Jump to content

Η Ακτή


Adicto

Recommended Posts

Η Ακτή

 

Μπορεί ο ήλιος να χανόταν πίσω από το απέραντο μαβί της θάλασσας, όμως οι ακτίνες του ακόμα έκαιγαν το λευκό δέρμα της Ελένης. Η σκιά που έκαναν τα αρμυρίκια ήταν μια ευχάριστη ανακούφιση για αυτή. Όταν ήταν πιο νέα, όταν ζούσε μια άλλη ζωή, θα καλοδεχόταν την καυτή επαφή του ήλιου με το δέρμα της. Δεν ήταν όμως πια εκείνη η κοπέλα.

 

 

Είχε περάσει πια τα σαράντα και το κορμί της δεν έκανε καμμιά προσπάθεια για να το κρύψει. Τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να γίνονται ολοένα και πιο γκρίζα, το κάποτε αθλητικό σώμα της ήταν τώρα στεγνό, το δέρμα της τραβηγμένο. Λεπτά αυλάκια έτρεχαν κατά μήκος του προσώπου της, γύρω από τα μάτια της, στο λαιμό της. Η αλήθεια ήταν πως έμοιαζε ακόμα μεγαλύτερη από την ηλικία της.

 

Η έντονη ζέστη της προκαλούσε πια δυσφορία και ακόμα και εκείνη τη πολύ ζεστή ακόμα και για καλοκαίρι μέρα, ήταν ντυμένη με μία λευκή μακρυμάνικη λινή πουκαμίσα.

 

 

Βάδισε πέρα από τη συστάδα των δέντρων εκεί όπου άρχιζε η ακρογιαλιά, μια στενή λωρίδα από κοκκινωπά χοντρά βότσαλα, η οποία και κατέληγε στο πέλαγος. Τα βότσαλα επέστρεφαν την ζέστη που είχαν απορροφήσει στη διάρκεια της ημέρας και δημιουργούσαν αντικατοπτρισμούς. Η παραλία έμοιαζε να αναπνέει.

 

Η θέα της θάλασσας στο δειλινό την ηρεμούσε αφάνταστα. Δε μπορούσε να τη χορταίνει. Συνήθως

 

Σήμερα κάτι ήταν διαφορετικό, αλλιώτικο. Το ένιωθε. Το ήξερε μέσα της, αλλά δεν μπορούσε να το περιγράψει με λόγια. Προχώρησε ανάμεσα στα δέντρα, εξετάζοντας πιο προσεκτικά το ακρογιάλι. Και τότε, για πρώτη φορά, είδε πεντακάθαρα αυτό που είχε πιάσει πιο πριν με την άκρη του ματιού της.

 

 

Το θέαμα, όσο και αν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό, την τάραξε.

 

Μισόκλεισε τα μάτια της για να σιγουρευτεί, αν και ήξερε μέσα της, με μία καθησυχαστική σιγουριά, πως δεν είχε λαθέψει. Τα σώματα των θαλάσσιων κητών επέπλεαν σαν σάρκινα κούτσουρα στην επιφάνεια του νερού. Νεκρά δελφίνια. Δεκάδες από αυτά. Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στα στιλβωμένα τους δέρματα, καθώς το απαλό κύμα χόρευε τα σώματά τους. Κάθε στιγμή που περνούσε τα έφερνε όλο και πιο κοντά στην ακτή που αυτή στεκόταν. Επέπλεαν νωχελικά, γαλήνια, σαν μικρά βαρκάκια που επέστρεφαν στο λιμάνι τους έπειτα από ολοήμερο ταξίδι· μπορούσε πια να διακρίνει ξεκάθαρα τα γυρισμένα στην επιφάνεια γυαλιστερά στομάχια τους. Σε λίγο, σκέφτηκε, τα σώματά τους θα φούσκωναν από τα αέρια. Ο ήλιος, το νερό και το αλάτι θα άρχιζαν να τα διαβρώνουν. Η Ελένη μπορούσε σχεδόν να μυρίσει την αποφορά. Παρακολουθούσε μαγεμένη, ανήμπορη να κάνει ο,τιδήποτε, τα νεκρά κήτη να πλησιάζουν όλο και πιό κοντά στην ακτή. Ένιωθε ένα απαλό μούδιασμα να απλώνεται στο μυαλό της και μια γλυκιά παράλυση να σκεπάζει το κορμί της. Τα νεύρα της άρχισαν να λύνονται σιγά σιγά, αισθάνθηκε λες και ίσαμε τώρα ήταν σχοινιά δεμένα σε κόμπους και ξάφνου, κάποιος άρχισε να τραβάει τις άκρες και να τους λύνει.

 

Έκλεισε τα μάτια της.

 

Έλυσε το μυαλό της. Οι αναμνήσεις που τόση ώρα τέντωναν τα λουριά τους, τώρα χύθηκαν ξέφρενες να την πνίξουν. Μπερδεύονταν, μάχονταν μεταξύ τους. Κάποιες στιγμές υπερίσχυε η μία, κάποια άλλη στιγμή επικρατούσε η άλλη. Η Ελένη δεν μπορούσε πια να διακρίνει που άρχιζε και που τέλειωνε η καθεμιά τους. Και παράλληλα άνοιγαν και το δρόμο για να βαδίσουν άγρια τα γεννήματά τους, αυτά που τις ακολουθούν θαρρείς και κρύβονται πίσω από τα φουστάνια τους. Τα συναισθήματα.

 

 

Ο πόνος,

 

η στενοχώρια,

 

η λύπη.

 

Η οργή.

 

Η ενοχή.

 

 

Το κεφάλι της ήταν θαμμένο μες στις χούφτες της τώρα, τα δάχτυλά της ήταν χωμένα στα μαλλιά της. Η πλάτη της τρανταζόταν από τους λυγμούς, από τους αρμυρούς κόμπους που χύνονταν στα μάγουλά της. Και αυτή έβλεπε μέσα από τα σφαλιστά της μάτια.

 

Και αυτή ζούσε πάλι τοπαρελθόν.

 

Και αυτή χάθηκε μέσα στους λαβύρινθους της μνήμης.

 

Ξύπνησε πάλι στο κρεββάτι της. Κάθε πόρος του δέρματος της έσταζε ιδρώτα, η ζέστη εκείνο το πρωινό είχε μετατρέψει το σώμα της σε αντλία, ήταν λες και πάλευε να αποβάλλει από μέσα της κάθε ίχνος νερού. Το σεντόνι είχε κολλήσει πάνω της. Ήταν σίγουρα αρκετά νωρίς όταν ξύπνησε παρόλο που εκείνη τη μέρα δεν δούλευε. Δίχως ακόμα να έχει ξυπνήσει τελείως, χαυνωμένη από τη ζέστη, αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που την είχε βγάλει από τον ύπνο της. Προσπάθησε να κλείσει πάλι τα μάτια της, μα τη στιγμή ακριβώς που ένιωσε πως θα βυθιζόταν πάλι, η αποκάλυψη μούδιασε το μυαλό της.

 

Ήταν η ησυχία που την είχε ξυπνήσει… Το δωμάτιο ήταν βυθισμένο σε μία αλλόκοτη σιωπή, τα πέπλα της σκέπαζαν τα πάντα. Τα πάντα γύρω της έμοιαζαν να έχουν κυλίσει, να έχουν βυθιστεί σε μία λίμνη. Ήταν λάθος. Όλα ήταν λάθος. Έμεινε ακίνητη στο κρεββάτι, το κορμί της ήταν σαν ένα μεγάλο κομμάτι μολυβιού πάνω στα σκεπάσματα. Κράτησε την ανάσα της, πάσχισε να ακούσει κάτι. Τίποτα. Μονάχα η σιγή, η αβάστακτη σιγή και η ζέστη. Ένα μούδιασμα απλώθηκε στη γλώσσα της. Το ένιωσε σαν μία μικρή εκκένωση ηλεκτρισμού, αρχικά στην άκρη της. Και μετά κάλυψε ολόκληρη τη γλώσσα της, κύλισε στο λαιμό της, έφτασε στο στομάχι της και εκεί γέννησε μυριάδες πεταλούδες που άρχισαν να πετούν και να χτυπάνε τα τοιχώματά του με τα απαλά φτερά τους.

 

Τινάχτηκε απότομα από το κρεββάτι.

 

Έκλαιγε πριν ακόμα φτάσει στην κούνια. Έσκυψε από πάνω του. Σιγή. Ακινησία. Σαν να έβλεπε μία κούκλα να έχει πάρει τη θέση του μωρούτης. Αλλά δεν ήταν κούκλα. Ήταν το παιδί της. Ακίνητο. Σιωπηλό. Δίχως ανάσα.

 

Ούρλιαξε. Το σήκωσε ψηλά και το κούνησε στον αέρα. Το πήρε στην αγκαλιά της. Το μούσκεψε με τα φιλιά της, προσπάθησε να το ζεστάνει με τη θέρμη του κορμιού της.

 

Ήταν κρύο.

 

Ήταν νεκρό.

 

Το παιδί της ήταν νεκρό.

 

Στράφηκε προς το μεγάλο καθρέπτη που υπήρχε απέναντι από το κρεββάτι της. Είδε το είδωλό της να προβάλλεται στην επιφάνειά του. Το σκληρό φως του ήλιου ξεγύμνωνε κάθε λεπτομέρεια. Είδε το κορμί της να στάζει ιδρώτα, τα μαλλιά της μπερδεμένα, τα μάτια της κόκκινα, βυθισμένα στις μαύρες κόγχες τους. Το μωρό στην αγκαλιά της. Σε μία γωνία του καθρέπτη έβλεπε τα πεσμένα στο πάτωμα σεντόνια της. Η εικόνα της προκάλεσε έκπληξη. Γούρλωσε τα μάτια αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Έμεινε για μιά αιώνια στιγμή κοκκαλωμένη. Και μετά οι άκρες του στόματός της έσπασαν πάλι. Εισέπνευσε σπασμωδικά. Ο κόσμος χάθηκε, το δωμάτιο χαθηκε γύρω της. Ούρλιαξε πάλι…

 

Η Ελένη έκλαιγε και τώρα, σκυμμένη στην ακτή. Ο άτακτος ήχος των αναφιλητών της μπλέχτηκε μετον ρυθμικό παφλασμό των κυμάτων παράγωντας μία αλλόκοτη μουσική.

 

Βυθίστηκε πάλι μέσα της…

 

Σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, έτσι το ονόμαζαν οι γιατροί. Έτσι είχαν ονομάσει το ξαφνικό θάνατο ενός βρέφους ηλικίας κάτω του ενός έτους και αποτελεί το κύριο αίτιο θανάτου μεταξύ του πρώτου και του δωδέκατου μήνα της ζωης. Δεν υπήρχε σαφή αιτία που το προκαλούσε. Το βρέφος μέχρι να πεθάνει μοιάζει απόλυτα υγιές. Απλά συμβαίνει. Ξαφνικά, δίχως καμμία προειδοποίηση, δίχως κάποια πρότερη παθολογία. Δεν φταίει κανείς, κάτι που αυτή ποτέ δεν το αποδέχτηκε.

 

Το έμαθε αργότερα. Ως τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πως κάποιος μπορούσε να πεθάνει δίχως λόγο. Γιατί αυτό ήταν ο θάνατος του παιδιού της, ένας χαμός δίχως λόγο, δίχως νόημα. Κάτι τόσο όμορφο, κάτι τόσο καλό –αυτή όφειλε να είναι η λέξη που χαρακτηρίζει ένα μωρό, σκέφτηκε τότε- δεν μπορεί να χάνεται τόσο απότομα δίχως λόγο. Αυτό θα σήμαινε ότι η ζωή είναι απλώς ένα χαοτικό μονοπάτι με άπειρες διακλαδώσεις, που οι περισσότερες, αν όχι όλες, θα κατέληγαν σε αδιέξοδα. Ένα μονοπάτι δίχως νόημα, δίχως τέρμα, που είμαστε καταδικασμένοι να το βαδίσουμε ακόμα και παρά τη θελησή μας, χωρίς να έχουμε το δικαίωμα να γνωρίζουμε που οδηγεί. Χωρίς καν να μπορούμε να μαντέψουμε την κατάληξή του. Δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό, στο δικό της μυαλό η σύνδεση αιτίας και αιτιατού ήταν ακατάλυτη. Τα γεγονότα δεν προκύπτουν από μόνα τους. Ένα μωρό δεν πεθαίνει δίχως λόγο. Κάποιος πρέπει να φταίει. Και την ευθύνη αυτή την πήρε όλη πάνω της. Πώς μπόρεσε να κοιμάται την ώρα που το παιδί της πέθαινε λίγα μέτρα δίπλα της; Πολλές φορές αναρωτήθηκε αν την ώρα που έσβυνε αβοήθητο, αυτή χαμογελούσε στον ύπνο της την ώρα που έβλεπε ένα ευχάριστο όνειρο; Η σκέψη αυτή την έκανε πάντοτε να ανατριχιάζει. Πόσες και πόσες ιστορίες δεν είχε ακούσει, αυτές τις τόσο γνωστές ιστορίες για μητέρες που επιτέλεσαν ηρωικές πράξεις στην προσπάθειά τους να σώσουν τα παιδιά τους από βέβαιο θάνατο; γυνάικες που σήκωσαν ολόκληρα αυτοκίνητα με τα χέρια τους, που έπνιξαν θηριώδη σκυλιά, που τα έβαλαν με κύματα θεόρατα και παγωμένες θάλασσες. Σίγουρα, δεν θα ήταν όλες αληθινές και ακόμα και αυτές που θα πλησίαζαν περισσότερο στην πραγματικότατα θα ενείχαν σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της υπερβολής. Αλλα ακριβώς αυτή η υπερβολή τόνιζε την δύναμη του μητρικού ενστίκτου. Και η ίδια κοιμόταν και ονειρευόταν την ώρα που ο θάνατος έσφιγγε το χέρι του στο παιδί της. Δεν μπόρεσε ποτέ να βγάλει απο το μυαλό της την σκέψη ότι θα μπορούσε να το σώσει, ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι, έστω να παλέψει, έστω να ουρλιάξει απέναντι στο θάνατο. Δεν είχε κάνει τίποτα.

 

 

Έκατσε κατάχαμα και ατένισε τη θάλασσα και τα δελφίνια. Έκανε να πιάσει σε κότσο τα μαλλιά της, μα τελικά τα άφησε ελεύθερα να πέσουν στους ώμους της πάλι. Ακόμα δεν υπήρχε κόσμος στην ακτή, μα ήταν σίγουρη πως μόλις το φαινόμενο γινόταν αντιληπτό δεν θα αργούσαν να καταφτάσουν. Πρώτα κάποιοι περίεργοι, αυτοί που θα εντόπιζαν δηλαδή πρώτοι το γεγονός, έπειτα κάποια κανάλια, στο τέλος διάφοροι ειδήμονες.Ίσως όχι με αυτή ακριβώς τη σειρά, αλλά οπωσδήποτε θα έρχονταν σύντομα.

 

Η Ελένη τους φαντάστηκε παρατεταγμένους στην παραλία. Μπροστά στα νεκρά δελφίνια θα έστεκαν οι ειδικοί επιστήμονες. Αναμφίβολα θα έδειχναν όλοι τους βαθιά προβληματισμένοι καθώς θα περιεργαζόντουσαν τα σώματα των δελφινιών. Κάποιοι θα έκαναν δηλώσεις στις κάμερες της τηλεόρασης. Αυτοί θα ήταν σίγουρα οι πιο προβληματισμένοι όλων. Θα στήνονταν μπροστά στους τηλεοπτικούς φακούς με τα σμιγμένα φρύδια τους και θα μιλούσαν με μετρημένα λόγια προσπαθώντας να παράσχουν ικανοποιητικές εξηγήσεις για το φαινόμενο. Στις οθόνες των τηλεοράσεων τα ονόματά τους θα ήταν γραμμένα με έντονα γράμματα κάτω από τα πρόσωπά τους. Δεν θα ήταν σε θέση βέβαια να προσφέρουν κάποια εξήγηση για το φαινόμενο, η Ελένη το ήξερε ήδη αυτό. Και αυτό, διότι γνώριζε πως δεν μπόρεσαν να αιτιολογήσουν παρόμοια συμβάντα που έλαβαν χώρα στην ίδια ακριβώς παραλία στο κοντινό παρελθόν.

 

Είχαν μιλήσει αρχικά για μόλυνση του νερού, μα οι εξετάσεις που έγιναν έδειξαν πως αυτό δεν ίσχυε. Επίσης, κανένα από τα δελφίνια δεν είχε τραύματα στο σώμα του, ούτε εμφανή ούτε εσωτερικά, μήτε οι αιματολογικές και ιστολογικές εξετάσεις έδειξαν σημάδια κάποιας ασθένειας. Ο θάνατος των δελφινιών φάνταζε σαν ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Έχοντας αποκλείσει όλες τις λογικές υποθέσεις λοιπόν, δεν έμενε παρά οι άνθρωποι να αποδεχτούν σιωπηλά τη μόνη εξήγηση που απέμενε, όσο παράλογη και άν έμοιαζε αυτή. Πως τα δελφίνια οδηγήθηκαν στην ακτή αυτή με το ξεκάθαρο σκοπό να πεθάνουν. Δεν θα ήταν μία παραδοχή που θα έκαναν φωναχτά, δεν θα ήταν μία σκέψη που θα την υποστήριζαν με θέρμη, μα η Ελένη ήταν σίγουρη πως όσοι γνώριζαν το γεγονός των μυστήριων θανάτων των δελφινιών, θα συμφωνούσαν μεταξύ τους σε αυτή την άρρητη σύμβαση.

 

Όταν σε μια σειρά υποθέσεων η μία μετά την άλληαποκλείονται, αυτή που απομένει, όσο αλλόκοτη και αν είναι, οφείλει να είναι και η μόνη αληθινή, έτσι δεν λένε; σκέφτηκε.

 

Αναλογίστηκε πάνω σε αυτές τις σκέψεις της για μια στιγμή και έφτασε σε ένα παράδοξο συμπέρασμα. Στεκόταν στην άκρη της παραλίας γνωρίζοντας την πορεία που θα ακολουθήσουν τα πράγματα αμέσως μόλις τα νεκρά δελφίνια γίνουν αντιληπτά. Ήξερε ότι έτσι είχε γίνει στο παρελθόν, ήξερε ότι έτσι θα γίνει και τώρα. Να σήμαινε άραγε αυτό πως είχε κάποια ανάμνηση ενός μέλλοντος κάθε άλλο παρά υποθετικού; Πως το παρελθον είχε δημιουργήσει ένα κανόνα από τον οποίο το μέλλον δεν μπορούσε να ξεφύγει; Σε κάθε περίπτωση, ήταν σαφές στην Ελένη πως σε αυτή τη συγκεκριμένη παραλία, το παρελθόν και το μέλλον, το αύριο και το χτες, εμπλέκονταν αναπόδραστα μεταξύ τους, διαχέονταν το ένα μέσα στο άλλο και έχαναν τη σημασία τους.

 

Γι΄αυτό δεν είχεάλλωστε ταξιδέψει και η ίδια εώς εκεί;

 

Από την πρώτη στιγμή που έμαθε για την παραλία κατάλαβε πως έπρεπε να βρεθεί σε αυτή την ακτή. Το ανεξήτο αυτό φαινόμενο επαναλαμβόταν σε άτακτα μεν χρονικά διαστήματα αλλά είχε συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Ίσως όταν θα βρισκόταν αυτή εκεί να συνέβαινε πάλι. Δεν ήταν σίγουρη πως θα έβρισκε κάτι συγκεκριμένο. Αλλά η ιδέα του να ταξιδέψει εκεί, έβγαλε ρίζα μέσα της. Ένιωθε με ένα τρόπο ανεξήγητο πως όσα θα συνέβαιναν εκεί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με όσα είχαν συμβεί σε αυτή την ίδια στο παρελθόν. Ίσως να έβρισκε μία ένδειξη λύτρωσης. Τα δελφίνια ήταν ένα σύμβολο σωτηρίας, για αιώνες οι άνθρωποι πίστευαν πως σώζουν αυτούς που πνίγονται. Ίσως όμως όλα αυτά να μην είναι παρά τραβηγμένες σκέψεις. Ίσως να μην έβρισκε τίποτα εκεί, ίσως τίποτα να μην άλλαζε τελικά.

 

Η σκέψη της ξαναγύρισε στους επιστήμονες που θα εμφανίζονταν μόλις το γεγονός γινόταν γνωστό. Συνέθεσε πάλι τη σκηνή στο μυαλό της. Κάποιοι, πλην αυτών που θα εμφανίζονταν στις κάμερες, θα ήταν σκυμμένοι πάνω από τα δελφίνια και θα έπαιρναν δείγματα. Ιστούς, αίμα και ποιός ξέρει τι άλλο μαζεύουν οι επιστήμονες του είδους τους. Τους φαντάστηκε σοβαρούς, με το νερό της θάλασσας να έχει μουσκέψει τα ρούχα τους. Θα μιλούσαν ο ένας στον άλλον με κοφτή και σαφή γλώσσα, ανταλλάσοντας συμβουλές και οδηγίες. Στην πλάτη τους θα έστεκαν οι φωτογράφοι που θα αποθανάτιζαν τα συμβάντα. Η Ελένη αναρωτήθηκε αν οι ειδικοί αυτοί είχαν συναίσθηση ότι τους αποθανάτιζαν εκείνη τη στιγμή. Να πέρναγε άραγε από το μυαλό κάποιου εξ’αυτών η απορία για το πως θα φαίνεται στην κάμερα; Να άλλαζε, με τρόπο κεκαλυμένο, τη στάση του κορμιού του ή την έκφραση του προσώπου του για να βγεί καλύτερη η φωτογραφία; Προσπάθησενα φανταστεί πως θα αντιδρούσε αυτή σε ανάλογη περίπτωση. Να στέκεται άβολα γονατισμένη εν μέσω των νεκρών δελφινιών, τα γόνατά της να ακουμπούν στα σκληρά βότσαλα ενώ οι φωτογράφοι θα ήταν έτοιμοι να τραβήξουν τις εικόνες τους. Θα την ενδιέφερε άραγε το πως θα εμφανιζόταν σε αυτές; Θα προσπαθούσε να προβάλλει μία ελκυστική εικόνα του εαυτού της αν ήταν στη θέση τους;

 

Προς έκπληξή της συνειδητοποίησε πως ήταν πολύ πιθανό να το έκανε. Άλλωστε, όλοι δεν θέλουμε να εμφανιζόμαστε όμορφοι; Δεν θα ήταν παράλογο δε, ένας από τους επιστήμονες αυτούς να σκεφτόταν το ενδεχόμενο πως ίσως κάποια κοπέλα -για την οποία έτρεφε αισθήματα- να έβλεπε την εφημερίδα ή το περιοδικό που θα δημοσίευε τη φωτογραφία. Ή η οικογένειά του. Θα τον έκανε η ματαιοδοξία αυτή καλύτερο ή χειρότερο στη δουλειά του μήπως; Σαφέστατα όχι, παραδέχτηκε. Θα αποτελούσε ίσως μία ένδειξη για τον χαρακτήρα του,αλλά θα ήταν μία ένδειξη άνευ ουσιαστικής σημασίας για την έκβαση των γεγονότων. Ίσως λοιπόν, στην παραλία αυτή να μην ήταν μονάχα το χτες και το αύριο που έπαυαν να έχουν το νόημα που είχαν αλλού. Ίσως ακόμα και έννοιες όπως καλό, κακό, να απογυμνώνονταν από ευτελή νοήματα και ηθικές συνάψεις που τους απέδιδαν οι άνθρωποι και να έστεκαν γυμνές και καθάριες πια, να σημαίνουν μονάχα την ατόφια, την κρυστάλινη ουσία τους. Το μόνο Κακό που υπήρχε σε κείνη την Ακτή ήταν ο Θάνατος. Το μόνο Καλό ήταν η αφελής Ζωή που κλωθογύρναγε απορημένη γύρω του. Δεν υπήρχε νόημα ή κάποιος απώτερος σκοπός πίσω από το θάνατο των δελφινιών, εφόσον δεν υπήρχε κάποια καθαρή εξήγηση.

 

Η Ελένη χαμογέλασε καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις. Χαμογέλασε γιατί κατάλαβε πως το ταξίδι της ως εκεί ίσως δεν ήταν μάταιο τελικά, όπως φοβόταν πριν πάρει την οριστική απόφαση να το πραγματοποιήσει. Ίσως να έβρισκε αυτό που γύρευε τόσο καιρό να την περιμένει σε ‘κείνη την παραλία.

 

Την αποδοχή του Θανάτου και της Ζωής ως έχουν, ως αυθύπαρκτες οντότητες πέραν ενός ασαφούς Καλού ή Κακού. Και συνάμα την απόδραση από το Χτες και το Αύριο.

 

Κοίταξε πάλι προς τον ωκεανό. Ο ήλιος είχε δύσει ακόμα περισσότερο, δεν θα έπαιρνε πολύ μέχρι να χαθεί οριστικά. Ο ουρανός είχε μετατραπεί σε ένα καμβά που κάποιος πάνω του έσταξε βαριά μαβιά και γαλάζια χρώματα. Όση ώρα τον κοιτούσε, τα χρώματα συνέχισαν να ρέουν, να μπλέκουν μεταξύ τους, ωσότου το μωβ άρχισε να επικρατεί. Άφησε τα αυτιά της να γεμίσουν με το ανεπάισθητο θρόισμα που έκαναν τα μικρά, κομψά κύματα καθώς έφταναν στην ακτή. Τη χαίδευαν σχεδόν, τόσο απαλά ήταν. Έβλεπε το νερό να κυλάει ανάμεσα στα χοντρά βότσαλα της ακρογιαλιάς, να τα αγκαλιάζει και μετά να τραβιέται πάλι πίσω. Όλο και πιο κοντά στην παραλία τώρα, τα νεκρά σώματα συνέχιζαν να λικνίζονται και να πλησιάζουν την ακτή. Σε λίγο το κύμα θα άρχιζε να τα ξεβράζει.

 

Ακουμπούσε ακόμα στα βότσαλα, είχε φέρει τα γόνατα της στο ύψος του στήθους της και τα είχε αγκαλιάσει. Η αρχική της ταραχή είχε εξασθενίσει τώρα. Ένα ζεστό αεράκι σηκώθηκε από το Νότο. Σάρωσε απαλά την παραλία ταράσσοντας λίγα ξεραμένα φύκια που είχε ξεβράσει η θάλασσα, ρυτίδωσε το νερό που τώρα ήταν ακόμα πιο σκοτεινό.Το άφησε να χαιδέψει το πρόσωπό της, να ανακατέψει τα μαλλιά της.

 

Σηκώθηκε όρθια και λύγισε τα γόνατά της ώστε να ξεμουδιάσουν. Βάδισε προς τη θάλασσα, είχε σχεδόν βραδιάσει πια. Στάθηκε στην άκρη της, τα κύματα έσκαγαν λίγα εκατοστά από τα πόδια της. Τα νεκρά σώματα επέπλεαν γαλήνια μπροστά της, άφηναν τα κύματα να παίξουν μαζί τους, ακουμπούσαν το ένα με το άλλο, τα μαύρα μάτια τους ήταν στραμμένα πάνω της. Μία περίεργη αίσθηση την κατέλαβε. Βάδισε αργά προς τη θάλασσα και μπήκε στο νερό . Ήταν ζεστό και την υποδέχτηκε γλυκά μέσα του. Προχώρησε μέχρι που αυτό έφτασε στο ύψος των γονάτων της και στάθηκε εκεί περικυκλωμένη από τα δελφίνια. Άπλωσε διστακτικά το χέρι και χαϊδεψε το πιο κοντινό της. Η υφή του δέρματός του ήταν απαλή, απαλή και ζεστή. Συνέχισε να το χαϊδεύει όλο και πιο άνετα, όλο και πιο θαρραλέα. Και ξάφνου κατάλαβε πως δεν ένιωθε τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε έκπληξη ούτε απορία μπροστά στο γεγονός πως βρισκόταν σε μία παραλία, με το νερό να μουσκεύει τα πόδια της και χαϊδευε τα σώματα των νεκρών δελφινιών. Δεν ένιωθε πως η απώλεια πάσης φύσεως συναισθήματος συνδεόταν με μία παγερή κενότητα που ανάβλυζε από μέσα της. Όχι, στην πραγματικότητα ήταν κάτι διαφορετικό. Βίωνε για πρώτη φορά μετά από τότε μια γαλήνια και λυτρωτική αταραξία. Όλα έμοιαζαν αποδεκτά. Τίποτα δεν όφειλε να έχει μιά ξεκάθαρη εξήγηση. Μπορούμε να το δεχτούμε, να το αφομοιώσουμε ως έχει, στην ατόφια σημασία του. Να δεχτούμε τη λύπη και τη χαρά, τον πόνο και την ηδονή γι’ αυτό που ακριβώς είναι. Έτσι οφείλουμε να πράξουμε. Να βαδίσουμε στο μονοπάτι που μας έχει δωθεί, ως το τέρμα. Συνέχισε να κυλάει το χέρι της πάνω στα δελφίνια. Ένα μικρό χαμόγελο είχε σχηματιστεί πια στο πρόσωπό της. Δάκρυα έτρεχαν πάλι από τα μάτια της μα δεν ήταν λύπης αυτή τη φορά.

 

Άκουσε ήχους να έρχονται από την στεριά, έμοιαζαν να έρχονται πίσω από τα δέντρα. Απρόθυμα, μάζεψε το χέρι της και βάδισε προς την ακτή. Λίγο πριν βγει σε αυτή, γύρισε και κοίταξε πάλι πίσω της. “Αντίο…”, ψιθύρησε μονάχα και στράφηκε πάλι μπροστά. Την ώρα που βγήκε έξω, ο πρώτος άνθρωπος είχε σταθεί απέναντί της. Ήταν ένας νεαρός άντρας. Κοιτούσε μία τα δελφίνια, μία αυτή.

 

“Τί έγινε; Τι έπαθαν;”, τη ρώτησε.

 

“Είναι νεκρά”, του απάντησε αυτή σαν να έλεγε το φυσικότερο πράγμα.

 

 

Η Ελένη τον προσπέρασε. Άκουγε ήδη τον άντρα πίσω της να πατάει τα πλήκτρα στο τηλέφωνό του. Βάδισε προς τα δέντρα από όπου είχε έρθει στην παραλία. “Είναι νεκρά…”, επανέλαβε στον εαυτό της χαμηλόφωνα και με ένα ζωηρό διασκελισμό και το κεφάλι ψηλά χάθηκε πάλι πίσω από τα δέντρα.

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Χεχε, αυτή εισαγωγή του Nihilio μας οδήγησε έξω απο τα νερά μας μου φαίνεται!laugh.gif

Ελπίζω να μην έχουμε ίδια τυχη με τα δελφίνια μόνο!

Πολύ ποιητικό το κείμενο σου Σταμάτη. Δραματικό και βαθύ.

 

Αυτά τα κείμενα ενδοσκόπησης και μελαγχολίας δεν είναι του γούστου μου, αλλά σε καμία περίπτωση η ποιότητα της ιστορίας σου, και η πολύ καλή γραφή σου, δεν περνάει απαρατήρητη.

 

Well done!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία έκφραση και αποτύπωση των σκέψεων σου. Καθώς το διάβαζα ταξίδευσα από τον τρόπο που μας αφηγήσε. Άνετο γράψημο και πολύ καλό λεξιλόγιο. Μπράβο!thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

Κανας να χώσει τα νύχια του βρε παιδιά δεν υπάρχει;;;

 

 

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Μου άρεσε πολύ η περιγραφικότητά σου και το συναίσθημα που βγάζεις. Ωραίο κείμενο πραγματικά και πολύ ενδιαφέρον το θέμα του.

 

Με άγγιξε πολύ το τέλος...

 

Νομίζω πως το έγραψες πολύ σωστά (βλέπε μπολντ)

 

“Είναι νεκρά”, του απάντησε αυτή σαν να έλεγε το φυσικότερο πράγμα.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..