Jump to content

Μητέρες


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Ακολούθησαν έναν λευκό διάδρομο, οι τρεις τους, με τον φύλακα ασφαλείας να οδηγεί, τον κύριο Μπίλη ακριβώς από πίσω, και η ηλικιωμένη γυναίκα, η Μάγδα, τελευταία και καθυστερημένη. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες ή πινακίδες στους κενούς τοίχους. Γκρίζες πόρτες, δεξιά και αριστερά τους, έσπαζαν την αποστειρωμένη μονοτονία που τους έπνιγε. Ο φύλακας έριχνε ανήσυχες ματιές στις κάμερες που τους στόχευαν διακριτικά, ψηλά από τις γωνίες των τσιμεντένιων δοκών. Η σημερινή έκτακτη συντήρηση του λογισμικού θα διαρκούσε άλλη μια ώρα. Όλοι οι τομείς βρίσκονταν σε επιφυλακή και οι μαύροι φακοί ανέμεναν τυφλοί την επανεκκίνηση. Προς το παρόν οι τρεις τους ήταν ασφαλείς και αόρατοι στο σύστημα. Σταμάτησε μπροστά στην πέμπτη πόρτα δεξιά του και γύρισε να αντικρίσει τους άλλους.

«Εδώ είμαστε» είπε ξεροκαταπίνοντας, «έχετε το λιγότερο από μία ώρα.»

Ο κύριος Μπίλης έβγαλε από το σακάκι του τον μικρό καφετί φάκελο και τον πέρασε στον φύλακα.

«Ευχαριστώ Νίκο. Σε καλή μεριά.»

«Αν μας πιάσουν δεν θα μου στοιχίσει μόνο τη δουλειά» είπε ο φύλακας κουνώντας τον φάκελο στο χέρι του, «Θα βρεθώ πίσω από κάγκελα, ή χειρότερα. Μη πιστεύεις πως έχεις αρκετά για να καλύψεις τη χάρη που σου κάνω.»

Ο κύριος Μπίλης δοκίμασε το δοκιμασμένο, εκνευριστικό του χαμόγελο.

«Χάνουμε χρόνο» είπε ήρεμα.

Ο φύλακας ξεκλείδωσε την γκρίζα πόρτα και την άνοιξε. Ο κύριος Μπίλης γύρισε προς την ηλικιωμένη γυναίκα που είχε κρατήσει μια αρκετή απόσταση από τους δύο άντρες.

«Περάστε κυρία Μάγδα» είπε δείχνοντας της το σκοτάδι πέρα από την ανοιχτή πόρτα.

 

Η γυναίκα έδειχνε διστακτική, σαν να μην ήταν σίγουρη πως ήθελε να βρίσκεται εκεί. Κρατούσε νευρικά μια μικρή, πράσινη τσάντα με χρυσές πόρπες, σηκωμένη ψηλά στο στήθος της σαν ασπίδα. Ένα παλιό παλτό τη σκέπαζε ολοκληρωτικά και δύο αδύνατα πόδια από κάτω, σε καλτσοδέτες και μακρουλά, μαύρα παπούτσια, άλλαζαν συνέχεια το βάρος της, σαν να ετοιμαζόταν να το βάλει ξαφνικά στα πόδια. Τα λευκά της μαλλιά ήταν δεμένα σφιχτά σε κότσο, το πρόσωπο της ένας χάρτης από ανήσυχες ρυτίδες.

«Τι είναι εδώ;» ρώτησε βραχνά.

Ο κύριος Μπίλης της χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Θα σας τα εξηγήσω όλα» είπε, «Περάστε όμως να μην καθυστερούμε.»

Η Μάγδα άφησε έναν αναστεναγμό και πέρασε το άγνωστο κατώφλι.

 

Ο άντρας βρήκε το κουμπί και φώτισε το δωμάτιο που υποδέχτηκε εκείνον και την ηλικιωμένη γυναίκα. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και έμειναν μόνοι. Το δωμάτιο ήταν μικρό. Τρία μέτρα βάθος, τέσσερα περίπου πλάτος. Τον μακρύ τοίχο απέναντι από την πόρτα τον γέμιζε ένα μαύρο τζάμι. Και εδώ οι τοίχοι ήταν γυμνοί. Δεν υπήρχε κανένα έπιπλο. Η Μάγδα έδειχνε ολοένα και πιο χλωμή, οι ρυτίδες της απύθμενα βαθιές.

«Τι είναι αυτό το μέρος; Τι σχέση έχει με τον Αρίστο μου;»

«Σε λίγο θα εξηγηθούν όλα, μην ανησυχείτε. Μου ζητήσατε να ακολουθήσω τον γιο σας…»

«Ο Αρίστος είναι καλό παιδί» τον πρόλαβε εκείνη, «Λίγο άτυχος με τις δουλειές… Δεν λέει να του κάτσει κάτι καλό. Είναι νέος ακόμα, έχει προβλήματα… Δεν μου μιλάει κιόλας, τα κρατάει όλα μέσα του. Του λέω ‘Τι τρέχει αγόρι μου; Γιατί έχεις τέτοια μούτρα; Μην απελπίζεσαι και προπάντων μη τα παρατάς.’ Εκείνος κουνάει το κεφάλι του και δεν λέει τίποτα. Δίκιο δεν έχω κύριε Μπίλη; Τι είναι ένας άντρας χωρίς δουλειά; Χωρίς χρήματα ποια θα γυρίσει να τον κοιτάξει; Πως θα κάνει οικογένεια; Πως θα προκόψει;»

«Καταλαβαίνω…»

Τα ήξερε αυτά. Του τα είχε αραδιάσει την μέρα που τον προσέλαβε. Ήξερε όμως πως δεν υπήρχε τρόπος να τη διακόψει.

«Φοβήθηκα πως έχει μπλέξει σε τίποτα κακό. Τελευταία δανείζεται συνέχεια λεφτά και λείπει συχνά από το σπίτι χωρίς να μου λέει που πάει, τι κάνει… Φοβήθηκα η γυναίκα. Που να έχει μπλέξει, σκέφτηκα. Σε ναρκωτικά; Σε τζόγο; Τι βρήκατε κύριε Μπίλη; Πείτε μου!»

«Η έρευνα μου λοιπόν, όπως σας έλεγα, με οδήγησε εδώ, στην Corpo-Tech. Ο γιος σας περνάει τον καιρό του εδώ, κυρία Μάγδα μου» είπε ο άντρας.

«Και τι κάνει εδώ; Δουλεύει;» ρώτησε η γυναίκα σχηματίζοντας ένα στιγμιαίο, αφελές χαμόγελο.

«Όχι ακριβώς» είπε ο κύριος Μπίλης κάνοντας μια αμήχανη παύση. «Θα έλεγα μάλιστα πως πληρώνει για να μπορεί να έρχεται εδώ.»

«Πληρώνει; Δηλαδή;»

«Εε, να σας δείξω πρώτα καλύτερα» είπε εκείνος και της ένευσε προς το μαύρο τζάμι, «Από δω θα τα δούμε όλα, είναι παράθυρο μιας κατεύθυνσης. Από πίσω είναι καθρέπτης, έτσι τους βλέπουμε αλλά δεν μας βλέπουν.»

 

Ο κύριος Μπίλης πάτησε ένα κουμπί κάτω από το τζάμι και ο χώρος από την άλλη μεριά λούστηκε στο φως. Η Μάγδα πλησίασε και κοίταξε από το παράθυρο. Το βλέμμα της άστραψε και της ξέφυγε ένα έκπληκτο επιφώνημα. Το κρυφό τους παρατηρητήριο ήταν κάπου ψηλά, πάνω από ένα μεγάλο δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Μπορούσε να δει πως στο ίδιο ύψος, γύρω-γύρω υπήρχαν παρόμοιοι καθρέπτες, μάλλον από άλλους χώρους παρατήρησης. Από το κέντρο του ταβανιού ανάμεσα στους καθρέπτες κρεμόταν ένας κρυστάλλινος πολυέλαιος. Και κάτω, το δωμάτιο, ήταν ένα επιπλωμένο σαλόνι. Μια λουλουδάτη ταπετσαρία κάλυπτε τους τοίχους, με ράφια και μπουφέδες, αντίκες φορτωμένες με κρύσταλλα και πορσελάνες. Στο κέντρο υπήρχε ένα τραπέζι με πλεκτό τραπεζομάντιλο, στο κέντρο του ένα μπολ με κέρινα φρούτα. Υπήρχαν καρέκλες και στην μία άκρη ένας καναπές στον οποίον ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα.

«Αυτό… Αυτό είναι το σαλόνι μου» ψέλλισε η Μάγδα. «Όχι ακριβώς αλλά… Είναι σα να βλέπω το σαλόνι μου!»

«Μια πιστή απομίμηση λοιπόν» σχολίασε ο άντρας, για να πει κάτι.

 

Η γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, τυλιγμένη σε μια παλιομοδίτικη ρόμπα με μικρά, γεωμετρικά σχέδια, τους είχε γυρισμένη την πλάτη και κοιμόταν. Τα λυτά, λευκά της μαλλιά κάλυπταν τελείως το προφίλ της.

«Κι αυτή εκεί είναι ακριβώς σαν τη ρόμπα μου!»

Ο κύριος Μπίλης δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο. Μια πόρτα στο σαλόνι κάτω άνοιξε και ένας άντρας, κοντά στα τριάντα μπήκε στο δωμάτιο. Η Μάγδα αναγνώρισε αμέσως τον γιο της. Ο Αρίστος έκλεισε την πόρτα πίσω του με θόρυβο και η γυναίκα στον καναπέ σκίρτησε. Ανασηκώθηκε βαριά και με νωχελικές, αγουροξυπνημένες κινήσεις τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπο της.

«Γύρισες Αρίστο;» ρώτησε.

Η Μάγδα έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Το δωμάτιο παρατήρησης ήταν ηχητικά μονωμένο αλλά ο κύριος Μπίλης φοβήθηκε πως η γυναίκα θα έβαζε τις φωνές.

«Είναι κλώνος» της είπε βιαστικά.

Η Μάγδα κοίταξε τον κύριο Μπίλη με γουρλωμένα μάτια, ανίκανη να καταλάβει τι της έλεγαν.

«Ναι, γύρισα» απάντησε ο Αρίστος κάτω στο σαλόνι και κάθισε βαρύς σε μία από τις καρέκλες.

 

«Από όσο ξέρω, ο Αρίστος γράφτηκε σε αυτό το απόρρητο πρόγραμμα της Corpo-Tech, ένα καθ’όλα παράνομο πρόγραμμα ανθρώπινου κλονισμού, στο οποίο παρείχε τα γονίδια σας, από τρίχες των μαλλιών σας» εξήγησε ψιθυριστά ο κύριος Μπίλης. «Το πρόγραμμα είναι πειραματικό, είναι παράνομο, και θα έλεγα πως εκμεταλλεύονται ασύστολα τον γιο σας χρεώνοντας τον για το βίτσιο του. Αλλά τέλος πάντων, αυτό είναι όλο.»

«Το βίτσιο του; Δεν καταλαβαίνω…»

 

Η συνομιλία από το σκηνικό του σαλονιού τους διέκοψε άλλη μια φορά. Η κλώνος κοίταζε σαστισμένη γύρω της προσπαθώντας να διώξει τους ιστούς που είχαν τυλίξει το μνημονικό τους.

«Έχεις φάει;» ρώτησε τον γιο της.

«Όχι. Τι έχει;»

Η κλώνος δεν μπορούσε να θυμηθεί. Που ήταν η πόρτα για την κουζίνα;

«Έφερες ψωμί;»

«Όχι. Δεν είχα λεφτά.»

«Πάλι; Το πρωί σου έδωσα!»

«Μου τελείωσαν. Βγήκα με φίλους. Εκείνοι θα με κερνούν συνέχεια;»

«Οι φίλοι σου έχουν δουλειές. Βρες κι εσύ μια δουλειά πρώτα και μετά κέρνα.»

«Ψάχνω.»

«Ψάχνεις; Που ψάχνεις; Στα μπαρ με τους φίλους σου;»

«Τι έχουμε για φαΐ;!»

«Σε παρακαλώ, μη μου υψώνεις τη φωνή…»

«Απλά σταμάτα ρε μάνα! Μη μου τα ζαλίζεις πάλι…»

«Δεν μπορώ να μιλώ στο ίδιο μου το σπίτι; Σε φροντίζω, σε ταΐζω και δεν θα έχω το δικαίωμα να πω τη γνώμη μου; Είσαι τριάντα χρονών μαντράχαλος πια. Είναι αυτή κατάσταση, σε ρωτώ;! Ποια θα γυρίσει να σε κοιτάξει με αυτό το χαΐρι;»

 

Ο Αρίστος σηκώθηκε και πλησίασε τον μπουφέ ενώ η κλώνος συνέχισε να μιλάει.

«Εμένα θαρρείς θα έχεις πάντα να σε ξελασπώνει; Που δεν είσαι ικανός ένα αβγό να βράσεις, ένα κουμπί να ράψεις! Τι θα κάνεις όταν θα μείνεις μόνος δεν ξέρω!»

Αθέατη δίπλα στο έπιπλο, όρθια πάνω στον τοίχο, υπήρχε μια σιδερόβεργα. Ο Αρίστος τη σήκωσε και κινήθηκε με ορμή προς την γυναίκα που καθόταν ακόμα στον καναπέ. Αφήνοντας μια θηριώδη κραυγή κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στον αριστερό κρόταφο της κλώνου. Η Μάγδα ούρλιαξε σαν να το είχε δεχτεί η ίδια. Ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός κρότος και ένας πίδακας από αίμα ψέκασε το πρόσωπο του Αρίστου. Όταν τράβηξε τη βέργα υπήρχαν κόκκινα υπολείμματα και τρίχες κολλημένες στην άκρη της. Η κλώνος βουβάθηκε αυτόματα και δεν άφησε καν μια κραυγή. Κλονίστηκε, έκανε να σηκωθεί, και τότε έφαγε το δεύτερο χτύπημα από τον γιο της. Η Μάγδα ούρλιαξε ξανά. Η κλώνος έπεσε στα τέσσερα πάνω στο χαλί βογκώντας. Μπουσούλισε στα τυφλά καθώς ο Αρίστος έσκυβε από πάνω της.

«Πως αντέχεις την ίδια σου τη γαμημένη φωνή;!» κραύγασε. «Δεν μπορώ να σ’ακούω! Μου τρως τα μυαλά! Μου γαμάς την ψυχή που μού’μεινε! Με τρελαίνεις! Βούλωσ’το επιτέλους! Βούλωσ’το!»

Άρχισε να της δίνει ανελέητα, απανωτά χτυπήματα, σκάβοντας το κρανίο της και ξεκολλώντας εγκεφαλική ουσία. Το πρόσωπο του είχε γίνει κόκκινο από το αίμα και το στόμα του έσταζε αφρούς και σάλια. Η κλώνος είχε μείνει ακίνητη, κουλουριασμένη πάνω στα γόνατα της. Σταμάτησε λαχανιασμένος, η μανία του όμως δεν είχε καταλαγιάσει. Σήκωσε το πόδι του και συνέχισε να κατεβάζει τη μπότα του πάνω στο κεφάλι της. Ο ήχος από το συντριμμένο κεφάλι έστειλε κύματα ναυτίας στον κύριο Μπίλη που απέσυρε το βλέμμα του από την φρίκη. Η μπότα βούλιαζε πλέον σε λευκό μαλλί και πολτό. Ο Αρίστος έβγαλε άλλη μια οργισμένη κραυγή και πέταξε βίαια την σιδερόβεργα στον αέρα. Το ματωμένο όπλο αναπήδησε στο τζάμι τους και δημιούργησε ένα μικρό ράγισμα. Ο κύριος Μπίλης και η Μάγδα αναπήδησαν πίσω.

«Γαμώτο! Γαμώτο!» ούρλιαζε τώρα ο Αρίστος.

 

Ακολούθησε μια παγερή σιωπή. Ο άντρας στο σαλόνι στεκόταν πάνω από το πτώμα της κλώνου βαριανασαίνοντας. Ακολούθησε ένα σφύριγμα και από ένα κρυφό μεγάφωνο μια άτονη φωνή απευθύνθηκε στον Αρίστο.

«Τελειώσατε;»

«Ναι τελείωσα, γαμώ το στανιό μου!» ξεφώνισε σαν απάντηση.

«Είστε ικανοποιημένος;»

«Όχι δεν είμαι! Τα τίναξε πολύ γρήγορα που να πάρει ο διάολος! Δεν περίμενα να ανοίξει το κεφάλι της τόσο εύκολα! Θέλω να το νιώσω! Να το νιώσει κι εκείνη!»

Κοιτούσε στους καθρέπτες πάνω από το σαλόνι, σαν να έψαχνε να βρει που ήταν οι συνομιλητές του.

«Πότε θα μου έχετε άλλη;»

«Η διαδικασία είναι χρονοβόρα, αυτό το ξέρετε.»

«Χέστηκα. Να με ειδοποιήσετε το συντομότερο!»

Χωρίς άλλη κουβέντα κατευθύνθηκε στην πόρτα και βγήκε από το σαλόνι χωρίς να κλείσει την πόρτα πίσω του.

 

Η Μάγδα είχε μείνει στήλη άλατος, με τα χείλη της να ανοιγοκλείνουν σε άηχες ασυναρτησίες. Οι ρυτίδες έμοιαζαν να πάλλονται και να αλλάζουν σχήμα στο πρόσωπο της. Κοίταξε τον κύριο Μπίλη με γυάλινο βλέμμα καθώς εκείνος την πλησίασε.

«Έχει πολύ θυμό μαζεμένο μέσα του» της είπε καταφέρνοντας το δοκιμασμένο του χαμόγελο, «Τουλάχιστο δεν έχει μπλέξει σε ναρκωτικά ή κάτι χειρότερο. Είναι και αυτό ένας τρόπος να διοχετεύει την οργή του και να ξεφουσκώνει, έτσι δεν είναι;»

Κοίταξε το ρολόι του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε και γύρισε προς την άφωνη γυναίκα.

«Να σας φωνάξω ταξί;»

 

Τέλος

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Παίζει ανάμεσα στην ΕΦ και τον τρόμο πολύ πετυχημένα, αν και σήκωνε και κάποιες ακόμα σκηνές ως εισαγωγή για να μας βάλουν στο πετσί των χαρακτήρων.

 

Στα πιο τεχνικά,

Ο ήχος από το συντριμμένο
είναι συντετριμμένο.
Link to comment
Share on other sites

Μανάδες. Πιο ταιριαστός τίτλος γι' αυτό το θρίλλερ ενδοοικογενειακής βίας (ψυχολογικής, γιατί κι αυτή βία είναι) που έγραψες.

Καλό. Τολμηρό. Απροσποίητο. Το χάρηκα, με λίγα λόγια.

 

Και για το σπαστικό του post μου, πού τα έβρισκε τα λεφτά για κάτι τέτοιο; Παραείναι τραβηγμένο.

Link to comment
Share on other sites

Και για το σπαστικό του post μου, πού τα έβρισκε τα λεφτά για κάτι τέτοιο; Παραείναι τραβηγμένο.

 

Γι αυτό κι έβαλα τις εξηγήσεις εκεί. Πλήρωνε βέβαια ένα ποσό, αλλά για την πρόσβαση του να σκοτώσει τον κλώνο. Όχι για την δημιουργία του κλώνου. Τον κλωνισμό τον έκανε η εταιρεία παράνομα για δικούς της σκοπούς. Ο γιός τούς παρείχε το DNA της μητέρας του. Η εταιρεία τον χρέωνε για να ξεφορτωθεί, βολικά, το παράνομο αποτέλεσμα. Στιγνή εκμετάλλευση!

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Σκληρό και ζόρικο. Τίποτα πιο ισχυρό από την καταπιεσμένη οργή ενάντια στο οικογενειακό περιβάλλον.

Πολύ ενδιαφέρουσα και η αντίθεση με το διπλό ρόλος της μάνας (την κλασική απόδοση της μάνας-γκρινιάρας μέγαιρας και της εν ζωή κυρίας Μάγδας που παρακολουθεί από το τζάμι και ψάχνει να βρει την αιτία της συμπεριφοράς του γιου της, κάνοντας μια υπέρβαση -παράνομη είσοδο κλπ, που με τίποτα δεν ανήκει στά όρια του γνωστού, ασφαλούς της κόσμου).

 

 

 

Μια απορία: Ποιος από τους δυο λέει την προτελευταία πρόταση:

«Έχει πολύ θυμό μαζεμένο μέσα του. Τουλάχιστο δεν έχει μπλέξει σε ναρκωτικά ή κάτι χειρότερο. Είναι και αυτό ένας τρόπος να διοχετεύει την οργή του και να ξεφουσκώνει, έτσι δεν είναι;»

 

Στην αρχή κατάλαβα ότι την έλεγε η μητέρα, επειδή ακολουθούσαν τα λόγια του Μπίλη, αλλά μετά ξαναβλέποντας το κείμενο, ότι είναι άφωνη, φαντάζομαι τα έχει πει ο άντρας. Μια προτασούλα μπορεί να μας το διευκρινίσει, κι αν όντως τα έχει πει η μητέρα και τον δικαιολογεί μετά από όσα είδε, θα γινόταν ακόμα πιο συγκλονιστικό.

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

 

 

Μια απορία: Ποιος από τους δυο λέει την προτελευταία πρόταση:

 

 

Στην αρχή κατάλαβα ότι την έλεγε η μητέρα, επειδή ακολουθούσαν τα λόγια του Μπίλη, αλλά μετά ξαναβλέποντας το κείμενο, ότι είναι άφωνη, φαντάζομαι τα έχει πει ο άντρας. Μια προτασούλα μπορεί να μας το διευκρινίσει, κι αν όντως τα έχει πει η μητέρα και τον δικαιολογεί μετά από όσα είδε, θα γινόταν ακόμα πιο συγκλονιστικό.

 

 

 

 

Ο άντρας.

 

(Η διόρθωση έγινε.)

 

Ευχαριστώ πολύ.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Πρωτότυπο, τρομακτικό και πολύ καλογραμμένο!

 

υγ όσο σκέφτομαι τι μπορεί να περνάει απο το μυαλο της μάνας όταν βλέπει τον κανακάρη της να της πολτοποιεί το κεφάλι...

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιδέα. Το γκόρ φάτσα φόρα είναι αιχμηρό, ειδικά σε σχέση με το θύμα και το θύτη. Για το τέλος... κοίτα, γράφεις:

‘’Η Μάγδα είχε μείνει στήλη άλατος, με τα χείλη της να ανοιγοκλείνουν σε άηχες ασυναρτησίες. Οι ρυτίδες έμοιαζαν να πάλλονται και να αλλάζουν σχήμα στο πρόσωπο της. Κοίταξε τον κύριο Μπίλη με γυάλινο βλέμμα καθώς εκείνος την πλησίασε.

«Έχει πολύ θυμό μαζεμένο μέσα του. Τουλάχιστο δεν έχει μπλέξει σε ναρκωτικά ή κάτι χειρότερο. Είναι και αυτό ένας τρόπος να διοχετεύει την οργή του και να ξεφουσκώνει, έτσι δεν είναι;»

Κοίταξε το ρολόι του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε και γύρισε προς την άφωνη γυναίκα.

«Να σας φωνάξω ταξί;»’’

 

Λοιπόν, στο πρώτο μισό τής παραγράφου, η προσοχή είναι στραμμένη στη μαμά. Αυτό είναι καλό. Όμως, στο δεύτερο μισό (ως το τέλος), η προσοχή εστιάζεται στα λόγια του Μπίλη, που δε δείχνει και το πιο προβληματισμένο τυπάκι του κόσμου. Της λέει την εξήγησή του και μετά της πετάει και την τελευταία ατάκα. Ναι, υπάρχει κατ’ αυτόν τον τρόπο μια νότα ειρωνίας, όμως η ιστορία τρόμου θέλει φόκους στα προβληματισμένα τυπάκια. Πιστεύω ότι, αν στο τέλος ο προβολέας ήταν στραμμένος πάνω στη μάνα και τις σκέψεις της, ο τρόμος θα ήταν πολύ πιο μπροστά. Εξάλλου... αυτή είναι που θα γυρίσει σπίτι... όχι ο κ. Μπίλης. Γιατί ακούμε τα δικά του λόγια; Γιατί ακούμε τις δικές του σκέψεις; Αυτή είναι που θα γυρίσει σπίτι μετά απ’ αυτό που είδε... και στη δική της ψυχολογία ήθελα να βρίσκεται η εστίαση στο φινάλε του Μητέρες. Φυσικά, πάντα με σεβασμό στην άποψη του καλλιτέχνη.

 

ΥΓ:Ο τίτλος είναι κοντά, αλλά ίσως όχι ακριβώς.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Έχω μείνει στήλη άλατος, να κοιτάζω την οθόνη με γυάλινο βλέμμα...

Σαν ιστορία πολύ καλή.

Έπρεπε όμως να βάλεις μια προειδοποίηση: "αν είστε μητέρα, διαβάστε καλύτερα κάτι άλλο.."

Μπρρρρ...

 

 

Link to comment
Share on other sites

Καλό και γρήγορο, αν και θα ΄΄ηθελα πριν το συμβαν μια σκηνη που να τα χώνει στο γιό της και μετα το πρώτο χτυπημα κανενα απο αυτους τους τυποποιημενους μαναδικους ενοχικους μονόλογους τυπου " τη μανουλα που κανε τοσες θησιες να σε αναθρεψει κτλ... " :p η κάτι τετοιο τεσπα.

 

Εγω νατος δε μπορω να πω οτι τρόμαξα μάλον γέλασα. :)

Link to comment
Share on other sites

 

Εγω νατος δε μπορω να πω οτι τρόμαξα μάλον γέλασα. smile.gif

 

ΑΑααχ, όταν γίνεις κι εσύ μάνα, θα καταλάβεις... Αλλά τί θέλω και μιλάω, σάματις μ' ακούει κανείς; μόνο για πλύστρα μ' έχετε εδώ μέσα το στόμα δεν τολμάω ν' ανοίξω θα σηκωθώ να σας παρατήσω βρε να δω τότε τι θα κάνετε σκουλήκια θα πιάσετε θα σας φαν οι κατσαρίδες

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..