Jump to content

Η καρδιά της κλέφτρας


Sonya

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Σόνια

Είδος: Επική Φαντασία

Βία: όσο πατάει

Σεξ: παραδόξως, όχι :Ρ

Αυτοτελές: ναι

Λέξεις: 3.506

Σχόλια: αφιερωμένο στον Χαλκιδαίο Ντίνο μας, που λαχταρούσε τον διαγωνισμό με τις Ερινύες και δεν μπορεί να μας μαζώξει, τις ρουφιάνες. :Ρ

 

 

Η καρδιά της κλέφτρας

(Die Zauberlaute)

Το πανδοχείο προστατευόταν ήρεμο απ’ την καταρρακτώδη βροχή που έπνιγε το χώμα. Απ’ έξω, η ταμπέλα χόρευε τρίζοντας στον αέρα, αλλά μέσα όλοι κάθονταν στεγνοί κι ήσυχοι, ικανοποιημένοι που είχαν βρει κατάλυμα πριν ξεσπάσει η νεροποντή. Μπροστά στο τζάκι, σ’ ένα μοναχικό τραπεζάκι, ένας γέροντας καθόταν κι απολάμβανε πού και πού το ζεστό κρασί και τις ψητές πατάτες που ο πανδοχέας φρόντιζε να μην του λείπουν.

 

Όταν άνοιξε βίαια η πόρτα, όλα τα βλέμματα στράφηκαν στον άτυχο που είχε ξεμείνει έξω τόση ώρα. Το παλικάρι, ίσαμε είκοσι χρόνων, έσταζε απ’ την κορφή ως τα νύχια. Έριξε μια ματιά στην σιωπή που είχε προκαλέσει η άφιξή του κι όταν εντόπισε τον γέροντα, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ξεφορτώθηκε στα γρήγορα τον μουσκεμένο του μανδύα και τίναξε όσο νερό μπορούσε απ’ το μελαχρινό του κεφάλι. Άνοιξε τον τεράστιο σάκο του κι έβγαλε με προσοχή ένα τυλιγμένο αντικείμενο από μέσα. Πλησίασε το τραπέζι του γέροντα και γονάτισε, σχεδόν ευλαβικά μπροστά στην καρέκλα του.

 

«Το ‘φερα,» ψιθύρισε λαχανιασμένος. Ο γέροντας δεν γύρισε το κεφάλι του.

 

«Είσαι σίγουρος πως είναι αυτό;» ρώτησε με φωνή πιο επίπεδη κι απ’ το πάτωμα.

 

«Απόλυτα, δάσκαλε. Είναι όπως ακριβώς μου το περιέγραψες.»

 

«Φερ’ το μου εδώ,» απάντησε ο γέρος κι ένα ρήγμα φάνηκε στην φωνή του.

 

Ο νεαρός ξετύλιξε προσεκτικά το δέμα του κι ο κόσμος που, διακριτικά ή αδιάκριτα, είχε στρέψει την προσοχή του στην παράξενη σκηνή, είδε να βγαίνει ανάμεσα από δεκάδες πανιά ένα παμπάλαιο λαούτο, που άφησε ένα ξεκούρδιστο παράπονο να ξεφύγει απ’ τις χορδές του. Ο γέρος μόρφασε, σαν να είχε πονέσει.

 

«Όχι, όχι έτσι. Στο λαούτο πρέπει να συμπεριφέρεσαι σα να ήταν ερωμένη,» μουρμούρισε ανυπόμονα και τέντωσε τα χέρια του για να το πιάσει. Ο νεαρός μουρμούρισε μια απολογία κι απίθωσε το όργανο στις παλάμες του γέρου.

 

Εκείνος χάιδεψε το όργανο, αναζητώντας με τα δάχτυλα τις λεπτομέρειες που ήξερε πως ήταν εκεί, έπρεπε να είναι εκεί. Το χέρι του κατέβηκε χαμηλά στο μπράτσο του λαούτου και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο, όταν έφτασε στις χαραγματιές.

 

«Διάβασέ μου τι λέει!» ψιθύρισε έντονα, με τραχιά φωνή και γύρισε την ράχη του οργάνου στον νεαρό. Εκείνος ακολούθησε με το βλέμμα τα δάχτυλα του γέρου κι εντόπισε το σημείο που κάποιος είχε χαράξει:

 

 

Για να θυμάσαι πως έκλεψες την καρδιά μιας κλέφτρας.

 

 

Το διάβασε διστακτικά στον γέροντα κι εκείνος άφησε έναν λυγμό να πνίξει την ανάσα του. Εκλιπάρησε με τα χέρια να ξαναπάρει το λαούτο κι ο έκπληκτος νεαρός το απίθωσε στην αγκαλιά του. Εκείνος το κούρδισε ευλαβικά και προσεκτικά και δοκίμασε μερικές νότες.

 

Όταν άρχισε να πάλλεται η πρώτη κιόλας χορδή, κάθε ομιλία και κάθε θόρυβος στο πανδοχείο σταμάτησε με μιας, σαν να είχαν όλοι κοκαλώσει. Τέτοιος θρήνος έβγαινε απ’ το λαούτο που οι καρδιές σφίχτηκαν και πολλά μάτια στολίστηκαν από υγρά διαμάντια. Δεν κράτησε πολύ. Ο γέροντας σταμάτησε να παίζει και γύρισε το κεφάλι προς τον νεαρό που βαριανάσαινε δακρυσμένος.

 

«Ναι, αυτό είναι,» ψιθύρισε μετά από μερικές στιγμές απόλυτης σιωπής. «Τήρησες την συμφωνία μας, Λίτο. Είναι η σειρά μου τώρα.»

 

«Ώστε θα μου μάθεις να παίζω, δάσκαλε;» ρώτησε, με την λαχτάρα να κάνει την φωνή του στριγκιά. Ο γέροντας σήκωσε το χέρι του.

 

«Πριν τηρήσω τη συμφωνία μας, θα πρέπει να σε προειδοποιήσω, Λίτο. Έχασα ό,τι πολυτιμότερο είχα σ’ αυτή την ζωή για τη μουσική. Είναι ένα τίμημα που όλοι οι εξαίρετοι βάρδοι πληρώνουν.»

 

Ο Λίτο κοίταξε το παραμορφωμένο πρόσωπο του γέρου και μόρφασε. Ο ίδιος ήταν νέος, όμορφος κι η φωνή του γλυκιά. Είχε δει νέους όμοιους μ’ αυτόν να τραγουδούν στα πανδοχεία των μεγάλων πόλεων και με ζήλεια είχε παρατηρήσει να τους χαρίζει απλόχερα η ζωή φήμη, πλούτο και γυναίκες. Κι όλα αυτά που του έψελνε ο δάσκαλός του, του φαίνονταν κλάψες ενός γέρου που ‘γινε η ζωή του πικρή κι έτσι θέλει να μαυρίσει και τις ζωές των άλλων. Αλλά δε μίλησε. Ακόμα και με τα χέρια του να τρέμουν και τα μάτια του τυφλά, ο γέρος τον είχε συνεπάρει με τη μουσική του, με λίγες μόνο νότες. Θα έκανε τα πάντα, θα έδινε τα πάντα γι αυτό το ταλέντο.

 

«Τα μάτια σου;» αποτόλμησε δειλά, βλέποντας πως ο γέρος δεν σκόπευε να συνεχίσει αν δεν τον ρωτούσε το προφανές.

 

Ο δάσκαλος χαμογέλασε με τα λιγοστά του δόντια να κάνουν ακόμα πιο τρομακτικό το πρόσωπο με τα ραμμένα βλέφαρα.

 

«Μάθε να βλέπεις πίσω από τα μάτια, Λίτο. Πίσω απ’ τα χαμόγελα. Μέσα στις καρδιές κρύβεται η δύναμή σου. Εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η όραση,» ψιθύρισε απόκοσμα, λες κι ήταν έτοιμος ν’ απλώσει τα δάχτυλά του και να βγάλει τα μάτια του μαθητή του. «Αλλά η απάντηση στην ερώτησή σου δεν είναι αυτή,» έκανε πίσω στην καρέκλα του. «Η απάντηση είναι μια ιστορία που πρέπει να μάθεις.»

 

Ο γέρος πήρε πάλι το λαούτο στην αγκαλιά του κι από καιρό σε καιρό χάιδευε τις χορδές του, όσο διηγούνταν την ιστορία. Το πρόσωπό του γύρισε στις φλόγες κι η σιγανή φωνή του ανάγκασε τον Λίτο να πλησιάσει, σχεδόν ν’ ακουμπήσει το αυτί του στον γέροντα.

 

 

 

«Ήμουν νέος κάποτε. Ούτε δεκάξι χρόνων όταν άφησα τον δάσκαλό μου, πήρα το λαούτο μου κι άρχισα να γυρνάω από πόλη σε χωριό κι από πανδοχείο σε οίκο διασκέδασης. Ήμουν καλός. Όχι εξαίρετος, αλλά αρκετά καλός για να βγάζω το μεροκάματο σε χρήμα και σε γυναίκες. Όποιος βάρδος πει πως παίζει για την τέχνη, λέει ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό. Μη νομίζεις πως επειδή δεν βλέπω, δεν έχω αναγνωρίσει την λαχτάρα στην φωνή σου, Λίτο. Φήμη, λεφτά κι έρωτας είναι οι σκοποί όλων των βάρδων, αν κι όχι απαραίτητα μ’ αυτή την σειρά.

 

»Κάποια στιγμή, όχι πολύ καιρό μετά, ο δρόμος μου μ’ έφερε στην Κρεντ. Στην μεγάλη πόλη των απολαύσεων ένιωθα πως θα έβρισκα την καταξίωση, τη φήμη. Λαχταρούσα κι ονειρευόμουν την ημέρα που θ’ άκουγα τους κράχτες να διαλαλούν τ’ όνομά μου στις πλατείες κι ο κόσμος θα στριμώχνονταν για ν’ ακούσουν την μουσική μου.

 

»Τελικά, αυτό που μού ‘λαχε ήταν κάτι διαφορετικό. Την δεύτερη κιόλας μέρα μου στην Κρεντ, βρέθηκα ξαφνικά χωρίς το πουγκί μου. Με την άκρη του ματιού μου είδα την κοψιά της κλέφτρας, την ώρα που έστριβε σ’ ένα σοκάκι. Ξέροντας πόσο επικίνδυνες ήταν οι συμμορίες της πόλης, δεν έτρεξα, αλλά περπάτησα ακολουθώντας την, σα να μην είχα καταλάβει τίποτα, λες κι αυτός ήταν ο δρόμος μου.

 

»Με το που έστριψα κιόλας, την είδα. Καθόταν σ’ ένα καφάσι, το ένα της πόδι ίσα που ακουμπούσε το έδαφος, ενώ το άλλο ήταν λυγισμένο μπροστά της. Το κεφάλι της ήταν σκυμμένο κι ένας καταρράκτης από καστανοκόκκινες μπούκλες έκρυβε το πρόσωπό της. Στις ζαρωμένες και σκονισμένες της μπότες ήταν περασμένα στιλέτα, ενώ στην ράχη της ήταν ζωσμένα δυο μικρά σπαθιά. Βλέποντας γύρω της μια αρμαθιά παλικαράδες, από δώδεκα ως είκοσι χρόνων, είχα κιόλας αποφασίσει ότι το πορτοφόλι μου αποτελούσε μόνο μια γλυκιά ανάμνηση κι ήμουν έτοιμος να φύγω, όταν σήκωσε απότομα το κεφάλι της και με κοίταξε στα μάτια.

 

»Αχ, το πρόσωπό της… Κοκάλωσα ευθύς μόλις τ’ αντίκρισα, Λίτο. Λευκό και λιγνό, με λίγες φακίδες να στιγματίζουν την ανασηκωμένη μυτούλα, χείλη γεμάτα και ροδοκόκκινα κι ένα ζευγάρι μάτια… Τα μάτια της», έσπασε η φωνή του γέρου κι ο Λίτο ήταν σίγουρος πως αν τα βλέφαρά του δεν ήταν ραμμένα, θα ήταν πλημμυρισμένα από δάκρυα. Ο ίδιος ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά του κι έναν κόμπο στο λαιμό απ’ την φωνή του βάρδου κι άθελά του είχε γουρλώσει τα βουρκωμένα μάτια του κι έσφιγγε το μπράτσο της καρέκλας. Ο γέροντας πήρε μια βαθιά ανάσα, έκανε ένα νόημα με το χέρι του πως ήταν καλά και συνέχισε την διήγησή του.

 

«Τα μάτια της ήταν πράσινα. Όμως πράσινα είναι και τα φύλλα των δέντρων και η θάλασσα, κάποιες φορές, και τα σμαράγδια και τόσα άλλα πράγματα που δεν θα μπορούσες ποτέ να καταλάβεις τι εννοώ. Τα μάτια της κλέφτρας ήταν ένα πράσινο διάφανο, πότε κοντά στο γκρίζο, πότε κοντά στο γαλανό, πότε ήρεμα και βαθιά σαν την θάλασσα, πότε άγρια σαν δάσος που μαίνεται θύελλα, πότε παιχνιδιάρικα σαν φύλλα που παίζουν στον άνεμο, πότε λαμπερά σαν πετράδια. Μια στιγμή μόνο τα κοίταξα και μ’ άρπαξαν απ’ την ψυχή μου, με φυλάκισαν και δεν μ’ άφησαν ποτέ ξανά να δραπετεύσω.

 

»Η κλέφτρα μου κατέβασε και το δεύτερο πόδι της στο έδαφος και με κοίταξε προκλητικά.

 

»-Τι θες; με ρώτησε, ενώ εγώ ακόμα έψαχνα τη μιλιά μου.

 

»-Πήρες το πορτοφόλι μου, βγήκε η απάντηση πριν προλάβω να την συγκρατήσω. Εκείνη μόνο γέλασε κι επιδεικτικά έπαιξε με το πουγκί μου.

 

»-Ναι, το πήρα, μου απάντησε το προφανές. Και;

 

»-Θα πάρω κι εγώ κάτι από σένα γι’ αντάλλαγμα, τόλμησα, μην ξέροντας πού έβρισκα το θάρρος να ξεστομίσω τέτοια λόγια κι ενώ η φωνή της λογικής μου ούρλιαζε να σηκωθώ και να φύγω.

 

»Στα λόγια μου αυτά, τρεις πιτσιρικάδες σηκώθηκαν κι έκαναν να βγάλουν τα όπλα τους, αλλά η κλέφτρα μου, γιατί στην καρδιά μου ήταν κιόλας δική μου, τους συγκράτησε μ’ ένα νεύμα του χεριού της και με κοίταξε με μια ερευνητική απόλαυση. Έβγαλα το λαούτο μου, τότε, κι άρχισα να παίζω και να τραγουδώ. Μα η φωνή μου έτρεμε όσο και τα χέρια μου κι η κλέφτρα δεν έδειξε να συγκινείται, παρά το χαμόγελό της. Όταν τελείωσα, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

 

»-Όχι, απάντησε, δεν θα μου πάρεις τίποτα. Δεν το αξίζεις… ακόμα, πρόσθεσε και μου ‘κλεισε πονηρά το μάτι. Μέχρι να βρω τη μιλιά μου, είχε σφυρίξει στην συμμορία της κι είχαν εξαφανιστεί σκαρφαλώνοντας στα κεραμίδια των σπιτιών.

 

»Από εκείνη την ημέρα, μια φωτιά μ’ έκαιγε διαρκώς και δεν μ’ άφηνε να ησυχάσω. Είχα την μορφή της συνέχεια στο μυαλό μου και νόμιζα πως την έβλεπα σε κάθε πρόσωπο. Για λίγες μέρες νόμιζα πως θα τρελαινόμουν. Μετά, αποφάσισα να γίνω άξιος για την καρδιά που ήθελα τόσο απελπισμένα να κλέψω. Θα έγραφα τα πιο όμορφα τραγούδια για τα πανέμορφα μάτια της.

 

»Για μήνες έπαιζα μουσική χωρίς να νοιάζομαι ούτε για την φήμη, ούτε για να χρήματα. Έκλεινα τα μάτια μου κι έβλεπα μπροστά μου το πρόσωπό της, φανταζόμουν πως παίζω για κείνη. Άλλοτε χαμογελούσα, άλλοτε δάκρυζα κι άλλοτε η φωνή μου έσπαζε απ’ την λαχτάρα μου. Μερικές φορές, νόμιζα ότι την έβλεπα με την άκρη του ματιού μου, όμως χανόταν αμέσως.

 

»Ένα βράδυ έγραφα ένα καινούργιο τραγούδι μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με τα μάτια κλειστά και το λαούτο μου αγκαλιά, όταν ένιωσα το δωμάτιο να σκοτεινιάζει απότομα. Άνοιξα τα μάτια τρομαγμένος και την είδα να κάθεται στο περβάζι του παραθύρου μου και να χαμογελάει γλυκά, μ’ ένα λαούτο περασμένο στην πλάτη της. Νόμιζα πως είχα παραισθήσεις, όπως είχε ξανασυμβεί τόσες φορές, κι ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου, όμως η εικόνα της δεν εξαφανίστηκε. Σηκώθηκε, περπάτησε μέχρι το κρεβάτι κι έκατσε στην άκρη, βγάζοντας απ’ την πλάτη της το λαούτο.

 

»-Τώρα μου έχεις πάρει κι εσύ κάτι, μου ψιθύρισε πονηρά, ακουμπώντας το λαούτο δίπλα μου.

 

»-Έχω δικό μου, απάντησα σαν ηλίθιος, ενώ η καρδιά μου άρχιζε να τρέχει σαν ξέφρενο άλογο. Εκείνη γέλασε.

 

»-Σαν αυτό δεν έχεις, με ακινητοποίησε με το καταπράσινο βλέμμα της. Δεν είναι φτιαγμένο μόνο από ξύλο και μέταλλο. Έχω βάλει μέσα την καρδιά μου κι ό,τι νιώθω για σένα θα γίνεται μουσική κάθε φορά που θα παίζεις.

 

»Πριν προλάβω να βρω άλλη βλακεία να πω κι ενώ το στόμα μου είχε στεγνώσει, η κλέφτρα μείωσε το κενό ανάμεσά μας μέχρι που τα χείλη της άγγιξαν τα δικά μου.

 

»-Με λένε Ρυς, μου είπε γλυκά.

 

»Έτσι πέρασαν τέσσερα χρόνια. Σπίτι μου έγινε το ερειπωμένο χαμόσπιτο της Ρυς, με τα σπασμένα παράθυρα και τις λιωμένες κουρελούδες, στο οποίο μπαινόβγαινε νυχθημερόν η συμμορία της. Όσο και να την παρακαλούσα, δεν ήθελε να φύγει από κει μέσα. Κι εμένα, όμως, δε μ’ ένοιαζε τόσο. Είχα την κλέφτρα μου δική μου και το λαούτο που μου ‘χε χαρίσει έβγαζε τις πιο υπέροχες και χαρούμενες μελωδίες που είχα ονειρευτεί ποτέ, τέλειες όπως τέλεια ήταν κι η αγάπη της.

 

»Σιγά σιγά άρχιζα ν’ αποκτώ φήμη και χρήματα. Πολλά χρήματα και μεγάλη φήμη. Το λαούτο τραγουδούσε και μεθούσε όλο τον κόσμο κι ο κόσμος αυτός μεθούσε εμένα. Γυρνούσα στο χαμόσπιτο όλο και πιο αργά κάθε βράδυ, έπαιζα μουσική στα διάσημα πανδοχεία της Κρεντ όλο και πιο πολύ. Έβλεπα την Ρυς όλο και πιο λίγο. Μερικές φορές απορούσα γιατί επέμενε να φοράει τα παλιά της ρούχα, να βουτάει πορτοφόλια και να γυροφέρνει με την συμμορία της, ενώ τώρα είχαμε χρήματα και μπορούσαμε ν’ αλλάξουμε ζωή. Αλλά, όσες φορές την ρωτούσα, τα μάτια της σκούραιναν κι απαντούσε μόνο εσύ έχεις την ελευθερία σου κι εγώ την δική μου.

 

»Δεν κατάλαβα πότε το λαούτο άλλαξε σκοπό. Σταδιακά οι μελωδίες του είχαν αρχίσει να γίνονται πιο θλιμμένες κι ο κόσμος σκούπιζε τα δάκρυά του όταν άκουγε τις μουσικές μου. Μαγευτικό και σπαρακτικό ήταν τώρα το παίξιμο, αλλά για μένα συνέχιζε να είναι όπως ήταν και πριν. Μόνο όταν γύρισα νωρίς ένα πρωί στο χαμόσπιτο και το βρήκα άδειο, κατάλαβα πως η Ρυς με είχε εγκαταλείψει.

 

»Τρελάθηκα όταν συνειδητοποίησα πως δεν θα γυρνούσε ποτέ. Δεν είχε πάρει τίποτα, δεν είχε αφήσει ούτε ένα σημείωμα, αλλά εγώ το ήξερα μέσα μου πως δεν είχε πάθει κακό, δεν την είχαν συλλάβει, δεν την είχαν σκοτώσει. Είχε φύγει με την θέλησή της. Είχε φύγει γιατί δεν ήθελε πια να είναι μαζί μου.

 

»Δεν της έδωσα δίκιο ούτε για μια στιγμή, Λίτο. Έφταιγε μόνο εκείνη. Εγώ ήθελα να της προσφέρω τα πάντα κι εκείνη δεν ήθελε να τα πάρει. Εγώ την αγαπούσα κι εκείνη όχι. Εγώ την ήθελα. Εγώ έκλαιγα. Εγώ, εγώ, εγώ. Και δε μου πέρασε στιγμή απ’ το μυαλό πως η Ρυς μού είχε δώσει την ίδια της την καρδιά κι όλη της την αγάπη. Στιγμή δεν έκατσα να σκεφτώ πως το λαούτο ακόμα τραγουδούσε. Τι ανόητος, τι μικρός και λίγος που ήμουν για την υπέροχη κλέφτρα μου, Λίτο…»

 

 

Ο γέροντας ξέσπασε σε λυγμούς που τράνταζαν το σκεβρωμένο του σώμα. Τα ραμμένα βλέφαρα σφίχτηκαν, λες κι αποζητούσαν τα δάκρυα που δεν μπορούσαν να χύσουν. Ο Λίτο αυθόρμητα τέντωσε το ένα χέρι του και χάιδεψε το μπράτσο του τυφλού παρηγορητικά, σκουπίζοντας διακριτικά τα μάτια του με την ανάστροφη της άλλης του παλάμης. Λίγη ώρα μετά, ο γέρος φάνηκε να συνέρχεται. Η φωνή του χαμήλωσε, σα να αποκάλυπτε δόλια μυστικά που κι ο ίδιος σιχαινόταν.

 

 

«Δεν έψαξα να την βρω. Ήξερα πως, αν η Ρυς ήθελε να κρυφτεί από μένα, θα τα κατάφερνε. Αυτό που έκανα ήταν ανείπωτο, Λίτο, και το έκανα σχεδόν από εκδίκηση. Μάζεψα όλα τα λεφτά που είχα κι όταν είδα πως δεν έφταναν, πούλησα το λαούτο που μου είχε δώσει. Το πούλησα χωρίς να το σκεφτώ ούτε μια στιγμή. Η μουσική, ο κόσμος, τα πάντα τα είχα θάψει και μόνο ένα πράγμα είχε σφηνωθεί στο μυαλό μου κι είχε γίνει εμμονή: η Ρυς θα γύριζε κοντά μου, θα γύριζε σε μένα και δεν θα έφευγε ποτέ ξανά. Όσα ήθελε ο μάγος για να κάνει το ξόρκι, θα του τα έδινα. Ούτε το κακό του μούτρο μ’ ένοιαξε. Τίποτα. Του πέταξα το σακούλι με τα λεφτά που είχε ζητήσει κι επανέλαβα το ξόρκι που ήθελα:

 

»Θέλω να γυρίσει κοντά μου η Ρυς. Θέλω να μ’ αγαπάει, να με θέλει. Να μην μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα! Όποιος φέρεται ανέντιμα στην αγάπη, πρέπει να ντρέπεται! Αυτόν που νιώθει πραγματικά την αγάπη να μην τολμά στα μάτια να κοιτάξει!

 

»Ο γέρος χασκογέλασε με το κοκκινισμένο απ’ την οργή μούτρο μου, με τα δάκρυα που τρέχαν απ’ τα μάτια μου, πήρε το πουγκί, μέτρησε τα νομίσματα και μου ‘πε πως θα γίνει ό,τι ζήτησα. Νιώθοντας μια πικρίλα στην καρδιά μου, γύρισα μουδιασμένος στο σπίτι κι απ’ την πόρτα ακόμα, ήξερα πως το ξόρκι είχε πετύχει.

 

»Δεν θα ξεχάσω τις λίγες εκείνες στιγμές. Τις νιώθω μέσα μου λες κι έγιναν εχθές. Στεκόμουν έξω απ’ το χαμόσπιτο, μπροστά στην ετοιμόρροπη πόρτα του κι ήξερα πως απ’ την άλλη πλευρά στεκόταν η Ρυς. Θ’ άνοιγα την πόρτα και θα ‘βλεπα πάλι τα καταπράσινα μάτια της να γελούν. Θα μ’ αγκάλιαζε, θα με φιλούσε κι όλα θα ήταν όπως πριν. Θα μ’ αγαπούσε για πάντα. Το χέρι μου έτρεμε, καθώς έσπρωχνα την πόρτα.

 

»Ήταν εκεί, στεκόταν μπροστά μου. Αυτές οι λεκιασμένες και τσαλαπατημένες μπότες δεν μπορούσαν ν’ ανήκουν σε κανέναν άλλο.

 

»-Γύρισα, Φενν, μου είπε απαλά, με την γλυκιά φωνή που έπαιρνε τις σπάνιες στιγμές που δεν κρατούσε απολύτως τίποτα για τον εαυτό της.

 

»Είχε γυρίσει. Το σκούρο της παντελόνι έπλεε πάνω της, φαινόταν να έχει μείνει μισή στον ένα μήνα που είχε λείψει και ποτέ δεν είχε πολύ ψαχνό πάνω της.

 

»-Φενν; Θα με συγχωρέσεις που έφυγα; ρώτησε κι ένιωσα πως η κυνική μου κλέφτρα ήταν βουρκωμένη.

 

»Αν θα την συγχωρούσα… Πάσχιζα, μα όσο κι αν προσπαθούσα, το βλέμμα μου σκάλωνε στον λαιμό της, λες και το πρόσωπό της ανήκε σε κάποιον άλλο κόσμο.

 

»-Γιατί δεν με κοιτάζεις; ρώτησε με μια πίκρα που την ένιωσα να τρυπάει την ψυχή μου σαν λεπίδα. Πώς να της το έλεγα; Πώς να της ομολογούσα πως δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια; Πώς να της έλεγα τι είχα κάνει, νομίζοντας πως δεν μ’ αγαπούσε πια;

 

»-Καταλαβαίνω. Συγγνώμη, ψιθύρισε και στο σπάσιμο της φωνής της άκουσα και την καρδιά της να ραγίζει.

 

»Η Ρυς δεν μίλησε άλλο. Με αργά βήματα με προσπέρασε και βγήκε απ’ το σπίτι, ενώ τα φλογισμένα μου μάτια ακόμα αδυνατούσαν να γυρέψουν τα δικά της.

 

Έμεινα ακίνητος για ώρα, καρφωμένος στην ίδια θέση, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί, τι είχα κάνει μόνος μου. Ένιωσα ένα μούδιασμα να θολώνει το κεφάλι μου στην σκέψη πως δεν θα μπορούσα ποτέ ξανά να κοιτάξω την Ρυς στα μάτια. Τα έφερα μπροστά μου. Πράσινα, πανέμορφα, γεμάτα λατρεία, πείραγμα, θυμό, ζωή, αγάπη. Κι εγώ δεν θα τα έβλεπα ποτέ ξανά. Έριξα πίσω το κεφάλι μου και ούρλιαξα, τρελαινόμουν. Μέσα στη μανία μου, έμπηξα τα δάχτυλά μου στις κόχες των ματιών μου και τα ξερίζωσα. Αφού δεν θα ξανάβλεπα τα μάτια της Ρυς, δεν ήθελα να ξαναδώ τίποτε άλλο. Δεν ένιωσα πόνο, εκείνη την στιγμή. Το μόνο που ένιωθα ήταν απόγνωση. Δεν ξέρω πότε, πώς μαζεύτηκε ο κόσμος μέσα στο χαμόσπιτο. Άκουγα ουρλιαχτά μπλεγμένα με τα δικά μου, αλλά δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει.

 

»Μετά βρέθηκα να ξυπνάω χωρίς όραση και μ’ έναν φριχτό πόνο εκεί που ήταν τα μάτια μου. Ψαχούλεψα με τα χέρια μου το πρόσωπό μου κι έπιασα ένα δεμένο μαντήλι. Σιγά σιγά επανήλθε η μνήμη μου κι έντρομος φώναξα την Ρυς, αλλά ήταν ένα απ’ τα παλικάρια της που μου απάντησε. Δεν ξέρω τι μου είπε, δεν θυμάμαι. Το μόνο που θυμάμαι είναι να ζητάω την Ρυς, να μου την φέρουν, να με πάνε σε κείνη. Τα βήματά του ακούστηκαν πιο κοντά μου.

 

»-Θα σε πήγαινα με τα χέρια μου εκεί που είναι η Ρυς και με μεγάλη μου ευχαρίστηση, ψιθύρισε, φτύνοντας τις λέξεις. Περίμενα να ξυπνήσεις, να τηρήσω την υπόσχεση που της έδωσα. Σου αφήνει την καρδιά της να σου τραγουδάει.

 

»Κουφός στις παρακλήσεις και τα ουρλιαχτά μου έφυγε, αφήνοντάς με μόνο με την οδύνη και τις ενοχές μου.

 

»Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι σημαίνει να τυφλώνεσαι απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε την τρέλα μπορώ να σου περιγράψω, Λίτο. Μπορώ, όμως, να σου πω πως η θύμηση των ματιών της δεν έφυγε ποτέ απ’ την καρδιά μου. Τα μάτια της ήταν η τρέλα κι η γιατρειά μου κι η απώλειά της ο μεγαλύτερος πόνος μου. Τόσο μπροστά μου τα είχα πάντα, που άπλωνα το χέρι μου να την αγγίξω.

 

»Απ’ τα χρόνια που πέρασα χωρίς λογική, μόνο τα βλέμματα που με στοιχειώνανε θυμάμαι. Τα μάτια της Ρυς που γελούσαν, άστραφταν, έκριναν, έκλαιγαν, συγχωρούσαν, αγαπούσαν. Στα όνειρά μου ζούσα την ίδια σκηνή ξανά και ξανά, την ανημπόρια μου να την κοιτάξω. Μια νύχτα, μια νύχτα μόνο παρακαλώ οι θεοί να με λυπηθούν και να μ’ αφήσουν έστω για λίγο ν’ αλλάξω την ιστορία και να κοιτάξω την Ρυς μου στα μάτια.

 

»Αλίμονο, δεν άλλαξε ποτέ. Ακόμα κι όταν βρήκα πάλι τα λογικά μου, τ’ όνειρο παρέμεινα κάθε νύχτα το ίδιο. Το μόνο που άλλαξε ήταν οι μέρες μου. Το μόνο που μου έμενε σ’ αυτό τον κόσμο πια να κάνω, ήταν να βρω το λαούτο που είχε μέσα την καρδιά της κι είχε φτιαχτεί μόνο για μένα. Όμως δεν είχα μάτια για να το δω, ούτε λεφτά για να το γυρέψω.

 

»Ένα πράγμα μόνο μου είχε απομείνει και μ’ αυτό πολεμώ τόσα χρόνια που έχω χάσει πια το μέτρημα: η φήμη που τότε είχα φτιάξει. Και μιας και δεν ήθελα πια να τραγουδώ, το μόνο που μου είχε μείνει ήταν να βρω μαθητές.»

 

«Κι έτσι όρισες πως όποιος σου έφερνε πίσω το λαούτο, θα τον έπαιρνες για μαθητευόμενο,» συμπλήρωσε ο Λίτο. Ο Φενν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

 

«Έτσι. Αλλά οι ελπίδες μου λιγόστευαν με κάθε χρόνο που περνούσε. Σήμερα μου έφερες κάτι που δεν περίμενα να ξαναπιάσω στα χέρια μου, Λίτο. Μου έφερες πίσω την καρδιά της Ρυς μου. Εξαιτίας της μουσικής έχασα τα μάτια της, αλλά τώρα την έχω πάλι κοντά μου. Και, ποιος ξέρει, απόψε ίσως οι θεοί να με λυπηθούν και να μ’ αφήσουν ν’ αλλάξω τ’ όνειρό μου…»

 

Ο Λίτο δεν βρήκε άλλα λόγια να πει στον γέροντα. Οι επιθυμίες του τού φαίνονταν ξαφνικά βλάσφημες μπροστά στην ιστορία που είχε ακούσει. Έκατσε σιωπηλός στην καρέκλα του, ενώ ο τυφλός γέροντας έπιασε πάλι το λαούτο και τραγούδησε για τα μάτια της Ρυς με την καρδιά της στα χέρια του.

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αχ κλέφτρα, μου την πήρες την καρδιά, δεν την σούφρωσες όμως με ελαφρύ χεράκι, την κάρφωσες με την πιρούνα του σεφ και την ψιλόκοψες με τα κρεμμυδάκια. Ερινύα! Και κοίτα να δεις, να φταίει λέει πάλι ο άντρας που δε λέει να καταλάβει – κλασσικά – την αγάπη μιας γυναίκας! Τσκ-τσκ-τσκ…

 

Από τις ωραιότερες ιστορίες του διαγωνισμού που ευλογούν αυτόν τον θεσμό του φόρουμ. Θεωρώ το διήγημα εντός θέματος.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ συναισθηματικό και συγκινητικό διήγημα. Από την αρχή έως το τέλος.

 

Η αφήγηση του γέροντα έβγαζε τον πόνο και τη νοσταλγία που ένιωθε για την κλέφτρα του. Το σημείο όπου περιγράφει τα μάτια της, καταπληκτικό. Η μουσική, που είναι από τα κύρια συστατικά του, το ανεβάζει ακόμη πιο πολύ για μένα.

 

Δεν έχω άλλα να πω. Εξαιρετική δουλειά.

 

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Ωραίο τίτλος, αντιπροσωπεύει την ιστορία σου.

 

Ο γραπτός σου λόγος είναι εξαιρετικός, από την πρώτη γραμμή άρχισα να φτιάχνω εικόνες στο μυαλό μου.

 

Οι ήρωας σου είναι πολυδιάστατος. Στην αρχή νόμιζα ότι θα ήταν μια κοινότυπη φιγούρα αλλά έκανα λάθος και αυτό ήταν πολύ ευχάριστο. Είχε να πει μια πολύ καλή ιστορία.

 

Ωραία ονόματα και πρωτότυπα.

 

Η Ρύς σκέτο χαμίνι. Δέσανε πολύ ωραία οι δύο χαρακτήρες.

 

Οι χαρακτήρες λοιπόν και ο γραπτός λόγος μεγάλο συν.

 

Ωραίο τέλος. Τώρα κατάλαβα γιατί σε αποκαλούν Ερινύα! Ήθελαν αν διαβάσω κάτι δικό σου για να δω τι εννοούσαν…

 

Ο ρυθμός της ιστορίας ήταν πολύ καλός την διάβασα εύκολα. Το φάντασυ στοιχείο το είδαμε πολύ αργά όμως στην ιστορία αλλά κατανοητό αν σκεφτώ την υπόθεση και πως ολοκληρώθηκε. Καλή επιτυχία

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μου θυμισε ενα παλιο ελληνικο παραμυθι με τον λυραρη που η νεραιδα του εκλεψε ενα δαχτυλο σε ανταλλαγμα να παιζει τελεια την λυρα του.

 

Η δικη σου ιστορια ειναι πιο ομορφη παντως :)

Link to comment
Share on other sites

Μπα σε καλό σου, με συγκίνησες.

Πολύ όμορφη ιστορία, συγκινητική και καλογραμμένη. Το φανταστικό στοιχείο είναι διακριτικά παρόν σε όλο το κείμενο και αφήνει όλο το πεδίο ελεύθερο στις έντονες συναισθηματικές εικόνες.

Δε μπορώ να πω ότι η ιστορία σου ήταν απολύτως εντός θέματος, τουλάχιστον εγώ δε στάθηκα ικανός να εντοπίσω την ακριβή σύνδεση, μα αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από την ομορφιά και το λυρισμό της.

Link to comment
Share on other sites

Οι Ερινύες ξαναχτυπούν!

 

 

Αχ τι παθαίνουμε όταν ζητάμε κάτι εν βρασμώ ψυχής!

 

 

 

Άκρως συγκινητική η ιστορία και πολύ γοητευτικό το περιβάλλον όπου στήνεται.

Μου αρέσει που εκτός από τις τόσο ζωντανές σκηνές στους δρόμους και στην ταβέρνα, νομίζω ότι κάπου ακούω και τον ήχο των τραγουδιών.

Καλό, κλασικό φάντασι, με όλα τα στοιχεία της συνταγής δοσμένα σωστά, και με αφήνει με όλες τις αισθήσεις ικανοποιημένες.

 

Δεν έχω παράπονα.

Από τις αγαπημένες μου ιστορίες σ' αυτόν τον διαγωνισμό.

 

Edit: ένα τυπο στο spoiler

Edited by Tiessa
Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία!! Την έχω διαβάσει τρεις φορές. Πάντα με αφήνει με ένα αίσθημα γλυκιάς μελαγχολίας.

 

Μου άρεσε το κλίμα, μου άρεσε η Ρυς, μου άρεσε η νύξη του πόσα πράγματα έχουμε και δε βλέπουμε παρα μόνο όταν χάσουμε. Μου άρεσε και το τέλος.

 

Δεν έχω αρνητικά να του προσάψω. Είναι στη μέση της τριάδας μου.

 

Άκυρο, αλλά μου αφήνει μια εικόνα φθινοπωρινών φύλλων που πέφτουν. (δεν ξέρω γιατί)

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Χμμ. Κατάφερες αρκετά καλά να αποφύγεις το κλισέ με την

κατάρα,

αλλά το τέλος μου φάνηκε κάπως άνευρο. Ίσως ο επίλογος μετά την κορύφωσή όπου

βγάζει τα μάτια του

να είναι κάπως τραβηγμένος σε έκταση.

Προσωπικά θα προτιμούσα να μην

έβγαζε τα μάτια του

αμέσως αλλά μετά από κάποιο καιρό (μέρες; βδομάδες; ) όταν θα συνειδητοποιούσε ότι

δεν μπορούσε να αντέξει την κατάρα.

Θα κέρδιζες έτσι σε ψυχολογική ένταση και θα είχες την ευκαιρία να τονίσεις την πολύ ωραία σκηνή όπου

δεν μπορεί να την κοιτάξει στα μάτια.

 

Καθόλου άσχημη ιστορία συνολικά.

Link to comment
Share on other sites

Την δική μου καρδιά πήρε η ιστορία. :blush-anim-cl:

 

Προσεκτικό συντακτικό και πολύ προσεγμένη η εικόνα του κειμένου. Σωστά λειτουργικά και νοηματικά στημένοι οι διάλογοι, δίνουν χώρο να σταθεί ο αναγνώστης μέσα στην ιστορία, παρακολουθούν , εξηγούν , και εκφράζουν την και στην σκέψη του αναγνώστη (κάτι πολύ σημαντικό). Καλή ροή της ανάγνωσης. Σωστός ο χρόνος κάθε περιγραφής , καλό γενικά «timing» και ανάδραση με τον αναγνώστη. Ωραίες ατμόσφαιρες. Οι ιδέες, η κεντρική ιδέα, δεν ήταν και τίποτα το πολύ πρωτότυπο και υπάρχουν «κλισέ», αλλά καθόλου δεν με χάλασε όπως τα απόδωσες (και αυτό φυσικά, για εμένα, είναι που μετράει).

 

Το μόνο στοιχείο που δεν μου άρεσε είναι που λές: «Φήμη, λεφτά κι έρωτας είναι οι σκοποί όλων των βάρδων, αν κι όχι απαραίτητα μ’ αυτή την σειρά» είναι άλλη η εικόνα και η εντύπωση που έχω για τους βάρδους, δεν μου ταίριαξε καλά έτσι όπως το παρουσίασες. Αυτά που περιγράφεις και όπως τα περιγράφεις ίσως τα αποζητάνε οι πολιτικοί , οι απατεώνες, ποτέ όμως τόσο ξεκάθαρα και συνειδητά ένας βάρδος, όσα πάθη και ελαττώματα και αν έχει. Πόσο μάλλον, όλοι οι Βάρδοι. Θα μου πεις, πως σε εκείνον τον κόσμο έτσι ήταν αυτοί οι βάρδοι. Ναι , ίσως, αλλά θα πρέπει να γίνει και με τον ανάλογο αριστοτεχνικό και κατάλληλο τρόπο αυτή η "ανάπλαση", αλλά, και πάλι δεν είναι και τα πάντα εύκαιρα προς κάτι τέτοιο.

 

 

Η πιο ολοκληρωμένη και σωστά στημένη, από καθαρά «συγγραφική» άποψη , ιστορία που έχω διαβάσω μέχρι στιγμής (πολύ ενθαρρυντικό στοιχείο αυτό). Γενικά μου άρεσε πολύ , με συγκίνησε (χωρίς να γίνεται πολύ μελό, ίσως μόνο στην αρχή το παράκανες λίγο, αλλά γενικά είναι συγκροτημένα τα συναισθήματα) και την διάβασα με αμείωτο ενδιαφέρον, από την αρχή ως το τέλος, χωρίς να βαρεθώ σε κανένα σημείο .

 

Αξιολογότατη !

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Δε νομίζω ότι έχω να πω κάτι γι’αυτή την ιστορία. Μόνο ότι κατάλαβα γιατί πήρες τον τίτλο της Ερινύας. Συγκινητική ιστορία, ονειρικές εκφράσεις, ταιριαστή ροή... Τα σέβη μου. Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

πολύ ωραία η ιστορία σου και αρκετά συγκινιτική

ειδικά το τέλος με τon

ήρωα που τυφλώνει τον εαυτό του

 

καλογραμμένη και σίγουρα από τις αγαπημένες μου του διαγωνισμού

:)

Edited by joidv
Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη ιστορία, στολισμένη χωρίς να έχει παραφορτωθεί και συγκινητική χωρίς μελό, μου θυμίζει το στυλ της Naroualis. Έχεις εικόνες, ήχους, χαρακτήρες και υπόθεση, όλα δυνατά και καλοφτιαγμένα (εδώ ηχητικό εφέ ο Χατζηγιώργης να φυσάει τη μύτη του) μέσα σε μια ποιητική ατμόσφαιρα. Τα μόνα αρνητικά που μπορώ να βρω, κι αυτά επειδή κατά βάθος είμαι πολύ πιο κυνικό κάθαρμα από σένα και σήμερα είμαι στις κακές μου, είναι ένα-δύο σημεία όπου νομίζω πως το συντακτικό παραπαίει λίγο, η κοινοτοπία του ονόματος Ρυς (DinMacXanti + Terminator), το ότι την

κατάρα-αντάλλαγμα

την κατάλαβα με κάποια καθυστέρηση και την αναληθοφάνεια του

βγαλσίματος των ματιών: μόλις διάβασα ένα βιβλίο (Η κόρη του θεού, James Morrow) που έχει δύο σκηνές τέτοιου "αυτοξεματιάσματος" και σε καμία από τις δύο δεν αρκούν τα δάχτυλα ενός ανθρώπου για να βγάλουν τα ίδια του τα μάτια - και στις δύο χρησιμοποιείται κάτι άλλο, κουτάλι, μου φαίνεται (χεχε, σπλατεριά mode ondevil2.gif).

 

Αλλά θα ήταν κακία ανώτερη της σημερινής μου διάθεσης να σταθώ εκεί.

Μια πραγματικά πολύ όμορφη ιστορία. Μπράβο. :good:

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Αναμενόμενο. Απλά αναμενόμενο από σένα, καλέ μου νάνε.

 

Μου άρεσε: Το συναίσθημα, οι χαρακτήρες, ο ρυθμός της αφήγησης.

 

Δε μου άρεσε: Αρχίζω να διακρίνω μια πατέντα στα διηγήματά σου, που δε μ’ αφήνει να τα απολαύσω. Επανάληψη να την πω; Ξέρω ότι σε στεναχωρώ, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Ξέρω εξαρχής σχεδόν, τι θα γίνει κι απλά περιμένω να δω πώς θα το χειριστείς. Όμως η έκπληξη είναι μεγάλο ατού στα χέρια κάποιου που ξέρει να γράφει όπως εσύ. Προσπάθησε να την χρησιμοποιήσεις περισσότερο και κυρίως στις πλοκές σου.

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Αυτή η ιστορία με ταξίδεψε, που είναι και το ζητούμενο πάντα στο fantasy.

 

Η τύπισσα είναι στο μυαλό μου σαν κεραμιδόγατα, μια κόκκινη, πρασινομάτα κεραμιδόγατα. Η συμμορία της αποτελείται, φυσικά, από όλα τα χρώματα: ασπρόμαυροι, μαύροι, κόκκινοι, πιτσιλωτοί, με μακριά μαλλιά ή κοντά... Μου άρεσε έτσι που τη δείχνεις να κινείται σε κεραμίδια και παράθυρα. :blackcat:

 

Η γραφή σου καλή και προσεγμένη, αλλά λείπει αυτό το κάτι που θα ξεχωρίσει. Αυτό που θα δώσει μικρούς εγκεφαλικούς οργασμούς.

 

Το ίδιο και η πλοκή. Είναι καλή, αλλά δεν μου έδωσε κάτι ξεχωριστό να θυμάμαι. Βασίστηκες στα συναισθήματα, αλλά ακόμη κι έτσι, δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα το στήθος μου έτοιμο να σπάσει ή τα μάτια μου να βουρκώνουν.

Link to comment
Share on other sites

Ωραίο αρλεκινοφάνταζυ, με στρωτή γραφή, ωραίες εικόνες (ειδικά τα μάτια της κλέφτρας) και ταιριαστό τόνο στην αφήγηση.

 

Όμως πολύ μελό ρε Χριστ(ιν)άρα. Ειδικά η κορύφωση είναι τραβηγμένη όχι από τα μαλλιά αλλά μοιάζει με χόμπιτ στο κρεβάτι του Προκρούστη. Κόψε κάτι.

 

ΥΓ: Και random Ουαλόφιλη γκρίνια, αλλά το Rhys είναι αντρικό όνομα.

Link to comment
Share on other sites

Ατμόσφαιρα, ζωντάνια εικόνων και χαρακτήρων δε λέω, άριστα.

 

Κάποια πράγματα όμως με φάνηκαν υπερβολικά. Έχουμε και ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης σαν είδος,

 

 

δεν είναι τόσο απλό να πάρουμε τα χεράκια μας να βγάλουμε τα ματάκια μας.

 

 

Ίσως να ήταν έντονη η αντίθεση με την κατά τα άλλα ρεαλιστικότατη εξέλιξη της σχέσης τους.

 

 

 

Το μόνο στοιχείο που δεν μου άρεσε είναι που λές: «Φήμη, λεφτά κι έρωτας είναι οι σκοποί όλων των βάρδων, αν κι όχι απαραίτητα μ’ αυτή την σειρά» είναι άλλη η εικόνα και η εντύπωση που έχω για τους βάρδους, δεν μου ταίριαξε καλά έτσι όπως το παρουσίασες. Αυτά που περιγράφεις και όπως τα περιγράφεις ίσως τα αποζητάνε οι πολιτικοί , οι απατεώνες, ποτέ όμως τόσο ξεκάθαρα και συνειδητά ένας βάρδος, όσα πάθη και ελαττώματα και αν έχει. Πόσο μάλλον, όλοι οι Βάρδοι. Θα μου πεις, πως σε εκείνον τον κόσμο έτσι ήταν αυτοί οι βάρδοι. Ναι , ίσως, αλλά θα πρέπει να γίνει και με τον ανάλογο αριστοτεχνικό και κατάλληλο τρόπο αυτή η "ανάπλαση", αλλά, και πάλι δεν είναι και τα πάντα εύκαιρα προς κάτι τέτοιο.

 

Θα διαφωνήσω. Οι βάρδοι, σε οποιοδήποτε κόσμο, δεν παύουν να είναι άνθρωποι. Ιδίως σε νεαρή ηλικία τί άλλο να τους ενδιαφέρει;

Σεξ, ντραγκς και 3000-στιχες μπαλάντες.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη ιστορία (μπα σε καλό σου συγκινήθηκα πάλι, σαν δε ντρέπεσαι). Ακολούθησα όλους ήρωες εξίσου και ταυτίστηκα μαζί τους. Πολύ ωραίες περιγραφές και διάλογοι και μου αρέσει επίσης που αφήνεις και λίγο στην φαντασία μας το τι ακριβώς έπαθε η Ρυς,

αν και εγώ νομίζω πως πέθανε σχεδόν αμέσως από ραγισμένη καρδιά.

Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

 

Υ.Γ. Κάτι τελευταίο...

 

 

Σεξ, ντραγκς και 3000-στιχες μπαλάντες.:rofl:

 

ROCK ON!!!!!!!!!! :devil2::8):

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Χμμ, να που -ναι, ξέρω, είμαι τρομερά πρωτότυπος- έκλεψες ΚΑΙ τη δική μου την καρδιά (για λίγο :p )

Πολύ όμορφη ιστορία. Η γραφή σου είναι στρωτή και σπρώχνει την ιστορία τόσο ιδανικά, που καταφέρνει να την αναδεικνύει κι άλλο, if you know what i mean. Και τα βόρειου τύπου ονόματα, μαζί με το γενικό βορειο-κόνσεπτ (ναι, στο μυαλό μου, εκεί έχω ταξινομήσει βάρδους, μάγους και ονόματα με δύο "ν" στο τέλος) ήταν μια χαρά πινελιές. Δεν έχω παράπονο ούτε για το είδος, ούτε για το θέμα, αφού είσαι μέσα, άνετα.

Από τις αγαπημένες συμμετοχές.

Link to comment
Share on other sites

Ο λόγος σε αυτήν την ιστορία μού άρεσε πολύ. Με βοήθησε να φτάσω γρήγορα ως το τέλος.

Η ιστορία του γέρου δραματική

(μου άρεσε ιδιαίτερα η στιγμή που παίρνει το λαούτο κι ετοιμάζεται να ξεκινήσει, με κάποιον τρόπο τροφοδότησε με νέο καύσιμο το αρχικό μου ενδιαφέρον)

.

Έχω μια ένσταση στο πόσο εύκολα ο Φενν

υπερερωτεύεται τη Ρυς (ήθελα κάτι ακόμα που να τονώσει περισσότερο μέσα μου την εντύπωση που του έκανε η κοπέλα)

.

Μου άρεσε και η αντίδραση του Λίτο στο τέλος,

όταν βλέπει τις επιθυμίες του ως βλάσφημες φιλοδοξίες

.

Και ένα τελευταίο. Δεν είδα κάτι σχετικό στα σχόλια, οπότε φαντάζομαι δύο πράγματα: α) ότι είναι τόσο προφανές που δεν χρειάζεται να το αναφέρει κανείς β) ότι απλά η υπόθεσή μου είναι τελείως λανθασμένη. Λοιπόν… όταν αρχικά

η Ρυς εγκαταλείπει το Φενν, μήπως αυτό συμβαίνει επείδη εκείνη έχει πεθάνει; Δεν θα έκανα αυτήν την υπόθεση, αλλά ένα από τα παλικάρια της Ρυς λέει στο Φενν (όταν ο τελευταίος ξυπνάει τυφλός): ‘’Θα σε πήγαινα με τα χέρια μου εκεί που είναι η Ρυς και με μεγάλη μου ευχαρίστηση’’. Μου έκατσε κάπως σαν ο τύπος να έλεγε στην πραγματικότητα: ‘’θα σε σκότωνα με τα χέρια μου για να σε στείλω εκεί που είναι η Ρυς’’. Επίσης είναι κι αυτό: ''Είχε γυρίσει. Το σκούρο της παντελόνι έπλεε πάνω της, φαινόταν να έχει μείνει μισή στον ένα μήνα που είχε λείψει και ποτέ δεν είχε πολύ ψαχνό πάνω της.''

Οπότε σκέφτηκα ''ρε λες το ξόρκι να έφερε τη Ρυς από τον τάφο;;

 

Link to comment
Share on other sites

Μπα, πανάθεμά σε, dagon, με το στανιό να μου την κάνεις ζόμπι! Άμα δεν δεις χοροριά, την φτιάχνεις μόνος σου! :Ρ

 

Όχι, δεν είναι νεκρή όταν γυρίζει, πεθαίνει όταν ξαναφεύγει, γιατί, όπως ζήτησε ο Φενν στο ξόρκι, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Αλλά ναι, πεθαίνει.

 

Να ευχαριστήσω όλους για τα σχόλια, ιδιαιτέρως τον Μμιχάλη που έβαλε το δαχτυλάκι του ακριβώς στο σημείο που πονούσε και δεν μπορούσα να εντοπίσω μόνη μου.

Link to comment
Share on other sites

Θα αναφωνήσω "Σνιφ! Κλαψ! Λυγμ!" και θα χτυπήσω συμπονετικά το Χατζηγιώργη στην πλάτη, προσφέροντάς του χαρτομάντηλο. Θα συμφωνήσω απολύτως με την πρόταση του Κυρίου Μμαν και θα υπερθεματίσω, λέγοντας πως θα είναι καλύτερο να βρεις άλλον τρόπο για να αυτοτυφλωθεί. Ο χρόνος που θα χρειαζόταν για να βγάλει τα μάτια του με τα χέρια είναι πολύ μεγάλος και ο πόνος και οι δισταγμοί θα προλάβαιναν να τον σταματήσουν. Συμπληρώνοντας την πρόταση του Μ, ίσως έπρεπε αυτές τις μέρες να είχε μείνει μαζί του η Ρυς, ώστε να συνειδητοποιήσει σιγά σιγά τι του συμβαίνει (δεν ξέρω αν το εννοούσε έτσι ο Μ). Δεν ξέρω αν έλειψε, ή αν εγώ κάτι δεν έπιασα, αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος γιατί τον παράτησε κι έφυγε η κοπέλα.

 

Κατά τα άλλα, μου άρεσε πάρα πολύ η επιλογή της συγκεκριμένης femme fatale - με χαρακτήρα, ιδαιτερότητες και μια ενδιαφέρουσα και πολύ ωραία παρουσιασμένη εικόνα, ενώ παράλληλα έχει και μια σπαρακτικά ευαίσθητη πλευρά. Βαρέθηκα τις λεπτεπίλεπτες πριγκηποπούλες.

 

Τέσσερα στα πέντε χαρτομάντηλα.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφα γραμμένο και με πολύ καλή ροή ("έφυγε νεράκι"). Προσωπικά βρήκα τη σκηνή

της αυτό-τύφλωσης

κάπως υπερβολικά-θελω-να-βγάλω-τραγωδία-με-το-ζόρι, αλλά γούστα είναι αυτά. Σίγουρα από τα καλύτερα του διαγωνισμού.

Link to comment
Share on other sites

Καλά, καταρχάς η ιστορία μου άρεσε, προφανώς. Αλλά πριν από οτιδήποτε άλλο θέλω να υποστηρίξω την ποιητική α-η-δοία μας :p διότι για όνομα ρε σεις:

Εδώ κανείς μα κανείς δε σχολίασε το ίδιο ακριβώς ξεμάτιασμα ενώ εδώ, με το που το είπε ένας συμφωνήσατε όλοι πως δεν είναι ρεαλιστικό. Τι να πω κι εγώ τώρα? :p τσκ τσκ τσκ, οκ, δεν είναι. Μην το δοκιμάσετε, θα αποτύχετε και θα πονάτε :p Αλλά δουλεύει για την ιστορία; Ναι δουλεύει. Άψογα (σχεδόν γιατί συμφωνώ ότι ενδεχομένως να ήθελε λίγο τράβηγμα για να γίνει πιο έντονη η σκηνή, να έρχεται μετά από τη φρίκη της συνειδητοποίησης κι όχι επάνω σε αυτήν). Τι σας νοιάζει άμα γίνεται και στα αλήθεια???

 

Ίσως θέλει λίγη δουλίτσα το τέλος του, ίσως να ξανασκεφτόσουν το "βλάσφημο", ή κάτι τέτοιο μου φάνηκε λίγο βεβιασμένο στη φάση που ναι, είναι πολύ λίγα αυτά που θέλει σε σχέση με αυτά που έχει περάσει ο άλλος, αλλά και πάλι είναι αυτά που θέλει και τελικά δεν έφταιγε η μουσική για αυτά που έπαθε ο γέρος, το ξερό του το κεφάλι μόνο, οπότε ... ερωτώ: γιατί να μην τα θέλει ο νεαρός αυτά που θέλει; (και ας ελπίσουμε ότι με καταλαβαίνεις... το νοηματικό του εννοώ τέσπα, το όλο δέσιμο στο νόημα μεταξύ γέρου - νέου πράγματος)

 

Μου άρεσε πάρα πολύ το πως μπλέκεται γενικά η αίσθηση και η ποιότητα της μουσικής μέσα στην αφήγηση (εξάλλου είσαστε και dual δεσποινίς μου) και ο τρόπος που εναλλάσσεις αφήγηση με πλοκή. Λατρεύω τις ιστορίες μέσα στις ιστορίες. Ακόμα πιο πολύ αυτές που έχουν και μουσική υπόκρουση. :)

 

 

Άντε τώρα εγώ να σε παλέψω στις ερινύες.... ερινύα, ε ερινύα!

Link to comment
Share on other sites

Δεσποινίς, ήδη α) μ' έχετε καβαλικέψει μια φορά ως Ερινύα και β) έχετε καβατζάρει και την αριστερή σεμνότυφη μακρυκάνα σουρλουλού.

 

Αλλά σ' ευχαριστώ (όλους δηλαδή) για τα σχόλια. Η ιστορία έχει μπει σε πλάνο εργασίας μαζί με δύο άλλες για κάτι μεγαλύτερο (και -ελπίζω- καλύτερο).

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..