Jump to content

Το Χρυσό Μανουάλι


Innerspaceman

Recommended Posts

«Οὐδαμοῦ γὰρ ἀλλαχόθι νῦν ἢ περὶ Λεβάδειαν ἡ Βοιωτία παρέχει τοῖς χρῄζουσιν ἀρύσασθαι μαντικῆς· τῶν δ´ ἄλλων τὰ μὲν σιγή, τὰ δὲ παντελὴς ἐρημία κατέσχηκεν.»

 

«Πουθενά αλλού τώρα εκτός απ’ τη Λιβαδειά της Βοιωτίας δεν παρέχεται στους χριζόμενους, η μαντική. Στα δε άλλα μαντεία είτε απλώθηκε σιγή είτε τα κατέλαβε παντελής ερήμωση».

 

- Πλούταρχος, Περὶ τῶν ἐκλελοιπότων χρηστηρίων.

 

 

 

Ακόμη δεν έχω επισκεφτεί εκείνο το παρεκκλήσι ν' ανάψω το κερί που υποσχέθηκα. Όλο το αναβάλω ή το ξεχνάω. Μια δύναμη νωθρότητας μας ακινητοποιεί και νιώθουμε ξένο τον εαυτό μας, δίχως θέληση. Για εκείνο όμως που ίσως τώρα πια μετανιώνω περισσότερο, είναι που δεν σήκωσα εκείνο το παράξενο τηλέφωνο. Ποιος θα μου μιλούσε στην άλλη γραμμή; Έχω μια αίσθηση , μια πεποίθηση , που ακόμη και αν μπορούσα να την περιγράψω με επάρκεια, δεν θα το έκανα, στο φόβο ότι είναι τρελή και αλαζονική. Ίσως βέβαια να μην τολμάω να το γράψω, γιατί δεν τολμάω να το πώ, ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.

 

Θα μπορούσα και να τα φανταστώ όλα, να τα συμπληρώσω στην διήγηση μου. Δεν θα το κάνω όμως. Αποφάσισα χωρίς πολλά φτιασιδώματα και υπερβολές, να σας διηγηθώ ότι μου συνέβη, με τις ίδιες αποχρώσεις που πήρε στον καθρέφτη της ψυχής μου αυτή η απροσδόκητη εμπειρία. Επισκέφτηκα πάλι και πάλι εκείνο το Εκκλησάκι αλλά το μέρος δεν ήταν ίδιο.

 

Ήταν λοιπόν, κοντά γιορτή της Αγ. Βαρβάρας. Μαζί με ένα φίλο μου βρισκόμασταν σε ένα ανοιξιάτικο τοπίο, παρ’ όλο που δεν ήταν άνοιξη, στον προαύλιο χώρο της Αγ. Βαρβάρας, κοντά στην Πόλη μου, πάνω στον πράσινο γήλοφο. Ελαφρό αεράκι, όλα χρωματισμένα, ένας μικρός παράδεισος. Εκείνος έτρεχε, περιπλανιόταν εδώ και εκεί. Έπαιζε ξέγνοιαστα σαν μικρό παιδί, που του ανήκει η «Βασιλεία των Ουρανών».

Μετά ήρθε και μια παρέα, μια συμμορία αδέσποτων. Ο φίλος μου δεν φαινόταν να τους δίνει καμιά ιδιαίτερη σημασία, ήταν εντελώς απορροφημένος μέσα στο στολισμένο τοπίο και τις χαρές του.

 

Προσπαθούσα να φανώ ήρεμος αλλά αυτά τα σκυλιά είχαν μια ανησυχητική αύρα πάνω τους. Φαίνονταν εντελώς άκακα αλλά εγώ διέκρινα πως πίσω από αυτή την αθώα όψη τους, κρυβόταν μια επικίνδυνη, καλά καμουφλαρισμένη μεταφυσική απειλή. Και για μια στιγμή, οι αμφίβολες κινδυνολογικές διαισθήσεις μου εικονοποιήθηκαν οραματικά: ένα από αυτά τα σκυλιά, το είδα σε μια λυσσασμένη επίθεση, ένας δαίμονας του Άδη, με τα ούλα του τεντωμένα και τoυς μεγάλους λευκούς κοφτερούς κυνόδοντες του πλήρως εκτεθειμένους προς το μέρος μου.

 

Τρομοκρατήθηκα, λές και δεν ήταν στην πραγματικότητα απλά αδέσποτα αλλά ο ίδιος ο Τρόμος μεταμφιεσμένος με την μορφή τους. Θυμάμαι, να προσπαθώ συνέχεια να καθησυχάσω τον εαυτό μου, στην σκέψη πως όλα αυτά ήταν απλά παιχνίδια του μυαλού μου.

 

Ποιος ξέρει; Ίσως και να ήταν παιχνίδια του σύμπαντος όπως και ολόκληρη η ζωή μας...

 

 

Ύστερα, ο ίδιος σκύλος που είχα δει στο εφιαλτικό μου στιγμιαίο όραμα, άρχισε να με πλησιάζει. Ένιωσα ότι ο Τρόμος με κατάλαβε. Ο ίδιος ο φόβος μου αναγνώρισε τον τρόμο και τον προκαλούσε να δείξει το αληθινό του πρόσωπο πίσω απ’ την μάσκα. Δεν ήταν άσχετο με τον εαυτό μου. Σκέφτομαι τώρα πια, εκείνο το παράξενο ρητό του Νίτσε «Όταν κοιτάζεις μέσα στην άβυσσο και η άβυσσος κοιτάζει μέσα σε σένα»,...

 

Κατευθύνθηκα προς το εκκλησάκι. Ανέβηκα τα λευκά ασβεστωμένα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο. Σε περίπτωση που κάποιος απ’ αυτούς τους «δαίμονες» μου επιτιθόταν θα έβρισκα καταφύγιο μέσα στο ναό.

Το εκκλησάκι ήταν λαξευτό πάνω στον βράχο ή ίσως ήταν σπηλιά κάποτε, εκεί που το μπροστινό τμήμα του βράχου κατέρρευσε και αποκάλυψε αυτό το κοίλωμα. Ήταν υπερβολικά μικρό. Δεν πρέπει να χωρούσαν στον χώρο μπροστά από το άδυτο, στριμωχτά, πάνω από 6 άτομα. Σαν να είχε κατασκευαστεί για μια απόλυτα μυστική και προσωπική Λειτουργία, δεχόταν στο χώρο του μόνο ένα πρόσωπο κάθε φορά ή ένα ζευγάρι ή μονάχα εμένα.

 

Ο φίλος μου δεν έδειχνε να έχει αντιληφθεί τίποτα απ’ όλη την ανησυχητική ατμόσφαιρα που είχε αναστατώσει την ψυχή μου. Μάλιστα έμοιαζε τόσο αθώος ή άφοβος. Τώρα έπαιζε χαχανίζοντας, με έναν σκορπιό! Είχε πάρει ένα ξυλάκι και τον τράβαγε πέρα δώθε απ’ τις δαγκάνες του! Πόσο δειλός, σφιγμένος και προβληματισμένος ήμουν εγώ εν αντιθέσει με εκείνον ! Τον ζήλεψα.

Παρακολουθώντας τον για λίγο, ένα αμφίσημο και πρωτόγνωρο συναίσθημα με κατέκλυσε. Έμοιαζε ο φίλος μου να ήταν ένας ξένος, κάποιος άλλος, και όχι εκείνος που γνώριζα και τώρα πια δηλώνω, πως δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς ήταν. Είχε γίνει ένα με το απόκρυφο τρομακτικό πρόσωπο αυτού του σκηνικού, τον είχε απορροφήσει, τον είχε κάνει δικό του ή ίσως –ακόμη χειρότερα - να ήταν δικός του από πάντα και εκείνος -ω θεέ μου!- απλά μια μαριονέτα! Ήταν όμως ο φίλος μου μέσα στο παιχνίδι του, συγχρόνως τόσο αθώος και ανέμελος, τρομακτικός σαν παιδί: χωρίς αιτία, χωρίς σκοπό, χωρίς κακία ή καλοσύνη. Αγνός και αμόλυντος. Δεν μπορούσες να του καταλογίσεις τίποτα. Aπλά ήταν αυτό που ήταν και εσύ είχες το πρόβλημα.

 

Το ίδιο ήταν και ο τρόμος που σερνόταν και κρυβόταν στην ατμόσφαιρα. Και δεν βρισκόμουν σε κάποιο ερημωμένο παλιό αρχοντικό σπίτι ή κάστρο στο μέσο μια ομιχλώδους νύχτας ή σε κάποιο σκοτεινό και πυκνό δάσος, όπως μας έχουν συνηθίσει οι ρομαντικές σκοτεινές διηγήσεις για βρικόλακες και φαντάσματα αλλά, μέσα σε μια ηλιόλουστη ημέρα, στην κορυφή του πράσινου λόφου. Αυτός ο παράξενος τρόμος είχε πλησιάσει μεταμφιεσμένος, είχε γλιστρήσει πέρα απ’ τις αδιόρατες σκιές και την νύχτα και ο ήλιος πια δεν τον ξόρκιζε μακριά. Είχε περικυκλώσει ακόμη και τον ιερό χώρο της Αγ. Βαρβάρας. Είχε στήσει ένα εναλλακτικό θέατρο του παραλόγου με μοναχικό πρωταγωνιστή, θεατή ίσως και σκηνοθέτη, εμένα τον ίδιο.

Ή μήπως έτσι το σκεφτόμουν εγώ εκείνη την στιγμή; Ή μήπως ο τρόμος αυτός ήταν -τι παράξενο- ένας «Ιερός Τρόμος»; Ένα παιχνίδι, ένα χαμόγελο έτοιμο να σε δαγκώσει για άγνωστους λόγους και με απροσδόκητα αποτελέσματα, εκεί που θεωρούσες πως ήσουν απόλυτα προστατευμένος, στο μέσο μιας ηλιόλουστης ημέρας, κοντά στον Ιερό Ναό.. Έμοιαζε να παντρεύονται κόλαση και παράδεισος, άγγελοι και δαίμονες και τίποτα απ’ όλα αυτά. Μια νέα αίσθηση: αδρά να ενσαρκώνεται μέσα από ρήγματα, το κρυμμένο πρόσωπο του Ανοίκιου.

 

Εισήλθα μέσα στο εκκλησάκι. Μια κόκκινη μουχλιασμένη ώχρα δημιουργούσε ποτάμια υγρασίας στα τοιχώματα και μαζί με το ιλαρό ημίφως απ’ τα τρία παραθυράκια στις άκρες του θόλου, διαγράφονταν σχήματα που μετακινούνταν αργά και σου προκαλούσαν δέος. Και σαν ν’ άκουγες το σύρσιμο από φίδια – φύλακες να σαλεύουν στο άδυτο, στον αργόσυρτο ρυθμό των σκιών, κρυμμένα εκεί από αρχέγονους χρόνους.

Στο κέντρο του κυρίως ναού υπήρχε ένα παλιό, επίχρυσο, περίτεχνο μανουάλι. Πίσω από την μαύρη πατίνα του μπορούσες ακόμη να ξεχωρίσεις την παλιά του λάμψη και δόξα. Το πάνω μέρος του ήταν λυγισμένο και χτυπημένο από κάποια βεβήλωση και δεν υπήρχε άμμος στο εσωτερικό του ώστε να στηρίξεις ένα κερί κι ούτε δίπλα απ’ το παγκάρι ή αλλού δεν βρήκα άλλωστε, κάποιο κεράκι.

 

«Μεγάλο το κρίμα να είναι έτσι παρατημένος αυτός ναός, να μην μπορείς να ανάψεις έστω ένα κεράκι» σκέφτηκα.

 

Χρειαζόμουν άλλωστε το φώς γιατί αν έκλεινα τελείως την πόρτα, βαθύ σκοτάδι θα με κατέκλυζε και σίγουρα, εκείνες τις ιδιόρρυθμες ψυχικές στιγμές, δεν το ήθελα. Με ανακούφιση και έκπληξη συνάμα, παρατήρησα πως δίπλα από την θύρα υπήρχε ένας διακόπτης. Παραξενεύτηκα βέβαια που σ’ αυτήν την ερημιά υπήρχε φώς και ρεύμα. Δεν θυμόμουν να υπήρχε κάποιος διακόπτης εδώ. Δεν ήμουν βέβαια απόλυτα σίγουρος, ακόμη και τότε, ότι αυτό εδώ ήταν το ίδιο μέρος που είχα παλαιότερα επισκεφτεί. Αυτό το εκκλησάκι δεν το είχα επισκεφτεί στην πραγματικότητα ή σε κάποιο όνειρο μου.

 

Αυτό το εκκλησάκι έμοιαζε να στέκεται, να πάλλεται ανάμεσα σε δύο κόσμους.

 

Άνοιξα το φώς. Δίπλα απ’ τον διακόπτη υπήρχε κάτι πιο ασυνήθιστο που δεν είχα αρχικά προσέξει. Ένα γκρί τηλέφωνο. «Θα μπορούσαμε (ο φίλος μου και εγώ) αν λειτουργεί, να πάρουμε όπου θέλουμε τηλέφωνο για όσο θέλουμε, δίχως να χρεωθούμε» Αυτή ήταν αλήθεια η πρώτη μου, ακαριαία, αυθόρμητη και όντως χαζή σκέψη, στοιχείο του καταναλωτικού μας αχόρταγου εαυτού. Αμέσως όμως μετά, είδα ανάμεσα στο διακόπτη και το τηλέφωνο μια προειδοποιητική πρόχειρη χάρτινη πινακίδα:

 

«Λειτουργούν μόνο για 15 λεπτά και μόνο για Ιερό Σκοπό να χρησιμοποιηθούν».

 

 

Είχα σκεφτεί άμεσα το κέρδος μέσα στον ιερό χώρο που κατά κάποιο τρόπο τώρα με προστάτευε. Ήταν μια βέβηλη και επιπόλαια σκέψη από μέρους μου. Διαβάζοντας όμως αυτή την πινακίδα και αφού συνέτισα και μάλωσα τον εαυτό μου, κατέβασα αμέσως τον διακόπτη.

 

Και ξαφνικά, δεν ξέρω πως, αλλά συνέβη εντελώς «φυσικά», βρέθηκα έξω από την είσοδο του μικρού παρεκκλησιού.

 

Ο τόπος είχε τώρα μεταμορφωθεί. Νύχτωνε, όχι εντελώς βράδυ αλλά ούτε και μέρα. Ένα λυκόφως απλώθηκε ανάμεσα στους χρόνους. Τα πεύκα χόρευαν με τον απόκοσμο ρυθμό τ’ ανέμου και τα κοράκια πάνω τους, αρχαίοι ένοικοι του λόφου, σαν προειδοποιητικές καμπάνες έκρωξαν μερικές φορές επαναλαμβανόμενα. Δεν ήταν πια απ’ την μπροστινή μεριά τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια αλλά δυτικά με κατεύθυνση προς την ανατολή, ένα ύψωμα γης είχε αναδυθεί, με μονοπάτι που οδηγούσε στην είσοδο.

 

Είδα τότε έναν γέροντα, έναν μοναχό με πένθιμα μαύρα άμφια να κυμματίζουν στον ρυθμό των δέντρων. Πλησίαζε αργά, σχεδόν τελετουργικά. Όλα είχαν τον ίδιο ρυθμό. Ταπεινός και ήρεμος με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι του, ανέβηκε το ύψωμα και με προσπέρασε αδιάφορα λές και δεν υπήρχα, απόλυτα προσηλωμένος στον σκοπό του. Μπήκε μέσα στο Εκκλησάκι κρατώντας ένα κερί στο ζαρωμένο χέρι του, απορροφημένος πάνω του και προσέχοντας να μην σβήσει απ’ το απαλό αγιάζι.

 

Ο γέροντας βύθισε αργά το κερί του μέσα στην άμμο. Ακινητοποιήθηκε για λίγο εκεί, μουρμουρίζοντας μια εσωτερική προσευχή. Τότε είδα το παλιό μανουάλι σε όλη την αρχική του φανταστική δόξα, γεμάτο κεριά, ολόχρυσο και λαμπερό να φεγγοβολεί τον ναό. Έδιωξε τα σκοτάδια μακριά.

 

Η σκέψη του παππούλη είχε και εκείνη τον παλμικό ρυθμό της αναπνοής και της καρδιάς του, σαν μυστικός σούφι της ανατολής. Μετά, αργά, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου. Με κοίταξε με το ίδιο πάντα γαλήνιο και ατάραχο βλέμμα στο πρόσωπο του. Χωρίς να κουνήσει τα χείλη ή να μου μιλήσει, με απόλυτη ηρεμία στα μάτια, μου είπε:

 

«Εσύ δεν θα ανάψεις ένα κερί;»

 

Δεν ήξερα τι να απαντήσω ή μάλλον τι να πω στον εαυτό μου. Πριν λίγο το μανουάλι ήταν σχεδόν κατεστραμμένο και μαύρο απ’ την πατίνα των καιρών και της αφροντισιάς. «Μα δεν υπήρχαν και κεριά πουθενά να ανάψω έτσι και αλλιώς» δικαιολογήθηκα στον εαυτό μου.

 

Όμως, άλλα εννοούσε απ’ αυτό που μου είπε, χωρίς μιλιά, εκείνος ο παράξενος παππούλης και ας προσποιούμουν εγώ -από αμηχανία ίσως- εκείνη την στιγμή, πως δεν καταλάβαινα.

 

Εκείνος όμως γνώριζε. Πολλά γνώριζε και καταλάβαινε.

 

Ποιος ήταν ο μυστηριώδης ξένος; Από πού ήρθε; Σαν να φύτρωσε από την γη, αποσταλμένος τ’ ουρανού. Μόνο ο άγνωστος, μυστηριώδης πια, που πριν θεωρούσα φίλο μου, ήταν ως τότε μαζί μου.

 

Ξαφνικά, όσο το ίδιο ξαφνικά εμφανίστηκε, ο παράξενος γέροντας χάθηκε και το μανουάλι έχασε την λάμψη του και ο κόσμος όλος πήρε την αρχική του μορφή.

 

Έχασκε τώρα, το χρυσό μανουάλι μέσα στο ημίφως όπως και πριν, μέσα στο σπηλαιώδες παρεκκλήσι, μοναχικό, έρημο και κατεστραμμένο σαν από βυζαντινούς χρόνους. Δίχως κανένας να ενδιαφέρεται να ανάψει ένα κερί για τα μυστήρια της ψυχής, για την Αγ. Βαρβάρα, τον Αγαμήδη και τον Τροφώνιο, για την ψυχή των «ἐκλελοιπότων» πια Αγίων και «χρηστηρίων», για να φωτίζει αυτόν το ξεχασμένο άγιο τόπο.

 

 

Yπήρχε μοναχά ένα παλιό κατεστραμμένο μανουάλι, ένας σύγχρονος ηλεκτρικός διακόπτης να ανάβει μια λάμπα και πιο δίπλα, ένα γκρι τηλέφωνο. Και μια παράξενη προειδοποιητική πινακίδα: μόνο για 15 λεπτά και μόνο για Ιερό Σκοπό να χρησιμοποιηθούν …

 

 

Κάποτε, σε άλλους χρόνους και τόπους θα επισκεφτώ πάλι εκείνο το Εκκλησάκι και ίσως να καταφέρω επιτέλους να ανάψω εκείνο το κερί.

 

Τότε, θα σηκώσω και εκείνο το τηλέφωνο...

Link to comment
Share on other sites

Περίεργη ιστοριούλα, που έχει κάτι το μυστηριακό και σε βάζει στο κλίμα της, αλλά δεν μου έδωσε να καταλάβω τι θέλει να πει. Ίσως απλά να μας εξιστορεί αυτό το παράξενο περιστατικό που συνέβη στον ήρωα, ίσως να μην κατάλαβα εγώ κάτι καλά. Κάτι άλλο είναι πως ενώ στην αρχή μας μιλάς για σκυλιά-δαίμονες κι έναν άδολο φίλο, μετά τους αφήνεις τελείως στην τύχη τους και δεν τους ξαναβλέπουμε. Πίστεψα ότι εκεί θα γινόταν κάτι που έπρεπε να δούμε. Επίσης, μ' έφαγε η περιέργεια για κείνο το τηλέφωνο :tongue: τι στο καλό ήταν;

 

Ο τρόπος γραφής ήταν καλός, ευκολοδιάβαστος, αλλά μου φάνηκε λίγο πιο επιτηδευμένος από όσο έπρεπε να είναι. Σαν να υπονοούσε περισσότερα από αυτά που ήθελε να πει. Αλλά ίσως είναι και πάλι, δικό μου το λάθος.

 

Καλό απόγευμα!

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ Mesmer για τον χρόνο σου και τα σχόλια. Πάντα μου είναι χρήσιμα.

 

Το τηλέφωνο ... δεν ξέρω και εγώ ακριβώς τι ήταν (να δεις εγώ περιέργεια δηλαδή), όταν το σηκώσω θα σας πώ :D

Η ιστορία αυτή είναι αποτέλεσμα επιχείρησης, κάποιων λογοτεχνικών πειραματισμών, αλλά και αυτό είναι παραπλανητικό, γιατί περιγράφονται μέσα κυρίως αληθινές καταστάσεις και όχι αποκλειστικά "φανταστικές". Δηλαδή, θέλω να πω, δεν είναι πρόθεση μου ( ; ) ο "σουρεαλισμός" για αυτό και δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα κατα πόσο θα φανώ "ποιητικός" ή "φιλοσοφικός" . Απλά περιγράφω αληθινές βιωματικές καταστάσεις με πιο διηγηματικό ίσως τρόπο.

 

Είναι κατανοητό και φυσικό που λές ότι "δεν μου έδωσε να καταλάβω τι θέλει να πει". Ούτε εμένα μου έδωσε να καταλάβω τι θέλει να πει. Η ιστοριούλα έχει βέβαια κάποια επιφανειακά νοηματικά κέντρα και άλλα πιο "κρυμμένα" που θεωρώ όμως ότι κινούνται περισσότερο στο πεδίο του συμβολισμού (αλλά με μια βιωματική και όχι τόσο αλληγορική έννοια) και του εσωτερικού μας κόσμου αλλά απο εκεί και πέρα δεν μπορώ να πω ότι έχει ως στόχο να μας δώσει να καταλάβουμε κάτι το πολύ χειροπιαστό, δηλαδή κάτι το πολύ απτό. Αν το έχει, δεν είναι μόνο αυτό.

Μπορεί να μην θέλει να πει κάτι λοιπόν, αλλά ίσως να θέλει να δείξει κάτι: Έναν άλλο κόσμο, μυστικό, μέσα στον κόσμο και τις παράξενες λειτουργίες του.

Όπως για παράδειγμα, τα όνειρα (που είναι ένας τέτοιος μυστικός κόσμος μέσα στον κόσμο), δεν έχουν κάποιο πολύ συγκεκριμένο νόημα, αλλά μπορούν να λειτουργούν με εναλλακτικούς και ανείπωτους τρόπους και έτσι αντί να πουν ... να κάνουν κάτι στον ονειρευτή ...

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Ξαναγράφω γιατί κάπως τα κατάφερα και το' χασα το σχόλιο και δεν έγινε post -- ή έτσι νομίζω. Λοιπόν, δεν μου άρεσε και τόσο το "Μανουάλι". Ο λόγος σου μου φάνηκε κάπως επιτηδευμένος ώρες-ώρες και η ιστορία αδύναμη, σαν να άλλαζες γνώμη καθώς την έγραφες, προς τα πού ήθελες να πάει. Μετά, διάβασα την επεξήγησή σου στον mesmer και κατάλαβα πως στόχευες στην δημιουργία ενός κλίματος και όχι τόσο στην διήγηση μιας ιστορίας. ΟΚ, αλλά σ' εμένα τουλάχιστον δεν λειτούργησε, δεν αισθάνθηκα να με πηγαίνει κάπου. Αν είχε περισσότερες λεπτομέρειες για τα δρώμενα και/ή αν ήταν άλλου ύφους (τρόμου;) μπορεί να είχε καλύτερη τύχη. Πάλι, δεν ξέρω, έτσι μου φάνηκε.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..