christina Posted October 7, 2009 Share Posted October 7, 2009 Όνομα Συγγραφέα:ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Είδος: (ΦΑΝΤΑΣΙΑ??) Βία; (ΟΧΙ) Σεξ; (Οχι) Αριθμός Λέξεων: 4.822 Αυτοτελής; (Ναι) Σχόλια: Ελπίζω να το ανέβασα σωστά... ΡΑΖΙΗΛ Ο ήχος της καμπάνας αντηχεί αγκαλιάζοντας τα μικρά δρομάκια τούτης της πόλης. Το μελωδικό της κάλεσμα γίνεται ένα με το ξημέρωμα που ανθίζει σκορπίζοντας απλόχερα μυρωδιές πρωινής δροσούλας. Η μικρή πόλη ξυπνάει από το λήθαργο της νύχτας που πέρασε. Μια βουή απλώνεται σιγά-σιγά πάνω από τις στέγες των σπιτιών, τώρα που οι άνθρωποι γεύονται τις πρώτες ώρες της αυγής τους. Αγγίζω με τα δάχτυλα κάποιες δροσοσταλίδες που άραξαν στο παραθύρι μου. Γέρνω στο περβάζι και φυλακίζω μέσα μου με την ανάσα μου το αγουροξύπνημα της μέρας. Σήμερα είναι Κυριακή. Σε λίγο θα ακουστεί πάλι ο ήχος της καμπάνας και βιαστικά βήματα θα σκεπάσουν τους πλακόστρωτους δρόμους μέχρι την εκκλησιά. « Νικόλα, είσαι έτοιμος, θα αργήσουμε για τη λειτουργία» ακούω τη φωνή του πατέρα μου που τριγυρίζει από τοίχο σε τοίχο, σκαλώνει στα σκαλιά της σοφίτας και τέλος τρυπώνει μέσα από την κλειδαρότρυπα σε μια προσπάθεια να φτάσει στα αυτιά μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη και διορθώνω τα ρούχα μου. Κατεβαίνω τροχάδην τα σκαλιά, ενώ ο πατέρας μου στέκει όρθιος δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας. Ατμός ζεστός ξεπηδάει από την κούπα που κρατάει στα χέρια του και το βλέμμα μου ακολουθεί ασυναίσθητα την διαδρομή του που ξεψυχάει μέχρι το ταβάνι. « Φάε το πρωινό σου γρήγορα. Όλοι θα κοντεύουν να φτάσουν κι εμείς θα πάμε όπως πάντα αργοπορημένοι, με το χασομέρι σου. Τι θα σκέφτονται οι υπόλοιποι, όταν βλέπουν εμένα που κάποτε ήμουν ο καλύτερος ψάλτης και ξεκίναγα με το που λαλούσαν τα κοκόρια, να φτάνω τελευταίος και καταϊδρωμένος στην Κυριακάτικη λειτουργία;» Αρχίζω να τρώω σχεδόν λαίμαργα το πρωινό μου, ενώ το στρογγυλό πρόσωπο του πατέρα μου μοιάζει να φλέγεται από την αγωνία του. Από μικρό παιδί είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση για τα θεία και πολλές φορές το έσκαγε από το σχολειό για να τρέξει να κρυφτεί στα στασίδια της εκκλησίας και να ακούσει τους ψαλμούς που ξεχύνονται από τα στόματα των ψαλτών. Η επιθυμία του να ακολουθήσει το μονοπάτι του θεού ήταν τόσο μεγάλη, που σύντομα ανακοίνωσε στους γονιούς του τη θέληση του να εγκλειστεί σε μοναστήρι. Όμως η μητέρα του αντέδρασε με οδυρμούς και κλάματα και με πρόσχημα την αδύναμη καρδιά της τον ικέτεψε να μην τους εγκαταλείψει, τουλάχιστον έως ότου εκείνη θα έκλεινε τα μάτια της. Κι εκείνη τα έκλεισε τα μάτια της αλλά ο πατέρας μου γνώρισε τη μητέρα μου και ο έρωτας τους, έφερε σε δεύτερη μοίρα το όνειρο του πατέρα μου να ακολουθήσει τον έγκλειστο βίο των μοναχών. Ύστερα γεννήθηκα εγώ και την ίδια ώρα που η μητέρα μου, με έφερνε στον κόσμο, η ανάσα της ξεψύχησε και τράβηξε ψηλά για τους ουρανούς. Αν και δεν τη γνώρισα ποτέ, μέσα από τα λόγια του πατέρα μου είναι σαν να τη βλέπω να στέκει συχνά πάνω από το προσκεφάλι μου, με εκείνα τα λυτά ξανθά μαλλιά να στολίζουν τους λευκούς της ώμους και δυο χείλη σαν ροδοπέταλα να ευωδιάζουν μέσα από το τραγούδι της. Τα λεπτά τρέχουν αδιάκοπα κυνηγώντας τους δείχτες του ρολογιού μου καθώς ο πατέρας μου ήδη βρίσκεται στο μονοπάτι έξω από το σπίτι μας. Τον ακολουθώ ξοπίσω του ενώ ο ήχος των παπουτσιών που γλιστράνε πάνω στις πέτρες, έρχεται σε αντίθεση με τις ερμητικά κλεισμένες πόρτες των σπιτιών που προσπερνάμε. Όλοι τους βρίσκονται ήδη εκεί και το τελευταίο κάλεσμα της καμπάνας κορυφώνει την αγωνία μας. Ο πατέρας μου σχεδόν με τραβάει από το χέρι και το σφίξιμο της ιδρωμένης του παλάμης ακινητοποιεί τους σφυγμούς μου. Ανακουφισμένος βλέπω να ξεπροβάλλει η κατάλευκη εκκλησία μπροστά μου, περιτριγυρισμένη από ψηλά κυπαρίσσια να ορθώνονται στον ουρανό, δίνοντας την αίσθηση ότι ικετεύουν κι εκείνα για τη σωτηρία της ψυχής τους. Το εσωτερικό του ναού είναι κατάμεστο από λογής- λογής ανθρώπων. Στην δεξιά μεριά του και στις μπροστινές θέσεις, κάθονται οι γηραιότεροι και οι σοφότεροι της μικρής μας πόλης, παράδοση που κρατά γενεές ολόκληρες. Άντρες με λευκά μαλλιά σαν το βαμβάκι με μάτια γαλήνια και καρφιτσωμένα πάνω τους μικρά γυαλιά, σημάδι της σοφίας που αποκτήθηκε μέσα από τα ατελείωτα ξενύχτια αγκαλιά με τα βιβλία τους. Ακριβώς πιο πίσω απ’ αυτούς κάθονται οι νέοι τούτης της πόλης. Νεαροί άντρες με αψεγάδιαστο ντύσιμο και ευλαβικά πρόσωπα, αφήνονται απλόχερα να τους αγκαλιάσει η θέρμη του κυριακάτικου κηρύγματος. Στρέφω τα μάτια μου στην αριστερή μεριά της εκκλησίας. Εδώ βρίσκονται οι γυναίκες όλων των ηλικιών. Στις μπροστινές θέσεις κάθονται οι γηραιότερες γυναίκες έχοντας σχεδόν όλες στο λαιμό τους από ένα μεγαλόπρεπο σταυρό, σημάδι της πίστης και της αφοσίωσης τους στον Παντοδύναμο. Πίσω τους ακολουθούν οι νέες κοπέλες, όλες ντυμένες σεμνά στα γήινα χρώματα, έχοντας τα μαλλιά τους τοποθετημένα σε ένα νευρικό κότσο στο κεφάλι τους. Ο πατέρας μου τρέχει να ξαποστάσει στη θέση που είναι κενή ανάμεσα στους γηραιότερους κι εγώ κατευθύνομαι για τη δική μου, μερικές σειρές πιο πίσω. Μερικά πρόσωπα γυρνούν και με κοιτούν με αποδοκιμασία, νιώθοντας τις σκέψεις τους σαν σύννεφο που κουβαλάει βροχή πάνω από το κεφάλι μου. Είναι σαν να ακούω τα λόγια τους που ποτέ δεν ξεστόμισαν μπροστά μου. « Κρίμα τον πατέρα του. Όλη του τη ζωή υπηρετεί με σθένος την αγάπη του για τον θεό κι ο γιός του δεν του έμοιασε καθόλου ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι.» Τώρα που το καλοσκέφτομαι νιώθω ότι δεν ανήκω ανάμεσα τους. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τούτο τον υπερβολικό ζήλο για τη σωτηρία της ψυχής τους, ούτε τις ατελείωτες γονυκλισίες και προσευχές τους. Ίσως να έχουν δίκιο που με αποστρέφονται. Θυμίζω παράσιτο σε αυτή την καλοσχηματισμένη κοινωνία. Η ψυχή μου όμως είναι δοσμένη στο χαρτί και στο μολύβι μου. Όποτε κλέψω λίγο από τον χρόνο μου τρέχω στο κρησφύγετο μου, μακριά από την πόλη που με πνίγει. Λίγο πιο πέρα απλώνεται ένα δάσος με δέντρα που στέκουν αγέρωχα στο πέρασμα των αιώνων. Νερά που ξεχύνονται μέσα από τις πηγές που σχηματίστηκαν από το χέρι της φύσης και πλήθος από μυρωδιές να μπερδεύονται μεταξύ τους. Εκεί αφήνω τις σκέψεις μου ελεύθερες να ξεδιπλώνονται και να παίρνουνε μορφή μέσα από τις λέξεις που ρέουν σαν χείμαρρος κάτω από το μολύβι μου. Ο θόρυβος από τους ανθρώπους που στριμώχνονται για να βγουν έξω στο προαύλιο διαλύει τις ονειροπολήσεις μου. Βλέπω τον πατέρα μου να συζητάει με τους γηραιούς φίλους του και εγώ αρπάζω την ευκαιρία να ξεγλιστρήσω έξω προτού με αντιληφθεί. Αρχίζω να τρέχω χωρίς να κοιτάξω πίσω ούτε μία φορά, από φόβο μήπως η λογική μου νικήσει την καρδιά μου και γυρίσω πίσω μαζί τους. Με κομμένη την ανάσα φτάνω στο λημέρι μου, εκεί όπου τα νερά της λίμνης παιχνιδίζουν με τις ηλιαχτίδες του ήλιου και τα νούφαρα επιπλέουν σαν πολύχρωμα στολίδια στην επιφάνεια της. Μοιάζει τούτο το τοπίο σαν κομμάτι παραδείσου που ξέπεσε από τον ουρανό και εγώ ένας απλός θνητός που έχει την τύχη να το γεύεται. Καθώς το βλέμμα μου τριγυρίζει από άκρη σε άκρη, σκοντάφτει πάνω σε ένα θέαμα που κάνει το κορμί μου να ριγεί και τους χτύπους της καρδιάς μου να σκεπάζουν τη βουή του δάσους. Ένα πλάσμα κείτεται στην άκρη της λίμνης και μονομιάς το μυαλό μου σκοτεινιάζει τώρα που τα μάτια μου θολώνουν στην προσπάθεια να μαντέψουν τι είναι αυτό που ξεπροβάλλει μπροστά τους. Τα πόδια μου ακινητοποιούνται σαν να φύτρωσαν και βγάλανε ρίζες χοντρές που απλώνονται δεκάδες μέτρα μακριά. Μετά βίας καταφέρνω να προχωρήσω λίγα βήματα ακόμη, τώρα που στάλες χοντρές απ’ τον ιδρώτα μου μουσκεύουν το πρόσωπο μου. Ένα θεσπέσιο σώμα με δύο μεγαλόπρεπα φτερά κολλημένα στη ράχη του γέρνει μπρούμυτα πάνω στο χώμα. Ένας χείμαρρος από ξανθά μαλλιά μπλέκονται συνάμα μαζί με τα φτερά. Πλησιάζω ακόμη περισσότερο και απλώνω το χέρι μου μέσα στα ξέπλεκα μαλλιά του. Παραμερίζω μερικές ατίθασες τούφες που πέφτουν πάνω στο πρόσωπο του και δύο μάτια κλειστά με πλούσιες βλεφαρίδες κάνουν δειλά την εμφάνιση τους. Απομεινάρια ξεραμένου αίματος χαράζονται στο μάγουλο του, σχηματίζοντας μια ματωμένη διαδρομή έως χαμηλά στο στέρνο. Με τα χέρια μου σπρώχνω ελαφρά αυτό το αγγελικά πλασμένο σώμα. Απλώνω τα δάχτυλα μου ψηλαφίζοντας τα φτερά του. Μακριά χοντρά πούπουλα κινούνται ρυθμικά κάτω από το απαλό άγγιγμα του αέρα. Συνεχίζω να παρατηρώ έκθαμβος τα τεράστια φτερά του μέχρι που μια μικρή σπίθα αμφιβολίας κατακλύζει το μυαλό μου. Χώνομαι ολόκληρος κάτω από τις φτερούγες του και αναζητώ κάτι που θα δώσει τέλος σε αυτό το παραλήρημα. Προς μεγάλη μου έκπληξη διαπιστώνω ότι τούτα τα φτερά που στολίζουν αυτό το αλλοπρόσαλλο κορμί, είναι ένα από τα μοναδικά θαύματα που εκτυλίχθηκαν ποτέ στη ζωή μου. « Είναι αληθινά….είναι ένας άγγελος» ψελλίζω και τα λόγια μου παίρνουν φωτιά από τη φλόγα που καίει τώρα τη ψυχή μου. Ξάφνου ένα αχνό τρεμόπαιγμα διαγράφεται στα βλέφαρα του. Ευθύς αμέσως πέφτω στα γόνατα και σκύβω πάνω από το πρόσωπο του. Τα χείλη του ανοίγουν σε μια προσπάθεια να δώσουν ζωή στις λέξεις που παλεύουν να κερδίσουν τη χαμένη τους ανάσα. « Ραζιήλ….» κι ύστερα τα χείλη σφραγίζουν και τα μάτια του βυθίζονται στο λήθαργο τους. Τα μάτια μου παραμένουν προσηλωμένα στον άγγελο που κείτεται πλάι μου. Ο ήλιος αποχωρεί σιγά-σιγά, προσφέροντας τη θέση του στην νύχτα που ετοιμάζεται να σκεπάσει τα πάντα με το μαύρο πέπλο της. Όλες αυτές τις ώρες το μυαλό μου δουλεύει ασταμάτητα και για άλλη μία φορά η λογική μου παλεύει ενάντια στην καρδιά μου. « Δεν μπορώ να τον αφήσω μονάχο του αυτή την ώρα στο δάσος. Όμως τι άλλο μπορώ να κάνω. Ίσως να φωνάξω τον πατέρα μου, αυτός θα βρει την λύση. Όχι-όχι ακόμη, πρέπει να μάθω πρώτα γιατί βρέθηκε εδώ κάτω. Πρέπει να δώσω λίγο χρόνο στον εαυτό μου να σκεφτεί.» Μια ιδέα σφηνώνει στα σοκάκια του μυαλού μου. « Θα μεταφέρω τούτο τον άγγελο στην αποθήκη του σπιτιού μου και πρέπει να το κάνω αμέσως τώρα» μονολογώ και συνάμα αρχίζω να τρέχω γύρω από την όχθη της λίμνης, ψάχνοντας κάτι που θα με βοηθήσει να το μεταφέρω. « Έχω λίγο χρόνο μπροστά μου προτού σκοτεινιάσει για τα καλά» σκέφτομαι ενώ συγχρόνως μαζεύω διάφορα κούτσουρα που βρίσκονται κάτω στο χώμα. Αφήνω μια αγκαλιά από ξύλα δίπλα του και χωρίς δεύτερη σκέψη, σκίζω τα ρούχα μου σε λωρίδες σε μια προσπάθεια να φτιάξω ένα πρόχειρο φορείο για να τον μεταφέρω μακριά από αδιάκριτα μάτια. Οι παλάμες μου πληγιάζουνε και μικρές στάλες από αίμα ποτίζουν τις λωρίδες υφάσματος, καθώς τα δάχτυλα μου τις σφίγγουν πάνω στα κλαδιά. Με τα χέρια μου τυλίγω το κορμί του αγγέλου και το σώμα μου παλεύει να βαστάξει το βάρος του. Μια ανεξήγητη δύναμη με περιτριγυρίζει σαν αόρατο χέρι υποβαστάζοντας το ασήκωτο φορτίο, τώρα που καταφέρνω να τοποθετήσω το αγγελικό πλάσμα πάνω στο ξύλινο φορείο. Στιγμές αργότερα έχω αφήσει ήδη πίσω μου το δάσος και ξεγλιστρώ σαν κλέφτης στα δρομάκια αυτής της κοιμισμένης πόλης. Ο ήχος του φορείου πάνω στις πέτρες αναστατώνει τη σιγή της νύχτας. Κάπου-κάπου σταματώ και αφουγκράζομαι το σκοτάδι. Μονάχα κάτι αδέσποτα σκυλιά μαρτυρούν τον ερχομό μου. Επιτέλους το μονοπάτι του σπιτιού μου απλώνεται κάτω από τα πόδια μου. Επιβραδύνω το βήμα μου σε μια απεγνωσμένη κίνηση να καταλαγιάσω τους παλμούς της καρδιάς μου. Το σπίτι μου ορθώνεται επιβλητικά μέσα στο σκοτάδι και μονάχα το φώς του φεγγαριού φωτίζει τα βήματα μου. Κρυφοκοιτάζω μέσα από τα παράθυρα. Ένα αχνό φως απλώνεται νωχελικά στην μικρή βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Εκείνος βρίσκεται ξαπλωμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, παραδομένος στην αγκάλη του Μορφέα. Έχω ήδη τρυπώσει στην αποθήκη, σέρνοντας από πίσω μου το αυτοσχέδιο φορείο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και φυλακίζω όσο περισσότερη δύναμη κρύβεται μέσα μου. Από τα χέρια μου τρέχουν ασταμάτητα βαθυκόκκινες σταγόνες αίματος τώρα που η βαριά ξύλινη πόρτα κλείνει πίσω μου. Σχεδόν πεσμένος στα γόνατα τραβώ ακόμη περισσότερο το αγγελικό πλάσμα και το αφήνω στο πάτωμα δίπλα μου τώρα που τα μάτια μου βυθίζονται στο σκοτάδι. Ένα απαλό χάδι αέρα στο μάγουλο μου με ξυπνάει απαλά ενώ το κεφάλι μου παλεύει να βγει από τη δίνη που το τυλίγει. Ανοίγω τα μάτια μου και το πρώτο φώς από το χάραμα κάνει δειλά την εμφάνιση του. Στρέφω το βλέμμα μου στο σημείο που άφησα τον άγγελο. Τα μάτια μου γουρλώνουν από τρόμο μόλις διαπιστώνω ότι το φορείο είναι άδειο. Σηκώνομαι αναστατωμένος και κοιτώ τριγύρω. Μια λάμψη στο χρώμα του πάγου πλημμυρίζει το δωμάτιο. Ξάφνου το βλέμμα μου σκοντάφτει δίπλα στο παράθυρο. Ο άγγελος μοιάζει να περιτυλίγεται από μια εξωπραγματική δέσμη φωτός ενώ το σώμα του αιωρείται. « Ποιος είσαι;» τον ρωτάω ενώ μια ανατριχίλα γαργαλάει όλο το κορμί μου. Το μυαλό μου αρχίζει να πονά από το πλήθος των λέξεων που ξεπηδούνε μέσα του. Χωρίς καν να έχει ανοίξει το στόμα του αυτό το θείο πλάσμα, μυριάδες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου. Μέσα από την αναστάτωση μου αρπάζω μερικά σκόρπια λόγια και τα προφέρω δυνατά. « Ραζιήλ, Το μυστικό του θεού, καθοδηγητής, θεϊκή έμπνευση, πνεύμα..» Σφίγγω τα χέρια μου στους κροτάφους μου με την ελπίδα ότι οι μικροί στρόβιλοι που ξεπηδούνε στα μύχια του μυαλού μου θα κοπάσουν τη μανία τους. Ξάφνου εικόνες βαμμένες με πλούσια χρώματα από μέρη που δεν έχω γνωρίσει ποτέ, ζωγραφίζονται μπροστά στα μάτια μου. Κι εγώ σαν ταξιδιώτης. βουτώ μέσα τους και αφήνω το κορμί και τη ψυχή μου να κυλιστεί σε άγνωστα μονοπάτια. Ένας κήπος που μοιάζει να μην έχει όρια, ορθώνεται μπροστά μου. Δεκάδες λουλούδια σε όλες τις αποχρώσεις των χρωμάτων, ανεμίζουν κάτω από ένα απαλό αεράκι που κουβαλάει πάνω του τα πιο σπάνια αρώματα του κόσμου. Μια γυναίκα κι ένας άντρας, μοιάζουν να συνυπάρχουν αρμονικά κάτω από έναν μεγαλόπρεπο καταγάλανο ουρανό δίχως σύννεφα. Άγγελοι πετούν πάνω από τα κεφάλια τους ψέλνοντας μελωδίες και σκορπίζοντας τις πιο όμορφες νότες που έχω ακούσει ποτέ στην ζωή μου. Στιγμές αργότερα ο ουρανός έχει χάσει το γαλάζιο χρώμα του και στην θέση του ένας μανδύας γκρίζος σκεπάζει τούτον τον παράδεισο. Ο άντρας στέκει μονάχος του δίχως τη γυναίκα στο πλευρό του. Ψάχνω με το βλέμμα μου τη σύντροφο του και βλέπω δίπλα της να στέκεται ένας άγγελος. Έχει και αυτός μεγαλόπρεπα φτερά, αλλά τα μάτια του είναι διάφανα σαν να βασιλεύει μέσα τους το απόλυτο κενό. Όλα αλλάζουν τώρα. Θλίψη και πόνος ρέει ανάμεσα σε λουλούδια που ξεραίνονται. Άφθονα τα δάκρυα των δύο ανθρώπων σαν σταγόνες βροχής στο ξεραμένο χώμα που απλώνεται κάτω από τα πόδια τους. Οι εικόνες αλλάζουν και μπροστά μου απλώνεται ένα τεράστιο χωράφι, καλλιεργημένο με πλήθος από αγαθά της φύσης. Ένας άντρας σκάβει στο χώμα, σκουπίζοντας με ένα πανί τις στάλες από ιδρώτα που ξεχύνονται στο πρόσωπο του. Λίγο πιο πέρα ένα κοπάδι από ζώα βόσκει το άφθονο χορτάρι. Άλλος ένας άντρας στέκει τριγύρω τους και τα επιβλέπει. Οι δυο τους μοιάζουν σαν αδέλφια. Το τοπίο ξαφνικά αλλάζει μπροστά μου και βλέπω τον άντρα γεωργό να θυσιάζει ένα ζώο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης στον θεό που πιστεύει. Μαύρος καπνός ξεχύνεται ψηλά στον ουρανό και πλήθος από δάκρυα χαράς κυλάνε από τα μάτια αυτού του άντρα. Ο άλλος άντρας στέκει θυμωμένος και ευθύς αμέσως ανάβει μια φωτιά θυσίας, σημάδι της ζήλιας που φώλιασε μέσα στη ψυχή του. Όμως ο καπνός τούτης της φωτιάς δεν ορθώνεται ψηλά στον ουρανό. Αντίθετα σκορπίζεται δεξιά-αριστερά και χάνεται στον αέρα. Τα μάτια του μαυρίζουν σαν τη στάχτη που απέμεινε στα πόδια του. Τότε ο ουρανός σκοτεινιάζει μονομιάς και ο ήλιος κρύβεται φοβισμένος από την οργή αυτού του άντρα. Ένα ρυάκι αίματος κυλάει κάτω στο έδαφος από το κεφάλι του πρώτου άντρα, βάφοντας το πράσινο χορτάρι στο χρώμα της αμαρτίας. Ένα σύννεφο σκόνης περιβάλλει τον αέρα που αναπνέω. Πλήθος ανθρώπων χτίζουν ένα τεράστιο κτίσμα που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί. Οι άνθρωποι αυτοί, θέλουν μέσα από αυτό το μεγαλούργημα να φτάσουν στον ουρανό. Η αλαζονεία τους είναι τόσο μεγάλη που κάθε φορά που προσθέτουν ένα σκαλοπάτι, απλώνουν τα χέρια τους να αγγίξουν τα σύννεφα που στέκουν αγέρωχα πάνω από τα κεφάλια τους. Μέχρι που οι γλώσσες μπερδεύονται και οι άνθρωποι πασχίζουν να μιλήσουν μεταξύ τους. Ο ένας δεν μπορεί να καταλάβει τον άλλον και μια σύγχυση τυλίγει τις καρδιές τους τώρα που το όνειρο τους να αγγίξουν τον ουρανό χάνεται μέσα στη σκόνη. Το τοπίο αλλάζει ξανά και εγώ μεταφέρομαι σε μια απέραντη πλαγιά. Ένας μεσόκοπος άντρας με μακριά γένια στέκει στην πόρτα ενός τεράστιου καραβιού, φτιαγμένο ολάκερο από ξύλο. Κοιτώ καλύτερα και βλέπω δεκάδες πλάσματα να βρίσκονται μέσα του. Ο άντρας μοιάζει να προσεύχεται τώρα που οι ουρανοί σιγά-σιγά ανοίγουν και αφήνουν δυνατή βροχή να πλημμυρίζει όλη την πλάση. Ξαφνικά τα πάντα σκεπάζονται από νερό αγριεμένο. Φουρτουνιασμένα κύματα παρασέρνουν ότι βρουν στο πέρασμα τους. Φωνές απεγνωσμένες πνίγονται κάτω από τα αδηφάγα κύματα σε μια νεροποντή χωρίς έλεος. Μέχρι που ο ήλιος λάμπει ξανά στον ουρανό και το ξύλινο καράβι αράζει ψηλά σε μια βουνοκορφή. Τα πλάσματα ξεχύνονται έξω και γεμίζουν τις πλαγιές τριγύρω. Δεκάδες πουλιά πετούν στον ουρανό και η ζωή αρχίζει και πάλι από την αρχή. Ο ήλιος τρέχει γοργά και χάνεται μονομιάς καθώς η νύχτα έρχεται με την σειρά της να καλύψει τον ουρανό. Πάνω του βρίσκονται δεκάδες αστέρια, αλλά ένα από αυτά είναι το πιο λαμπρό. Η λάμψη του σκορπίζεται πλούσια σχηματίζοντας μια γραμμή φωτός, από κει ψηλά μέχρι τη σκεπή μιας ξύλινης παράγκας. Κοιτώ μέσα από την παλιά μισάνοιχτη πόρτα. Ένα ζευγάρι στέκει πάνω από ένα βρέφος που μόλις γεννήθηκε, ενώ διάφορα ζώα το ζεσταίνουνε με τα χνώτα τους . Τα μάτια μου σεργιανίζουν στο μονοπάτι που διαγράφεται έξω από τη μικρή καλύβα και πλήθος από ανθρώπινες φιγούρες, προχωρούν μέσα της κρατώντας στα χέρια τους δώρα μονάκριβα. Η μία εικόνα διαδέχεται την άλλη τώρα που χιλιάδες άνθρωποι στέκουν γύρω από έναν άνθρωπο που κηρύττει με πάθος. Το πρόσωπο του θαρρείς πως λάμπει κάτω από τον καυτό ήλιο. Μακριά μαλλιά καλύπτουν τους ώμους του και δύο καταγάλανα μάτια στολίζουν το πράο πρόσωπο του. Λόγια αγάπης ξεστομίζουν τα χείλη του και ένα πέπλο αγαλλίασης σκεπάζει τούτη τη λαοθάλασσα που κείτεται στα πόδια του. Τα μάτια μου καίνε από τη φλόγα των συναισθημάτων που με κατακλύζουνε. Μια εμπειρία πρωτόγνωρη ζει το κορμί μου τώρα που γίνομαι θεατής στη μεγαλύτερη ιστορία της ανθρωπότητας. Αγγίζω με τα χέρια μου την καρδιά μου που πάλλεται κάτω από το δέρμα μου. Συγκίνηση και δέος ρέουν σαν καυτό υγρό μέσα στις φλέβες μου και οι ανάσες μου μοιάζουν σαν περιστέρια που πετούν τρομαγμένα μέσα μου. Αστραπιαία το σκηνικό αλλάζει και πάλι. Μια θλίψη κουρνιάζει στη ψυχή μου καθώς κοιτώ τον Θεάνθρωπο να κουβαλάει στους ώμους του όλες τις αμαρτίες του κόσμου, ανεβαίνοντας σχεδόν ξεψυχισμένος το δικό του Γολγοθά. Πίσω του ακολουθούν σαν σκιές, γυναίκες μαυροντυμένες και άντρες που τις βαστούν με τα χέρια τους στα τελευταία χτυποκάρδια τους. Μερικές στιγμές αργότερα, όλη η πλάση θρηνεί για τούτον τον άδικο χαμό. Κεραυνοί σκίζουν τον ουρανό στα δύο και μια βροχή φουρτουνιασμένη πέφτει με μανία παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμα της. Χείμαρρος από δάκρυα μουσκεύει το πρόσωπο μου και εγώ φωνάζω αδιάκοπα το όνομα του αγγέλου που με ταξίδεψε μέσα στα βάθη των αιώνων. Κι ύστερα οι λέξεις σωπαίνουν και η λάμψη του αγγέλου σβήνει σαν κερί που το φύσηξε ο αέρας. Το σώμα του σταματάει να αιωρείται και προσγειώνεται απαλά στο πάτωμα. Πλησιάζω κοντά του και αγγίζω το δέρμα του. Τα δάχτυλα μου μοιάζουν να ακουμπούν κάτι αόρατο μα συνάμα ζεστό, κάτι σάρκινο μα συνάμα παγωμένο. Αισθήσεις που μπερδεύονται μεταξύ τους στο κουβάρι που ξετυλίγεται μπροστά μου. « Νικόλα, είσαι εδώ;» ακούγεται η φωνή του πατέρα μου και τα βήματα του πλησιάζουν την πόρτα της αποθήκης. Πανικόβλητος τρέχω και βγαίνω ευθύς αμέσως έξω. « Ανησύχησα δεν σε είδα το βράδυ, μα τι σου συμβαίνει, είσαι τόσο χλωμός» και οι ερωτήσεις του πατέρα μου πυρπολούν το κουρασμένο μου μυαλό. « Καλά είμαι, απλώς κουρασμένος, συγνώμη που άργησα να γυρίσω εχθές μα κάτι μου έτυχε εντελώς απρόσμενο.» « Είμαι έτοιμος να ακούσω γιέ μου» μου απαντάει και συγχρόνως το χέρι του απλώνεται στο πόμολο της πόρτας. Η καρδιά μου σφίγγεται καθώς ανοίγει την πόρτα και άναρθρες λέξεις μπερδεύονται στην άκρη της γλώσσας μου. Τώρα ο πατέρας μου βρίσκεται ήδη στην αποθήκη. Βουβά αναφιλητά πλημμυρίζουν τον χώρο, ενώ ο πατέρας μου βρίσκεται γονατισμένος στο πάτωμα κάτω από τα πόδια του αγγέλου. Μια απίστευτη σκηνή διαδραματίζεται αυτή τη στιγμή, βλέποντας το χέρι του αγγέλου λουσμένο στο φώς να ακουμπά το σκυφτό κεφάλι του πατέρα μου. Σαν θαύμα το μυαλό μου συναντά τις σκέψεις του και τα μάτια μου βλέπουν μέσα από τα μάτια του πατέρα μου. Μια γυναίκα με ξανθά λυτά μαλλιά φορώντας ένα λευκό φόρεμα στέκει μπροστά μας σαν ένας άγγελος που ξέπεσε από τον ουρανό. Σηκώνει το χέρι της προς το μέρος του πατέρα μου. Μια λάμψη φτερουγίζει μέσα στα μάτια της κι ένα γλυκό τραγούδι ευωδιάζει μέσα από τα χείλη της. Η καρδιά του πατέρα μου χτυπά δυνατά και ο ήχος της διαπερνά τα βάθη του μυαλού μου. Τρέχω δίπλα του και ακουμπώ το χέρι πάνω της, από φόβο μην τρομάξει και φύγει μακριά. Ύστερα κι άλλες εικόνες μπερδεύονται μεταξύ τους. Εικόνες γνώριμες στα μάτια μου σαν κι αυτές που με ταξίδεψαν νωρίτερα, ξεχύνονται ξανά, αυτή τη φορά για χάρη του πατέρα μου. Στρέφω το κεφάλι και τον κοιτώ. Ένα κύμα απέραντης ευτυχίας έχει ποτίσει κάθε χιλιοστό του κορμιού του. Για πρώτη φορά βλέπω ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη του. Κι ύστερα η λάμψη σβήνει σιγά-σιγά, τα οράματα φεύγουν και ο άγγελος φανερά καταβεβλημένος γέρνει στο πάτωμα. « Σε ευχαριστώ γιέ μου» ακούω τον πατέρα μου και πλήθος από δάκρυα κυλάνε από τις άκρες των ματιών του. « Όλη μου την ζωή περίμενα ένα σημάδι και τώρα εσύ το έφερες μέσα στο σπίτι μας. Αυτό το θαύμα πρέπει να το ζήσουνε κι οι υπόλοιποι», ακούω τα λόγια του ενώ τον βλέπω να αρπάζει το καπέλο του και να χάνεται στο μονοπάτι. Τρομαγμένος βγαίνω έξω και του φωνάζω δυνατά. « Όχι πατέρα, γύρνα πίσω σε παρακαλώ.» Όμως είναι πολύ αργά, έχει ήδη χαθεί από τα μάτια μου το ίδιο και η φωνή μου ανάμεσα στα δέντρα. Οι ώρες περνούν και με βρίσκουν πεσμένο στο πάτωμα με χιλιάδες σκέψεις να βασανίζουν το μυαλό μου. Παρ’ όλα αυτά ένα κύμα γαλήνης αγκαλιάζει το κορμί μου όλες αυτές τις σιωπηλές ώρες που μοιράζομαι μαζί με το αγγελικό πλάσμα. Θολωμένα λόγια ξεχύνονται έξω από την πόρτα και ένα σύννεφο αναστάτωσης ξεγλιστρά μέσα από την πόρτα. Σηκώνομαι όρθιος και προτού προλάβω να ανοίξω, βλέπω τον πατέρα μου να μπαίνει μέσα και ακριβώς από πίσω του να τον ακολουθεί ένας από τους γηραιούς σοφούς της πόλης. Η έκπληξη του είναι τόσο μεγάλη που στέκεται ακίνητος σχεδόν αποσβολωμένος να παρατηρεί τον λιπόθυμο άγγελο. Τα μάτια του σφίγγονται και μεταμορφώνονται σε δύο σκοτεινές θάλασσες, αφήνοντας να φανούν φουρτουνιασμένα συναισθήματα μέσα από τη ψυχή του. « Είσαι τρελός Ιάκωβε; Απορώ πως άφησες τόσο εύκολα να παρασυρθεί η κρίση σου από τέτοιες οφθαλμαπάτες. Εσύ που τόσα χρόνια αφιέρωσες τη ζωή σου στον λόγο του Θεού, που ήξερες να αναγνωρίζεις το καλό και το κακό, πως είσαι τόσο σίγουρος ότι έλαβες ένα δώρο θεού. Το ξέρεις πολύ καλά πως και ο διάβολος έχει την πανουργία να μας ξεγελάσει και προτού προλάβουμε να αντιληφθούμε τι μας συμβαίνει, οι ψυχές μας θα έχουν υποδουλωθεί για πάντα στη θέληση του.» « Γέροντα με όλο τον σεβασμό, γνωρίζω πως οι γνώσεις μου δεν μπορούν να σταθούν στο ίδιο σκαλοπάτι με τις δικές σας. Δεν κρύβω ότι άκουσα τη φωνή της καρδιάς μου και αφέθηκα ολόκληρος να με κυριεύσει μια πρωτόγνωρη γαλήνη μέσα από τα θεία λόγια και τις εικόνες που ξεχύθηκαν μέσα στο μυαλό μου» ακούγεται η φωνή του πατέρα μου σχεδόν ικετευτική. « Ιάκωβε, είσαι νέος ακόμη και συγχωρώ τον παρορμητισμό σου. Όμως εγώ δεν έφτασα σε αυτή τη θέση, ακούγοντας μονάχα τη φωνή της καρδιάς μου. Επίτρεψε μου τώρα να συγκαλέσω έκτατο συμβούλιο με τους γερόντους.» « Μα γέροντα δεν πλησιάσατε καθόλου αυτόν τον άγγελο. Δεν έχετε την περιέργεια να τον δείτε από κοντά;» « Μπορεί τα μάτια μου να με ξεγελούν λόγω του γήρατος, όμως τα μάτια της ψυχής μου δεν με ξεγέλασαν ποτέ έως τώρα» απάντησε ο γέροντας και ξεκίνησε βιαστικά για την επιστροφή του στην πόλη. Μεμιάς πλησιάζω τον πατέρα μου, αγκαλιάζοντας τον σε μια κίνηση απόγνωσης να διώξω τη θλίψη που θρονιάστηκε μέσα στην καρδιά του. « Πατέρα, καταλαβαίνω πως σε απογοήτευσαν τα λόγια του σοφού γέροντα. Όμως εγώ πιστεύω αυτό που έζησα όπως κι εσύ. Σε παρακαλώ, ας πάρουμε μακριά τον άγγελο και στην ανάγκη να φύγουμε κι εμείς από τούτη την πόλη.» « Νικόλα, αυτό που λες δεν μπορεί να γίνει. Το πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σε αυτόν τον άγγελο και εμείς οι απλοί θνητοί βιώσαμε αυτό το θαύμα. Είμαι σίγουρος ότι θα το σκεφτεί καλύτερα ο γέροντας και θα αφήσει τη ψυχή του ελεύθερη να δεχθεί τούτο το θείο δώρο.» Οι ώρες κυλάνε και η αγωνία μου κορυφώνεται καθώς το βλέμμα μου αιχμαλωτίζεται από τους δείκτες του ξύλινου ρολογιού που κρέμεται στον τοίχο. Κάποια στιγμή η ματιά μου λοξοδρομεί και καρφώνεται πάνω στη σκυφτή σιλουέτα του πατέρα μου. Εκείνος στέκεται με τα γόνατα και ψιθυρίζει λόγια ικεσίας στον θεό που υπηρέτησε με αμείωτο σθένος. Ξάφνου, πλήθος από φωνές αναστατώνουν τη σιωπή της νύχτας και τρέχω στο παράθυρο. Μια αίσθηση τρόμου τυλίγει το κορμί μου τώρα που η νύχτα γίνεται μέρα κάτω από τους φλεγόμενους πυρσούς που κρατούν στα χέρια τους οι κάτοικοι αυτής της πόλης. Πρόσωπα νευρικά με μάτια που φεγγοβολούν από πρωτόγνωρη τρέλα, κατακλύζει τούτο το αγριεμένο πλήθος. Με κομμένη την ανάσα βγαίνουμε στην είσοδο του σπιτιού μας. Θυμίζει παράταξη που στήθηκε πόλεμο να αρχινίσει τούτη η αγριεμένη οχλαγωγία. « Λυπάμαι Ιάκωβε, δεν περνάει πια από το χέρι μου. Εγώ περιέγραψα στους υπόλοιπους ότι είδαν τα μάτια μου και άκουσαν τις σκέψεις που βγήκαν από το μυαλό μου. Αφήνω την κρίση στα χέρια τους.» Τότε ο πατέρας μου προχωρεί ανάμεσα τους και τους λέει : « Εσείς ο πιστοί που ακολουθείτε με ευλάβεια τον λόγο του Θεού, εσείς οι υπηρέτες του Θεού όπως αυτοαποκαλείστε, γιατί κρύβετε τόσο μίσος μέσα στις ψυχές σας; Σας προκαλώ να δείτε από κοντά τούτο το θείο πλάσμα και αφήστε την καρδιά σας να αποφασίσει για σας.» Τα λόγια του πατέρα μου ακούγονται σαν απελπισμένη ιαχή σκίζοντας στα δύο το άλικο χρώμα της νύχτας που σκεπάζει τα κεφάλια μας. Μια άλλη φωνή ακούγεται μέσα από το πλήθος. « Ποιος νομίζεις ότι είσαι Ιάκωβε, ώστε ο θεός αποφάσισε να σου στείλει έναν από τους αγγέλους του για να σου χαρίσει την αστείρευτη γνώση του; Μήπως ήσουν εσύ αυτός που έχασε το φως των ματιών του από ατελείωτα ξενύχτια, διαβάζοντας με δέος την Αγία Γραφή; Μήπως ένιωσες ποτέ τη ζάλη να κυριεύει το μυαλό σου καθώς πάσχιζες να αποστηθίσεις τα ιερά κείμενα των Ευαγγελίων; Στέγνωσε ποτέ το στόμα σου από τις ολονύχτιες προσευχές σου στον Ύψιστο; Όπως καταλαβαίνεις πλέον και εσύ ο ίδιος δεν χρειαζόμαστε τα μάτια μας για να καταλάβουμε ότι άφησες τον διάβολο να κυριεύσει την κρίση σου και το μυαλό σου. Ακούσαμε τα λόγια του σοφού γέροντα και ήρθαμε ως εδώ για να ξεριζώσουμε το κακό από τη ρίζα του. Λέγε λοιπόν που βρίσκεται το πλάσμα;» « Σας παρακαλώ ηρεμήστε. Έχετε δίκιο καλοί μου συμπολίτες. Εγώ είμαι απλώς ένας αμνός του θεού. Δεν κατέχω τις πολύτιμες γνώσεις σας, ούτε ξόδεψα ολόκληρη τη ζωή μου ανάμεσα στα ιερά βιβλία. Η πίστη όμως δεν μετριέται από τα πόσα βιβλία έχει διαβάσει κάποιος, ούτε από τους ψαλμούς που έχει αποστηθίσει. Η πίστη πηγάζει βαθιά μέσα από την καρδιά μου και η αγάπη μου για το θεό είναι γνήσια. Δεν χρειάζεται να αποδείξω σε κανέναν τίποτα περαιτέρω. Μου αρκεί που ο ίδιος ο θεός, γνωρίζει τη ψυχή μου και μου προσέφερε το μεγαλύτερο δώρο . Αληθεύει το γεγονός ότι όλα αυτά που διδάχτηκα απόψε, δεν προήλθαν από ατελείωτα ξενύχτια με τα ιερά κείμενα, αλλά από τη Χάρη Του που με κατέκλυσε ψυχή και σώματι» είπε ο πατέρας μου και για πρώτη φορά αισθάνθηκα πραγματικά περήφανος για κείνον. « Λόγια βλάσφημα ξεστομίζουν τα χείλη σου, Ιάκωβε. Φέρτε μας το πλάσμα επιτέλους» ακούγεται μια φωνή από το πλήθος. « Εδώ είναι ο άγγελος Κυρίου» φωνάζω μεγαλόπρεπα καθώς τον κρατώ από τους ώμους με την ελπίδα ότι οι καρδιές τους θα βρουν τη χαμένη τους φώτιση. Όμως οι ελπίδες μου εξανεμίζονται τώρα που το πλήθος ορμά καταπάνω μας και με απομακρύνει βίαια από τον άγγελο. Οι φωνές μου απλώνονται σαν θρήνος μέσα σε αυτή τη ξεψυχισμένη πόλη τώρα που οι αναμμένοι δαυλοί απλώνονται πάνω στο σώμα του ταλαιπωρημένου αγγέλου. Γυρνώ το κεφάλι μου και ψάχνω απεγνωσμένα για τον πατέρα μου. Τον βλέπω να έχει ακουμπήσει το κεφάλι του στο χώμα και αστείρευτα δάκρυα να σχηματίζουν μια μικρή λιμνούλα, συνάμα με τα λόγια του που ξεχύνονται αδιάκοπα σαν μοιρολόι. Οι αναμμένοι πυρσοί ενώνονται και κυκλώνουν το σώμα του θείου πλάσματος. Οι φλόγες γλύφουν τα φτερά του, το πρόσωπο του, το σώμα του, σχηματίζοντας ένα γιγάντιο χέρι φωτιάς πάνω από τους οργισμένους ανθρώπους. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, το σώμα του αγγέλου παραμένει ανέπαφο στις θηριώδεις φλόγες, μέχρι που αυτό χάνεται από τα μάτια μας και μια απόκοσμη πηγή φωτός ξεχύνεται πάνω από τα κεφάλια μας, μετατρέποντας την νύχτα σε μέρα. Στην θέση του αγγελικού σώματος δεκάδες λευκά περιστέρια ξεπηδάνε τρομαγμένα μέσα από τις φλόγες, τώρα που οι φωνές σωπαίνουν και η οργή καταλαγιάζει. Ο μόνος ήχος που ακούγεται πλέον είναι το ασταμάτητο τίναγμα των φτερών τους και ένας βουβός θρήνος από τους ανθρώπους αυτούς που δεν έμαθαν ποτέ να βλέπουν με τα μάτια της ψυχή τους. Στρέφω τα μάτια μου ψηλά. Το πρώτο χάραμα βάφει δειλά τον ουρανό στο χρώμα του γαλάζιου, αυτή την ώρα που ο ήχος της καμπάνας αντηχεί αγκαλιάζοντας τα μικρά δρομάκια τούτης της πόλης. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted November 25, 2009 Share Posted November 25, 2009 Μάλιστα! Κατ' αρχήν μην απορείς που δεν έχεις σχόλια, 5000 λέξεις είναι πολλές κι απωθούν συχνά τους αναγνώστες! Το ύφος σου μου αρέσει αλλά του λείπει το μέτρο. Σε κάποια σημεία είναι πολύ καλό, σε άλλα άγαρμπο, σε άλλα υπερβολικό. Έχεις ωραίο λόγο και πιστεύω πως πολύ γρήγορα θα το βρεις. Το κείμενό σου μετά από το λίγο βαρύ ξεκίνημα κυλάει εύκολα. Το περιεχόμενό του δεν είναι ακριβώς το αγαπημένο μου θέμα, αλλά σίγουρα είναι όμορφα δοσμένο. Το τέλος μου άρεσε. Μπράβο, περιμένω κι άλλες ιστορίες σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
christina Posted November 28, 2009 Author Share Posted November 28, 2009 Έχεις δίκιο για την έκταση του κειμένου. Να πω την αλήθεια κι εγω έχω αφήσει πολλές ιστορίες για αργότερα, μόνο και μόνο επειδή είδα οτι ήταν υπερβολικά μεγάλες, αλλά θεωρώ οτι το κάνω λόγω έλλειψη χρόνου (και με 2 παιδιά στα πόδια μου..) Σε ευχαριστώ για τα σχόλια και θα προσπαθήσω να επεξεργαστώ λίγο παραπάνω τη συμβουλή σου για το μέτρο. Αν βρεις χρόνο θα ήθελα να μου το εξηγήσεις λίγο καλύτερα, έστω με ένα παράδειγμα. (Επίσης θα ήθελα να ρωτήσω κάτι άσχετο με το θέμα..για ποιό λόγο δε με αφήνει να χωρίζω παραγράφους, τι κάνω λάθος όταν κάνω post;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.