Jump to content

Η άπιστη Ηώ


Mesmer

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος

Είδος: Φαντασίας

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 5.600

Αυτοτελής; Ναι

 

Η άπιστη Ηώ

Η Ηώ ήταν γονατισμένη στο κέντρο ενός τεράστιου λευκού δωματίου περιμένοντας τον Θεό της. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσε να αντικρύσει τους τοίχους είτε επειδή ήταν πολύ λαμπεροί και εξέπεμπαν αυτό το λευκότατο φως, είτε επειδή ήταν πάρα πολύ μακριά και η όρασή της δεν έφτανε μέχρι εκεί. Δεν ήξερε που ακριβώς βρίσκεται αυτό το δωμάτιο, αλλά ούτε και θυμόταν πως είχε φτάσει εκεί ή αν την είχε πάει κάποιος άλλος. Όπως και τις προηγούμενες φορές. Πάντα το ίδιο.

 

Μπροστά της ήταν ο θρόνος του Θεού. Φτιαγμένος από άσπρο μάρμαρο και στολισμένος με υπέροχους πολύτιμους λίθους σε χρώματα και σχέδια που η Ηώ δεν είχε δει ποτέ, ορθωνόταν στο κέντρο του δωματίου με μεγαλοπρέπεια που γέμιζε τον απέραντο χώρο, αν και ήταν το μοναδικό αντικείμενο που υπήρχε τριγύρω.

 

Η ίδια φορούσε ένα απλό μακρύ λευκό φόρεμα γεμάτο πτυχώσεις που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα χέρια της, απ’ τους ώμους και κάτω. Τα πόδια της ήταν γυμνά και μαλλιά της δεμένα σε αλογοουρά, πράγμα που δεν το έκανε ποτέ.

 

Είχε καθίσει πάνω στις φτέρνες της με τα χέρια της αφημένα πάνω στα πόδια και περίμενε καρτερικά. Γύριζε το κεφάλι της αριστερά και δεξιά παρατηρώντας το αχανές εκείνο δωμάτιο. Σκεφτόταν πως αν υπήρχε κάπου μια πόρτα, θα χρειαζόταν μια αιωνιότητα για φτάσει από εκεί στο σημείο που τώρα βρισκόταν. Τόσο απέραντο έμοιαζε. Το μόνο στέρεο που μπορούσε να δει ήταν το πάλλευκο δάπεδο, σε συμφωνία αποχρώσεων με το υπόλοιπο δωμάτιο. Μερικά μέτρα μπροστά της ο θρόνος και ολόγυρα τους η λευκή άλως που περιέκλειε τα πάντα, σαν αραχνοΰφαντο πέπλο.

 

Η ύπαρξη και η παρουσία του συγκεκριμένου δωματίου της είχαν κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Όχι μόνο για την απεραντοσύνη του, αλλά και για την αίσθηση πληρότητας και ζεστασιάς που ένιωθε βρισκόμενη εκεί. Σα να την αγκάλιαζε αόρατα και προστατευτικά κάνοντάς την μ’ αυτόν τον τρόπο να μένει συγκεντρωμένη στον σκοπό της επίσκεψής της. Πράγματι, ενώ όλες της οι αισθήσεις δούλευαν πυρετωδώς, εξετάζοντας και καταγράφοντας τα πάντα, στο μυαλό της επικρατούσε μια απαράμιλλη ηρεμία.

 

Τότε ένιωσε την παρουσία Του. Δεν Τον είχε δει, δεν Τον είχε ακούσει, απλά κάτι μέσα της τής είχε πει ότι ήταν εκεί. Η Ηώ έσκυψε προς το πάτωμα. Το πρόσωπό της απείχε ελάχιστα από την κάτασπρη επιφάνεια και τα χέρια της ακουμπούσαν κάτω, ακριβώς μπροστά από το κεφάλι της. Δεν το έκανε από φόβο, ούτε επειδή της το είχε υποδείξει κάποιος. Ούτε ακόμη κι Εκείνος της είχε ζητήσει κάποια απόδειξη ταπεινότητας και ευσέβειας. Το έκανε από μόνη της επειδή ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε για να δείξει τον απέραντο σεβασμό που έτρεφε προς το πρόσωπό Του. Ένα πρόσωπο που δεν είχε αντικρύσει ποτέ της.

 

Άκουσε τα βήματά Του να πλησιάζουν από τα δεξιά της. Σταμάτησαν όταν έφτασε μπροστά στον θρόνο Του και άκουσε τα ρούχα Του να θροΐζουν καθώς καθόταν. Κρατώντας το κεφάλι σκυμμένο σήκωσε τα μάτια της και είδε τα πόδια Του μπροστά στον θρόνο. Τα παπούτσια που φορούσε ήταν κι εκείνα ολόλευκα. Πολύ διακριτικές ραφές κρατούσαν ενωμένα τα επιμέρους κομμάτια κι ένας ασημένιος τοκάς σε κάθε παπούτσι τα κρατούσε δεμένα στον ταρσό. Μπορούσε κανείς να διακρίνει την αρτιότητα ακόμη και σε κάτι που θεωρείται κοινό και αδιάφορο από όλους. Η κατάληξη του άσπρου υφασμάτινου παντελονιού Του σκέπαζε ελαφρώς τα παπούτσια ενώ η τσάκισή του θύμιζε λάμα χειρουργείου.

 

Κάθισε για μερικές στιγμές απέναντί της. Δεν ήξερε γιατί το έκανε πάντα αυτό. Ίσως να την μελετούσε. Ίσως να σκεφτόταν τι θα της έδινε αυτήν την φορά. Ή ίσως, απλά, να διασκέδαζε με την προσμονή της για την αποκάλυψη που θα της έκανε.

 

Όταν σηκώθηκε η Ηώ ένωσε τις παλάμες και τις σήκωσε πάνω απ’ το κεφάλι της, διατηρώντας το πρόσωπο της σε απόσταση μια σελίδας χαρτιού από το έδαφος. Εκείνος άφησε κάτι μέσα στην χούφτα της και μετά αποχώρησε, τόσο ανάλαφρα και τόσο αδιανόητα, όσο και η εμφάνισή Του νωρίτερα. Μόνο τότε η Ηώ σηκώθηκε και κάθισε πάλι στις φτέρνες της φέρνοντας με ανυπομονησία τα χέρια της μπροστά της ώστε να μπορεί να μελετήσει αυτό που της είχε δώσει.

 

Αυτή την φορά ήταν ο αριθμός π. Ο λόγος της περιφέρειας κάθε κύκλου προς την διάμετρό του. Το περίφημο 3,14. Βρισκόταν ολόκληρος μέσα σε εκείνο το μικρό κρυστάλλινο ορθογώνιο, μερικών τετραγωνικών εκατοστών, που της είχε δώσει. Όλα του τα ψηφία βρισκόταν εκεί μέσα διατεταγμένα με έναν μοναδικό τρόπο, με τον οποίο μπορούσε να έχει πρόσβαση σε όποιο τμήμα του αριθμού επιθυμούσε. Από το πρώτο μέχρι το… τελευταίο ψηφίο, σκεφτόταν η Ηώ και η σκέψη από μόνη της δημιουργούσε υπερφόρτωση στον εγκέφαλό της. Ήταν σα να είχε κλειστεί το άπειρο μέσα σε ένα ορθογώνιο.

 

Η Ηώ το κοίταζε με άκρατο θαυμασμό αλλά και με απορία. Επεξεργαζόταν την δομή του π από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά και την έβρισκε τέλεια. Προσπαθούσε να αποτυπώσει στην μνήμη της κάθε νέα λεπτομέρεια που συναντούσε, να αποκρυπτογραφήσει κάθε νέο μυστήριο που αναδυόταν. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο, επειδή το μέγεθος του αριθμού ήταν άπειρο και ο χρόνος της περιορισμένος.

 

Εκείνη την στιγμή ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, το οποίο σήμανε το τέλος. Και ως δια μαγείας ή δείγμα θεϊκής επιθυμίας, τα πάντα εξαφανίστηκαν. Ακόμα και εκείνο το μικρό, αλλά τόσο πολύτιμο, κρυστάλλινο ορθογώνιο.

 

 

 

Η Ηώ άνοιξε τα μάτια της και σχεδόν αμέσως τα έκλεισε ξανά επιθυμώντας το όνειρο να συνεχιστεί. Τράβηξε το πάπλωμα πάνω από το κεφάλι της και το πίεσε στο πρόσωπό της δίνοντας έμφαση στην επιθυμία της. Αλλά ήταν μάταιο. Είχε ξυπνήσει, πλέον, για τα καλά.

 

Έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι ανασαίνοντας βαθιά. Ένιωθε το σώμα της ανάλαφρο και αναζωογονημένο και την ψυχή της γεμάτη από χαρά και αγαλλίαση. Ένιωθε, όμως, και ένα μικρό κενό, το οποίο είχε δημιουργηθεί από κάτι που της άνηκε για λίγο αλλά μετά, σχεδόν άσπλαχνα, της είχε στερηθεί.

 

Οι ακτίνες του ήλιου είχαν τρυπώσει στο δωμάτιό της μέσα από τις τρύπες του πατζουριού και την αραιή πλέξη της κουρτίνας, υποκινώντας την να σηκωθεί. Πήγε στο μπάνιο και έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό της. Κοιτάχτηκε στο καθρέφτη και μέσα στα μάτια της μπορούσε να δει την χαρά που ένιωθε από την στιγμή που ξύπνησε. Χαμογέλασε στο εαυτό της.

 

Ήξερε πολύ καλά γιατί συνέβαινε αυτό. Επειδή είχε συμβεί και αρκετά προηγούμενα βράδια. Πάντα το ίδιο όνειρο, με μόνη διαφορά το δώρο που προοριζόταν για κείνη. Αυτό την έκανε να αισθάνεται σημαντική και ξεχωριστή καθώς ήταν εκείνη που είχε επιλεγεί για να ρίχνει κλεφτές ματιές στην ακαθόριστη, αλλά διόλου ευκαταφρόνητη, πολυπλοκότητα του σύμπαντος.

 

Ήξερε, επίσης, ποιος ήταν Εκείνος που παρουσιαζόταν κάθε βράδυ στα όνειρα της. Βέβαια, δεν έδινε μεγάλη σημασία στην κατανόηση των ονείρων μιας και τα θεωρούσε μηνύματα του υποσυνείδητου, που την στιγμή που ήταν πιο ευάλωτη διείσδυαν στο χώρο του συνειδητού και προβαλλόταν με την μορφή εικόνων και βίντεο στο κέντρο εισερχομένων του εγκεφάλου της. Αλλά, και πάλι, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Θεός κατείχε την κεντρική θέση στα όνειρά της, με μια μορφή την οποία είχε πάψει να αποδέχεται.

 

Σχεδόν με το που πέρασε στο τμήμα φυσικής του πανεπιστημίου η Ηώ είχε αρνηθεί την εικόνα του Θεού που παρουσιάζει ο Χριστιανισμός. Οι γενειοφόροι καλοκάγαθοι παππούληδες είχαν τελειώσει πια για κείνην. Πλέον είχε ασπαστεί την άποψη που είχαν οι περισσότεροι μεγάλοι επιστήμονες για τον Θεό. Ένας απέραντος Νους. Αλλά αυτό και μόνο αυτό.

 

Στα διάφορα αποφθέγματα επιστημόνων που είχε διαβάσει, τα οποία αναφέρονταν στον Θεό, υπήρχε ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όλα έκαναν μνεία για την οξύνοια και την διανόησή Του, αλλά σε κανένα δεν αναφερόταν η αγάπη, η σοφία και η αγαθοσύνη Του. Απ’ ό,τι μπορούσε να πει η ίδια, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο επειδή δεν είχε κάτι άλλο να κάνει ή για να αποδείξει στον εαυτό Του ότι μπορούσε να το κάνει και αυτό. Το σημαντικότερο επίτευγμα της εφευρετικότητάς Του ήταν η δημιουργία της ζωής, με αποκορύφωμα τον άνθρωπο.

 

Όμως, ο σημαντικότερος λόγος που τα πίστευε όλα αυτά ήταν το ότι ο Θεός δεν είχε να κερδίσει τίποτα από τους ανθρώπους. Τίποτα απολύτως. Οι άνθρωποι είναι ανθρωποκεντρικοί με ξαφνικά εξάρματα πίστης τις στιγμές που όλα πάνε κατά διαόλου. Αλλά και πάλι, όταν όλα στρώσουν το αποδίδουν στον εξαιρετικό χειρισμό τους ή στην εκάστοτε κωλοφαρδία. Κι ο Θεός κοιτάει από πάνω και μονολογεί παραπονεμένα: «Και σε μένα, βρε παιδιά; Τίποτα;». Όχι, η Ηώ δεν ήταν διατεθειμένη να δεχτεί κάτι τέτοιο.

 

Για κείνην τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι κάποιος προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών καταφέρνει, μέσα από έναν κυκεώνα αλγορίθμων, να δημιουργήσει μια υποτυπώδη μορφή συνείδησης, με την οποία οπλίζει τα ψηφιακά του δημιουργήματα και τα τοποθετεί στον ψηφιακό κόσμο που έχει φτιάξει αποκλειστικά για τις ανάγκες τους. Ο προγραμματιστής αυτός θα ήταν ο θεός ενός ψηφιακού κόσμου και το μόνο που θα είχε να κάνει θα ήταν να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των πλασμάτων του, οι οποίες, λίγο πολύ, θα του ήταν γνωστές, αφού εκείνος τις είχε προτοποθετήσει εκεί. Βέβαια, όποτε βαριόταν, θα μπορούσε να γράψει μερικές γραμμές κώδικα και να δημιουργήσει ένα «θαύμα» στον ψηφιακό του κόσμο, επειδή ξέρει ότι έχει τις δυνατότητες αλλά και για να διασκεδάσει με τις αντιδράσεις των πλασμάτων του. Εκείνα θα κινούνταν στον πλαστά τρισδιάστατο ολογραφικό τους κόσμο, χωρίς να μπορούν σε καμία περίπτωση να αντιληφθούν τον προγραμματιστή-θεό που τους κοιτάζει απ’ την δική του διάσταση. Η ανάγκη τους για μάθηση θα τους έκανε να αρχίσουν να εξερευνούν τον κόσμου τους και ίσως, μετά από πολύ καιρό, να ανακάλυπταν ότι ήταν αποκλειστικά φτιαγμένος από δυο στάθμες, τις οποίες εμείς θα ερμηνεύαμε ως δυο διακριτές ηλεκτρικές τάσεις ή ως 1 και 0, αλλά εκείνα θα σταματούσαν ακριβώς εκεί επειδή η νόηση τους δεν θα τους επέτρεπε να σκεφτούν πέρα από αυτό. Ο θεός, όντας άνθρωπος, θα ήταν πολύ υπερήφανος για το δημιούργημά του, θα θριαμβολογούσε και θα κομπορρημονούσε περί αυτού, αλλά ποτέ δεν θα προσπαθούσε να του εμφυσήσει την αγαθοσύνη του, αλλά και ούτε θα το αγαπούσε ποτέ αληθινά και αγνά.

 

Μέσω της εμπορικότητας και της ανάγκης των ανθρώπων για ρευστό χρήμα, η αλγοριθμική συνείδηση μεταφέρετε σε πολλούς υπολογιστές, κι έτσι, πλέον, μόνο η Γη διαθέτει αρκετές χιλιάδες «θεούς». Αυτό, βέβαια, φαίνεται κάπως παιδιάστικο και αφελές, αλλά υπάρχει ένα κοινό γνώρισμα σε όλους αυτούς τους «θεούς». Κανένας δεν θα δίσταζε να σκοτώσει τα πλάσματά του για να αναβαθμίσει την συνείδησή τους στην Version 2.1. Και η Ηώ έτρεμε στην ιδέα ότι ο Θεός κάποια στιγμή θα μπορούσε να αποφασίσει να φτιάξει το Σύμπαν 2.1.

 

Η ιδιαιτερότητα και η εκκεντρική Του παρουσία, όμως, στα όνειρά της συνέχιζε να της τριβελίζει το μυαλό. Τον θεωρούσε περισσότερο σαν μια προσωποποίηση του Όλου παρά σαν τον Θεό Αυτόν καθ’ Εαυτόν. Το ότι το υποσυνείδητό της τής παρουσίαζε τον συμπαντικό Νουν με την μορφή ανθρώπου, το εκλάμβανε σαν εκλαϊκευμένη επιστήμη. Και ήξερε ότι το χαιρόταν ιδιαίτερα, αφού αυτό της επέτρεπε να έχει μια πλατωνική σχέση μαζί Του.

 

Τα όνειρα είχαν ξεκινήσει περίπου δυο βδομάδες πριν. Ήταν όλα παρόμοια εκτός από το πρώτο. Εκείνη την πρώτη φορά, η Ηώ, είχε βρεθεί με τον ίδιο απροσδιόριστο τρόπο σ’ εκείνο το κατάλευκο, τεραστίων διαστάσεων, δωμάτιο να γονατίζει με ευλάβεια μπροστά σ’ Εκείνον, που αμέσως αναγνώρισε σαν τον Θεό της, ο Οποίος καθόταν στον επιβλητικό Του θρόνο και το μόνο που έκανε ήταν να την εξετάζει και να την ερμηνεύει. Μόνο αυτό, όλο το βράδυ. Εκείνη παρέμενε εκεί γονατισμένη και σκυμμένη, χωρίς να νιώθει κάποιον φόβο ή κάποια ντροπή. Χωρίς να θέλει να αμφισβητήσει την σημαντικότητα της διαδικασίας, όσο περίεργη κι της φαινόταν πως είναι. Χωρίς την ανάγκη να αφήσει το μυαλό της να ταξιδέψει κάπου αλλού. Όταν ξύπνησε το πρωί ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Η ανάμνηση της γνωριμίας που είχε κάνει γέμιζε την ψυχή με πολλά συναισθήματα. Το ότι είχε εισχωρήσει στα άδυτα του εαυτού της την έκανε χαρούμενη, επειδή της έδωσε την ευκαιρία να Του δείξει ποια στ’ αλήθεια είναι. Ηρέμισε πραγματικά όταν μετά από ένα ντους βγήκε έξω στο δρόμο και ο λαμπερός πρωινός ήλιος έριξε τις ακτίνες του στο πρόσωπό της.

 

Αυτό, όμως, που ακολούθησε ήταν υπεράνω πάσης φαντασίας, για την ίδια. Οι επισκέψεις του Θεού συνεχίστηκαν και κάθε βράδυ ερχόταν να την συναντήσει στα όνειρά της. Ή κατά την διάρκεια των ονείρων της την έπαιρνε στο δικό Του μέρος. Υπήρχε πάντα η μυστικιστική ατμόσφαιρα που υπήρχε και την πρώτη φορά, αλλά τώρα υπήρχαν και κάποιου είδους παραχωρήσεις από μέρους Του, προς εκείνη. Της αποκάλυπτε τα μυστικά από έναν κόσμο, που εκείνη λάτρευε, μέσω μικρών αντικειμένων-δώρων που της προσέφερε. Αλλά όσο μικρό κι αν ήταν το μέγεθός τους, γιατί πάντα μπορούσε να τα κρατήσει μέσα στα χέρια της, αυτά που της φανέρωναν για την πολυπλοκότητα και την λειτουργία του σύμπαντος ήταν τεραστίας σημασίας.

 

Μια φορά της είχε δώσει να κρατήσει ένα πολυδιάστατο αντικείμενο. Ήταν ότι πιο παράξενο είχε πιάσει ποτέ στα χέρια της. Ενώ η δομή του ήταν στερεή, εκείνο λειτουργούσε με έναν ρευστό ή ασταθή μηχανισμό που του επέτρεπε να έχει εντελώς διαφορετικό σχήμα κάθε φορά που η Ηώ το κοιτούσε από διαφορετική οπτική γωνία. Αλλά και όταν το επέστρεφε στην αρχική του θέση, η μορφή του ήταν και πάλι διαφορετική. Παρά την στερεότητά του, η Ηώ μπορούσε άνετα να βάλει τα δάχτυλά της μέσα στο αντικείμενο και να αγγίξει το εσωτερικό του. Κι ενώ τα δάχτυλά της ήταν μέσα στο αντικείμενο, με μια μικρή περιστροφή του χεριού της μπορούσαν ξαφνικά να μεταφερθούν στην εξωτερική πλευρά, χωρίς να τα έχει μετακινήσει καθόλου. Άλλες φορές πάλι, τα δάχτυλα της έμοιαζαν να βρίσκονται ταυτόχρονα και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό του αντικειμένου. Οι πολλαπλές διαστάσεις είχαν ξετυλιχθεί μπροστά της και της φανέρωναν τις κρυφές ιδιότητες και τις μοναδικές εφαρμογές τους.

 

Μια άλλη φορά, ο Θεός, της έβαλε στα χέρια ένα σωματίδιο Χιγκς. Αλλιώς γνωστό και ως μποζόνιο Χιγκς. Αλλά η πιο βαρυσήμαντη ονομασία του, με την οποία έχει γίνει διάσημο, είναι το σωματίδιο του Θεού. Η ύπαρξή του υπολογίστηκε, θεωρητικά, πριν από 40 χρόνια και από τότε, όλες οι προσπάθειες παραγωγής του απέβησαν άκαρπες. Η Ηώ, όμως, το είχε κρατήσει μέσα στα ίδια της τα χέρια. Βέβαια, χρειάστηκε να το μεγεθύνει με την όρασή της πάνω από ένα τετράκις τρισεκατομμύρια φορές για να μπορέσει να το δει, αλλά και πάλι, άξιζε τον κόπο. Το σωματίδιο του Θεού είναι το μοναδικό μονόμετρο στοιχειώδες σωματίδιο, και είναι αυτό που δίνει μάζα σε όλα τα υπόλοιπα σωματίδια, ακόμα και στον εαυτό του. Γι’ αυτό και του δόθηκε αυτό το χαρακτηριστικό όνομα. Χωρίς το σωματίδιο Χιγκς τίποτα δεν θα είχε μάζα και το σύμπαν δεν θα είχε υπάρξει ποτέ.

 

Μ’ εκείνο, όμως, που η Ηώ είχε διασκεδάσει περισσότερο ήταν όταν της δόθηκε μια γέφυρα Αϊνστάιν-Ρόζεν, η γνωστή σε όλους κοσμική σκουληκότρυπα. Ήταν, βέβαια, πολύ μικρών διαστάσεων, αλλά ακόμη κι έτσι μπορούσε να αποκαλύψει τα μαγευτικά μυστικά που έκρυβε αυτό το εξαιρετικό φαινόμενο. Η Ηώ το αντιλαμβανόταν σαν μια λεπτή ελαστική κλωστή, μήκους περίπου μισού μέτρου, η οποία και στις δυο άκρες της έφερε από μια δίνη. Οι δίνες αυτές στην πραγματικότητα ήταν στρεβλώσεις του χωροχρόνου οι οποίες διοχετεύονταν μέσω της κλωστής και ένωναν τις δυο άκρες. Αυτό είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα στα άκρα της κλωστής να βρίσκεται το ίδιο και το αυτό σημείο, όσο μακριά κι αν ήταν το ένα από το άλλο. Η Ηώ είχε βάλει το δάχτυλό της μέσα στην μια δίνη και αμέσως εμφανίστηκε στην άλλη άκρη της γέφυρας. Το δάχτυλό της συνέχιζε να προεξέχει προς το σημείο που κοιτούσε η δίνη ακόμα και όταν η Ηώ έστρεφε εκείνη την άκρη προς διαφορετικές κατευθύνσεις ή τέντωνε την κλωστή. Είχε γελάσει αφάνταστα παίζοντας με αυτόν τον τρόπο, που της θύμιζε ταχυδακτυλουργικά τρικ. Έφερε στο μυαλό της τον τρίτο νόμο του Άρθουρ Κλαρκ: Κάθε επαρκώς προηγμένη επιστήμη είναι απαράλλακτη με τη μαγεία.

 

Και μ’ αυτόν τον τρόπο η Ηώ είχε λύσει πολλά από τα αινίγματα των σύγχρονων επιστημών. Αν και προερχόταν από τον κόσμο των ονείρων, η επανάληψή τους σε συνδυασμό με τον συναισθηματισμό που της προκαλούσαν την έκαναν να πιστεύει πως ένα μέρος όλων αυτών ήταν αληθινό. Το κακό ήταν ότι δεν μπορούσε να μεταφέρει τίποτα από τα όνειρά της στον πραγματικό κόσμο. Σίγουρα όχι κάτι χειροπιαστό, αλλά ούτε και κάτι διανοητικό. Αν και η όλη εντύπωση και λειτουργία των όσων είχε δει υπήρχε ακόμα μέσα στο μυαλό της, το να τα διατυπώσει έμοιαζε, και πάν’ απ’ όλα ήταν, ανέφικτο.

 

Αφού ντύθηκε, η Ηώ, στάθηκε ξανά μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου για να συμμαζέψει την εμφάνισή της. Έστρωσε τα ρούχα της και μετά άρχισε να χτενίζεται, ολοκληρώνοντας έτσι την πρωινή της περιποίηση. Αφού τέλειωσε το χτένισμα μάζεψε, με το χέρι της, τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της πίσω από το κεφάλι της, σαν σε αλογοουρά. Ήταν κάτι που έκανε κάθε μέρα τις τελευταίες δυο βδομάδες. Κοιτάχτηκε και χαμογέλασε, για ακόμη μια φορά, με την ασυνήθιστη, για κείνη, όψη που έπαιρνε το πρόσωπό της. Γιατί όχι; σκέφτηκε και σκαλίζοντας τα πράγματά της βρήκε ένα μικρό κόκκινο λαστιχάκι. Έδεσε μ’ εκείνο τα μαλλιά της και αμέσως ξεκίνησε για το πανεπιστήμιο.

 

Δεν θα της έπαιρνε πάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσει στην σχολή της με την αστική συγκοινωνία. Και το ηλιόλουστο εκείνο πρωινό, θα έκανε την διαδρομή της αρκετά ευχάριστη. Τα μαθήματα θα ξεκινούσαν λίγο αργότερα κι αυτό θα της έδινε κάποιο χρόνο για να μιλήσει με τους συμφοιτητές της στους διαδρόμους και να ρίξει μα γρήγορη ματιά στις σημειώσεις της. Πολλές φορές, επίσης, της άρεζε απλά να κάθεται στη είσοδο της σχολής και να παρατηρεί και να αφουγκράζεται όλα εκείνα τα ανήσυχα και γεμάτα δίψα για μάθηση πνεύματα που συνευρίσκονταν καθημερινά εκεί.

 

Είχε ήδη περάσει αρκετή ώρα φλυαρώντας και γελώντας με τους γνωστούς που βρήκε στα έδρανα του προθαλάμου της σχολής, όταν αποφάσισε να βγει λίγο έξω και να πάρει μερικές ανάσες φρέσκου δροσερού αέρα. Κάθισε στα σκαλοπάτια μπροστά από την είσοδο, άφησε δίπλα της την τσάντα της και έβγαλε από μέσα μερικές σελίδες με προχειρογραμμένες σημειώσεις από το προηγούμενο μάθημα. Πολλοί φίλοι της την πείραζαν γι’ αυτήν την συνήθειά της, αφού, ως γνωστόν, η μελέτη επιβαλλόταν μόνο σε περιόδους εξεταστικής. Εκείνη, όμως, παρέμενε αδιάλλακτη σχετικά με την ισχύ αυτού του φοιτητικού θεσμού.

 

Ξεφύλλιζε τις σημειώσεις της, μελετώντας και κατανοώντας μαθηματικούς τύπους, όταν κάτι μπήκε ανάμεσα σ’ αυτήν και τον ήλιο, ρίχνοντας μια σκιά πάνω της. Στράφηκε προς τα αριστερά της κι αυτό που είδε της προκάλεσε μια υπερβατική αίσθηση déjà-vu. Λίγα σκαλοπάτια πιο κάτω βρίσκονταν δυο λευκά παπούτσια των οποίων οι πολύ διακριτικές ραφές κρατούσαν ενωμένα τα επιμέρους κομμάτια ενώ ένας ασημένιος τοκάς σε κάθε παπούτσι τα κρατούσε δεμένα στον ταρσό. Ένα ολόασπρο υφασμάτινο παντελόνι με άψογη τσάκιση, πέφτοντας ανάλαφρα από πάνω, τα κάλυπτε ελαφρώς.

 

Η Ηώ ένιωσε μικρούς κόμπους να δένονται σε όλο της το σώμα προκαλώντας της μια άβολη δυσκινησία. Ταυτόχρονα η καρδιά της βρισκόταν σε σύγχυση, μη ξέροντας αν έπρεπε να σταματήσει ή να αρχίσει να χτυπάει σαν τρελή. Τα πνευμόνια της είχαν πεισμώσει για το ότι δεν χρειάζονται πλέον άλλον αέρα, ενώ ο εγκέφαλός της έπιασε απίστευτες ταχύτητες επεξεργασίας προσπαθώντας να αποδιώξει τα σήματα που έστελναν τα μάτια της.

 

«Καλημέρα σας, δεσποινίς», ακούστηκε η ευγενική φωνή του άντρα που βρισκόταν μπροστά της. «Μήπως μπορείτε να μου δείξετε προς τα πού βρίσκεται η Γραμματεία της σχολής;»

 

Ανακτώντας ξανά τον έλεγχο του σώματός της, η Ηώ, έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω. Την ενδυμασία του άντρα συμπλήρωνε ένα σακάκι στο ίδιο χρώμα με το παντελόνι κι ένα γκρίζο πουκάμισο. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο από τις φωτεινές ακτίνες του ήλιου που έπεφταν κατευθείαν στα μάτια της Ηώς. Έστρεψε το σώμα της κάπως αδέξια, ίσως απ’ την ταραχή της, για να σηκωθεί. Μόλις στάθηκε στα πόδια της είδε τον άντρα να σκύβει κάπως βιαστικά λέγοντας:

 

«Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω»

 

Τότε η Ηώ κατάλαβε ότι της είχαν φύγει οι σημειώσεις απ’ τα χέρια και οι σελίδες είχαν σκορπιστεί στα σκαλοπάτια. Εκείνη, ακόμα συνεπαρμένη, έμεινε αρκετή ώρα ασάλευτη να κοιτάζει τον άντρα που ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά μαζεύοντας τα σκόρπια φύλλα. Τελικά κατόρθωσε να μιλήσει.

 

«Όχι… δεν χρειάζεται…», είπε αλλά εκείνη την στιγμή ο άντρας της έδινε πίσω τις συγκεντρωμένες σημειώσεις της. «Ευχαριστώ», του είπε συνεσταλμένα.

 

«Παρακαλώ» της είπε εκείνος και χαμογέλασε προσθέτοντας «Μου φάνηκε ότι λίγη βοήθεια θα σας ήταν χρήσιμη»

 

Η φυσιογνωμία του άντρα είχε αιχμαλωτίσει το βλέμμα της Ηώς. Φαινόταν περίπου 50 χρονών, αλλά ίσως και να ήταν πολύ μεγαλύτερος αφού το πρόσωπό του αν και δεν έδειχνε ταλαιπωρημένο από τα χρόνια παρ’ όλ’ αυτά ξεχείλιζε από εμπειρία και σοφία. Στο κέντρο του προσώπου του τα μάτια του λάμπανε σαν δυο καταπράσινα σμαράγδια που κρύβουνε γνώσεις αλλά και μυστικά. Στην κορυφή του κεφαλιού του τα πυκνά μαλλιά του είχαν γκριζάρει ομοιόμορφα με έναν τρόπο μοναδικό, που κάτω απ’ τις ακτίνες του ήλιου τα έκανε να φαίνονται σα να έχουν το χρώμα του ασημιού.

 

Είναι το πρόσωπο που δεν έχω δει ακόμα; αναλογιζόταν η Ηώ σκεφτόμενη τα όνειρά της. Της φαινόταν αδύνατο, μια πολύ μεγάλη σύμπτωση, αλλά όσα είχε, μέχρι τώρα, δει, συνέκλιναν προς την αντίθετη άποψη. Σίγουρα, όμως, ήταν ένα πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να δώσει στην Θεϊκή εκείνη μορφή των ονείρων της.

 

«Λοιπόν», μίλησε ξανά ο άντρας «Μπορείτε τώρα να μου πείτε που είναι η Γραμματεία της σχολής;»

 

«Ναι, φυσικά», απάντησε η Ηώ και του εξήγησε πώς θα βρει το γραφείο της Γραμματείας.

 

«Ευχαριστώ πολύ», της είπε ευγενικά. «Το όνομά μου είναι Αναστάσιος Κωνσταντινίδης και θα είμαι λέκτορας στην σχολή γι’ αυτό και το επόμενο εξάμηνο. Θα χαρώ να σας δω στις παραδώσεις». Την αποχαιρέτισε με ένα νεύμα του κεφαλιού κι ένα χαμόγελο και ύστερα ανέβηκε τα σκαλοπάτια και χάθηκε πίσω από την πόρτα της εισόδου.

 

Η Ηώ απέμεινε μόνη να κοιτάζει τους φοιτητές που συνέχιζαν να μπαινοβγαίνουν από την είσοδο της σχολής. Αργά, το σάστισμα που είχε προκληθεί στις σκέψεις και στο κορμί της άρχισε να υποχωρεί. Την θέση αυτού του σαστίσματος πήρε μια οξεία περιέργεια. Ήθελε να ξανασυναντήσει αυτόν τον άντρα, να μάθει ποιος είναι και να ακούσει αυτά που έχει να πει. Βρισκόταν στον τέταρτο χρόνο της πανεπιστημιακής της ζωής. Ήδη διένυε το τελευταίο εξάμηνο ακαδημαϊκών μαθημάτων και το επόμενο εξάμηνο θα το αφιέρωνε αποκλειστικά στην πτυχιακή της εργασία. Επίσης, είχε δηλώσει τα μαθήματα που θα παρακολουθούσε σ’ αυτό το εξάμηνο και δεν μπορούσε να προσθέσει κάτι άλλο στο, ήδη φορτωμένο, πρόγραμμά της. Δεν υπήρχε, όμως, καμία περίπτωση να χάσει τις παραδώσεις εκείνου του άντρα, που της είχε συστηθεί ως Αναστάσιος Κωνσταντινίδης.

 

Στις αρχές της επόμενης εβδομάδας είδε την ανακοίνωση που ανήγγειλε την έναρξη των παραδόσεων του Δρ. Αναστάσιου Κωνσταντινίδη για το μάθημα Η Δομή και η Σύσταση της Ύλης. Η Ηώ σημείωσε τις ημερομηνίες και παρά του ότι η πρώτη παράδοση θα γινόταν σε δυο μόλις μέρες, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό και την ανυπομονησία της.

 

Κι εκείνες οι δυο μέρες πέρασαν σχετικά γρήγορα. Ίσως σ’ αυτό να έφταιγε και το γεγονός ότι το μυαλό της Ηώς φερόταν λες και είχε παραλύσει, κάνοντάς την να βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς αφηρημάδας. Το πρωί της πρώτης παράδοσης σηκώθηκε από το κρεβάτι νωρίτερα από τις άλλες φορές ώστε να έχει αρκετό χρόνο να ετοιμαστεί. Τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Έφαγε πρωινό, ντύθηκε και καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη, επιμελούμενη της τελευταίες λεπτομέρειες της εμφάνισής της, έδεσε για ακόμη μια φορά τα μαλλιά της σε αλογοουρά. Λίγα λεπτά αργότερα έμπαινε στο αστικό λεωφορείο που θα την οδηγούσε στο πανεπιστήμιο.

 

Έφτασε στο αμφιθέατρο λίγα λεπτά πριν από την έναρξη της διάλεξης, καθυστερώντας επίτηδες την άφιξή της. Μερικοί αργοπορημένοι φοιτητές έμπαιναν εκείνη την στιγμή στην αίθουσα. Η Ηώ, με την σειρά της, πέρασε κι εκείνη την πόρτα, βρίσκοντας ένα αμφιθέατρο να βρίθει από νέο κόσμο. Σχεδόν όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες και ένα βουητό φτιαγμένο από μουρμουρητά έφτανε στα αφτιά της από κάθε μεριά της αίθουσας. Βρήκε μια θέση για να καθίσει αρκετά πίσω στο αμφιθέατρο, αφού σκοπός της ήταν μόνο να παρακολουθήσει κι όχι να συμμετέχει. Ήταν η μοναδική φορά που ερχόταν σε παράδοση μαθήματος χωρίς να έχει στυλό και τετράδιο μαζί της για να κρατάει σημειώσεις.

 

Ο καθηγητής δεν είχε εμφανιστεί ακόμη κι όλοι είχαν βρει την ευκαιρία να ανταλλάξουν νέα, να κουτσομπολέψουν και να αστειευτούν, σε ένα περιβάλλον που δεν συναντούσε κάνεις συχνά στο πανεπιστήμιο.

 

Μερικοί συριστικοί ήχοι ακούστηκαν προτρέποντας την αίθουσα να ησυχάσει. Κάποιοι γύρισαν τα κεφάλια τους προς την πόρτα, και το ίδιο έκανε και η Ηώ. Ο καθηγητής είχε μόλις περάσει το κατώφλι και προχωρούσε προς την έδρα. Είχε το βλέμμα του στραμμένο προς τους φοιτητές και χαμογελούσε βλέποντας πόσο μεγάλη απήχηση είχε η πρώτη του παρουσία εκεί. Σταμάτησε μπροστά στην έδρα και άφησε επάνω της έναν άσπρο φάκελο που κρατούσε στα χέρια του, μετά στράφηκε προς τους φοιτητές, διατηρώντας το χαμόγελο στο πρόσωπό του.

 

Από τα πίσω καθίσματα η Ηώ τον περιεργάστηκε κάπως αδιάκριτα, αφού η απόσταση της το επέτρεπε. Το ντύσιμο του ήταν πολύ πιο απλό και καθημερινό από την προηγούμενη φορά. Φορούσε τζιν παντελόνι και ένα καρό πουκάμισο στα χρώματα του ουρανού και της θάλασσας. Στο πρόσωπό του, όμως, μπορούσε ακόμα να διακρίνει την ίδια λάμψη και σοφία, όπως και την πρώτη φορά.

 

«Καλημέρα», είπε ο καθηγητής και η φωνή του ακούστηκε πεντακάθαρη σε όλη την αίθουσα. Πολλές φωνές ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό. «Το όνομά μου είναι Αναστάσιος Κωνσταντινίδης», συνέχισε ο καθηγητής «και μαζί θα κάνουμε το μάθημα για την δομή και την σύσταση της ύλης.»

 

Σταμάτησε για μια στιγμή και περιέφερε το βλέμμα του σε όλο το αμφιθέατρο, σα να αναγνώριζε κάθε φοιτητή ξεχωριστά.

 

«Αφού αυτό είναι το πρώτο μας μάθημα, θα ξεκινήσουμε κάπως χαλαρά, και θα αναφερθούμε σε πράγματα τα οποία είναι σχετικά γνωστά. Μια μικρή επανάληψη αν θέλετε. Ποιος ή ποια, λοιπόν, μπορεί να μου πει ποια είναι η μικρότερη ποσότητα της ύλης, που διατηρεί τις ιδιότητες του αρχικού σώματος;»

 

Η ερώτηση απευθυνόταν σε όλους, έτσι κάποιος απάντησε: «Το μόριο»

 

«Πολύ σωστά», ήρθε άμεσα η επιβράβευση από τον καθηγητή, γνωρίζοντας, θαρρείς, ποιος ήταν αυτός που έδωσε την απάντηση. «Το μόριο είναι η ελάχιστη ποσότητα ελεύθερης ύλης που έχει και τις φυσικές και τις χημικές ιδιότητες του σώματος από το οποίο προήλθε.»

 

Η Ηώ πραγματικά απολάμβανε την διάλεξη, ακόμη κι αν αυτή είχε μόλις αρχίσει. Όλα αυτά της ήταν πολύ γνωστά, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα παρουσίαζε ο καθηγητής τους έδινε μια διαφορετική διάσταση. Ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε για το αντικείμενο ήταν σα να βρισκόταν ο ίδιος εκεί μέσα και να τους μετέφερε τα τεκταινόμενα από πρώτο χέρι. Μ’ αυτόν τον τρόπο έπαιρνε και τους φοιτητές μαζί του, βυθίζοντας τους σ’ έναν αχανή μικρόκοσμο.

 

«Και τι υπάρχει πέρα από τα μόρια;», ρώτησε ο καθηγητής αφού τέλειωσε την αναφορά του σχετικά με τα μόρια.

 

Η ερώτηση ήταν και πάλι προς όλους και μια κοπέλα είπε: «Τα άτομα»

 

«Τα άτομα, ακριβώς αυτά είναι.», το πάθος και η ένταση του καθηγητή φαινόταν να ανεβαίνουν καθώς τα σωματίδια γινόταν όλο και μικρότερα. «Πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια σε μια συνεχή αλλά, κατά τα άλλα, απρόβλεπτη κίνηση συνδέονται με εκατομμύρια συνδυασμούς δημιουργώντας την ύλη που όλοι ξέρουμε.»

 

Η Ηώ ένιωσε να παρασέρνεται από την ευφράδεια και παραστατικότητα του καθηγητή. Ένιωσε να σμικρύνεται σε μέγεθος και να βρίσκεται στην καρδιά ενός ατόμου. Παντού γύρω της υπήρχαν πρωτόνια και νετρόνια σφιχτά δεμένα μεταξύ τους με ισχυρή πυρηνική ενέργεια, η οποία την διαπερνούσε, ηλεκτρίζοντας την ευχάριστα. Έξω από τον πυρήνα, τα ηλεκτρόνια, σαν πλανήτες σε τροχιά, περιστρέφονταν ταχύτατα, καθένα στην δική του στοιβάδα. Μπορούσε να αναγνωρίσει τα άτομα του άνθρακα των οποίων τα ηλεκτρόνια σχημάτιζαν sp3 και sp2 υβριδισμούς, οι οποίοι με την σειρά τους δημιουργούσαν ομοιοπολικούς και ετεροπολικούς δεσμούς, επεκτείνοντας την ανθρακική αλυσίδα και δημιουργώντας τις ενώσεις που είναι υπεύθυνες για την ζωή.

 

«Και τι υπάρχει πέρα από τα άτομα;», ρώτησε ξανά ο καθηγητής εκμαιεύοντας την απάντηση από τους μαθητές.

 

«Τα κουάρκ.», ακούστηκε η φωνή μιας φοιτήτριας.

 

«Φυσικά και είναι τα κουάρκ.», αναφώνησε ο καθηγητής και συνέχισε την ομιλία του κάνοντας την Ηώ να χάνεται σε ακόμη μικρότερα μεγέθη. Πάνω και κάτω κουάρκ. Παράξενα και γοητευτικά κουάρκ. Ένας μυστηριώδης κόσμος είχε απλωθεί γύρω της κι εκείνη παρακολουθούσε, γεμάτη δέος, τα διάφορα είδη των κουάρκ να έρχονται κοντά και γλουόνια να τα συγκρατούν μεταξύ τους, σχηματίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο αδρόνια.

 

«Και τι υπάρχει πέρα από τα κουάρκ;», ρώτησε για άλλη μια φορά την τάξη του ο καθηγητής.

 

«Οι χορδές.», απάντησε ένας φοιτητής.

 

«Ναι ναι, είναι οι χορδές». Η φωνή του καθηγητή μετέφερε την Ηώ σε έναν ακόμη πιο παράξενο, μονοδιάστατο κόσμο, όπου τα πάντα ήταν φτιαγμένα από μικροσκοπικές χορδές οι οποίες δονούνταν με εκατομμύρια διαφορετικούς τρόπους για να σχηματίσουν όλα τα υπόλοιπα σωματίδια των ανωτέρων διαστάσεων.

 

«Και τι υπάρχει πέρα από τις χορδές;»

 

Ήταν η μοναδική φορά που η ερώτηση του καθηγητή έμεινε αναπάντητη. Προφανώς είχαν φτάσει σε ένα σημείο όπου οι φοιτητές δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις για να συνεχίσουν να δίνουν απαντήσεις.

 

«Λοιπόν; Κάποιος ή κάποια;», επέμεινε ο καθηγητής κοιτώντας τους φοιτητές οι οποίοι για πρώτη φορά έσπασαν την ησυχία κι άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν. Αφού ο καθηγητής είδε πως δεν θα έπαιρνε μια απάντηση, στράφηκε προς την έδρα και άνοιξε τον φάκελο τον οποίο είχε φέρει μαζί του. Έβγαλε από μέσα μια σελίδα, που μάλλον περιείχε την λίστα με τα ονόματα των φοιτητών και την κοίταξε.

 

«Για να δούμε», είπε. «Ηώ, να ένα ενδιαφέρον όνομα»

 

Η Ηώ τα ‘χασε. Αυτό ήταν αδύνατο. Δεν είχε καν δηλώσει το όνομά της, πώς ήταν δυνατόν να βρίσκεται στην λίστα;

 

«Ηώ; Μπορείς να μας πεις που είσαι;», ρώτησε ευδιάθετα ο καθηγητής. Η Ηώ, κάπως διστακτικά, σήκωσε το χέρι της.

 

«Α, να ‘σαι.», της είπε και φαινόταν πως το διασκέδαζε. «Λοιπόν, δεσποινίς, σε ακούμε»

 

«Τι θέλετε να σας πω;», ρώτησε η Ηώ, που ήταν ακόμα μπερδεμένη και μετά βίας θυμόταν την ερώτηση που είχε τεθεί.

 

«Τι βρίσκεται πέρα από τις χορδές;», ξαναρώτησε ο καθηγητής και την κοίταξε στα μάτια περιμένοντας την απάντησή της. Σιωπή επικράτησε στην αίθουσα.

 

Η Ηώ δεν είχε ιδέα για το ποια είναι η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση. Στην πραγματικότητα δεν πίστευε ότι κάποιος άνθρωπος είχε μια απάντηση για την συγκεκριμένη ερώτηση. Έτσι, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους και είπε: «Ένας Θεός ξέρει.».

 

Μερικά γέλια ακούστηκαν στην αίθουσα κι ακόμη και ο ίδιος ο καθηγητής άρχισε να γελάει. Μετά την κοίταξε και με τρόπο σοβαρό, αν και με το χαμόγελο ακόμα στα χείλη, την ρώτησε: «Μπορείς να το αποδείξεις αυτό επιστημονικά;»

 

Ακόμα περισσότερα γέλια ξέσπασαν μέσα στην αίθουσα κι ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και του καθηγητή, που προσπαθούσε μάταια να ελέγξει τον εαυτό του. Μόνο η Ηώ παρέμεινε σοβαρή για κάποιο διάστημα, ώσπου κι αυτή, τελικά, έσκυψε το κεφάλι της και χαμογέλασε.

 

Όταν γύρισε στο σπίτι ένιωθε σα να είχε επιστρέψει από ένα είδος μυστηριακής τελετής, όπου η ψυχή της είχε εξαγνιστεί και όλο της το είναι πλημμύρισε με χαρά και ευτυχία.

 

Το ίδιο βράδυ τα όνειρα επέστρεψαν. Αλλά δεν την είχαν πάει σ’ εκείνο το δωμάτιο όπου περίμενε τον Θεό να κάνει την εμφάνισή Του. Τώρα ο Θεός ήταν μαζί της, και είχε πρόσωπο. Η Ηώ τον έβλεπε να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά μαζεύοντας σκόρπια φύλλα χαρτιού και στην συνέχεια να της τα δίνει λέγοντας της: «Μου φάνηκε ότι λίγη βοήθεια θα σας ήταν χρήσιμη». Αμέσως μετά βρέθηκε μέσα στο αμφιθέατρο, ανασηκώνοντας τους ώμους με τον ίδιο τρόπο που έκανε νωρίτερα το πρωί και λέγοντας για ακόμη μια φορά: «Ένας Θεός ξέρει». Το χαμογελαστό πρόσωπο του Θεού την κοιτούσε από την άλλη μεριά της αίθουσας και την ρώτησε: «Μπορείς να το αποδείξεις αυτό επιστημονικά;»

 

Τότε η Ηώ πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, όπως και στο πρώτο της όνειρο. Σηκώθηκε όρθια, φόρεσε στα γρήγορα ένα ζευγάρι παντόφλες που υπήρχαν δίπλα από το κρεβάτι, άρπαξε μια ελαφριά ζακέτα από την κρεμάστρα και βγήκε από το σπίτι.

 

Βγήκε στον δρόμο και άρχισε να τρέχει. Τα μάτια της είχαν γεμίσει με δάκρυα. Αλλά κι ένα χαμόγελο ήταν σχηματισμένο στο πρόσωπό της. Ήξερε που την πήγαιναν τα βήματά της. Ένα μέρος που δεν πήγαινε συχνά, αλλά τώρα, μέσα στην νύχτα, είχε μεγάλη ανάγκη να βρίσκεται εκεί.

 

Η εκκλησία ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι της και μετά από μερικά λεπτά η Ηώ έσπρωχνε την βαριά της πόρτα και έμπαινε στο εσωτερικό της. Δεν είχε εισχωρήσει ξαφνικά μέσα της ο Χριστιανισμός, κάνοντάς την να αναζητήσει τον οίκο του Θεού. Κάθε άλλο, οι απόψεις της για τον Χριστιανισμό παρέμειναν οι ίδιες. Ήταν, όμως, ό,τι πλησιέστερο υπήρχε ώστε να εκφράσει εκεί την ευγνωμοσύνη και την ευσέβεια της για την αποκάλυψη που της είχε γίνει. Επειδή η Ηώ ήξερε, πλέον, τι ήταν αυτό που αποζητούσε ο Θεός από τους ανθρώπους.

 

Αλληλεπίδραση. Αυτό για το οποίο πασχίζουν να έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, είναι αυτό το οποίο θέλει κι Θεός από αυτούς. Και πώς το καταφέρνει αυτό; Είναι μια σχέση δασκάλου-μαθητή. Ένας ο δάσκαλος δίνει στους μαθητές του τα απαραίτητα εφόδια και στοιχεία που χρειάζονται ώστε να ανταπεξέλθουν στα μαθήματα και συνεχώς παρατηρεί την πρόοδό τους και πως προσπαθούν να τον μοιάσουν στην γνώση. Έτσι και ο Θεός, έπλασε τους ανθρώπους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του και τους παρακολουθεί ενώ αυτοί επιλύουν τα προβλήματα που τους έχει βάλει, εισπράττοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αναγνώριση και τον σεβασμό τους, καθώς προσπαθούν να Του μοιάσουν. Να Του μοιάσουν στο πνεύμα αλλά και στην γνώση. Κι αυτές είναι οι δυο οδοί που ακολουθεί ο άνθρωπος για να φτάσει τον Θεό. Η θρησκεία και η επιστήμη. Δυο κόσμοι που έχουν συγκρουστεί αρκετά στο παρελθόν κι έχουν καταλήξει τελικά να λένε ότι ενδιαφέρονται για διαφορετικού είδους απαντήσεις. Κι όμως, και οι δυο έχουν τον ίδιο και τον αυτό σκοπό. Η θρησκεία θέλει να εξυψώσει το πνεύμα του ανθρώπου και μέσω της καλοσύνης, της ευγένειας και της ευσέβειας να το φτάσει στο επίπεδο του Θεού. Η επιστήμη με την συνεχή έρευνα και μελέτη προσπαθεί να κατανοήσει το πώς δουλεύει ο κόσμος και να τον δει με τα μάτια του Θεού. Κι έτσι, οι μαθητές του Θεού πλησιάζουν σιγά σιγά προς τον Δημιουργό τους. Κι ο Θεός, βλέποντας πως οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στα καλέσματά του, συνεχίζει να τους κρατά υπό την προστασία Του.

 

Την Ηώ την ξύπνησε ο ιερέας της εκκλησίας. Την είχε πάρει ο ύπνος μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Ο ιερέας πρέπει να την είχε αντιληφθεί νωρίτερα εκείνο το βράδυ, επειδή είχε μια κουβέρτα ριγμένη πάνω της. Δεν την είχε ενοχλήσει καθόλου, όμως, επειδή εκείνος, καλύτερα από τους υπόλοιπους ανθρώπους, κατανοούσε πότε κάποιος ήθελε να βρίσκεται κοντά στον Θεό. Τώρα, όμως, που η ώρα της πρωινής λειτουργίας πλησίαζε, έπρεπε να την ξυπνήσει.

 

«Σήκω» της είπε, ακουμπώντας της απαλά στον ώμο «Μια νέα αυγή έχει έρθει».

 

Και πόσο πολύ δίκιο είχε.

 

ΤΕΛΟΣ

Ορεστιάδα, 6 Ιανουαρίου 2010

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

“Αλληλεπίδραση”!!! Χμμ…

 

Φίλε Mesmer, με κερδίζεις μόνο μ’ αυτή τη λέξη.

 

Την άλλη φορά, περισσότερα.

 

 

 

Υ.Γ.: " Ό, τι υπάρχει, υπάρχει μέσα στον θεό". (Spinoza: Ολλανδός φιλόσοφος 1632-1677).

Edited by Πυθαρίων
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για το σχόλιο, Πυθαρίων, και που αφιέρωσες χρόνο για να διαβάσεις την ιστορία μου.

 

Ελπίζω να σου άρεσε και θα ήθελα να ακούσω όποια άλλα σχόλια έχεις να κάνεις.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Ενδιαφέρον προσέγγιση στο όλο θέμα θεού και επιστήμης. Έχω γράψει κι εγώ μια παρόμοια φάση στην ιστορία μου, την "Θεοδικία", και βλέπω κάποιες ομοιότητες.

Έχω όμως τις απορίες μου που και καλά έχουνε να κάνουνε καθαρά με technobabble κι όχι με τίποτα περί πλοκής.

Δε θα έλεγα ότι υπάρχουν χιλιάδες θεοί για χιλιάδες προγράμματα, μιας που άλλο ο χρήστης και άλλο ο προγραμματιστής. Ούτε ότι θα χρειαζόταν κατ'εμέ ποτέ το σύμπαν αναβάθμιση για να γίνει καλύτερο. Μια χαρά είναι ως έχει. Ίσως debugging στην χειρότερη περίπτωση.

Για εμένα μόλις πέρισυ ήρθε η αποκάλυψη ότι τελικά και η επιστήμη δεν διαφέρει από την πίστη τόσο κάθετα όσο νομίζουνε οι περισσότεροι. Αφού ακόμα και στα μαθηματικά κάθε ορισμός ξεκινάει με "έστω ότι" που σημαίνει ότι παίρνουμε κάτι ως αυταπόδεικτο για να ξεκινήσουμε, όπως ακριβώς και η θρησκεία παίρνει ως αυταπόδεικτο την ύπαρξη του Θεού.

Το γιατί τπ π είναι ξαφνικά υπόσταση θεία δε το έπιασα. Και δεν ξέρω αν πραγματικά γυρεύουνε το σωματίδιο του Θεού μέσα σε χορδές. Αφού νόμιζα ότι οι χορδές ήταν το τέρμα.

Link to comment
Share on other sites

Καλησπέρα Anime_Overload. Καταρχάς, ευχαριστώ για το σχόλιο.

 

Έχεις δίκιο για τον διαχωρισμό που κάνεις μεταξύ χρηστών και προγραμματιστή, εφόσον ο προγραμματιστής είναι αυτός που δημιούργησε, αρχικά, την αλγοριθμική συνείδηση. Όταν λέω ότι υπάρχουν χιλιάδες «θεοί» εννοώ πως ο κάθε χρήστης γίνεται υπεύθυνος για το δικό του «ψηφιακό πολιτισμό», και τους δίνω «θεϊκή» υπόσταση απ' αυτήν την άποψη.

 

Θα συμφωνήσω μαζί σου, ότι δηλαδή ζούμε σε μια χαρά σύμπαν, το οποίο δουλεύει ρολόι. Το ότι, ίσως, να υπάρξει περίπτωση αναβάθμισης είναι μια προσωπική ανησυχία της Ηώς, η οποία αντιπροσωπεύει μια διαφορετική μερίδα ανθρώπων, όσον αφορά τις απόψεις της περί Θεού.

 

Έχει ήδη αποδειχτεί ότι τα μαθηματικά σαν σύνολο είναι ατελή. Το θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ μας λέει ότι πάντα θα υπάρχει κάτι στα μαθηματικά το οποίο είναι αναπόδεικτο, είναι αυτά που ονομάζουμε αξιώματα. Αλλά, ίσως, αυτό από μόνο του, αποτελεί μια μικρή απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ο Οποίος μας λέει ότι θα Τον πλησιάζουμε όλο και περισσότερο, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσουμε να Τον αγγίξουμε. Στο βιβλίο "η Φόρμουλα του Θεού», του Jose Rodrigues Dos Santos, (το οποίο ασχολείται με την επιστημονική απόδειξη του Θεού, κι αν δεν το έχεις διαβάσει το συνιστώ ανεπιφύλακτα) υπήρχε μια φράση, την οποία δεν θυμάμαι επακριβώς, αλλά το κύριο μήνυμά της ήταν ότι «ο Θεός δεν κρύβεται με τεχνάσματα, αλλά μέσα απ' την μεγαλοσύνη της ύπαρξής Του».

 

Δεν αναφέρομαι στον π ως «θείο αριθμό», αλλά χαρακτηρίζω την δομή του ως τέλεια. Ο π, ως γνωστόν, είναι ένας αριθμός απείρου μεγέθους, και ποτέ δεν θα μπορέσουμε, οι άνθρωποι, να έχουμε μια συνολική εικόνα του. Η Ηώ, μέσα από την Θεϊκή παρέμβαση, μπόρεσε να δει αυτήν την εικόνα, γι' αυτό και τον χαρακτήρισε έτσι. Κάτι παραπάνω θα ξέρει smile.gif

 

Νομίζω ότι δεν υπονοώ κάπου μέσα στην ιστορία ότι το σωματίδιο του Θεού αναζητείται μέσα στις χορδές, επειδή αυτό θα ήταν λάθος. Χωρίς να είμαι απολύτως βέβαιος (θα χρειαστούμε κάποιον με πολύ περισσότερες γνώσεις από τις δικές μου, επί του θέματος, για να μας λύσει την απορία), θα πω το εξής. Το σωματίδιο του Θεού είναι ένα από τα στοιχειώδη σωματίδια, κι όπως τα υπόλοιπα ομόλογά του, «κατασκευάζετε» από τις χορδές. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι η θεωρία των χορδών είναι ακόμα μια θεωρία. Κανείς δεν έχει δει τις χορδές, κανείς δεν έχει αποδείξει την ύπαρξή τους, κανείς δεν ξέρει αν εκεί είναι το τέλος. Αποτελούν, όμως, ένα σημαντικό βοήθημα των επιστημόνων στην αναζήτηση της θεωρίας των Πάντων.

 

Ελπίζω να απάντησα, έστω και μερικώς, στις απορίες σου. Αν θέλεις να ρωτήσεις ή να επισημάνεις κάτι άλλο θα ήθελα να το κάνεις. Το θέμα είναι αρκετά ενδιαφέρον και χωράει πολύ συζήτηση.

 

Όταν θα βρω λίγο ελεύθερο χρόνο θα διαβάσω και την δική σου ιστορία, επειδή ενδιαφέρομαι να ακούσω κι άλλες απόψεις πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..