Jump to content

Εσχάτη τιμωρία


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος

Είδος: ΕΦ

Αριθμός Λέξεων: 3.880

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Για το Πλοτς! #3

Αρχείο: Εσχάτη τιμωρία.pdf

 

Εσχάτη τιμωρία

 

Η τελευταία μου επιθυμία ήταν να δω τον Τζον. Δεν τον ήξερα προσωπικά, δεν είχα μιλήσει ποτέ μαζί του και πραγματικά είχε κάνει και σε μένα τον ίδιο εντύπωση που ζήτησα κάτι τέτοιο, χωρίς να είμαι καν βέβαιος ότι κι εκείνος θα δεχόταν. Αλλά δέχτηκε.

 

Τον είχα δει στο δικαστήριο να κάθεται στις μπροστινές σειρές, όταν διαβάστηκε η ποινή μου. Με είχε κοιτάξει με ένα βλέμμα που ξεχείλιζε από μίσος. Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο και είχε κουνήσει αρνητικά το κεφάλι, λες και η καταδίκη μου σε θάνατο δεν του ήταν αρκετή. Τότε σκέφτηκα πως αν του μιλούσα και του εξηγούσα, ίσως να με καταλάβαινε.

 

Καθόμουν περιμένοντας μέσα σε ένα μικρό, λευκό δωμάτιο, απ’ αυτά που δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, αλλά σου δίνουν την αίσθηση πως παρακολουθούνται από παντού. Μπροστά μου βρισκόταν ένα μεταλλικό τραπέζι που είχε τα πόδια του βιδωμένα στο δάπεδο. Στο πάνω μέρος του υπήρχε στερεωμένος ένας κρίκος και μέσα του ήταν περασμένη η αλυσίδα των χειροπεδών μου.

 

Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε ένας αστυνομικός ακολουθούμενος από τον Τζον. Του έδειξε την καρέκλα απέναντί μου και βγήκε απ’ το δωμάτιο, αφήνοντάς μας μόνους.

 

Ο Τζον τράβηξε την καρέκλα, στήριξε τα χέρια του στην πλάτης της, αλλά δεν έκατσε. Τα μάτια του κοιτούσαν ολόγυρα, αρνούμενα να συναντήσουν τα δικά μου, σαν να μην ήξερε για ποιο λόγο είχε έρθει εδώ. Ένας από τους δυο μας έπρεπε να πει κάτι.

 

«Ήταν κακιά γυναίκα, Τζον. Πρέπει…», άρχισα να λέω όταν όρμησε πάνω από το τραπέζι και μ’ άρπαξε απ’ την μπλούζα. Οι γροθιές του σφυροκοπούσαν βίαια το πρόσωπό μου. Ένιωσα τη μύτη μου να σπάει, τα δόντια μου να ραγίζουν. Η μεταλλική γεύση του αίματός γέμισε το στόμα μου. Προσπάθησα να προστατευτώ, αλλά η αλυσίδα των χειροπεδών σκάλωνε στον κρίκο κι εμπόδιζε τα χέρια μου. Το κεφάλι μου γυρνούσε κι ο πόνος μ’ έκανε να νιώθω πως έχανα σιγά-σιγά τις αισθήσεις μου.

 

Ο Τζον απομακρύνθηκε από πάνω μου μουγκρίζοντας. Τότε αντιλήφθηκα τους δύο αστυνομικούς που τον είχαν αρπάξει από τις μασχάλες και τον τραβούσαν μακριά μου. Το πρόσωπο, τα ρούχα και τα χέρια του ήταν γεμάτα από το αίμα μου.

 

«Δεν ξέρεις, δεν ξέρεις τίποτα…», έφτυσε τις λέξεις.

 

Κούνησε απότομα τους ώμους για να ελευθερωθεί από τα χέρια των αστυνομικών κι αποχώρησε με μεγάλα βήματα από το δωμάτιο.

 

Οι πρώτες βοήθειες για τα τραύματα στο πρόσωπό μου μου δόθηκαν πάνω στο φορείο που με πήγαινε στο χώρο όπου θα γινόταν η εκτέλεσή μου. Ακόμη και στην κατάστασή μου βρήκα την όλη ειρωνεία διασκεδαστική.

 

Δεν υπήρχαν πολλά άτομα μέσα στην αίθουσα, μόνο ένας γιατρός και μία νοσοκόμα. Εκείνη τοποθετούσε στο χέρι μου μια βελόνα με ένα σωληνάκι που ξεκινούσε απ’ την άκρη της και συνδεόταν σε έναν ορό, ο οποίος υποτίθεται ότι θα χαλάρωνε τους μύες μου για να δεχτώ ευκολότερα το δηλητήριο που θα με σκότωνε. Ο γιατρός ετοίμαζε τη σύριγγα του θανάτου μου.

 

«Είναι έτοιμος, γιατρέ», είπε η νοσοκόμα.

 

Ήταν ό,τι πιο τρομακτικό είχα ακούσει. Μπορεί μέχρι τότε να μην είχα συνειδητοποιήσει ότι θα έπαυα να υπάρχω απ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά εκείνη η φράση τάραξε το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Θέλησα να παλέψω, να φωνάξω, να ικετεύσω, τελικά όμως, ο ορός έκανε καλά τη δουλειά του και είχε παραλύσει το σώμα μου.

 

Ο γιατρός πλησίασε, έχωσε τη βελόνα της σύριγγας μέσα στο σωληνάκι του ορού και χωρίς δεύτερη σκέψη έχυσε το φαρμάκι μέσα του.

 

Τότε άκουσα την πόρτα της αίθουσας να ανοίγει απότομα.

 

«Γιατρέ, κάτι παράξενο συνέβη. Μάλλον πρέπει να διακόψουμε», είπε μια λαχανιασμένη φωνή.

 

Ελπίδα.

 

«Είναι πλέον αργά»

 

Απογοήτευση.

 

Κι όλα άρχισαν να σβήνουν.

 

 

Ένα κατάλευκο φως θάμπωνε την όρασή μου.

 

Είμαι νεκρός.

 

Δεν είμαι νεκρός;

 

Το φως μειωνόταν σταδιακά κι η θολούρα στα μάτια μου έδινε τη θέση της σ’ ένα σκοτεινό περιβάλλον. Οι ψηφιακές ενδείξεις στο χειριστήριο του ηλεκτρονικού αντικλειδιού που κρατούσα στα γαντοφορεμένα χέρια μου φώτιζαν αμυδρά το χώρο μπροστά μου, ίσα-ίσα για να διευκολύνουν τις κινήσεις μου. Δεν πήρε πολύ χρόνο. Το κόκκινο λαμπάκι έσβησε, το πράσινο άναψε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Τράβηξα την κάρτα από τη σχισμή και έστριψα το πόμολο.

 

Το ξέρω αυτό. Το έχω ξαναζήσει.

 

Η συνειδητοποίηση τού πού βρισκόμουν και τι πήγαινα να κάνω γέμισε με τρόμο τις σκέψεις μου. Αλλά όσο έντονο κι αν ήταν αυτό που αισθανόμουν, οι κινήσεις του σώματός μου έμοιαζαν να μην επηρεάζονται από τη θέλησή μου. Απλά συνέχιζα να εκτελώ μηχανικά αυτό για το οποίο ήμουν εκεί.

 

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου αθόρυβα και προχώρησα μέσα στο αφώτιστο σαλόνι. Γνώριζα τη διαρρύθμιση του χώρου, γι’ αυτό και δεν μου ήταν δύσκολο να κινηθώ εκεί, ακόμη και μέσα στο σκοτάδι. Παρόλ’ αυτά το βλέμμα μου ήταν συνεχώς σε εγρήγορση για οποιαδήποτε αλλαγή ή εμπόδιο. Το βάρος του άγχους, του φόβου και της αμφιβολίας που είχα νιώσει την πρώτη φορά είχε τώρα διπλασιαστεί απ’ την πρότερη γνώση των όσων επρόκειτο να συμβούν.

 

Η πόρτα στο υπνοδωμάτιο της Κάρεν ήταν ανοιχτή. Εκείνη κοιμόταν στο μεγάλο κρεβάτι της, σκεπασμένη με ένα μεταξωτό σεντόνι. Την είχα παρακολουθήσει από τη στιγμή που έφυγε απ’ το διαμέρισμα μέχρι που επέστρεψε. Κι ύστερα περίμενα υπομονετικά για ώρες μέχρι να σβήσουν όλα τα φώτα. Και μετά περίμενα κι άλλο.

 

Οι διάφορες εικόνες που έπιασαν τα μάτια μου κατέκλεισαν τη μνήμη μου. Εικόνες που είχα ξαναδεί. Η κουρτίνα που κυμάτιζε μπροστά από το μισάνοιχτο παράθυρο. Ο εαυτός μου με το κατατρομαγμένο βλέμμα, ντυμένος στα μαύρα, άγνωστος ακόμη και σε μένα, μέσα στον καθρέφτη του απέναντι τοίχου. Το χέρι της Κάρεν να τραβά το σεντόνι προς τα πάνω, σαν να ένιωσε την απειλή που πλησίαζε.

 

Τα βήματά μου με είχαν φέρει δίπλα απ’ το κρεβάτι. Κοίταζα το όμορφο πρόσωπό της χωρίς ακόμα να μπορώ να πιστέψω τι διαβολικό πλάσμα έκρυβε πίσω του. Το μίσος και η οργή μου για κείνη αναδύθηκαν ξανά. Ό,τι είχα κάνει θα το έκανα και πάλι χωρίς να διστάσω καθόλου.

 

Άπλωσα το χέρι μου και κάλυψα το στόμα και τη μύτη της. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει τι γινόταν και να αρχίσει να χτυπιέται έντρομη και πανικόβλητη. Της έδωσα λίγο χρόνο για να αναγνωρίσει το πρόσωπό μου και να δει τη λεπίδα που κρατούσα υψωμένη από πάνω της.

 

Να κάτι που δεν περίμενες, βρόμα, είχα σκεφτεί τότε. Η ίδια σκέψη πέρασε κι αυτή τη φορά απ’ το μυαλό μου.

 

Κατέβασα με δύναμη το μαχαίρι πάνω στο λαιμό της. Όταν το τράβηξα ζεστό αίμα ανάβλυσε από την πληγή. Η αντίστασή της διακόπηκε σχεδόν αμέσως, αλλά εγώ συνέχισα με αστείρευτο μένος το έργο μου. Έμπηγα το μαχαίρι ξανά και ξανά μέσα στη μαλακή σάρκα του λαιμού της. Δεν το είχα φανταστεί πως θα ήταν τόσο εύκολο να σκίσεις ένα λαιμό και μέσα στις παρανοϊκές μου σκέψεις το είχα βρει αυτό ευχάριστο.

 

Σταμάτησα όταν δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο εκεί για να τρυπήσω. Βαθιές και καυτές ανάσες έκαιγαν το στήθος μου. Όλο μου το κορμί έτρεμε. Ένα μουγκρητό απέχθειας ξέφυγε από τα χείλη μου. Σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Σκούρες πιτσιλιές κάλυπταν το πρόσωπό μου. Είδα το μαχαίρι να γλιστράει από το χέρι μου και να προσγειώνεται πάνω στο κρεβάτι.

 

Με τα χέρια μου προσπάθησα να καθαρίσω τα σημάδια από το πρόσωπό μου, αλλά τα γάντια μου ήταν ήδη ποτισμένα με το αίμα της Κάρεν. Η νέα μου όψη ήταν φριχτή. Μια μάσκα τρόμου γεμάτη αίμα που έσταζε από παντού. Τότε άρχισα να ουρλιάζω.

 

Ένα κατάλευκο φως θάμπωσε την όρασή μου.

 

 

Η ζωή μου προτού συναντήσω την Κάρεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν τη ρουτίνα ενός ευκατάστατου οικογενειάρχη, φορτωμένη με την πίεση μιας απαιτητικής δουλειάς, που με ανάγκαζε να λείπω πολλές ώρες από το σπίτι και να ταξιδεύω συχνά για συνέδρια στα κατά τόπους παραρτήματα της εταιρίας. Αλλά δεν παραπονιόμουν. Αυτά που είχα μου πρόσφεραν ικανοποίηση και ήμουν πολύ ευτυχισμένος με όσα είχα καταφέρει για την καριέρα και την οικογένειά μου.

 

Η Βέτα ήταν μια εξαιρετική και ανεκτική σύζυγος, που δεν ενοχλούταν από τις ιδιοτροπίες της δουλειάς μου. Και με αγαπούσε. Το έβλεπα συνέχεια στο βλέμμα και στο χαμόγελο της, στον τρόπο που με άγγιζε. Φρόντιζε το σπίτι και την κόρη μας με περισσή ευχαρίστηση κι όταν ήμουν κι εγώ εκεί αναλάμβανε και τη δική μου φροντίδα. Κάτι που απολάμβανα με το παραπάνω. Η εννιάχρονη Ζόι ήταν μια πανέξυπνη, ξανθιά κουκλίτσα, που από την στιγμή που ήρθε στον κόσμο μάγεψε την καρδιά μου. Όσο υπέροχα κι αν ακούγονται όλα αυτά θα άλλαζαν προς το χειρότερο.

 

Εκείνη τη μέρα ήμουν στο μπαρ του Πρινς, του πολυτελέστερου ξενοδοχείου της πόλης, ως αντιπρόσωπος της εταιρίας σ’ ένα συνέδριο που αφορούσε τις εξελίξεις στο χώρο των επικοινωνιών. Αρκετές από τις αντίπαλες εταιρίες θα βρίσκονταν εκεί, με απώτερο σκοπό να εξαλείψουν η μία την άλλη στο όνομα του ευγενούς ανταγωνισμού. Λίγη ώρα πριν μαζευτούμε στην αίθουσα του συνεδρίου άραξα για ένα ελαφρύ ποτό, για να χαλαρώσω το σώμα και το μυαλό μου.

 

Θα ήταν αδύνατο να μην προσέξω την υπέροχη κοπέλα που έγερνε πάνω στον πάγκο του μπαρ, λίγο παραδίπλα. Μαύρα, ολόισια μαλλιά πλαισίωναν ένα πρόσωπο που τα σχεδόν ανύπαρκτα φτιασιδώματα αναδείκνυαν μια απαράμιλλη φυσική ομορφιά. Το στενό, κατακόκκινο φόρεμα από λεπτό ύφασμα που φορούσε, αγκάλιαζε σφιχτά τις απαλές καμπύλες του κορμιού της, κάνοντας εμφανή την απουσία κάθε είδους εσώρουχου. Τα χρόνια της ήταν σίγουρα κατά δεκαπέντε λιγότερα από τα δικά μου.

 

Όταν οι ματιές μας συναντήθηκαν ένιωσα σαν δεκαπεντάχρονος που τον τσάκωσαν να παίρνει μάτι τη μάνα του κολλητού του. Μου χαμογέλασε και με έκπληξη διαπίστωσα ότι το βλέμμα της συνέχιζε να είναι καρφωμένο στο δικό μου. Πλησίασε λικνίζοντας με χάρη το κορμί της. Μια παράξενη ταχυπαλμία μ’ εμπόδιζε να φανώ άνετος, αλλά και να πω την παραμικρή λέξη.

 

«Αυτό που πίνεις φαίνεται καλό», είπε χωρίς να κοιτάξει αλλού.

 

«Είναι ένα κοκτέιλ από…», άρχισα να λέω, αλλά εκείνη είχε ήδη σκύψει κι είχε πάρει το καλαμάκι του ποτού ανάμεσα στα χείλη της μ’ έναν αισθησιακό τρόπο.

 

Τα μάτια της συνέχιζαν να με κοιτάζουν, ενώ τα δικά μου είχαν πέσει μέσα στο μπούστο της, που είχε αποκαλυφθεί όσο γευόταν το ποτό μου. Κάτι που μου είχε λείψει φούντωσε μέσα μου. Τα χέρια μου ίδρωναν και τα σκούπιζα διακριτικά στο παντελόνι. Το πρόσωπό μου είχε σίγουρα κοκκινίσει. Κι εκείνη διασκέδαζε με την αμηχανία μου.

 

«Είμαι η Κάρεν», είπε.

 

«Είμαι ο Νταν»

 

«Χάρηκα για τη γνωριμία, Νταν». Τα ακροδάχτυλά της χάιδεψαν το μπράτσο μου.

 

Μιλήσαμε για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή αυτά που λέγαμε έπαψαν να έχουν σημασία για μένα κι αυτά που μετρούσαν ήταν όσα αισθανόμουν. Είχε όσο θράσος, αυταρέσκεια κι αλαζονεία έπρεπε, και ήξερε πώς να τα χρησιμοποιεί για να με κάνει να βυθίζομαι όλο και περισσότερο στην άγρια γοητεία της.

 

Είχε γύρει προς εμένα και ψιθύριζε αυτά που ήθελε να μου πει, με τα χείλη της να αγγίζουν δήθεν τυχαία το αφτί μου. Πίεζε τα στήθη της στον ώμο μου. Τα μαλλιά της έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό μου και μ’ έκαναν να θέλω να τα αρπάξω και να την τραβήξω πάνω μου. Ώσπου κάθε αντίστασή μου κατέρρευσε και δεν αργήσαμε να βρεθούμε στο δωμάτιό μου.

 

Δεν είσαι τέτοιο άτομο, Νταν, έλεγα στον εαυτό μου όσο αφαιρούσαμε τα ρούχα μας και χαρίζαμε χάδια και φιλιά ο ένας στο σώμα του άλλου. Αλλά ίσως και να σου αξίζει. Η απόλαυση επισκίαζε κάθε ντροπή κι ενοχή που ένιωθα.

 

Η Κάρεν ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ήμασταν μαζί στο κρεβάτι μόνο για μερικές στιγμές και ένιωθα πως γνώριζε όλα μυστικά που θα έφταναν την ηδονή μου στο έπακρο. Έλεγε ό,τι ήθελα να ακούσω. Έκανε όσα ήθελα να κάνει. Κάθε επιθυμία μου γινόταν παιχνιδάκι μέσα στα χέρια της.

 

Η επόμενη μέρα στη δουλειά, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έπρεπε να ήταν η χειρότερη και δυσκολότερη απ’ όλες τις προηγούμενες. Επί μισή ώρα ο έξω φρενών πρόεδρος της εταιρίας μού αράδιαζε κατάρες, βρισιές και απειλές, επειδή είχα χάσει το συνέδριο. Την πρόφαση της ασθένειας την θεώρησε κοροϊδία και με το δίκιο του. Δεν προσπάθησα να δικαιολογηθώ παραπάνω. Οι φωνές του μετά βίας άγγιζαν τα αφτιά μου. Οι σκέψεις μου ταξίδευαν στο χαρτάκι που ήταν χωμένο στην τσέπη μου. Ένα χαρτάκι μ’ έναν αριθμό γραμμένο πάνω του, κι ένα όνομα.

 

Μετά το πρώτο μας βράδυ, οι συναντήσεις μου με την Κάρεν γίνονταν όλο και πιο συχνές. Και κάθε φορά που την άφηνα η ανυπομονησία μου για την επόμενη συνάντηση μεγάλωνε ακόμα περισσότερο.

 

Τα ψεύτικα συνέδρια πλήθαιναν για να μπορώ να περάσω μερικά σαββατοκύριακα μαζί της, κάνοντας ταξίδια αναψυχής σε κοσμικούς προορισμούς. Μέναμε στα ακριβότερα ξενοδοχεία. Τρώγαμε στα καλύτερα εστιατόρια. Τις φορές που θέλαμε κι οι δυο κάτι γρήγορο βρισκόμασταν στο διαμέρισμά της. Κάποιες φορές, ενώ έλειπε η Βέτα, είχε έρθει και στο σπίτι μου. Κι όσο πιο απαγορευμένο και ριψοκίνδυνο ήταν αυτό που κάναμε, άλλο τόσο μεγάλωνε η ερωτική μου μανία για κείνη.

 

Από ένα σημείο και μετά μου έγινε εμμονή. Δεν με ένοιαζαν τα έξοδα, δεν με ένοιαζε ποιος θα μας έβλεπε και σε ποιον θα το έλεγε. Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι μαζί της. Γιατί η Κάρεν ήταν όλες οι φαντασιώσεις μου μαζί.

 

Η Βέτα είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, φυσικά. Δεν ήταν χαζή. Αλλά ποτέ δεν έκανε κάποια άμεση νύξη. Προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή μου, να με κάνει να ξεκόψω από αυτό που με είχε απορροφήσει, να μου δείξει ποιο είναι το σωστό. Αλλά δεν μπορούσα πλέον να ξεφύγω. Μίσησα τον εαυτό μου, επειδή δεν μου άξιζε η κατανόηση που έδειχνε. Η συμπεριφορά μου, όμως, παρέμεινε η ίδια.

 

Το οριστικό τέλος ήρθε ένα βράδυ που είχαμε βγει οικογενειακώς για δείπνο. Δεν ήμουν καθόλου συγκεντρωμένος στο τραπέζι. Δεν ακούμπησα το φαγητό μου. Οι προσπάθειες της Βέτα να μου αποσπάσει μερικές κουβέντες έπεσαν στο κενό. Τις σκέψεις μου μονοπωλούσε η Κάρεν. Είχαμε κανονίσει να βρεθούμε μετά το δείπνο και το μόνο που περίμενα ήταν να τελειώσουν η Ζόι και η Βέτα το γεύμα τους.

 

Δεν είμαι σίγουρος τι ένιωσα όταν είδα την Κάρεν να προχωράει ανάμεσα στα τραπέζια και να έρχεται προς το μέρος μας. Πανικό, ίσως. Ανακούφιση, μπορεί. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν πως βρισκόταν εκεί. Ήρθε δίπλα μου, έσκυψε και με φίλησε στα χείλια.

 

Εκείνο το δακρυσμένο βλέμμα της Βέτα ήταν ό,τι πιο λυπηρό είχα αντικρύσει ποτέ μου. Γνώριζε, αλλά ποτέ δεν πίστευε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπη μ’ εκείνη και μάλιστα μ’ αυτόν τον τρόπο.

 

Η Ζόι κοιτούσε τη μαμά της στα μάτια και τραβούσε το μανίκι της.

 

«Μαμά, ποια είναι αυτή η κυρία;», ρωτούσε με το αθώο, παιδικό της ύφος.

 

Τα λόγια της Κάρεν έπεσαν σαν κεραυνός πάνω στο τραπέζι.

 

«Πότε επιτέλους θα αφήσεις αυτήν την τσούλα και το μπασταρδάκι της;»

 

Κι αυτό έκανα. Σηκώθηκα, πέταξα μερικά χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι, αρκετά για δύο γεύματα, την έπιασα από το χέρι και φύγαμε μαζί από το εστιατόριο. Χωρίς να ρίξω καμία ματιά προς τα πίσω. Χωρίς να μετανιώσω για κάτι.

 

Το επόμενο πρωί που επέστρεψα στο σπίτι η Βέτα, η Ζόι και τα πράγματά τους είχαν εξαφανιστεί. Μάλλον ήταν καλύτερα έτσι. Από τότε δεν τις ξαναείδα ποτέ. Για το διαζύγιο, την επιμέλεια της Ζόι, τη διατροφή και όλα τα σχετικά νομικά ζητήματα μιλούσα με τη δικηγόρο της Βέτα. Έδωσα ό,τι μου ζήτησε. Ήθελα να ξεμπερδεύω όσο γινόταν πιο γρήγορα για να αφιερωθώ με όλο μου τον εαυτό σ’ εκείνο το θεσπέσιο πλάσμα που το έλεγαν Κάρεν.

 

Εκείνη έδειχνε να απολαμβάνει τη διαδικασία. Μπορούσαμε να μένουμε μαζί τώρα, χωρίς να ανησυχούμε για τίποτα και για κανέναν. Της έκανα όλα τα χατίρια, έκανε όλα τα δικά μου. Κι εκείνη ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου. Οι ατέλειωτες ώρες που περνούσαμε μαζί. Οι κουβέντες μας όσο βρισκόμασταν αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι. Τα όνειρα που κάναμε για το μέλλον είχαμε μπροστά μας.

 

«Θέλεις να φύγουμε από εδώ; Να πάμε να ζήσουμε στην Ευρώπη;», μου είχε πει μια φορά και κατάλαβα ότι μέσα στον αστεϊσμό της το εννοούσε. Ναι, θα το έκανα κι αυτό αν το επιθυμούσε.

 

«Πού θέλεις να πάμε;»

 

«Στη Γαλλία»

 

Αρχίσαμε τα σχέδια. Κανείς από τους δυο μας δεν ήξερε πόσο ρεαλιστικά μπορούσαν να είναι, αλλά όπως και να είχε το ψάχναμε, επειδή μας άρεσε η ιδέα. Ώσπου λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε η μεγάλη πρόκληση. Είχα στείλει το βιογραφικό μου σε μερικές εταιρίες της Γαλλίας. Με την προϋπηρεσία και τις συστάσεις μου κυνηγούσα ένα καλό πόστο. Μου πρότειναν να αναλάβω τη θέση του διευθυντή παραγωγής σε μια σχετικά μικρή βιομηχανία ηλεκτρονικών ειδών στο Παρίσι, αλλά με έναν αρκετά καλό μισθό.

 

Από εκεί και μετά τα πράγματα σοβάρεψαν. Συζήτησα διεξοδικά με την Κάρεν όλες τις διαδικασίες και τα προβλήματα που μπορούσαν να προκύψουν και δυο βδομάδες αργότερα είχαμε υποθηκεύσει το σπίτι και είχαμε κλείσει τα αεροπορικά εισιτήρια. Το τελευταίο μεγάλο βήμα ήταν η δήλωση παραίτησης από τη δουλειά μου.

 

Δυο μέρες αργότερα η Κάρεν εξαφανίστηκε. Μαζί με ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων της υποθήκης και το εισιτήριό της για τη Γαλλία.

 

Μου τα είχε πάρει όλα και μετά με εγκατέλειψε. Σύζυγο, κόρη, σπίτι, δουλειά, λεφτά. Όλη μου η ζωή είχε φύγει μαζί της. Το μόνο που είχε απομείνει από μένα ήταν ένα ασήμαντο ανθρωπάριο που είχε πέσει θύμα μιας απάνθρωπης εκμετάλλευσης. Πόσο ηλίθιος ένιωθα. Πόσο ανάξιος και φτηνός.

 

Έψαξα να την βρω. Να απαιτήσω εξηγήσεις. Να εκδικηθώ. Αλλά το τηλέφωνό της είχε πάψει να λειτουργεί. Το διαμέρισμά της είχε νοικιαστεί σε κάποιον άλλον. Λες κι εκείνη δεν είχε υπάρξει ποτέ.

 

Την ημέρα που ήταν η πτήση μας για το Παρίσι πήγα στο αεροδρόμιο. Μπήκα στην αίθουσα αναμονής και περίμενα, αλλά δεν εμφανίστηκε. Σκεφτόμουν ότι είχε αλλάξει την ημερομηνία του εισιτηρίου, ότι ήταν ήδη εκεί κι εκμεταλλευόταν κάποιο άλλο άμυαλο θύμα.

 

Πολλές φορές είχα καθίσει στην άκρη μιας γέφυρας και σκεφτόμουν να πηδήξω. Τα λεωφορεία που περνούσαν από δίπλα μου στο δρόμο έμοιαζαν με μια ελπίδα σωτηρίας. Ήμουν ένα τίποτα που τριγυρνούσε από εδώ κι από κει, δίχως σκοπό και ζωή. Δίχως δύναμη και θέληση να ξεκινήσει κάτι καινούριο. Ώσπου αρκετό καιρό αργότερα, εντελώς τυχαία, την είδα.

 

Είχε κλέψει το εισιτήριο για να νομίσω ότι έφυγε. Αλλά ήταν πάντα εδώ.

 

Περπατούσε στο πεζοδρόμιο αγκαλιά με έναν άντρα που είχε σχεδόν τα τριπλάσια χρόνια της. Φορούσε ρούχα που έσταζαν λεφτά. Έτρεξα και τους πρόλαβα. Την έπιασα απ’ τον ώμο και την έστριψα βίαια προς το μέρος μου.

 

Όταν με είδε χαμογέλασε μ’ ένα αυθάδες, υπεροπτικό ύφος.

 

«Τι σημαίνουν όλ’ αυτά;», φώναξα.

 

«Δεν υπάρχεις πια, Νταν», είπε, πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του άντρα και συνέχισαν το δρόμο τους, γυρνώντας μου την πλάτη.

 

«Ποιος ήταν αυτός;», την ρώτησε ο άντρας, που αργότερα έμαθα πως λέγεται Τζον.

 

«Κανένας»

 

Κι εγώ έμεινα εκεί να τους κοιτάζω, ανήμπορος να αντιδράσω. Όλες εκείνες οι βίαιες σκέψεις έμειναν κλεισμένες μέσα στο μυαλό μου. Επειδή ήμουν κανένας. Την τελευταία στιγμή τούς ακολούθησα. Την ακολουθούσα όπου πήγαινε, ό,τι κι αν έκανε. Ήμουν η σκιά που δεν έβλεπε. Κι όταν έμαθα που έμενε, αγόρασα ένα παράνομο ηλεκτρονικό αντικλείδι. Όταν έλειπε από το διαμέρισμα έμπαινα μέσα κι απλά στεκόμουν εκεί, σχεδιάζοντας την εκδίκησή μου.

 

 

Όλο το παρελθόν μου μαζί με την Κάρεν πέρασε από τις σκέψεις μου τη λίγη ώρα που διήρκησε το φως.

 

Ακόμα ήμουν μπερδεμένος για το τι συνέβαινε. Έπρεπε να ήμουν νεκρός. Κι όμως, το μυαλό μου δούλευε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.

 

Όταν χάθηκε η θαμπάδα από το φως κατάλαβα ότι ήμουν μέσα σε ένα σκοτεινό χώρο. Κοιτούσα τις ψηφιακές ενδείξεις πάνω σε ηλεκτρονικό αντικλείδι. Ένα κόκκινο λαμπάκι έσβησε, ένα άλλο, πράσινο, άναψε.

 

Τι ήταν αυτό που συνέβαινε; Τα πάντα επαναλαμβάνονταν με απόλυτη ακρίβεια όπως και την προηγούμενη φορά. Όπως και την πρώτη φορά.

 

Διέσχισα με ευκολία το σαλόνι· κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέφτη· πλησίασα στο κρεβάτι όπου κοιμόταν η Κάρεν.

 

Ήθελα να με σταματήσω, να το εμποδίσω απ’ το να συμβεί ξανά, αλλά οι σκέψεις και η βούλησή μου δεν αρκούσαν.

 

Το χέρι μου κάλυψε το στόμα και τη μύτη της Κάρεν· εκείνη πάλεψε για λίγο· της πετσόκοψα το λαιμό· έβαψα το πρόσωπό μου με αίμα· ούρλιαξα.

 

Μια λευκή λάμψη έσβησε τα πάντα. Και μόλις χάθηκε όλα άρχισαν και πάλι από την αρχή.

 

Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει. Μπορεί να το ακούς παντού, αλλά ποτέ δεν πιστεύεις ότι θα συμβεί και σε σένα.

 

Ο εγκέφαλος μένει ζωντανός για περίπου μισή ώρα, αφού σταματήσει η καρδιά.

 

Τον τελευταίο καιρό πολλά εργαστήρια βροντοφώναζαν πως βρήκαν έναν τρόπο να διατηρήσουν τον εγκέφαλο ζωντανό για απεριόριστο χρονικό διάστημα, αρκεί να τον προλάβαιναν μέσα σε αυτήν τη μισή ώρα. Όλα είναι θέμα ηλεκτροχημείας, έλεγαν λες και αυτό εξηγούσε τα πάντα. Βύθιζαν τον εγκέφαλο σε ένα υγρό που είχε την ικανότητα να οξυγονώνει τα κύτταρά του, τοποθετούσαν ηλεκτρόδια σε κομβικά σημεία, και ιδού, ο εγκέφαλος ζούσε και βασίλευε.

 

Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό. Κάποιοι είχαν προχωρήσει παραπέρα. Μπορούσαν να απομονώ-σουν κάποιες από τις μνήμες που υπήρχαν αποθηκευμένες στον εγκέφαλο, έτσι ώστε ο θανών να ζει τις στιγμές που είχε απολαύσει όσο ήταν ζωντανός. Αυτές ήταν οι επιταγές της σύγχρονης επιστήμης. Να κάνουν τον εγκέφαλο φύλλο και φτερό.

 

Αυτός ήταν και ο λόγος που προσπάθησαν να διακόψουν την εκτέλεσή μου. Κάποιος είχε αγοράσει τον εγκέφαλό μου. Νομικά ήταν κάτι επιτρεπτό, αφού οι εκτελεσμένοι δεν θεωρούνται κτήμα κανενός. Σχεδόν πάντα, όμως, κατέληγαν στα νεκροτομεία πανεπιστημιακών νοσοκομείων, βορά στα νυστέρια των φοιτητών.

 

Προσπαθούσα να το χωνέψω. Ήμουν μια ζωντανή συνείδηση, προγραμματισμένη να ζει την πιο βίαιη ανάμνησή της για πάντα. Η εικόνα του εγκεφάλου μου συνδεμένου στην πρίζα, να επιπλέει σε ένα ζελατινώδες υγρό, αν και βγαλμένη από τους πιο φρικτούς εφιάλτες, ήταν αληθινή.

 

Αλλά γιατί εμένα; Και γιατί αυτή τη συγκεκριμένη μνήμη;

 

Θυμήθηκα τον Τζον. Τον τρόπο με τον οποίο είχε κουνήσει αρνητικά το κεφάλι του όταν άκουσε την ποινή μου. Αυτή ήταν, λοιπόν, η απάντηση;

 

Πώς σε κατάντησε εκείνη η σκύλα, Τζον;

 

Τι θα κατάφερνε, όμως, με το να με ανάγκαζε να ζω το φόνο ξανά και ξανά; Ήθελε να νιώθω το βάρος των ενοχών για όση ζωή μού είχε απομείνει μέσα στο βάζο; Θα έπρεπε να ξέρει ότι ο φόνος της Κάρεν ήταν κάτι που, κατά κάποιον τρόπο, είχα απολαύσει.

 

Όχι, δεν μπορεί να ήταν αυτός ο λόγος. Υπήρχε και κάτι άλλο εκεί. Κάτι που αγνοούσα. Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό.

 

Η λευκή λάμψη έσβησε και βρέθηκα για ξανά με το ηλεκτρονικό αντικλείδι στα χέρια.

 

Αυτή τη φορά προσπάθησα να μην είμαι συγκεντρωμένος σ’ αυτά που συνέβαιναν, αλλά να εξετάζω το χώρο με όσα μπορούσα να διακρίνω με την περιφερειακή μου όραση.

 

Οι σκιές μέσα στο σκοτεινό σαλόνι.

 

Ο κυματισμός της κουρτίνας στο υπνοδωμάτιο.

 

Ο χώρος κάτω από το κρεβάτι της Κάρεν.

 

Αυτά που βρίσκονταν πίσω από μένα μέσα στην αντανάκλαση του καθρέφτη.

 

Ο κυματισμός της κουρτίνας.

 

Κάτι υπήρχε εκεί. Όταν κατέβασα το μαχαίρι στο λαιμό της Κάρεν η κουρτίνα κουνήθηκε και είδα μια σκιά από πίσω. Κάποιος ήταν έξω από το παράθυρο.

 

Τζον, τι έκανες εκεί;

 

Περίμενα υπομονετικά ώσπου να επαναληφθεί η μνήμη και να φτάσουμε σ’ εκείνη τη στιγμή. Έβαλα να τα δυνατά μου για να εστιάσω όσο καλύτερα γινόταν στο σημείο που ήθελα.

 

Την στιγμή που το μαχαίρι κατέβαινε, ένα μικρό ρεύμα αέρα έκανε την κουρτίνα να κυματίσει. Κι ενώ τότε κοιτούσα το λαιμό της Κάρεν, τώρα η περιφερειακή μου όραση είχε εντοπίσει ένα άτομο έξω από το παράθυρο.

 

Θεέ μου.

 

Είχα κάνει λάθος.

 

Με κοιτούσε στα μάτια και χαμογελούσε σαρκαστικά, σαν είχε πετύχει αυτό που επιθυμούσε. Για μια στιγμή πίστεψα ότι ο χρόνος είχε παγώσει. Ότι το πρόσωπο της Βέτα θα έμενε εκεί και θα με κοιτούσε για πάντα, μ’ εκείνο το φρικτό χαμόγελο στα χείλη.

 

Πάνω στο στήθος της κρατούσε ένα πιστόλι. Βρισκόταν εκεί για τον ίδιο λόγο, αλλά την είχα προλάβει. Ήταν αδύνατο.

 

Αδύνατο.

 

Η Βέτα είχε πάρει την εκδίκησή της με τον πιο σκληρό τρόπο. Ήμουν νεκρός και το χαμόγελό της θα με στοίχειωνε για πάντα, θυμίζοντάς με πως θα μπορούσα να είμαι ζωντανός.

 

Μέσα στη μνήμη μου ούρλιαζα.

 

 

 

Χρυσούπολη, 27 Σεπτεμβρίου 2011

 

Link to comment
Share on other sites

Συμπαίκτη, μια που είμαστε εντελώς μόνοι μας, λέω να σου κάνω εγώ το πρώτο σχόλιο.

 

Δεν ήταν καλό (ουπς). Σου πήρε πάρα πολύ χώρο η ιστορία της Κάρεν, που πραγματικά απορούσα την ώρα που την διάβαζα. Και μετά από όλη αυτή την αναλυτική εξιστόρηση των γεγονότων που τον έφεραν στο δωμάτιό της εκείνη τη νύχτα, κλείνεις υπερβολικά γρήγορα (και άτσαλα μωρέ Άγγλε) το δράμα, δείχνοντας τον πρωταγωνιστή να καταλαβαίνει αμέσως τι γίνεται.

 

Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει. Μπορεί να το ακούς παντού, αλλά ποτέ δεν πιστεύεις ότι θα συμβεί και σε σένα.

Πολύ κακή φράση, πολύ κακή εξήγηση.

 

Επίσης,

 

Κάποιος είχε αγοράσει τον εγκέφαλό μου. Νομικά ήταν κάτι επιτρεπτό, αφού οι εκτελεσμένοι δεν θεωρούνται κτήμα κανενός.

 

τότε από ποιον τον αγόρασαν; (Δεν πουλάς κάτι που δεν σου ανήκει).

 

Δεν με έπεισε καθόλου η επιτυχής προσπάθειά του να "δει" λεπτομέρειες μέσα από μία ανάμνηση. Η ανάμνηση είναι ανάμνηση, πάει και τελείωσε, δεν είναι χώρος, όπου μπορείς κάθε φορά να προσέχεις και κάτι ακόμα. Ό,τι έχει γραφτεί στον εγκέφαλο έχει γραφτεί. Είναι τελείως αναληθοφανές αυτό, αλλά θα σου έβγαζα το καπέλο αν με είχες πείσει (μπορεί να συμβεί, έχουμε φάει και άλλα κατά καιρούς, αρκεί να είναι μάγκας ο συγγραφέας).

 

Λυπάμαι που το μόνο σχόλιο που έχεις μέχρι τώρα είναι αυτό. Ελπίζω να μιλήσει και κάποιος που του άρεσε η ιστορία σου. :rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, αυτή η ιστορία δε μου πολυάρεσε.

 

Κυλούσε καλά μέχρι το τέλος κι είχα περιέργεια να δω τι συμβαίνει, αλλά μετά ξεφούσκωσε απότομα:

 

Βρίσκει την εξήγηση του τέλους πολύ γρήγορα κι είναι και κάτι που δεν θα περίμενα να γνωρίζει τόσο λεπτομερώς, εφόσον βρίσκεται σε τόσο αρχικό στάδιο.

 

Επίσης, πώς αγόρασε τον εγκέφαλο, από ποιόν; Δεν νομίζω να ήταν τόσο κοινή η δυνατότητα να αγοράζεις εγκεφάλους θανατοποινιτών. Υποτίθεται οτι το κράτος τον σκότωσε για να πληρώσει για τα εγκληματά του. Νομίζω οτι θα υπήρχε πολύ μεγάλη αντίδραση αν κάτι τέτοιο γινόταν γνωστό και η κυβέρνηση δεν θα το επέτρεπε σε ιδιώτες.

 

Ακόμα κι αν δεχτώ οτι ισχύει υπάρχει και μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου: Μου φαίνεται απίθανο, μετά από τόσο καιρό, η γυναίκα του να είχε διαλέξει εκείνη ακριβώς τη νύχτα για να διαπράξει τη δολοφονία. Αυτά τα κάνεις στην αρχή, όταν είσαι ακόμα εν βρασμώ ψυχής. Δεν νομίζω μετά από τόσο μεγάλο διάστημα να αποφάσιζε να αφήσει την κόρη της ολομόναχη ή στα χέρια του συζύγου για να τη σκοτώσει.

 

Γενικά, μέτρια αρχή που θα μπορούσε να σωθεί από ένα καλύτερο τέλος, αλλά δε σώθηκε.:hmm:

Link to comment
Share on other sites

Το τέλος και η τιμωρία που επιφυλάσσεις στον ήρωα δεν είναι κακή. Εμένα μ' άρεσε.

 

Από κει και πέρα, ήθελα να ψηθώ, όπως είπε κι η Κασσάνδρα, λίγο περισσότερο για το πώς έφτασε στα συμπεράσματά του όντας νεκρός. Αυτό το σημείο ήθελε δουλειά.

Επίσης ποιος ήταν ο Τζον και γιατί δεν του αρκούσε η τιμωρία του ήρωα; Δεν κατάλαβα. Αυτό περίμενα να δω. Κι ενα hint για την Βέτα, κρυμμένο καλά, ώστε η συμπτωματική (πρόβλημα αυτό) παρουσία της στο φονικό να μην φαίνεται απλά ένα εύρημα που βόλεψε την πλοκή. Σωστή η επιθυμία σου να στείλεις στα Τάρτατα τον πρωταγωνιστή κάνοντας μία ακόμα αποκάλυψη, αλλά η εκτέλεση χωλαίνει.

 

Και η ιστορία με την Κάρεν τράβηξε πολύ, πάρα πολύ (έμοιαζε με δικαιολογία προκειμένου να συμπαθήσουμε τον ήρωα) και κρίσιμα σημεία της πλοκής έμειναν αδούλευτα με αποτέλεσμα η ιστορία να μην πείθει.

Link to comment
Share on other sites

Διάβασα με άνεση αυτή την ιστορία, μέχρι λίγες γραμμές πριν το τέλος.

Εκεί ομολογώ ότι μπερδεύτηκα. Δεν είμαι σίγουρη αν κατάλαβα σωστά:

 

 

Στην αρχή φαντάστηκα ότι ο Τζον αγόρασε τον εγκέφαλό του για να τον τιμωρήσει ακόμα και μετά θάνατον.

Τελικά κατάλαβα ότι το έκανε η Βέτα, με σκοπό να τον κάνει να τη βλέπει κάθε φορά να απολαμβάνει τη σκηνή.

Αν είναι έτσι, ήταν έξυπνο και η παρουσία του Τζον στην αρχή χρησιμεύει μόνο για να μας παραπλανήσει. Από την άλλη όμως, θα ήθελα κάποια καλύτερη προοικονομία που να μη με ωθεί στο ότι αυτό ήταν σύμπτωση.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόοοον αυτό το διήγημα μου θύμισε πολύ έντονα μια ταινία που είδα πρόσφατα

 

http://www.youtube.com/watch?v=NkTrG-gpIzE όπου ένας στρατιώτης χρησιμοποιεί τις τελευταίες αναμνήσεις ενός ανθρώπου που έμειναν στον εγκέφαλό του πριν πεθάνει και τις ξαναζεί με σκοπό να ανακαλύψει πιοι ήταν οι τρομοκράτες που ανατίναξαν ενα τρένο και να σταματήσει τις επόμενες βομβιστηκές επιθέσεις

 

 

 

Εσύ μας λές ότι ταυτόχρονα με την επανάληψη αυτών των αναμνήσεων ο εγκέφαλός του είναι ακόμα σε θέσει να λειτουργεί. Πως αλλιώς θα έβγαζε λογικά συμπεράσματα του τύπου που είμαι γιατί βλέπω αυτήν την σκηνή σε επανάληψη. Πως αλλιώς θα σκεφτόταν να κοιτάξει πιο προσεκτικά. Εμένα σε αντίθεση με την Κασάνδρα δεν με πείραξε που ξανακοιτάζει τις αναμνήσεις πιο προσεκτικά. Με ξένισε το γεγονός ότι σκέφτηκε να το κάνει όλο αυτό. Ότι έβγαζε λογικά συμπεράσματα και έκανε τον ντετέκτιβ ο εγκέφαλος ενός ήδη νεκρού ανθρώπου που τον χρησιμοπουσαν σαν βιντεοκάμερα. Επίσης ποια τα κίνητρα αυτών που αγόραζαν τον εγκέφαλο; Η μαθητεία; Άρα λογικά δεν τον πούλησε ο Τζον. Το κράτος το ίδιο έδωσε τον εγκέφαλο εκεί όπως γίνεται και για τα πτώματα κανονικά. Εκτός και αν σου ανήκει μετά το σώμα του ανθρώπου που σκοτώνει το αγαπημένο σου πρόσωπο. Τα κίνητρα της Βέτας που κατά μεγάλη σύμπτωση ήταν εκεί το βράδυ του φόνου καθώς και τα κίνητρα του Νταν είναι λίγο αδύναμα για τέτοιο κακό. Και μετά από τόσο καιρό παύει να είναι φόνος πάθους. Αν μη τι άλλο θα σκεφτόντουσαν την κόρη τους. Ούτε η σκληρότητα του Νταν στο τραπέζι δικαιολογείται για μένα. Τέλος ο Τζον που ήξερε όλο αυτό; Ότι δηλαδή το ίδιο βράδυ ήταν εκεί η Βέτα και ότι αυτό θα βασάνιζε τον Νταν όταν θα έβλεπε την επανάληψή του; Δεν θα μαθαινόταν; Δεν θα το έβλεπε ο ίδιος ο Νταν; Πως ήξερε ότι θα μπει σε όλη αυτήν την διαδικασία λογικών συμπερασμάτων ώστε να οδηγηθεί να θυμηθεί την Βέτα και μετά να βασανίζεται;

 

 

Γενικά αρκετά πράγματα στην ιστορία μου φαίνονται λίγο τραβηγμένα. Αλλά αν έχεις όρεξη με λίγη δουλειά μπορεί να γίνει ένα καλό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Προυποθέτει βέβαια το μεγάλωμα της ιστορίας σου. ;-)

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Από τα κείμενά σου που φέρνω στο νου μου, αυτό είναι μάλλον το καλύτερο από άποψη γραφής. Η γραφή έχει περισσότερο χρώμα και ζωντάνια, κάτι που άλλες φορές μού έλειπε.

 

Η ιδέα είναι έξυπνη, αλλά νομίζω ότι δεν έχεις κάνει σωστό καταμερισμό του χώρου σου. Το ενδιάμεσο κομμάτι που αφηγείται την ιστορία με την Κάρεν κρατάει πολύ περισσότερο απ' όσο είναι απαραίτητο και, αν εξαιρέσουμε τη σκηνή του χωρισμού του από την οικογένειά του, είναι αρκετά τετριμμένο. Από την άλλη, η κατάληξη έρχεται τελείως απροετοίμαστη - νομίζω πως κάποιου είδους προοικονομία θα την έκανε πολύ πιο δυνατή. Με ένα καλύτερο ζύγισμα, η ιστορία θα γίνει πολύ καλύτερη.

 

Στα πλαίσια επίσης του παιχνιδιού, νομίζω ότι έχεις παρακάμψει τα δύο τελευταία βήματα:

Ο/Η/Το Β στρέφεται σε κάποιον/κάποιους για να αποδώσει τημωρία μετά το θάνατο.

Καλείται να επιλέξει ποια θα είναι η ποινή.

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ όλους για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις.

 

Λίγο-πολύ ήξερα τι θα άκουγα, επειδή είχα καταλάβει πως το κομμάτι με την Κάρεν ξέφυγε σε μέγεθος και το τελευταίο έπρεπε να το τρέξω. Αλλά δεν ήθελα να ζητήσω κι άλλη αύξηση ορίου από τον Σκάνερ, μην πάθει κάνα εγκεφαλικό. :lol:

 

Μερικές εξηγήσεις που μπορώ να δώσω...

 

Για το πώς μπορούσε να δει περισσότερα μέσα στις αναμνήσεις του ο Νταν. Το είχα σκεφτεί κάπως όπως όταν ξαναβλέπουμε μια ταινία και παρατηρούμε κάποια πράγματα που δεν είχαμε προσέξει την πρώτη φορά. Ή όπως με τον υπνωτισμό, που στο μυαλό κάποιου αναδύονται εικόνες που δεν θυμόταν πριν.

 

Για τον εγκέφαλο που αγοράστηκε. Ναι, δεν είναι σωστή η διατύπωση. Ήθελα να πω πως δεν μπορούσε κάποιος (πχ συγγενής) να πάρει το πτώμα και ακολουθούταν άλλη διαδικασία. Αλλά δεν ήθελα να μπλέξω εκεί με τα νομικά γι' αυτό δεν έδωσα μεγάλη σημασία.

 

Για το πώς βρέθηκε εκεί η Βέτα. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς ήθελα να κάνω εκεί. Στην αρχή σκέφτηκα να το κάνω να φανεί ότι απλά τον παρακολουθούσε.

Αλλά τελικά το άλλαξα για να φαίνεται σαν μια τυχαία, αλλά ειρωνική σύμπτωση.

Ο Τζον όντως μπήκε εκεί για να σας «μπερδέψει». Επειδή βλέπαμε τη μεριά του Νταν και δεν πήγε καθόλου το μυαλό του στη Βέτα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το προοικονομήσω κάπως αυτό.

 

Στα πλαίσια επίσης του παιχνιδιού, νομίζω ότι έχεις παρακάμψει τα δύο τελευταία βήματα:

Ο/Η/Το Β στρέφεται σε κάποιον/κάποιους για να αποδώσει τημωρία μετά το θάνατο.

Καλείται να επιλέξει ποια θα είναι η ποινή.

Γι' αυτό. Το Β είναι η Βέτα που πήγε τον εγκέφαλο του Νταν στους επιστήμονες και η ποινή που επέλεξε ήταν να βλέπει εκείνος την ίδια ανάμνηση ξανά και ξανά. Ναι, δεν φαίνεται ξεκάθαρα στο διήγημα, αλλά μου φάνηκε ενδιαφέρον να παρουσιάσω το πλοτ από την μεριά του Α. Επίσης, είχα πάρα πολύ καιρό να γράψω διήγημα σε πρώτο πρόσωπο και θέλησα να το δοκιμάσω εδώ.

 

Και πάλι ευχαριστώ για το χρόνο σας και τα σχόλια.

Edited by Mesmer
ορθογραφικό
Link to comment
Share on other sites

Αυτό που ξέχασα να πω είναι ότι όντως είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι διάλεξες να το γράψεις στο πρώτο πρόσωπο από τη μεριά του Α της υπόθεσης. Ο θέμα σχεδόν φωνάζει να επικεντρωθεί η αφήγηση στο πρόσωπο Β. Ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσα η επιλογή σου.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Αυτό το διήγημα ήθελα να το διαβάσω, αλλά το είχα ξεχάσει.

Θα συμφωνήσω ότι η ιστορία οικογενειάρχης-απιστία-διαζύγιο είναι πολύ τετριμμένη για να την πεις με τόσες λεπτομέρειες εφόσον δε συμβαίνει τίποτα πρωτότυπο μέσα εκεί και καλύτερα να την περνούσες στα γρήγορα με μια πρόταση ή μια παράγραφο. Κατά τα άλλα βρήκα τη γλώσσα σου κάπως ψυχρή - ένα εύκολο tip για να αποφεύγεις ένα είδος ψυχρότητας είναι να προτιμάς τις δευτερεύουσες προτάσεις από τα ουσιαστικά, πχ αντί για "απουσία εσώρουχου"(πολύ κρύος τρόπος να το πεις αυτό, πολύ επιστημονικός), να έγραφες "το ότι δε φορούσε εσώρουχο" και ανάλογα να ρυθμίζεις το υπόλοιπο συντακτικό για να ακούγεται πιο φυσικά.

Από άποψη επιστημονικής αληθοφάνειας δεν είμαι σίγουρη τι ισχύει και δε θα πω τίποτα, απλώς θα αναφέρω ότι τα περί εγκεφάλου μου θύμισαν "Το Γαλάζιο Φόρεμα" του mman και απορώ που δεν το είπε κανείς άλλος.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για το σχόλιο, Κέλλυ. :)

 

Η αλήθεια είναι πως όταν ξανακοιτάς τις παρατηρήσεις ενός κειμένου σου μετά από καιρό, διακρίνεις πιο εύκολα τα σημεία που έχεις κάνει λάθος. Και ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στην ιστορία τώρα, είδα κάποια πράγματα τα οποία δεν έβλεπα όταν την είχα φρέσκια.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..