dagoncult Posted September 24, 2009 Share Posted September 24, 2009 Όνομα Συγγραφέα: dagoncult Είδος: τρόμος Βία; Ελαχιστότατη Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 1678 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Ήταν μια ιδέα που έσκασε στο μπαμ και, μιας και δεν υπήρχε εύκαιρος υπολογιστής, ξεκίνησα να τη γράφω στο μπλοκάκι μου. Είχα καιρό να το κάνω αυτό. Τελικά, ωραίο είναι και το παλιό καλό μολύβι. Συγκράτησε το τρέμουλο στο χέρι του και έδωσε το εισιτήριό του στον υπάλληλο με το άσπρο πουκάμισο. Το καρτελάκι στο δεξί του στήθος ανέγραφε με μεγάλα, κόκκινα γράμματα, το όνομα της ακτοπλοϊκής εταιρίας και, ακριβώς από κάτω, με αχνές, χειρόγραφες μολυβιές, το όνομα του άντρα. Πήρε πίσω το απόκομμα και δρασκέλισε στο εσωτερικό του καραβιού. Ο άνθρωπος που έψαχνε είχε μπει από την ίδια είσοδο πριν από περίπου δέκα λεπτά. Το ήξερε γιατί τον είχε δει να επιβιβάζεται, τον είχε παρακολουθήσει με τα ίδια του τα μάτια, όπως τον παρακολουθούσε κι εκείνος εδώ και πάνω από ένα χρόνο. Σκέφτηκε ξανά την αλλαγή των ρόλων∙ δε μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εξάλλου, όχι αφότου κατάλαβε ότι, εδώ και κάποιες ημέρες, τα μάτια που τον κατασκόπευαν τόσον καιρό είχαν εξαφανιστεί. Είχαν φύγει... και ένα καινούριο, άγρυπνο βλέμμα ήταν πλέον στραμμένο επάνω του, στις κινήσεις του, στη ζωή του. Είχε φροντίσει να κρατηθεί μακριά από κάθε δραστηριότητα, από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκε ότι τον παρακολουθούσαν. Είχε ήδη βρεθεί στο κτήριο της γενικής αστυνομικής διεύθυνσης περισσότερες φορές απ’ όσες θα μπορούσε να φανταστεί όταν ξεκινούσε. Στην πραγματικότητα, όταν έβγαινε για πρώτη φορά στο δρόμο, πριν από δέκα χρόνια, δεν υποψιαζόταν καν ότι θα πέρναγε ποτέ την πόρτα αυτού του καταραμένου κολαστηρίου. Οι δύο τελευταίες φορές ήταν οι χειρότερες. Οι υπάλληλοι του νόμου τον είχαν χτυπήσει, είχαν ουρήσει πάνω του, είχαν σβήσει τα τσιγάρα τους στο σώμα του και, καθ’ όλη τη διάρκεια των βασανιστηρίων, δεν είχαν πάψει να απειλούν, να τάζουν, να υπόσχονται τα χειρότερα για τον ίδιο και τους οικείους του. Θα έρθουμε μια μέρα στο σπίτι σου παλιομαλάκα∙ χαστούκι. Θα σε εξαφανίσουμε και δε θα σε βρει κανείς∙ γροθιά. Η μάνα σου γυρνάει από τη δουλειά κάθε απόγευμα στις επτά... μόνη της. Θα της κάνουμε και αυτής μια επίσκεψη∙ σβήσιμο τσιγάρου στο μηρό. Ξέρουμε ότι έχεις σπιτώσει μια μικρή πουτανίτσα. Πηδιέται καλά; Ίσως θα πρέπει να το ανακαλύψουμε μόνοι μας∙ χαστούκι. Όταν βγήκε από ‘κει μέσα, την τελευταία φορά, σχεδόν δεν το πίστευε ότι έβλεπε ξανά τον ήλιο. Λίγες ημέρες αργότερα κατάλαβε ότι του είχαν βάλει έναν άνθρωπο, μια σκιά. Η αρχική ανησυχαστική υποψία μετατράπηκε σε βεβαιότητα, όταν ένα πρωί είδε τον άντρα έξω από το σπίτι του, να ρουφάει τον καφέ του καθισμένος στη θέση του οδηγού, μέσα σ’ ένα μαύρο αμάξι. Η συνειδητοποίηση τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος και η σκιά ήταν εκεί. Όσο οι μήνες διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, τα νεύρα του τεντώνονταν και τεντώνονταν και τεντώνονταν. Υπήρχαν φορές που νόμιζε ότι τον έβλεπε ανάμεσα στον κόσμο, στους πολύβοους δρόμους του κέντρου, να τον παρακολουθεί από το απέναντι πεζοδρόμιο, να βαδίζει μερικά μέτρα πίσω του, να στέκεται στην άλλη άκρη ενός κατάφορτου από ανθρώπους βαγονιού. Η ένταση μέσα του αυξανόταν τόσο, που, σε στιγμές, έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται την πιθανότητα να πάει και να του μιλήσει. Άρχισε να πιστεύει ότι, αν αυτό συνεχιζόταν για πολύ ακόμα, θα έφτανε η ώρα που θα το έκανε. Συνέχισε να απέχει από κάθε δραστηριότητα που θα μπορούσε να τον οδηγήσει πίσω στο ψηλό κτήριο, πίσω σ’ αυτή τη φωλιά βασανιστών, αμόρφωτων, πρωτόγονων σκουληκιών. Και ξαφνικά, πριν λίγο καιρό, ήρθε ένας άλλος άνθρωπος, μια άλλη σκιά. Είχε ακούσει γι’ αυτό. Η ασφάλεια φρόντιζε να αλλάζει, ανά διαστήματα, τους σπιούνους της. Ο προηγούμενος υπάλληλος είχε φύγει∙ μεταφερμένος σε κάποιο άλλο πόστο, πιθανώς μέσα στη ζωή κάποιου άλλου άτυχου, είχε παραδώσει σε έναν αντικαταστάτη το φάκελο που είχε συντάξει για το άτομό του, ώσπου ο τελευταίος να κάνει το ίδιο με τη σειρά του και να παραδώσει το φάκελο στον επόμενο∙ ώσπου να τον αφήσουν ήσυχο... ή ώσπου να κάνει κάποιο λάθος που θα τους έδινε την ευκαιρία να τον αρπάξουν ξανά. Ήταν τόσο απασχολημένος με το νέο ασφαλίτη που τον παρακολουθούσε, ώστε, όταν συνάντησε τυχαία τον άνθρωπο που επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ένα βήμα ξωπίσω του, στην αρχή σχεδόν δεν του έδωσε σημασία. Είχε πάει να παρακολουθήσει μια μεταμεσονύκτια παράσταση στο σινεμά και τον είδε να περιμένει μπροστά του, στη μικρή ουρά που είχε σχηματιστεί στο γκισέ των εισιτηρίων. Ανάμεσά τους λίγα άτομα. Ο αστυνομικός κρατούσε στο χέρι ένα φυλλάδιο με το πρόγραμμα ταινιών του κινηματογράφου και συζητούσε ήρεμα με έναν άντρα δίπλα του. Δεν αμφέβαλλε στιγμή ότι και ο άλλος ήταν μπάτσος. Πάντα πίστευε ότι οι μπάτσοι κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους∙ δεν ήταν άλλωστε περίεργο, κανείς δε θέλει πολλά πάρε-δώσε μ’ αυτή τη φάρα. «Φεύγω σε τρεις μέρες», τον άκουσε να λέει. «Την Τρίτη το απόγευμα θα πάρουμε το πλοίο για Α μαζί με τη Μελίνα και τη μικρή. Οι δικοί μου θα μας περιμένουν. Έχουν καιρό να δουν το εγγόνι τους». Χαμογέλασε και, για μια σύντομη στιγμή, έμοιαζε σαν κανονικός άνθρωπος. Ένας οικογενειάρχης, άκακος και ήσυχος. Θα έρθουμε μια μέρα στο σπίτι σου παλιομαλάκα. Έφυγε πισωπατώντας μακριά από το ταμείο. Δεν ήθελε να μπει στην αίθουσα μ’ αυτούς τους δύο. Την Τρίτη το απόγευμα θα πάρουμε το πλοίο για Α. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Δεν ήξερε γιατί. Το επόμενο μεσημέρι ένας φίλος τού έφερε στο σπίτι ένα εισιτήριο για Α. Θα ταξίδευε Τρίτη απόγευμα. Τρίτη πρωί έφυγε από το διαμέρισμά του νωρίς. Έτσι κι αλλιώς, είχε σταθεί αδύνατο να κλείσει μάτι όλη νύχτα, όπως και κάθε νύχτα από εκείνο το βράδυ στο σινεμά. Οι τυραννικές σκέψεις δεν του το επέτρεπαν. Ο καινούριος ασφαλίτης ήταν στο καφενείο απέναντι απ’ το σπίτι του. Μόλις τον είδε να βγαίνει από την πολυκατοικία, σηκώθηκε, πλήρωσε βιαστικά τον ηλικιωμένο σερβιτόρο και κατευθύνθηκε προς το αμάξι του∙ μαύρο όπως και του προηγούμενου. Όλο το μεσημέρι γύριζε φοβισμένος και αλλοπαρμένος, αλλάζοντας μέσα μαζικής μεταφοράς, αν και, σύντομα, κατάλαβε πως ο άλλος τον είχε χάσει από ώρα. Το τελευταίο τρένο που πήρε τον έβγαλε στον Πειραιά. Το μεσημέρι κυλούσε προς το τέλος του. Το απόγευμα ερχόταν. Ο καιρός ήταν ακόμα ζεστός, παρότι το φθινόπωρο είχε ήδη φτάσει στα μέσα του και αυτός επέλεξε να κάτσει σε μια μικροσκοπική καφετέρια, με θέα το λιμάνι και τους λιγοστούς τουρίστες που είχαν την ευκαιρία να εγκαταλείψουν την πόλη σε τόσο προχωρημένη εποχή. Είδε το πλοίο του να δένει στο μεγάλο ντοκο. Ύστερ’ από λίγη ώρα άρχισε η επιβίβαση. Ένας βόμβος εγκαταστάθηκε στα μηνίγγια του, όταν ανάμεσα στους ταξιδιώτες που συνωστίζονταν στη στενή γέφυρα, στο πλάι του καταπέλτη, διέκρινε έναν άντρα που κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μωρό. Το ελεύθερο χέρι του ήταν περασμένο γύρω από τη μέση μιας όμορφης, νεαρής γυναίκας. Την Τρίτη το απόγευμα θα πάρουμε το πλοίο για Α. Μαζί με τη Μελίνα και τη μικρή. Ξέρουμε ότι έχεις σπιτώσει μια μικρή πουτανίτσα. Πηδιέται καλά; Τώρα βρισκόταν μέσα στο καράβι και, πασχίζοντας να κρατήσει την αυτοκυριαρχία του και να ηρεμήσει την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά, ανέβηκε στο ψηλότερο κατάστρωμα, που ήταν περιφραγμένο με διάφανες, πλαστικές επιφάνειες. Ελάχιστοι από τους επιβάτες είχαν προτιμήσει αυτό το σημείο. Οι περισσότεροι είχαν βρει καταφύγιο χαμηλότερα ή στο εσωτερικό τού ατσάλινου γίγαντα. Θα έμεναν ακόμα λιγότεροι όταν η μέρα θα έφευγε και το θαλασσινό κρύο θα γλιστρούσε να αγκαλιάσει τα καταστρώματα. Δεν τον πείραζε αυτό. Αν και είχε ακόμα πολλές ώρες μπροστά του, άνοιξε τον υπνόσακό του και προσπάθησε να κοιμηθεί πάνω σε έναν από τους άβολους, άσπρους πάγκους. Στο μυαλό του οι σκέψεις συνέχιζαν να συγκρούονται σε μια ανελέητη μάχη. Όταν η συνείδηση και ο φόβος έπαιρναν το πάνω χέρι, ούτε που ήξερε τι γύρευε σ’ αυτό το πλοίο. Όταν η εκδικητικότητα και το μίσος προέλαυναν, ένιωθε έτοιμος να ψάξει για τον άντρα την ίδια στιγμή. Ανέβασε την άκρη του υπνόσακου πάνω από το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια. Θα σε εξαφανίσουμε και δε θα σε βρει κανείς. Το όνειρο ήταν σύντομο και απλό. Η μέρα ήταν η σημερινή∙ το ένιωθε, το ήξερε. Είδε το επάνω κατάστρωμα, άδειο από κόσμο, εκτός από τον ίδιο και μια μορφή στην άλλη άκρη του μεγάλου χώρου, που έσκυβε κοντά στα κάγκελα κρατώντας κάτι στα χέρια της. Ήταν βράδυ κι αυτός είχε μόλις ξυπνήσει. Είδε τον εαυτό του να βγαίνει από το συνθετικό σάβανο που τον σκέπαζε και να τεντώνεται για να ξεμουδιάσει τα πιασμένα του άκρα. Η μορφή στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη και δε μπορούσε να δει τι ήταν αυτό που κρατούσε. Κινήθηκε προς το μέρος της αργά, προσεκτικά, ώσπου τελικά η εικόνα ξεκαθάρισε και διέκρινε τον άνθρωπο που είχε στοιχειώσει τον κόσμο του τον τελευταίο χρόνο. Στην αγκαλιά του κανάκευε ένα μικρό κοριτσάκι, ενώ ταυτόχρονα του ψιθύριζε γλυκόλογα, δείχνοντάς του τα αφρισμένα κύματα. Το σώμα τού μπάτσου ακουμπούσε βαρύ στο νοτερό κάγκελο, έτσι ώστε το κορμάκι της μικρής ξεπρόβαλλε σχεδόν ολόκληρο πάνω από τη μεταλλική κουπαστή. Τα μάτια της ρουφούσαν τη σκοτεινή θάλασσα με αχόρταγη περιέργεια. Συνέχισε να πλησιάζει αθόρυβα, πίσω απ’ τον άντρα και το παιδί. Το όνειρο προχώρησε. Ξύπνησε, βαδίζοντας με αργό βήμα από τη χώρα της λήθης και των ονείρων, στην πραγματικότητα. Η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν ότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε κάνει ένα τόσο ήρεμο ξύπνημα. Αμέσως μετά, η κατάστασή του αναδύθηκε ξανά στην επιφάνεια, καταλαμβάνοντας εκ νέου όλο το δυναμικό τού λογισμού του. Σκέφτηκε το όνειρο που είχε δει. Το θυμόταν ως την παραμικρή λεπτομέρεια... ως το τέλος. Ανασηκώθηκε τραβώντας το σλίπινγκ μπαγκ από πάνω του και έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω. Κανείς∙ εκτός από τον ίδιο και μια μορφή που έσκυβε πάνω από τα κάγκελα, στην άλλη άκρη του καταστρώματος. Κοίταξε καλύτερα, με μια περίεργη αίσθηση να γαργαλάει το σβέρκο του. Η μορφή κρατούσε κάτι στην αγκαλιά της. Στάθηκε όρθιος και τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει τα άκρα του. Προσπάθησε να διακρίνει τι κρατούσε ο άνθρωπος που έβλεπε, όμως η πλάτη τού τελευταίου ήταν στραμμένη και δε μπορούσε να πει. Ξεκίνησε να βαδίζει προς το μέρος του, αργά, προσεκτικά. Το αλλόκοτο γαργάλημα άρχισε να απλώνεται γρήγορα στη ραχοκοκαλιά του. Η εικόνα ξεκαθάρισε. Είδε τον αστυνομικό που είχε ακολουθήσει σε τούτο το πλοίο. Είδε το μικρό κορίτσι στην αγκαλιά του. Ο πατέρας έδειχνε στην κόρη του τα αφρισμένα κύματα κι εκείνη παρατηρούσε τη σκοτεινή θάλασσα με εκστασιασμένο ύφος. Το σώμα της ξεπρόβαλλε σχεδόν ολόκληρο πάνω από τη μεταλλική κουπαστή. Ένιωσε όλο του το κορμί να ανατριχιάζει και το μυαλό του μούδιασε. Συνέχισε να πλησιάζει αθόρυβα, πίσω απ’ τον άντρα και το παιδί. Συμπεριφορική Απόκριση.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
christina91 Posted September 24, 2009 Share Posted September 24, 2009 Ωραίο αλλα δεν μας είπες τι έγινε παρακάτω; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted September 24, 2009 Share Posted September 24, 2009 (edited) Φίλε dagoncult. Η ψυχολογική ανάλυση και η αιτίαση της πράξης που είναι να γίνει, πολύ γλαφυρές και επιτυχημένα δοσμένες. Εύστοχο και δυνατό το τελείωμα, χωρίς τελική περιγραφή. Πολύ καλό. Edited September 24, 2009 by Πυθαρίων Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted September 25, 2009 Share Posted September 25, 2009 Μου άρεσε πολύ και ελπίζω ότι κατάλαβα το τέλος. Ο ψυχαναγκασμός του ήρωά σου λειτούργησε στο μυαλό μου και με πήρε μαζί του μέχρι τη στιγμή που έσπρωξε... Πραγματικά καλό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted September 25, 2009 Share Posted September 25, 2009 Από την αρχή μια φωνή ψιθύριζε στο κεφάλι μου, και μετά τη δεύτερη παράγραφο άρχισα να καταλαβαίνω τι μου έλεγε: "Κάφκα, Κάφκα". Δεν ξέρω αν έχω δίκιο, αλλά για μένα αυτό ήταν κάτι πάρα πολύ καλό, καθώς μιλάμε για έναν από τους μεγαλύτερους κατά τη γνώμη μου συγγραφείς τρόμου (ό,τι κι αν λέτε). Η αλήθεια είναι ότι μου έμοιαζε πιο πολύ με στιγμιότυπο, παρά από ό,τι με μια πλήρη ιστορία, αλλά ένα στιγμιότυπο πάρα πολύ δυνατό και με μια γραφή πιο δυνατή και πιο σίγουρη από ό,τι είχα διαβάσει στο παρελθόν. Το τέλος ήταν ακριβώς όπως έπρεπε, ώστε να αφήσει την πιο ισχυρή εντύπωση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
noxious Posted September 26, 2009 Share Posted September 26, 2009 Ένα πολύ καλό ψυχολογικό σφηνάκι. Κατάφερες να με πάρεις εύκολα μαζί σου στον κόσμο του ήρωα. "κανείς δε θέλει πολλά πάρε-δώσε μ’ αυτή τη φάρα." Χαχα αυτό μ'έκανε να χαμογελάσω. "θα πάρουμε το πλοίο για Α μαζί με τη Μελίνα και τη μικρή" Εδώ πιστεύω πως θα έπρεπε να αναφέρεις ένα προορισμό. Η ονομασία με ένα γράμμα παραπέμπει αλλού χωρίς λόγο. Άλλωστε αν ανέφερες κάποιο υπαρκτό προορισμό της ελλάδας θα ήταν πιο γήινη η ιστορία σου. Τώρα για το τέλος.. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τα ανοιχτά/ασαφή/ας-αποφασίσει-ο-αναγνώστης τέλη. Μπορώ να πω οτι τα προτιμώ κιόλας. Ειδικά σε τέτοιες μικρές ιστορίες δίνουν μια δύναμη δυσανάλογα μεγάλη για το μέγεθος τους και είναι ένα καλό μυστικό για να μείνουν στο μυαλό του αναγνώστη. Αλλά νομίζω πως εσύ άφησες το τέλος σου ένα βήμα πριν απο αυτό που περιγράφω παραπάνω. Θα ήθελα έστω μια φράση ακόμη, να με πλησιάσεις σε απόσταση μιας ανάσας απο αυτό που όλοι θεωρήσαμε οτι θα κάνει, και να μ'άφήσεις εκεί. Εσύ με άφησες ένα βήμα πιο πριν και δε μου κατσε καλά. Επίσης το όνειρο στο οποίο το σκηνικό απλά επαναλαμβάνεται πριν συμβεί ήταν αχρείαστο. Μου έδωσε έναν μεταφυσικό τόνο που χμμ δε χρησίμεψε κάπου στην ιστορία. Αυτά. Μια απο τις όμορφες ιστορίες εδώ. Συνέχισε να γράφεις! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted September 26, 2009 Share Posted September 26, 2009 Ήταν ωραίο κείμενο. Στην αρχή περίμενα ότι αυτό που έμελλε να διαδραματιστεί είχε σχέση με το λόγο που τον είχαν στην ασφάλεια και την ανάκριση. Μετά, διαπίστωσα ότι δεν ήταν εκεί η έμφαση και πράγματι για την ατμόσφαιρα της ιστορίας δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Νομίζω ότι ο τίτλος σου είναι πολύ πετυχημένος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.