Jump to content

FFL #8 (Iwannhs vs abuno vs Adinol Doy vs northerain vs Neschreimax vs Cassandra Gotha vs Nihilio vs Lady Nina vs Nirgal vs DinMacXanthi)


Eugenia Rose

Ποια ιστορία σας άρεσε περισσότερο  

27 members have voted

  1. 1. (ψηφίστε τις 3 αγαπημένες σας)

    • Iwannis - το πνεύμα
    • abuno - όλα εδώ πληρώνονται
    • adinol doy - συναπάντημα
    • northerain - οι νεκροί δεν ζούνε πια εδώ
    • Neschreimax - The Black Keys
    • Cassandra Gotha - Octapus Land
    • Nihilio - The Brand
    • Lady Nina - Ανέστης Ανέστη
    • Nirgal - Βουτιά σε σκοτεινά νερά
    • DinMacXanthi - 9 λεπτά

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Ο

Όσιρις

εκτός απ' αυτά που έγραψα στην προηγούμενη μαντεψιά συνδέεται και με την

 

ανάσταση, την αναγέννηση και το διαμελισμό...

 

 

μπρρρρ....

Edited by Ayu
Link to comment
Share on other sites

Παιδάκια μην ξεχνιόμαστε!

 

Αύριο ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ στις 21:30 (εννιά και μισή ακριβώς!), έρχεται το θέμα του 8ou Flash Fiction Live! :drinks:

Link to comment
Share on other sites

Guest Casper

Το έντομο είναι λεπιδόπτερο πιθανόν olethreutes arcurlla. Στην περιοχή της ανατολικής μεσογείου οι κάτοικοι το θεωρούν "αγγελιοφόρο". (Χαμπερούσα σε περιοχές της Ελλάδας, muzdeci στην Μικρά Ασία.)

Link to comment
Share on other sites

Guest Casper

Ο Όσιρις πάλι έχει την ιδιότητα να πεθαίνει κατά το θερισμό και να ξαναγεννιέται όταν βλαστάνουν οι σπόροι.

Άρα χιντ1+χιντ2 = Μήνυμα αναγέννησης, ενδείξεις επαναφοράς, γράμμα από αποθανόντα. ένα μπαρ στο Τιμπουκτου που λέγεται "Όσιρις" και είναι γεμάτο λεπιδόπτερα :)

(Εντάξει ρε σεις, δεν θα ξαναγράψω).

Edited by Casper
Link to comment
Share on other sites

I'll try to participate, but I've been studying for a test tomorrow and I'm brain dead. But best of luck to everyone who flashes!

Link to comment
Share on other sites

Κάποιος είναι πολύ τσακάλι και το βρήκε. Θα πάρει και τα ανάλογα credits φυσικά! ;-) Μένουν σχεδόν δέκα λεπτά παιδιά, είστε έτοιμοι; :devil2:

Link to comment
Share on other sites

Ο Όσιρις συνδέεται και με την....

 

 

Ανάσταση

 

Ά ρε Ayu! Τσακάλι, το βρήκες και πρώτη. ;-)

 

Ανάσταση λοιπόν. Γράφετε!

 

Καλό Γράψιμο παιδιά!!! :good:

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Εδώ τις ανεβάζουμε; Γιατί την τέλειωσα.

 

edit: Πλάκα κάνω ρεεεε! :tease:

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Αντε καλή τύχη.

 

Εδώ τις ανεβάζουμε; Γιατί την τέλειωσα.

 

Wut.

Link to comment
Share on other sites

Είπα να λάβω μέρος... (443 λέξεις/ είδος: τρόμος)

 

Με

 

Το Πνεύμα

 

Εχθές το βράδυ πήγα ένα περίπατο στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Κάποια στιγμή, απρόσμενα, κουράστηκα, ένοιωσα έναν πόνο στα πόδια μου, οπότε αποφάσισα να καθίσω σε κάποιο από τα παγκάκια για να ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Δεν είχε περάσει παρά μόνο λίγη ώρα αφότου κάθισα, όταν διαπίστωσα, προς πολύ μεγάλη έκπληξή μου, ότι μέσα στο σκοτάδι ήταν καθισμένος και ένας άλλος δίπλα μου!

 

Τώρα ετοιμαζόμουν να σηκωθώ, όταν ο άλλος μου μίλησε. «Κάτσε λίγο μαζί μου, έχω να σου πω κάτι».

 

«Απέναντί μας είναι η σκοτεινή θάλασσα, αυτό το αιώνιο μυστικό. Κάποτε, όταν ήμουν παιδί, είχα πάει για μπάνιο και ξεμάκραινα δίχως να το καταλάβω, κολυμπώντας για ώρα δίχως να σηκώνω το κεφάλι μου, από την παραλία. Όταν τελικά κοίταξα γύρω μου και από τις δυό πλευρές ο ορίζοντας στη βροχερή μέρα ήταν μουντός, ακαθόριστος, και πουθενά δε ξεδιαλυνόταν κάποια γνώριμη εικόνα. Είχα βρεθεί μακριά, και τώρα έπρεπε να διαλέξω μια κατεύθυνση για να κολυμπήσω και πάλι, για ώρα, στα τυφλά, χωρίς να μπορώ καθόλου να εικάσω ποια θα ήταν η σωστή. Επέλεξα μία και μετά από ένα τέταρτο ξανασήκωσα το κεφάλι μου. Είχα φτάσει κοντά στην παραλία, και βγήκα, τα πόδια μου βαριά από την προσπάθεια, με μια ακαθόριστη αίσθηση ότι είχα μόλις κινδυνεύσει πολύ.

 

Αλλά τώρα, χρόνια μετά, είμαι σε μια άλλη θάλασσα. Τη θάλασσα των σκέψεών μου. Προσπαθώ να βγω από αυτές στην επιφάνεια, αλλά είμαι ακόμα στο βάθος, και τώρα, σε αντίθεση με εκείνο το βροχερό απόγευμα στην κυριολεκτική παραλία, σε αυτή την μεταφορική θάλασσα είμαι βυθισμένος στα έγκατα, μια άβυσσος ανοίγεται πάνω και κάτω, και δεν ξέρω προς τα πού πρέπει να κολυμπήσω για να αναδυθώ.

 

Και μου λείπει, πέρα από αυτό, και η αποφασιστικότητα. Τελικά αντί για το επίμονο, το συνεχές, το εξαντλητικό κολύμπι προς μια κατεύθυνση, προς την οποιανδήποτε, εγώ κάνω μόνο μερικές μικρές κινήσεις. Είναι απειροελάχιστη η απόσταση στην οποία με μεταφέρουν αυτές. Ναι, είναι απειροελάχιστη, διότι φοβάμαι πως μια λάθος κατεύθυνση θα με μεταφέρει πιο μακριά απ όσο μπορώ να αντέξω από την επιφάνεια, ενώ μια σωστή όμως, με τόσο μικρές κινήσεις, δε θα με βγάλει ουσιαστικά καθόλου πιο κοντά σε αυτήν. Σε αυτή την κατάσταση είμαι, και τώρα ήρθα σε εσένα, εγώ, το πνεύμα της θάλασσας, εγώ ο πνιγμένος στην εσωτερική άβυσσο, για να ζητήσω τη συμβουλή σου».

 

Σε όλα αυτά δεν ήξερα τι να πω. Έκλεισα τα μάτια μου. Δεν άκουγα τίποτα. Ξανανοίγοντάς τα ο άλλος είχε πλέον εξαφανιστεί. Σηκώθηκα γρήγορα και άρχισα να περπατώ και πάλι, ευτυχισμένος που τουλάχιστον εξακολουθούσα να γνωρίζω προς τα πού βρίσκεται το πλησίασμα στο σπίτι μου, στο δωμάτιό μου, και εκεί στο γραφείο μου όπου θα ακουμπούσα το κεφάλι στον αγκώνα, τελικά για να ξεκουραστώ…

Edited by Iwannhs
Link to comment
Share on other sites

Μπαχ... ξώκειλα που ξώκειλα από την αρχή σε βλακείες, μετά έσκασε και κόσμος, σκυλιά, βαβούρα, χαμός... οπότε δεν.

 

Καλή τύχη παίδες. Ανυπομονώ να διαβάσω τις ιστορίες σας.

Link to comment
Share on other sites

Όλα εδώ πληρώνονται.

 

.....................................................................

 

 

Λέξεις: 664

 

Είδος: Ε.Φ.

 

......................................................

 

 

 

 

 

Ποτέ μου δε μπόρεσα να καταλάβω για ποιόν ακριβώς λόγο έπρεπε να μεταναστεύσουμε σε αυτόν τον άθλιο πλανήτη. Αν και ήμουν πολύ μικρός όταν αφήσαμε τη Γη, θυμάμαι ακόμα τον γαλανό ουρανό, την αστραφτερή θάλασσα και όλες αυτές τις υπέροχες μυρωδιές από τα λουλούδια του μπαξέ μας και από τα φαγητά της μαμάς. Εδώ, ο ουρανός είναι μονίμως γκρίζος και δεν υπάρχει θάλασσα. Δεν υπάρχει ούτε η δυνατότητα της όσφρησης! Τίποτα δεν μυρίζει στον Φόλντρεν, ο πλανήτης αυτός μας στερεί την μια από τις έξι αισθήσεις μας. Η δικαιολογία που προβάλλανε για αυτή την απότομη αλλαγή πατρίδας, ήταν η ΄΄Ανάσταση΄΄.

 

Η ΄΄Ανάσταση΄΄ είναι μια διαδικασία που έχουν εφεύρει σε αυτόν τον πλανήτη και που δεν μπορείς να την συναντήσεις πουθενά αλλού στον γαλαξία. Λένε, ότι δεν μοιράζονται το μυστικό, γιατί θέλουν να μαζέψουν εδώ όλη την ελίτ της Αστροεπαρχίας, μιας και για να βιώσεις τη διαδικασία απαιτεί κάποιο αστρονομικό ποσό, που δυστυχώς για εμένα, τυχαίνει να υπάρχει.

 

Είμαστε μια πολύ ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας μου, ο λόρδος Χάνιγκερ, όπως τον αποκαλεί ο επαγγελματικός του περίγυρος, πάντα ήθελε να φύγει από τη Γη. Θεωρούσε τη Γη, κάτι αντίστοιχο με τις σπηλιές που ζούσαν οι πανάρχαιοι πρόγονοί μας. ΄΄ Δεν αρμόζει στον άνθρωπο να ζει πια εκεί, εκεί βρίσκονται θαμμένες όλες οι βάρβαρες μνήμες του παρελθόντος!΄΄ Συνήθιζε να λέει, όποτε κάποιος αναπολούσε τις μέρες του, πίσω στον γαλάζιο πλανήτη. Εγώ προσωπικά, νοσταλγούσα εκείνες τις μέρες…

 

Σκληρός και άκαμπτος άνθρωπος ο πατέρας μου. Δεν μπορώ να πω ότι ο Οίκος μας ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στα λαϊκά στρώματα. Η εταιρία που για χρόνια ήταν υπό τις οδηγίες του, εκμεταλλεύτηκε πολύ κόσμο για να πετύχει τους σκοπούς της, που δεν ήταν άλλοι από το να πετύχει μια συνεργασία με την κολοσσιαία επιχείρηση του Φόλντρεν, την Resurrection inc. Τελικά τα κατάφερε. Γενικά ο μπαμπάς, είναι ο άνθρωπος που λέμε ότι πατάει επί πτωμάτων, αλλά σαν οικογενειάρχης ήταν αψεγάδιαστος. Δεν έχω να του προσάψω τίποτα πάνω σε αυτό. Χαίρομαι που είμαι γιος του και όχι κάποιος υπάλληλός του.

 

Κάποια στιγμή τον ρώτησα τι ακριβώς είναι αυτή η ΄΄Ανάσταση΄΄ , άλλα δεν πήρα σαφείς απαντήσεις. Έτσι μέσα στο μυαλό μου φύτρωσε αυτή η σκοτεινή επιθυμία να μάθω τι κρύβει αυτή η τόσο πετυχημένη φόρμουλα. Έτσι μια μέρα, τον ακολούθησα κρυφά στη δουλειά του, κρύφτηκα σε μια αποθήκη και περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία για να μπω στο δωμάτιο με την μαύρη σιδερένια πόρτα, που από έξω έγραφε με μεγάλα γράμματα ΄΄ ΔΩΜΑΤΙΟ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ-ΑΠΑΓΟΡΕΎΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ΄΄

 

Σε κάποια στιγμή άκουσα την πόρτα να ανοίγει και έτρεξα γρήγορα μέσα χωρίς να με αντιληφθεί κανείς, κρύφτηκα αμέσως πίσω από έναν τσίγκινο πάγκο και κρυφοκοίταζα. Το δωμάτιο ήταν ολόκληρο βαμμένο μαύρο, γύρω-γύρω υπήρχαν κάτι υπερσύγχρονοι υπολογιστές με μπροστά τους καρέκλες για τους επιστήμονες που τους χρησιμοποιούσαν. Στο κέντρο της αίθουσας, υπήρχε ένα κρεβάτι, μου φάνηκε σαν να ήταν μαρμάρινο. Είδα τότε τον πατέρα μου να πάει και να ξαπλώνει πάνω του.

 

΄΄Ξεκινήστε την διαδικασία!΄΄ φώναξε στους 3-4 ασπροφορεμένους άντρες που είχαν ήδη καθίσει μπροστά στους τεράστιους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

 

Κουνώντας το κεφάλι καταφατικά, ο πρεσβύτερος από αυτούς, κατέβασε τότε έναν διακόπτη και πάτησε μια σειρά από κουμπιά έτσι, ώστε αυτά άναψαν με πολύχρωμα φωτάκια. Ο μπαμπάς ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και περίμενε. Ξαφνικά, ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο του το σώμα και άρχισε να συσπάται και να βγάζει καπνούς από τα αυτιά του. Σπίθες πετάχτηκαν από τα μηχανήματα και οι επιστήμονες πετάχτηκαν πάνω αγχωμένοι και απορημένοι. ΄΄ Κλείστε τα όλα!΄΄ φώναξε κάποιος από αυτούς και την επόμενη στιγμή το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε τίποτα. Μετά άναψε το εφεδρικό φως και όλοι έτρεξαν πάνω από τον πατέρα μου. Τρόμαξα και έκανα μια απότομη κίνηση που τους ανάγκασε να με αντιληφθούν. ΄΄ Ποιος είναι εκεί;΄΄ Τότε βγήκα δειλά και τους είπα την αλήθεια καθώς και ότι ήμουν ο γιος του λόρδου Χάνιγκερ.

 

Αφού τον αφουγκράστηκαν για λίγα λεπτά, μη δίνοντας μου καμία σημασία, γύρισε ο πρεσβύτερος από αυτούς και μου είπε:

 

΄΄Λυπούμαστε πολύ παιδί μου, είναι η πρώτη φορά που η διαδικασία απέτυχε. Ο πατέρας σου είναι νεκρός.΄΄

 

 

Link to comment
Share on other sites

Δὲν τὸ πιστεύω πὼς τὰ κατάφερα. Ἰδοὺ καὶ ἡ δική μου συμμετοχή (καὶ σὲ pdf γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὸ διαβάσει ὅποιος ἐπιθυμεῖ). Καλὴ ἐπιτυχία σὲ ὅλους!

 

Ἀρ. λέξεων: 597

Λογ. γένος: Φρίκη

 

ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

Ἦταν μεσημέρι ὅταν τὸν ἀντίκρυσα. Ἀνέβαινα τὴν ἀπότομη ἀνηφόρα τῆς ὁδοῦ Τσαμαδοῦ, μετὰ ἀπὸ τὴν δουλειά μου, κι ἤμουν κουρασμένος καὶ καταβεβλημένος. Περπατοῦσα μὲ σκυφτοὺς τοὺς ὤμους, ἡ ἀντανάκλαση τοῦ ἥλιου μὲ χτύπαγε στὰ μάτια καὶ ξαφνικά, ὑψώνοντας τὸ βλέμμα, στὸ πιὸ ψηλὸ σκαλοπάτι τῆς ἀπότομης σκάλας ποὺ ἔβγαζε πρὸς τὸν προφήτη Ἠλία τοῦ Πειραιᾶ, τὸν εἶδα.

 

Ταράχτηκα, φυσικά. Δὲν περίμενα ποτὲ ὅτι θὰ τὸν ἔβλεπα μετὰ ἀπὸ ὅσα εἶχαν συμβεῖ. Ἔμεινα στὴν θέση μου κοκκαλωμένος καὶ ἀνίκανος ν’ ἀρθρώσω λέξη, δὲν μπόρεσα οὔτε κὰν νὰ οὐρλιάξω ἀπ’ τὴν ἔκπληξη καὶ τὸν τρόμο.

 

Μὲ κοιτοῦσε μὲ τὸ γνωστὸ διαπεραστικό του βλέμμα, στεκόταν ἄκαμπτος σὰν νεκρὸς καὶ μοῦ φάνηκε ὅτι κάτι ψιθύρισε ποὺ δὲν ἄκουσα.

 

«Π’ ἀνάθεμά σε», σκέφτηκα. Π’ ἀνάθεμά σε!

 

Κατώρθωσα νὰ ἀποδεσμεύσω τὰ μάτια μου ἀπ’ τὰ δικά του καὶ νὰ στρέψω τὸ κεφάλι μου τριγύρω, νὰ διαπιστώσω πὼς δὲν ἤμουν μόνος σ’ αὐτὸν τὸν πολυσύχναστο δρόμο. Πρὸς μεγάλη μου φρίκη, δὲν ὑπῆρχε κανείς. Ἀκόμη χειρότερα: τίποτε δὲν ἀκουγόταν, λὲς κι εἶχε πεθάνει ἡ πόλη κι ἀπέμειναν μονάχα τὰ κτήρια, τὰ κατασκευασμένα ἀπὸ χέρι ἀνθρώπινο, νὰ θυμίζουν πὼς κάποτε ὑπῆρχαν ἄνθρωποι.

 

Εἶπα ἀπὸ μέσα μου: «Θεέ μου, γλίτωσέ με ἀπ’ αὐτὸ τὸ μαρτύριο!». Κι ἔκλεισα τὰ μάτια. «Ὅταν τ’ ἀνοίξω, κάνε, Θεέ μου, νὰ ἔχει φύγει!»

 

Κάτω ἀπὸ τὰ σφαλιστὰ βλέφαρα, ἄρχισα ν’ ἀναρωτιέμαι γιατί ἐμφανίστηκε, τί ἤθελε ἀπὸ μένα. Ζοῦσα καλά, ζοῦσα ἥσυχα καὶ μετρημένα· τώρα γιατί ἦλθε καὶ τί ἐπεδίωκε;

 

Θυμήθηκα τὴν μαμά –ἂς ἀναπαύεται ἡ ψυχούλα της–, θυμήθηκα τοὺς παληούς μου ἔρωτες, εἶδα μὲ τὰ μάτια τῆς μνήμης ἀνθρώπους ποὺ μίσησα. Καὶ ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἐκεῖνος.

 

Ἄνοιξα τὰ μάτια. Ἐκεῖνος στεκόταν ἀκόμη ἐκεῖ, τίποτε δὲν εἶχε ἀλλάξει. Ἐκτὸς μόνον ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς τώρα ὁ δρόμος εἶχε γεμίσει περαστικοὺς καὶ σκύλους καὶ γάτες. Καὶ τώρα ἐκεῖνος σήκωσε τὸ χέρι του, ἔτεινε τὸ δάχτυλό του πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μὲ ἔδειχνε.

 

Μιὰ ἡλικιωμένη κυρία, ξεφυσῶντας στὴν ἀπότομη ἀνηφόρα, μὲ ρώτησε: «Εἶστε καλά, κύριε;»

 

Τότε ἐγώ, μὲ σπασμένη φωνή, τῆς εἶπα: «Τὸν βλέπετε;» καὶ τῆς ἔδειξα τὸ μέρος στὸ ὁποῖο στεκόταν ἐκεῖνος.

 

Ἀπάντησε «Ναί» κι ἀπομακρύνθηκε μ’ ἕνα χαμηλόφωνο γελάκι.

 

Αὐτὸ δὲν τὸ περίμενα. Δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ φανταστῶ ὅτι οἱ ζωντανοὶ μποροῦν νὰ μᾶς δοῦν. Ὕστερα τὸ σκέφτηκα καλά: δὲν εἴμαστε φαντάσματα, εἴμαστε κι οἱ δυὸ ζωντανοί. Ξανά. Ἄρα, γιατί νὰ μὴν μποροῦν νὰ μᾶς δοῦν;

 

Μιὰ ἀδέσποτη γάτα τρίφτηκε χαδιάρικα στὸ ἀριστερό μου πόδι. Ἤμουν ὅμως τόσο φοβισμένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ βίωνα ὥστε μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ κινηθῶ. Κι ἔτσι τὸ ζῶο ἔφυγε ἀπογοητευμένο.

 

Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε δυνατά, ὁ ἱδρώτας ἔσταζε στὸ μέτωπό μου, ὁ ἥλιος, αὐτὸς ὁ ἀρρωστημένος ἥλιος ποὺ κατάκαιε τὰ πάντα, γινόταν μάρτυρας ὅσων διαδραματίζονταν.

 

Εἴμαστε ζωντανοὶ ξανά. Τί μεσολάβησε καὶ ξυπνήσαμε ἀπ’ τὸν τάφο δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ καταλάβω. Ποιά δύναμη κατατρόπωσε κάθε γνωστὸ νόμο τῆς Φύσης δὲν μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ. Ὡστόσο πίστευα πὼς μόνον σ’ ἐμένα συνέβη αὐτό. Μὰ προφανῶς ἔκανα λάθος.

 

Γιὰ κάποιον ἀδιευκρίνιστο καὶ μυστηριώδη λόγο, μοῦ δόθηκε ἄλλη μιὰ εὐκαιρία νὰ ζήσω. Σὲ ἄλλον τόπο, βέβαια, καὶ μὲ ἄλλη ταυτότητα. Στὴν ἀρχὴ εἶχα σαστίσει, ὅπως ἦταν φυσικό, μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸ πιστέψω. Ὅμως ἀργότερα τὸ συνειδητοποίησα καὶ τὸ συνήθισα. Ὅπως συνηθίζουμε τὰ πάντα. Τὰ πάντα.

 

Καὶ τώρα, κατὰ πῶς φαίνεται, πρέπει νὰ συνηθίσω τὸ νέο ἀνόσιο θαῦμα: πὼς ζεῖ ξανὰ κι ἐκεῖνος. Καὶ μαζί μας θὰ ζεῖ τὸ ἄσβεστο, ἀβυσσαλέο μῖσος μας. Ποὺ μᾶς ἕνωνε στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο καὶ μᾶς ἑνώνει ξανὰ στὴν νέα ζωή.

 

Γιὰ πάντα.

 

Τότε κατάλαβα τί εἶχε ψιθυρίσει. Ὁπλισμένος μὲ θάρρος, τὸν κοίταξα κατάματα, σήκωσα τὸ χέρι μου καὶ τὸν ἔδειξα.

 

«Γιὰ πάντα», τοῦ ἀπάντησα. Καὶ ἡ φωνή μου ἔσταζε φαρμάκι.

 

 

 

 

 

 

 

συναπάντημα.pdf

Link to comment
Share on other sites

The black keys

 

"Γιατί ένα έργο τέχνης απαιτεί χρόνο, προσπάθεια ενώ μπορεί κανείς να το καταστρέψει σε δευτερόλεπτα; Γιατί στην ευχή η γέννηση ενός πλάσματος απαιτεί μέχρι και χρόνια από τη σύλληψή του ενώ ο θάνατός του μπορεί να είναι ακαριαίος; Γιατί στην ευχή η καταστροφή είναι πάντα απείρως συντομότερη από τη δημιουργία;"

 

Είχα αποφασίσει ότι αυτή θα ήταν μια από τις πρώτες ερωτήσεις που θα έκανα στην πρώτη συνάντηση με την υπερφυσική δύναμη στην οποία οφείλουμε την ύπαρξή μας. Αυτό που δεν φανταζόμουν ποτέ ήταν ότι θα έκανα την ερώτηση όσο ήμουν ζωντανός.

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρξε επικοινωνία με την δύναμη αυτή. Μόνο ότι συνάντησα κάποιον που έδειχνε να μην υπακούει σε φυσικούς περιορισμούς του κόσμου που γνωρίζουμε. Ή αυτό, ή η πολύμηνη απόλυτη μοναξιά στο διαστημόπλοιο με πείραξε στα μυαλά.

 

Την 587η γήινη ημέρα ταξιδίου το σύστημα ασφαλείας εντόπισε διαστημόπλοιο κινούμενο μη απειλητικά προς αδιάφορη κατεύθυνση. Χάρηκα που επιτέλους θα μίλαγα σε κάποιον άλλον από εμένα. Πήρα το μικρόφωνο.

 

"Εδώ ο κυβερνήτης Ουέλορ του Βόγιατζερ 62. Ταυτοποιηθείτε."

 

Σιωπή.

 

"Για όνομα του θεού αν είστε άνθρωποι πείτε κάτι. Είναι λίγο τρομακτικά εδώ έξω. Όβερ"

 

Σιωπή. Εστίασα όλη την τεχνολογία του Βόγιατζερ στο ξένο σκάφος. Κάμερα, στοιχειομετρία, τα πάντα.

 

"Βγάλε τα μάτια σου από πάνω μου Ουέλορ. Ο Τζέσε είμαι."

 

Ο Τζέσε Μέγιο ήταν νεκρός από την 384η. Αυτό μπορούσε να σημαίνει τρία πράγματα. Ή έτσι τα κατηγοριοποίησα με την τετράγωνη λογική μου εκείνη τη στιγμή. Παιχνίδια του μυαλού, εχθρικές δυνάμεις που κάνουν πόλεμο νεύρων ή ότι το πρόγραμμα Χρονανάσταση πέτυχε.

 

"Ξέρεις τη διαδικασία Τζέσε. Ακούω."

 

"Ναι,ναι το συνθηματικό. Ε…Black keys."

 

Η στειχειομετρία έδειχνε πράγματι ότι το σκάφος ήταν το Αντάρια που αποκολλήθηκε από το Βόγιατζερ με το νεκρό Τζέσε την 385η. Είχε κανονικά κωδικούς επανένωσης οπότε δεν μπορούσα παρά να περιμένω την άφιξη του Τζέσε. Αυτό δε σήμαινε ότι δεν μπορούσα να έχω κρυμμένο όπλο πάνω μου.

 

Ήταν όντως αυτός. Υγιής και ακμαίος όπως μια μέρα πριν το ατύχημα.

 

"Αυτή η ανοησία μου να πειράξω την τροφοδοσία πρέπει να κόστισε ενεργειακά στο σκάφος, έτσι δεν είναι Ουέλορ;" ήταν η πρώτη του κουβέντα.

 

"Εκτός ότι σε σκότωσε εννοείς; Ναι, χάσαμε μερικές χιλιάδες βατώρες." απάντησα εξίσου φυσικά προσπαθώντας να ελέγξω την επερχόμενη έκρηξη."Μα τι στο διάολο λέμε Τζέσε;; Είσαι ζωντανός!"

 

"Αυτή η ιστορία πραγματικά λειτουργεί Ουέλορ. Το Αντάρια εντόπισε την αστροπύλη και με ταξίδεψε δυο ημέρες πίσω στο χρόνο. Έπειτα εντόπισε εσένα και χύθηκε ξωπίσω σου."

 

Καθίσαμε στο κόκπιτ και όπως είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο ότι θα κάναμε εάν ποτέ χρειαζόταν το πρόγραμμα Χρονανάσταση, βάλαμε στο ηχοσύστημα του σκάφους να παίζει ένα παλιό μπλούζ κομμάτι των black keys. Σε αυτά τα λίγα λεπτά σιωπής συνειδητοποίησα ότι ο Τζέσε ήταν το μόνο παράδειγμα δημιουργίας σε χρόνο μικρότερο ή ίσο με την καταστροφή που γνώριζα. Και του έκανα την ερώτηση.

 

"Δεν ξέρω ρε συ. Ήμουν νεκρός εκείνη την ώρα." ήταν η απάντησή του.

 

 

 

Απομνημονεύματα κυβερνήτη Κ.Ουέλορ

 

Βόγιατζερ 62 2078.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ίσα για το χαβαλέ, γιατί το ξεκίνησα ουσιαστικά προιν κάνα μισάωρο (έσβησα το προηγούμενο).

octopus land.doc

Link to comment
Share on other sites

1495 λέξεις, σεξ και βία

---

THE BRAND

 

The cell walls are white, puffy and hazy with the drugs. Sometimes, when I wake up they become a sharper puffy white, but still they can't cut my straight-jacket. And then Jack comes in with the pills and I go back to a hazy waking dream of white and a dreamless sleep. Sometimes she comes to my dreams, pretty, pale of skin and motionless in her coffin. Other times she is in our bed, flushed with passion, but I am limp; the pills are there to harness the beast inside me, doctor Vargas says.

Well, they do no good to Victor next door, he is howling again tonight. God knows how he hollers when the moon gets to him and sends him in his fits of rage. He screams like the banshee and the rest of the inmates of Ravencraft Asylum join him in a chorus of the damn. Every time they do, I feel the Brand on my back burning. It is burning like the first time it got to my skin, it hurts as it hurt when I was dragged naked and bloody to the prison.

I take a deep breath and sigh. The pain in my back is sharp red, much unlike the hazy soft white that surrounds me. The damned will go on shrieking, until Jack comes along. I can hear him unlocking the door to the corridor. His big, brutish boots crunch on the hallway floor, as he storms in with malice. I can listen to his club rattling on the doors, warning the damned to shut up. The Brand aches lustily as Jack unlocks the cell next door.

“Why don't ye shut up, ye bloody looney!” he screams at Victor, then his club goes down once, warning Victor to do so. He sobs, as the Brand stirs, awakened by the violence. Usually it jumps like a tomcat that evades a rock thrown at him, but tonight It is wilder, like a tigress in heat.

And then I hear Jack's club coming down again and again with a wet thud, as Victor yelps in pain. The Brand is burning under my skin, Its unholy heat spreading through my body and I can almost feel it burning through my straight-jacket.

From beneath the wall the sobbing has stopped, but the wet thuds and Jack's puffing breath go on and on. The Brand become numb, as if this crescendo of violence has sated its unholy appetites.

“Oh God!” I utter in horror, as I realise that there is a corpse next door, Victor's dead body lying in a pool of blood, crimson red mingled with the whites of his cell. But I know I should not speak His Name in vein, because I belong to another master, the one I summoned when I slew the three virgins, the one that gave me this Brand as a gift, a gift that would bring Her back to me.

“Oh, God...” I whisper once more, and then the pain on my back returns, riving my soul in twain. I scream, but the scream from next door makes my throat freeze. Because it is the most unholy scream I have heard. A scream that makes the chorus of the damned sound like some cats mewing underneath the moonlight. A scream of true Damnation.

And then I can hear a scream of horror, this time the scream of Jack, as his brutish boots run down the hallway, right before his cries of horror turn into a single ejaculation of agony. And then, that scream dies out and the only sound is the wet gulps of something Unholy.

 

I stand frozen on the floor, wishing this is all a nightmare I will wake up from. And the sound of someone unbarring my door wakes my up straight into another nightmare, a nightmare of dark red seeping under my door.

I stand up and stumble towards the door, the fluffy white left behind a step at a time. I push the door and witness a horror in red, Jack crawling on the floor, half his body chewed by something I dare not imagine. His left leg still twitches, thrown away next to Victor's cell, his right one chewed to the hip. His arms are both just bone and strips of flesh. His entrails are a gory mess, parts of them still crawling out of his torn belly, his heart bloody scraps within his torn ribs. I stand above Jack, horrified by the sight and his one remaining eye looks at me, pleading me to offer him the peace of death. But it is too late for him, that plea was torn away from him.

 

The Asylum is a bedlam, bloody corpses and lunatics running up and down the corridors. I exit and breathe in the clean night air. The ugly, imposing manor behind my is echoing the cacophony of Pandaemonium as I walk away from it. I am standing outside the main gate, when the first fire jumps out of an attic window, the dark halls of Ravencraft finally alight.

I would laugh a mirthless laugh, had I not more important business to attend to. Because, right next to Ravencraft She rests eternally.

On my way to the cemetary the only living being I see is a dead cat, splattered under the wheels of a wagon. Its tail stir as I pass along, it stirs in tandem with the Brand on my skin.

Good. Now it is the cemetary still.

The cemetary gate is closed. I am standing outside, my straight-jacket still tying my arms behind my back. But the Unholy powers I was vested with are not restrained by its straps. I can feel the Brand feeding on the death before me, the tombstones thrown as the dead stumbled from the graves, eager. The heavy brass gate is no match for the strength of fleshless arms hungry to live again, so I enter the cemetery as the hordes of the undead rush out, my body a single rock splitting their unending stream in twain.

And, as the numbness of horror leaves my soul, a trace of fear suddenly thorns my heart. What if She is not here?

The anxiety weights me like a heavy brick, my legs feel leaden, as if my feet were burdened by Jack's brutish shoes. I trudge towards the mausoleum I last saw Her in. Let Her be there, my God, I pray, but God is no longer listening to me.

I come closer to the stone angel that marks Her grave, my deadened heart suddenly frantic with anxiety. And then my heart stops, as I see her standing under the stone angel, as beautiful as ever. Her strong cheekbones are clearly defined underneath her rotting flesh, her pearly white teeth grinning at me under blackened gums, her left breast sagging out of her torn dress.

“Myriam!” I exclaim in disbelief, as I move closer to her.

She mumbles my name from vocal chords too decayed to work properly, but I do not care. It is so good to have her back from the dead. “Love, I've missed you,” I tell her, as she claws my straight-jacket away. “Oh, darling,” I caress her face with the back of my freed hand. Her skull is brittle as I brush it. She is as delicate as ever.

“wuv mee” she moans and I cannot but obey to her. Gently I move my face forward kissing her teeth. She is shy, not reciprocating my intimacy, but I know her better than that. With my hand I caress her breast, gently squeeze at her greenish nipple, until the worm laying within it pops out. With my other hand, I pull down my breeches, standing before her naked, the Brand on my back a bright crimson wound.

“Oh, love, I've missed you so,” I utter, her gorgeous face hazy with my tears. “Oh, love,” I utter, as I raise her skirt at her waist, then enter her.

She is wet, as always, soggy with the juices of putrefaction, her inside soft and welcoming. I push her legs apart and feel her flesh torn apart. I pound at her with beastly lust, as her claws dig in the flesh of my back, her moans quick and animal-like.

“Thank you, God,” I whisper, and the Brand whips me for being disrespectful to our master. But I am too lost in ecstasy to notice. I kiss Myriam again, and this time she opens her mouth to receive my tongue. Her tongue is putrid, almost eaten away by vermin, but her teeth are still sharp, snapping shut and cutting my tongue off. I moan, as her mouth moves down, biting deep into my carotid. Blood and sperm spurt as one, as I come inside her, our juices mingled underneath the marble eyes of the angel, death finally making us a part.

Link to comment
Share on other sites

Επειδή το pc ειναι τριπαλιο, δώστε μου 3 λεπτά για να το μεταφορτώσω. Σε λίγο μαζί σας

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..