Naroualis Posted October 19, 2009 Share Posted October 19, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη aka Naroualis Είδος: ηρωική σκαμπρόζικη φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Μάλλον όχι Αριθμός Λέξεων: ~2700 Αυτοτελής; Ναι, αν και κάποιοι από σας θα αναγνωρίσουν τον ήρωα... Σχόλια: Κανένα Το Μαντηλάκι της Εράτυρας Η βροχή έπεφτε απαλή, αλλά σταθερή, με μια επιμονή εκνευριστική για βροχή και απαράδεκτη για καιρικό φαινόμενο. Ο Κόμπες ο Ντερλικοτής είχε συνηθίσει σε διαφόρων ειδών βροχές στα τόσα χρόνια που γύριζε τον κόσμο, όμως τη βροχή της Θαγγηλείας δε μπορούσε ποτέ να τη συνηθίσει, έτσι όπως ήταν πάντα η ίδια, απαλή, σταθερή, εκνευριστικά κι απαράδεκτα επίμονη. Ήταν σαν ο θεός των σωματικών εκκρίσεων να είχε αποφασίσει να αφαιρέσει το άρωμα από τα κάτουρά του και να καταβρέχει όλον τον κόσμο με δαύτα: το γεγονός, αν και δε μύριζε, σε εκνεύριζε με το συμβολισμό του. Αν ήθελες να καταραστείς πραγματικά τον Κόμπες η πιο πετυχημένη κατάρα θα ήταν να βρέχει πάντα στο δρόμο του μια θαγγηλειανή βροχή. Το όλο θέμα με τη βροχή δε θα ήταν και τόσο τραγικό, αν ο Κόμπες φορούσε ρούχα. Αλλά γι’ άλλη μια φορά και σε πείσμα όσων πιστεύουν ότι μόνο συγκεκριμένοι Ζουμζεριώτες μάγοι έχουν το θεματάκι τους με τα ξόρκια που απαιτούν γύμνια, ο Φώτειος μάγος με τον οποίο είχε βάλει το στοίχημα και που άκουγε στο όνομα γελοίο Μαξιλάρης, είχε απαιτήσει από τον κλέφτη να μη φοράει τίποτε απολύτως. Οπότε και πέρα από τα όποια άλλα προβλήματα είχε το όλο εγχείρημα, η απαλή, σταθερή, εκνευριστικά κι απαράδεκτα επίμονη βροχή σφυροκοπούσε το γυμνό του δέρμα και τον έκανε να αναριγεί από θυμό κι αγανάκτηση. Μα ήταν δυνατόν; Τώρα που ο Κόμπες το σκεφτόταν καλύτερα αναρωτιόταν τι τον είχε πιάσει κι είχε δεχτεί αυτή τη δουλειά. Πώς ήταν δυνατόν να καταφέρει να κλέψει ένα μαντηλάκι από τα συρτάρια της Εράτυρας, της πιο πλούσιας βαμβακεμπόρισσας της Θαγγηλείας και να το πάει πάλι πίσω στο καπηλειό, χωρίς το μαντηλάκι να βραχεί καθόλου; Πώς, με ποιον τρόπο; Και γιατί είχε υπάρξει τόσο ηλίθιος ώστε να βάλει οικειοθελώς και χωρίς καμία ψυχολογική ή άλλη πίεση ένα τέτοιο πανηλίθιο στοίχημα; Όχι τίποτε άλλο, αλλά ήταν κι η μικρή του καπηλειού στη μέση. Προφανώς εκτός από τις χερούκλες του Κόμπες, που αν και δεν το έδειχνε της άρεσε όταν τις χούφτωναν το μπούτι, είχε σε μεγάλη εκτίμηση και το μικρό ποντικοουρίσιο μουστάκι του μάγου, τον οποίο και γλυκοκοιτούσε όποτε του έφερνε ένα ακόμα ποτήρι κριθαρόμπυρα. Αυτό ο Σενίμ-Σοριένος κλέφτης δε μπορούσε να το ανεχτεί, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά πλησίαζαν οι γιορτές του Βυζβόρουν του θεού προστάτη του, θεού των σεξουαλικών δυνάμεων, και για να τιμήσει το θεό του είχε τάξει να πάρει στο κρεβάτι του τη μικρή του καπηλειού, σα μια πικάντικη θυσία. Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα με τη μικρή, αν ο Κόμπες είχε όσο ήταν ακόμη στην κοιλιά της μάνας του, αρνηθεί ένα από τα χαρίσματα που του είχε δωρίσει ο θεός του: τη μύτη του. Δεν ήταν το ότι αποτελούσε θαύμα της ανθρώπινης συλλογής χαρακτηριστικών. Δεν ήταν που από μόνη της, αν έπαιρνε μια βαθιά αναπνοή θα μπορούσε να στερήσει το οξυγόνο από τουλάχιστον τρία δωμάτια ενός κτίσματος -να σημειωθεί, οσοδήποτε μεγάλα δωμάτια ήταν αυτά. Ήταν το ότι στεκόταν εκεί, μέσα στη μέση του προσώπου του σε σημείο που κάποιες φορές, τον εμπόδιζε ακόμη και να πιει από στενά ποτήρια. Αλλά φυσικά, όταν το επίσημο παρατσούκλι σου είναι Ντερλικοτής, λίγα πράγματα παραδέχεσαι ότι σε ενοχλούν επάνω σου. Άσε που αν παραπονιόταν θα μπορούσε να θεωρηθεί ιεροσυλία, μιας και το δώρο ήταν κατευθείαν από θεό. «Μακάρι να ξέρανε οι θεοί τι δωρίζουν στους ανθρώπους,» σκέφτηκε αναστενάζοντας. Αλλά αυτή τη στιγμή προείχε η δουλειά. Το γιατί και το διότι θα τον απασχολούσαν αργότερα, όταν θα έπινε το κρασί του με την μικρή καθισμένη στα γόνατά του και το μάγο σε μια γωνιά να μασουλάει το ωραίο του μουστάκι από τη λύσσα της χασούρας. Τώρα έπρεπε να συγκεντρωθεί στη δουλειά. Ευτυχώς που η κατουρλοβροχή είχε κρατήσει τους κατοίκους της Θαγγηλείας στα σπίτια τους, βολικά-βολικότατα μακριά από τα σοκάκια και τα απόμερα άλση που είχε επιλέξει ο κλέφτης ως διαδρομή του. Φυσικά ουκ ολίγες φορές κάποιο παράθυρο άνοιγε διάπλατα, κάποια ξυγκιασμένη νοικοκυρά έβγαινε ν’ αδειάσει το δοχείο νυκτός κι έμπηζε τα ουρλιαχτά αντικρίζοντας το θέαμα που παρουσίαζε ο Κόμπες. Επίσης φυσικά, μέχρι να βγει ο αναστατωμένος σύζυγος έξω και να δει ποιος ήταν ο ανώμαλος που κυκλοφορούσε τέτοια ώρα με τα κάλλη του φόρα παρτίδα να τα βλέπουν όλοι, ο κλέφτης είχε εξαφανιστεί λαχανιασμένος πίσω από το επόμενο στενό, όπου μια ετέρα ξυγκιασμένη νοικοκυρά θα επαναλάμβανε τη ρουτίνα δοχείο νυκτός-ουρλιαχτό- αναστατωμένος σύζυγος. Μία μόνο φορά είχε πέσει σε ένα προφανώς παράνομο ζευγαράκι, που διασκέδαζε ηδονικότατα πίσω από κάτι θάμνους, όμως καθώς φαίνεται δεν τους τρόμαξε και τόσο η εμφάνιση του μυστηριώδους τσίτσιδου. Ο Κόμπες έκανε μια νοερή σημείωση να ψάξει να τους βρει το επόμενο πρωί, διότι προφανώς επρόκειτο για πιστούς του Βυζβόρουν και πάντα οι πιστοί του Βυζβόρουν κάνουν καλή, εχμ, παρέα μεταξύ τους. Με τα πολλά και με περιπέτειες που θα τραβούσε σε μάκρος αν καθόμασταν να τις απαριθμήσουμε όλες μία προς μία, ο Κόμπες κατάφερε να σταθεί μέσα τη βροχή, πίσω από ένα δέντρο λίγα μέτρα μακριά από την πόρτα του σπιτιού της εμπόρισσας. Υπήρχε ο αναμενόμενος ψηλός τοίχος γύρω από το οίκημα, με λάμες από πριόνια καρφωμένες με τα δόντια προς τα πάνω στην κορφή του, η αναμενόμενη αμπαρωμένη και τρεις παλάμες χοντρή ξύλινη πύλη, και οι αναμενόμενοι δύο υπναλέοι φρουροί με κοντά δόρατα εντυπωσιασμού και μικρές στρογγυλές ασπίδες. Αν ο κλέφτης μπορούσε να υπολογίσει σωστά, τα κεφάλια τους ήδη θα κουδούνιζαν από τον πονοκέφαλο, διότι όπως με οδυνηρό τρόπο είχε μάθει κάποτε στο Τσβάρος, όταν φοράς μεταλλικό κράνος και βρέχει δε μπορεί παρά να σε πιάσει πονοκέφαλος από το συνεχές ντλιν-ντλιν-ντλιν του νερού πάνω στο μέταλλο. Ήταν μια αρκετά καλή σπαζοκεφαλιά για ένα κλέφτη, παρά το ότι η βροχή συνήθως ευνοούσε τους κλέφτες σε διάφορα επίπεδα της δουλειάς τους. Υπήρχαν πολλά πράγματα που ήθελε να τσεκάρει πρώτα, ώστε να καταφέρει να περάσει τον τοίχο, την πύλη και τους φρουρούς χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι, όταν ξαφνικά και μέσα στον εκνευρισμό που του προκαλούσε το απεχθές καιρικό φαινόμενο, μια ερώτηση τού καρφώθηκε στο μυαλό. «Και γιατί να μη με πάρουν χαμπάρι;» Χαμογέλασε με τρόπο που θα έκανε έναν καλικάντζαρο να του επιτεθεί χωρίς άλλη αφορμή, τεντώθηκε να ξεδιπλώσει όλο του το υπερβολικό μπόι, έστρωσε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του και τις τρίχες στο στήθος του και τους μηρούς και βγήκε καμαρωτός-καμαρωτός πίσω από το δέντρο, με κατεύθυνση προς τους πονοκεφαλιασμένους και μουσκεμένους ως το κόκαλο φρουρούς. Στην αρχή δεν τον πρόσεξαν επιβεβαιώνοντας την πεποίθησή του ότι μέχρι τώρα τα κεφάλια τους θα είχαν γίνει σούπα από το τσουρτσούρισμα της βροχής πάνω στα κράνη. Ύστερα ο ένας τους, εκείνος που στεκόταν κοντύτερα στον Κόμπες έβγαλε μια σιγανή φωνή και κόντεψε να αφήσει το δόρυ να του πέσει. -Ζάφα μου, τι ‘ν’ τούτο; Αλλά ο κλέφτης είχε βάλει σκοπό να μην τους αφήσει να συνέλθουν. Παρέβλεψε την επίκληση στη Ζάφα, τη θεά του ψωμιού, και πριν προλάβουν οι δυο φρουροί να αντιδράσουν στάθηκε θρασύτατα μπροστά τους και προσποιούμενος στην εντέλεια το στυλ και τη φωνή ενός εκκεντρικού αριστοκράτη, έκανε τάχα εκνευρισμένος. -Άνοιξε παιδί μου και κάλεσε την κυρά σου! Δε βλέπεις την κατάστασή μου; Οι φρουροί τα έχασαν ακόμη περισσότερο. Μέσα στον πονοκέφαλό τους, δε θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν αν ο θεόγυμνος άντρας μπροστά τους ήταν κάποιος από τους γνωστούς της κυράς τους, ούτε και να διακινδυνέψουν να τον αφήσουν έτσι έξω στη βροχή, διότι οι ευγενείς είχαν την τάση να μην ξεχνούν ποτέ και πάντα να παίρνουν την όποια εκδίκηση τους. Άλλωστε η φωνή του εν λόγω κυρίου ήταν ενδεικτική της κοινωνικής του θέσης κι αυτό ήταν αρκετό για να τους κάνει να πάρουν αμέσως την απόφασή τους. Ο ένας, προφανώς συνηθισμένος να αναλαμβάνει αυτό το ρόλο, βιάστηκε ν’ ανοίξει την πόρτα κι ο άλλος, με μια ελαφρά υπόκλιση -είχε χαλαρώσει το λουρί του κράνους του και φοβήθηκε ότι θα του ‘πεφτε από το κεφάλι- είπε: -Και πώς να αναγγείλουμε την αφεντιά σας, παρακαλώ; Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, ακόμη και κάτω από το λεπτό πέπλο της βροχής, ο φρουρός κατάλαβε ότι αυτό που τον κοιτούσε στα μάτια δεν ήταν ένα βλέμμα κατανόησης και συμπαράστασης στο δύσκολο έργο του. Ξεροκατάπιε κι αντί άλλης αντίδρασης είπε απαλά: -Ακολουθήστε με παρακαλώ, αν δε σας κάνει κόπο. Ο Κόμπες τον ακολούθησε. Αν δεν έπρεπε να διατηρεί σταθερά ως την ώρα που θα συναντούσε την αφέντρα του σπιτιού εκείνη την έκφραση του ξινισμένου εκ γενετής θυμού, θα είχε ήδη πέσει κάτω να γελάει με λυγμούς. Τελικά στη Θαγγηλεία είχε πολλές δυνατότητες να αυξήσει το μπεζαχτά του, αν όλοι οι φρουροί των πλουσιόσπιτων ήταν έτσι ευαίσθητοι στις απειλές. Το μόνο που θα χρειαζόταν ήταν να σκεφτεί ένα παρόμοια καλό σχέδιο σε κάθε περίπτωση παραγεμισμένης κοσμηματοθήκης που μπορούσε να εντοπίσει. Όλα τα υπόλοιπα θα ήταν θέμα υποκριτικών ικανοτήτων. Ο φρουρός τον παρέδωσε σε έναν σκανδαλισμένο οικονόμο κι ο σκανδαλισμένος οικονόμος, ξινός εκ γενετής κι αυτός, τον πέρασε μέσα από ένα φροντισμένο κήπο στη σάλα του σπιτιού. Ο πλούτος ξεχείλιζε από παντού, όμως ο Κόμπες δε θέλησε να δώσει σημασία. Έπρεπε ως ένα σημείο να κρατήσει τη στάση του, ώστε τελικά το σχέδιό του να ευοδωθεί με ό,τι καλύτερο για όλους. Θα είχε, κατά πάσα πιθανότητα την ευκαιρία να εκτιμήσει τα διάφορα αντικείμενα του σπιτιού σε μια άλλη επίσκεψη. Α, όλα κι όλα. Το στοίχημα, στοίχημα κι η δουλειά, δουλειά. Ο οικονόμος τού έδωσε μια ρόμπα να φορέσει, χωρίς του απευθύνει το λόγο, λες και θα κολλούσε κάποιο παράξενο και αποκρουστικό είδος ψώρας αν το έκανε. Ο Κόμπες την αρνήθηκε με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να μιλήσει, αλλά χρησιμοποιώντας το ίδιο βλέμμα που είχε κάνει το φρουρό να τα κάνει πάνω του. Δυστυχώς για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ο οικονόμος ήταν πιο ψημένος στις αριστοκρατικές συμπεριφορές και δε μάσησε από υπονοούμενα. Σήκωσε με σνομπαρία τους ώμους του, άφησε τη ρόμπα στη ράχη μια καρέκλας κι αποχώρισε. Λίγες στιγμές αργότερα, ο κλέφτης τον άκουσε να μουρμουρίζει φριχτές βλαστήμιες στις υπηρετριούλες που είχαν σηκωθεί από τα κρεβάτια τους κι είχαν μαζευτεί γύρω από τη σάλα, να δουν, χου-χου-χου, τον παράξενο νυχτερινό επισκέπτη της κυράς τους. Ελάχιστη ώρα μετά, κι ενώ ο Κόμπες είχε χρησιμοποιήσει την ρόμπα για να σκουπίσει τη βροχή από πάνω του, ένα από τα παραπετάσματα που χρησίμευαν για πόρτα παραμέρισε κι η αφέντρα του σπιτιού έκανε την εμφάνισή της απορημένη. Δεν ήταν μεγαλύτερη από σαράντα ετών κι ούτε τόσο καλοδιατηρημένη όσο θα περίμενε κανείς. Τα μαλλιά της ήταν ακόμη μαύρα και τα μάτια της, που οι ρυτίδες είχαν αρχίσει να τα πλαισιώνουν, ανοιχτοπράσινα και ζωηρά. Φορούσε ένα ημιδιαφανές νυχτικό που τόνιζε τη μέση της κι έκρυβε τους γοφούς της, που ήταν κάπως πιο γεμάτοι από το κανονικό. Τα χείλη της, αν και άβαφτα, ήταν έντονα κόκκινα από φυσικού τους και στην άκρη τους, αριστερά όπως την κοιτούσες, είχε μια μικρότατη ελίτσα που την έκανε πιο πικάντικη από πολλές εικοσάρες. «Όπως η μικρή του καπηλειού», σκέφτηκε στιγμιαία ο Κόμπες αλλά αμέσως απώθησε τη σκέψη για να μπορέσει να φέρει το σχέδιό του εις επιτυχήν έκβαση. -Νομίζω ότι δεν έχουμε συστηθεί, είπε κι η φωνή της ήταν καθαρή και πλούσια. -Όχι, αφέντρα Εράτυρα. Κόμπες Ντερλικοτής, έμπορος από το Σενίμ-Σοριέν. Ήθελα να σας μιλήσω, αφέντρα μου, αλλά ήθελα να σας πετύχω σε ώρα κι μέρος που πρώτον θα είχα όλη σας την προσοχή και δεύτερον δε θα σας επηρέαζε στη απόφασή σας κανένας από τους γιαλαντζί ντερβίσηδες της συνοδείας σας. Η γυναίκα έκρυψε ένα γελάκι. Ο κλέφτης παρατήρησε με θαυμασμό ότι ούτε μια στιγμή δεν της είχε κάνει εντύπωση η περιβολή του. Φαίνεται ότι η καλή κυρά, λόγω του ότι ήταν ζωντοχήρα είχε συνηθίσει το θέαμα γυμνών αντρών μπροστά της, παρόλο που ελάχιστοι άντρες θα τολμούσαν να αναμετρηθούν με τον Κόμπες στα επιμέρους στοιχεία της γύμνιας τους. -Λοιπόν, να που τώρα έχεις την αμέριστη προσοχή μου και η γιαλαντζί ντερβίσικη συνοδεία μου απουσιάζει. Κάθισε, αφέντη Κόμπες. Σ’ ακούω. Η γυναίκα κάθισε, χωρίς να προσέξει πολύ τη στάση της ή το πώς έπεσε το νυχτικό της. Ήταν άραγε τύχη, που η στάση του σώματός της άφηνε το στήθος της να διαγράφεται καλύτερα κάτω από το ημιδιαφανές ύφασμα; Κι αν όχι, τότε πόση εξάσκηση είχε κάνει αυτή η γυναίκα, ώστε η κάθε της κίνηση να φαίνεται εντελώς φυσική κι όμως να είχε αυτά τα υπέροχα αποτελέσματα; Ο Κόμπες ξεροκατάπιε κι όχι μόνο από τη θέα που παρουσίαζε η όμορφη ζωντοχήρα. Ως εδώ όλα είχαν πάει καλά. Το σχέδιό του είχε εκτελεστεί άψογα, με επιπλέον τύχη σε όλα τα σημεία που θα μπορούσαν να είχαν πάει στραβά. Όμως εδώ το σχέδιο είχε φτάσει και στο τέλος του. Κοντολογίς από δω και πέρα δεν είχε κάποιο σχέδιο να ακολουθήσει. Οπότε κι αποφάσισε απλά να αυτοσχεδιάσει. -Αφέντρα Εράτυρα, είπε απαλά πλησιάζοντας την καθισμένη γυναίκα, είναι καιρός τώρα που ήθελα πάρα πολύ να συμβεί αυτό που συμβαίνει τώρα. Είναι πολύς καιρός, που ήθελα πάρα πολύ να εμφανιστώ έτσι ακριβώς όπως είμαι αυτή τη στιγμή μπροστά σας και… Μετά η φωνή του χαμήλωσε σε ψίθυρο, καθώς έσκυβε ως τ’ αυτί της κι άρχισε να της περιγράφει πράγματα που όντως είναι καλύτερα να περιγράφονται ψιθυριστά. Δύο από τις υπηρετριούλες που είχαν ξεφύγει του άγρυπνου βλέμματος του οικονόμου, θύμωσαν γιατί ο άγνωστος γυμνός άντρας τούς είχε στερήσει το καλύτερο σημείο της βραδιάς. Απογοητευμένες γύρισαν στα δωμάτιά τους, αφήνοντας την κυρά τους στις τρυφερές περιποιήσεις του καινούργιου της θαυμαστή. Λίγες ώρες αργότερα και με τη ρημαδοβροχή να εξακολουθεί να ντιντινίζει πάνω στα κράνη των δύο φρουρών, ο Κόμπες βγήκε από την πόρτα του αρχοντικού της Εράτυρας, έχοντας προσηλυτίσει την όμορφη εμπόρισσα στη λατρεία του Βυζβόρουν, όχι μία αλλά τέσσερις φορές. Δεν έδειχνε και πολύ καλά, κάτι τον ενοχλούσε και προφανώς όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά. Ο ουρανός είχε πάρει να ψιλοφωτίζει και φοβούμενος την παρουσία κάποιας πρωινής περιπόλου ή κάποιου φούρναρη που πήγαινε μαχμουρλής και νυσταλέος στη δουλειά του, ο κλέφτης έβαλε στα πόδια του φτερά. Πέρασε πάλι από το άλσος πίσω από τους θάμνους του οποίου είχε βρει το ενδιαφέρον ζευγαράκι, αλλά ακόμη κι εκείνοι το είχαν διαλύσει προ πολλού κι είχαν πάει να ξεκουραστούν μια στάλα. Μπήκε στο καπηλειό από την πίσω πόρτα, εκεί όπου τον περίμενε η μικρή, ο κάπελας που είχε μπει διαιτητής στο στοίχημα κι ο μάγος Μαξιλάρης. Και οι τρεις μισοκοιμώνταν όταν μπήκε, η μικρή γερμένη πάνω στον ώμο του μάγου κι ο κάπελας σε μια γωνιά, όσο πιο κοντά στη μισοσβησμένη φωτιά γινόταν. Κοκόρια είχαν αρχίσει να κράζουν σποραδικά, αλλά ήταν ακόμη τα πρώτα, τα αξημέρωτα. -Λοιπόν; έκανε ο μάγος όταν καλοξύπνησε και στρίβοντας το μουστάκι του αυτάρεσκα. Πού είναι το μαντηλάκι της αφέντρας Εράτυρας; Ο Κόμπες δεν καταδέχτηκε να ντυθεί, αν και η μικρή φαινόταν αρκετά σκανδαλισμένη ώστε να ζαρώσει σε μια γωνιά, να τον περιεργάζεται ξεδιάντροπα και να μην ασχολείται πια με το μάγο. Πλησίασε τη φωτιά, πήρε ένα από τα πατσαβούρια του κάπελα και σκουπίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε. Αυτή η βροχή είχε κάτσει πάνω στο πετσί του κι υποψιαζότα ότι ακόμη και με ένα ή και δύο γενναία λουτρά, δε θα μπορούσε να βγάλει από το πετσί του τη γλίτσα που το τσουρ-τσουρ-τσουρ είχε κολλήσει πάνω του. Γύρισε αργά προς το μέρος του μάγου και μίλησε. Η φωνή του ήταν κάπως παράξενη, λες και είχε κρυώσει. Και πώς να μην είχε κρυώσει, αφού είχε περάσει την περισσότερη νύχτα μούσκεμα; -Γκσέρεις, Μαγκσιλάρη, υμπάρχουν μπάρα μπολλά μπέρη στο σώμα ενός αντρώμπου μπου μπορεί γκανείς να γκρύψει ένα μπαντηλάγκι ώστε εγκείνο να μη βραχεί γκαντόλου… Και οι τρεις παρόντες τον κοίταξαν, αρχικά παραξενεμένοι και κατόπιν έντρομοι, γουρλώνοντας τα μάτια, καθώς ο Κόμπες μισόσκυβε, πετώντας τον πισινό του προς τα πίσω, προς τη φωτιά. -Γκαι τα μπερισσόντερα είναι γκαι μπολύ εμπώντυνα, συνέχισε και με ένα φοβερό ήχο, σα φρούμασμα αλόγου, φύσηξε τη μύτη του, ρίχνοντας το μαντηλάκι που ήταν κρυμμένο μέσα της στα πόδια του αντιπάλου του. Η βροχή, η απαλή, σταθερή, εκνευριστικά κι απαράδεκτα επίμονη βροχή δεν το είχε αγγίξει καθόλου. Κι η φάτσα του Μαξιλάρη ήταν αρκετή πληρωμή για το βασανιστήριο που είχε περάσει ο κλέφτης τόση ώρα, μ’ ένα ολόκληρο μαντηλάκι χωμένο μέσα στο δεξί του ρουθούνι, στεγνό από βροχόνερο αλλά βρεγμένο από ένα σωρό σενίμ-σοριένες μύξες. Γιατί κάποιες φορές, οι θεοί ξέρουν τι να δωρίσουν στους θνητούς. edit: ορθογραφικά όπως, έχε αντί για είχε, πολύ αντί για πολύς, Μαξιλάρη αντί για Μαγκσιλάρη, πού αντί για μπου, γκαθόλου αντί για γκαντόλου, τους αντί για του, εμπώδυνα αντί για εμπώντυνα. Edited October 20, 2009 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted October 22, 2009 Share Posted October 22, 2009 Aχ, βρε Ευθυμία! Αχ, πώς με βασανίζεις κάθε φορά που σε διαβάζω. ΓΙατί πλέον μπορώ να το παραδεχτώ δημοσίως και χωρίς καμία ντροπή ή αναστολή! Σε ζηλεύω αφόρητα!!! Ζηλεύω το πώς παίζεις την γλώσσα στα δάχτυλα και φτιάχνεις λέξεις και φράσεις που αν κρατούσα σημειωματάριο με φράσεις που δεν θα'θελα να ξεχάσω ποτέ, θα έγραφα όλα σου τα διηγήματα αυτούσια εκεί μέσα! Ζηλεύω το πώς το μυαλό σου γεννά τέτοιες ιστορίες, απλές ή και απλοϊκές στη βάση τους, αλλά τόσο γεμάτες από τις περιγραφές σου και τις απίστετες περιπέτειες με τις οποίες βασανίζεις και τους ήρωές σου. Ζηλεύω το πώς καταφέρνεις να ζωντανεύεις χαρακτήρες, συναισθήματα, σκοπούς και φόβους. Σε ζηλεύω ρε κοπέλα μου (το είπα, ε;). Χρειάζεται να πω κάτι άλλο γι'αυτή την ιστορία; Α, ναι: πολύ εύικολα το 'είδα' ήδη τυπωμένο σε βιβλίο-ανθολογία με άλλες περιπέτειες του Κόμπε. Σ'ευχαριστώ, Ευθυμία μου, για άλλη μία υπέροχη, καταπληκτική, φροντισμένη, ΤΕΛΕΙΑ ιστορία! :) Και μουτς, μουτς, μουτς! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 22, 2009 Author Share Posted October 22, 2009 Τι αυτά έχεις να πεις; Πού είναι η λυσσαλέα κριτική, οι κραυγές αγανάκτησης για την κακή ποιότητα του κειμένου, τη ρηχήτητα των χαρακτήρων, τις αδυναμίες της πλοκής; Α, όχι, κυρία μου, δε σε παίζω άλλη φορά. Κριτική κανονική! Εγώ δηλαδή, γιατί κάθισα και σε ψείρισα; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted October 22, 2009 Share Posted October 22, 2009 Συγγνώμη καλέ που γράφεις τόσο υπέροχα και -παρά το ψείρισμα- δεν έχω να πω κάτι αρνητικό! Βάρα με κι από πάνω τώρα!!! Οκ, βρήκα κάτι 'σκληρό' να πω: εκεί που τούρλωσε τα οπίσθιά του για να ζεσταθεί στο τζάκι, με χάλασε που είχε βάλει το μαντήλι μέσα στην μύτη κι όχι στον κώλο του! Με χάλασες πολύ εκεί, και δεν ξέρω αν μπορώ να στο 'σχωρέσω! There! Happy now? (με τον πόνο μας παίζεις!) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 22, 2009 Author Share Posted October 22, 2009 Ε, όχι εντελώς χάπι, αλλά εντάξει. Είναι αργά και δε θέλω να σε πιέσω άλλο. Είμαι λογική στις απαιτήσεις μου, no? (Μ' αρέσει που τσιμπάς κιόλας. ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Anime_Overlord Posted October 22, 2009 Share Posted October 22, 2009 Όπως και οι άλλες ιστορίες του Κόμπες, έτσι κι αυτήν είναι απλά ένας αχταρμάς από ελαφριά γεγονότα. Όχι ότι με το αχταρμάς εννοώ ότι είναι άσχημο, απλά όσο άντεξα και διάβασα από τις παλιότερες ιστορίες, έτσι κι εδώ η ιστορία δεν με τράβηξε. Χαρούμενο και εύθυμο και σεξουλιάρικο. Αλλά μέχρις εκεί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted October 23, 2009 Share Posted October 23, 2009 Τεχνικά. Οι χαρακτήρες αυτού του διηγήματος, είναι επιφανειακοί μα οικείοι. Τύποι ανθρώπων που περιγράφονται ζωηρά και με μια διάθεση ευχάριστη που όμως δεν σηκώνει το χαλί για να δούμε από κάτω. έτσι παραμένουν απλά ευχάριστοι, χωρίς να συγκινούν περισσότερο από όσο τους επιτρέπει η εγγενής ελαφρότητά τους. Η τέχνη της συρραφής ιδεών, γεγονότων και περιγραφών δεν είναι άμεμπτη. Διάφορες διακυμάνσεις στην έτσι κι αλλιώς ελαφριά πυκνότητα των χαρακτήρων, μαζί με υπερβολικές συγκοπές στη ροή για παροχή αμφιβόλου χρησιμότητας περιγραφές, κάνουν τις αδυναμίες χτυπητές και εμφανείς. Τελικά, όσο πιο άσπρο είναι το γάλα, τόσο πιο μαύρη φαίνεται η μύγα. Λόγος. Ο λόγος είναι επαρκούς αφηγηματικής ικανότητας με μια τάση στο υπερβολικό. Εξαιρετικά έντονη δυσφορία, μου προκαλούν διάφορα κιτς νεολογικά τερτίπια της ελληνικής καθομιλουμένης. Η λέξη «Θεματάκι» για παράδειγμα, καταστρέφει εύκολα μια πολύ δύσκολα χτισμένη ατμόσφαιρα. Τέτοιες γλωσσικές παπαρδέλες (και υπάρχουν αρκετές), προσγειώνουν τον αναγνώστη ανώμαλα και οδυνηρά. Η κάποιες στιγμές σκληρή γλώσσα, καταφέρνει να πυκνώσει τις νερουλές μακροσκελείς αναφορές σε αδιάφορες περιγραφές και πληροφορίες. Τύπος. Δεν έχω τα προσόντα στα ελληνικά. Εκτός και αν είναι για Ε.Φ… Ιστορία. Το στοίχημα – φάρσα του κλέφτη με τον μάγο για την επίτευξη κάποιου στόχου, που δεν είναι μεταφυσικού περιεχομένου, και απώτερο στόχο την συνεύρεση του πρώτου με την γκαρσόνα του καπηλειού, δεν είναι ότι πιο πρωτότυπο μπορείς να σκεφτείς. Από την άλλη μεριά η ατμόσφαιρα σώζει την κατάσταση ενός διηγήματος που αφορά την περιπετειώδη μαγκιά και το πολυοργασμικό σεξ. Συμπέρασμα. Δεν με άφησε αδιάφορο, έστω κι αν δεν κατάφερε να με συνεπάρει. Note: δημοσιεύω τα σχόλιά μου στις ιστορίες, με την σειρά που αυτές εμφανίζονται στο τόπικ του Διαγωνισμού. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted October 23, 2009 Share Posted October 23, 2009 [Διασκεδαστικό, αλλά μέχρι εκεί. Δεν έχει κάτι παραπάνω. Ούτε το τέλος μας προσφέρει μια έκπληξη που την περιμέναμε, αφού όλη η υπόλοιπη ιστορία εξελίχτηκε επίπεδα, με αρκετές ευκολίες (ο τρόπος που μπήκε, η αποδοχή του και η πρόθυμη ζωντοχήρα). Θα έλεγα ότι ήταν πολύ μέτριο συγκριτικά με το τι μπορείς να γράψεις. Το Μαντηλάκι της Εράτυρας_σχόλια.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 26, 2009 Share Posted October 26, 2009 Ο Κόμπες έκανε μια νοερή σημείωση να ψάξει να τους βρει το επόμενο πρωί, Mental note? Σε τσάκωσα! Δεν το λέμε, ρε γαμώτο, στο Ελλάντα... Θα κάνω κυνήγι αγγλικούρας μου φαίνεται! γιαλαντζί ντερβίσηδες "Μια Ιταλίδα απ' την Κυψέλη", Μάρω Κοντού - Αλέκος Αλεξανδράκης, έγχρωμο. :tongue: Και η κριτική μου: Δεν είναι λίγο, κατά τη γνώμη μου, το να με διασκεδάσει κάποιος με ένα διήγημα. Είναι ευλογία το να είσαι βάρδος. Αλλά αυτό εδώ δεν με διασκέδασε. Θα μπορούσε, λόγο θέματος, αλλά κάτι του έλειπε για να το κάνει. Ήταν μια συλλογή σπιρτόζικων εκφράσεων (αλλά χωρίς λόγο, πιο πολύ με κούρασαν, έτσι στοιβαγμένες όλες μαζί), που δεν αντικαθιστούν επιτυχώς το έξυπνο, αυθόρμητο χιούμορ της πλοκής. Αυτό το χιούμορ, που ενώ διαβάζεις ήρεμα κι ωραία, σε κάνει να φτύνεις τον καφέ για να μην πνιγείς. Και αφού Το Μαντηλάκι δεν έχει περιπέτεια, δεν έχει φιλοσοφία, τρόμο, ή κάτι άλλο, δεν θα έπρεπε, αυτό που έχει να το έχει καλά; Δεν θα έπρεπε να είναι μία πραγματικά κωμική ιστορία; Μου άρεσε ο τρόπος που πέρασε τους φρουρούς, αυτό ήταν καλό! Μου άρεσε και η τελευταία σκηνή, εκεί κάτι πήγε να γίνει, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί.. τέλειωσε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted October 26, 2009 Share Posted October 26, 2009 Ευγε! Το κειμενο ειναι το μονο του διαγωνισμου που με κανε να χασκογελαω καθως το διαβαζα. Ιδικα η σκηνη με τους φρουρους. Δεν εχω να σχολιασω κατι μονο μια παρακληση....Βαλε λιγο ενα λινκ με της αλλες ιστοριες του κομπες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted October 27, 2009 Share Posted October 27, 2009 Ρε συ Εφούλα μου, βρε κοριτσάκι μου γλυκό, Κόμπες χωρίς Πεντρεξού???? Χωρίς Ινολίκ??? Μα... γύρισμα χωρίς αλλατίνη????? Και ξέρεις τι έπαθες αφήνοντας απ' έξω τον Ζουμζεριώτη μάγο? Έχασες το... φανταστικό Δηλαδή, όλοι εμείς που τον ξέρουμε και είδαμε Κόμπες και κατουρηθήκαμε από τη χαρά μας για την νέα περιπέτεια του την αναρτημένη, ξέρουμε πολύ καλά πως αυτός ο κόσμος είναι τίγκα στη μαγεία. Αλλά εκείνοι οι έρημοι οι άλλοι? Εκείνοι οι δόλιοι που δεν έχουν ξαναδιαβάσει τις ιστορίες του Ντερλικωτή? Τέσπα... για να είμαι ειλικρινής τίποτα δε με νοιάζει από όλα αυτά. Εγώ το ευχαριστήθηκα και γέλασα με την καρδιά μου και σε ευχαριστώ πολύ για αυτό. Δε χρειάζομαι και πολλά πράγματα τελικά για να περάσω καλά. Μια δυο ατάκες σου και ένα γυρισματάκι στο τέλος μου φτάνουνε. σα να μου έκανες δωράκι προσωπικά ένιωσα όταν είδα πως ήταν Κόμπες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 27, 2009 Author Share Posted October 27, 2009 (edited) Για το Waylander που το ζήτησε. Αν και δεν είμαι σίγουρη ότι θα έπρεπε να τα ανεβάσω πριν τη λήξη του διαγωνισμού. Αν υφίσταται θέμα, greenmist, σβήστο και θα το ξανανεβάσω την Παρασκευή. Κόμπες ο Ντερλικοτής, Επεισόδιο Πρώτο: Το Ρουμπίνι του Ντεό-Νταό Κόμπες ο Ντρελικοτής, Επεισόδιο Δεύτερο: Το Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο Κόμπες ο Ντερλικοτής, Επεισόδιο Τρίτο: Το Μαργαριτάρι του Χάρατς Για όποιον δεν του φτάσουν αυτές οι τρεις, υπάρχουν ακόμη δύο περιπέτειες. Ζητήστε τις με πμ. Απαντήσεις και διεκινίσεις στα σχόλιά σας, επίσης μετά το πέρας του διαγωνισμού. Edited October 27, 2009 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted October 27, 2009 Share Posted October 27, 2009 (edited) Είναι γρήγορη, σκαμπρόζικη και ο λόγος τρέχει. Αυτό είναι το θετικότερο στοιχείο της. Ο Κόμπες δεν στέκεται στιγμή και μας παρασύρει στη νυχτερινή περιπέτειά του. Βέβαια, για να πούμε και την αλήθεια, δεν γίνεται και χαμός, αφού (πάρα πολύ) εύκολα περνάει από τους φρουρούς, ενώ και ο προσηλυτισμός της Εράτυρας μάλλον δεν τον ζόρισε. Γενικά το κλίμα είναι ευχάριστο στο ‘Μαντηλάκι Της Εράτυρας’ και ίσως αυτό να παίζει ρόλο στο ότι μου άρεσε, μιας και έρχεται σε αντίθεση με το συσχετισμό βροχή=μελαγχολία, που έχει βαρέσει domination στις ιστορίες τού διαγωνισμού. Το τέλος (με τη μύτη κρυψώνα) είναι απρόσμενο/καλό. ‘’χου-χου-χου’’ Ει... αυτό το χου χου χου παίζει και σε μια ιστορία με κάτι πολύ παράξενες γριούλες που έχω διαβάσει. Edited October 27, 2009 by dagoncult Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
vkarg Posted October 27, 2009 Share Posted October 27, 2009 Αχ, θα είμαι άδικη το ξέρω γιατί απλά το επικό φανταστικό δεν είναι το καλύτερο μου...Γι αυτό θα πω με κάθε συμπάθεια ότι δυστυχώς δεν με τράβηξε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 29, 2009 Share Posted October 29, 2009 Να πω την αλήθεια δεν είχα αξιωθεί να διαβάσω τις περιπέτειες του Κόμπε στο παρελθόν (ναι, ξέρω) και αυτό ήταν κάτι σαν την πρώτη επαφή μου με τον ήρωα. Γενικά είναι μια εύθυμη περιπέτεια S&S (λίγο στα πρότυπα των πιο κωμικών ιστοριών από τα Swords του Lieber) με ελάχιστη πλοκή και πιπεράτα αστειάκια. Δε φιλοδοξεί να είναι κάτι περισσότερο, για αυτό και με κέρδισε: είναι ακριβώς αυτό που προσπαθεί και το κάνει καλά (αν και θα ήθελα και μερικές πιο ξεκαρδιστικές φάσεις, αλλά 3500 λέξεις είναι αυτές). Η γραφή είναι δυνατή και άνετη και με έπεισε να πάω και να ψάξω τις παλιότερες ιστορίες του Κόμπε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 29, 2009 Author Share Posted October 29, 2009 Ευχαριστώ για τα σχόλια, παιδια, ειδικά γι' αυτό το τελευταίο του Νιχίλιο, σχετικά με τη φιλοδοξία του κειμένου (και του ήρωος, βεβαίως-βεβαίως). Μόνο, να γίνω λίγο καταπιεστική, είναι ο Κόμπες, του Κόμπες, τον Κόμπες, ωωωω Κόμπες... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted November 26, 2009 Share Posted November 26, 2009 Καλή ιστορία, με τα αστεία να βελτιώνονται σαφώς στην πορεία του κειμένου. Μου άρεσε που εστίασες στη γλώσσα παρά στην πλοκή αλλά θα το προτιμούσα (επαναλαμβάνω, προτιμούσα) λιγότερο ξεκάθαρο, να μη με βγάζει από το διήγημα δηλαδή. Αλλά οκ, στο συγχωρώ, διότι ναι και μένα με κέρδισε κι ομολογώ πως μ' έπιασες στα πράσα με το τέλος! Με 100% την Κομπόστα, σου βάζω 87,5%. Χμ, όχι 89,5%. Όχι 87,5% τελικά. Γιατί δε μας είπες τι έκανε στη χήρα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.