Jump to content

Write off #56 (Sonya vs Stanley)


Drake Ramore

  

20 members have voted

  1. 1. Μου άρεσε περισσότερο η ιστορία του/της:

    • Sonya
      10
    • Stanley
      10

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Πάντως, δεν είναι τόσο προφανές. Δυσκολεύτηκα πολύ στο συγκεκριμένο σημείο και το ΄΄πέτυχα΄΄ σκεπτόμενος διαφορετικά, λόγω σύνταξης.

 

Όσο για τα κλέφτικα, πάντα μου άρεσαν. Όπως και τα εξοχικά και τα κοντοσούβλια. lolipop.gif

Edited by Stanley
Link to comment
Share on other sites

  • Replies 66
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Stanley

    18

  • Drake Ramore

    13

  • Sonya

    6

  • Big Fat Pig

    5

Εγώ κόλλησα σε αυτό:

“Είναι η πρώτη σου φορά;” ρώτησε τον Αλέξη την στιγμή που έφερνε το τσάι.

 

Ποιος φέρνει το τσάι; Αυτός που κάνει την ερώτηση, ή ο Αλέξης; Οι δύο συγγραφείς έχουν διαφορετική άποψη.

 

Όσο για την ερώτηση την ίδια... χαλάει την ιστορία που σκέφτηκε ο Stanley, και μας κάνει ένα "στρίβειν κλέφτικα" το οποίο πετυχαίνει άραγε; Χμμμ...

 

Νομίζω οτι αυτό το ερώτημα απαντιέται εύκολα απο την επόμενη πρόταση που ακολουθεί:

 

 

 

“Είναι η πρώτη σου φορά;” ρώτησε τον Αλέξη την στιγμή που έφερνε το τσάι.Οι κούπες κροτάλισαν στα πιατάκια τους, φάνηκε να ταλαντεύονται για λίγο, μα τελικά έμειναν στην θέση τους.

Αυτός που έκανε την ερώτηση προξένησε εκνευρισμό σε αυτόν που μετέφερε το τσάι με αποτέλεσμα να χοροπηδήσουν οι κουπες στα πιατάκια τους.

τουλάχιστον αυτό είχα στο μυαλό μου όταν έδινα την εισαγωγή...

 

Η σερβιτόρα μέσα μου διαμαρτύρεται! ΠΑΝΤΑ μου κροτάλιζαν ΟΛΑ τα πιατάκια, ποτηράκια, τζαρτζαλομαρτζαλάκια που κουβαλούσα στον δίσκο, είτε είχα εκνευρισμό, είτε όχι. :Ρ

Link to comment
Share on other sites

Οι διαγωνιζόμενοι, είχατε μια εβδομάδα να ζητήσετε εξηγήσεις ή διευκρινήσεις για την εισαγωγή.

Απο την στιγμή που δεν το έκανε κανένας απο τους δυο θεωρώ οτι συνεχίσατε το γράψιμο συμφωνα με αυτό που καταλάβατε.devil2.gif

 

Διευκρινήσεις και εξηγήσεις μποορείτε να δώσετε στο τέλος του διαγωνισμού.

 

Η συνταξη της πρότασης όντως είναι ανοικτή και στις δύο ερμηνείες, οπότε αν έχετε καταφέρει να πείσετε τους αναγνώστες για αυτά που γράψατε ως συνέχεια θεωρώ οτι δεν θα μετρήσει το συγκεκριμένο σημείο αρνητικά για κανέναν απο τους δύο (ειδικά απο την στιγμή που δεν χρησιμοποιήθηκε η σκηνή ωστε να παίζει κάποιον δραματικό ρολο στην συνέχεια των ιστοριών σας). Κοινώς μην κολλάτε εκεί.wink.gif

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πως οι δυο διαγωνιζόμενοι σκεφτήκανε ένα παρόμοιο θέμα και με μια πορεία προς το ίδιο γεγονός, τον κακομοίρη τον Αλέξη, παρά το γεγονός ότι το κείμενο της εισαγωγής ήταν ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες.

Link to comment
Share on other sites

Τι θα γίνει κύριοι συντονιστες;

Θα βάλετε Poll στο νημα του διαγωνισμού;

Link to comment
Share on other sites

  • Management
>FYI την επόμενη φορά που θα χρειαστείτε κάτι για κάποιο topic κάντε REPORT αναγράφοντας το θέμα και θα το αναλάβει όποιος υπεύθυνος προλάβει. Ευχαριστώ. 

Link to comment
Share on other sites

Λίγα σχόλια από μένα.

 

Για της Σόνυας, που παραδόξως τη διάβασα πρώτη, έχω να παρατηρήσω στρωτή ροή της πλοκής, μπόλικο αρχικό μπλα-μπλα (που παραδέχομαι ότι είναι αναγκαίο, αλλά με κούρασε μια στάλα) και έντονες εικόνες στο συναισθηματικό επίπεδο. Ο Στάνλεϋ από την άλλη είχε λίγο μπερδεμένη σειρά στην αφήγησή του, όχι πολύ έντονη σκιαγράφηση του κεντρικού του χαρακτήρα και έντονες εικόνες σε οπτικό επίπεδο. Με την πρώτη αναγούλιασα και καταλυπήθηκα. Με τον δεύτερο νοστάλγησα αλλά δε λυπήθηκα καθόλου.

 

Σόνυα για μένα.

Link to comment
Share on other sites

Οι ψηφοφόροι θα καταϋποχρέωναν τους μονομάχους αν σχολίαζαν κιόλας!!! :Ρ 4 ψήφοι κι ένα μόνο σχόλιο;

 

 

Link to comment
Share on other sites

Και οι δύο ιστορίες ήταν καλογραμμένες και τις διάβασα με ιδιαίτερη άνεση. Αν και όντως της Sonya δημιουργεί πιο έντονα συνασθήμστα και σε κάνει να δένεσαι πιο πολύ με τον κεντρικό χαρακτήρα, του Stanley μου φάνηκε πιο συγκροτημένη και πως κατόρθωσε να δώσει μια πιο "καθαρή" και συγκεκριμένη εικόνα του περιβάλλοντος που εκτυλίσσεται η ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλές και οι δύο ιστορίες και τα θέματά τους πολύ κοντινά.

 

 

 

Για την ιστορία τού Stanley έχω να πω ότι είναι ωραία, καλογραμμένη, με πολύ όμορφες περιγραφές. Αποπνέει έναν αλλόκοσμο αέρα σε όλη της την έκταση και είναι κάτι που με κράτησε.

 

Μου άρεσε αυτή η σύνδεση της θρησκείας με τον κόσμων των στοιχειών, έκανε μια πολύ καλή αντίθεση με την θρησκεία όπως την ξέρουμε. Το όλο παγανιστικό της υπόθεσης δούλεψε καλά για μένα.

 

Μ’ άρεσε, επίσης, αυτό που αντιπροσώπευε η γυναίκα-στοιχειό.

Ποιος να φανταστεί ότι κάτι τόσο όμορφο είναι ο χειρότερος εφιάλτης του.

 

 

Αυτό που, ίσως, να μην κατάλαβα πολύ καλά είναι το

γιατί κάποιος δεχόταν επίσκεψη από τον χειρότερο εφιάλτη του λίγο πριν θυσιαστεί. Αν είναι επειδή πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με αυτόν και να επέλθει κάποιο είδος κάθαρσης, δεν φαίνεται και πολύ καλά, νομίζω.

 

 

 

 

Επίσης πολύ καλογραμμένη και η ιστορία της Sonya και με πολύ έντονες σκηνές. Συμφωνώ με την Ευθυμία, η αρχή τράβηξε λιγάκι παραπάνω.

 

Μου άρεσε που γίνεται βίαιο από τη μια στιγμή στην άλλη και με τρόπο αναπάντεχο. Για να πω την αλήθεια, μέχρι να ξεκαθαρίσει το πράμα πίστευα ότι αυτά που γίνονταν ήταν κάποια περίεργη φαντασίωση. Αυτό μου έφερε στο νου μια σκηνή από το Ιμάτζικα τού Μπάρκερ, όπου ένα ζευγάρι που κάνει έρωτα αισθάνεται σαν να τρώει ο ένας τον άλλον.

 

 

 

Ψηφίζω Stanley.

 

Καλή επιτυχία και στους δύο.

Link to comment
Share on other sites

Ναι ντε!

Ρίξτε και κανα σχόλιο μαζί με τις ψήφους!

Το Ελληνικό φολκλορικό στοιχείο, στο οποίο αναγκαστικά τρίφτηκαν και οι δύο μονομάχοι δεν είναι και το πιο εύκολο, και σίγουρα θα ήθελαν να μάθουν τι σκέφτεστε για τις ιστορίες τους!

Τα σχόλια μετράνε συνήθως παραπάνω απο τις ψήφους.

 

 

Υ.Γ Εγώ θα σχολιάσω στο τέλος αγαπητοί μονομάχοιdevil2.gif

Edited by Drake Ramore
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν....

Αρχικά διάβασα της Σόνιας. Οι διάλογοι της με κρατούσαν πολύ και είχαν ένα ύφος που μου άρεσε. Γενικά η ιστορία με κράτησε πολύ μέχρι το τέλος και μου άρεσε η σκηνή που περιέγραψε την γυναίκα να τρώει τον καημένο τον αλλέξη. Η αφήγηση ήταν καλή και έδεινε ένα ευχάριστο ύφος στην ιστορία της. Δεν εντυπωσιάστηκα και πολύ από το σημείο της βεγγέρας και από την προσέγγιση που της έδωσε. Δεν το δούλεψε πολύ αυτό το νόημα. Έτσι μου φάνηκε εμένα.

 

 

Στην ιστορία του Stanley, ήταν πιο ολοκληρωμένη η προσέγγιση αυτού του χαρακτηριστικού της εισαγωσής,-της βεγγέρας, και η ιστορία ήταν αρκετά βασισμένη επάνω σε αυτό το στοιχείο. Η ιστορία για εμένα προχώρισε δύσκολα και μπερδεύτηκα σε κάποια σημεία. Οι περιγραφές ήταν πολύ όμορφες, όσο για τα χαρακτηριστικά των κατοίκων, όσο και για άλλα θέματα. Το τέλος ήταν πολύ όμορφα δοσμένο. Στην ουσία με φώτησε στην ιστορία.

 

Αυτά, εγώ θα ψηφίσω οριακά Sonya, γιατί με τράβηξε και με κράτησε κάπως παραπάνω από του Stanley..

Edited by Tattoman
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πως οι δυο διαγωνιζόμενοι σκεφτήκανε ένα παρόμοιο θέμα και με μια πορεία προς το ίδιο γεγονός, τον κακομοίρη τον Αλέξη, παρά το γεγονός ότι το κείμενο της εισαγωγής ήταν ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες.

 

Όντως!

Πάντως διάβασα δυο πολύ ωραίες ιστορίες, η πρώτη -του Stanley- ήταν πραγματικά όμορφη με την έννοια της γοητείας, και του παράδοξου καθώς και μιας εξαιρετικής συνολικής ατμόσφαιρας.

Της Sonya's ήταν πιο δυναμική, πιο ερωτική/ερεθιστική :wub: (στην αρχή τουλάχιστον) και πιο γρήγορη.

 

Και για τις δυο έχω να παρατηρήσω ότι οι ήρωες δεν φαίνονται τόσο τρομαγμένοι όσο πρέπει, παρόλο που στο τέλος γίνεται ολοφάνερο ότι όλοι ξέρουν τι θα τους συμβεί. Λίγο να κροταλίζουν τα φλιτζανάκια εκεί που τον έναν περιμένει

 

 

θάνατος δια λιθοβολισμού

 

 

και τον άλλον

 

 

αγριότατο φάγωμα

 

 

δε μου φτάνει.

 

Ο Αλέξης του Stanley είμαι εντελώς σίγουρη ότι ξέρει τι θα του συμβεί. (Κάθε χρόνο κάποιος είναι ο "τυχερός").

Για τον Αλέξη που ταλαιπωρεί η Sonya, διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις αν ξέρει τι τον περιμένει, αλλά σίγουρα το ξέρουν οι πιστοί.

 

Το παίδεψα κάμποσο, μια που έχουν και οι δυο πολλά θετικά και λίγα αρνητικά, ψηφίζω τον Stanley, επειδή μου άρεσαν εξαιρετικά οι σκηνές έξω από το σπίτι -το ανέβασμα στο βουνό, τα σπίτια-τάφοι, όλη η ιστορία με τον στάσιμο αέρα που έκανε τη μέγιστη χρήση της εισαγωγής. Ίσως έχει να κάνει και με το ότι διαβάζοντας την εισαγωγή, παρά το σαλόνι και το τσάι, προετοιμάστηκα για μια σκηνή έξω, κάτι που θα γινόταν κάτω από τον σκοτεινό ουρανό.

 

Λυπάμαι που δεν μπορώ να ψηφίσω και τις δυο γιατί είναι πραγματικά πάρα πολύ κοντά.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστούμε για τα σχόλια!Να κάνω μονάχα μια επισήμανση χωρίς μεγάλη σημασία. Εγώ δεν σκέφτηκα ότι το τρέμουλο των πιάτων ήταν λόγω ταραχήςlaugh.gif Το απέδωσα στην αρνητική ενέργεια αυτού που ερχότανdevil2.gif,όπως φαίνεται και αργότερα από το σπάσιμο των υπολοίπων. Τα υπόλοιπα στο τέλος.

Link to comment
Share on other sites

Ψηφίζω την Φωτεινή.

 

Ιστορίες με παρόμοια πορεία (σε γενικές γραμμές). Θα είχε το γούστο του αν κάποιος απ’ τους δυο σας επέλεγε να δώσει την ιστορία βάζοντας τον Αλέξη να παίρνει πρώτη φορά μέρος σε βεγγέρα (ίσως είναι αυτό που είπαν κι οι big fat pig, William, tiessa; ).

 

Ο Γέρος θεός μοιάζει πιο δουλεμένος σαν ιδέα, ίσως μάλιστα πολύ δουλεμένος για να χωρέσει σε 3000-3500 λέξεις. Έμειναν διάφορα ερωτήματα αιωρούμενα στο μυαλό μου.

Από την άλλη, η Φωτεινή δείχνει πιο ξεκάθαρη, αν και νομίζω πως θα προτιμούσα να είχε μια-δυο εκατοντάδες λέξεις ακόμα για να δωθεί μια εξήγηση σχετικά με το τι παίζει.

Κοινώς, παρά την παραπάνω διαφορά ανάμεσα στις ιστορίες σας, κι οι δυο μου αφήσατε απορίες. Απλώς, στον Γέρο θεό αυτές ήταν διάσπαρτες στο κείμενο, ενώ στη Φωτεινή συγκεντρώθηκαν στο φινάλε.

 

Στον Γέρο θεό η αλλαγή των τοποθεσιών (κυρίως η βόλτα στο βουνό) δούλεψε καλά για ‘μένα.

 

Κάτι άλλο που θα ήθελα να πω είναι πως η Φωτεινή πραγματικά με πήγε μια χαρά σε σχέση με τις αναγνωστικές μου ανάσες, κύλισε πολύ εύκολα ως το τέλος.

 

 

ΥΓ1: Για τον Γέρο θεό: Μου θύμισε προς το τέλος τον Αμαρτοβόρο κι ακόμα περισσότερο μια ιστορία του Κινγκ (δεν θυμάμαι, μπορεί να είναι και κάποιου άλλου)

η οποία περιλαμβάνει κάτι σαν κλήρωση που γίνεται σε ένα χωριό για να δουν ποιον θα θυσιάσουν

. Ο Αμαρτοβόρος δεν με είχε εντυπωσιάσει, αλλά θυμάμαι η ιστορία του Κινγκ( ; ) ήταν καλή. Τσέκαρέ την αν την πετύχεις.

 

ΥΓ2: Πάλι για τον Γέρο θεό: Νομίζω ότι το έμπλεξες λίγο το πράγμα… πόλη ή χωριό είναι; smile.gif

Link to comment
Share on other sites

Δάγων,ξέρεις,υπάρχουν και οι κωμοπόλειςlaugh.gif

Πέρα από την πλάκα,κι εμείς το χωριό μου το λέμε πότε πόλη και πότε... χωριό, δεν ξέρουμε τι είναι ακριβώς. Ask Nihilio.

 

ΥΓ:Φαντάζομαι ότι αυτά τα ανάλαφρα σχόλια που παρεμβάλλω, δεν θεωρούνται σχόλια πάνω στην ιστορία για αυτό τα κάνω.

Link to comment
Share on other sites

Φαντάζομαι ότι αυτά τα ανάλαφρα σχόλια που παρεμβάλλω, δεν θεωρούνται σχόλια πάνω στην ιστορία για αυτό τα κάνω.

Σαν τους παπάδες που βάφτιζαν τα κοψίδια ως νηστίσιμα ψαρικά ένα πράγμα.

Link to comment
Share on other sites

dagoncult: Μήπως σου θυμίζει αυτό;

 

 

Shirley Jackson's The Lottery

is another chilling piece, in which a small American community sets

about preparing for their annual lottery; children gather stones,

everyone talks excitedly about who will be selected this year, and

finally, it is revealed that the town ritualistically observes an

annual sacrifice to ensure a plentiful harvest for the year, and the

lottery winner will be stoned to death by their peers and neighbors.

 

Link to comment
Share on other sites

dagoncult: Μήπως σου θυμίζει αυτό;

 

 

Shirley Jackson's The Lottery

is another chilling piece, in which a small American community sets

about preparing for their annual lottery; children gather stones,

everyone talks excitedly about who will be selected this year, and

finally, it is revealed that the town ritualistically observes an

annual sacrifice to ensure a plentiful harvest for the year, and the

lottery winner will be stoned to death by their peers and neighbors.

 

 

Α γεια σου... από εδώ

 

Link to comment
Share on other sites

Ρε συ Σταν, δεν μπορώ να ανοίξω το δικό σου. Κάνε βρε ένα κοπυπέιστ, άντε μπράβο λεβέντη μου!...

Link to comment
Share on other sites

Ρε συ Σταν, δεν μπορώ να ανοίξω το δικό σου. Κάνε βρε ένα κοπυπέιστ, άντε μπράβο λεβέντη μου!...

 

 

Ο αέρας φύσαγε ορφανός. Δεν μπορούσες να μυρίσεις το χώμα που συνήθως κουβαλούσε, ούτε τις μυρωδιές που κατέβαζε όταν ερχόταν από το βουνό. Άρωμα φρούτων και πεύκων και καμιά φορά βροχής που τον συνόδευε στο ταξίδι του. Μυρωδιές ζωής. Τις σκόρπαγε στα στενά της πόλης και συνέχιζε τον δρόμο του. Η πόλη ντυμένη στα μαύρα περίμενε. Το γκρίζο σεντόνι από σύννεφα που κάλυπτε τον ήλιο όλο και σκούραινε. Σύντομα θα είχε καλύψει όλη την πόλη βυθίζοντας την σε τρία μερόνυκτα σκότους. Η νύχτα της βεγγέρας ήταν κοντά. Η ώρα πλησίαζε.

Το μεγάλο σαλόνι του Αλέξη φωτιζόταν από τα κούτσουρα που έγλυφαν οι κοκκινοκίτρινες φλόγες στο τζάκι. Έπαιζαν, χορεύοντας σαν μικρά παιδιά γύρω από τα ξύλα, τυλίγοντας τα με την ζέστη τους πριν τα καταβροχθίσουν.

«Είναι η πρώτη σου φορά;» ρώτησε τον Αλέξη την στιγμή που έφερνε το τσάι. Οι κούπες κροτάλισαν στα πιατάκια τους, φάνηκε να ταλαντεύονται για λίγο, μα τελικά έμειναν στην θέση τους.

«Συγγνώμη, δεν σε ρώτησα αν θες ζάχαρη» απάντησε ο οικοδεσπότης και έκανε να στρίψει πίσω για την κουζίνα. Ο παπάς τον άρπαξε από τον αγκώνα. Τα μάτια του είχαν κάτι από το σκοτάδι που έπηζε σιγά σιγά γύρω από τα σπίτια της πόλης.

«Αλέξη, παιδί μου».

«Πάτερ…» ψέλλισε μονοκοπανιά ο άντρας «διόρθωσέ με, αλλά θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από την πρώτη μου φορά;»

«Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο. Είναι, βλέπεις, κάποιες στιγμές που ξεχνάω»

«Ακόμα να συνηθίσεις, ε;»

«Πάνε μόλις δυο χρόνια που μας άφησε ο παπα-Γιώργης και πήρα τη θέση του. Δεν είναι δα και τόσο παράξενο». Άφησε ένα τραχύ γέλιο μέσα από τη γενειάδα του και ήπιε μια φασαριόζικη ρουφηξιά από το τσάι. «Εσύ είσαι έτοιμος; Φαντάζομαι ότι θα έχεις άγχος φοβερό»

«Έχω, πάτερ. Έχω. Είναι τιμή μου μεγάλη όμως και το ξέρω»

«Έτσι είναι, παιδί μου. Ηρέμησε μόνο, να θυμάσαι ότι η τύχη είναι κάτι σαν τη δικαιοσύνη: τυφλή».

«Και κάτι σαν τον έρωτα, τότε;»

Ο παπάς εξαφάνισε τα δάχτυλά του στο μαύρο ποτάμι που κρεμόταν από το πηγούνι του και δεν απάντησε. Ο Αλέξης, όσο τον κοίταζε τόσο σκεφτόταν ότι έμοιαζε σαν ένα κομμάτι που είχε κάπως σκιστεί από τη νύχτα και είχε γαζωθεί μέσα στο ίδιο του το σπίτι.

«Ο έρωτας… Πάντα ήσουν ελαφρόμυαλος, παιδί μου. Έτρεχες από δω κι από κει, κυνηγώντας τον έρωτα. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, υπάρχει μόνον ο Θεός. Κι αυτός είναι κι αγάπη κι έρωτας και μίσος, όλα μαζί. Εκεί θα έπρεπε να στρέψεις το βλέμμα σου, Αλέξη, και όλα τα άλλα ακολουθούν».

«Ξέρεις ότι το βλέμμα μου πάντα κοιτάει προς τον ουρανό, πάτερ, αλλά υπάρχει και η γη, υπάρχει και η σάρκα. Κι αυτήν δεν πρέπει να την φροντίζουμε;»

Ο Αλέξης έκανε μια παύση για να κοιτάξει έξω από τα παράθυρο και ύστερα συνέχισε, προλαβαίνοντας τον παπά.

«Τι να περιμένω απόψε; Θα είναι άνθρωπος; Θα είναι σκυλί; Θα είναι κάτι απερίγραπτο; Τι πράγμα θα είναι;»

«Κανείς δεν ξέρει, στο είπα. Όπου να ΄ναι-»

Τον έκοψε το θρυψάλιασμα της πορσελάνης πάνω στο γδαρμένο σανίδι του πατώματος. Μια μικροσκοπική κλαγγή μετά το χοροπήδημα των πιάτων, ύστερα κι αυτά έπεσαν από το τραπεζάκι κι έγιναν κομμάτια. Το τσάι απλώθηκε στα ξύλα σαν κάτουρο ή σαν αίμα και η φλόγα του μοναδικού κεριού έπαιξε πέρα δώθε, ένα φλεγόμενο εκκρεμές. Ο Αλέξης έφτασε με μια δρασκελιά στο παράθυρο και έσιαξε την κουρτίνα προς τα δεξιά.

«Το σκοτάδι ήρθε. Οι δρόμοι άδειασαν» είπε και έκλεισε αμέσως το πατζούρι. Μερικά αλυχτίσματα ήρθαν απ’ έξω, που γρήγορα έσβησαν και έγιναν ένα με τη σιγή του αέρα που δεν φυσούσε. Μαντρώθηκαν και τα σκυλιά, τα άλογα χλιμίντρισαν ένα γύρο και έχωσαν τα καπούλια τους στους στάβλους που ζέχνανε. Οι δύο άντρες έμειναν να κοιτάζονται κοκκαλωμένοι για λίγο και θα στέκονταν έτσι ώρα πολλή, χωρίς να ανασαίνουν, αν η καμπάνα της εκκλησίας δεν ηχούσε, ένα ξερό νταν που έσκισε στη μέση το σκοτάδι.

Ο παπάς έτριψε τα γένια του, για μια ακόμη φορά. Διέσχισε το σαλόνι και μόλις έφτασε τον Αλέξη, του πρόσφερε την παλάμη του. Εκείνος φάνηκε να διστάζει, αλλά τελικά έσκυψε και την φίλησε με ευλάβεια. Η φιγούρα άρχισε να σχηματίζεται κάπου στο κέντρο του δωματίου, λίγο πιο πέρα από το χυμένο τσάι. Στην αρχή ένα θολό περίγραμμα που ζωγραφιζόταν κατευθείαν στον αέρα, έπειτα ένα ευδιάκριτο ανθρώπινο σώμα. Μόλις και οι δυο πια είδαν ξεκάθαρα πως ήταν μια γυναίκα, ο παπάς σούφρωσε τις φρυδάρες του και χαμογέλασε με ικανοποίηση.

«Ορίστε» είπε και έκανε μια χειρονομία με το χέρι του σα να έστελνε το παιδί του για να παίξει. «Ήρθε ο μουσαφίρης σου. Τώρα δεν με χρειάζεσαι πια. Μπορείς να βγεις έξω, στην πόλη που σου ανήκει».

 

***

 

 

Η πόλη ήταν μικρή, ένα μεγάλο χωριό πιο σωστά, και τώρα έμοιαζε λες και την είχαν χώσει σε ένα κουτί με μαύρα τοιχώματα. Θυμήθηκε κάτι μπάλες από γυαλί που έπαιζε μικρός με την μάνα. Τις κούναγε και ένα ψεύτικο χιόνι πασπάλιζε όλο το χωριό που βρισκόταν μέσα τους. Τώρα, το χιόνι ήταν φτιαγμένο από νύχτα.

Κοίταξε την γυναίκα απέναντί του. Φορούσε ένα γαλάζιο νυχτικό και είχε ένα στόμα που θα μπορούσε να ήταν βαμμένο από τα ζουμιά μιας παπαρούνας. Μαύρα μαλλιά, μια ωραία ώχρα για δέρμα και στήθη γεμάτα από ζωή.

«Δεν περίμενα να είσαι εσύ η βεγγέρα μου» είπε απελευθερώνοντας ένα χαμόγελο. «Δηλαδή, είχα στο μυαλό μου κάτι πιο απειλητικό, ξέρεις. Όχι κάτι τόσο…».

Εκείνη τίναξε τα μαλλιά της και τα έκανε για μια στιγμή αόρατα –μαύρο σε μαύρο φόντο. Το περπάτημά της ήταν αέρινο, σαν φαντάσματος, στιβαρό, σαν ζωντανής. Άρχισε να περπατά πιο γρήγορα και ο άντρας αναγκάστηκε να ανοίξει το βήμα του για να την προλάβει.

«Ξέρεις πού πάμε; Δεν έχω ιδέα τι γίνεται αυτές τις τρεις μέρες. Αυτές τις τρεις νύχτες, τα μερόνυκτα, τέλος πάντων».

Η γυναίκα συνέχισε, ηγετικά, να προχωρεί. Πέρασαν από την πλατεία. Τίποτα δεν θύμιζε τις μέρες όλου του υπόλοιπου χρόνου, με τα παιδιά να παίζουν φωνακλάδικα εδώ κι εκεί με τη μπάλα –«πάσα! δώσε μου, ρε!», τους παππούδες να καπνίζουν το τσιμπούκι και να αναπολούν τα νιάτα τους, τα ανήλικα ζευγάρια πίσω από την εκκλησία και τα αδούλευτα χέρια των αγοριών κάτω από τις κοριτσίστικες φούστες. Οι γυναίκες ψήνουν την πίτα και την αφήνουν στο παράθυρο για να κρυώσει, κι αν περάσει κάνα πιτσιρίκι που πεινάει από το διάβασμα ή τον πίκρανε η καλή του, κόβουν ένα κομμάτι και του το δίνουν σε χαρτοπετσέτα. Φασαρία χαράς να βγαίνει όλη μέρα από τα σπίτια και να ξεχύνεται στους δρόμους και στην πλατεία. Τώρα, όμως, ψυχή. Μερικά ξερόφυλλα είχαν απομείνει που δεν είχε προφτάσει να μαζέψει ο καθαριστής και το φως έπεφτε μονάχα σε μπαλώματα πάνω στα πλακάκια, αποκαλύπτοντας κάνα δυο μισοφαγωμένα, εδώ κι εκεί, ψάρια που κάποιο γατί θα είχε αφήσει στη μέση για να χωθεί στο λαγούμι του κι αυτό, τρομαγμένο. Μια μεγάλη στοίβα από πέτρες, απομεινάρια των μπάζων για το σήκωμα της καινούργιας εκκλησίας, ορθωνόταν μέσα στο σκοτάδι και στην θέα της ο Αλέξης ανατρίχιασε, γιατί νόμιζε πως κάποιος συγχωριανός είχε παραβιάσει τους κανόνες και δεν είχε ταμπουρωθεί στο σπίτι του. Ίδρωνε για να μπορεί να περπατάει στο πλάι της.

«Το χειρότερο σε αυτήν την ιστορία είναι ότι δεν μυρίζει ο αέρας» άρχισε να λέει και κλώτσησε μια πέτρα που είχε κυλίσει από τον σωρό. «Έχει μπει η άνοιξη και θα έπρεπε να μοσχοβολάει γιασεμί κι αγιόκλημα. Κανονικά αυτές τις μέρες κάθομαι στην αυλή με το βιβλίο μου και με ανοιχτό στο στόμα ρουφάω όσο μπορώ από τα αρώματα που κουβαλάει από το βουνό. Φέρνει και φρούτα καμιά φορά. Αλλά τώρα» έδειξε με το πηγούνι του «τώρα μόνο σιωπή. Μια πόλη, ένα χωριό, με ανθρώπους κλεισμένους μέσα στα σπίτια τους, τον παπά στο δικό μου, τα σκυλιά να γλείφονται αθόρυβα στα κλουβιά τους και τα άλογα να ντρέπονται να χρεμετίσουν στις φοράδες που είναι στον στάβλο του γείτονα. Και όλα αυτά επειδή ήρθες εσύ; Δεν μπορώ να καταλάβω».

Καθώς άφηναν τα σπίτια πίσω τους και πλησίαζαν το βουνό, κάποιος παρατηρητής από ψηλά δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος από τους δύο ήταν το στοιχειό. Ακόμα περισσότερο, δεν θα μπορούσε να πει πώς εκείνα τα δύο πλάσματα είχαν ξεφύγει από τους υψωμένους τοίχους που φυλάκιζαν όλους τους άλλους. Δεν άκουγες το παραμικρό στην πόλη, λες κι ο αέρας άνοιγε στα δύο καθώς περνούσε από εκεί και δεν επέτρεπε να ηχήσει ούτε το στρίγκλισμα ενός πουλιού που πέθαινε. Μα, ούτε πουλιά υπήρχαν ούτε ζώα, οι σακούλες μονάχα πεταμένες στους δρόμους να μένουν ακίνητες και τα πατζούρια σφαλιστά σαν φέρετρα, όλα ριγμένα σε έναν μαύρο καμβά που μόλις είχε αρχίσει να χρωματίζεται, για να ξεπλυθεί ξανά τρεις μέρες μετά. Ο Αλέξης αναρωτήθηκε μέσα του αν και η ίδια του η φωνή ακουγόταν ή άδικα ανοιγόκλεινε το στόμα του.

Κάποια στιγμή βρέθηκαν στα ριζά του βουνού. Τίναξε ακόμα μια φορά τα μαλλιά της και ο άντρας παρακολούθησε κάθε μικροδευτερόλεπτο που διήρκησε αυτή η κίνηση. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει, του έγνεψε να την ακολουθήσει μα εκείνος πάγωσε τα βήματά του. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, απαγορευόταν στον καθένα να ανέβει στο βουνό. Έτσι είχε αποφασιστεί και κανείς δεν είχε ρωτήσει το γιατί. Γρήγορα, όμως, σκέφτηκε ότι για τα τρία αυτά μερόνυχτα αυτός ήταν ο μόνος άρχοντας του τόπου και μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε.

Άρχισαν να ανεβαίνουν το μονοπατάκι που οδηγούσε στην κορυφή. Όταν έφτασαν, του έδειξε με το δάχτυλό της ένα ίσιο λιθάρι, σαν ένας πρωτόγονος θρόνος που ήταν, και κάθισαν μαζί πάνω του, ατενίζοντας την πόλη. Ο Αλέξης έφερε ασυναίσθητα το χέρι στο στόμα του και γύρισε αργά αργά κατά το μέρος της γυναίκας, με μια ανάσα που είχε κολλήσει σαν γλίτσα στην άκρη των πνευμόνων του.

«Ποια είσαι;» την ρώτησε και προσπάθησε να κρατάει μακριά τα μάτια του από το νεκροταφείο που απλωνόταν κάτω στα πόδια τους.

 

 

***

 

 

Ο Αλέξης πήγε να πει κάτι, αλλά η γυναίκα έφερε το δάχτυλό της πάνω στα χείλη του, μέχρι αυτό να εξαφανιστεί σχεδόν όλο μέσα τους. Ξανακοίταξε κάτω, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε γελαστεί. Το μαρτιάτικο φεγγάρι, το μόνο απομεινάρι φωτός πια στον ουρανό, χρύσιζε τα σύννεφα που είχαν χαμηλώσει σαν ομίχλη ανάμεσα στα μνήματα. Κι έτσι όπως ο Αλέξης παρατηρούσε το θλιβερό αυτό τοπίο από ξασπρισμένα κόκκαλα, αραδιασμένα στην τύχη σε μια έρημο από χλόη, σκέφτηκε φευγαλέα για πρώτη φορά στη ζωή του ότι κάτι ήξεραν εκείνοι που έδωσαν στον μήνα αυτόν το όνομα του θεού του πολέμου.

Σηκώθηκε όρθιος για να ξεφύγει από το θέαμα. Τότε μόνο παρατήρησε ότι εκεί γύρω ήταν φυτρωμένη μια αμυγδαλιά. Όταν πήγε κοντά στο δέντρο, μύρισε την γλυκόπικρη ευωδία που έβγαζαν τα μπουμπούκια, έκοψε κάνα δυο και τα έχωσε στα ρουθούνια του.

« Άνοιξη… Ευλογία από το Θεό μια τέτοια μυρωδιά» σκέφτηκε και ετοιμαζόταν να κομπάσει για το προνόμιο που έλειπε από τους ανθρώπους κάτω στην πόλη, αλλά γρήγορα θυμήθηκε ότι οι νεκροί δεν ξέρουν από λουλούδια κι άλλες γήινες ασημαντότητες. Αντί γι’ αυτό, πήρε μια χούφτα αμυγδαλόφυλλα και τα έριξε μέσα στο στήθος της γυναίκας. Ο Αλέξης γέλασε, καθώς τα έβλεπε να περνάνε μέσα από το κορμί της και να προσγειώνονται σαν ροδαλά πούπουλα πάνω στο χώμα. Κάθισε ξανά δίπλα της στην πέτρα, τόσο κοντά που θα μπορούσαν να σκουντήξουν τους ώμους τους. Ευχήθηκε να μπορούσε να της πιάσει το χέρι, γιατί όσο την παρατηρούσε τόσο του φαινόταν ότι το πρόσωπό της μαλάκωνε και μέλωνε, κάνοντάς την μια ακαταμάχητη καλλονή που δεν είχε υπάρξει ποτέ ανάμεσα στις γυναίκες που είχε γνωρίσει. Όπως και να είχε, έσυρε τα μεριά του πιο κοντά της και έκανε ότι περνούσε το χέρι του γύρω από το λαιμό της. Εκείνη, με τις παλάμες της ριγμένες ανέμελα πάνω στα γόνατά της, κοιτούσε τα μνήματα ανάμεσα στα σύννεφα που είχαν κατέβει χαμηλά κι είχαν γίνει ομίχλη. Εκείνος, χάζευε πότε τις τούφες των μαλλιών της και τα αδειανά της μάτια, πότε την αμυγδαλιά που μοσχοβόλαγε ξοπίσω τους.

Κάποτε σηκώθηκε και την κάλεσε να τον ακολουθήσει.

«Έλα» της είπε «είναι τόσο όμορφα εδώ πάνω, είναι κρίμα να κάθεσαι και να παρατηρείς αυτό το μαυσωλείο. Άσ’ τους στην ησυχία τους. Εμείς είμαστε εδώ, κάτω από το φεγγάρι και δίπλα στην αμυγδαλιά που μοσχομυρίζει. Ίσως για αυτό ο παπάς μας έχει πει ότι απαγορεύεται να ανεβαίνουμε εδώ πάνω. Δεν λέω, οι άνθρωποι στην πόλη, στο χωριό, είναι καλοί και αγαπιούνται. Κανείς δεν πεινάει στο χωριό, όλα ανήκουν σε όλους, η σοδειά είναι άφθονη κάθε χρόνο, δόξα τω θεώ, και οι αγελάδες παχιές παχιές. Το πρωί ακούω τις χαμογελαστές καλημέρες, μυρίζω τις φρέσκες τηγανίτες και το ξινόγαλα που πριν από λίγο έχει αρμέξει ο μικρός γιος της οικογένειας, και, να, ανοίγει η ψυχή μου. Το βράδυ μαζευόμαστε όλοι σε δέκα σπίτια όλα κι όλα και τρώμε και πίνουμε και λέμε αστεία και γελάμε. Αν τυχαίνει να ξέρει κανένας κιθάρα, την αρπάζει κι αρχίζει να την γρατσουνάει. Και τότε όλοι βγαίνουν από τα σπίτια τους και μαζεύονται σε κείνο που είναι η κιθάρα και στήνουν έναν χορό άλλο πράμα, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι. Αλλά, να, εδώ πάνω…», ο Αλέξης ακούμπησε τα δάχτυλά του στην φλούδα της αμυγδαλιάς και κοίταξε το φεγγάρι στον μαύρο ουρανό, μέσα από τα κλαδιά, «…εδώ πάνω είναι διαφορετικά. Υπάρχει κάτι άλλο, κάτι παραπάνω που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Ίσως ευθύνεσαι κι εσύ, δεν λέω, αλλά όπως και να έχει εδώ πάνω αισθάνομαι την υπέρβαση του εαυτού μου. Έλα, έλα να χορέψουμε».

Άρχισε να γυροφέρνει πέρα δώθε με τα χέρια του σα να αγκάλιαζαν μια αόρατη παρτενέρ. Χόρευε και το φεγγάρι τον φώτιζε για να έχει την προσοχή της πλάσης, χόρευε ακούραστος και χαμογελαστός, μέχρι που τα βήματά του τον έφεραν, χωρίς να το καταλάβει, δίπλα της. Δεν είχε πάρει στιγμή τα μάτια της από το νεκροταφείο. Ο Αλέξης κάθισε δίπλα της και γύρισε κατά το μέρος της.

«Εγώ θα σου μιλήσω κι ας μην ακούς» άρχισε να λέει. «Νομίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω την αιτία της επίσκεψής σου. Στην αρχή είχα απορήσει που το στοίχειωμά μου ήταν κάτι τόσο αγνό και όμορφο, περίμενα, βλέπεις, κανένα θεριό ή κανέναν εχθρό μου που είχε πεθάνει. Ο παπάς μου είχε πει να είμαι έτοιμος για τον χειρότερο εφιάλτη μου, γιατί αυτός είναι που επισκέπτεται κάθε χρόνο, κάθε χρόνο που συμβαίνει αυτή η ιστορία, τον έναν ή τον άλλον που διαλέγεται, ο χειρότερος εφιάλτης είναι που έρχεται και σου κάνει παρέα για τρία ολόκληρα μερόνυχτα. Όμως τώρα, που σε βλέπω να κοιτάς με αυτά τα άψυχα κι ανέκφραστα μάτια τους τάφους που είχα για σπίτια, και δεν γυρνάς να μου ρίξεις ούτε ένα βλέμμα λύπησης και καταφρόνιας, τώρα ξέρω ότι είχε δίκιο. Γιατί είσαι όλοι οι έρωτες που πόθησα από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκα, και πια ξέρω ότι ποτέ δεν θα γίνεις δική μου. Ποτέ δεν θα γίνετε δικοί μου. Ποτέ -».

Η μανιώδης ριπή του ανέμου τον σώριασε κάτω, αλλά εκείνη την άφησε, φυσικά, ανεπηρέαστη. Ούτε καν τα μαλλιά της δεν ανακατεύονταν από τον αέρα που έπιασε να φυσάει λυσσασμένα, μόνο τα κλαδιά της αμυγδαλιάς φούσκωσαν και λικνίζονταν πέρα δώθε σαν να μοιρολογούσαν, αφήνοντας κάμποσα από τα ανθάκια τους να πέσουν χάμω στη χλόη, ανάμεσα στα κόκκινα λουλούδια. Ο Αλέξης γραπώθηκε από το λιθάρι και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του. Όταν τα κατάφερε, μπόρεσε να καταλάβει ένα ελαφρύ μουρμουρητό που έφερνε ο άνεμος, ανακατεμένο με μυρωδιές από έναν άλλον τόπο, μυρωδιές που δεν είχε συνηθίσει αλλά μάντευε πως έρχονταν από μέρη όπου η ζωή είχε πράγματι υπάρξει. Χάζεψε τον άνεμο να περνάει μέσα από το σώμα της γυναίκας, ύστερα τον άνεμο να χορεύει τα πέταλα της αμυγδαλιάς τριγύρω της, και τότε το μουρμουρητό πήρε σχήμα, σαρκώθηκε σε έναν πένθιμο σκοπό που ξεκίνησε από σφύριγμα και έφτασε να γίνει τραγούδι.

Οι στίχοι κόβονταν και χάνονταν, αλλά μερικά πράγματα μπορούσε να τα πιάσει ο Αλέξης. Άκουσε κάτι για ένα σμάρι ανθρώπους που απλώς θέλαν να στήσουν την κοινωνία τους. Άκουσε κάτι για ένα βουνό που δέσποζε παραδίπλα και πάνω του είχε τη ζωή, έναν άνεμο δροσερό και φρέσκο και που τα χνώτα των ανθρώπων τον βρόμιζαν και τον μόλυναν, άκουσε κάτι για μια συμφωνία ανάμεσα στον άνεμο και τους ανθρώπους, για να τους αφήσει αυτός να τον ανασαίνουν, άκουσε κι άλλα πολλά που ρουφήχτηκαν από το θρήνο του μπουρινιού και που ο Αλέξης ευχαρίστησε το Θεό που δεν τα κατάλαβε.

Όταν ήρθε πάλι η ηρεμία, είχε βρεθεί στα γόνατά του, χωρίς να το έχει πάρει χαμπάρι. Ξαφνικά, η γυναίκα πετάχτηκε από την θέση της και άρχισε να κατεβαίνει το μονοπατάκι, θα έλεγες με δρασκελιές και χοροπηδητά, σαν να βιαζόταν. Και πράγματι, σκέφτηκε ο Αλέξης, το σκοτάδι έπιασε να αραιώνει και τα σύννεφα αποσύρονταν στο μέρος που θα σχηματίζονταν από κάποιο αόρατο χέρι.

«Πέρασαν κιόλας τρία μερόνυχτα» συλλογίστηκε κι ακολούθησε την γυναίκα.

Οι τάφοι κάτω είχαν ξαναγίνει σπίτια, η ομίχλη είχε εξαφανιστεί, το νεκροταφείο ήταν και πάλι μια πόλη ανθρώπινη. Την βρήκε στην πλατεία, να κάθεται σε ένα παγκάκι. Τον περίμενε, ήταν σίγουρος, και μόλις την πλησίασε, εκείνη του έκανε νόημα να σταματήσει και του έδειξε το κέντρο της πλατείας. Ο Αλέξης δεν μπορούσε να μην υπακούσει και κοντοστάθηκε εκεί ακριβώς. Έκανε πάλι ησυχία στην πόλη, σιγή απόλυτη, κι έτσι ακούστηκε ξεκάθαρα το πρώτο πόμολο να γυρνάει και το τρίξιμο του μεντεσέ της πρώτης πόρτας που άνοιγε. Ο Αλέξης γύρισε κατά το μέρος που ήρθε ο ήχος και είδε τον παπά να βγαίνει από το σπίτι του. Αμέσως ακολούθησαν και τα άλλα σπίτια. Όλες οι πόρτες άνοιξαν, μία προς μία, και από τα σπίτια ξεχύθηκαν οι άνθρωποι του χωριού και άρχισαν να μαζεύονται με μικρά βήματα στην πλατεία. Δεν έλειπε κανείς από αυτήν την γιορτή, ο Αλέξης το ήξερε καλά. Έβλεπε τους φίλους που είχε όλα αυτά τα χρόνια να έρχονται κοντά του, αντρόγυνα που μαζί τους είχε πιει καφέ το πρωί κι είχε φάει μπομπότα από την πυροστιά τις νύχτες που έκανε κρύο, παιδιά να κρατάνε το χεράκι της μανούλας τους, με τα κοντά τους παντελόνια και τα μάτια κόκκινα, σα να είχαν μόλις ξυπνήσει από έναν βαθύ ύπνο. Πρόσεξε ιδιαίτερα ένα αγόρι με αφράτα μάγουλα και άσπρα μαλλιά, που είχε μια φέτα ψωμί με ζάχαρη στο άλλο του χέρι. Μερικοί ανάμεσα στο πλήθος γελούσαν κιόλας, τουλάχιστον οι άντρες πείραζαν τις γυναίκες τους με μια ανάλαφρη παιδικότητα, λες και τις φλέρταραν ξανά από την αρχή. Όταν πια είχαν συγκεντρωθεί όλοι στην πλατεία και είχαν σχηματίσει έναν κύκλο, με τον Αλέξη στο κέντρο του, ο άντρας προσπάθησε να διακρίνει πίσω από τον όχλο εκείνη, αλλά δεν μπορούσε γιατί την έκρυβαν τα κορμιά των ανθρώπων.

Την αρχή έκανε, όπως πάντα, ο παπάς. Έσκυψε και, χωρίς να το παιδέψει, έκλεισε σφιχτά μέσα στην χούφτα του την πιο μεγάλη πέτρα που ξεχώρισε από τον σωρό, ένα ακανόνιστο αγκωνάρι. Την πέταξε δυνατά, με μια άψογη τεχνική, η αλήθεια είναι, και πέτυχε τον Αλέξη λίγο πιο πάνω από το στήθος, κάπου στην αρχή του λαιμού. Αμέσως οι άλλοι τον ακολούθησαν. Η μάνα του ασπρομάλλικου αγοριού το έσπρωξε απαλά μπροστά και του έδειξε τη στοίβα, σαν αυτή να ήταν ένα καρότσι που έφτιαχνε μαλλί της γριάς. Το αγόρι πήρε μια μικρή πετρούλα και την πέταξε κατευθείαν πάνω στο κεφάλι του Αλέξη. Ύστερα, η μάνα του, ένας άντρας με θηλυπρεπή χαρακτηριστικά, μια γιαγιά τυφλή από το ένα μάτι που τις προάλλες είχε πάει στον Αλέξη μια κατσαρόλα με κοκκινιστό για το μεσημέρι, ο Μάρκος που το Σάββατο είχαν παίξει τάβλι στην αυλή του, κι άλλοι, κι άλλοι, όλοι μαζί, μέχρι που ο καθένας είχε ρίξει το λιθάρι του κι είχε κάνει το χρέος του. Όταν πια είχε σωριαστεί στα πλακάκια της πλατείας, νεκρός και γεμάτος αίματα, ένα χειροκρότημα ξέσπασε από το πλήθος, επευφημίες ακούστηκαν μέσα στη νύχτα, και ο παπάς βρέθηκε στο κέντρο, δίπλα στο πτώμα.

«Παιδιά μου» είπε, όπως ένας σκηνοθέτης στην υπόκλιση ενός θεατρικού έργου που μόλις τελείωσε, και τους έκανε με τα χέρια του να ησυχάσουν «παιδιά μου, πάει και για φέτος. Θα έχουμε πάλι μια πλούσια σοδειά. Την διαδικασία από εδώ και πέρα την ξέρετε, γράψτε τα ονόματά σας σε ένα χαρτί και ρίξτε το εκεί».

Έδειξε ένα κουτί που κρατούσε ένα μικρό παιδί από το πλήθος. Οι άνθρωποι έκαναν όπως τους είπε ο παπάς, στριμώχνονταν στη σειρά και αδημονούσαν να ρίξουν το όνομά τους στην σχισμή. Όταν τέλειωσαν, άδειασαν την πλατεία, μέσα σε γέλια και πειράγματα. Καθώς τα σύννεφα ξεθώριαζαν ολότελα στον ουρανό και χάραζε, μια σχεδόν διάφανη γυναίκα που είχε παρακολουθήσει με προσήλωσε όλη τη σκηνή, στάθηκε δίπλα στον νεκρό. Χαμήλωσε τα μάτια της και πριν διαλυθεί μαζί με το σκοτάδι, πρόλαβε να αφήσει ένα πλατύ, από τη μια άκρη στην άλλη, χαμόγελο.

Link to comment
Share on other sites

Ψήφισα κι εγώ, και η ψήφος μου πήγε στην Sonya. Και οι δύο ιστορίες αφήνουν πίσω κάποιες απορίες, οι πιο έντονες όμως είναι του διηγήματος του Stanley.

 

Καταργεί το ένα κομμάτι διαλόγου της εισαγωγής, χωρίς να πείθει καθόλου:

«Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο. Είναι, βλέπεις, κάποιες στιγμές που ξεχνάω»

«Ακόμα να συνηθίσεις, ε;»

«Πάνε μόλις δυο χρόνια που μας άφησε ο παπα-Γιώργης και πήρα τη θέση του. Δεν είναι δα και τόσο παράξενο».

Είναι και παραείναι παράξενο. Δεν ήρθε δα και από τα ξένα. Ντόπιος είναι. Λέτε κάποιος outsider να αποδεχόταν έτσι εύκολα ένα τόσο εξωφρενικό έθιμο; Όλοι, ακόμα και το θύμα, ξέρουν τι έρχεται. Άλλη απόδειξη ότι ο παπάς είναι ντόπιος:

«Ο έρωτας… Πάντα ήσουν ελαφρόμυαλος, παιδί μου. Έτρεχες από δω κι από κει, κυνηγώντας τον έρωτα.»

 

Δεν κατάλαβα τελείως γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι μόλυναν τον αέρα με τις ανάσες τους. Μόνο οι συγκεκρημένοι άνθρωποι, ή αυτό θα συνέβαινε με όποιους και αν αποφάσιζαν να κατοικίσουν εκεί. Και τι συμφωνία ήταν αυτή; Ήταν αθάνατοι τώρα ή ζωντανοί νεκροί; Γιατί ο "συμβολισμός" με τους τάφους;

 

Και παρά την πανέμορφη γραφή και περιγραφή, ειλικρινά δεν κατάλαβα την αναγκαιότητα της επίσκεψης με το ταξιδάκι πάνω στο βουνό και πίσω. Δεν ένιωσα έστω να γίνεται στον ήρωα μια αποκάλυψη ή μια κατανόηση για το τέλος που τον περιμένει. Το ανεβοκατέβασμα έγινε για να μάθουμε οι αναγνώστες από το μπλα-μπλα τι περίπου παίζεται, αλλά ούτε και αυτό. Ο λιθοβολισμός ήταν δυνατή ως σκηνή, αλλά ήταν μια από μηχανής ανατροπή.

 

Εκτός από λίγη βελτίωση στα "γιατί" της ιστορίας της Sonya, και το πολύ "καθόμαστε στην καφετέρια και τα λέμε" διάλογο ανάμεσα σε οντότητα και θύμα, δεν με ενόχλησε κάτι άλλο στο δεύτερο διήγημα.

Link to comment
Share on other sites

Μάλλον ήρθε η ώρα να ψηφίσω κι εγώ... Μέχρι τώρα, που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχω αποφασίσει ακόμα ποια από τις δύο θα επιλέξω, βέβαια...

 

Για κάποιο λόγο (ίσως επειδή τα διάβασα κοντά το ένα στο άλλο) δεν μπορώ να διαχωρίσω τις ιστορίες στο μυαλό μου -μου φαίνονται σχεδόν ίδιες μεταξύ τους: η αναφορά στη θρησκεία, το θύμα που θυσιάζεται για το καλό του χωριού, η βεγγέρα που έχει τη μορφή γυναίκας, η μάζωξη όλου του χωριού στο τέλος...

 

Σίγουρα υπάρχουν και κάποιες διαφορές, βέβαια: το πού διαδραματίζεται η κάθε ιστορία, σε ποια από τα στοιχεία της εισαγωγής έχει δώσει βάρος ο κάθε συγγραφέας.

 

Τα θετικά:

  • Ένας γέρος Θεός: Μου άρεσε πολύ η συνειδητοποίηση του ήρωα, η ταξιδιάρικη αίσθηση που είχα όταν ανέβαιναν στο βουνό, το σφίξιμο που μου προκάλεσε η θέα του χωριού ως νεκροταφείο, η αίσθηση του αέρα που μου χαΐδεψε κι εμένα φευγαλέα τα μαλλιά, η σύνδεση του Άρη (Mars) με τον Μάρτη...
  • Φωτεινή: Μου άρεσε πολύ η ζεστή ατμόσφαιρα που δημιουργεί η ύπαρξη της φωτιάς, το ότι κύλησε πολύ γρήγορα, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων και κυρίως του Μάρκου.

Τα αρνητικά: Για τα αρνητικά, θα αναφερθώ και στους δύο ταυτόχρονα, καθώς οι απορίες ήταν πάνω κάτω και στα δύο οι ίδιες. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δε μου κόλλησε καλά η ερώτηση "Είναι η πρώτη σου φορά;" Κι αυτό γιατί, δεδομένου του τέλους, δεν υπήρχε περίπτωση να έχει υπάρξει και προηγούμενη φορά -ο ήρωας θα είχε ήδη γίνει θυσία...

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους (μια και κατάφερα επιτέλους να βάλω το μυαλό μου σε τάξη) ψηφίζω τον "γεράκο". Δύσκολη η επιλογή, καθώς και τα δύο διηγήματα ήταν (για μένα) αρκετά κοντά.

 

(Υ.Γ.: Πολύ χαίρομαι που πρόλαβε η επιστημονική φαντασία να καπαρώσει ως θέμα το σεξ, γιατί αν είχα διαβάσει 21 ιστορίες περιεχομένου "Φωτεινής" (aka τρόμου), θα το είχα σιχαθεί! :tongue: )

 

Link to comment
Share on other sites

15 ψήφοι ως τώρα, όμως ούτε καν οι μισοί δεν έχουν σχολιάσει.mf_sherlock.gif

Υπενθυμίζω στα νεότερα μέλη που ενδέχεται να μην το γνωρίζουν, οτι ο σχολιασμός είναι αυτός που διασφαλίζει και το αδιάβλητο της ψηφοφορίας. Γράψτε δύο λόγια για τον λόγο που σας αρεσε η ιστορία που ψηφίσατε. Δεν χρειάζεται λεπτομερή ανάλυση αν δεν το επιθυμείτε, δυο τρεις σειρές αρκουν.

 

Αυριο το βράδυ λήγει η ψηφοφορία η οποία έχει εξελιχθει πλέον σε θρίλερ.

Ποιος θα είναι ο νικητης του 56ου Write off;

Stay tuned, ες αύριον τα σπουδαία!

Edited by Drake Ramore
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..