Jump to content

Οδηγός


Mindtwisted

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Κατσούλης-Δημητρίου Κωνσταντίνος

Είδος: Φαντασία

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1635

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια:

 

Η σμίλη του ανέμου άλλαξε πολλές φορές τη μορφή του σκοτεινού σύννεφου. Με υπομονή το διαχώρισε και σκόρπισε τα κομμάτια ευλαβικά, φορτωμένα με βροχή να γλιστρήσουν στο στερέωμα, προάγγελοι κατακλυσμού σε άλλες περιοχές. Όμως το θερμό πρόσωπο του ήλιου ξεπρόβαλλε πίσω απ’ τη σκοτεινιά και η ζεστή του ανάσα γλίστρησε στη γη, κάνοντας τα πουλιά να ανατριχιάσουν στη θέρμη της, πριν διατρυπήσουν με τρίλιες τη μουντή σιωπή.

 

Μια πεταλούδα ξεστράτισε. Χτυπώντας αιθέρια τα κιτρινόμαυρα φτερά της πέρασε από το ανοιχτό παράθυρο και, πετώντας πάνω απ’ τα κεφάλια των παιδιών, τα μικρά θρανία, στρωμένα με ξυλομπογιές, και τις εικοσιδύο ζωγραφιές σε εξέλιξη, στάθηκε, σαν χρυσοποίκιλτη καρφίτσα, στη μπλούζα του μικρού κοριτσιού με τα εβένινα μαλλιά και τα βαθυγάλανα μάτια. Αλλά αυτή τίποτα δεν κατάλαβε, αφοσιωμένη στη ζωγραφιά της.

 

«Τι ζωγραφίζεις Μένολη;», ρώτησε ο δάσκαλος, τραβώντας τη ζωγραφιά από τα χέρια της χωρίς να περιμένει απάντηση. Η πεταλούδα τρόμαξε και πέταξε μακριά.

 

Το εξάχρονο κοριτσάκι κάρφωσε τα μάτια στο πίσω μέρος του φύλλου, «Την αλήθεια.», είπε με φωνή γλυκιά σαν καμπανούλα.

 

«Η αλήθεια είναι ότι έφτιαξες μια μεγάλη μαύρη μουτζούρα.», σχολίασε ο δάσκαλος σμίγοντας τα φρύδια και οι συμμαθητές της, που είχαν στήσει αυτί, ξέσπασαν σε χαχανητά.

 

Η Μένολη έριξε μια πονεμένη ματιά έξω από το παράθυρο. Ύστερα κάρφωσε κατάματα τον δάσκαλο με βλέμμα βαθύ να καθρεπτίζει τον ήλιο. Αυτός ανατρίχιασε, απόθεσε τη ζωγραφιά στο θρανίο και απομακρύνθηκε σιωπηλά.

 

Φτάνοντας στην έδρα δίστασε, «Μένολη θέλω να σου μιλήσω στο διάλλειμα.», αποφάσισε τελικά, πριν καθίσει.

 

«Μάλιστα κύριε.», αποκρίθηκε γλυκά το κοριτσάκι και αφοσιώθηκε πάλι στη ζωγραφιά του.

 

Το επόμενο δεκάλεπτο πέρασε ήσυχα, με αδρούς ήχους μολυβιών κι ένα αδιάκοπο θρόισμα. Όλο αυτό το διάστημα ο δάσκαλος παρατηρούσε τη μικρή, δεν την έχασε απ’ τα μάτια του παρά μόνο για να βλεφαρίσει. Ύστερα το κουδούνι σήμανε το διάλλειμα κάνοντας τον να αναπηδήσει. Πόσο παράταιρο μπορεί να ακουστεί το κουδούνι ενός σχολείου μέσα στις σκέψεις ενός ενήλικα.

 

Τα παιδιά βιάστηκαν να τρέξουν στο προαύλιο, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τις φωνές τους. Στο δρόμο άφησαν τις ζωγραφιές στην έδρα. Μόνο η Μένολη αργούσε, έχοντας καταπιαστεί με τη δικιά της. Συνέχιζε να σκουραίνει με τη μαύρη μπογιά κάθε σπιθαμή της κόλας.

 

Κάποια στιγμή αποφάσισε ότι τελείωσε. Σηκώθηκε αργά από το τελευταίο θρανίο και πλησίασε με μικρά βήματα την έδρα, κρατώντας το έργο της σα να ήταν κάτι ιδιαίτερα εύθραυστο. Απόθεσε προσεκτικά τη ζωγραφιά στην κορυφή της στοίβας και στάθηκε περιμένοντας.

 

Ο δάσκαλος έτριψε τους κροτάφους του, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, έβγαλε τα γυαλιά για να τρίψει τα μάτια, τα ξαναφόρεσε και στράφηκε στη μικρή, «Πες μου πάλι τι έχεις ζωγραφίσει;»

 

Η Μένολη χαμογέλασε, «Σας είπα, την αλήθεια.»

 

Ο άντρας ξεφύσησε με δυσφορία κι έτριψε πάλι τα μάτια του, «Κορίτσι μου, δεν είναι τρόπος αυτός να συμπεριφέρεσαι… Δεν είναι, φυσιολογικό…»

 

«Τι δεν είναι φυσιολογικό;», απόρησε το κοριτσάκι φέρνοντας αθώα το δάχτυλο στα χείλη.

 

«Να, για παράδειγμα, το αγαπημένο σου αντικείμενο. Όταν σας ζήτησα να φέρει ο καθένας το δικό του στην τάξη για να τα παρουσιάσετε, εσύ διάλεξες εκείνο το δοχείο που μαζεύεις τα δάκρυά σου.», απάντησε αυτός, προφέροντας τις λέξεις βεβιασμένα, λες και έβγαιναν με δυσκολία από το στόμα του.

 

«Μα αυτό είναι το αγαπημένο μου.», απόρησε ξανά η Μένολη με την απαλή φωνούλα της, «Εξάλλου η γιαγιά μου λέει πάντα…»

 

Ο δάσκαλος μειδίασε αυθόρμητα, «Και τώρα ζωγράφισες αυτό, ίσως η γιαγιά σου δεν είναι καλή επιρροή.», δήλωσε σκεφτόμενος τα παράπονα των γονέων, που δεν ήθελαν να στέλνουν τα παιδιά τους στην ίδια τάξη με την εγγονή αυτής της μάγισσας, όντας σίγουροι ότι η ξαφνική εξαφάνιση των γονέων της μικρής ήταν δικό της έργο. Τέτοια περίεργη γυναίκα μόνο κακό μπορούσε να μαγειρεύει. Οι ανατριχίλες μόλις τους κοιτούσε δεν εξηγούνταν αλλιώς κι η εγγονή της είχε κληρονομήσει την ίδια ματιά.

 

«Όμως αυτή είναι η μόνη που σας υπερασπίζεται.», ήρθε η απάντηση του κοριτσιού. Τώρα το γλυκό βλέμμα είχε παγώσει, διαποτιστεί με μια σκληρότητα αλλοπρόσαλλη. Το δέρμα έμοιαζε κέρινο καθώς χτυπούσε μονότονα τα δάχτυλα στην έδρα, «Πολλές φορές έχουμε διαφωνήσει για του λόγου σας.»

 

Μια υποψία τρόμου γυάλισε στα μάτια του άντρα, «Τελείωσε η συζήτηση, μπορείς να βγεις έξω να παίξεις.», φώναξε προσπαθώντας να περιορίσει το τρέμουλο της φωνής του, αλλά για κάποιο λόγο ακούστηκε πανικόβλητος. Τι μπορούσε να τον τρομάξει τόσο στο βλέμμα ενός κοριτσιού; Αρπάχτηκε αναίτια από την κανάτα, προσπαθώντας να βάλει νερό, αλλά έχυσε το μισό έξω από το ποτήρι. Στο τέλος τα κατάφερε. Ένιωσε καλύτερα με την πρώτη δροσερή γουλιά, όμως το επίμονο βλέμμα του κοριτσιού ενέτεινε τη νευρικότητά του.

 

«Σου έδωσα την άδεια να φύγεις.»

 

«Όχι… Δεν ήταν σωστός ο τρόπος που μιλήσατε για τη ζωγραφιά μου.»

 

Ο δάσκαλος ανοιγόκλεισε το στόμα του σαν ψάρι, πήρε βαθιά ανάσα, «Και;…»

 

«Το ξέρω ότι δεν θέλεις να γίνεις αναιδής.», τον διέκοψε η Μένολη, ανασαίνοντας βαθιά, ευχαριστημένη με την ανατριχίλα που του προκάλεσε η προσφώνηση στον ενικό, «Ξέρω ότι δεν ήθελες αυτή τη δουλειά, είχες βλέψεις για μεγαλεία… Απέτυχες… Κόλλησες σε μια εργασία που δεν σου προσφέρει την παραμικρή ευχαρίστηση. Έχεις γίνει μικρόψυχος, δεν αντέχεις να αντικρίζεις τους μαθητές σου, χαίρεσαι να τους μειώνεις. Ευχαριστήθηκες όταν πρόσβαλες της γιαγιά μου, γι’ αυτό κυρίως με κάλεσες εδώ. Όμως η αλήθεια είναι μία, νιώθεις κενός…»

 

Ο άντρας την κοίταξε με κομμένη την ανάσα. Τώρα καταλάβαινε γιατί ανατρίχιαζε στο βλέμμα της. Επειδή αυτά τα μικρά, πανέμορφα μάτια μπορούσαν να διαπεράσουν την ύπαρξή του, να ξεσκεπάσουν κάθε μυστικό. Ένιωθε γυμνός, εκτεθειμένος, κι αυτή η αίσθηση τον τρόμαζε.

 

«Τι είσαι;», κατάφερε να ψελλίσει μαζεύοντας τα χέρια σαν ασπίδα γύρω από το σώμα του.

 

Η Μένολη χαμογέλασε ευχαριστημένη δίχως να δείξει τα δόντια της. Περπάτησε ως τον πίνακα, πήρε την κιμωλία κι άρχισε να σχεδιάζει κάτω από το κατάπληκτο βλέμμα του. Περίεργα σύμβολα με αγκυλωτά άκρα μπλέκονταν μεταξύ τους σε μια δυσδιάκριτη ακολουθία.

 

«Είμαι οδηγός, μια απ’ τους πολλούς. Έχω γεννηθεί αλλιώς… Για εμένα τα λάθη σου είναι πιο φανερά από την ύλη του κόσμου. Όλες οι λάθος επιλογές συνδέονται μεταξύ τους σαν αλυσιδωτή αντίδραση. Κανείς όμως δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει… Οι άνθρωποι είναι τυφλοί…»

 

Σχεδίαζε πυρετωδώς. Ο Άντρας σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί της, προσπαθώντας να κατανοήσει το νόημα των μπερδεμένων σχημάτων. Μια λέξη χαράχτηκε ανεξίτηλα στο θολωμένο μυαλό του. Δίοδος…

 

«Ζωγράφισα την αλήθεια, όπως φαντάζει μέσα απ’ τα δικά σας μάτια: Μαύρη, σκοτεινή, δυσδιάκριτη…», συνέχισε η Μένολη αφήνοντας την κιμωλία και γυρνώντας προς αυτόν. Τα μάτια της έκαιγαν. Τα πόδια του παρέλυσαν κι έπεσε στα γόνατα.

 

«Ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο υπάρχει η άβυσσος. Όταν πεθάνεις η ψυχή σου θα περάσει από εκεί. Αν ανακαλύψει την αλήθεια προχωρά, κι αυτό ονομάζεται παράδεισος. Αν όχι, περιφέρεται στην άβυσσο για πάντα… Έχεις χάσει το δρόμο σου, ίσως τον βρεις με ένα ταξίδι στο σκοτάδι.»

 

Το κορίτσι πλησίασε, ακούμπησε το χέρι στο μέτωπό του, τον ένιωσε να τρέμει, «Φοβάμαι…»

 

Τα μάτια της γυάλισαν συμπονετικά, «Σιώπα, αν ξέρεις να βαδίζεις στη ζωή, τότε γνωρίζεις να πορεύεσαι στην άβυσσο.»

 

Δάχτυλα κρύα στο μέτωπό του. Το κρύο διατρέχει το κορμί. Κάτι άρπαξε τη ζέστη απ’ το φως κι ο κόσμος έγινε χλωμός. Τα χρώματα χαθήκαν. Δάχτυλα κρύα. Οι σκιές των πραγμάτων μοιάζουν με τέρατα. Ο πίνακας μια τρύπα, ένα στόμα ανοιχτό. Τα πλοκάμια του σκότους ξεχύνονται αγκυλωτά σαν τα άκρα των συμβόλων. Τον τυλίγουν από παντού. Το πρόσωπό της χάνεται, η τελευταία ελπίδα. Απλώνει το χέρι… Κενό.

 

«Είναι για το καλό σου.»

 

Σκοτάδι. Δεν νιώθει δάχτυλα στο μέτωπό του. Μαυρίλα. Δεν υπάρχει φως. Ψηλαφίζει το κενό. Τόσο καιρό το ένιωθε μέσα του, τώρα είναι μέσα σ’ αυτό. Τόσο μόνος. Λύπη είναι η υφή του σκοταδιού. Δακρύζει. Ένας πόνος στο στήθος. Είναι λειψός. Πού πήγαν τα κομμάτια που του λείπουν; Δάχτυλα στο μέτωπό του. Το χέρι αποτραβιέται στο άγγιγμα. Μια οικεία αίσθηση. Το σκοτάδι πηχτό. Επιθυμεί να δει. Η άβυσσος το επιτρέπει.

 

Γυναίκες. Γυναίκες με ξεφτισμένα φορέματα. Χλωμές, γεμάτες πληγές, με στόματα ραμμένα με σπάγκο. Γυναίκες με μάτια δακρυσμένα. Μάτια γνώριμα. Τις ξέρει. Προσπαθεί να τις αγγίξει αλλά τον αποφεύγουν. Μάτια γεμάτα θλίψη. Δάκρυα μαύρα. Δεν μπορεί να σηκωθεί. Στέκουν και τον κοιτούν. Δάκρυα αχνιστά. Πλησιάζουν. Γέρνουν συμπονετικά πάνωθέ του. Δάκρυα ζεστά. Βροχή οδύνης στο πρόσωπό του. Κυλά στο στόμα. Τη γεύεται με τη γλώσσα του. Δάκρυα πικρά. Αναμειγνύονται με τα δικά του. Κάποτε τις ήξερε. Δεν προσπαθεί να αγγίξει πια. Κάποτε τις πρόδωσε. Όλες με τη σειρά. Αλλά αυτές τον αγαπούν γιατί είναι παιδιά του. Παιδιά που άφησε ένα ένα να πεθάνουν. Η άβυσσος διεκδικεί το τρόπαιό της. Δεν προσπαθεί να λυτρωθεί. Δεν έχει οδηγό, ούτε υπερασπιστή. Τα προδομένα όνειρά του σταλάζουν δάκρυα, βροχή. Η θλίψη τους είναι δική του. Το σκοτάδι κυκλώνει. Μπαίνουν μπροστά. Τώρα γνωρίζει την αλήθεια. Η ανάσα της αβύσσου, μαύρος άνεμος σκιάς. Έχει μετανιώσει. Είναι αργά. Παραδίνεται.

 

 

 

Το δωμάτιο άσπρο. Οι τοίχοι και το πάτωμα καλυμμένοι με μαλακό, ελαστικό υλικό. Στη μια γωνία ένας άντρας πάλευε λυσσαλέα να ελευθερωθεί από τη λευκή ρόμπα που κρατούσε τα χέρια του δεμένα. Σφάδαζε και χτυπιόταν. Στην άλλη η Μένολη έκλαιγε στην ποδιά της γιαγιάς της.

 

«Άχ, κοριτσάκι μου.», αναστέναξε η ηλικιωμένη γυναίκα.

 

«Δεν το θελα, δεν το θελα… Είχες δίκιο.», φώναξε μέσα στους λυγμούς της η εγγονή.

 

«Αλίμονο, μπορούμε να βλέπουμε ξεκάθαρα τα λάθη των άλλων, αλλά ακόμα είμαστε τυφλοί στα δικά μας.», συνέχισε η γυναίκα.. Ύστερα κοίταξε συμπονετικά τον άντρα που συνέχιζε να παλεύει.

 

Ο υπεύθυνος για τη φύλαξη αυτής της πτέρυγας της ψυχιατρικής κλινικής έριξε μια ματιά από το μικρό τζάμι. Οι δύο γυναίκες ήταν αόρατες στα μάτια του, αλλά νόμισε ότι είχε ακούσει φωνές. Τελικά βεβαιώθηκε ότι δεν έτρεχε τίποτα κι απομακρύνθηκε.

 

Η Μένολη σκούπισε τα δάκρυα στο μαντήλι της γιαγιάς, έτοιμη να ξαναβάλει τα κλάματα, «Καταλαβαίνεις τώρα.», ρώτησε αυτή και το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά.

 

«Και θα ακούς τι σου λέει η γιαγιά;»

 

«Πάντα.»

 

«Από εδώ και πέρα λοιπόν δεν θα ξαναστείλεις ανθρώπους στην άβυσσο, αλλά θα προσπαθείς να τους βοηθήσεις να είναι έτοιμοι όταν, αναμφίβολα, θα την συναντήσουν;»

 

«Ναι, γιαγιά.»

 

«Θα τους παρακινείς να στηρίζουν τα όνειρά τους;»

 

«Θα το κάνω.»

 

«Γιατί, αγάπη μου, οι άνθρωποι, την αλήθεια πρέπει να την ανακαλύψουν μόνοι τους.»

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ιδιαίτερο, ποιητικό, μεταφυσικό. Με φιλοσοφικούς προσανατολισμούς. Με ιδιάζουσες προσεγγίσεις και συλλήψεις. Προϊόν μιας προφανούς αξιοσημείωτης προσωπικής επεξεργασίας.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ Πυθαρίωνα για τα θετικά σου σχόλια. Το θεωρώ πολύ σημαντικό που τα ακούω από εσένα.

Επειδή εκτιμώ τις δουλείες σου που έχω διαβάσει δηλαδή.

Link to comment
Share on other sites

Δεν έχω λόγια...απ'τις λίγες φορές που μου συμβαίνει αυτό. Πολύ δυνατή σύλληψη, πολύ καλή πένα, ανατροπές που στέκονται καλά μέσα στην ιστορία και τελικά την στηρίζουν, και μία γλυκύτητα μέσα απ'τον τρόμο ( ή ένας τρόμος μέσα απ'την γλυκύτητα;)

 

Κι είσαι τόσο νέος...

 

Περιμένω κι άλλα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλή ιστορία.

Ο λόγος σου μου άρεσε, αν και άλλαξε από τη μέση και μετά. Θέλει λίγο προσοχή σε κάποια σημεία, κανα δυο προτάσεις θέλουν σπάσιμο και ένα χέρι πέρασμα ορισμένες υπερβολές. Ο τρόπος που ξετυλίγεται, η αποκάλυψη, η ιδέα και η δομή της ιστορίας ήταν όμορφα, ενώ το τέλος πολύ δυνατό.

Μπράβο!

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ήταν Ωραίο.

Δυνατό και ικανό να κρατήσει τον αναγνώστη μέχρι το τέλος.

Οι περιγραφές σου πραγματικά καλές, με έξυπνη ανατροπή αλλά με τους διαλόγους να υστερούν λίγο σε πειθώ.

Μου άρεσε και περιμένω κι εγώ.

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πολύ για τα θετικά σχόλια, είναι πολύ ενθαρυντικά. Solonor όταν λες οτι μερικές προτάσεις θέλουν σπάσιμο εννοείς να μην τις χωρίζω με κόμμα, αλλά να να τις σπάσω σε δύο ξεχωριστές προτάσεις. Το έχω παρατηρήσει αυτό μου το ελάττωμα και προσπαθώ να το διορθώσω. Μερικές φορές το παρακάνω και προκύπτει ολόκληρη παράγραφος με το δύο τελείες μόνο. Τώρα για τους διαλόγους, θα προσπαθήσω να τους κάνω πιο αληθοφανείς, αλλά θα δυσκολευτώ σίγουρα.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..