Nihilio Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 (edited) H εισαγωγή: Μπορεί ο ήλιος να χανόταν πίσω από το απέραντο μαβί της θάλασσας, όμως οι ακτίνες του ακόμα έκαιγαν το λευκό δέρμα της. Η σκιά των πεύκων ήταν μια ευχάριστη ανακούφιση για αυτή. Πέρα από τη συστάδα των δέντρων άρχιζε η ακρογιαλιά, μια στενή λωρίδα από κοκκινωπά χοντρά βότσαλα, η οποία και κατέληγε στο πέλαγος. Η θέα της θάλασσας στο δειλινό την ηρεμούσε αφάνταστα. Δε μπορούσε να τη χορταίνει. Συνήθως. Σήμερα κάτι ήταν διαφορετικό, αλλιώτικο. Το ένιωθε. Το ήξερε μέσα της, αλλά δεν μπορούσε να το περιγράψει με λόγια. Κάτι όμως ήταν λάθος. Προχώρησε ανάμεσα στα πεύκα, εξετάζοντας πιο προσεκτικά το ακρογιάλι. Και τότε, για πρώτη φορά, είδε πεντακάθαρα αυτό που είχε πιάσει πιο πριν με την άκρη του ματιού της. Το θέαμα την τάραξε. Οι κανόνες: Η εισαγωγή πρέπει να χρησιμοποιηθεί αυτούσια. Υποβολή ιστοριών μέχρι την Τρίτη 6 Ιουλίου τις πρωινές ώρες. Δεν υπάρχει όριο λέξεων. Edited July 6, 2010 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 Ουόου! Ευχαριστούμε Τιποτένιε Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 Κιάρα στο στοιχείο σου η εισαγωγή Αλλά κι εμένα μου άρεσε, οπότε θα έχουμε καλό ματσάκι! Υ.Γ Λες να μου βγει κάτι άλλο εκτός απο τρόμου;....Μπαααααα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 Πληρώνω για να δω τον Απόστολο να γράφει ρομαντική κομεντί! :Ρ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 Ρε φύγε μέσα απο το κεφάλι μου! Είτε το πιστεύεις, είτε όχι το σκεφτόμουν...όχι για κομεντί, για το ρομαντική! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 Εμένα τώρα που η πρώτη μου έμπνευση ήταν προς το τρόμου μάλλον πάσχω ε??? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 Όχι ρε συ, κι εμένα προς τα εκεί πήγε το μυαλό μου κατευθείαν. Τώρα βέβαια που η Χριστίνα πληρώνει, και διανύω στριμωγμένη οικονομική περίοδο, αν η προσφορά είναι καλή το συζητάω και για ρομεντι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted June 28, 2010 Author Share Posted June 28, 2010 Δε θέλετε να ξέρετε τι μου βγήκε εμένα όταν διάβασα το τι ακριβώς είχα γράψει. Hard SF Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 (edited) Η αλήθεια είναι οτι βολεύει για όλα τα είδη! Μπαίνω σε πειρασμό να φύγω απο την (δική μου) πεπατημένη... Edited June 28, 2010 by Drake Ramore Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 Χαχαχαχα, Μιχάλη, Solaris.... αλλά δεν είναι hard επουδενί Όντως μάλλον βολεύει για όλα. Drake, ακόνισε την πένα σου να δούμε τι θα βγάλουμε Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted July 4, 2010 Share Posted July 4, 2010 Την ακόνισα πολύ μου φαίνεται και βγήκε παραπάνω απο όσο περίμενα ...καλά που δεν έχουμε όριο λέξεων! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted July 5, 2010 Share Posted July 5, 2010 Προσεχώς "Το Ναυάγιο της Κάθυ Ντόνοβαν" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted July 5, 2010 Share Posted July 5, 2010 Ει, γιατρέ. Πιασμένο το "Ντόνοβαν" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted July 5, 2010 Share Posted July 5, 2010 Αυτή είναι προγενέστερη! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted July 5, 2010 Share Posted July 5, 2010 Φυσικά χιούμορ κάνω, αυτή είναι Ντόνοβαν, όχι Ο'Ντόνοβαν! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 5, 2010 Share Posted July 5, 2010 Ωχ! Είχα ξεχάσει ότι πρέπει να έχω κι έναν τίτλο ... Είμαι τόσο άθλια σε αυτο.... Κάτι μου λέει επίσης ότι η αρχή μας (τουλάχιστον) μοιάζει Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted July 5, 2010 Share Posted July 5, 2010 Ωχ! Είχα ξεχάσει ότι πρέπει να έχω κι έναν τίτλο ... Είμαι τόσο άθλια σε αυτο.... Κάτι μου λέει επίσης ότι η αρχή μας (τουλάχιστον) μοιάζει Πες μου οτι έγραψες κι εσύ ρομάντζο! Επιστροφή στην γαλάζια λίμνη κι έτσι... Υ.Γ Η εύρεση τίτλου είναι σπάσιμο γενικώς. Το κακό είναι συνήθως, οτι ενώ μου έρχονται πλείστοι όσοι στα Αγγλικά συνήθως στα Ελληνικά δεν λειτουργούν. Συμπάσχω Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 5, 2010 Share Posted July 5, 2010 Ε... χμμμμ... δεν εννοούσα ακριβώς αυτό Για το ναυάγιο μιλούσα Επίσης, άσε τα σάπια τώρα, υπέροχος είναι ο τίτλος σου κι άντε να βρω κάτι της προκοπής να τον επισκιάσω Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted July 5, 2010 Share Posted July 5, 2010 Όνομα Συγγραφέα:Drake Ramore Είδος: Περιπέτεια Φαντασίας Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:Αρκετές Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: - "Το Ναυάγιο της Κάθυ Ντόνοβαν" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 6, 2010 Share Posted July 6, 2010 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Κιάρα Είδος: Χμμμ... πειράζει που δεν ξερω? Βία; Μπα Σεξ; Μπα Αριθμός Λέξεων: κατι λιγες εκατοντάδες παραπάνω από 2000 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: (...ναι, ναι, ξέρω θάλασσες τεκίλα, φύλλα πεταμένα στη φωτιάααα... αλλά τι να κάνω τώρα, δεν έχω κάτι καλύτερο να του βάλω τίτλο ) Κόκκινο φεγγάρι Μπορεί ο ήλιος να χανόταν πίσω από το απέραντο μαβί της θάλασσας, όμως οι ακτίνες του ακόμα έκαιγαν το λευκό δέρμα της. Η σκιά των πεύκων ήταν μια ευχάριστη ανακούφιση για αυτή. Πέρα από τη συστάδα των δέντρων άρχιζε η ακρογιαλιά, μια στενή λωρίδα από κοκκινωπά χοντρά βότσαλα, η οποία και κατέληγε στο πέλαγος. Η θέα της θάλασσας στο δειλινό την ηρεμούσε αφάνταστα. Δε μπορούσε να τη χορταίνει. Συνήθως. Σήμερα κάτι ήταν διαφορετικό, αλλιώτικο. Το ένιωθε. Το ήξερε μέσα της, αλλά δεν μπορούσε να το περιγράψει με λόγια. Κάτι όμως ήταν λάθος. Προχώρησε ανάμεσα στα πεύκα, εξετάζοντας πιο προσεκτικά το ακρογιάλι. Και τότε, για πρώτη φορά, είδε πεντακάθαρα αυτό που είχε πιάσει πιο πριν με την άκρη του ματιού της. Το θέαμα την τάραξε. Το καράβι έμοιαζε με τη ραχοκοκαλιά θαλασσινού τέρατος που πέθανε και ξεβράστηκε αιώνες χρόνια πριν σε τούτη την ακτή και που ο ήλιος το ‘ψηνε καθημερινά, μέχρι που το στέγνωσε από κάθε ίχνος υγρασίας. Κι όμως, μόλις εχτές την ίδια ώρα του απογεύματος δεν ήταν εκεί. Η Φιρντέβ δοκίμασε να κάνει ένα μικρό βήμα έξω από τη προστασία των πεύκων κι ύστερα τραβήχτηκε ξανά στη σκιά. Για αρκετή ώρα είχε περπατήσει στο φως του δειλινού, αν κι ήταν καλυμμένη, δεν ήθελε πάλι να φουσκαλιάσει και να κοκκινίσει όπως τις προάλλες. Στάθηκε στη σκιά και παρατηρούσε το σπασμένο τρικάταρτο από εκεί. Πόσο καιρό να είχε περάσει άραγε στα κύματα; Τι θησαυρούς να έκρυβε μέσα στο αμπάρι του που έμοιαζε με φουσκωμένη κοιλιά θαλάσσιου κύτους; Τι να είχαν γίνει εκείνοι που το κυβερνούσαν; Έριξε μια ματιά στον ήλιο που έγερνε να ξεκουραστεί. «Άντε» είπε με ανυπομονησία προς το μέρος του. Παρ’ όλους τους ατελείωτους αιώνες που είχε ζήσει, η περιέργειά της ακόμη έμοιαζε με μικρού παιδιού. Ζούσε μόνη. Κι ενώ οι σχέσεις της με το κοντινό χωριό ήταν μάλλον από τις καλύτερες που θα μπορούσε να ονειρευτεί μια μάγισσα της νύχτας, εκείνη προτιμούσε τη μοναξιά της. Την έτρεφε και τη φυλούσε όλα αυτά τα ατελείωτα χρόνια και το δικαίωμα της σε αυτήν έμοιαζε πλέον δεδομένο. Τις περισσότερες φορές αρκούσε ένα νέο βιβλίο από το μεγάλο παζάρι της χώρας για να περάσει μια συνταρακτική νύχτα. Μα οι πραματευτάδες χρόνια είχαν να περάσουν από τα μέρη της, ούτε που θυμόταν πόσα, κι από εκείνες τις ελάχιστες φορές που τη ζύγωναν ακόμα πιο σπάνια είχε κι όλα κείνα τα χρήματα που χρειαζόντουσαν για να πάρει ένα βιβλίο. Συγκεντρωμένη παρατηρούσε τα σπασμένα κατάρτια, τη φαρδιά μπούμα που λες και δέηση έκανε στον ουρανό έτσι ανοιγμένη στα δυο, τα ξύλα της κουβέρτας που έδειχναν κι αυτά τον ήλιο, σαν να ανυπομονούσαν να κρυφτεί εντελώς, σαν να της συμπαραστέκονταν. Το καράβι ήταν πεσμένο στα πλευρά του, ξάπλωνε στην αμμουδιά νεκρό και στραγγισμένο κι έμοιαζε μαύρο ολόκληρο στο λιγοστό φως που είχε απομείνει. Δε μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα βήματά της. Τύλιξε καλά καλά το πρόσωπό της με τη μαύρη μαντίλα και βγήκε από τη σκιά τρέχοντας προς το έρημο σκαρί. Το έφερε μια βόλτα πρώτα ολόκληρο κι έπειτα χώθηκε στο αμπάρι περνώντας προσεχτικά για να αποφύγει την πίσσα, ανάμεσα σε δυο κουρελιασμένες σανίδες της δεξιάς πλευράς που σχεδόν ακουμπούσε στα κοκκινωπά βότσαλα της ακρογιαλιάς. Κατάφερε να σταθεί όρθια όπως όπως στο κεκλιμένο δάπεδο του αμπαριού και να ρίξει μια ματιά. Τι να είχε συμβεί; Κομμάτια από διάφορα αντικείμενα κείτονταν παντού. Μπορούσε μόνο να μαντέψει πως κάποτε αυτές εδώ οι σανίδες ανήκαν σε ένα βαρέλι, ενώ η ανοιγμένη κλειδωνιά παρακάτω ήταν από κάποιο σεντούκι. Τίποτα ολόκληρο δεν υπήρχε εκεί μέσα. Τίποτα απολύτως. Τα πάντα έμοιαζαν λες και τεράστια σαγόνια να τα μάσησαν και να τα έφτυσαν ξανά σε κομμάτια. Έβγαλε το ένα γάντι από το αριστερό της χέρι, της καρδιάς και το ακούμπησε γυμνό στο ξύλο. Άκουγε καλύτερα με το χέρι εκείνο κι όμως, σιωπή. Το ξύλο δεν είχε να μοιραστεί τίποτα μαζί της, ήταν νεκρό χρόνια, περισσότερα από όσα ζούσε εκείνη. Ξάφνου άκουσε ένα ανεπαίσθητο βογκητό. Ναι, αυτός είναι, τον βρήκα, ήταν η πρώτη σκέψη της, κι ύστερα ποιος δηλαδή; Προσπαθούσε να εντοπίσει την πηγή του ήχου που είχε ακούσει, όταν σιγανά μα σταθερά ακούστηκε και δεύτερο. Έμοιαζε περισσότερο με μουγκρητό ετοιμοθάνατού ζώου μα η Φιρντέβ, η μάγισσα της νύχτας, δε φοβόταν μήτε ζώο μήτε άνθρωπο, μόνο το θάνατο και τα γηρατειά. Το θάνατο των άλλων. Κι αυτού εδώ που βογκούσε το θάνατο τον φοβόταν όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Βγήκε από το αμπάρι, πήδησε ψηλά, πιάστηκε από την κουπαστή και πάτησε γερά τα πόδια της στην κουβέρτα. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πια εντελώς και το σκοτάδι ήταν πηχτό, οι δυνάμεις της είχαν επανέλθει. Τα εξασκημένα μάτια της εντόπισαν γρήγορα αυτό που έψαχναν. Επάνω στην κουβέρτα ήταν ένας νεαρός άντρας. Το πόδι του είχε μια κλίση περίεργη και το χέρι του ήταν γυρισμένο πίσω από τον κορμό του, τα μαλλιά του έπεφταν λασπερά και γεμάτα άμμο σε χοντρές μπούκλες παντού στο πρόσωπό του κι όλο το σώμα του ήταν μελανιασμένο κι είχε εκδορές. Κι όμως, έδειχνε σαν αρχαίος θεός στο ελάχιστο κατακοκκινο φως του φεγγαριού που μόλις είχε πάρει να ανατέλλει. «Ε, εσύ» του φώναξε από μακριά. Δεν πήρε καμία απάντηση. Πήγε κοντά του ακροπατώντας προσεκτικά στα ελάχιστα γερά ξύλα του καταστρώματος και κάθισε δίπλα του ανακούρκουδα. Με το μεταξένιο κατάλευκο χέρι της απομάκρυνε τις ακατάστατες μπούκλες από το πρόσωπό του. Καιγόταν από τον πυρετό. Τα μάτια του ήταν κλεισμένα σφικτά και τα χείλη του κατάξερα. Μα τι όμορφο που ήταν το πρόσωπό του! Πρόσεχε αρρώστους και χτυπημένους από τότε που θυμότανε τον εαυτό της. Ήξερε πάρα πολύ καλά πως δεν έπρεπε να τον μετακινήσει. Όμως, εδώ μακριά από το χώμα της γης του σπιτιού της, παρόλο που η νύχτα είχε ήδη πέσει, οι δυνάμεις της ήταν λιγοστές. Θυμήθηκε κάποτε, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδί, τη μάνα να προσπαθεί με ότι είχε στα χέρια της να φροντίσει τους εργάτες των ορυχείων του χαλκού, όταν εκείνο είχε καταρρεύσει και τους πλάκωσε. Κοίταξε γύρω της, υπήρχαν υλικά. Έβγαλε και το άλλο γάντι, έβαλε τα χέρια της στα μάγουλα του και κοίταξε μέσα του. Τραβήχτηκε σαστισμένη. Κάτι υπήρχε εκεί, κάτι που δεν την άφηνε να δει, αισθάνθηκε σα να πήρε φόρα και να χτύπησε το κεφάλι της επάνω σε ένα τούβλινο τοίχο. Αυτό δεν ήταν καλό, ο άντρας ήταν ακόμα πιο κοντά στο θάνατο από ότι νόμισε αρχικά. Ένα κύμα πανικού αισθάνθηκε να ανεβαίνει στη ραχοκοκαλιά της, μα το απόδιωξε γρήγορα. Δε θα μπορούσε να τον σώσει αν δεν ήταν δυνατή. Κούνησε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά να διώξει τη ζαλάδα κι έπιασε να ψηλαφίζει το χέρι και το πόδι του. Κοίταξε γύρω της για άλλη μια φορά και γρήγορα βρήκε σανίδες που να της κάνουν. Έβγαλε τη μαντίλα της κι άρχισε να τη σχίζει σε λωρίδες. Τώρα που τον είχε βρει δε θα τον άφηνε ποτέ να φύγει ξανά. Ευχόταν μόνο να προλάβαινε να τελειώσει και να τον πάει σπίτι της πριν να χαράξει. Λίγο πριν το ξημέρωμα κι όταν η αυγουστιάτικη πανσέληνος είχε δύσει προ πολλού, το ιπτάμενο σώμα ενός νεαρού άντρα με μακριά κατσαρά μαλλιά κι άγρια γένια μπήκε μέσα στην καλύβα της. Πίσω του μπήκε η Φιρντέβ, έκανε μια μικρή κίνηση με τα χέρια της και το σώμα του προσγειώθηκε στο αχυρένιο κρεβάτι της. Αμέσως μετά το δικό της σώμα σωριάστηκε στο πάτωμα. Το ξόρκι την είχε εξαντλήσει τόσο που δε θυμόταν καν πως το κορμί της άγγιξε την κουρελού. Δεν πειράζει όμως, εδώ είναι ασφαλής, γύρισε σπίτι, γύρισε σε μένα. Στον ταραγμένο ύπνο της το βράδυ εκείνο είδε θαλασσινά τέρατα να μασάνε και να φτύνουν καράβια. Κι είδε κι έναν άντρα, με μακριά άγρια γένια και κατσαρά μαύρα μαλλιά να στέκεται πάνω σε ένα από τα καράβια αυτά κραδαίνοντας ένα δίστομο τσεκούρι που είχε το μπόι του και να προσπαθεί με αυτό να πολεμήσει το τέρας που μέσα στα σαγόνια του κρατούσε το καράβι. Η μάχη έμοιαζε τόσο άνιση που το όνειρο έγινε εφιάλτης και ξύπνησε αλαφιασμένη. *** Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της με απορία. Έξω μάλλον ο ήλιος πρέπει να ήταν κοντά στη δύση, μπορούσε να δει το κοκινωπό φως του να τρυπώνει από τις γρίλιες του κλειστού πατζουριού. Πήγε στο λαβομάνο κι έπλυνε το κατάλευκο πρόσωπό της κι ύστερα φόρεσε τα γάντια της και τις μαλακές της μπότες, κουκουλώθηκε με τη μαντίλα της και άρχισε να κατηφορίζει το μικρό λοφάκι που τη χώριζε από την ακτή να χαζέψει λίγο τη θάλασσα στο δειλινό που τόσο της άρεσε πάντοτε. Δε μπορούσε να τη χορτάσει, το ανοιχτό πέλαγος πάντα την ηρεμούσε. Ειδικά όταν έμοιαζε μαβί κάτω από το κοκκινωπό φως του δύοντος ήλιου. Στη σκιά των τελευταίων πεύκων αισθάνθηκε πως σήμερα κάτι ήταν διαφορετικό, κάτι ήταν αλλιώτικο. Σαν να το περίμενε, σαν να ήξερε πως τα βήματά της ήταν προγραμματισμένα από κάποια ανώτερη δύναμη και την πήγαν μέχρι εκεί, όχι για να απολαύσει το αγαπημένο της θέαμα, το απέραντο πέλαγος στο φως του δειλινού, μα για κάποιον σκοπό. Με την άκρη του ματιού της έπιασε κάτι παράταιρο στο χώρο. Βγήκε ελάχιστα από τη συστάδα των δέντρων και τότε μπόρεσε να δει τι υπήρχε εκεί ολοκάθαρα. Τα συντρίμμια του καραβιού έστεκαν στην ακτή σαν να ήταν πάντα εκεί. Κι όμως, μόλις εχθές την ίδια ώρα δεν ήταν εκεί. Η Φιρντέβ περίμενε να κρυφτεί τελείως ο ήλιος για να βγει από τη σκιά των πεύκων στη μικρούλα ακτή με ανυπομονησία… *** «Και γιατί πατέρα έμενε μόνη της εδώ;» «Δεν είχε κανέναν η καψερή. Δεν ήθελε και κανείς να την κάνει παρέα, κορίτσι μου. Ε, τη φοβόντουσαν μάλλον και λιγάκι, έλεγαν πως ήταν μάγισσα γιατί κι η μάνα της καταπιανόταν με μαντζούνια… ξέρεις τώρα δα πως είναι στα χωριά… από τη μία άμα αρρώσταιναν μες τη νύχτα πήγαιναν σε αυτήν να τους ‘γιάνει κι από την άλλη την έλεγαν μάγισσα…» «Ναι αλλά ήταν;» «Ωπ! Τσίμπησε! Πιάσε το καλάθι» της είπε ο πατέρας της καθώς τραβούσε την πετονιά. Έκανε στο πλάι τη λάμπα θυέλλης, που έστεκε αναμμένη ανάμεσά τους και του το έδωσε. Έβγαλαν ένα μεγαλούτσικο ψάρι, κι αφού ξαναδόλωσε το αγκίστρι του και το έριξε στη θάλασσα, η μικρή αποφάσισε πως η ερώτησή της είχε ξεχαστεί και θα έπρεπε να την ξανακάνει. Κάτι απροσδιόριστο μέσα της ζητούσε απαντήσεις τη νύχτα εκείνη. «Μπαμπά, ήτανε μάγισσα η Φιρντέβ;» «Όχι, κορίτσι μου, τι μάγισσα; Λίγο παλαβή ήτανε μόνο η καψερή. Είχε αγαπήσει έναν καπετάνιο στα νιάτα της και αυτός την παράτησε, ε, κι από τότε λωλάθηκε λιγάκι.» «Γιατί την παράτησε, μπαμπά; Ήταν άσχημη;» «Κούκλα ήτανε στα νιάτα της, η πιο όμορφη του χωριού. Το δέρμα της κάτασπρο σαν το χιόνι και τα μάτια της στο χρώμα του ουρανού. Αλαφροΐσκιωτη, πανέμορφη όμως. Αλλά έτσι είναι οι καπεταναίοι, δύσκολη η ζωή τους χωρίς μια αγάπη σε κάθε λιμάνι. Κάποια άλλη γυναίκα ίσως να στάθηκε πιο τυχερή.» Πατέρας και κόρη έμειναν για λίγο σιωπηλοί να κοιτάζουν την κοκκινωπή αντανάκλαση του φεγγαριού στ’ αρυτίδωτα θαλασσινά νερά. «Μπαμπά… πώς πέθανε η Φιρντέβ;» «Τί έχεις πάθει απόψε;» γέλασε εκείνος. «Έλα, πες μου» «Ένα απόγευμα κατέβηκε εδώ, πέρασε το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα και βγήκε στο ναυάγιο. Λένε πως πάντοτε τα δειλινά έβγαινε εδώ στην παραλία και κοιτούσε τη θάλασσα περιμένοντάς τον να γυρίσει. Λένε ακόμα πως έκλαιγε κοιτάζοντας τα κύματα και μουρμούριζε για ένα άλλο ναυάγιο κάπου μακριά που της πήρε τον άντρα της. Μάλλον πήγε να σκαρφαλώσει στο καράβι κι έπεσε. Την βρήκαν την άλλη μέρα νεκρή, πάνω σε τούτα δω τα βότσαλα.» «Γι’ αυτό λένε πως είναι οι πέτρες της Φιρντέβ μπαμπά εδώ; Από το αίμα της είναι κόκκινες;» «Χαχαχα…» γέλασε εκείνος για άλλη μια φορά «τα πιστεύεις στ’ αλήθεια γλυκιά μου όλα αυτά; Είναι δυνατόν να είχε τόσο αίμα μια γριά γυναίκα που να βάψει όλες τις πέτρες του γιαλού; Έλα τώρα, μην τρομάζεις με παλιές ιστορίες και φέρε κοντά το καλάθι, θα πιάσουμε μεγαλύτερο ψάρι σε λίγο, το νιώθω.» *** Η Φιρντέβ στάθηκε πάνω από τον άντρα και με το ντελικάτο, πάλλευκο χέρι της απομάκρυνε μια μπούκλα από το πρόσωπό του. Καιγόταν στον πυρετό. Δε θα την έβγαζε τη νύχτα. Ένα κύμα πανικού άρχισε να ανεβαίνει στη ραχοκοκαλιά της, μα το κατέπνιξε. Δε θα μπορούσε να βοηθήσει τον άντρα αν δεν ήταν δυνατή. Έπιασε δουλειά, έπρεπε να δέσει το σώμα του πριν να τη βρει η αυγή γιατί το λευκό της δέρμα δεν άντεχε στον ήλιο. Δούλευε πυρετωδώς, έσκιζε κομμάτια από τη μαντίλα της και στηρίζοντας με τις σανίδες τα σπασμένα μέλη του άντρα τα έδενε γερά. Όταν το κατακόκκινο φεγγάρι άρχισε να ανατέλλει το κοίταξε για λίγο απορημένη. Νόμιζε πως η πανσέληνος του Αυγούστου ήταν εχθές, μπα λάθος, σκέφτηκε και τότε άκουσε τις φωνές. Ήταν πολύ σιγανές στην αρχή μα της φάνηκε πως άκουσε το όνομά της. Άφησε τον άντρα, σαν να μην ήταν ποτέ εκεί, και σβέλτα κατέβηκε από το πλοίο να πάει πιο κοντά. Ήταν ένας ψαράς στην παραλία, μισοξαπλωμένος στα βότσαλα με ένα μικρό κορίτσι μαζί του. Πήγε και στάθηκε πίσω τους την ώρα που έβγαζαν ένα ψάρι από το αγκίστρι και το έριχναν στο καλάθι. Μα πριν προλάβει να τους χαιρετήσει το παιδί είπε: «Μπαμπά, ήτανε μάγισσα η Φιρντέβ;» Χα, πρόλαβε να σκεφτεί προτού να ακούσει την απάντηση του άντρα κι ύστερα «τι λες, ανόητε θνητέ!;» Μα απάντηση δεν πήρε. Η Φιρντέβ άκουσε τη συζήτησή τους σιωπηλή, προσπαθώντας απεγνωσμένα να χωρέσει στο μυαλό της εκείνα που άκουγε. Κάπου κάπου ψέλλιζε «όχι...» και «μ’ αγαπούσε αληθινά» μα ύστερα κοίταζε τα χέρια της που ζάρωναν μπροστά στα μάτια της και γέμιζαν πανάδες, έπιανε το πρόσωπό της κι έβρισκε δέρμα πλαδαρό σκαμμένο από τις ρυτίδες, ήθελε να ουρλιάξει μα φωνή δεν έβγαινε από το κατάξερο λαρύγγι της. Μέσα στον πανικό της κλώτσησε τη λάμπα τους και την πέταξε στη θάλασσα. Το κοριτσάκι άφησε μια κραυγή κι ο ψαράς σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να ψάχνει το χώρο γύρω του αλαφιασμένος. «Η Φιρντέβ!» Τσίριζε η μικρή. Κι η Φιρντέβ έχοντας βρει τη φωνή της φώναζε «ναι, ναι, εγώ είμαι… τι λέτε; ΤΙ είναι αυτά που λέτε; Μ’ αγαπούσε και τον έσωσα» μα κανείς δεν έδειχνε να την ακούει. Ο ψαράς και η κόρη του μάζεψαν τα πράγματά τους και πήραν το δρόμο του γυρισμού, με το κοριτσάκι να κλαίει έντρομο κι εκείνον να προσπαθεί να την καθησυχάσει, του κάκου. Η Φιρντέβ έμεινε εκεί. Κάθισε στα βότσαλα και κοίταζε κλαίγοντας την αντανάκλαση του κοκκινου φεγγαριού στο πέλαγος, μέχρι που τα μάτια της στέρεψαν. Για πρώτη φορά ύστερα από τους αιώνες της ύπαρξής της είδε το χρυσό φως της αυγής και τον ήλιο να προβάλει πίσω από τα βουνά της ανατολής. Κι ύστερα κοιμήθηκε για πάντα. Edited July 6, 2010 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted July 6, 2010 Author Share Posted July 6, 2010 Οι ιστορίες κατετέθησαν και το πολλ άνοιξε. Παρακαλώ ψηφίστε και σχολιάστε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 6, 2010 Share Posted July 6, 2010 Απίστευτο. Μα καλά, συνεννοημένοι ήσασταν; Όχι, δεν φταίει η εισαγωγή, που ήταν τόσο ανοικτή, πιο ανοικτή σε περισσότερες ερμηνείες δεν θα μπορούσε να είναι. Κι όμως, όχι μόνο συμφωνήσατε «στο θέαμα που την τάραξε» αλλά και στη “spoiler” «ταυτότητα» του κεντρικού σας χαρακτήρα. Δεν είναι από τις καλύτερες στιγμές της γραφής της Κιάρας, κι αυτό το λέω γιατί βρήκα λίγο… νερόβραστη την λύση όπου η πρωταγωνίστρια, συμπτωματικά, ακούει τον πατέρα να τα λέει με την κόρη του, και άρα τα καταλαβαίνει όλα. Βρήκα όμως το μικρό φάουλ του Drake Ramore σχετικά με την εισαγωγή λίγο πιο ενοχλητικό, με αποτέλεσμα η ψήφος μου να πάει στη Nienor. Drake, η εισαγωγή δεν περιγράφει άτομο που πέρασε το ταράκουλο που περιγράφεις αργότερα. Στην εισαγωγή έχουμε άτομο που αγνοεί τι έχει συμβεί, ρεμβάζει, χαίρεται τα χρώματα της φύσης και που ξαφνικά κάτι αλλαγμένο στο τοπίο την ταράσσει. Αυτά που αντικρίζει τα ξέρει, τα έχει ζήσει, από εκεί μας έρχεται. Όχι, δεν νομίζω ότι η φύση της ταυτότητας της το δικαιολογεί. [Επίσης, Drake, υπάρχουν κάποια επιμέρους στη γραφή, όχι τόσο σημαντικά, που όμως με χτύπησαν στο μάτι και στα λέω για να τα έχεις υπ’όψη. Όταν η ηρωίδα μόλις έχει πει στον Ντομπς ότι έχει ναυαγήσει και ότι δεν μπορεί να βρει τους συντρόφους της, η δική του ερώτηση, «Τι σε φέρνει σε αυτό το νησί;», βγαίνει κάπως, σαν να τα λένε με τσαγάκι, εκείνος ντόπιος κι εκείνη μια τουρίστρια. Και λόγω της φύσης του μικρού διηγήματος, όταν η ιστορία μοιάζει να αλλάζει οπτική γωνία σε εκείνη του παντογνώστη αφηγητή, με τις περιγραφές των σπηλιών του Άδη, βάση των γνώσεων του Ντομπς, κι όχι από αυτά που έμαθε εκείνη, αυτό θέλει λίγο προσοχή. Η αφήγηση θα πρέπει να στηρίζεται μόνο σε αυτά που βλέπει, ακούει και ξέρει εκείνη.] Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Zaratoth Posted July 6, 2010 Share Posted July 6, 2010 Λοιπόν διάβασα και τα 2. Και τα 2 ήταν ωραία. Της Nienor ήταν κάπως πιο epic, στα γούστα μου, αλλά σε γενικές γραμμές δεν με εντυπωσίασε. Από την άλλη του Drake στο πρώτο μισό μου φάνηκε κάπως βεβιασμένο και κλασικό, κάτι από Lost, κάτι από "νησί των θησαυρών", κάτι από "το μυστηριώδες νησί" του Βερν. Αλλά από τη στιγμή που πάει στη σπηλιά και μετά μου άρεσε πολύ και τολμώ να πω πως το τέλος δεν το περίμενα. Η ψήφος μου στον Drake. Υ.Γ. Μα καλά, μόνο εγώ όταν διάβασα την εισαγωγή δεν σκέφτηκα ναυάγιο, αλλά θαλάσσια τέρατα να βγαίνουν από τη θάλασσα? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 6, 2010 Share Posted July 6, 2010 Σας ευχαριστούμε πολύ που διαβάζετε, σχολιάζετε και ψηφίζετε Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted July 8, 2010 Share Posted July 8, 2010 Η ημέρα είναι υπέροχη για να κάνετε ένα μικρό διάλειμμα απο την συγγραφή για τον διαγωνισμό του καλοκαιριού, ή και απο την δουλειά σας όσοι δεν έχετε σκοπό να πάρετε μέρος, για να διαβάσετε τις δύο ιστορίες. Υποσχόμαστε δράση, μαγεία, ειδυλλιακά τοπία και δύο ιστορίες με θέμα την πραγματική αγάπη. Υ.Γ Όσοι ψηφίζουν ας αφήνουν και ένα μικρό σχόλιο. Είναι καλό να γνωρίζουμε τι σας άρεσε, αλλά και τι δεν σας άρεσε για να έχουμε το νου μας σε μελλοντικές ιστορίες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.