Cassandra Gotha Posted October 16, 2009 Share Posted October 16, 2009 Όνομα συγγραφέα: Άννα Μακρή Τίτλος: Στάλες Είδος: Φαντασία πόλης Αριθμός λέξεων: 3.210 Βία: Όχι Σεξ: Όχι ΣΤΑΛΕΣ Αθήνα, 1997. Περπατούσε ώρα και είχε κουραστεί να αποφεύγει ομπρέλες που προσπαθούσαν κάθε τρεις και λίγο να της βγάλουν το μάτι. Οι άκρες των δρόμων είχαν μετατραπεί σε ρυάκια και οι υδροροές άδειαζαν νερά στα πεζοδρόμια. Δεν έδειχνε να ενοχλείται από τη νεροποντή που δυσκόλευε τους βιαστικούς διαβάτες γύρω της. Την απασχολούσε κάτι άλλο. Στάθηκε κι έβγαλε ένα χαρτάκι από τη μουσκεμένη της τσέπη. Το ξεδίπλωσε, αλλά είχε γίνει κομμάτια απ’ το νερό. Έβρισε. ‘Έτσι κι αλλιώς, καλά θυμάμαι τη διεύθυνση, αλλά άντε βρες την’. Αναστενάζοντας, συνέχισε να περπατάει, αφού κοίταξε πάλι την πινακίδα στο δρόμο: Οδός Κρίνων. Αφού έστριψε στην οδό Ρόδων, κατηφόρισε την οδό Αγάπης και χώθηκε σ’ ένα στενό που δεν είχε ταμπέλα, μέχρι που ανακάλυψε στο τέρμα του ότι ήταν αδιέξοδο. Ξαναγύρισε στην Κρίνων και βάλθηκε να ψάξει από την άλλη μεριά, διερωτώμενη τι τύπος ανθρώπου ονομάζει έτσι τους γλιτσερούς δρόμους της Αθήνας. ‘Κρίνων, Ρόδων, όλα τα λουλούδια μαζεμένα, κάπου εδώ θα είναι και η Χρυσανθέμων’, μουρμούριζε τη στιγμή ακριβώς που ένιωσε το δεξί της πόδι να μουσκεύει. Έσκυψε και είδε πως το μπατζάκι της ήταν γεμάτο βρομόνερα. Σήκωσε τα μάτια και είδε τον ένοχο: ήταν ένα κόκκινο Fiat 500, το αγαπημένο της αυτοκίνητο, αυτό που ήθελε πάντα ν’ αγοράσει. Πώς μπορούσε να θυμώσει σ’ αυτό το αριστούργημα; Το παράθυρο του συνοδηγού άνοιξε και μια αγχωμένη φωνή βγήκε από το φιατάκι. «Πω πω, χάλια σε έκανα, με συγχωρείς, δεν το ήθελα, πάντα προσέχω, αλλά τώρα δεν ξέρω πώς έγινε και δεν σε πρόσεξα…» ένας χείμαρρος από συγγνώμες ξεχύθηκε από μέσα. «Τώρα έγινε, τι να κάνουμε;» απάντησε, μην ξέροντας τι να πει στον απρόσεκτο, ευγενικό - μμμ, ωραίο τύπο που οδηγούσε το φιατάκι. Αποφάσισε να το τραβήξει λίγο. «Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, είχα ραντεβού για δουλειά και δεν βλέπω πώς μπορώ να πάω σ’ αυτή την κατάσταση.» Η πόρτα άνοιξε και ο οδηγός βγήκε έξω φανερά ντροπιασμένος, κοιτάζοντας το πόδι της. ‘Ναι, καλά το πας, αλλά έχω πιο ωραία σημεία’ είπε από μέσα της και αμέσως σκέφτηκε ότι την άκουσε. Για να ξεπεράσει την αμηχανία της, του μίλησε πάλι. «Θα δω, μπορεί να καθαρίσει», και έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα της. «Αν θες, πάρε κι αυτό», προσφέρθηκε να τη βοηθήσει εκείνος με ένα ακόμη χαρτομάντιλο. Είπε να μην τον κάνει να νιώσει χειρότερα, και το πήρε κι αυτό. Όταν πασάλειψε τη λάσπη στο μπατζάκι της, του έδωσε το χέρι και του είπε «Χρύσα». Δεν ήταν διατεθειμένη να τον αφήσει να φύγει έτσι. «Εεε, Ηλίας. Μπορώ να σε πάω κάπου;» ‘Γιές!’ «Αν με εμπιστεύεσαι δηλαδή ως οδηγό, μετά απ’ αυτό», συνέχισε αμήχανα. «Ναι, βέβαια, ευχαριστώ. Ψάχνω την οδό Χρυσανθέμων, μήπως ξέρεις πού είναι;» «Χρυσανθέμων; Εκεί πάω κι εγώ. Μπορούμε να πάμε μαζί». Καθώς ξεκινούσε το αυτοκίνητο, ο Ηλίας τη ρώτησε τι έψαχνε στη Χρυσανθέμων. Εκείνη κάπως ενοχλήθηκε απ’ την ερώτηση, της φάνηκε αδιάκριτη, αλλά τελικά του απάντησε. «Ψάχνω έναν εκδοτικό οίκο, πάω για δουλειά». «Μη μου πεις! Νεοσύστατος εκδοτικός οίκος ζητάει άτομα με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη φαντασία, για δημιουργική απασχόληση; Χρυσανθέμων δεκαπέντε;» «Ναι! Κι εσύ εκεί πας;» Το χαμόγελό του δεν άφηνε χώρο για ερωτηματικά. Στέκονταν μπροστά σε μία γκρεμισμένη πόρτα. Το κτίσμα ήταν διπλοκατοικία, αλλά ο επάνω όροφος ήταν στα ίδια χάλια με τον κάτω. «Ερείπιο! Ένα ερείπιο!» φώναξε η Χρύσα. «Μα είναι δυνατόν; Τι μαλ- Ποιος κάνει τέτοιες φάρσες;» «Εγώ λέω να μπούμε μέσα», είπε ο καινούργιος της φίλος αδιάφορα. «Τι;» «Να ψάξουμε, ποτέ δεν ξέρεις. Ή να μπούμε να κοιτάξουμε πάντως, ή να φύγουμε, γιατί αλήθεια, αυτή η βροχή έχει αρχίσει να μου σπάει τα- νεύρα». Η Χρύσα αναστέναξε καθώς έμπαινε δειλά μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, που ήταν όλο κι όλο το ισόγειο του αριθμού δεκαπέντε στην οδό Χρυσανθέμων. Ακολουθούσε ο Ηλίας, κοιτάζοντας με ενδιαφέρον το σκουπιδαριό στο ξύλινο πάτωμα, ενώ πίσω από την πλάτη του η υδρορροή του κτιρίου άδειαζε απότομα το περιεχόμενό της στο πεζοδρόμιο. Αθήνα, 1999. «Άντε, αργοκίνητε, τελείωνε!», η φωνή της πιο πολύ κοροϊδευτική παρά βιαστική, είχε στόχο το μπάνιο. Στάθηκε στον καθρέφτη του δωματίου. Έλεγξε πάλι τα μαλλιά της και κοίταξε με μια ελαφριά γκριμάτσα το πουκάμισό της στο σημείο πάνω απ’ το στήθος. ‘Μη μου λέει ό,τι θέλει, είναι και προκλητικό και χαζό’ σκέφτηκε για το κουμπί που τώρα κούμπωνε, ενώ το μάτι της έπεσε στο πεταμένο εσώρουχο στον καθρέφτη. Ο Ηλίας βγήκε από το μπάνιο αλαφιασμένος, πέρασε από μπροστά της σαν σίφουνας, σκορπίζοντας γύρω μυρωδιά after-shave, έψαχνε το κινητό του, η Χρύσα του το έδειξε, το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του, άρπαξε το σακάκι- «Τίποτα άλλο;» ρώτησε σχεδόν λαχανιασμένος. «Ηρέμησε και πάμε» του είπε η Χρύσα μ’ ένα φιλί. Κλείνοντας την πόρτα του διαμερίσματος, του χαμογέλασε πονηρά. «Άντε, κι από σήμερα θα έχουμε και κανονικά γραφεία, με τηλέφωνα, με υπολογιστές και κλιματισμό και καφέδες, με απ’ όλα, σωστοί επαγγελματίες, βροχοαναγνώστη μου», είπε τις τελευταίες λέξειςπιο σιγά. Της χαμογέλασε κι εκείνος. Ήταν αλήθεια πως το υπόγειο της Χρυσανθέμων τον είχε κουράσει δυο χρόνια τώρα, και τους δύο τους είχε κουράσει. Έμπαζε υγρασία, μύριζε, ήταν αποπνικτικό το καλοκαίρι, και το χειμώνα ξεπάγιαζαν. Εκεί είχανε βγάλει όλη την εκπαίδευση, που κράτησε έξι μήνες. Χρειάστηκαν τόσο πολύ καιρό, γιατί το να διαβάζει κανείς τις ιστορίες που κουβαλάνε οι σταγόνες της βροχής και να το κάνει έγκαιρα, πριν αυτές ακουμπήσουν στη γη και χαθούν, είναι κάτι πολύ δύσκολο. Δεν αρκεί το έμφυτο ταλέντο. Απαιτείται συγκέντρωση, πειθαρχία και καθαρό μυαλό. Επίσης, η τεχνική παίζει σπουδαίο ρόλο, κι ας είχε χαμογελάσει δύσπιστα ο Ηλίας όταν τους το έλεγε ο ιδρυτής της εταιρίας, Βασίλης Θωμόπουλος. Εκείνη τη βροχερή μέρα που τους είδε να μπαίνουν απορημένοι στο υπόγειο γραφείο του, συστήθηκε και αμέσως πρόσθεσε με ενθουσιώδη στόμφο «Βλέπω πως είστε τέλειοι για τη δουλειά, αγαπητοί μου!» Τον ρώτησαν πώς το ήξερε αυτό και τους απάντησε «Μα βλέπω ότι και οι δύο δεν αγαπάτε τις ομπρέλες!» και γέλασε καλοσυνάτα. Ο Θωμόπουλος ήταν βροχοαναγνώστης από την εφηβεία, αλλά η ιδέα να το εκμεταλλευτεί για να εκδίδει βιβλία με τις ουρανοκατέβατες ιστορίες, ήταν πρόσφατη. Όταν είδε πως η καριέρα του δεν πήγαινε καλά, για την ακρίβεια ήταν ανύπαρκτη και αυτός καβάλαγε τα σαράντα, αποφάσισε να κάνει κάτι στο οποίο να είναι πολύ καλός. Σ’ αυτό ήταν καλός. Ο καλύτερος, αν υπήρχαν κι άλλοι. Όταν υποδέχτηκε τους δυο εμβρόντητους υποψήφιους υπαλλήλους του, πριν δυο χρόνια στο υπόγειο του αριθμού δεκαπέντε, δεν πίστευε ότι θα τους έπειθε. Ήταν σίγουρος ότι θα έφευγαν τρέχοντας και πως υπήρχε η πιθανότητα να καλέσουν και την αστυνομία να τον μαζέψει. Όμως, όταν τους ρώτησε αν ποτέ ένιωσαν κάτω απ’ τη βροχή να αφαιρούνται, να κοκαλώνουν στη θέση τους, να αδειάζουν υπέροχα, χωρίς την παραμικρή διάθεση να επανέλθουν στην πραγματικότητα, είδε στα πρόσωπά τους την έκφραση που περίμενε. Μια έκφραση που έλεγε «Ναι, αλλά εσύ πού το ξέρεις;» Όλα τα υπόλοιπα ήρθαν στρωτά. Τους εξήγησε ότι πολλοί άνθρωποι έχουν την ικανότητα να διαβάζουν τις ιστορίες που κουβαλάει η βροχή, ιστορίες από όλο τον κόσμο, που έχουν αναμιχθεί μεταξύ τους και έχουν φτιάξει συγκλονιστικά έπη, δακρύβρεχτα ρομάντζα (εδώ είχε γελάσει λίγο κοροϊδευτικά), παραμύθια ή περιπέτειες, αλλά δεν ξέρουν πώς να το κάνουν. Δεν ξέρουν πώς να αφεθούν στο αρχικά απίστευτο και να αποκωδικοποιήσουν τις εικόνες γύρω τους. Γιατί η βροχή είναι ύπουλη και μεταμορφώνει τα λόγια της, σε κάνει να κοιτάς αλλά να βλέπεις μόνο στάλες. Εκείνος είχε βρει τον τρόπο, όταν από μικρός πειραματιζόταν κάθε φορά που έβρεχε, (αφού κατάλαβε από πολύ νωρίς την αλήθεια), και στην εφηβεία κατέληξε πια σε μία αποτελεσματική μέθοδο ανάγνωσης. Ποτέ όμως δεν κατέγραφε τις ιστορίες. Τις διάβαζε μόνο για το κέφι του. Ποτέ, μέχρι πριν από δύο χρόνια που πήρε την απόφαση να γίνει ο πρώτος εκδότης της βροχής. Χωρίς την άδειά της, βέβαια, κι εκεί υπήρχε ένα προβληματάκι. Όχι ότι η βροχή θα του ζητούσε ποτέ πνευματικά δικαιώματα (αν και δεν ήταν σίγουρος), αλλά να, αυτοί οι δαίμονες που τρέφονται με τις ιστορίες της, ήταν στ’ αλήθεια επικίνδυνοι. Γιατί, αφού τις διάβαζε πριν πέσουν στη γη και εξαφανιστούν, τις έκλεβε από αυτούς. Αλλιώς αυτοί θα περίμεναν τη στιγμή που η σταγόνα πάει να σκάσει στη γη και θα ξετρύπωναν από κάτω, ανοίγοντας το στόμα. Έτσι τρέφονταν, γιατί έβγαιναν από τη γη. Και όταν πεινάνε οι δαίμονες είναι σπουδαίο πράγμα. Ευτυχώς που έβρεχε σε πολλά μέρη του κόσμου και δεν υπήρχε και μεγάλη πιθανότητα να τους συναντήσεις. Υπήρχε όμως, και του είχε συμβεί δυο φορές μέσα στα δεκαπέντε χρόνια που εξασκούσε την τέχνη του. Τι έκανε; Το έβαλε στα πόδια, και τη μια φορά μάλιστα, που ήταν μέρα, οι περαστικοί τον κοίταζαν σαν τρελό. Πού να ‘ξεραν! Μόνο ένας βροχοαναγνώστης μπορούσε να δει τους βροχοφάγους, όπως τους αποκαλούσε ο ίδιος, χωρίς να ξέρει αν υπάρχει και κάποια, ας πούμε επιστημονική ονομασία για το είδος τους. Οι υπόλοιποι άνθρωποι είχαν στα μάτια τις προστατευτικές παρωπίδες της λογικής και έβλεπαν μόνο νερό να πέφτει από τον ουρανό. Και τις δυο φορές είδε να βγαίνει από τη γη ένα στόμα χωρίς δόντια, και να βρίζει για τη χαμένη τροφή. Μετά ξεπήδησε από το έδαφος και το υπόλοιπο σώμα, και ήταν το ίδιο άσχημο με το φαφούτικο στόμα του. Αυτό που έδωσε φτερά στα πόδια του Θωμόπουλου όμως, ήταν η θέα των μακριών νυχιών που έφταναν ως τα γόνατα του δαίμονα. Δεν κάθισε να δει ανατομικές λεπτομέρειες, μόνο έτρεξε όπως δεν είχε ξανατρέξει ποτέ του. Μετά σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να φυλάγεται, κι έτσι έβγαλε άδεια οπλοφορίας για προσωπική προστασία, και κουβάλαγε το μικρό αυτόματο όπλο του πάντα μαζί, κάθε φορά που έβλεπε σύννεφα στον ουρανό. Όλα αυτά δεν τους τα είχε πει στην αρχή, αλλά την πρώτη φορά που βγήκαν στη βροχή για να δοκιμάσουν στην πράξη όσα τους έμαθε στη θεωρία, τους τα ξεφούρνισε σαν μια μικρή λεπτομέρεια που ξέχασε να αναφέρει, και φυσικά έγιναν έξαλλοι. Φώναζαν και έβριζαν, ότι δεν ήταν στη συμφωνία τους το κυνήγι μαγισσών- «Δαιμόνων» τους είχε διακόψει σοβαρός. Τότε ο Ηλίας γέλασε και είπε «Τι στο καλό, κομμάτια να γίνει. Δαίμονες, δαίμονες, πάντα ήθελα να έχω λόγο για να κουβαλάω το σπαθί μου» και οι δύο άντρες ξέσπασαν στα γέλια. Η Χρύσα τους κοίταζε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα και μετά από λίγο τους παρακάλεσε να σκάσουν γιατί συγκεντρώνεται. Εκείνη την πρώτη φορά δεν έβγαλε καμιά ιστορία αλλά δεν απογοητεύτηκε. Τουλάχιστον δεν δέχτηκαν την επίθεση κάποιου πεινασμένου δαίμονα. Οδηγώντας το φιατάκι του, ο Ηλίας θυμόταν εκείνα τα δύο χρόνια και χαιρόταν που τώρα είχανε άλλους πέντε συναδέλφους να μαζεύουν ιστορίες. Η Χρύσα τους εκπαίδευε και ο Ηλίας, γυρνώντας πάντα με τη θήκη της κιθάρας του που έκρυβε ένα σπαθί, τους προστάτευε από τυχόν κακοτοπιές. Μέχρι τώρα δεν είχε χρειαστεί να ανοίξει τη θήκη. Έστριψε στο φανάρι δεξιά και είδε τα φώτα και τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Τα εγκαίνια θα άρχιζαν σε λίγο. Ήταν ενθουσιασμένος, και η Χρύσα δίπλα του πανέμορφη. Το μόνο που έμενε ήταν να βρει να παρκάρει, γαμώτο… Αθήνα, 2005. Τα σύννεφα μαύρα, βάραιναν τον Αττικό ουρανό. Οι δυο αναγνώστες ήταν έτοιμοι από νωρίς. Ήξεραν ότι οι συνάδελφοί τους θα έσπευδαν στην ταράτσα του εκδοτικού, μια που ήταν νύχτα, όμως της Χρύσας της άρεσε να είναι οι δυο τους και να πηγαίνουν στη θάλασσα. Έτσι και έκαναν, σχεδόν κάθε φορά. Όταν έβρεχε τα πολύτιμα αναγνώσματά τους, πήγαιναν στη θάλασσα. Όταν έφτασαν στην παραλία είχε ξεκινήσει για τα καλά. Ήταν σκοτεινά και τους άρεσε, έπαιρναν μαζί τους έναν φακό κατασκήνωσης και τον έσβηναν όποτε ήθελαν, προστατεύοντας έτσι το μυστικό τους από τυχόν αδιάκριτα βλέμματα. Έξι χρόνια από τα εγκαίνια του εκδοτικού οίου Στάλες, και οι συνεργαζόμενοι συγγραφείς είχαν γράψει πάνω από εκατό βιβλία, όλα με αξιοζήλευτες κριτικές και το κυριότερο, πωλήσεις. Έξι χρόνια η δουλειά κύλαγε στρωτά και όμορφα και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Η Χρύσα μάζευε ιστορίες αχόρταγα, της άρεσε η δουλειά της. Αυτό που δεν της άρεσε ήταν η κακοκεφιά του Ηλία τον τελευταίο χρόνο. Όλο έλεγε πως λήστευαν όχι μόνο τους βροχοφάγους δαίμονες, αλλά και τους ίδιους τους αναγνώστες του οίκου. Ότι τους εξαπατούσαν. Ότι δεν ήταν δίκαιο να τους πουλάνε κάτι που θα μπορούσαν κι οι ίδιοι να κάνουν πολύ καλά. Έλεγε ότι έπρεπε να μάθουν στον κόσμο πώς να διαβάζουν, και όχι να τους παίρνουν λεφτά, κρατώντας μυστική αυτή την απερίγραπτα υπέροχη γνώση. Η Χρύσα τότε του ανάφερε τους δαίμονες, και το γεγονός ότι ο κόσμος θα κινδύνευε αν εξασκούσε ανεξέλεγκτα αυτή την ικανότητα. Ο Ηλίας δεν ήταν καθόλου πεπεισμένος όμως για την ύπαρξή τους, γιατί δεν είχε δει ποτέ του κανέναν, ούτε κάποιος συνάδελφός του. Οι μόνες επιθέσεις που ήταν γνωστές, ήταν οι δύο που είχε αναφέρει ο Θωμόπουλος. Μάλλον ήταν παραμύθι για να τους φουσκώσει τα μυαλά ότι κάνουν κάτι σημαντικό. Η Χρύσα πάντα του έλεγε να μην είναι τόσο σίγουρος άμα δεν βρει αποδείξεις και να πετάξει πια εκείνο το κομμάτι μέταλλο, παίρνοντας ένα άλλο, ένα που θα τους προστάτευε με σφαίρες αν χρειαζόταν. Όμως εκείνος δεν αποχωριζόταν το σπαθί του. Έβγαλε τα παπούτσια της. Της άρεσε να νιώθει τη βροχή με γυμνές πατούσες, και ιδίως στην άμμο ήταν πολύ απελευθερωτική αίσθηση. Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και σήκωσε λίγο τα χέρια της στο πλάι. Άφησε τα μάτια της να χαθούν ανάμεσα στις χιλιάδες σταγόνες που όλο και πύκνωναν, και άδειασε το μυαλό και το βλέμμα της από οτιδήποτε άλλο. Η ιστορία άρχισε να έρχεται γλυκά, μίλαγε για ένα αγόρι που ήθελε να φτιάξει το πιο ωραίο ποδήλατο στον κόσμο. Έτσι, ξεκίνησε να προχωράει για να βρει όλα τα μαγικά υλικά που θα έβαζε για να φτιάξει το μοναδικό ποδήλατό του. Βρήκε ένα ορφανό συννεφάκι που το πήρε μαζί του με τη συμφωνία ότι θα το έβαζε για σέλα, κι εκείνο καταχάρηκε. Μετά βρήκε μια κόρνα που τραγούδαγε κάθε φορά και διαφορετικό τραγούδι, μετά… Κάτι τη διέκοψε και σταμάτησε να διαβάζει. ‘Γαμώτο, πάει ένα ωραίο παιδικό’ σκέφτηκε, αλλά εκείνη τη στιγμή είδε με φρίκη ότι ο Ηλίας με κάποιον μονομαχούσε. Με κάποιον ή κάτι… Ήταν ένας βροχοφάγος! Τον χτυπούσε με τα πελώρια νύχια του που ήταν σαν λεπίδες, αλλά ο Ηλίας του τα έκοβε ένα-ένα με το σπαθί του, περιμένοντας το επόμενο χτύπημα. Η Χρύσα ξεφύσηξε μην έχοντας να κάνει τίποτα καλύτερο, αφού δεν κρατούσε κάτι που θα της χρησίμευε ως όπλο. Ευχόταν μόνο, όταν ο αγαπημένος της τελείωνε με το μανικιούρ του δαίμονα, να τον καθάριζε μια και καλή, ή έστω ο βροχοφάγος να χωνόταν πάλι στη γη, άοπλος και αποδυναμωμένος. Ήταν όμως εξαιρετικά γρήγορος, και ο Ηλίας μόλις και μετά βίας τον προλάβαινε. Κάποια στιγμή πήγε να σηκώσει το σπαθί ψηλά για να αποκρούσει ένα χτύπημα στο κεφάλι, αλλά το μουσκεμένο του πουκάμισο αρνήθηκε να ξεκολλήσει από το πλευρό του, εμποδίζοντας την κίνηση του χεριού. Τελευταία στιγμή έγειρε προς το πλάι και το νύχι τον έκοψε βαθιά στον δεξί του ώμο. Ο πόνος ήταν ένα σοκ, το κόψιμο τον βρήκε στον τένοντα. Το σπαθί του έπεσε στην άμμο και ο ίδιος διπλώθηκε, προσπαθώντας ταυτόχρονα να οπισθοχωρήσει και αναπνέοντας βαριά για να μην χάσει τις αισθήσεις του. Της Χρύσας της κόπηκε η ανάσα, αλλά δεν έβγαλε τσιμουδιά. Αν και ο δαίμονας την είχε δει να κλέβει την τροφή του, φαινόταν τώρα απασχολημένος με τον Ηλία, που προσπάθησε να τον σταματήσει. Αν προλάβαινε να κινηθεί πρώτη, να πάρει το σπαθί χωρίς να την καταλάβει… Τότε πάγωσε. Ο δαίμονας είχε ήδη ακουμπήσει ένα του νύχι-λεπίδα πάνω στο λαιμό του Ηλία, που βογκούσε πια πεσμένος στην άμμο, κρατώντας τον ώμο του. Γύρισε και την κοίταξε και το πρόσωπό του ήταν περισσότερο θλιβερό παρά τρομακτικό. Ένα αδύνατο, κοκαλιάρικο πρόσωπο, ένα ξεδοντιασμένο στόμα και δυο πελώρια μάτια, μάλλον λυπημένα, με το δέρμα γύρω τους να κρέμεται σε δίπλες. Της θύμιζε κάτι σαν υπερφυσικό τυφλοπόντικα. Η Χρύσα ξεροκατάπιε. Ο βροχοφάγος της μίλησε, και η φωνή του ήταν άκακη. «Αν τον αφήσω, θα μου υποσχεθείτε ότι θα σταματήσετε αυτό που κάνετε; Μας κλέβετε το φαγητό. Εμείς δεν πειράξαμε κανέναν. Θα σταματήσετε;» Εκείνη του έγνεψε βιαστικά «Ναι, ναι», κουνώντας το κεφάλι της δυο φορές, και του το είπε και με λόγια, με βραχνή φωνή. «Ναι». ‘Ναι, χίλια ναι, αρκεί να τον αφήσει, κάνε να τον αφήσει…’ Τότε το πλάσμα κοίταξε τον Ηλία για τελευταία φορά, λέγοντάς του «Πες το και στους άλλους, ξέρουμε τι κάνετε, σταματήστε να μας τρώτε το φαΐ και δεν θα σας πειράξουμε άλλο». Πήρε το νύχι του από το λαιμό του πεσμένου βροχοκλέφτη, βουλιάζοντας την ίδια στιγμή στην άμμο με σκυφτό το κεφάλι. Η βροχή έκοβε σιγά-σιγά, και ο Ηλίας ήταν μουσκεμένος από νερό και αίμα. Αθήνα, 2009. Ο ήλιος έμπαινε από το τζάμι και φώτιζε την κρεβατοκάμαρα. ‘Ήλιος με δόντια’ σκέφτηκε, γιατί είχε πέντε βαθμούς έξω. Πάντως οι δυο τους χουζουρεύανε και οι χειμωνιάτικες ηλιαχτίδες τους ζέσταιναν. Κυριακή σήμερα, μπορούσε να μείνει στο κρεβάτι όσο ήθελε, το μαγαζί ήταν κλειστό. Μπορούσε να την αφήνει να κοιμάται πάνω στο στήθος του και να τη νανουρίζει με την απαλή του ανάσα. Η Χρύσα από μέσα ακούστηκε που χασμουριόταν. Έσυρε τις παντόφλες της και μπήκε στο δωμάτιο αναμαλλιασμένη. Πόσο του άρεσε κάτι τέτοια τεμπέλικα πρωινά. Είχε όλη την ομορφιά που λάτρεψε πάνω της όταν τη γνώρισε, όταν της μούσκεψε το πόδι με λασπόνερα, αλλά είχε προστεθεί και μια λάμψη στα μάτια της, η λάμψη που έχει κάθε γυναίκα όταν γίνεται μητέρα. Ξαναχασμουρήθηκε ξύνοντας το δεξί της στήθος ( ‘Θεέ μου, αυτή η γοητεία της ώρες-ώρες’, γέλασε από μέσα του) και τον ρώτησε αν θα πιει καφέ. Την κοίταξε αναποφάσιστος. «Έλα, αφού φτιάχνω για ‘μένα, τώρα είναι η ευκαιρία σου» του είπε εκείνη, μιλώντας με κανονική ένταση. Ποτέ δεν ψιθύριζαν, δεν ήθελαν να μάθουν στη μπέμπα ότι θα κοιμάται μόνο με ησυχία. Ο Ηλίας της χαμογέλασε και έγνεψε αρνητικά. «Όχι ακόμα». «Χαζομπαμπά, δεν τη χορταίνεις τις Κυριακές». Οι δυο τους είχαν ανοίξει ένα μικρό βιβλιοπωλείο που πήγαινε αρκετά καλά, και δεν ξαναπάτησαν το πόδι τους στις εκδόσεις Στάλες μετά την παραίτησή τους. Ούτε που συνεργάζονταν, κι ας τους στοίχιζε αυτό πολλά χρήματα, αφού τα βιβλία της εταιρείας πούλαγαν πάρα πολλά αντίτυπα κάθε χρόνο. Προσπάθησαν να προειδοποιήσουν και τους άλλους βροχοαναγνώστες, αλλά δεν τους άκουγαν. Προσπάθησαν να τους πουν να σταματήσουν όσο είναι καιρός, πως οι βροχοφάγοι δεν θέλουν πόλεμο αλλά μάλλον θα τον κάνουν αν νιώσουν ότι απειλούνται, αλλά δεν μπόρεσαν να τους πείσουν. Ο Θωμόπουλος τους παρακάλαγε να μη φύγουν. Γενικά τους φέρθηκε πολύ εντάξει, τους πλήρωσε όλους τους χαμένους μισθούς του Ηλία, όλα τα έξοδα των φαρμάκων που δεν κάλυπτε η ασφάλεια, τους πλήρωσε αποζημίωση για το ‘εργατικό ατύχημα’ όπως το αποκάλεσε, τονίζοντας ότι δεν ήθελε σε καμία περίπτωση αυτό να θεωρηθεί δωροδοκία για τη σιωπή τους. Βέβαια, τι σημασία είχε, και να ήθελαν να μιλήσουν ποιος θα τους πίστευε; Είπαν στο νοσοκομείο ότι ο Ηλίας είχε πέσει σε έναν μεταλλικό σωλήνα. Τελικά, αυτοί δεν κατάφεραν να τον πείσουν να σταματήσει, και αυτός δεν κατάφερε να τους κρατήσει στη δουλειά. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια χωρίς να μάθουν για άλλη επίθεση από τους δαίμονες. Βέβαια, μιλούσαν μόνο με μία από τους πρώην συναδέλφους τους, και μπορεί να μην έλεγε τίποτα για να μην τους ταράξει. Ο Ηλίας είχε μείνει πολύ καιρό στο νοσοκομείο για τον ώμο του και μπαινόβγαινε τακτικά τα πρώτα δύο χρόνια. Αυτή η ιστορία παραλίγο να του στοιχίσει το χέρι του. Τώρα η ζωή τους έδειχνε να τα αφήνει πίσω όλα αυτά, και η μπέμπα τους, που είχε έρθει πριν από τρεις μήνες, ποτέ δεν θα άκουγε βροχοπαραμύθι. Μόνο γραμμένα παραμύθια σε χαρτί. Αυτό το είχαν ορκιστεί ο ένας στον άλλο, και ήταν ο μόνος όρκος που είχαν πάρει ποτέ. Δυο ομπρέλες βρίσκονταν πάντα στο χωλ του σπιτιού, και στην κρεμάστρα προστέθηκε ένα βρεφικό αδιάβροχο. Ακόμα αγαπούσαν τη βροχή, αλλά προτιμούσαν να έχουν μια απόσταση ασφαλείας από αυτήν. ΣΤΑΛΕΣ.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 21, 2009 Share Posted October 21, 2009 Γενικά: Γλυκειά και όμορφη ιστορία. Ήρεμη, με την οικογενειακή ηρεμία να ξεχυλίζει εξαρχής. Μου άρεσε: Η λιτή γλώσσα. Η ιδέα. Η σχέση μεταξύ των πρωταγωνιστών, η οποία αν και φαίνεται εξιδανικευμένη, στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει τη σχέση που έχουν δύο άνθρωποι που πρώτα και κύρια καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο. Δε μου άρεσε: Το ελαφρώς παράταιρο ύφος ομιλίας-σκέψεων στην αρχή. Περίμενα τη Χρύσα λίγο πιο μαγκάκι από τον τρόπο που σκέφτεται. Φυσικά μπορείς να επιχειρηματολογήσεις ότι σε μια περίοδο δώδεκα ετών ο τρόπος έκφρασης ενός ανθρώπου αλλάζει. Και πάλι, με προετοιμάζεις για κάτι που δεν έρχεται ποτέ. Επίσης ήταν υπερβολικά εύκολος ο τρόπος που ο Θωμόπουλος τους έπεισε για την αλήθεια των λόγων του. Ξεπερνάς το σκόπελο αποφεύγοντας να περιγράψεις το διάλογο διεξοδικά, όμως δεν αναφέρεις καν το ότι στην αρχή τον πέρασαν για τρελό κλπκλπκλπ, όπως θα ήταν το φυσιολογικό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted October 21, 2009 Share Posted October 21, 2009 Καταπληκτική ιδέα, αλλά θα επαναλάβω κι εγώ, αν μου μίλαγε ο εκδότης μου για βροχοφάγους, θα την έκανα με ελαφρά το λιγότερο, και μπορεί να έπαιρνα κι ένα τηλέφωνο να τον μαζέψουν! Αυτό είναι στα μεγάλα μείον της ιστορίας (για μένα πάντα). Μου την έδωσε (που λέει ο λόγος) τόσο πολύ που έτσι απλά δέχτηκαν τα λόγια του, που κόλλησα σ'αυτό σε όλη την υπόλοιπη ιστορία. Χάθηκε η αληθοφάνεια πολύ νωρίς, και επειδή έχεις να κάνεις με φανταστικές οντότητες μέσα σε αληθοφανές περιβάλλον, πρέπει να χρησιμοποιήσεις τα όπλα της αληθοφάνειας στο έπακρο. Επίσης, μου φάνηκε λίγο παράταιρη η αντίδρασή της όταν την έπεσαν στον άντρα της. Πολύ χαλαρή την είδα! Φαίνεται λοιπόν πως δεν ασχολήθηκες πολύ να 'μάθεις' την πρωταγωνίστριά σου, και είναι κάπως επιφανειακή. Προσωπικά, δεν μ'αρέσει η σχέση των δύο ηρώων σου, αλλά αυτό είναι εντελώς προσωπικό. Δεν μπορώ να προσδιορίσω τι δεν μ'άρεσε ακριβώς, νομίζω το γλυκανάλατο της υπόθεσης. Επίσης δεν μ'αρέσουν τα χάπι εντ γενικώς, αλλά εδώ δεν με βάρεσε πολύ άσχημα. Ήταν όσο έπρεπε γλυκούλι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted October 22, 2009 Share Posted October 22, 2009 Οι "Στάλες" είναι γραμμένες με μια πένα που δείχνει ευαίσθητη ακόμα κι όταν δεν πρέπει. Οι ήρωες είναι λίγο πιο αναίσθητοι σε μεταφυσικά γεγονότα από όσο θα χρειαζόταν για να είναι αληθοφανείς και πολύ πιο εύπιστοι από οποιονδήποτε πραγματικό άνθρωπο που τυχαίνει να γνωρίζω. Δεν μπορώ να πω οτι μου άρεσε, αλλά αυτό έχει να κάνει με τελείως προσωπικές εκτιμήσεις. Αρκούμαι σ' αυτά μιας και δεν έχω κάτι άλλο να πω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Anime_Overlord Posted October 22, 2009 Share Posted October 22, 2009 Αρκετά αφελής ιστορία αν και αυτό δεν είναι απαραίτητα αδυναμία. Οι δύο ήρωες πείθονται σε πέντε λεπτά να ζωστούν σπαθιά και να κλέβουνε ιστορίες από την βροχή πριν τις φάνε δαίμονες. Τι μου το θελες το urban fantasy? Παραμύθι ταίριαζε. Και το όλο λοβ στόρι δεν γίνεται να περνάει για σοβαρό μέσα σε 3000 λέξεις. Καλή ιδέα αλλά λάθος κατηγορία φάντασι και της λείπουν 50.000 λέξεις. Ώρα για Νανογρίμο καλή μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted October 23, 2009 Share Posted October 23, 2009 Στρωτή γραφή, όμορφη ιδέα οι ιστορίες μέσα στις σταγόνες αλλά δυστυχώς δεν αρκεί αυτό. Η ιστορία είναι αδύναμη. Δεν υπάρχει ένταση, παρά τους δαίμονες. Δεν μπόρεσα να ταυτιστώ με τους χαρακτήρες, με εμπόδισαν και οι συνεχείς αλλαγές οπτικής γωνίας. Οι βροχοαναγνώστες και οι βροχοφάγοι, με την απλοϊκότητα τους και την τελική λύση που επιλέγεις, μοιάζουν περισσότερο με παιδικό παραμύθι, αν και το στυλ γραφής παραπέμπει σε ιστορία για ενήλικες με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει και στις δύο κατηγορίες. Νομίζω ότι αν θέλεις να την κρατήσεις πρέπει να την μικρύνεις πολύ και να αποφασίσεις αν θα την στρέψεις προς την παιδική ηλικία (νομίζω ότι εκεί ταιριάζει καλύτερα) ή προς περισσότερο ενήλικη οπτική. ΣΤΑΛΕΣ_σχολια.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted October 24, 2009 Share Posted October 24, 2009 Πολύ φανταστική ιστορία. Έχει ενφιαφέρον, αν και ομολογώ ότι περίμενα, μήπως γίνει τίποτα πιο ‘μεγάλο’ στο τέλος. Η κεντρική ιδέα έχει πρωτοτυπία και οι βροχοφάγοι είναι ίσως πιο ιδιαίτεροι, ακόμα και από τους βροχοαναγνώστες. Για κάποιο λόγο (ίσως επειδή με παρέσυρε μαζί της η ιστορία) ικανοποιήθηκα από το ότι, σε πρώτη φάση, δε θέλουν πόλεμο με τους ανθρώπους. Από την άλλη, όπως έγραψα αρχικά, περίμενα κάποια εμπλοκή στο 2009. Ήταν λίγο ‘κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα’ φινάλε και το θέμα δεν είναι το αισιόδοξο κλείσιμο, αλλά το δυνατό κλείσιμο. Δηλαδή, με κάποιον τρόπο, το μυαλό μου έμεινε στις ιστορίες της βροχής και τους βροχοφάγους, αλλά το τέλος της ιστορίας μού μιλούσε για άλλα ζητήματα. Το ότι ο Ηλίας κουβαλάει σπαθί με ξένισε. ‘’Η Χρύσα ξεφύσηξε μην έχοντας να κάνει τίποτα καλύτερο, αφού δεν κρατούσε κάτι που θα της χρησίμευε ως όπλο.’’ Μήπως εννοείς ‘’Η Χρύσα, στο θέαμα τού βροχοφάγου, τρελάθηκε από παραλογισμένο τρόμο που της κονιορτοποίησε τη λογική, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε με φρίκη ότι δεν κρατούσε κάτι που θα της χρησίμευε ως όπλο’’ ή κάτι τέτοιο; ‘’Αφού έστριψε στην οδό Ρόδων, κατηφόρισε την οδό Αγάπης και χώθηκε σ’ ένα στενό που δεν είχε ταμπέλα, μέχρι που ανακάλυψε στο τέρμα του ότι ήταν αδιέξοδο.’’ Καλό... καλό! ‘’«Εεε, Ηλίας. Μπορώ να σε πάω κάπου;» Γιές!’’ Είναι μια απάντηση που μπορεί να δώσει κι ένας έλληνας, αλλά και το ‘ναι’ είναι μια χαρά λέξη. Ξαναλέω ότι βρίσκω πολύ καλή την προσέγγιση του θέματος ‘βροχή’. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted October 27, 2009 Share Posted October 27, 2009 ‘’«Εεε, Ηλίας. Μπορώ να σε πάω κάπου;»Γιές!’’ Είναι μια απάντηση που μπορεί να δώσει κι ένας έλληνας, αλλά και το ‘ναι’ είναι μια χαρά λέξη. Σόρρυ για την επέμβαση, αλλά νομίζω -όχι, δε νομίζω, είμαι σίγουρη - δεν είναι η απάντηση αλλά το επιφώνημα που έβγαλε μέσα της. Σε σχέση με το θέμα του διαγωνισμού ίσως είναι η πιο "μέσα" από όλες Δηλαδή οκ, ιστορίες μέσα στις σταγόνες της βροχής και φανταστική μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο. Τώρα, η πλοκή της είναι πολύ γραμμική και γι αυτό ακριβώς θεωρώ πως θα έπρεπε μάλλον να έχει κι ένα τέλος γραμμικής ιστορίας εντός των κανόνων τους. Τουτέστιν δυο παραγράφους μικρότερο τουλάχιστον. Για το ύφος της θεωρώ κι εγώ πως παλαντζάρει μεταξύ ενηλίκου και παιδικού και μάλλον θα μου πήγαινε κι εμένα καλύτερα προς το παραμύθι. Η σχέση του ζευγαριού είναι όμορφη, στα δικά μου μάτια σχεδόν ιδανικά πραγματική -ή ιδανική μέσα στα πλαίσια της πραγματικότητας, ή κάπως έτσι νομίζω το έχεις πιάσει τι εννοώ. Όντως την ατάκα "Η Χρύσα ξεφύσηξε μην έχοντας να κάνει τίποτα καλύτερο, αφού δεν κρατούσε κάτι που θα της χρησίμευε ως όπλο" πρέπει να την αλλάξεις επειγόντως και γενικότερα η σκηνή αυτή θέλει φτιάξιμο. Θέλω να πω, πρέπει να έχουμε αγωνία έτσι? Πάει να της σκοτώσει τον άντρα, για όνομα, και είναι δαίμονας. Δεν είναι ώρα για ψυχραιμίες. Αλλά πιστεύω πως αν καταφέρεις να στρώσεις την κορύφωσή σου -και την προοικονομία της, να μας πείσεις πως οι δαίμονες υπάρχουν και πως αυτοί που δεν τους έχουν δει δεν το πολυπιστεύουν- θα φτιάξει και η δομή της ιστορίας σχεδόν από μόνη της. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
vkarg Posted October 27, 2009 Share Posted October 27, 2009 Μου άρεσε πολύ γιατί είναι στο στυλ του φανταστικού που θα διάβαζα αλλά και γιατί ήταν καλογραμμένο. Με μια μικρή εξαίρεση όμως. Στο σημείο που ο δαίμων επιτίθεται στον ήρωα και η Χρύσα παρακολουθεί την σκηνή μου φάνηκε λίγο άψυχο, δλδ θα περίμενα περισσότερα συναισθήματα και μεγαλύτερο άγχος για την σωματική ακεραιότητα του αγαπημένου της. Αυτάαα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted October 27, 2009 Share Posted October 27, 2009 Για την ιδέα και την εκτέλεση με τις κοφτές σκηνές που σε μπάζουν γρήγορα στο νόημα, θα διεκδικούσε μια από τις πρώτες θέσεις στη δική μου κατάταξη. Ως τη μάχη με το δαίμονα. Τη βρήκα βιαστική και άνευρη, σαν να μην είχες ιδιαίτερη όρεξη να γράψεις μάχη εκείνη την ώρα. Και μετά πας γρήγορα σε ένα τέλος που μου φάνηκε αμήχανο και με έκανε να υποπτευθώ ότι δεν ήξερες κι εσύ η ίδια τι να την κάνεις την ιδέα και σε τι πλοκή να την κολλήσεις. Κι εκεί συνειδητοποίησα πως έλειπε κάτι που πραγματικά ήθελα να δω, μια πληρέστερη περιγραφή της εμπειρίας της βροχανάγνωσης, της αίσθησης που έδινε στους ήρωες. Και πάλι δεν πέφτει πολύ χαμηλά το κείμενο, αλλά δεν έχει και τη θέση που θα του άξιζε αν το είχες παιδέψει λίγο παραπάνω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted October 29, 2009 Share Posted October 29, 2009 Θα ακουστεί λίγο χαζό, αλλά η ιστορία μου φάνηκε λίγο ''τραβηγμένη''. Ίσως επειδή δεν είχες και πολύ χώρο, όλη η πλοκή μας έρχεται σε 2 παραγράφους όπου συμπιέζεται όλη η ιστορία με τους δαίμονες και την βροχή κτλ, πράγμα που κάνει το αποτέλεσμα μη πιστευτό. Ενδιαφέρουσες ιδέες κατά τα άλλα πάντως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted October 30, 2009 Share Posted October 30, 2009 Πολυ καλη ιστορια με πρωτοτυπη κεντρικη ιδεα. Συμφωνο οτι θα ηθελε λιγη περισοτερη αναπτυξη αλλα σε γενικες γραμμες Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 31, 2009 Author Share Posted October 31, 2009 (edited) Ευχαριστώ για τα σχόλιά σας. @Naroualis Για τον Θωμόπουλο και την ευπιστία των πρωταγωνιστών όταν τους αποκαλύπτει τη φύση της δουλειάς: Δεν έκοψα τη σκηνή για ευκολία, είχα αρχίσει να τη γράφω και γινόταν αρκετά μεγάλη. Την έκοψα γιατί ήταν φλύαρη! Γενικά το διήγημα θα γινόταν περίπου τριπλάσιο ή και παραπάνω, αν το είχα αναπτύξει κανονικά. Στην ουσία έγραψα μια περίληψη αυτών που έπρεπε, κι εκεί ήταν το λάθος μου. Το όριο των 3500 είναι για πιο απλά πράγματα... @Bloondbrained Μ' αρέσουν τα χάπι εντ, όταν αυτά ταιριάζουν στην υπόθεση. Κι ένα κακό τέλος από μόνο του δεν κάνει την "ποιότητα". Λυπάμαι που βρήκες το διήγημά μου γλυκανάλατο. Δεν ήταν στην πρόθεσή μου να γράψω κάτι τέτοιο (Άρλεκιν). @Martin Ocelotl Οι αδυναμίες που ξεχώρισες στο κείμενό μου, είναι και αυτές που με προβληματίζουν. Οι ήρωες δεν αναπτύχθηκαν σχεδόν καθόλου. Είναι ανέκφραστοι, εύπιστοι και ψυχροί. @Anime Overlord Δεν κατάλαβα το "λάθος κατηγορία φάντασι". Εννοείς πως έπρεπε να το κάνω παραμύθι και να αφήσω στην άκρη το love story; Μα γιατί κολλήσατε μ' αυτούς τους δύο, σιγά, δεν είναι το κυρίαρχο μέσα στην ιστορία, απλά έγινε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτοί οι άνθρωποι βρήκαν ο ένας τον άλλο, συγχωρείστε με! @Khar Πολύ χρήσιμα τα σχόλιά σου, καθώς και αυτά που επισυνάπτεις. (Ιδίως σε μια σκηνή που λες ότι αρκεί για να χαρακτηρίσει το διήγημα ΕΦ! ) Το μόνο που με παραξένεψε ήταν η πρότασή σου να μικρύνω το διήγημα, και μάλιστα πολύ. Τότε θα αφαιρούσα τελείως όλα τα "περιττά" και θα έλεγα την ιστορία των βροχοφάγων και των αναγνωστών. Χμ, να μια άλλη οπτική. Θα το σκεφτώ εξίσου με τις άλλες προτάσεις, ευχαριστώ. @dagoncult Έχεις δίκιο, οι βροχοφάγοι είναι πιο σημαντικοί, έπρεπε να το φροντίσω, να πάρουν τη θέση που τους αξίζει. Επίσης, το τέλος δεν θα το χαρακτήριζα ακριβώς "και ζήσαν αυτοί καλά..." αλλά "και ήξεραν ότι δεν τους παίρνει άλλο". @Nienor Καταρχήν σ' ευχαριστώ για την παρένθεση, ναι, το 'γιες!' ήταν το επιφώνημα που έβγαλε από μέσα της. Επίσης σ' ευχαριστώ για τα καλά και ενθαρυντικά σου λόγια. Δεν ξέρεις πόσο καλό μου έκαναν όταν τα διάβασα! @Vkarg Επισήμανες το μεγαλύτερο πρόβλημα του διηγήματος, όπως και οι περισσότεροι. Αυτό που θα αρκούσε για να καταστρέψει ακόμη κι ένα καλό διήγημα: τη σκηνή της μάχης. Είναι αλήθεια, ότι επειδή δεν μου αρέσουν οι υστερίες ούτε στη ζωή, αποφεύγω να τις χρησιμοποιώ και στη λογοτεχνία. Μάλλον το παρακάνω. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να αποδόσω καλύτερα αυτή τη σκηνή, πάντως σίγουρα την ξεπέταξα, δεν της έδωσα και πολλή σημασία. Το ζητούμενο είναι να μείνει πράγματι ψύχραιμη η Χρύσα, μια που αυτή δεν έχει όπλο, και όταν ο Ηλίας τα βρει σκούρα, να σκεφτεί να πάρει το σπαθί απ' το έδαφος για να τον βοηθήσει. Όταν ένας αγαπημένος σου κινδυνεύει, δεν ουρλιάζεις σαν τρελός, γιατί τον έχασες, νομίζω. Μετά μπορείς να λιποθυμήσεις, βέβαια, αλλά εκείνη την ώρα κατά ένα μαγικό τρόπο τα κάνεις όλα σωστά. Αυτό ήθελα να αποδώσω, αλλά δεν το έκανα! @Electroscribe Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. όσο για τα σχόλια που είχες να κάνεις, όλα σωστά. @Northerain Μη πιστευτή και τραβηγμένη. Έχεις δίκιο, το ξέρω. Για όλους τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω. @Waylander Ευχαριστώ πολύ. Edited October 31, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Soluna Posted November 15, 2009 Share Posted November 15, 2009 Ενδιαφέρουσα πραγματικοφανταστική ιστορία πόλης. Την ένιωσα όμως σαν ένα βαρετό μεγάλο ίσιο αυτοκινητόδρομο, όπου βάζεις τον αυτόματο και δε χρειάζεται να ξυπνήσεις τα αντανακλαστικά σου για πολληηηηή ώωωωρα. Ενώ μου αρέσει η σύλληψη της ιδέας, μου φαίνεται γραμμένη μονότονα και κάπως βαριεστημένα. Θα ήθελα ίσως περισσότερη ένταση σε κάποια σημεία π.χ. όταν την έκανε μούσκεμα.... δεν παίζει να μην τον δ....λοστελνε τον τύπο!!! Ήταν τόσο ρεαλιστική και τζαμάτη η περιγραφή που αποφεύγει τις ομπρέλες που η αντίδρασή της στο μπουγέλο μου το χάλασε. Εκτός αν ήταν πολύ zen η τύπισσα, πράγμα όμως που δε φαίνεται πουθενά!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted November 16, 2009 Author Share Posted November 16, 2009 Θα ήθελα ίσως περισσότερη ένταση σε κάποια σημεία π.χ. όταν την έκανε μούσκεμα.... δεν παίζει να μην τον δ....λοστελνε τον τύπο!!! Ήταν τόσο ρεαλιστική και τζαμάτη η περιγραφή που αποφεύγει τις ομπρέλες που η αντίδρασή της στο μπουγέλο μου το χάλασε. Εκτός αν ήταν πολύ zen η τύπισσα, πράγμα όμως που δε φαίνεται πουθενά!!! Ευχαριστώ που διάβασες την ιστορία μου. Όσο για το μπουγέλωμα... δεν είναι ανάγκη να είσαι γκουρού για να μην διαολοστείλεις κάποιον στο δρόμο. Πόσο μάλλον αν σε εκπλήσει με την αυθόρμητη ευγένειά του. Φυσικά, έχεις δίκιο στο ότι δεν ανέπτυξα τους χαρακτήρες μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.