Τώρα ίσως δεν έπρεπε να ονοματίσω την ξανθιά, αλλά εμένα μου έχουν πολλές φορές συστηθεί σε θαλάμους ιατρείων, μάλιστα έχουμε ανταλλάξει και τηλέφωνα, αλλά αυτό ίσως να οφείλεται στο χαρακτήρα μου.

 

Σε ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σου, ίσως τελικά δεν πρέπει να αφήνω τόσο πολλά να εννοούνται επειδή τα έχω στο μυαλό μου, και το έλεγα να βάλω μια παράγραφο μετά το γράμμα όπου θα διαπιστώνει η Μαρίζα τι έγινε, αλλά είπα να το αφήσω έτσι.

Link to comment
Share on other sites

Τα έγραψα αυτά πριν διαβάσω τις γνώμες των υπολοίπων, αλλά απ' ότι είδα μετά, δεν κινήθηκα πολύ μακριά από αυτές. Πολλά μπράβο για την ιστορία.

 

- Εεε... οκ, περίεργη ιστορία. Νόμιζα ότι έπαιζε κάτι με τη γιατρό και είχα ξεχάσει τελείως το σκύλο στην εικόνα. Ήταν αρκετά ατμοσφαιρικό, παρά το αιματοβαμμένο φινάλε και νομίζω πως σ’ αυτό έπαιξε ρόλο ο λόγος που χρησιμοποίησες, τον οποίο βρήκα αρκετά περιγραφικό (μέτρησα επίσης αρκετά επίθετα), χωρίς όμως να φανφαρίζει (επιπλέον, εγώ είμαι έτσι κι αλλιώς οπαδός της καλοτοποθετημένης φανφάρας). Έτσι λοιπόν μου άρεσε η ιστορία, ακόμα κι αν κάποιες λεπτομέρειες, εδώ κι εκεί, με έβαλαν σε σκέψεις πχ. μου φαίνεται πραγματικά πολύ δύσκολο, η οφθαλμίατρος είναι να είναι και σούπερ χειρούργος/δρ Μορώ. (γενικά, η ιστορία παίζει και να βαδίζει, κάποιες στιγμές, στο όριο μεταξύ αληθοφάνειας-μη αληθοφάνειας).

 

ΥΓ1: ‘’Ειδικά η τελευταία της έρευνα πάνω στην επέμβαση με λέιζερ είχε προκαλέσει σούσουρο’’. Το σούσουρο μου έκατσε βαρύ.

 

ΥΓ2: ‘’Ένας απαίσιος συνασπισμός διαπεραστικών ήχων σαν νύχια σε μαυροπίνακα έσκισε τον αέρα’’. Ωραία πρόταση αυτή. Η επιλογή της λέξης συνασπισμός ήταν πάρα πολύ σωστή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

αγαπητέ dagoncult

σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα σχόλιά σου, όπως και όλους τους προηγούμενους.

Τώρα να σου πώς για τη γιατρό, το σκέφτηκα, αλλά και χειρούργος να ήταν θα ήξερε πώς να μεταμοσχεύσει ανάμεσα σε άνθρωπο και ζώο, οπότε το άφησα έτσι.

Όταν γράψω επόμενη ιστορία θα προσπαθήσω να μην αφήσω τέτοια σημεία

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Μου άρεσε πουήταν οπτική ιστορία, μου θύμισε επεισόδιο σειράς με αυτοτελή τρόμου, από αυτά που είναι όλο περίεργους χαρακτήρες, ξέρεις ότι θα έχει κάποια ανατροπή, αλλά δεν ξέρεις από πού θα έρθει και τους κοιτάς όλους με μισό μάτι.

 

Κι εγώ θα επαναλάβω την παρατήρηση περί των πρώτων παραγράφων που είναι βαρυφορτωμένες. Επίσης, να προσέχεις λίγο με τις βαρύγδουπες λέξεις και τις παρομοιώσεις/εκφράσεις που μερικές φορές δεν τις χρησιμοποιείς με τη σωστή τους έννοια. Νομίζω ότι θα καταλάβεις καλύτερα τι θέλω να πω από τις παρατηρήσεις που σου έγραψα στο ίδιο το κείμενο:

mindtwisted #1 - Μια βόλτα στο γιατρό.doc

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..