DinoHajiyorgi Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 1. Ήταν ένα μικρό χωριό, γεμάτο φοβισμένους και οργισμένους κατοίκους. Κουβάλησαν στην μικρή τους πλατεία το σκοτωμένο τέρας και εκεί το κρέμασαν από τις πίσω πατούσες του. Είχαν ακούσει για τις επιθέσεις που είχαν δεχτεί άλλες κοινότητες από κόκκινες αρκούδες, και ήταν η πρώτη φορά που οι νεότεροι από αυτούς αντίκριζαν μία από τόσο κοντά. Ανιχνευτές και κυνηγοί είχαν στείλει μαντάτα ότι ένας μεγάλος αριθμός από αυτές κατευθυνόταν προς τον κάμπο. Μετά από μια σύντομη σύναξη των προεστών, είχε αποφασιστεί να μαζευτούν οι καλύτεροι και ικανότεροι του χωριού, και να ξεκινήσουν οπλισμένοι για το βουνό, για να αναχαιτίσουν την προέλαση των θηρίων. Δεκαπέντε άντρες έφυγαν πριν είκοσι μέρες και έκτοτε αγνοούνταν η τύχη τους. Και ενώ οι χωριανοί σχοινοβατούσαν μεταξύ ελπίδας και απελπισίας, τρεις κοπέλες είχαν δεχτεί ξαφνική επίθεση στο ποτάμι, μέρα μεσημέρι. Αν δεν ήταν για δύο φύλακες που παραφύλαγαν εκεί κοντά, θα θρηνούσαν τώρα τα κορίτσια. Δημιουργήθηκε πανικός και άρπαξαν όλοι τα τουφέκια τους. Θα ακολουθούσαν κι άλλες επιθέσεις από τα θηρία; Είχαν αποτύχει οι δικοί τους; Έπρεπε λοιπόν να τους κλάψουν; Μια κοπέλα με μακριές, ξανθές πλεξούδες κινήθηκε ανάμεσα στον κόσμο της πλατείας. Την έλεγαν Ελίζα και κράδαινε ένα τσεκούρι. Οι συγχωριανοί αναγνώρισαν το δικαίωμα της και την άφησαν να περάσει. Ήταν μία από τις κοπέλες που δέχτηκε την επίθεση στο ποτάμι. Ήταν επίσης μια κόρη που περίμενε την επιστροφή του πατέρα της, ο οποίος ήταν ένας από τους δεκαπέντε. Σήκωσε το τσεκούρι και το κατέβασε με μίσος στο στομάχι του κτήνους. Κανείς δεν περίμενε αυτό που ακολούθησε. Η γούνα σχίστηκε στα δύο και τυλιγμένο σε σάπια εντόσθια ξεχύθηκε ανθρώπινο κουφάρι που έσκασε κόκκινο και υγρό πάνω στο σκληρό χώμα. Κραύγασαν όλοι με μια φωνή και ήταν η Ελίζα που δεν σταμάτησε να ουρλιάζει μόλις αναγνώρισε τον νεκρό της πατέρα. 2. Ξύπνησα πανικόβλητος ρουφώντας αέρα. Κοίταζα γύρω μου σαν χαμένος, πασχίζοντας να θυμηθώ που βρίσκομαι. Πήρα βαθιές εισπνοές για να οξυγονώσω το μυαλό μου. Η αποκαταστημένη μου αντίληψη δεν με παρηγόρησε καθόλου. Συνέχισα μετρώντας τις αναπνοές μου, μέχρι να ηρεμήσω κάπως. Αφουγκράστηκα την καρδιά μου. Ήταν εκεί, χτυπούσε ακόμα, φοβισμένη και άρρωστη. Ευχήθηκα να ήταν ήδη αύριο και όλο αυτό να ανήκε ήδη στο παρελθόν. Ήθελα να τελειώνει. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Να υπήρχε τουλάχιστο άλλος ένας μαζί μου στον θάλαμο, για ένα βλέμμα, μια κουβέντα, κάτι για να ξεγελάω αυτή την ατελείωτη αναμονή. Τρία κρεβάτια, χωρίς το δικό μου, όλα άδεια. Γιατί να σταθώ τόσο τυχερός; Ένα ολόκληρο δωμάτιο δικό μου. Τι ώρα να ήταν; Δεν είχα ρολόι. Από το φως και την περιορισμένη θέα έξω από το παράθυρο μου συμπέρανα ότι ήταν αρκετά νωρίς. Ο ουρανός έδειχνε καθαρός, άκουγα πουλιά να κελαηδούν και συμπέρανα ότι και σήμερα θα είχε λιακάδα. Το έβρισκα τόσο ανάρμοστο προς την αγωνία μου. Οι νοσοκόμες θα άλλαζαν βάρδια αυτή τη στιγμή και τυπικά θα περνούσε καμιά ώρα μέχρι να κάνουν την εμφάνιση τους. Θα ακολουθούσε άλλη ατελείωτη αναμονή για να περάσει ο γιατρός μου, και άλλη τόση αναμονή μέχρι την ώρα επισκέψεων. Τουλάχιστον ήταν η τελευταία μέρα της αβάσταχτης αυτής ρουτίνας. Αύριο τέτοια ώρα θα έμπαινα κάτω από το νυστέρι. Πως το είχαν πει εκείνοι οι γιατροί; Μιλούσαν για άλλον ασθενή φυσικά. Θα τον «άνοιγαν» είχαν πει. Αναρίγησα στη λέξη. Να ανοίγεις έναν άνθρωπο σαν να ήταν κονσερβοκούτι, ή όπως σηκώνεις το καπό ενός αυτοκινήτου. Πόσο ευάλωτο, πόσο θνητό σε έκανε μια τέτοια διαπίστωση. Τι ήταν αυτή η ζωή, αν όχι μια μηχανή της φύσης που έμοιαζε να λειτουργεί τυχαία; Μια καρδιά που χτυπούσε έτσι, από μόνη της, που τρόμπαρε ζωτικό αίμα σαν από θαύμα, και που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σε προδώσει. Έκλεισα τα μάτια μου και την άκουσα να χτυπάει. Την παρακάλεσα να συνεχίσει να χτυπάει. «Ναι, βέβαια Χατζηγιώργη, κάτσε τώρα να τα φιλοσοφείς όλα αυτά σαν μαλάκας. Όταν έχυνες αίμα και πετσόκοβες θύματα στις ιστορίες σου, έτριβες τα χέρια σου σαν ο σπουδαίος σπλατεράς.» Την δική μου αρκούδα, το δικό μου θηρίο, το ανακάλυψα τελικά να καραδοκεί μέσα στο ίδιο μου το στέρνο. 3. Είναι πολύ κοντά τώρα. Το διαισθάνεται. Φλέγονται οι αισθήσεις του. Αν και χαμένος στη μανία του, αναγνωρίζει την αλλαγή στο θρόισμα των φύλλων. Τα ξέρει αυτά τα χώματα. Ακούει το βουητό του ποταμού. Διψάει, τα σωθικά του καίγονται, κι όμως, ο ήχος του νερού τον τρομάζει. Καραδοκεί ο θάνατος εκεί. Είναι όμως αναγκασμένος να αγνοήσει την προειδοποίηση. Τον ωθεί σπουδαιότερη ανάγκη. Ξέρει ότι το πέτρινο γεφύρι είναι αμέσως μετά τα δέντρα. Από πίσω, οι κόκκινες στέγες του χωριού είναι ήδη ορατές. Τον αγγίζουν γνώριμοι ήχοι. Βουίζουν επώδυνα στα αφτιά του. Ακούει την καμπάνα της εκκλησίας, τα κοκόρια στις αυλές, τα σκυλιά στα σοκάκια, κάποια φασαρία ανθρώπων. Άνθρωποι. Ρουφάει τον αέρα και τα ρουθούνια του γεμίζουν αίμα. Μπορεί σχεδόν να γευτεί ωμή σάρκα στη γλώσσα του. Τρεμουλιάζουν τα εντόσθια του. Προσπαθεί να θυμηθεί κάτι αλλά το έχει ξεχάσει. Όλα φαντάζουν μπερδεμένα. Καταπνίγει έναν βρυχηθμό και αφήνει ένα χαμηλό γρύλισμα. Τα πλατιά του πέλματα τσακίζουν θάμνους και κλαδιά. Με κοφτές, επώδυνες ανάσες φθάνει στην άκρη του δάσους. Εκεί διστάζει. Ένα βήμα ακόμα και ο πελώριος, τρομακτικός του όγκος θα γίνει ορατός. Βλέπει κίνηση στην όχθη του ποταμού. Τρεις κοπέλες έχουν φέρει μια λεκάνη με ρούχα και σαπούνι στις πέτρες της όχθης. Σκυμμένες τρίβουν και πλένουν τα μουλιασμένα υφάσματα, μιλούν ψιθυριστά αλλά πότε-πότε γελούν φωναχτά, κελαριστά, σαν να φτιάχνουν μουσική με τους παφλασμούς του ποταμού. Ο ήλιος καίει μουντός και του πονάει τα μάτια. Τα κλαδιά των δένδρων στέλνουν ανησυχητικές σκιές στα κεφάλια των κοριτσιών. Πότε-πότε τεντώνουν τον λαιμό τους, κοιτούν ολόγυρα, μελετούν καχύποπτα τα ύποπτα δέντρα. Μετά φεύγουν ξαφνικά οι σκιές από το μέτωπο τους και με ανανεωμένη αθωότητα συνεχίζουν την κουβέντα τους. Το κόκκινο βλέμμα διαλέγει την μία από τις τρεις, την ψηλότερη, εκείνη με τις ξανθιές πλεξούδες. Εστιάζει πάνω της και νιώθει μια βαθιά, ακαταμάχητη ανάγκη να τον σπρώχνει εμπρός. Βγαίνει στα ανοιχτά και ορμάει προς την όχθη. Του ξεφεύγουν άναρθρα γρυλίσματα. Δεν φωνάζει, βρυχάται. Ανασηκώνεται στις πίσω του πατούσες. Οι κοπέλες γυρνούν, τον βλέπουν. Τα στόματα τους ανοίγουν να κραυγάσουν, κραυγές που το θηρίο δεν τις ακούει ποτέ. Δεν ακούει ούτε τους απανωτούς κρότους των τουφεκιών. Ο σβέρκος του εκρήγνυται από τα βόλια, σχεδόν αποκολλάται το κεφάλι του. Πέφτει μέσα στη μαύρη λάσπη της όχθης, κι εκεί, μέσα στο νέο αίμα, χάνονται τελειωτικά οι αισθήσεις του. 4. Πήρα το σημειωματάριο από το κομοδίνο και το ξεφύλλισα ανόρεκτα. Παίδευα ακόμα εκείνο το διήγημα, πιο πολύ για να κρατώ τον νου μου απασχολημένο. Με είχε κουράσει να το διορθώνω, και ήμουν έτοιμος να το εγκαταλείψω. Τι αστείο. Μια ιστορία τρόμου. Αν δεν ήμουν ήδη τόσο τρομοκρατημένος θα ξεσπούσα σε γέλια. Τι ξέρω από αρκούδες; Μάλλον τίποτα. Δεν έχω δει ποτέ μία στη ζωή μου πλην των ντοκιμαντέρ που παίζει στην τηλεόραση. Αρχέγονος ο φόβος του ανθρώπου να φαγωθεί ζωντανός, απ’όσο ξέρω δηλαδή, γιατί έτσι το διάβασα αλλού. Πότε και πώς να το νιώσω ο ίδιος; Άνθρωπος της πόλης είμαι και της ασφαλούς, καθιστής ζωής, αν και κατάφερα να σκάψω τον λάκκο μου αλλιώς. Υπέρβαρος, με επεισόδια τυραννικής άπνοιας, ζούσα καιρό με τον φόβο μην πεθάνω στον ύπνο μου. Μέχρι που εκείνο το μούδιασμα στο αριστερό χέρι με έστειλε μια μέρα στα επείγοντα. Ο φόβος του γιατρού είναι κληρονομικό, οικογενειακό κουσούρι. Τελικά δεν τον απέφυγα. Αντίκρισα τον επιστήμονα με τη λευκή ποδιά που μου παρέδωσε τη διάγνωση που δεν ήθελα να ακούσω. Όχι τόσο νωρίς στη ζωή μου. Αυτός είναι ο αληθινός τρόμος. Πόσο τσαρλατάνος ήμουν τελικά με τις εξεζητημένες περιγραφές φρίκης στα γραπτά μου; Αίμα, εντόσθια, θανατικό, μια σκέτη παπαγαλία. Απατεώνας εκ του ασφαλούς. Δεν μου είχε περάσει καθόλου από το μυαλό όταν τα ρουφούσα σαν αναγνώστης. Ούτε όταν είχα ξεκινήσει να τα γράφω ο ίδιος με περισσή ικανοποίηση. Ήμουν νέος, και ο θάνατος ένα καλαμπούρι που ήθελε την πρωτοτυπία του. Προσπαθούσα να θυμηθώ όλα τα τρομακτικά που είχα γράψει μέχρι σήμερα και ούτε ένα δεν ήταν ικανό να εξορκίσει αυτό που αντιμετώπιζα εδώ και τώρα. Ήμουν ξαφνικά νηφάλιος, και οι λέξεις στο χαρτί με χλεύαζαν. 5. Πικρός αφρός ρέει από τα δόντια του. Τα μάτια του θολά, χαμένα στην παράλογη ζάλη του πυρετού. Οι μύες του καίνε και τα πέλματα του τρέχουν, μετακινούν τον τρομερό, γούνινο όγκο μακριά από την πλαγιά, όλο και κοντύτερα στις παρυφές του κάμπου. Ξεφυσάει καυτό χνώτο και γρυλίζει. Το μάτι του είναι βυθισμένο στο αίμα, ολόκληρος είναι από αίμα, η προσοχή του εστιασμένη μπροστά, στον ορίζοντα, στα χωράφια και πιο πέρα μακριά, στις κόκκινες σκεπές. Άλλες αρκούδες βγαίνουν στον διάβα του. Νιώθουν την αρρώστια του, παραμερίζουν σκιαγμένες, τον αφήνουν να περάσει, να προπορευτεί μπροστά τους. Κάποιες γυμνώνουν τα σαγόνια τους και βρυχώνται, βρυχάται κι εκείνος προς απάντηση. Ανθρώπινα κομμάτια είναι σπαρμένα στο έδαφος. Ένα ανοιχτό κρανίο, μια πλάτη, ένα πόδι και εντόσθια. Μπήγει τα δόντια του στην φρίκη, μασάει λυσσασμένα, γρυλίζει και καταπίνει. Σπρώχνεται και σπρώχνει. Κάποιο από τα αρσενικά ενοχλείται και του καταφέρνει ένα πλήγμα στα πλευρά όπως το προσπερνάει. Μουγκρίζει εξοργισμένος αλλά δεν σταματάει να εμπλακεί σε μονομαχία. Συνεχίζει ακράτητος. Βιάζεται. Πρέπει να φτάσει στα σπίτια των ανθρώπων όσο είναι καιρός. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Και σε λίγο αυτό είναι το μόνο που γνωρίζει, χωρίς να ξέρει το γιατί. Διψάει, πεινάει, υποφέρει και κυνηγάει έναν σκοπό που τον έχει ήδη ξεχάσει. Βρυχάται και αιμορραγεί. Η οσμή και η γεύση του αίματος προστάζουν τις αισθήσεις του. Ζώα του αγρού τον βλέπουν να έρχεται και σκορπίζουν πανικόβλητα. Είναι ένα κτήνος, ένα τέρας ικανό για οτιδήποτε. Πρωταρχικώς του σκοπός η επιβίωση. Όλη η οργή, όλη η μανία με την οποία έχει ποτιστεί, καίει την μηχανή που σηκώνει αυτό το ασήκωτο βάρος από σάρκα και κόκαλα, μια ασταμάτητη πολιορκητική μηχανή που τσακίζει φράχτες και συνεχίζει, κοντύτερα προς τον στόχο του. 6. Ο ανιψιός μου κλείνει το σημειωματάριο και με κοιτάζει. Σχηματίζει ένα αχνό χαμόγελο. «Καλό είναι» λέει. «Την αλήθεια» του λέω ρίχνοντας του το βλέμμα. «Εντάξει… λίγο τραβηγμένο, δεν πείθει σε πολλά σημεία. Οι αρκούδες δεν σχηματίζουν αγέλες ξέρεις. Και το φινάλε, το πραγματικό φινάλε…» «Ναι…» «Ε, αν ήταν παραμυθάκι για παιδιά…αλλιώς… Τι άλλο να σου πω βρε θείε…» Τον κοιτάζω για λίγο. Βαριέται. Δεν θέλει να είναι εδώ. Τον καταλαβαίνω. «Δεκτά όλα, έχεις δίκιο» τον καθησυχάζω. «Δεν μού’ρθε κάτι άλλο να γράψω. Ίσως αν το έκανα πιο παραμύθι…» Η βοή από τον αυτοκινητόδρομο φτάνει ως εδώ. Εκεί είναι ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος των ζωντανών. «Θα μου το περάσεις στο word; Πόσταρε το και για μένα, ε;» Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά, δεν σκέφτεται να πει κάτι άλλο. Δεν θέλω να τον κρατώ άλλο. Σε λίγο παίρνει το σημειωματάριο και φεύγει. Κοιτάζω πάλι το ταβάνι και ξεχνώ όλα όσα έγραψα. Κανένα από τα γραπτά μου δεν έχει σημασία. Δεν μπορούν να με παρηγορήσουν. Ούτε να εξορκίσουν τον τρόμο μου. 7. Οι κραυγές των συντρόφων συνεχίζουν να ματώνουν το μυαλό του. Υγροί επιθανάτιοι ρόγχοι, φωνήεντα τεμαχισμένα από τεράστια κοφτερά νύχια. Βρυχηθμοί και ουρλιαχτά στροβιλισμένα σε έναν ατελείωτο εφιάλτη. Τινάζεται με τα μάτια του ορθάνοιχτα, και ξεφωνίζει. Παγώνει τρομοκρατημένος. Μήπως τον άκουσαν; Προδόθηκε; Το μισοσκόταδο της μικρής σπηλιάς δεν προσφέρει καμία αίσθηση προστασίας. Τα γδαρσίματα στο σώμα του τσούζουν και στάζουν μαύρο αίμα. Ούρα και κόπρανα στεγνώνουν στο παντελόνι του. Η ανάσα του γδέρνει επώδυνα το λαρύγγι του. Οι βρυχηθμοί συνεχίζονται. Έρχονται έξω από την σπηλιά. Οι κραυγές των δικών του μοιάζουν να έχουν σιγήσει. Είναι σίγουρος πως δεν υπάρχει πλέον ανθρώπινος πόνος σε εκείνη την κακοφωνία των μουγκρητών. Οι ήχοι που ακούει είναι σαγόνια που σπάνε κόκαλα και ξεσχίζουν μύες. Τρέμει ολόκληρος, το βλέμμα του διασταυρωμένο με κατάμαυρα κτηνώδη μάτια. Η αρκούδα που τον κοιτάζει είναι νεκρή. Μάλλον κατάφερε να την αποτελειώσει ο ίδιος. Το όλο μακελειό είναι μια θολούρα στο μνημονικό του. Σαν από εφιάλτη που ξεφτίζει, θυμάται να σέρνεται στο χώμα με καυτό χνώτο στην πλάτη του. Χώνεται κυνηγημένος μέσα σε αυτή την τρύπα και εκεί, στο στόμιο της σπηλιάς, αποτελειώνει την αρκούδα με το τουφέκι του. Καταρρέει με τα σαγόνια της ανοιχτά και το βλέμμα της γυάλινο, ο κόκκινος όγκος της να φράζει σωτήρια το άνοιγμα. Οι άλλες αρκούδες δεν τον έχουν αντιληφθεί. Πόσες είναι, δέκα; Παραπάνω; Δεν είχε ακούσει ποτέ αρκούδες να σχηματίζουν αγέλη. Κανένας τους δεν θα μπορούσε να το φανταστεί. Πέσανε πάνω τους όπως ανέβαιναν την πλαγιά, ανυποψίαστοι. Δεν περίμεναν να συναντήσουν ούτε μία τόσο σύντομα, όχι σε εκείνη την απότομη πλαγιά. Και τώρα ήταν όλοι τους νεκροί. Κατασπαραγμένοι. Οι φίλοι και συγχωριανοί του. Βορά στα κτήνη. Πόσος χρόνος πέρασε από την επίθεση; Τρεις μέρες; Παραπάνω; Χωρίς νερό, τραυματισμένος, βυθισμένος σε παραισθήσεις, δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Τα τέρατα όμως δεν λένε να εγκαταλείψουν το σημείο της σφαγής. Τα ακούει εκεί έξω να μουγκρίζουν και να τρώνε, μέρα και νύχτα. Πόσο ακόμα θα αντέξει εδώ μέσα; Το τουφέκι του δεν έχει άλλες σφαίρες. Έχει μόνο έναν σάκο, με τα σύνεργα του. Τρία κοφτερά εγχειρίδια, ένα μικρό πριόνι, ένα ψαλίδι, χοντρές βελόνες και καρούλια με λεπτό σύρμα. Πνίγει ένα τρελό γέλιο και αφήνει ελεύθερα τα δάκρυα του. Είναι ράφτης στο επάγγελμα, βαλσαμώνει ζώα στον ελεύθερο του χρόνο. Με πόση ξιπασιά είχαν ξεκινήσει όλοι τους, οπλισμένοι, αποφασισμένοι να αναχαιτίσουν το κοπάδι που είχαν εντοπίσει οι δασοφύλακες. Ήταν η χειρότερη χρονιά από επιθέσεις κόκκινων αρκούδων στην κοιλάδα. Δεν θα τις άφηναν να πλησιάσουν άλλο στα σπίτια τους. Ο Σάμουελ ο μυλωνάς μάζευε τρόπαια. Πατούσες και κεφάλια από λύκους, λιοντάρια, αρκούδες. Ζήτησε και από τον Μάρκο να φέρει τα σύνεργα του. Και τώρα, όλοι τους, οι καλύτεροι τους, ήταν κομμάτια από σάρκα και κόκαλα πάνω στις γκρίζες πέτρες του βουνού. Ποιος έχει μείνει να προστατέψει το χωριό; Ποιος θα προστατεύσει την Ελίζα, την κόρη του; Σύντομα η αγέλη θα συνεχίσει για τον κάμπο. Οι μισές μπορεί να κατευθύνονται ήδη εκεί. Πρέπει να κάνει κάτι. Να βγει από δω. Να τρέξει, να τους προειδοποιήσει. Πως θα περάσει μέσα από τις αρκούδες; Δεν έχει καμία ελπίδα, όχι με τα μαχαίρια του ενάντια στα νύχια και τα δόντια τους, τσακισμένος εκείνος, έστω και ενάντια σε μία από αυτές, μια μάζα από οργισμένους άλογους μύες του ενός περίπου τόνου. Πίσω του, στο σκοτάδι ακούει τσιρίγματα από νυχτερίδες, του τριβελίζουν το μυαλό. Πότε-πότε χάνει τις αισθήσεις του, όταν ξυπνάει τις βρίσκει γαντζωμένες στην πέτσα του να ρουφούν τις πληγές του. Κοντεύει να χάσει και τα λογικά του. Μέσα στην μπόχα της αποσύνθεσης και της απελπισίας του έρχεται η ιδέα. Είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά, αλλά μόνο εκείνος είναι ικανός να την υλοποιήσει. Δεν θα καθίσει να πεθάνει άπρακτος. Τα μουγκρητά απ’έξω έχουν αραιώσει. Σέρνεται ως το κουφάρι της αρκούδας, την αρπάζει από τις πρόσθιες πατούσες και με όση δύναμη του έχει απομείνει την τραβάει προς το μέρος του. Ο γούνινος όγκος μετακινείται ελάχιστα, κι αυτό χάρη στην κατηφορική κλίση του εδάφους. Το στομάχι του ζώου είναι ήδη μέσα, κάτω από την αψίδα του βράχου. Καλυμμένος από τα βλέμματα και την όσφρηση των έξω, μπορεί να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο του. Ανοίγει το σάκο του και βγάζει τα κοφτερά του μαχαίρια. Δεν θέλει να κάνει την τομή πολύ μεγάλη, θα έχει λιγότερο ράψιμο στο τέλος. Είναι προετοιμασμένος για το πηχτό αίμα και τα εντόσθια που πετάγονται έξω και πλημμυρίζουν τον στενό χώρο στον οποίο είναι παγιδευμένος. Λούζεται μέσα σε εκείνη τη φρίκη, την τρίβει και την απλώνει σε όλο του το σώμα. Η φοβερή δυσωδία θα του προσφέρει επιπρόσθετη κάλυψη. Έχει να κάνει πολλή και μελετημένη δουλειά, κυρίως με το πριόνι, για να αφαιρέσει κόκαλα και μύες που θα του εμποδίσουν την διείσδυση. Σκέφτεται τις μαριονέτες που φτιάχνει για την κόρη του, την Ελίζα του. 8. Μου έκαναν την ένεση και μου ζήτησαν να αρχίσω να μετράω αντίστροφα από το είκοσι. Έχω αρχίσει ήδη να σβήνω. Τον βλέπω ανάποδα, από πάνω μου, περιμένει να με κόψει. «Γιατρέ…» «Μην ανησυχείτε κύριε Χατζηγιώργη, όλα θα πάνε καλά.» Πανικός με γραπώνει. Ξαφνικά δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπο του γιατρού μου. Κοιτάζω εκείνα τα μάτια πάνω από την χειρουργική μάσκα και δεν μου είναι πλέον οικεία. Δεν χαμογελούν, με κοιτούν ψυχρά. «Φοβάμαι» προλαβαίνω να ψελλίσω πριν με καταπιεί το σκοτάδι. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 (edited) Έχω την εντύπωση οτι στο κείμενο απολογείσαι που έπιασες να γράψεις μια ιστορία τρόμου. Η φιλοσόφηση κάποιες ώρες πριν απο μια εγχείρηση δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα στην συγκεκριμένη ιστορία, αντίθετα την σκοτώνει. Η ιστορία (χωρίς τα αποσπάσματα) θα μπορούσε να σταθεί σαν τρόμου, με ανάπτυξη της. Η ιδέα είναι πολύ καλή -αν και είναι παραπάνω τραγική, παρά τρόμου-. Τα αποσπάσματα -απο το νοσοκομείο- βγάζουν τελείως τον αναγνώστη απο την ιστορία χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί σε αυτά που είναι γραμμένα στο σημειωματάριο απο την μια -λόγο πολλών εσωτερικών σκέψεων και διαλόγων- αλλά χωρίς να ταυτίζεται και με τον έτοιμο για εγχείρηση συγγραφέα απο την άλλη. Τώρα που το καλοβλέπω, εδώ μπορεί να έχεις τελικά δύο ιστορίες τρόμου. Εντελώς διαφορετικές όμως. Που δεν χρειάζεται η ύπαρξη της μιας να εξηγεί την ύπαρξη της άλλης. Σαν γραφή είναι σίγουρα καλογραμμένο, αλλά δεν νιώθω να συνδέονται οι δύο ιστορίες. Παρόλα αυτά τα κομμάτια της ιστορίας -μέσα στην ιστορία- είναι πολύ δυνατά. Μην φοβάσαι να γράψεις τρόμο. Ο τρόμος είναι αυτό που είναι. Δεν θέλει επεξηγήσεις. Edited February 24, 2010 by Drake Ramore Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SpirosK Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 Εγώ πάντως δεν "τρόμαξα"... Νομίζω ότι αν έκοβες όλα τα κομμάτια του νοσοκομείου (που δεν είδα καν να συνδέονται με την άλλη ιστορία) θα ήταν πολύ καλύτερα. Ακόμα και αν ήθελες να παραλληλίσεις την εγχείρηση με το άνοιγμα της αρκούδας και πάλι η σκοτεινή ατμόσφαιρα που διαφαίνεται στο κυρίως διήγημα, διασκορπίζεται και χάνεται από τη σκέψη στις σκηνές του άλλου. Κατά τ'άλλα έχουμε την κλασική καλή "γραφή Χατζηγιώργη" (ΤΜ). Κανένα παράπονο εκεί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted February 24, 2010 Author Share Posted February 24, 2010 (edited) Εγώ πάντως δεν "τρόμαξα"... Θα συμφωνήσω ότι δεν υπάρχει δυνατή σύνδεση με τα δύο κομμάτια. Δεν με νοιάζει. Συμφωνώ στο ότι δεν τρομάξατε. Ότι περισσότερο είναι τραγικό παρά τρόμου. Από αυτό το δεύτερο σημείο μια διευκρίνιση: Έγραψα το κομμάτι με τις αρκούδες και μου φάνηκε λίγο. Ταυτόχρονα με βασάνιζαν κάποια πράγματα. Μα, αληθινά, εσείς τρομάζετε; Όταν διαβάζετε βιβλία τρόμου, όταν βλέπετε ταινίες τρόμου, τρομάζετε; Αν ναι, σας ζηλεύω. Εγώ έχω το πρόβλημα να μην τρομάζω. Αναγνωρίζω και λατρεύω τα συστατικά του είδους… στοιχειωμένα σπίτια, νεκροταφεία, τέρατα, μανιακούς δολοφόνους, σαπίλα, αποσύνθεση, σκιές, ομίχλη, και το αίμα (αν και όχι σε μεγάλο βαθμό) σιγά όμως μην τρομάξω. Εκτιμώ όποιους μας μεταδίδουν την ατμόσφαιρα πετυχημένα, χρησιμοποιώντας σωστά τα συστατικά, αλλά να με πιάσει ταχυπαλμία, να κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου, να τρέμουν τα πόδια μου, όχι, δεν τρομάζω. Το αποκαλούμε όμως «τρόμου». Στην καλύτερη περίπτωση, αν με κάνετε να νοιαστώ για έναν χαρακτήρα, να αγωνιώ για την τύχη του. Στην ανωτέρω εξίσωση δεν συμπεριλαμβάνω τον δείκτη αηδίας που προκύπτει από φρικιαστικές περιγραφές. Κάθισα λοιπόν και σκέφτηκα τι με τρομάζει, αληθινά, εμένα. Ένα, μην μπουν ληστές σπίτι μας ενώ είμαστε μέσα, και με το μαχαίρι στο λαιμό να τους πω που έχω κρυμμένα τα ανύπαρκτα λεφτά μου. Δύο, να ακούσω κακά μαντάτα από γιατρό και αρχίσω να μπαινοβγαίνω σε νοσοκομεία, και να περνώ από εγχειρήσεις. (Έχω όντως συχνά πρόβλημα άπνοιας.) Αλλά…δυστυχώς ή ευτυχώς, ακόμα και αυτά τα δύο, να σε ληστέψουν ή να σε εγχειρήσουν, δεν είναι τρομακτικά αν δεν συμβαίνουν σε σένα. Όταν συμβαίνουν στον άλλον, είναι ενδιαφέροντα αναγνώσματα. Από προσωπική άποψη, και μιλώντας για τον εαυτό μου, δηλώνω ότι όλα τα δικά μου διηγήματα που έχω αναρτημένα στη Βιβλιοθήκη Τρόμου, δεν είναι τρομακτικά. Άρα; Σοβαρά τρομάζετε από έργα τρόμου; Μακάρι να μπορούσα κι εγώ. Edited February 24, 2010 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 Εγώ τρομάζω. Σπάνια πλεόν, αλλά ναι, τρομάζω. Υπάρχουν βράδια που ακούω διάφορους -φυσιολογικούς- θορύβους στο σπίτι (έπειτα απο θέαση ταινίας τρόμου ή διάβασμα βιβλίου) και φοβάμαι να πάω στην τουαλέτα αν δεν ανάψω όλα τα φώτα. Υπάρχουν φορές που δεν αφήνω το πόδι μου να κρέμεται απο το κρεβάτι μην τυχόν και το αρπάξει κάτι (πάλι μετά απο ταινία ή βιβλίο). Υπάρχει και μια φορά που έγραψα κάτι και μετά διαβάζοντας το ανατρίχιασα, χωρίς να μπορώ να πιστέψω οτι σκέφτηκα κάτι τόσο τρομερό. Νομίζω πως αν δεν τρόμαζα δεν θα έγραφα ιστορίες τρόμου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 Και εγώ τρομάζω, σπάνια μεν αλλά τρομάζω. Όταν είδα το Τζου Ο (η Κατάρα, το γιαπωνέζικο) άναψα όλα τα φώτα του σπιτιού. Ομοίως και με το Εμιλι Ροουζ. Και δέχομαι ότι με τα βιβλία είναι πιο δύσκολο ακόμα, αλλά είναι κάποια απο αυτά που τα διαβάζεις και σου καρφώνονται στο μυαλό για ώρες. Δεν ξέρω αν είναι Τρόμος το αίσθημα ή σοκ αλλά ι Λαβκραφτ, Ο Λευκος Λαος του Μάχεν και μερικά ακόμα μου έχουν αφήσει μια αίσθηση eerines, unease να το πω στα αγγλικα. Και τωρα που το θυμηθηκα, το Κατι που Ερπει σαν Σκια, του Μπαλανου με ειχε κανει και αυτο να αναψω φωτα και ραδιοφωνα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SpirosK Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 Εγώ τρομάζω τόσο που είδα το Ιαπωνικό "The Ring" σε 4 δόσεις (20 λεπτά κάθε μέρα)... Οπότε ναι, αν κάτι είναι πολύ καλό θα με τρομάξει πολύ .... (καλό για τους δικούς μου τρόμους δηλαδή). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 -Μα, αληθινά, εσείς τρομάζετε; -Σοβαρά τρομάζετε από έργα τρόμου; Μακάρι να μπορούσα κι εγώ. Για μένα η αίσθηση του τρόμου προσδιορίζεται ως εξής: Η ανόρθωση των τριχών στον αυχένα και στα χέρια μου. Αυτό είναι το πιο κοντινό που πλησιάζω στον τρόμο. Ναι, και γω καμιά φορά ανάβω τα φώτα για να πάω στο μπάνιο, αλλά δε χρειάζεται να έχω δει ταινία ή να έχω διαβάσει βιβλίο ... είναι απλά ο αρχέγονος φόβος του σκοταδιού, ο οποίος αραιά και που ξεπηδάει στην πραγματικότητά μου . Αυτό φυσικά είναι καλό, γιατί σημαίνει ότι η φαντασία μου, ακόμα και αν αποφασίζει να με σπουκιάσει μια στις τόσες, ωστόσο παραμένει ζωντανή, γεγονός που θα έλεγα ότι με χαροποιεί ιδιαίτερα, δεδομένων και των σημερινών συνθηκών ζωής, που δεν είναι και αυτό που θα λέγαμε 'και γαμώ τις φάσεις'. Πάντως, όπως είπα στην αρχή, το πιο δυνατό εφέ που έχω νιώσει διαβάζοντας μια ιστορία τρόμου, είναι αυτό το γνωστό ανατρίχιασμα. Πλέον, δεν περιμένω κάτι πολύ παραπάνω από αυτήν την αίσθηση, την οποία, ως αποτέλεσμα, και θεωρώ ως ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία μιας ιστορίας αυτού του είδους. Με κίνδυνο να φανώ αναχρονιστικός απέναντι στις σύγχρονες τάσεις της λογοτεχνίας τρόμου, τολμώ να πω ότι την παραπάνω αίσθηση του φόβου, έτσι όπως την όρισα, μπορώ να την λάβω από κείμενα τα οποία συνήθως έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: 1) Είναι γραμμένα σε 1ο πρόσωπο 2) Η κορύφωση έρχεται στο τέλος, αν είναι δυνατόν ακόμα και στην τελευταία πρόταση. Με βάση αυτά, πρέπει να πω ότι δεν θεωρώ τρομακτικές τις σκηνές βίας, όσο ωμήκαι αν είναι αυτή. Το εφέ τους έχει να κάνει μόνο με τη δυσφορία που μου προκαλούν, αλλά η δυσφορία δεν είναι τρόμος. Επίσης, να συμπληρώσω ότι δεν έχει τύχει να διαβάσω κάτι και να μην κοιμηθώ μετά ή κάτι παρόμοιο. Αυτό το θεωρώ αρκετά σημαντική σημείωση, αφού θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και τι περιμένουμε από μια τρομακτική ιστορία/ τι εννοούμε 'τρόμαξα'. Βέβαια είναι πολύ υποκειμενικό αυτό, όμως μία βάση πρέπει να υπάρχει. Δεν μπορείς πχ να πεις ότι μια ιστορία δεν ήταν τρομακτική επειδή δεν σε έκανε να βγάζεις άναρθρες κραυγές και να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Πέρα από τη φαντασία, υπάρχει και η πραγματικότητα στην οποία ζεις, και αλήθεια πιστεύω ότι το πιο κοντινό στον τρόμο εφέ που μπορεί να περιμένει κανείς (και με βάση αυτό να ορίζει μια ιστορία ως τρομακτική) από ένα γραπτό του είδους, είναι η διαδικασία της ανόρθωσης των τριχών, που εύκολα είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ως φρίκη, αλλά που για μένα αποτελεί τη φλέβα της αίσθησης του τρόμου (σε ό,τι έχει να κάνει με την ανάγνωση). Τώρα που το διαβάζω βγαίνει και λίγο σαν να έχω φάει πετριά με ένα συγκεκριμένο στυλ ιστοριών... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 Ακη, σύμφωνα με τα παραπάνω που έχεις γράψει, σου έχω μια ιστορία που θα σε τρομάξει! Σήμερα -αν είναι έτοιμη- ή το πολύ αύριο θα ποστάρω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
supermario Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 Όχι τόσο ένα διήγημα τρόμου όσο ένα διήγημα για τον τρόμο. Πάντα με γοητεύει, όταν ο συγγραφέας απεκδύεται τον συνήθη ρόλο του και γίνεται το αφηγηματικό "εγώ".Επίσης, μου άρεσε πολύ ο τρόπος που πλέκονταν οι δυο ιστορίες. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω νιώσει ποτέ τρόμο διαβάζοντας ένα βιβλίο.Μάλλον, η εικόνα είναι πάντα πιο δυνατή και ικανή να προκαλέσει ένα τέτοιο συναίσθημα. Αλλά και πάλι η εποχή που τρόμαζα με horror movies για βαμπίρια και φαντάσματα έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ίσως επειδή μεγαλώνοντας, όπως λέει και ο Ντίνος, είναι άλλα αυτά που σε τρομάζουν πραγματικά, όπως το επικοινωνιακό αδιέξοδο, η καθημερινή ρουτίνα, ο χρόνος που περνά, η φθορά που επέρχεται, το αναπόδραστο του θανάτου... Και το σκοτάδι.Φυσικά, πάντα το σκοτάδι . Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 25, 2010 Share Posted February 25, 2010 Σοβαρά τρομάζετε από έργα τρόμου; Μακάρι να μπορούσα κι εγώ. Λοιπόν, ναι. Εγώ τρομάζω. Γι αυτό εξάλλου δεν βλέπω ποτέ τρόμο. Ακόμα και σε τρέιλερ στο σινεμά, όπου υποτίθεται ότι δε θα δείξει και τα χειρότερα, εγώ κλείνω τα μάτια μου. Γι αυτό εξάλλου και η λιγοστή θητεία μου στον τρόμο είναι μόνο σε αναγνώσματα. Αλλά με τα χρόνια έχω εντοπίσει τι είναι αυτό που με τρομάζει περισσότερο και δεν είναι ούτε η σπλατεριά -που απλώς τη σιχαίνομαι- ούτε το αίμα, ούτε η βία. Είναι η παραμόρφωση. Κι επειδή μεγάλο μέρος των έργων τρόμου παίζουν με κάποιο είδος παραμόρφωσης, τα αποφέυγω συστηματικά. Θα έβλεπα άνετα ένα έργο τρόμου αν ήξερα εγγυημένα ότι δε θα μου δείξει κάποιο πρόσωπο να σαπίζει ξαφνικά και να πετάγονται εδώ κι εκεί κομματάκια του. Στο θέμα μας τώρα: Γενικά μου αρέσει η σύνδεση του συγγραφέα με το έργο του. Θα συμφωνήσω ωστόσο με τους προλαλήσαντες ότι ήταν μια ελαφρώς χαλαρότερη σύνδεση απ' όσο χρειαζόταν για να κάνει την ιστορία πιο πλήρη και πιο δυνατή. Δεν έπαιζε άσχημα πάντως με τη μεταμφίεση -άνθρωπος/αρκούδα- ούτε και με τη μάσκα του γιατρού στο τέλος. Φαντάζομαι αν την ανέβαζες στο διαγωνισμό, δε θα ήταν εκτός θέματος. Η γραφή ήταν όπως πάντα καλή. Σαφώς δυνατότερες οι εικόνες του διηγήματος μέσα στο διήγημα (αρκούδα), σαφώς πιο ενδιαφέροντα και κοντά σε μας τα αισθήματα και οι φόβοι του ασθενή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted February 25, 2010 Share Posted February 25, 2010 Η ιστορία με την αρκούδα μόνη της θα μπορούσε να είναι μια κλασικότατη ιστορία τρόμου, στα πρότυπα του Ambrose Bierce. Η σύνδεσή της με τον συγγραφέα δε δουλεύει, κυρίως επειδή δεν μπορεί να γίνει παραλληρισμός μεταξύ τους (αν μέσα στην ιστορία πχ υπήρχαν σκουλικια που έτρωγαν τα θύματα από μέσα ή κάτι παρόμοιο θα αποκτούσε μια κάποια σύνδεση) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted June 22, 2011 Share Posted June 22, 2011 My dearest new members, my esteemed Great Old ones, a breath of your time if you will. Κάτω από το holodeck... από τα Τρεκ φόρουμ... από τις χαριτωμενιές στα status messages... τα παιχνιδάκια και τους διαγωνισμούς... Περιμένουν. Ιστορίες θαμμένες και ξεχασμένες για καιρό... ήρθε η ώρα να σηκωθούν, να τινάξουν το χώμα από πάνω τους και να σας φρικάρουν. Διαβάστε. Αν τολμάτε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 22, 2011 Author Share Posted June 22, 2011 Ευχαριστώ, τιμή μου, αν και στην αρχή νόμισα ότι ήταν φάρσα. Δεν θυμόμουν με τίποτα τον τίτλο. "Εγώ το έγραψα αυτό;" είπα και μπήκα να δω ποιο είναι. Εδώ, χωρίς τις σκηνές στο νοσοκομείο: ΠροσωπείοΤρόμου.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 25, 2011 Share Posted June 25, 2011 Ωραίο διήγημα και με πολύ καλή ατμόσφαιρα. Μιας και διάβασα την αρχική ιστορία, με τις σκηνές από το νοσοκομείο, να πω ότι είναι ενδιαφέρων ο τρόπος που συνδέονται οι δύο ιστορίες: η σκέψη μιας ιστορίας τρόμου ώστε να ξεχαστεί ο πραγματικός τρόμος. Παρόλ' αυτά, συμφωνώ με τους προηγούμενους, πως οι σκηνές του νοσοκομείου διακόπτουν την ατμόσφαιρα της άλλης ιστορίας. Μπορώ να πω ότι το τέλος το ψυλλιάστηκα νωρίς (ίσως προσπάθησες να απενοχοποιηθείς λέγοντας μόνος σου πως είναι σαν σε παραμύθι ). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ροη Posted June 25, 2011 Share Posted June 25, 2011 Πολύ ωραίος συνδυασμός του fictional με το πραγματικό! Μπορεί να υποψιάστηκα το τέλος, αλλά ευχαριστήθηκα την ιστορία έτσι και αλλιώς. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
newbook Posted October 13, 2011 Share Posted October 13, 2011 Δεν θα ξαναμπώ ποτέ, στο κουφάρι αρκούδας!. Γράφω ποστ; συγνώμη! το ζούσα και ... αφαιρέθηκα! Ο κινηματογραφικός "εξορκιστής" πραγματικά με τρομοκράτησε. Το γραπτό του κύριου Ντίνου, πραγματικά το έζησα. Τι να λέμε τώρα! Έχω κόρη και παραλίγο να πάω στο δωμάτιο της να δω εάν έχει ξανθή κοτσίδα! αν είναι δυνατόν Θα προτιμούσα η εμβόλιμη ιστορία να βρισκόταν σε διαφορετικό γεωγραφικό πλάτος ή μήκος, μέσα στο κείμενο. Πάντως, never main! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.