Jump to content

Write off #55 (DinoHajiyorgi vs nikosal)


Oberon

  

14 members have voted

  1. 1. Ποια ιστορία σας άρεσε περισσότερο;

    • DinoHajiyorgi
      6
    • nikosal
      8

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Αναρτώ ξανά την ιστορία μου, γιατί βλέπω ότι έχει χαλάσει και δεν μπορώ να την επιδιορθώσω στο αρχικό ποστ.

 

Σε βλέπω, άρα υπάρχω.

 

Θυμάμαι... φώτα. Φώτα να πλησιάζουν. Και θόρυβο. Από κάτι που ερχόταν όλο και πιο κοντά. Ο συριστικός ήχος του μου τρυπούσε τα αυτιά, όπως τώρα η άμμος και τα χαλίκια κάτω από τα πέλματά μου. Ο ρυθμός του επαναλαμβανόταν σαν μεταλλικά τύμπανα μιας πομπής που έφτανε στο αποκορύφωμα, οπότε και θα με... κατάπινε;... έπνιγε;... θανάτωνε;

 

Και μια φωνή. Γυναικεία φωνή -νομίζω- ελαφρά μεταλλική, να επαναλαμβάνει λέξεις. Μια προειδοποίηση.

 

«Προσοχή....»

 

«Προσοχή Στο Κενό...»

 

Φοβάμαι. Δε γνωρίζω πού βρίσκομαι. Δε θυμάμαι τι συνέβη. Μόνο η φωνή έχει μείνει στη μνήμη μου, να επαναλαμβάνει το μήνυμα.

 

«Προσοχή Στο Κενό....»

 

Και ο θόρυβος και τα εκτυφλωτικά φώτα.

 

«Προσοχή Στο Κενό Μεταξύ...»

 

Α, ναι. Και πανικός. Αλλά ξέρω πως δεν είμαι νεκρός. Ο πόνος στα πέλματά μου είναι πολύ οξύς για να είμαι νεκρός. Αν μπορούσα, τουλάχιστον, να δω κάποιο φως σε αυτή τη σκοτεινή... σήραγγα; Τι;

 

Ή να θυμηθώ. Ποιο Κενό;

 

«Προσοχή Στο Κενό Μεταξύ Συρμού Και Αποβάθρας.»

 

Αλλά αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι...

 

***

 

Ούτε πώς βρέθηκα στο κελί μπορούσα να θυμηθώ. Ξύπνησα από τις κραυγές μου σε ένα εφιάλτη και ήμουν εκεί, ανάμεσα σε βρώμικες πετσέτες, μια ρυπαρή λεκάνη και ένα κιτρινισμένο νεροχύτη. Το μοναδικό φως έμπαινε από το στενό τετράγωνο φεγγίτη, που οι μικρές μύτες από σπασμένα γυαλιά μαρτυρούσαν πως κάποτε είχε τζάμι.

 

Φώναξα να μου ανοίξουν μα δεν πήρα καμία απόκριση.

 

Δεν ήξερα ποιος με κρατούσε και τι είχα κάνει. Προσπάθησα να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου, μα έρχονταν μόνο σκόρπιες εικόνες που έκαναν το κεφάλι μου να πονά. Μια διαδήλωση. Μια γυναίκα να κλαίει μπροστά σε ένα φλιτζάνι καφέ. Πίεσα τις παλάμες στους κροτάφους και ένιωσα τα μαλλιά μου ξερά και κολλημένα, μια τραχιά τζίβα. Στο πρόσωπό μου μυτερά γένια που έμοιαζαν ξένα. Πόσες μέρες ήμουν έτσι; Μα δεν πεινούσα και δεν διψούσα, που σημαίνει με φρόντιζαν, ακόμα και όταν δεν είχα τις αισθήσεις μου.

 

Φώναξα ξανά και ξανά, απαίτησα, παρακάλεσα και έκλαψα. Δεν ξέρω τι από αυτά είχε αποτέλεσμα, αλλά κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε, ελάχιστα. Ίσα για να δω δυο μάτια -που μου φάνηκαν φοβισμένα και ας ήμουν εγώ ο κρατούμενος- πριν κλείσει ξανά. Όποιος ήταν, δεν είχε έρθει για να με απελευθερώσει ή να μου προσφέρει ανακούφιση. Οι φωνές μου και τα νέα παρακαλετά δεν τον έφεραν πίσω. Έμεινα πάλι μόνος, με το φως της μέρας να λιγοστεύει και τις διαστάσεις του μικρού κελιού να δίνουν στις φωνές μου μια αλλόκοτη χροιά. Ώσπου απογοητευμένος σιώπησα.

 

Το βράδυ το κελί τυλίχτηκε στο σκοτάδι. Κανένα φως από το φεγγίτη, ούτε το πιο αχνό. Νύχτα χωρίς φεγγάρι, σίγουρα. Και το κελί μου σε μια κακοφωτισμένη, ερημική φυλακή. Μόνο κάποια στιγμή άκουσα από μακριά ένα υπόκωφο ήχο από γυαλιά που έσπαζαν και μετά ξανά σιγή.

 

Μην μπορώντας να κοιμηθώ αποφάσισα να τραγουδήσω. Δεν ήξερα αν επιτρεπόταν από τον κανονισμό, αλλά θα καλοδεχόμουν το δεσμοφύλακα ακόμα και αν ερχόταν να με τιμωρήσει. Ο Μεσσίας βγήκε από το στόμα μου με φυσικότητα, σαν να τον τραγούδαγα χρόνια. Το ίδιο και οι στίχοι του Κοέν και τα νανουρητά του Γουάιατ. Με δάκρυα στα μάτια συνειδητοποίησα ότι είχα μουσική παιδεία και ωραία φωνή. Κάτι που με έκανε να υποφέρω περισσότερο μέσα στην πυκνή νύχτα.

 

Φαίνεται ότι δεν ήμουν ο μόνος που συγκινήθηκε. Με το πρώτο φως από το χάραμα δυο δεσμοφύλακες εμφανίστηκαν ξανά στην πόρτα. Με κοίταξαν λίγο και έφυγαν αμέσως. Δεν πρόλαβα να δω καλά τα πρόσωπά τους, μα αυτή τη φορά είχα την αίσθηση ότι είδα περιέργεια, παρά θυμό ή φόβο. Είναι παράξενο να τραγουδάει κανείς μόνος τη νύχτα;

 

Πέρασαν βασανιστικές ώρες χωρίς να συμβεί τίποτα άλλο. Τραγούδησα ξανά, με τα μάτια ανοιχτά ή κλειστά. Αναζήτησα σιωπηλός απαντήσεις στις σκέψεις μου, βρίσκοντας μόνο περισσότερες αταίριαστες εικόνες. Ζήτησα νερό χωρίς να διψάω, φώναξα ψέμματα ότι έχω πυρετό, χωρίς ανταπόκριση. Η αγωνία μου έγινε κούραση και αδιαφορία. Δοκίμασα να δω αν μπορώ να μην σκέφτομαι τίποτα απολύτως -μπορούσα. Δοκίμασα τη φωνή μου αυτή τη φορά στην υποκριτική, μονολογώντας «ποιος είμαι;» σε διάφορους τόνους. Για κάποιο λόγο αυτό μου έδωσε θάρρος και -ίσως- κάποιο ίχνος ευθυμίας, μα σύντομα βαρέθηκα και σταμάτησα.

 

Τότε η πόρτα άνοιξε ξανά και εμφανίστηκε ο ίδιος άνδρας. Με κοίταξε σταθερά και για πρώτη φορά από τότε που ξύπνησα σε αυτό το κελί άκουσα φωνή άλλου ανθρώπου.

 

-Δεν ξέρεις ποιος είσαι;

 

-Δεν ξέρω τίποτα! Απολύτως τίποτα! Γιατί με κρατάτε εδώ; Ποιοι είστε;

 

Με κοιτούσε χωρίς να απαντήσει.

 

-Έχω αμνησία; Τι μου έχει συμβεί; Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα;

 

Δίστασε.

 

-Δεν ξέρω. Άκουσα ότι θα θυμηθείς σιγά σιγά. Έτσι συμβαίνει.

 

-Τι εννοείς; Έχει συμβεί και σε άλλους;

 

-Έχει συμβεί σε όλους. Από την Επίσκεψη και μετά.

 

Χαμογέλασε.

 

-Αλλά υποθέτω δεν θυμάσαι ούτε την Επίσκεψη.

 

Όχι, δεν τη θυμόμουν. Τον παρακάλεσα μαλακά.

 

-Μίλησέ μου.

 

Μια φωνή από το βάθος είπε χαμηλόφωνα κάτι ακαθόριστο. Κοίταξε προς το μέρος της και ετοιμάστηκε να με εγκαταλείψει ξανά.

 

-Μη φεύγεις! Δεν θα αντέξω άλλο μόνος χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει. Μίλησέ μου!

 

Δίστασε.

 

-Είναι ανάγκη να φύγω. Αλλά θα γυρίσω.

 

Κόμπιασε.

 

-Στο... υπόσχομαι.

 

Έμεινα πάλι μόνος, μα αυτή τη φορά δέχτηκα τη μοναξιά χωρίς φωνές. Ούτως ή άλλως, δεν ωφελούσαν. Έπρεπε να βοηθήσω ο ίδιος τον εαυτό μου. Να θυμηθώ.

 

Η Επίσκεψη. «Μετά την Επίσκεψη όλα άλλαξαν», είπε μια φωνή μέσα μου. Ενθαρρυντικά, κάποιες εικόνες ήρθαν στο μυαλό μου. Όχι πια σκόρπιες, έβγαζαν νόημα. Ένα τεράστιο σκάφος κατεβαίνει αργά και κάθεται απαλά σε μια έκταση από μεσογειακούς αμπελώνες. Στην Ιταλία! Ναι, τώρα ξέρω πως ό,τι βλέπω συνέβη στην Ιταλία. Παρακολουθώ τη σκηνή μαζί με πολύ κόσμο μέσα από οθόνες υπολογιστών, τηλεφώνων και τηλεοράσεων. Και μια φράση μεταγενέστερη, που ανακεφαλαιώνει τα γεγονότα: «Ήρθαν και έφυγαν σε μια μέρα. Και άλλαξαν τα πάντα».

 

Για πρώτη φορά από τότε που ξύπνησα χαμογέλασα. Σαν να γινόμουν ξανά κύριος του εαυτού μου. Να κρατούσε λίγο παραπάνω! Αλλά το σκοτάδι στη μνήμη μου έπεσε ξανά και οι εικόνες σιγά σιγά χάθηκαν. Παιδεύτηκα να τις φέρω πίσω. Οι αμπελώνες, το διαστημόπλοιο, ο κόσμος που στέκεται και παρακολουθεί... μα τίποτα περισσότερο. Τέλος. Απελπισία.

 

Το επόμενο πρωί ο συνομιλητής μου γύρισε, ευτυχώς νωρίς.

 

-Θυμήθηκες;

 

-Κάποια πράγματα. Αλλά γιατί μου μιλάς πάντα από το διάδρομο; Γιατί δεν μπαίνεις μέσα; Είμαι άρρωστος;

 

Γέλασε.

 

-Άρρωστος; Δεν νομίζω!

 

-Γιατί δεν πλησιάζεις τότε, αν δεν φοβάσαι ότι θα κολλήσεις κάτι;

 

-Δεν πλησιάζω γιατί...

 

Τι μου έκρυβε;

 

-Δεν θα μου έκανε καλό να σε πλησιάσω.

 

Σκέφτηκε λίγο.

 

-Δεν θα άνοιγα καν την πόρτα, αν δεν άκουγα το τραγούδι σου. Λίγοι τραγουδάνε... «-τε», διόρθωσε. Λίγοι τραγουδάτε. Οι πιο πολλοί... χάνετε τα λογικά σας. Μαζί με όποιους σταθούν απρόσεκτοι. Ή, στην αρχή, εκείνους που δεν ήξεραν.

 

-Δεν ήξεραν τι;

 

-Ότι... Μα δεν έχει νόημα...

 

-Έχει για μένα! φώναξα. Δεν μπορείτε να με κρατάτε σε ένα κελί χωρίς απαντήσεις!

 

Είδα στο βλέμμα του έκπληξη.

 

-Σε ένα κελί; Τι κελί; Χα! Μια τουαλέτα είναι, δεν το βλέπεις;

 

Κοίταξα το ντεκόρ σαν να το έβλεπα πρώτη φορά. Φυσικά ήταν τουαλέτα! Μήπως δεν ήταν δεσμοφύλακες, αλλά απαγωγείς;

 

Μετάνιωσε που γέλασε.

 

-Λυπάμαι που... Πώς να το πω; Δεν καταλαβαίνεις... Δεν σε έχει - κλείσει - κανείς - μέσα...

 

Όχι, όχι, καταλάβαινα. Ξαφνικά καταλάβαινα τα πάντα. Δεν με κρατούσαν παρά τη θέλησή μου στους τέσσερις τοίχους μιας τουαλέτας. Σαν κύμα που χτυπά την ακτή με δύναμη, η γνώση επέστρεψε ορμητικά μέσα μου. Κοίταξα τα χέρια μου που έτρεμαν ιδρωμένα. Κοίταξα τη μέση μου. Το πάνω μέρος από τα πόδια μου. Ως εκεί.

 

Ένιωσα ζαλάδα και έκλεισα τα μάτια. Όταν ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει, ρώτησα:

 

-Ποιος είμαι;

 

-Είσαι... Ήσουν ο Μαξιμά Μπαρλ, πρώην συνάδελφος στο σχολείο. Καθηγητής μουσικής. Αυτός όμως πάει, τρελάθηκε, έχω να τον δω εβδομάδες.

 

-Τι του συνέβη;

 

-Ό,τι συνέβη σχεδόν σε όλους. Κανείς δεν ξέρει αν φταίει η ιδέα μόνο ή αν μαζί με το είδωλο χάνουμε στ' αλήθεια κάτι από τον εαυτό μας.

 

-Εσύ;

 

-Εγώ αγωνίζομαι να γλιτώσω. Ως τώρα τα έχω καταφέρει. Αλλά δεν είναι εύκολο να επιβιώσεις, ακόμα και μακριά από τους καθρέπτες. Δεν έχουμε μείνει πολλοί μέσα σε αυτή την τρέλα που ήταν κάποτε ο κόσμος μας.

 

Μια κραυγή ακούστηκε από κάπου κοντά. Ανήσυχος έκλεισε βιαστικά την πόρτα.

 

Αυτή τη φορά δεν με πείραξε που έμεινα μόνος. Χρειαζόμουν χρόνο για να σκεφτώ. Εξάλλου θα επέστρεφε, το ήξερα.

 

Τώρα οι εικόνες έρχονταν μόνες τους. Όταν το ξένο σκάφος έφυγε, όσο αναπάντεχα είχε έρθει, πίστεψαν ότι δεν θα υπήρχε καμία επίπτωση. Μα έκαναν λάθος. Τις επόμενες μέρες είδαν τα είδωλα στους καθρέπτες σιγά σιγά να αυτονομούνται. Στην αρχή νόμιζαν ότι ήταν η ιδέα τους. Μικροί και μεγάλοι προσπαθούσαν με αγωνία να καταλάβουν αν το κλείσιμο του ματιού ήταν ανεπαίσθητα ετεροχρονισμένο, αν μια γκριμάτσα βγήκε λίγο διαφορετική. Κοιτούσαν πίσω τους, καθώς απομακρύνονταν, με την άκρη του ματιού. Ήταν στη φαντασία τους το ατίθασο βλέμμα, το ειρωνικό μειδίαμα; Μα γρήγορα οι διαφορές έγιναν πιο φανερές, ώσπου τα είδωλα έγιναν ολότελα ανεξάρτητα. Γρήγορα άρχισαν οι καυγάδες. Άσχημο να μαλώνεις με τον εαυτό σου. Δεν βοηθάει στην ισορροπία σου, ιδιαίτερα όταν αυτός προβάλλει τρελές απαιτήσεις: «Απελευθέρωσέ με»! Τη Νύχτα των Κρυστάλλων ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους σπάζοντας και καταστρέφοντας. Νόμιζε ότι έτσι θα απαλλασσόταν από τα είδωλα. Οι κραυγές τους, όπως και των ανθρώπων ήταν σπαρακτικές. Μια τρέλα παντού.

 

Το χειρότερο όμως δεν ήταν οι καθρέπτες. Ήταν τα κουτάλια, τα κατσαρολικά, το καπό του αυτοκινήτου. Αν δεν θες ούτε να ξέρεις τον ταλαιπωρημένο εαυτό σου στον καθρέπτη της ντουλάπας, θα τα πας καλά με το παραμορφωμένο τέρας στο μπρίκι ή τη γεμάτη τρύπες ξύστρα του τυριού; Με τρόμο οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι με την παραμόρφωση αλλοιώνονταν μαζί η φωνή, η προσωπικότητα, η μνήμη, τα συναισθήματα. Ο κόσμος εγκατέλειψε τρέχοντας τις πόλεις. Κυνηγημένος από τις σπαρακτικές κραυγές και τις κατάρες των ειδώλων αναζήτησε καταφύγιο στην εξοχή και τα βουνά. Για να διαπιστώσει ότι ούτε εκεί υπήρχε σωτηρία, αφού η λιμνούλα της βροχής και η μεταλλική ποτίστρα των ζώων στην εγκαταλειμμένη αγροικία καραδοκούσαν.

 

Τώρα θυμόμουν καλά τον Μαξ Μπαρλ. Δεν ήταν από τους πιο δυνατούς, σε κάθε τι στη ζωή του. Έτρεξε μακριά από τη δουλειά του, όταν πιέστηκε λίγο παραπάνω. Μακριά από την τελευταία σχέση του, όταν έπρεπε να προσφέρει κάτι περισσότερο. Έτσι, δεν δίστασε να τρέξει μακριά από τους ανθρώπους του όταν τους είδε να γλιστρούν σταδιακά στην τρέλα.

 

Θα χανόταν στους δρόμους αν δεν έπεφτε τυχαία πάνω στους συναδέλφους του, που το έσκαγαν από το κέντρο με ένα παρατημένο λεωφορείο, βαμμένο προσεκτικά μαύρο και με τα τζάμια του ένα ένα σπασμένα. Έφτασαν ως τη Βιλνέβ Σαιν Ζορζ, αδιαφορώντας για τους ανθρώπους με σκισμένα ρούχα που καλούσαν σε βοήθεια ή απλά περιπλανιόνταν χωρίς σκοπό και λιωμένο βλέμμα. Εκεί εντόπισαν τη μονοκατοικία σε καλή κατάσταση και την οχύρωσαν αφού πρώτα ξεφορτώθηκαν τα τζάμια και κάθε ανακλαστική επιφάνεια. Σχεδόν τα κατάφεραν: Η μόνη τους απώλεια ήταν η Μανού, που αντίκρισε το είδωλό της σε μια λίμνη από βρωμόνερα, στην πίσω αυλή. Έμεινε για ώρες αμίλητη από πάνω του και έχασε τα λογικά της όταν αυτό φώναζε σπαρακτικά, καθώς το νερό σιγά σιγά στράγγιζε και στέγνωνε. Δεν την ξαναείδαν.

 

Κάπως έτσι εξαφανίστηκε και ο Μαξ Μπαρλ, που μπήκε τόσο απρόσεκτα στη μικρή τουαλέτα του πάνω ορόφου, νομίζοντας ότι είχε ήδη «καθαριστεί». Όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, άρχισε να γελά δυνατά, με δάκρυα στα μάτια. Στην αρχή έκλαψα μαζί του, μετά σταμάτησα. Σταμάτησε και αυτός και με κοίταξε με απόγνωση και ανακούφιση μαζί. Ποιος ξέρει, ίσως η φυγή τον είχε κουράσει. Με αποχαιρέτησε ευγενικά και βγήκε έξω. Αυτό ήταν το τελευταίο που -τώρα πια- θυμόμουν από αυτόν.

 

Σε λίγο ο συνομιλητής μου φάνηκε ξανά. Φαινόταν τσακισμένος -ακόμα ένας σύντροφός του έχασε το είδωλό του; Δεν τον ρώτησα. Είχα άλλα στο νου μου. Τον παρακάλεσα να με βγάλει από εκεί.

 

Με κοίταξε με εγκατάλειψη.

 

-Η ίδια ιστορία, ψέλλισε. Μην νομίζεις ότι είσαι ο πρώτος. Πολλά είδωλα ζητούν να απελευθερωθούν, λένε. Πώς; Με ποιο τρόπο;

 

-Ακούμπησέ με σε μια πλατεία. Ακόμα καλύτερα, σε ένα λόφο, στην εξοχή. Άσε με εκεί να βλέπω τη φύση, να με ξεπλένει η βροχή, να με καλύπτει το χιόνι. Δεν ζητώ τίποτα άλλο.

 

Αναστέναξε.

 

-Δεν καταλαβαίνεις. Δεν γίνεται για πολλούς λόγους. Ρωτούσες γιατί σου μιλώ πάντα από το διάδρομο. Έχεις σκεφτεί πόσο ριψοκίνδυνο είναι για μένα να ξεκαρφώσω τον καθρέπτη και να τον μεταφέρω;

 

-Θα το κάνεις νύχτα! Σου δίνω το λόγο μου, εδώ μέσα δεν φτάνει το παραμικρό φως. Θα ξεκαρφώσεις τον καθρέπτη στα τυφλά -δεν μπορεί να είναι δύσκολο- και θα τον τυλίξεις με ένα χοντρό πανί. Σκέψου το και αλλιώς: Δεν θέλετε να έχετε ένα καθρέπτη σπίτι σας. Και αν ακόμα εσείς είστε προσεκτικοί, αν δεν μπείτε ποτέ σε αυτή την τουαλέτα από σήμερα και μετά, πού ξέρεις ότι δεν θα γίνετε στόχος αυτών που ψάχνουν και σπάνε τους καθρέπτες σε κάθε γωνιά της Γης;

 

Τον είδα να το σκέφτεται.

 

-Δεν είναι όμως ούτε για σένα καλό, είπε. Θα τελειώσεις τη... τη «ζωή» σου από την πέτρα του πρώτου περαστικού. Εκτός αν, ακόμα χειρότερα, πέσει αυτός πρώτος στην παγίδα, καθώς βαδίζει αμέριμνος. Και πίστεψέ με, δεν θα το θέλεις. Έχω ακούσει ότι δεν είναι καθόλου ευχάριστο να βρεθούν δύο είδωλα μαζί, στον ίδιο χώρο...

 

-Αν το κάνεις για μένα... Άσε με να διαλέξω. Νομίζεις ότι θα άλλαζα έστω και ένα λεπτό στην κορυφή ενός λόφου, με χίλια χρόνια στους τέσσερις τοίχους μια τουαλέτας, μέχρι που αυτός ο καθρέπτης να γίνει σκόνη;

 

Είδα ότι τον είχα κλονίσει.

 

-Θα ήθελα να σε βοηθήσω... Δεν είναι τόσο εύκολο...

 

-Κάνε το... Σε εκλιπαρώ!

 

-Με εκλιπαρείς! Σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου!

 

Πρώτη φορά τον είδα θυμωμένο.

 

-Δεν μπορείς να μπεις στη δική μου -στη δική μας- θέση! μου φώναξε. Έχεις αναλογιστεί τι σημαίνει η ζωή χωρίς να μπορείς να αντικρίσεις ολόκληρο τον εαυτό σου; Τα παιδιά που θα γεννηθούν, αν η ανθρωπότητα επιβιώσει, τα σκέπτεσαι; Μια ζωή με το φόβο της τυχαίας αντανάκλασης των ειδώλων τους; Μια ζωή χωρίς να γνωρίσουν ποτέ πώς είναι το πρόσωπό τους;

 

-Ίσως είναι καλύτερα για αυτά, είπα ήρεμος. Οι άνθρωποι θα γίνουν πιο ταπεινοί αν χάσουν την -ψευδή- βεβαιότητα για το πώς τους βλέπουν οι άλλοι. Γιατί αυτό είναι για σας ο καθρέπτης. Σκέψου το.

 

Κούνησε το κεφάλι του. Η ένταση είχε σβήσει από τη φωνή του.

 

-Δεν... δεν ξέρω. Θα το ήθελα, ειλικρινά να σε βοηθήσω. Είναι όμως... δύσκολο, πολύ. Υπήρξαν κάποιοι ανάμεσά μας στην αρχή. «Απελευθερώστε τα είδωλα! Είναι ελεύθερες προσωπικότητες...» Έστησαν ένα κοινόβιο κάπου βόρεια... Μα μετά χάθηκαν. Δεν έχω ακούσει εδώ και βδομάδες για αυτούς. Αν ζουν ή...

 

-Ναι! φώναξα με ελπίδα. Ας τους ψάξουμε! Βοήθησέ με...

 

Το σκέφτηκε.

 

-Θα το ήθελα, στα αλήθεια. Για τον Μαξ... Για σένα... Ίσως και να έχουν δίκιο. Όμως δεν μπορείς να φανταστείς πόσο επικίνδυνο είναι αυτό που μου ζητάς. Να διασχίσω το Παρίσι με ένα καθρέπτη στη μασχάλη; Άνθρωποι που καταστρέφουν τα κρύσταλλα παντού, έχοντας χάσει οι περισσότεροι τα λογικά τους. Κτίρια που καπνίζουν από πυρκαγιές που σιγοκαίνε μέρες και κανείς δεν σβήνει. Τζαμαρίες κατεστραμμένες. Και ο κίνδυνος, σε κάθε βήμα... Σε κάθε κομμάτι σπασμένου γυαλιού.

 

Ένευσα «ναι». Με ποιο δικαίωμα μπορούσα να ζητήσω κάτι τόσο επικίνδυνο από έναν άνθρωπο; Τι μπορούσα να του προσφέρω σε αντάλλαγμα;

 

Εκείνο το βράδυ έμεινα ξανά σιωπηλός. Έβρεχε δυνατά και το σκοτάδι ήταν πυκνό, όπως και τα προηγούμενα. Με πλημμύρισε μελαγχολία. Αν μόνο γινόταν για μια φορά... Μια φορά μόνο να αντικρίσω τον ουρανό. Τη θάλασσα, τα κύματα... Ή την πόλη μας: τα σπίτια με τις όμορφες στέγες, το ποτάμι, τα δέντρα και τα παγκάκια στον κήπο του Λουξεμβούργου, εκεί που η μητέρα μου -η μητέρα του- πήγαινε το Μαξ σχεδόν κάθε απόγευμα.

 

Μες το σκοτάδι χαμογέλασα. Ω, μα γιατί γινόμουν έτσι λυρικός; Από μικρός ήταν -ήμουν ευσυγκίνητος. «Ώρα είναι να με πάρουν τα δάκρυα», σκέφτηκα και αμέσως σκούπισα το πρώτο ανάμεσα στα γένια μου.

 

Ξαφνικά θυμήθηκα ένα στιχάκι.

 

«...πάνε πια της σκλαβιάς τα χρόνια...» μουρμούρισα τη μελωδία.

 

Ήμασταν οι κολασμένοι, τα κολασμένα είδωλα. Για μια στιγμή ονειροπόλησα. Μια κοινότητα από είδωλα, όμορφα ή παραμορφωμένα, μαζί. Χωρίς υλικές ανάγκες, χωρίς διακρίσεις. Χωρίς ανθρώπους; Ο φίλος του Μαξ (περίεργο, δεν θυμόμουν το όνομά του... μα την ίδια στιγμή ήξερα το λόγο: το δισδιάστατο μυαλό μας είχε περιορισμούς, ξεχνούσαμε εύκολα...) είχε αναφέρει το κοινόβιο ανθρώπων και ειδώλων κάπου βόρεια. Αν μπορούσα να φτάσω εκεί...

 

Ο θόρυβος της πόρτας που άνοιξε διέκοψε τις σκέψεις μου και στο αχνό φως που τρεμόσβηνε (ένα κερί σίγουρα) φάνηκε ο καθημερινός συνομιλητής μου. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτα, κατάλαβα ωστόσο ότι με πλησίασε από το πλάι, κολλητά στον τοίχο. Για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως με καταστρέψει -άδικα όμως. Με μια απότομη κίνηση κατέβασε τον καθρέπτη από τη βάση του και τον ακούμπησε με το πρόσωπο σε ένα χαρτί περιτυλίγματος.

 

-Μη φοβάσαι, είπε ψιθυριστά. Θα σε πάω εκεί που θέλεις.

 

Έχασα το φως μου καθώς τύλιγε το χαρτί γύρω. Έπειτα άκουσα τον ήχο από την κολλητική ταινία.

 

Αχ, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το είδωλο ενός ανθρώπου στον καθρέπτη θα μπορούσε να ζαλιστεί. Μα μου συνέβη. Περπάτησε ώρες, χιλιόμετρα ολόκληρα κουνώντας με πέρα δώθε. Ανέβηκε και κατέβηκε σκαλιά ώσπου ξημέρωσε -το κατάλαβα από το φως που περνούσε το καφέ χαρτί περιτυλίγματος. Απέφυγε προσεκτικά τους άλλους διαβάτες: κάθε φορά που ακούγονταν φωνές ή θόρυβος, αυτός άλλαζε βηματισμό και κατεύθυνση.

 

Ένιωσα ευγνωμοσύνη. Αν σήμερα ένας άνθρωπος έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο για να με μεταφέρει στην ελευθερία μου, υπήρχε μέλλον για αυτό τον κόσμο... Θα ήταν δυνατή η συμβίωση ανθρώπων και ειδώλων!

 

Τα βήματα στις σκάλες έγιναν υπόκωφα. Ο χώρος που φτάσαμε ήταν κλειστός και σκοτεινός. Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι ήμασταν πίσω στη φυλακή της τουαλέτας; Όχι, δεν μπορεί...

 

Άκουσα τα παπούτσια του να πατάνε σε γυαλιά...

 

Έπειτα σταμάτησε.

 

Όπως προσεκτικά με είχε τυλίξει, με ξετύλιξε. Με απόθεσε κάτω και απομακρύνθηκε.

 

Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτα μέσα στο παχύ σκοτάδι. Τίποτα απολύτως.

 

Μου είχε υποσχεθεί τη σωτηρία, την απελευθέρωση. Πού με είχε φέρει; Είχε νυχτώσει ξανά;

 

Έμεινα μόνος, να περιμένω το φως της μέρας. Μα οι ώρες περνούσαν και αυτό δεν ερχόταν. Δεν ξημέρωνε. Και θα έλεγα... ότι έκανε κρύο... Ένιωσα το κρύο να με διαπερνά... Παράξενο που κρύωνα!

 

Παράξενο που βρέθηκα εδώ, σε ένα σκοτεινό μέρος, μόνος.

 

Παράξενο που δεν θυμάμαι πού είμαι... Ποιος με έφερε... Γιατί...

 

Θυμάμαι μόνο... φώτα. Φώτα να πλησιάζουν. Αλλά δεν ξημερώνει και δεν είναι ο ήλιος αυτός.

 

Και θόρυβος. Από κάτι που έρχεται όλο και πιο κοντά. Μου τρυπά τα αυτιά, όπως τα χαλίκια κάτω από το σώμα μου. Και τα γυαλιά. Ναι, είναι σπασμένα γυαλιά, ανάκατα με τα χαλίκια.

 

Και μια φωνή. Γυναικεία φωνή -νομίζω- ελαφρά μεταλλική, να επαναλαμβάνει την ίδια φράση. Μια προειδοποίηση.

 

«Προσοχή στο κενό....»

 

Φοβάμαι. Δε θυμάμαι πού βρίσκομαι και τι μου έχει συμβεί. Μόνο η γυναικεία φωνή και ο θόρυβος της μηχανής, τόσο δυνατός που πια σκεπάζει τα πάντα.

 

Και μαζί γυαλιά που σπάζουν.

 

Και πανικός, καθώς ο θόρυβος γίνεται συντριπτικός και το στρογγυλό φως με πλησιάζει με ορμή, εκτυφλωτικό.

 

Κραυγάζω.

 

Και μαζί μου κραυγάζουν πολλά είδωλα μαζί.

 

Δεν είμαι μόνος!

 

Ας μπορούσα τουλάχιστον να τα δω.

 

Να μιλήσω με τους συντρόφους μου, που ίσως τους υποσχέθηκαν -όπως και εμένα- την ελευθερία τους.

 

Μα δεν υπάρχει άλλο φως σε αυτή τη σκοτεινή σήραγγα, εκτός από το μεγάλο, το στρογγυλό φανάρι στο τρένο που πλησιάζει και αντί να με βοηθά να δω, με τυφλώνει.

 

«...μεταξύ συρμού και αποβάθρας» ξεχωρίζω τη γυναικεία φωνή να λέει, το τελευταίο που ακούω από άνθρωπο στη σύντομη ζωή μου.

 

Και έπειτα ο ανατριχιαστικός θόρυβος από τον καθρέπτη μου που κομματιάζεται.

 

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Write off #55 (DinoHajiyorgi vs nikosal)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..