Jump to content

Ένα Καλό Τελευταίο Καλοκαίρι


Recommended Posts

Βρισκόταν σε μια έντονη εγρήγορση που τον ξύπνησε ενώ επικρατούσε ακόμα σκοτάδι. Συνέβαινε συχνά τελευταία. Δεν σάλεψε μην τυχόν και ενοχλήσει την Άννα που κοιμόταν στο πλευρό του. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι και παρακολούθησε τον ουρανό από το παράθυρο του μέχρι να ροδίσει. Το κατάφερε χωρίς να αφήσει μία σκέψη να αναδυθεί στο κεφάλι του. Ήθελε εξάσκηση, και μετά από χρόνια, του ήταν εύκολο. Βοήθησαν και οι κουρτίνες, στις οποίες επικεντρώθηκε, όπως σάλευαν ελαφρά στην ανεπαίσθητη ανάσα του κλιματιστικού. Μόλις το ρολόι ξεκίνησε τον Γαλάζιο Δούναβη του Στράους ανασηκώθηκε για να αρχίσει τη μέρα του. Στην κουζίνα, η οθόνη της καφετιέρας τον πληροφόρησε πως η μέρα θα ήταν η ζεστότερη του καλοκαιριού. Δηλαδή ακόμα ζεστότερη από την χθεσινή.

 

Τηλεφώνησε στον Ηλία για να σιγουρευτεί πως το μεταφορικό θα ήταν στην πόρτα του εφτά ακριβώς. Ο Ηλίας ήταν πάντα στην ώρα του, ήταν όμως στη φύση του Νίκου να κανακεύει τις εμμονές του. Αυτές οι εμμονές είχαν εξασφαλίσει τη θέση του στον Δήμο και τον άλλο μήνα έκλεινε δύο δεκαετίες καριέρας ως δημοτικός σύμβουλος. Είχε επιβιώσει δεκατεσσάρων Δημάρχων. Δύο της Πρώην Δημοκρατίας και δώδεκα της Ομοσπονδίας Κυκλάδων, όταν ο θεσμός μετατράπηκε σε μονοετή θητεία. Η γυναίκα του επέμενε να τον αποκαλεί «πατερούλη» της Σύρου, και κάπως το παρατσούκλι είχε περάσει στο υπόλοιπο νησί. Ο Νίκος όμως, παρά την αισιόδοξη του φύση, σε ορισμένα ζητήματα δεν έτρεφε αυταπάτες. Σήμερα το πρόγραμμα του ήταν γεμάτο ως συνήθως, αναμένονταν όμως και κάποιες έκτακτες αναταράξεις. Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως δεν θα επέτρεπε το άγχος να τον φορτίσει. Είχαν γίνει πολλά και σημαντικά βήματα στον τόπο, άλματα για την αλήθεια. Τα ζούσε κάθε μέρα. Οι άσχημοι οιωνοί για το μέλλον ήταν για τους δεισιδαίμονες. Ή έτσι ήθελε να πιστέψει.

 

Βγήκε στην εξώπορτα και ένιωσε αμέσως την πρωινή κάψα του ήλιου. Το χάπι θα τον προστάτευε από την επικίνδυνη ακτινοβολία, είχαν όμως ακόμα να εφεύρουν το χάπι για τον ιδρώτα. Σε πέντε λεπτά, όταν το όχημα γλίστρησε αθόρυβα μπροστά στην πόρτα του, το πουκάμισο του ήδη κολλούσε πάνω του μουσκεμένο. Ο Ηλίας καθόταν στο τιμόνι ευδιάθετος και είχε φυσικά το κλιματιστικό στο φουλ.

«Αεροδρόμιο;» ρώτησε.

«Έχουμε χρόνο, πάμε πρώτα παραλιακή» είπε ο Νίκος σκουπίζοντας το μέτωπο του.

 

Οι μαούνες συνέχιζαν τη δουλειά που εκτελούσαν όλο το βράδυ, με τους εκσκαφείς τους να κλέβουν μπουκιές από τον λασπώδη βυθό και να τις αδειάζουν στη νέα ακτογραμμή. Στις εφτά ακριβώς τα τρακτέρ είχαν ξεκινήσει το δικό τους έργο, αντίθετα, σπρώχνοντας τα μπάζα της πρώην παραλίας μέσα στο νερό. Το ιστορικό Τελωνείο, τόσα σπίτια και καταστήματα και δρόμοι των παιδικών του χρόνων εξαφανίζονταν τώρα, συντρίμμια στο νερό. Το όχημα τους πήρε την Μιαούλη, την νέα φαρδιά παραλιακή της Ερμούπολης. Το οδόστρωμα της είχε προγραμματιστεί να ασφαλτωθεί μέχρι το τέλος του Αυγούστου. Ίσως το μοναδικό όραμα που είχαν μοιραστεί οι τελευταίοι δήμαρχοι του νησιού, ήταν η παραλία με αμμουδιά που θα συγκρινόταν μόνο με την Κοπακαμπάνα του Ρίο. Έκαμνε τον Νίκο να αναστενάζει. Παρατήρησε μελαγχολικά πως ο ουρανός ήταν καθαρός από θαλασσοπούλια. Του έλειπε το πένθιμο τους κρώξιμο. Μερικά κακά δεν τα είχαν προλάβει. Μια μέρα όμως οι γλάροι θα επέστρεφαν. Όταν επέστρεφαν και οι σαρδέλες, όπως συνήθιζε να λέει και ο Ηλίας.

 

Δεξιά, η νέα πρόσοψη της χώρας συνέχισε να χουζουρεύει κάτω από το έντονο πρωινό φως.

«Όλα ρολόι, ε;» είπε ο Ηλίας προσπαθώντας να χαμογελάσει.

Ο Νίκος είδε με τον νου του το σημείο εκείνο στο παλιό λιμάνι, που μόλις εικοσιπέντε χρόνια πριν, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, και έναν απίστευτο κόμπο να του φράζει τον λαιμό, περίμενε την κοπέλα με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί πως μέχρι να βραδιάσει θα ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον πλανήτη. Εκείνο το σημείο βρισκόταν τώρα κάτω από τα μπάζα, μέσα στο αφρισμένο κύμα. Να τι σου κάνουν δύο μέτρα στάθμης διαφορά.

 

Σταμάτησαν πρώτα να δουν και τον Πύργο Παρατηρήσεων στο βόρειο τμήμα του λιμανιού, τον δεύτερο τέτοιο πύργο εν λειτουργία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ήταν μια πρόταση του Νίκου που τελικά εισακούστηκε, με ελάχιστες συνοδευτικές γκρίνιες. Ήδη ήταν γνωστό πως παρόμοιες πρακτικές εφαρμόζονταν κι αλλού στην Ελλάδα, καθώς Ιταλία και Νότια Γαλλία ακολουθούσαν το παράδειγμα. Τα χρήματα υπήρχαν. Κοντά διακόσια χρόνια μετά την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, η λεκάνη της Μεσογείου είχε πάλι τον προϊστορικό, τροπικό της χαρακτήρα. Πενήντα έξι συνολικά κρούσματα επίθεσης από λευκούς καρχαρίες στο Αιγαίο, δώδεκα πέρσι το καλοκαίρι, από τα οποία τα τέσσερα στη Σύρο. Η έλλειψη των μικρών ψαριών κατέβαζαν τον άνθρωπο στη τροφική αλυσίδα των μεγάλων αρπακτικών του νερού. Ο Πύργος Παρατηρήσεων και η μαχητική επαγρύπνηση της νέας μονάδας του Λιμεναρχείου θα ήταν μια καλή αρχή αντιμετώπισης του προβλήματος. Χρειαζόταν όμως μια πιο έγκυρη κάλυψη των Κυκλάδων που δεν θα εξαρτιόταν από το γυμνό μάτι αλλά από μια ηλεκτρονική, δικτυωμένη παρακολούθηση του βυθού για ταχύτερη πρόληψη και διάσωση.

 

«Ο Γιουσούφ» έκανε ο Ηλίας δείχνοντας προς το πλάι του δρόμου.

Ο Νίκος έστριψε το βλέμμα του και είδε τον σκουρόχρωμο άντρα με το μυτερό γένι να συντονίζει τα τρακτέρ με το κινητό του. Ανάμεσα από τη κάσκα ασφαλείας και την κελεμπία, τα μάτια του άστραψαν λευκά πάνω τους. Σήκωσε το χέρι του αβέβαια και τους έγνεψε. Ο Νίκος ανταποκρίθηκε το ίδιο αβέβαια. Ήταν ένα από τα σημερινά έκτακτα, τα εκτός προγράμματος. Σε λίγο ο άντρας στο πεζοδρόμιο ήταν μια κουκίδα στον καθρέπτη τους.

«Θέλει να συναντηθούμε σήμερα. Στο Αραβικό Κέντρο» είπε ο Νίκος προσπαθώντας να κρύψει την ένταση από τη φωνή του.

«Δεν τον αδικώ. Με όλα αυτά που ακούγονται. Θα πας;»

Κοιτάχτηκαν.

«Εννοώ θα προλάβεις;» διόρθωσε ο Ηλίας.

«Πρέπει να πάω και να τους πω κάτι. Μακάρι να ήξερα τι.»

«Και ο Κυριαζής; Ο Δήμαρχος μας τι θέση κρατάει;»

«Την συνήθη.»

«Πάλι κρύβεται; Τελικά είναι αλήθεια.»

«Ποιο;»

«Ότι ο αληθινός Δήμαρχος μας είσαι εσύ.»

Το βλέμμα του Νίκου πήγε στη θάλασσα.

«Δεν είμαι τόσο σίγουρος.»

Ο ουρανός ήταν καθαρός και το Νούφαρο έξω από το ακρωτήρι Κοντογιάννη ήταν μεγαλόπρεπα ορατό. Μια τεράστια πλωτή μαρίνα με ξενοδοχεία, αραγμένα κρουαζιερόπλοια και υπερπολυτελή κότερα. Καταβυθισμένοι έλικες αντλούσαν ενέργεια από τα υπόγεια ρεύματα και τροφοδοτούσαν με ηλεκτρισμό όχι μόνο την εγκατάσταση αλλά και όλη τη Χώρα. Άλλες έξι παρόμοιες μαρίνες έπλεαν σπαρμένες γύρω από το νησί. Δοκιμασμένες πρώτα στα Αραβικά Εμιράτα, τα μόνα στο είδος τους στη Μεσόγειο, ήταν μεγάλος πόλος έλξης για τον τουρισμό. Μόνο το υπερ-γιότ των Κατσαρών απουσίαζε από τη συνήθη θέση του.

«Μωρέ είσαι, και να παραείσαι» συνέχισε ο Ηλίας, «ο πατερούλης μας είσαι εσύ.»

Το ζεύγος των Κροίσων ήθελε να τα πει μαζί του ένα χεράκι. Στην επόμενη τους στάση στο νησί. Έτσι είχαν δηλώσει. Είχε λάβει το επίσημο εσ-εμ-ές στο κινητό του. Το στομάχι του έγινε πάλι ένας κόμπος.

«Δαμόκλεια σφαλιάρα που σου χρειάζεται» είπε ο Νίκος αστειευόμενος και χάθηκε το αστείο άπιαστο.

«Τι εννοείς;» έκανε ο Ηλίας και ο Νίκος ξέσπασε στα γέλια.

«Τίποτα. Πρόσεχε μπροστά σου. Άιντε!»

 

Ο Ουμίτ Ακίν ήταν ένας σαραντάρης, ηλιοκαμένος τούρκος με σγουρά μαλλιά, μουστάκι και ένα φωτεινό χαμόγελο. Δεν ήταν η εικόνα που περίμενε ο Νίκος, όχι από έναν εργολάβο αντιπρόσωπο μιας Ευρωασιατικής Πολυεθνικής. Φορούσε ένα κίτρινο, κοντομάνικο πουκάμισο, κρεμ σορτσάκι και αθλητικά παπούτσια. Τον συμπάθησε αμέσως. Πρόσεξε το χρυσό ρολόι στον τριχωτό καρπό του Ουμίτ καθώς σφίγγανε χέρια. Ο τούρκος μιλούσε πολύ καλά ελληνικά.

«Χαίρομαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω κύριε Λιανέ. Έχω ακούσει τόσα πολλά για σας.»

Ο Νίκος βρήκε τις διαχύσεις του φιλοξενούμενου του υπερβολικές. Θα ήταν όμως στη φύση του ανθρώπου.

«Κι εμείς χαιρόμαστε πολύ για τον ερχομό σας.»

Το αεροδρόμιο έσφυζε από κόσμο και η βαβούρα ήταν μεγάλη. Τους ήταν αδύνατο να κάνουν οποιαδήποτε κουβέντα εκεί μέσα. Ο Νίκος ένευσε προς την έξοδο και οι τρεις κατευθύνθηκαν προς το πάρκιν, με τον Ηλία να κουβαλάει την μία μικρή βαλίτσα του κυρίου Ακίν. Ξεδίπλωσαν το πίσω κάθισμα του οχήματος σε άνετη άπλα και αφού βολεύτηκε ο επιβάτης τους, πήραν πάλι τον δρόμο για τη Χώρα. Το αεροδρόμιο της Σύρου ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από εκείνο των νεανικών αναμνήσεων του Νίκου, πλαισιωμένο από μεγάλες και πυκνοφυτεμένες εκτάσεις. Το Μάννα συναγωνιζόταν πλέον σε μέγεθος την Ερμούπολη και είχε τα ταχύτερα επεκτεινόμενα προάστια οποιασδήποτε πολιτείας του νησιού.

 

«Μου βρήκατε σπίτι όπως σας ζήτησα κύριε Λιανέ;»

Ο Ουμίτ είχε σκύψει μπροστά, προς τον Νίκο.

«Φυσικά. Μην ανησυχείτε. Θα σας αρέσει πολύ.»

«Α ωραία. Μου αρέσει πολύ η Σύρος κι ας την έχω δει μόνο σε φωτογραφίες. Δεν θα ήθελα να κλειστώ μέσα σε κάποιο πολυτελές αλλά απρόσωπο ξενοδοχείο. Προτιμώ βλέπετε να είμαι ταξιδιώτης αντί για τουρίστας.»

Ο Νίκος δεν είχε ιδέα που είχε βολέψει τον κύριο Ακίν η Κατερίνα, η γραμματέας του, ήταν όμως σίγουρος πως θα βγαίνανε ασπροπρόσωποι στα μάτια του καλεσμένου τους. Ο κύριος Ακίν έβγαλε από τη τσέπη στο στήθος μια ασημένια θήκη που ήταν προφανώς ταμπακέρα.

«Κύριε Ακίν, παρακαλώ, δεν καπνίζουμε» έκανε ο Νίκος απογοητευμένος.

«Ουμίτ» τον διόρθωσε εκείνος με ένα χαμόγελο.

«Καλώς, Ουμίτ.»

«Ούτε εγώ καπνίζω, Νίκο»

Άνοιξε τη θήκη και έδειξε μια σειρά από πολύχρωμα στικάκια μνήμης.

«Εδώ έχω τα προσχέδια και όλο το λογισμικό του προγράμματος Υποβρύχιας Σάρωσης, καθώς και κάποιες προτάσεις για την υποδομή των εγκαταστάσεων όπως μου ζητήθηκαν. Ο κύριος Δήμαρχος σας ήταν αμετάκλητος…»

«Εγώ συνέταξα όλη την πρόταση Ουμίτ…»

Ο τούρκος πέρασε ένα στικ στον Νίκο.

«Αυτό είναι ένα δείγμα για να σε βάλει στο κλίμα. Από τις εφαρμογές που έχω εγκαταστήσει σε Ισραήλ, Λίβανο, Κύπρο και Μάλτα. Παρατηρώντας διαφορές και ομοιότητες θα ξέρουμε τι είναι εφικτό στη Σύρο.»

«Είναι σημαντικό να δέσουμε τις εγκαταστάσεις με το τοπίο χωρίς να προσβάλλουμε το μάτι» συμπλήρωσε ο Νίκος.

«Συμφωνώ απολύτως. Έχω μαζί μου και μελέτες που τονίζουν την ασφάλεια του συστήματος ως προς το περιβάλλον. Η ηχητική μας σάρωση δεν ενοχλεί καθόλου τα δελφίνια ή άλλα θαλάσσια θηλαστικά.»

 

Στο ακρωτήρι άκουσαν τις σειρήνες. Έκαναν μια στάση στην πλαγιά που τους πρόσφερε τη θέα της Ερμούπολης. Ο Νίκος βγήκε από το όχημα με τα κιάλια του και παρακολούθησε την ακτή. Το ελικόπτερο του Λιμεναρχείου απογειωνόταν από την καινούργια αποβάθρα. Σήκωσε το ακουστικό του και πάτησε το τρία.

«Έλα» είπε, «ακούσαμε τις σειρήνες!»

Από πίσω του πλησίασαν ο Ηλίας και ο Ουμίτ. Ο δεύτερος αφέθηκε να κοιτάζει την πόλη. Μετά τον γαλάζιο τρούλο του Αγίου Νικολάου, ξεχώριζε ο ασημένιος του μεγάλου τζαμιού δυτικότερα. Ο Νίκος κατέβασε το ακουστικό του και έδωσε τα κιάλια στον Ουμίτ.

«Είδαν μια σκιά στα νερά της Κλεισούρας. Το κατήγγειλε ένας ψαράς.»

«Είναι σημαντικό να ελέγχετε η κάθε υποψία» είπε ο τούρκος.

«Μόλις εγκαταστήσουμε το σύστημα σας δεν θα χρειάζεται φαντάζομαι να κυνηγάμε κάθε υποψία καρχαρία, ε; Τι λέτε;»

«Ακριβώς όπως τα λέτε. Έχουμε κατορθώσει μεγάλη ανάλυση στην καταγραφή δεδομένων. Είναι όλα στα γραφικά» είπε ο Ουμίτ χαμογελώντας. «Πείτε μου όμως, το Κέντρο Βιοτεχνολογίας είναι ορατό από εδώ;»

 

Ο Νίκος ξαφνιάστηκε από την ερώτηση. Το Ιατρικό Κέντρο Βιονικής Προσθετικής και Νανοτεχνολογίας Σύρου ήταν το προσωπικό του καμάρι καθώς ήταν εισηγητής του. Ένα στολίδι σήμερα για την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη, ήταν το ένα επίτευγμα την πατρότητα του οποίου δεν μπορούσε να του κλέψει κανείς. Μάζευε τα πιο λαμπρά μυαλά από ολόκληρο τον κόσμο και επέστρεφε σε αυτόν τους καλύτερους επιστήμονες στον τομέα τους.

«Το Κέντρο είναι έξω από τη Χώρα. Δεν φαίνεται από εδώ» είπε.

«Θα μπορούσατε να μου κανονίσετε μια ξενάγηση;»

«Βεβαίως. Αν το θέλετε.»

«Σας έχω μπερδέψει. Ναι; Κοιτάξτε με» είπε ο Ουμίτ και έκανε έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό του.

«Το 2022 ήμουν στο ναυάγιο του Χατάρι στη Μάλτα. Ήμουν από τους λίγους τυχερούς που γλίτωσα, δόξα να έχει ο Αλλάχ! Έχασα όμως χέρι και πόδι στα σαγόνια ενός τεράστιου λευκού. Μπορείτε να διακρίνετε ποιο χέρι και ποιο πόδι; Βλέπετε το έργο του σπουδαίου σας γιατρού κύριου Καλαμαρά!»

Ο Νίκος κοίταξε με θαυμασμό τα μέλη του κυρίου Ακίν, αδυνατώντας να διακρίνει τα βιονικά πρόσθετα. Ο Καλαμαράς λοιπόν. Γέννημα θρέμμα του νησιού, τους έκαμνε όλους υπερήφανους με τα επιτεύγματα του. Ο Ουμίτ σήκωσε το δεξί του χέρι και έπαιξε τα δάχτυλα του.

«Ίσως φταίει το χρυσό ρολόι που σας έκλεψε την προσοχή.»

Ο Νίκος χαμογέλασε πλατιά.

«Ουμίτ, θα ήθελα να σου σφίξω άλλη μια φορά το χέρι.»

«Κι εγώ Νίκο.»

Οι δύο άντρες χαιρετήθηκαν εκ νέου ξεσπώντας σε γέλια.

«Νίκο…»

Ο Ηλίας έδειξε προς το Νούφαρο. Το υπερ-γιοτ των Κατσαρών προσέγγιζε την πλωτή μαρίνα.

 

Πριν δώδεκα χρόνια, την Άνοιξη του 2025, οι δέκα μεγαλύτερες, οικονομικά εύρωστες, οικογένειες του τόπου ενώθηκαν και σχημάτισαν τέσσερα παντοδύναμα καρτέλ. Εξαγοράζοντας ένα σημαντικό τμήμα των ενόπλων δυνάμεων, και ολόκληρου του ναυτικού, έστησαν ένα πραξικόπημα, ή λεπτολογώντας, τέσσερα παράλληλα πραξικοπήματα. Σαν αποτέλεσμα δημιουργήθηκαν τέσσερις ανεξάρτητες Ομοσπονδίες: των Νομών Κρήτης, Δωδεκανήσων, Επτανήσων και Κυκλάδων, που αποσχίστηκαν της υπόλοιπης Δημοκρατίας των Αθηνών. Οι Μεγαλομέτοχοι της Ομοσπονδίας Κυκλάδων ήταν η οικογένεια των Κατσαρών. Η διαφορά σε πολιτισμό και επιτεύγματα ανάμεσα στις ιδιωτικοποιημένες Ομοσπονδίες όπου το χρήμα έρεε ασταμάτητο και την πνιγμένη στις παλιές πολιτικές πρακτικές Δημοκρατία δεν άργησε να φανεί. Η Νέα Ελλάδα άφησε πίσω την Παλιά, σε τρομακτικά σύντομο χρόνο. Σε δέκα χρόνια υπήρχε ένα αίσιο χάσμα μισού αιώνα.

 

Άφησαν τον κύριο Ακίν σε ένα συμπαθές δίπατο ψηλά πάνω από τα πρώην Βαπόρια και επέστρεψαν στο κέντρο της χώρας. Στον μουσουλμανικό μαχαλά ο Νίκος συνέχισε μόνος με τα πόδια για την συνάντηση του με τον Γιουσούφ Σαλαμέχ.

 

«Ο Δήμαρχος αποφεύγει να μας συναντήσει δύο μήνες τώρα!» φώναζε ο Σαλαμέχ αγανακτισμένος.

Η ηχώ του στη σιγαλιά του προαυλίου του τζαμιού τράβηξε την προσοχή καμιά πενηνταριά πιστών. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Γνώριζαν όλοι την περίπτωση που βάραινε πάνω από τα κεφάλια τους. Μέρος της αλματώδους προόδου στον τόπο ήταν η εισαγωγή εργατικού δυναμικού από τα αραβικά κράτη, σκλάβων με την καλή έννοια, καθώς απολάμβαναν ίσα δικαιώματα σαν νέοι, έλληνες πολίτες. Το ότι οι Κατσαροί εγκατέλειπαν την διακυβέρνηση της Ομοσπονδίας και πως στο τέλος του χρόνου οι Κυκλάδες θα επέστρεφαν στην Δημοκρατική Αθήνα δεν ήταν πλέον φήμη άλλά είδηση.

«Είμαστε τρεις χιλιάδες οικογένειες! Χίλιοι εδώ στη Σύρο! Τι θα μας κάνετε τον Ιανουάριο;! Θα μας πετάξετε στη θάλασσα; Στο λέω Νίκο τώρα, θα γίνει πόλεμος!»

Ο Νίκος δοκίμασε το καθησυχαστικό του χαμόγελο.

«Δεν θα γίνει κανένας πόλεμος Γιουσούφ Μπέι. Κανείς δεν θα πετάξει κανέναν στη θάλασσα. Ο τόπος σας έχει ανάγκη. Τι πιστεύεις πως θα γίνει δηλαδή; Θα μας έρθουν οι βολεμένοι από την Αθήνα, θα σηκώσουν τα μανίκια τους και θα πουν ‘Άντε φύγετε εσείς. Τώρα θα κάνουμε όλη τη δουλειά εμείς;’ Έξυπνοι μπορεί να μην είναι κουτοπόνηροι όμως είναι. Δεν θα χαλάσουν φτιαγμένη κατάσταση.»

«Και τα δικαιώματα μας; Τι θα γίνει με αυτά; Ένας επίσημος δεν έρχεται να μας εγγυηθεί αυτά που μας εξασφάλισε η κυρά Αγγελική!»

Η κυρά Αγγελική Κατσαρού. Η Κροίσος που είχε βαρεθεί την διακυβέρνηση της Ομοσπονδίας της και ήθελε να την κάνει για άλλα. Τόσο απλά.

 

«Οι Ομοσπονδίες είναι αναγνωρισμένες από την Ευρώπη. Δεν είστε μόνο έλληνες πολίτες, σας καλύπτει και το ευρωπαϊκό σύνταγμα…»

«Και που είναι ο Λάμπρου, ο Κυριακίδης, ο Πατερίτσας;! Να σου πω εγώ αν δεν το ξέρεις!» συνέχισε ο Γιουσούφ, «Τα μαζέψανε και έχουν πετάξει ήδη. Ελβετία, Αυστρία, Αυστραλία, φευγάτοι. Και οι υπόλοιποι; Τώρα φτιάχνουν τις βαλίτσες τους!»

Λάμπρου, Κυριακίδης, Πατερίτσας, δήμαρχοι της Ομοσπονδίας Σύρου. Δώδεκα χρόνια οι δημαγωγοί των Αθηνών διακήρυτταν την τιμωρία των συνεργατών της Δικτατορίας, της Χούντας των Νήσων όπως τους αποκαλούσαν. Τη δουλειά τους έκαναν οι καραγκιόζηδες από τα έδρανα τους για να δικαιολογούν τις γραβάτες που φορούσαν. Η ρητορική τρομοκρατία όμως είχε πιάσει τόπο.

«Ποιος θα υπερασπιστεί εμάς όταν έρθουν αυτοί; Εσύ;»

«Εγώ σε διαβεβαιώνω πως δεν πάω πουθενά. Τον Ιανουάριο θα είμαι ακόμα εδώ.»

Ο Γιουσούφ Μπέι μαλάκωσε προς στιγμή. Κοίταξε τον Νίκο συμπονετικά.

«Είσαι καλός άνθρωπος Νίκο. Εσένα όμως σίγουρα στην έχουνε στημένη.»

Ο Νίκος είχε λάβει παρόμοιες νύξεις κι από αλλού. Πρώτη φορά όμως του το έθεταν τόσο ξεκάθαρα, καλοπροαίρετα και με τέτοιο βλέμμα. Οι εντόπιοι δήμαρχοι και άλλοι άνθρωποι των πραγμάτων στην εξουσία της Ομοσπονδίας Κυκλάδων περνούσαν αδιάφοροι. Κάθε όμως πρωτοπορία και προβάδισμα που δημιουργούσε είδηση είχε το όνομα του πάνω. Νίκος Λιανός, συνεργάτης της Χούντας, το αποδιοπομπαίο όνομα.

 

Από το ξεκίνημα του, κανείς απ’έξω δεν κατανόησε τη φύση του πραξικοπήματος. Δεν υπήρξαν εξορίες, φυλακίσεις, λογοκρισία ή καταπίεση. Ο εξαγορασμένος στρατός ήταν οι σεκιουριτάδες που διαφύλατταν την ελεύθερη επιτέλους διακίνηση νέων ιδεών και χρημάτων χωρίς τα γρανάζια κάποιας κολλημένης γραφειοκρατίας να προκαλεί εμπόδια. Μετά από μια δεκαετία διαγωνισμών, ενστάσεων και επανασυζητήσεων, η μεγαλύτερη μονάδα προεπιλογής και διαχείρισης απορριμμάτων στην Ελλάδα στήθηκε στο νησί σε διάστημα μηνών. Δάση αναδασώθηκαν, μετανάστες αποκαταστάθηκαν, ρυπογόνα εργοστάσια έκλεισαν, οικοσυστήματα αναζωογονήθηκαν, άνεργοι πολίτες προωθήθηκαν στο χτίσιμο νέων οριζόντων και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Οι ευκαιρίες ήταν διαθέσιμες για όλους όσους είχαν την διάθεση για δουλειά, και με μισθούς Ευρώπης. Σε πολύ λίγο διάστημα επενδύσεις από το εξωτερικό ήρθαν και άνθισαν στον τόπο. Κανείς δεν πεινούσε, η πατρίδα ήταν ένα μέρος που χαιρόσουν επιτέλους να ζεις. Ο Νίκος δεν είχε βλάψει ποτέ του κανέναν. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως μπορούσαν να του κάνουν κακό. Ήταν η ελάχιστη εκείνη αισιοδοξία που του έδινε κάποια δύναμη.

 

Γύρισε σπίτι να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και να άλλαξε πουκάμισο. Η Άννα έλειπε στην Συνεδρίαση για τον Συντονισμό του Καλοκαιρινού Φεστιβάλ και τα δίδυμα ήταν σχολείο. Η ανωτερότητα των διαδυκτιακών σπουδών ήταν αναμφισβήτητη, από νωρίς όμως είχαν συμφωνήσει με την γυναίκα του πως ήθελαν τα παιδιά τους να μοιράζονται θρανία με άλλα, πραγματικά παιδιά. Προσκολλημένοι στις δικές τους εμπειρίες το θεωρούσαν πιο υγιεινό, πιο ανθρώπινο. Πήρε το ποδήλατο για το Νέο Δημαρχείο που ουσιαστικά ήταν το παλιό, μετατοπισμένο, πέτρα-πέτρα.

 

Η στοά εισόδου και εκθεμάτων ήταν δροσερή χωρίς την βοήθεια κλιματιστικού. Οφειλόταν στην αρχιτεκτονική και μαστοριά των παλιών κτιστών. Οι τοίχοι ήταν φορτωμένοι με τις αφίσες των εκδηλώσεων του καλοκαιριού ενώ στο μεγάλο χολ ντόπιοι και ξένοι πληροφορούνταν περισσότερα από τα κιόσκια πλάσματος. Στο γραφείο του αντίκρισε εκείνο το ύφος της Κατερίνας που προμήνυε κάποιο ενδότερα ξινισμένο κλίμα. Και σαν επεξήγηση άκουσε ξεκάθαρα τις φωνές του Κυριαζή στο βάθος της κεντρικής γαλαρίας. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί νωχελικά, χωρίς να βιάζεται να συναντήσει τους μπελάδες. Οι μπελάδες είχαν το συνήθειο πάντα να περιμένουν, δε έλεγαν να φύγουν από μόνοι τους. Είδε έναν άντρα με γκρίζο κοστούμι και κίτρινη γραβάτα να περπατάει προς το μέρος του. Το φρεσκοξυρισμένο του πρόσωπο ήταν οικείο. Σφύριζε ευδιάθετος και μόλις είδε τον Νίκο χαμογέλασε πλατιά.

 

«Λιανέ!» είπε, «μια χαρά σε βλέπω αγόρι μου. Έθρεψες, πρόκοψες!»

Τον θυμήθηκε. Ο Νικήτας Παλαιοκώστας. Δεν είχε αλλάξει καθόλου τον τουπέ του. Πρώην συνάδελφος, πολιτικός παράγοντας του τόπου και δύο φορές υποψήφιος για Δήμαρχος. Ήταν μέσα σε όλα. Άσσος στα λαδώματα, στους στημένους διαγωνισμούς και τις μίζες. Ήξερε να φέρνει έργα ως το ξεκίνημα τους με τις παλιές μεθόδους. Ήταν δικτυωμένος καλά με τα υπουργεία και είχε αμέτρητα τσιράκια στη διάταξη του. Όταν πραγματοποιήθηκε η απόσχιση έπαψε αυτόματα η οποιαδήποτε επιρροή του. Οι Κατσαροί μπήκαν δυνατά στο παιχνίδι, επικράτησε η αξιοκρατία και ο Παλαιοκώστας βρέθηκε απ’έξω. Μπορούσε να προσαρμοστεί αν το επέλεγε, αλλά δεν τον βόλευε. Έφυγε από το νησί και πήγε Αθήνα. Δεν θα του το απαγόρευε ποτέ κανείς. Η μετακίνηση προς και έξω από τις Κυκλάδες ήταν ελεύθερη. Στην Αθήνα επιδόθηκε στο νέο του ρόλο, εκείνο του εξόριστου αντιστασιακού, του έκπτωτου ήρωα της Σύρου. Ήταν αυτό που χρειαζόταν η εκεί κυβέρνηση. Ο Νικήτας Παλαιοκώστας μετατράπηκε στο λάβαρο της Δημοκρατίας Αθηνών, η υπόσχεση για την αυριανή, ελεύθερη Σύρο. Και να που από τώρα βάδιζε μέσα στο Δημαρχείο σα να ανήκε σε μπάρμπα του.

«Μπράβο σας, μπράβο σας! Συνεχίστε την καλή δουλειά!» συμπλήρωσε γελώντας τρανταχτά και συνέχισε προς τη στοά χωρίς να σταματήσει για κουβέντα.

 

«Τον είδες; Ήρθε να δει αν κρατώ την καρέκλα του ζεστή. Ο μαλάκας!» έκραξε ο Κυριαζής στον Νίκο.

Ο Δήμαρχος έδειχνε άυπνος. Έπαιζε στα δάχτυλα του ένα σβηστό τσιγάρο που έβαζε κι έβγαζε από τα χείλη του.

«Ένας καραγκιόζης είναι» είπε ενθαρρυντικά ο Νίκος.

«Τα λαμόγια όμως που τον υπηρετούσαν έχουν αρχίσει να βγαίνουν ήδη από τις τρύπες τους. Τον περίμεναν βλέπεις για δώδεκα χρόνια. Χριστέ μου, μόλις δώδεκα χρόνια. Θα γυρίσουμε πάλι στα παλιά.»

«Δεν πρόκειται. Έλα Χρήστο, έχουμε πάει πολύ μπροστά για να τα χάσουμε όλα αυτά.»

«Θα βάλει υποψηφιότητα για Δήμαρχος και δεν αναμένεται να έχει κανέναν καλό αντίπαλο.»

«Αυτός ο τόπος έχει πολλούς καλούς ανθρώπους. Δεν θα τον ψηφίσουν.»

«Ίσως. Αν είχε εσένα απέναντι του.»

«Εμένα; Χρήστο…»

«Ξέρω, μας τα έχεις πει χιλιάδες φορές. Εδώ όμως τέλειωσαν τα ψέματα. Και νωρίτερα από όσο περιμέναμε…»

Χτένισε με τα νύχια τα αραιά του μαλλιά.

«Ξέρεις με ποιον ήμουν στο τηλέφωνο πριν λίγο;»

«Ποιόν;»

«Τον Φασουλή, τον φροντιστή της βίλας των Κατσαρών. Τα φορτηγά είναι εκεί τώρα και φορτώνουν.»

«Κιόλας;» έκανε ο Νίκος νιώθοντας ένα ελαφρό μούδιασμα.

«Μην περιμένεις την 31 Δεκεμβρίου για να δεις κάποια επίσημη τελετή, έτσι; Θα την κάνω κι εγώ σύντομα για Κρήτη και μετά βλέπουμε. Κάτι λέγεται πως έχουμε την προσοχή των υπόλοιπων Ομοσπονδιών. Θα παρακολουθούν την μετάβαση με μεγάλο ενδιαφέρον.»

«Λες να ακολουθήσουν τους Κατσαρούς;»

«Το’χεις για απίστευτο; Τους κατάλαβες ποτέ σου αυτούς τους ανθρώπους; Εννοώ τους λεφτάδες; Λεφτά έχουν, ό,τι θέλουν κάνουν.»

 

Σε λίγο ένιωσε το κινητό να βουίζει στη τσέπη του. Εσ-εμ-ες από το υπερ-γιότ. Θα στέλνανε λέμβο στην αποβάθρα να τον παραλάβει.

 

Θα περπατούσε ως την προβλήτα. Η απόσταση ήταν μικρή. Είχε όμως χρόνο. Σταμάτησε στο Καφέ Μέγαρο να πιεί κάτι δροσιστικό. Έμεινε όρθιος στο μπαρ καθώς όλα τα τραπέζια ήταν κατειλημμένα. Όλοι ντόπιοι, όλοι γνώριμοι. Και πολλά νέα παιδιά. Ήταν μέρα ποίησης και διεξαγόταν ζωντανή ανάγνωση. Βαθυστόχαστες λέξεις από τους παλιούς, αλλά και φρέσκιες ανησυχίες από τα καινούργια ταλέντα. Πολλά κεφάλια του έγνεψαν με ένα χαμόγελο. Κάθε πρόσωπο και μια ιστορία, μια καλή ιστορία που τη γνώριζε καλά. Πήρε άλλο ένα χάπι ηλιακής προστασίας και βγήκε στα γιομάτα δρομάκια της Χώρας.

 

Στάθηκε κάτω από το ψάθινο στέγαστρο της προβλήτας και κάθισε στο μαρμάρινο παγκάκι. Στη θολούρα της ζέστης το Νούφαρο ήταν μια αχνή σιλουέτα στον ορίζοντα. Πιο επιβλητικός από την ίδια την μαρίνα ήταν ο όγκος του υπερ-γιότ των Κατσαρών. Είχε καθίσει πάρα πολλές φορές στη βεράντα του ακούγοντας την Κυρά Αγγελική να του μιλάει για τα όνειρα της, για το μέλλον του τόπου, αλλά και για τα ταξίδια της στην Αφρική και την Αραβία. Ο σύζυγος, ένας συμπαθής κύριος που σε τίποτα δεν θύμιζε μεγιστάνα, άφηνε την κυρία να τα λέει ενώ εκείνος τσιμπούσε αχνιστές γαρίδες σε σος αβοκάντο πίνοντας τη μπύρα του. Τον συμπαθούσε τον Κωνσταντίνο Κατσαρό ο Νίκος. Ήταν λιγομίλητος και πιο αυθεντικός από την γυναίκα του που πάσχιζε να δείξει απλή και συνηθισμένη. Πίσω από το κερωμένο από τις επεμβάσεις δέρμα της βασίλευε ένα ψυχρό βλέμμα. Δεν μπορούσε κανείς ποτέ να ξέρει τι έχει στο νου της η Αγγελική Κατσαρού. Αυτή η αβεβαιότητα σκότωνε κάθε ζεστασιά στην εξεζητημένα φιλική της προσέγγιση. Ο Νίκος όμως δεν ήθελε να είναι αχάριστος. Η κυρία είχε μυαλό ξυράφι. Ήξερε πώς να φέρνει σε πέρας και το πιο μεγαλεπήβολο έργο. Δεν ξόδευε αλόγιστα τα χρήματα της. Είχε την ικανότητα να ξέρει να διαλέγει τους συνεργάτες της. Και ο Νίκος γνώριζε πως βρισκόταν ψηλά στη λίστα της εκτίμησης της. Δεν τον ήθελε δήμαρχο για να μην χρειάζεται να τον αλλάξει. Υπήρχε λόγος για την μονοετή θητεία. Περισσότερο τα έλεγε με τον δημοτικό σύμβουλο του νησιού παρά με τον δήμαρχο του. Σε εκείνον παρέδιδε τις πιο μύχιες εντολές και τις επιταγές με τα αστρονομικά ποσά. Και τώρα, σήμερα; Τι είχε απομείνει για να του πει;

 

Δεν ήθελε να σκέφτεται άλλο. Είδε σε απόσταση την λέμβο να πλησιάζει. Προσπάθησε να αδειάσει το κεφάλι του. Ήταν εφικτό, με λίγη εξάσκηση. Να μπορούσε μόνο να επικεντρωθεί σε κάτι ουδέτερο. Ξαφνικά μια σκιά πετάρισε πάνω του και ένα θαλασσοπούλι, ένας γλάρος, προσγειώθηκε σε μια πέτρα απέναντι του. Το πουλί τον κοίταξε σαστισμένο. Ο Νίκος έμεινε ακίνητος. Τα φτερά του γλάρου έδειχναν ταλαιπωρημένα και ταλαντεύτηκε δεξιά και αριστερά πριν κουρνιάσει καθησυχασμένο. Ο Νίκος χαμογέλασε αισιόδοξα.

«Γεια σου φιλαράκο» είπε βραχνά, «Μόνος σου είσαι;»

 

Τέλος

Link to comment
Share on other sites

Συγκινητικό τέλος και πολύ ωραίο στήσιμο του κόσμου. Μπράβο Ντίνο!

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Δεν έχω ιδέα τι να πω για αυτό το κείμενο.

 

Από τη μία βρίσκω αστείο το να συνδυάζω τα πραγματικά πρόσωπα στα οποία έχεις βασίσει τους χαρακτήρες, από την άλλη βρίσκω αδύνατη την ιδέα των κροίσων-σωτήρων της Ελλάδας (ή έστω κάποιων περιοχών της).

 

Το κυριότερο όμως είναι ότι, αντί να βλέπω μια ολοκληρωμένη ιστορία, βλέπω τον σπόρο μίας. Το σημείο που κόβεις την ιστορία είναι το σημείο ακριβώς που κάτι θα γινόταν (η παραίτηση του ήρωα ή η παραμονή του και ο αγώνας του να σωθεί καθώς θα στοχοποιηθεί). Θα μπορούσε να ήταν μια ενδιαφέρουσα νουβέλλα πολιτικής ΕΦ και μάλιστα έξω από τα συνηθισμένα μοτίβα της Ελληνικής σκηνής, όπως είναι έχεις μια πολύ μεγάλη σε έκταση βινιέτα.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..