Nihilio Posted September 28, 2009 Share Posted September 28, 2009 (edited) Είδος: τρόμος Βία; Ναι Σεξ; Ναι Αριθμός Λέξεων: 2350 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Οι narualis και cassandragotha είχαν την απορία πώς θα ήταν ιστορία που θα έβγαινε από την εισαγωγή στο write off τους αν την έγραφε ένας άντρας. Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή στο πείραμα. Η εισαγωγή είναι γραμμένη από τον cesarCy --- Μια γυναικεία κραυγή έσπασε την μονότονη σιωπή της νύχτας. Η γυναίκα έτρεχε μέσα στο δάσος. Προσπαθούσε να αποφύγει τους κυνηγούς της. Δεν θα τα κατάφερνε, οι λύκοι ήταν πολύ πιο γρήγοροι από αυτήν και αργά ή γρήγορα θα την κατασπάραζαν. Η αγωνία την κυρίευε. Προσπαθούσε να σκεφτεί κάποιο τρόπο να σωθεί αλλά το μυαλό της είχε παγώσει. Τι ήθελα να έρθω στο δάσος τέτοια ώρα αναρωτιόταν και τα έβαζε με τον εαυτό της. Οι ελπίδες της σιγά-σιγά άρχισαν να εξανεμίζονται. Οι λύκοι κόντευαν απειλητικά. Δεν πίστευε ποτέ πως θα γινόταν δείπνο για τους λύκους αλλά έτσι είναι η ζωή. Μέσα στο δάσος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, μόνο σκιές. Ήταν πολύ αργά, σίγουρα θα είχαν περάσει τα μεσάνυχτα. Ξαφνικά μέσα στις σκιές τους δάσους διέκρινε ένα χλωμό φως ακριβώς μπροστά της. Χωρίς να σκεφτεί άρχισε να τρέχει προς την πλευρά του φωτός. Όσο προχωρούσε τόσο πιο δυνατό και λαμπερό γινόταν το φως. Οι ελπίδες πως θα τα καταφέρει ξανά γεννιούνταν. Έτσι όπως ακολουθούσε το φως, βγήκε έξω από το δάσος. Το φως γινόταν πιο δυνατό και τελικά είδε πως προερχόταν από μια σπηλιά που την έβλεπε πρώτη φορά. Μπήκε μέσα στην σπηλιά αλλά οι λύκοι δεν την ακολούθησαν, απλώς κάθισαν γύρω από την είσοδο της σπηλιάς και την περίμεναν να βγει. Πώς έμπλεξα έτσι; σκέφτηκε, και αμέσως το μυαλό της πήγε στον Τάκη. Αυτός θα ξέρει τι να κάνω. Με μια βιαστική κίνηση έβαλε το χέρι της στην τσέπη του μπουφάν της και έβγαλε το κινητό της. Ευτυχώς το είχε ακόμα πάνω της. Έκανε να καλέσει αλλά, στο περίεργο φως της σπηλιάς, διαπίστωσε ότι δεν είχε σήμα. Το μυαλό της θόλωσε και, πανικόβλητη, πέταξε μακριά το τηλέφωνό της, πιο βαθιά μέσα στη σπηλιά. Το άκουσε να σπάει με έναν δυνατό κρότο. Προσπάθησε όσο μπορούσε να ελέγξει την παρόρμηση της να τρέξει έξω και να πέσει επάνω στα κοφτερά δόντια των λύκων. Καλύτερα να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα το μαρτύριο, της έλεγε η ηχώ από την κρούση. Το αλύχτισμα ενός λύκου συμπλήρωσε τη φωνή σα μια υπόσχεση για ένα γρήγορο τέλος Τελικά τα κατάφερε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέτασε το χώρο στον οποίο βρισκόταν. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πόσο λαμπερή ήταν η σπηλιά. Πάνω στους πέτρινους τοίχους της κάτι έλαμπε παράξενα με ένα φως γαλανόλευκο, σαν ξεβαμμένο νέον. Η πηγή του ήταν άγνωστη, κάποιο πέτρωμα που σχημάτιζε λίμνες και ρυάκια από ακανόνιστη λάμψη στους τοίχους. Πλησίασε πιο κοντά και, έκπληκτη, διαπίστωσε ότι ήταν ασήμι. Όχι όμως ασήμι σαν το σταυρουδάκι που κρεμόταν από το λαιμό της, αυτό ήταν ασήμι άγριο, πρωτόγονο, ανέγγιχτο από το χέρι ανθρώπου Το σταυρουδάκι! Καλά που το θυμήθηκε. Της το είχε χαρίσει η μάνα της και την είχε ορμηνέψει να μην το βγάλει ποτέ της. Της είχε πει ότι όσο το φορούσε θα την προστάτευε. Έτσι θα έκανε και τώρα, Το έσφιξε στη γροθιά της και προσευχήθηκε Αχ Παναγίτσα μου, κάνε να έρθει ο Τάκης να με βοηθήσει. Ο Τάκης της ήταν δυνατός, ψημένος από τη δουλειά στα χωράφια. Και έξυπνος. Θα μπορούσε να τη σώσει, όπως οι ήρωες στις ταινίες που πάντα σώζουν την κοπέλα λίγο πριν το τέλος. Και αυτή τη φορά θα το άξιζε το ξύλο που θα έτρωγε, είχε κάνει βλακεία και έπρεπε να την τιμωρήσει για να μάθει το μάθημά της. Ό Τάκης ήξερε να την φροντίζει, το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή που τον είδε, όταν τον πρωτόφερε σπίτι τους ο πατέρας της. Ήταν τριάντα χρονών και νοικοκύρης και ήξερε πως να φροντίσει μια γυναίκα, ακόμα και μια τόσο χαζή που πήγαινε για δεύτερη χρονιά στην πρώτη και που όλα έδειχναν ότι δε θα την πέρναγε ούτε και φέτος, που κουβέντα να τελειώσει και όλο το γυμνάσιο. Τα δύο χρόνια που ήταν αρραβωνιασμένοι και τα άλλα τρία που ήταν παντρεμένοι δεν είχε παράπονο από αυτόν. Την φρόντιζε, έφερνε λεφτά στο σπίτι, την είχε στην πένα και την έβγαζε στα μπουζούκια κάθε δεύτερη εβδομάδα. Στενοχωριόταν βέβαια που ακόμα δεν του είχε κάνει παιδί και που κάποιες φορές την πονούσε πολύ όταν της έδινε το μάθημά της. Τουλάχιστον αυτός δεν έβγαζε λωρίδα όπως ο πατέρας της. Μια κίνηση από το βάθος της σπηλιάς την τράβηξε απότομα από τις σκέψεις της. Ταραγμένη αναπήδησε προς τα πίσω και άφησε μια κραυγή να ξεφύγει από τα χείλη της. Οι λύκοι ούρλιαξαν άλλη μια φορά σε απάντησή της. Δειλά δειλά πλησίασε και ξανακοίταξε πιο προσεκτικά μέσα στο φωτεινό στόμιο από το οποίο είδε την κίνηση. Μια γυναίκα την κοίταζε δειλά, διστακτικά. Φορούσε το ίδιο γαλάζιο φόρεμα και το ίδιο ξεφτισμένο δερμάτινο μπουφάν. Τα μαλλιά της ήταν μακριά καστανά και ανακατεμένα όπως και τα δικά της. Το πρόσωπό της θα ήταν το ίδιο με το δικό της, αν το κάτω μισό του δεν ήταν πασαλειμμένο με αίματα. Έβγαλε τη γλώσσα της και έγλειψε διστακτικά το άνω χείλος της, το ίδιο και η γυναίκα απέναντί της. Ένα παχύρευστο υγρό κάλυπτε το πρόσωπό της. Αναγνώρισε αμέσως τη μεταλλική του γεύση. Η γυναίκα απέναντί της ήταν το είδωλό της σε έναν καθρέπτη. Πώς βρέθηκα γεμάτη αίματα, αναρωτήθηκε. Τρόμαξε. Θυμόταν τι γίνεται όταν ξυπνάς και είσαι πασαλειμμένη με αίματα και είναι πάντα κακό. Όπως όταν είχε ξυπνήσει και το σεντόνι της ήταν γεμάτο από το αίμα που έβγαζε ανάμεσα στα πόδια της. Το είχε δει η μάνα της και έβαλε τα κλάματα. Αμέσως την έψαξε για να δει αν φορούσε ακόμα το σταυρουδάκι της και, όταν είδε ότι το φορούσε, έκανε ανακουφισμένη το σταυρό της και τη βοήθησε να πλυθεί και μαζί έκαψαν τα σεντόνια για να μην τα δει ο πατέρας της. “Τι μου συμβαίνει;” ρώτησε μεγαλόφωνα. “Δε θυμάσαι;” τη ρώτησε μια γυναικεία φωνή από πίσω της. Της ακουγόταν οικεία αλλά ήξερε ότι δεν ήταν η δική της φωνή. Γύρισε και είδε μια άγνωστη γυναίκα να στέκεται πίσω της. Ήταν ολόγυμνη, κάπου στο ύψος της και με ένα κορμί καλογυμνασμένο. Στο πρόσωπό της είχε ζωγραφισμένο κάτι που έμοιαζε με σβάστικα με το κέντρο της να είναι ακριβώς πάνω από το δεξί της μάτι. “Μη φοβάσαι, Βάσω,” της είπε η γυμνή γυναίκα και εκείνη αναγνώρισε το όνομά της. Βάσω. Πάνω στην ταραχή της το είχε ξεχάσει. “Ποια είσαι;” την ρώτησε. “Θα το καταλάβεις όταν θα είσαι έτοιμη,” της είπε η μυστηριώδης γυναίκα. Η Βάσω ήθελε να της κάνει τόσες ερωτήσεις, αλλά μόνο μία της ήρθε φυσικά στα χείλη της. “Γιατί είμαι γεμάτη αίματα;” ρώτησε. “Προσπάθησε να θυμηθείς,” της είπε η γυναίκα. Η Βάσω προσπάθησε. Δε μπορούσε. “Φταίει το ασήμι,” της είπε η ξένη, “το ακουμπούσες πολύ καιρό και σε δένει με τα μάγια του.” “Τ-τι εννοείς;” ρώτησε η Βάσω, σφίγγοντας το σταυρουδάκι της. “Δε θυμάσαι τι έγινε σήμερα; Όταν το είχες βγάλει;” Η Βάσω δεν έβγαζε σχεδόν ποτέ το σταυρουδάκι της. Ούτε καν όταν κοιμόταν. Μόνο στο μπάνιο, όταν πλενόταν, για να μην πιάνει πατίνα. Σήκωσε το χέρι της και το μύρισε. Κάτω από τη μυρωδιά του ιδρώτα, του αίματος και του χώματος υπήρχε και αυτή του σαπουνιού. Είχε κάνει μπάνιο πριν λίγο. Αλλά γιατί δε το θυμόταν; “Δε θυμάσαι τι έγινε όταν το είχες βγάλει;” την ξαναρώτησε η γυναίκα. Η φωνή της ήταν βαθιά και μητρική, αν και δε φαινόταν μεγαλύτερη σε ηλικία από τα είκοσι. Η Βάσω θυμήθηκε τον εαυτό της να γδύνεται. Είχε βγάλει το φόρεμα που φορούσε τώρα και τα εσώρουχά της και τελευταίο το σταυρουδάκι. Είχε μόλις μπει στο ντους όταν η εξώπορτα του σπιτιού βρόντηξε. Πριν προλάβει να βγει από το ντους άκουσε τον Τάκη να φωνάζει “Είναι το φαΐ έτοιμο;” Η Βάσω δαγκώθηκε. Το φαγητό ήταν στο φούρνο, αλλά ο άντρας της είχε γυρίσει νωρίτερα από το καφενείο και εκείνη δεν είχε προλάβει να στρώσει το τραπέζι. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί. “Σε λίγο αγάπη μου,” φώναξε, “έρχομαι σε λίγο να στρώσω τραπέζι.” Ούτε που κατάλαβε για πότε η πόρτα του μπάνιου άνοιξε και για πότε ο εξαγριωμένος Τάκης την τραβούσε με το ζόρι έξω από τη μπανιέρα. “Ανεπρόκοπη,” της φώναξε εξαγριωμένος καθώς την έσερνε πάνω στα λευκά πλακάκια του πατώματος, “το μυαλό σου στα λούσα το έχεις, άχρηστη.” “Μα-” πήγε να διαμαρτυρηθεί η Βάσω, αλλά τη διέκοψε ένα ηχηρό χαστούκι. Το κεφάλι της γύρισε στο πλάι και βρέθηκε να κοιτάζει ένα από τα γαλάζια κρίνα που στόλιζαν τα πλακάκια. “Έπρεπε να σε στείλω στην άχρηστη τη μάνα σου, που ούτε παιδί δικό της δε μπόρεσε να κάνει, ανίκανη.” Η φράση ούτε παιδί δικό της αντηχούσε μέσα στο μυαλό της Βάσως και τη δάγκωνε μέσα της, σε κάποιο μέρος του μυαλού της που πάντα ήξερε ότι υπήρχε. “Που στο χωριό με κοιτάνε και γελάνε πίσω από την πλάτη μου που σε πήρα ο μαλάκας!” συνέχισε ο Τάκης, ενώ συνέχισε με μανία να δίνει στη γυναίκα του το μάθημά της με ηχηρά χαστούκια. Η Βάσω έκλαιγε. Ήξερε ότι δεν έφταιγε και όμως ο άντρας της την τιμωρούσε. “Λένε: τον καημένο τον Τάκη πήρε το μπάσταρδο.” Την άρπαξε από το μαλλί και έτσι όπως ήταν την ανασήκωσε και την κοίταξε στα μάτια. “Που και ο πατέρας της ο ίδιος τον πλήρωσε χρυσάφι για να την ξεφορτωθεί.” “Γιατί,” ρώτησε η Βάσω, ανίκανη να καταλάβει αυτό το ξέσπασμα. “Αλά ξέρω εγώ,” είπε ξανά ο Τάκης, σα να μην την άκουγε, “εσύ και η κάργια η μάνα σου με μαγέψατε. Σαν την μάγισσα τη μάνα της είναι κι αυτή και με έδεσε με ξόρκια η σκύλα.” “Τάκη - ” ξεκίνησε να λέει κλαίγοντας η Βάσω, αλλά δεν πρόλαβε. Ο άντρας της ούρλιαξε “ΣΚΑΣΕ” και κοπάνησε το κεφάλι της στον τοίχο. Η Βάσω ένιωσε την μύτη της να σπάει καθώς ήρθε σε επαφή με τα κρύα λευκά πλακάκια και, καθώς ο άντρας της την τράβαγε πάλι πίσω από το μαλλί, είδε ότι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο από το αίμα της, είχε ανθίσει ανάμεσά στα γαλάζια κρίνα. Όμως δεν έκλαψε. Δεν ζήτησε συγνώμη. Ο πόνος και το αίμα είχε ξυπνήσει μέσα της κάτι που δεν ήξερε καν ότι βρισκόταν εκεί. Κάτι που της έλεγε ότι δεν ήταν αυτή που χρειαζόταν το μάθημα, αλλά εκείνος, εκείνος που δεν μπορούσε να περιμένει ούτε πέντε λεπτά. Εκείνος που έπινε τον καφέ του όσο εκείνη δούλευε στο σπίτι. Εκείνος που της έλεγε για το παιδί που δεν του είχε κάνει ενώ δεν την άγγιζε καν, παρά μόνο μετά από τα “μαθήματα” που της έδινε και πάντα βιαστικά και άγρια. Ήθελε το μάθημά του και μάλιστα γρήγορα. Ανασηκώθηκε, γρυλίζοντας. Ο Τάκης πισωπάτησε φοβισμένος. Το γρύλισμά της ήταν υπόκωφο, σαν σκυλιού έτοιμου να επιτεθεί. Τίναξε πίσω τα μαλλιά της και φανέρωσε ένα πρόσωπο παραμορφωμένο, με κοφτερά δόντια. Τα νύχια της ήταν μακριά και γαμψά και τρίχες φύτρωναν σε όλο της το κορμί. Ο Τάκης έκανε να φύγει, αλλά σκόνταψε στην πόρτα του μπάνιου και το πλάσμα - η Βάσω – όρμησε πάνω του. Εκείνος ούρλιαξε με μια κραυγή υγρή, πνιγμένη στο ίδιο του το αίμα, καθώς τα νύχια της του ξέσκιζαν το λαιμό. Το αίμα του, αλικό καθώς ξεπεταγόταν από την καρωτίδα, τα έβαψε με το έντονο κόκκινο χρώμα που ποτέ δεν άφηνε τη γυναίκα του να χρησιμοποιεί γιατί, όπως έλεγε, “έτσι βάφουν τα νύχια τους οι παστρικιές”. Κάτι που λίγο την ένοιαζε τώρα, καθώς το κτήνος που ξεπήδησε από μέσα της μασουλούσε λαίμαργα τις σάρκες του άντρα της. Και όταν πια εκείνο χόρτασε, τότε μόνο ένα μικρό κομμάτι της Βάσως ξύπνησε και αμέσως έκανε αυτό που ήξερε και το έβαλε να πάει και να αρπάξει στα δόντια του αυτό που θα την προστάτευε, το μικρό σταυρουδάκι. Αμέσως η μορφή της έλιωσε και η Βάσω, γυμνή και καταματωμένη, βρέθηκε να κοιτάει το πτώμα του άντρα της. Πανικόβλητη όρμισε και ντύθηκε με τα πρώτα ρούχα που βρήκε μπροστά της και βγήκε έξω. Αμέσως άρχισε να τρέχει μακριά από το χωριό, προς τα δέντρα της πλαγιάς. Και από το βουνό οι κραυγές των λύκων την υποδέχονταν ανάμεσά τους... “Τι έκανα;” κλαψούρισε, καθώς οι μνήμες επέστρεψαν. “Τι είμαι;” Η γυναίκα την αγκάλιασε. “Είσαι αυτό που είσαι,” της είπε. Μια ακόμα μνήμη ξύπνησε μέσα στο στήθος της Βάσως. “Μαμά;” είπε. “Ναι, κορίτσι μου,” της είπε η γυναίκα, “ναι. Καλώς μας ήρθες πίσω.” “Τι είμαι μαμά;” ρώτησε η Βάσω κλαίγοντας με αναφιλητά. “Είσαι μια κόρη του φεγγαριού κορίτσι μου, ούτε άνθρωπος ούτε και ζώο. Είσαι μια από εμάς.” “Και γιατί... γιατί τον σκότωσα;” “Το κρίμα είναι στο λαιμό της ανόητης της αδερφής σου,” της είπε η μητέρα της. “Σε άφησα μαζί της να σε μεγαλώσει, αλλά η ηλίθια νόμιζε ότι, σφραγίζοντάς σε με το ασήμι, θα σε κρατούσε μακριά μας. Δεν ήξερε ότι έτσι έκανε τον λύκο πιο δυνατό. Πάντα ήταν ανόητη, σαν τον πατέρα της, για αυτό η σελήνη δε τη σημάδεψε.” “Τι εννοείς;” ρώτησε η Βάσω, αφήνοντας την αγκαλιά της μητέρας της. Όλα αυτά της φαίνονταν τόσο ξένα μα και τόσο γνώριμα, σαν ο κόσμος να είχε σε μια στιγμή λιώσει και ξαναστερεοποιηθεί σε ένα νέο σχήμα. “Το ασήμι κορίτσι μου ρουφάει από μέσα μας το φως του φεγγαριού και μας αφήνει στην μορφή του ανθρώπου. Και όσο μένουμε παγιδευμένες σε αυτό τόσο ο λύκος μέσα μας θεριεύει. Και μπορείς να βαρέσεις το ζώο αλλά όχι το θηρίο.” “Και τώρα τι θα κάνω, μητέρα;” “Τώρα θα διαλέξεις. Το ασήμι στη σπηλιά σε κρατάει άνθρωπο. Αν αφήσεις εδώ το φυλακτό σου μπορείς να έρθεις με εμένα και τις αδερφές μου. Ή μπορείς να το πάρεις μαζί σου και να γυρίσεις πίσω στους ανθρώπους, στην άλλη μάνα σου και τον κύρη σου. Η επιλογή είναι δική σου.” Η Βάσω, με τα μάτια θολά από τα δάκρυα είδε τη γυναίκα να γυρίζει την πλάτη της και να απομακρύνεται, μέχρι που, στο ημίφως έξω από τη σπηλιά η μορφή της έλιωσε σε αυτή μιας λύκαινας. Έτσι έμεινε μόνη της να κοιτάζει το είδωλό της στον ασημένιο καθρέφτη. Τα δάκρυα της είχαν στερέψει, αφού πρώτα είχαν οργώσει στενά μονοπάτια πάνω στο ξεραμένο αίμα. Τι να κάνω; αναρωτήθηκε. Τι να κάνω θεέ μου; Σιωπηλή ξεκίνησε να βγάζει τα ρούχα της. Όταν τελείωσε ξανακοίταξε το είδωλό της, αυτή τη φορά πιο προσεχτικά. Της είχε μείνει μόνο το σταυρουδάκι της, που δέσποζε ακόμα ανάμεσα στα στήθη της, πάνω από την καρδιά της, δεμένο από την αλυσίδα που περιέβαλε το λαιμό της. Το έβγαλε και το πέταξε στο δάπεδο της σπηλιάς και ύστερα έτρεξε έξω από αυτή, για να συναντήσει τη νέα της οικογένεια. Τα ουρλιαχτά της ενώθηκαν με αυτά των άλλων λύκων, αντηχώντας πέρα ως πέρα στα αρκαδικά όρη. Edited September 28, 2009 by nyheelliw Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 29, 2009 Share Posted September 29, 2009 Πολύ καλό, βίαιο και δυνατό. Από αυτά που σε κάνουν κάπως κουρέλι με την ορμή τους. Αλλά, πώς και γιατί έγραψες κι εσύ πάνω-κάτω για το ίδιο θέμα; Σα να μην ακολούθησες την εισαγωγή, αλλά το τι είχαμε γράψει η Naroualis κι εγώ. Όχι ότι δεν έκανες καλά, ίσα-ίσα που είχε ενδιαφέρον, απλά είμαι περίεργη αν το έκανες σκόπιμα ή δεν κατάφερε η εισαγωγή με τη σπηλιά να σε πάει αλλού. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted September 29, 2009 Author Share Posted September 29, 2009 Αλλά, πώς και γιατί έγραψες κι εσύ πάνω-κάτω για το ίδιο θέμα; Σα να μην ακολούθησες την εισαγωγή, αλλά το τι είχαμε γράψει η Naroualis κι εγώ. Όχι ότι δεν έκανες καλά, ίσα-ίσα που είχε ενδιαφέρον, απλά είμαι περίεργη αν το έκανες σκόπιμα ή δεν κατάφερε η εισαγωγή με τη σπηλιά να σε πάει αλλού. Να σου πω, είμαι γενικά πολύ του κοσκινίσματος. Η αρχική ιδέα ήταν ότι η σπηλιά ήταν στοιχειωμένη ή ότι υπήρχε μέσα βρικόλακας/λάμια. Όμως κάτι δε δούλευε. Έφαγα λοιπόν μια μέρα μια φλασιά ότι η κοπέλα είναι λυκάνθρωπος που την άφησαν να τη μεγαλώσουν άνθρωποι και που έρχονται να την πάρουν οι λύκοι. Το θέμα τώρα της κακοποίησης ξύπνησε ενώ επέστρεφα από το χωριό μου, αφού ο φρέσκος αέρας της επαρχίας μου θυμίζει πάντα πόσο σάπια είναι κατά βάθος Γενικά πάντως δε νομίζω ότι ακολουθώ ακριβώς το ίδιο θέμα με τις δυο σας. Σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο έχει παρόμοιο θέμα με τη δικιά σου ιστορία, αγγίζει μια από τις θεματικές της ιστορίας της Narualis αλλά συνολικά πάει σε μοντέρνο τρόμο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted September 29, 2009 Share Posted September 29, 2009 Ωμό και γρήγορο, σαν γροθιά στο στομάχι. Μου άρεσε ιδιαίτερα το λυτρωτικό του τέλος. ήταν λες και παίρνεις βαθιά ανάσα που την κρατούσες όσο διάβαζες. Οι περιγραφές σου μου φάνηκαν άψογες και η επιλογή του χαρακτήρα πολύ εύστοχη. Παρόλο που η ιστορία διαδραματίζεται μονάχα σε ένα σκηνικό, κατάφερες να με ταξιδέψεις με μεγάλη επιτυχία στην ζωή της Βάσως και βήμα βήμα, με οδήγησες στην τελική της απόφαση. Μου έμεινε βέβαια μια σύγχυση στο θέμα αδελφής-μάνας και γιατί την έδωσαν σε εκείνη να τη μεγαλώσει με τους ανθρώπους. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted September 29, 2009 Author Share Posted September 29, 2009 Μου έμεινε βέβαια μια σύγχυση στο θέμα αδελφής-μάνας και γιατί την έδωσαν σε εκείνη να τη μεγαλώσει με τους ανθρώπους. ΟΚ, για να το πάμε άλλη μια φορά: Ο Τάκης λέει κάπου για τη μάγισσα γιαγιά της Βάσως. Είναι η μητέρα αυτής και της θετής της μάνας και η γυναίκα στη σπηλιά (οι λυκάνθρωποι δε γερνάνε για αυτό και τη θεωρούσαν μάγισσα - τουλάχιστον στον εδώ μύθο) Όταν λοιπόν γεννήθηκε η Βάσω ήταν άνθρωπος και δε θα γινόταν λυκάνθρωπος πριν την εφηβεία (για αυτό η "μάνα" της φοβήθηκε όταν είδε το αίμα της περιόδου). Επειδή η πραγματική της μητέρα δε μπορούσε να την μεγαλώσει μαζί της στα βουνά, την άφησε στην άλλη κόρη της που δεν είχε το χάρισμα να μεταμορφώνεται. Το γιατί βέβαια εκείνη τη σφραγίζει με ασήμι το αφήνω στην κρίση σας, εγώ έχω μια θεωρία για αυτό, αλλά δεν επιμένω στο ότι αυτή είναι η σωστή. ΥΓ: Και για τον επόμενο που θα ρωτήσει, ναι, το σταυρουδάκι έχει συμβολική σημασία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted September 29, 2009 Share Posted September 29, 2009 Εγω να πω κατι ασχετο? Μακαρι ολες οι κακοποιημενες γυναικες να μπορουσαν να γινουν λυκανθρωποι, μαγισσες, λαμιες, τερατα, η παντως κατι μοβορικο. Να κοπει ο βηχας σε κατι καθικια... (Ναι, εχω αναλαβει υποθεση ενδοοικογενειακης βιας και ναι, το πηρα πατριωτικα, κυριως επειδη ειδα μια κοπελιτσα δυο χρονια μικροτερη μου με κιμαδιασμενα μουτρα κι ενα αγγελάκι τριων ετων να με κοιταει τρομαγμενο κι ετοιμο να κλαψει, κι απο την αλλη ενα διποδο κτηνος να πουλαει τσαμπουκα) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted October 11, 2009 Share Posted October 11, 2009 Ίσως δεν ήταν και η πιο δυνατή ιστορία. Λίγο άνευρη. Κάπως κουρασμένη στο πρώτο μισό. Πχ: η φάση με το κινητό. Καταλαβαίνω ότι εξυπηρετεί την περαιτέρω αποκοπή τής Βάσως απ’ τον πολιτισμό(και άρα τον προηγούμενο εαυτό της), όμως μου φάνηκε ότι μείωσε(έστω για λίγο) την ατμόσφαιρα που παίζει σε μια σπηλιά, με λύκους στο κατώφλι. Στο δεύτερο μισό, ως το τέλος, η ένταση ανέβηκε, ειδικά στις βίαιες σκηνές. Το ίδιο το τέλος, για μένα, ήταν επίσης χωρίς σπίθα, ενώ και την απόφασή της την πήρε στο μπαμ-μπαμ, δεδομένου του τι έχει μάθει και τι έχει συμβεί κατά τη διάρκεια της ζόρικης εκείνης μέρας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted October 12, 2009 Share Posted October 12, 2009 (edited) Τεχνικά Το πρώτο μέρος, έως τη επιστροφή του συζύγου (Τάκη) στο σπίτι, είναι που ο αναγνώστης καλείται να εγκλιματιστεί και να παρασυρθεί στον μυθιστορηματικό σου κόσμο. Να εμπλακεί ο ίδιος με την ηρωίδα (Βάσω) και να ταυτιστεί μαζί, της έτσι που η εξέλιξη των γεγονότων να του δημιουργεί συναισθήματα και εντάσεις. Είναι το μέρος που το βασικό προϊόν της φαντασίας σου πρέπει να μετατραπεί σε ατμόσφαιρα και συναισθηματική οντότητα που δυναμικά (Emotional Upward Variations) θα συνοδέψει τον αναγνώστη μέχρι την κορύφωση ή τη Λύση. Μοιάζει να τα καταφέρνει στην ατμόσφαιρα αλλά σίγουρα χάνει την κλιμάκωση των συναισθημάτων του φόβου, της ανασφάλειας και του πανικού. Η εκτενής και ίσως άσκοπη αναφορά της Ηρωίδας στον σύζυγό της, κατακερματίζει τη ροή αντί να την προωθήσει. Οι πληροφορίες που δίνει, δεν είναι σημαντικότερες από την ποιότητα του φόβου που εξ αιτίας τους, κατακερματίζεται σε ασύνδετα και άρα αδύναμα κομμάτια. Η ίδια η συμπεριφορά της δεν προάγει τον μεταφυσικό τρόμο (που θα έπρεπε γεωμετρικά να αυξάνεται) μιας και κράτησες το χαρακτήρα της επιφανειακό. Η υστερία της δεν ήταν πειστική. Η αληθοφάνεια των αντιδράσεων της δεν ήταν επαρκής για να πείσει τον αναγνώστη. Στο δεύτερο μέρος (έως τον θάνατο του συζύγου) η συμπεριφορά του Τάκη δεν είναι συνδεδεμένη με την άποψη της γυναίκας του για αυτόν και σίγουρα, η καταπώς φαίνεται, παγιωμένη βία ανάμεσά τους, δεν αποτελεί αρκετά ισχυρό φορτίο για να ξυπνήσει μέσα της τον Λύκο. Έτσι αποδυναμώνεται περαιτέρω η αληθοφάνεια του συμπεριφορισμού των ηρώων ενώ θα έπρεπε να είναι κλιμακούμενη και τη στιγμή του φόνου δικαιολογημένα εκρηκτική. Το Τρίτο και τελευταίο μέρος φαίνεται να εξελίσσεται με μικρότερη ταχύτητα και λιγότερο άγχος από τα δυο προηγούμενα. Δεν είναι απαραίτητα καλό και στην συγκεκριμένη περίπτωση μοιάζει να χρειάζεται αναθεώρηση. Η καταπραϋντική παρουσία της Μητέρας Λύκαινας φάνηκε να εξελίσσει το σενάριο άλλα έμεινε μετέωρο εκεί.Το τέλος Λύνει τον αναγνώστη μέσα από πληροφορίες. Ίσως θα έπρεπε να το κάνει μέσα από γεγονότα. Λόγος Οι περιγραφές σε κάποια τους σημεία καταφέρνουν να τραβήξουν μέσα τους τον αναγνώστη αλλά δεν τον κρατάνε εκεί για πολύ. Η υπερβολική περιγραφή είναι το ίδιο δύσκολη με τη στεγνή. Πολλά επίθετα που χρησιμοποίησες θα μπορούσαν να είναι πιο λιτά και σιγουρεμένα. Η Υποκαίουσα ροή δεν έχει συνέχεια και αλλαγές στη φόρμα περισπούν την προσοχή του αναγνώστη. Οι διάλογοι παλινδρομούν από την πειθώ στο αδιάφορο και κάποιες φορμαλιστικές ισορροπίες θα ήταν μάλλον χρήσιμες. Είμαι της άποψης ότι η ανάγκη της φόρμας προκύπτει από την επιθυμία του να αφεθεί ο αναγνώστης στην ίδια την ιστορία και όχι στις εναλλαγές της παρουσίασής της. Είναι Σίγουρο οτι έχεις ευχέρεια. Είναι σίγουρο ότι κατανοείς τη δυναμική. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις καλύτερα αυτά τα προσόντα σου για να κρατήσεις το ενδιαφέρον του αναγνώστη σου περισσότερο συγκεντρωμένο. Τύπος Αν και η μικρή Ελληνική παιδεία μου δεν μου επιτρέπει προτάσεις επί Λεξιλογίου θα προσπαθήσω να κάνω μια υπέρβαση. Το υποκοριστικό "Σταυρουδάκι" μου χτύπησε άσχημα σε σχέση με το σοβαρό ρόλο που παίζει το αντικείμενο, η αντίθεση δεν τονίστηκε αρκετά κι έτσι δεν βοήθησε. "την είχε στην πένα και την έβγαζε στα μπουζούκια" Αυτή η διατύπωση Ίσως δεν συνάδει στην φύση του διηγήματος . Παρατηρώ και διάφορα άλλα που δεν ξέρω αν πραγματικά έχω τις γνώσεις για την Ελ. γλώσσα που θα μου επιτρέψουν μια επισήμανση. Φυσικά θέμα ορολογίας του είδους που θα μπορούσα να βοηθήσω δεν υπάρχει εδώ. Ιστορία Η πλοκή είναι περιρρέουσα αντί να είναι ο κορμός ενώ η ασταθής δομή βοηθάει στην ασαφή αίσθηση που προκύπτει από την ανάγνωση. Η φαινομενική ταχύτητα της εξιστόρησης παράγεται από μέτρια συνδεδεμένα και άνισα περιγραφόμενα μεταξύ τους στοιχεία που προκαλούν περισσότερο άγχος παρακολούθησης τους παρά αγωνία για την ίδια την εξέλιξη. Σε συμβουλεύω να φτιάξεις μια σύντομη περίληψη του διηγήματος, η ψύχραιμη εξέταση της θα σε βοηθήσει να καταλάβεις τι εννοώ. Το Συμπέρασμα μου Δεν είναι το καλύτερο που μπορείς να γράψεις κατά την άποψή μου. Θα το άφηνα στη μέση αν χτυπούσε το τηλέφωνο. Θα μπορούσε εύκολα να μην είναι έτσι. Μου φάνηκε Βιαστικό και δεν εννοώ περιορισμένο σε έκταση ενώ δεν μπορώ να πω ότι είναι προχειρογραμμένο. Note Αν κάτι που είπα δεν είναι ευκρινές και εύγλωττο παρακαλώ ενημέρωσε με. Μπορώ να επεκταθώ σε επί μέρους θέματα δίνοντάς σου διευκρινιστικά παραδείγματα. Θέλετε την κριτική μου; Κάντε μου ένα ΠΜ σημειώνοντας την ιστορία που θέλετε να διαβάσω και θεωρείτε ότι η άποψή μου θα σας είναι χρήσιμη. Αν μου πείτε ότι οποιαδήποτε ιστορία σας είναι το ίδιο αντιπροσωπευτική για σας, θα διαλέξω την εγγύτερη στις αισθητικές μου αντιλήψεις. Ποτέ δεν θα σχολιάσω σχόλιο επί σχολίου που μου ζητήσατε εσείς να κάνω. Αν δεν θέλετε την δημοσιοποίηση της άποψης μου σε Ποστ, σημειώστε το. Edited October 12, 2009 by Martin Ocelotl Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.