Jump to content

Αφιέρωμα στον μοντερνισμό


deadend

Recommended Posts

Μοντερνισμός

 

Οι πιο αγαπημένοι μου στίχοι ανήκουν στον Μοντερνισμό. Κυρίως με συναρπάζει όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης ότι «μια ώρα πραγματικής εγρήγορσης αντιστοιχεί σε αιώνες ιστορικού χρόνου».

 

Ο μοντερνισμός σάρωσε τις αυστηρές φόρμες χωρίς να τις υποκαταστήσει με άλλες. Ο ελεύθερος στίχος για παράδειγμα δεν συνεπάγεται την παραμικρή μορφική δέσμευση.

 

Και παρουσιάζει το εξής παράδοξο: την άρνηση ή μάλλον την απώλεια της πίστης στην ιδέα της προόδου. Η ιστορία παύει να νοείται ως προοδευτικό γίγνεσθαι και μοιάζει σαν άτακτη σειρά από κινήσεις χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση.

 

Η λογοτεχνία κέρδισε από τον μοντερνισμό την ανάπτυξη της λογοτεχνίας του φανταστικού και είναι παιδί του σε όλες της τής εκφάνσεις. Γιατί απορρίπτοντας την παράδοση την επαναδιαπραγματεύεται με τρόπο υποκειμενικό και ελεύθερο.

 

Όσο πιο έντονη είναι η απόρριψη του παρελθόντος τόσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση από αυτό. Νεωτερικότητα και ιστορία φαίνονται καταδικασμένες να συνυπάρχουν σε μια αυτο-καταστροφική ένωση που απειλεί και τις δύο.

 

Η έρημη χώρα του Έλιοτ σηματοδοτεί την αρχή της τάσης και η γενιά του ΄30 είναι αυτή που έθρεψε τους έλληνες μοντερνιστές.

 

 

 

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον»

 

 

 

Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεί

 

ἀόρατος θίασος νά περνᾶ

 

μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές –

 

τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου

 

πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου

 

πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.

 

Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,

 

ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.

 

Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν

 

ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙

 

μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.

 

Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,

 

σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,

 

πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,

 

κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι

 

με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,

 

ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,

 

τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,

 

κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.

 

 

 

 

 

Νίκος Εγγονόπουλος

 

 

 

ΤΑ ΓΚΩΛ - ΠΟΣΤ

 

 

άκουγε τις καμπάνες που βαρούν

 

και τ' ορειχάλκου τις δονήσεις

 

όπου τρυπάν τον καθαρό

 

- του Κυριακάτικου πρωινού -

 

αγέρα

 

 

άραγες οι καμπάνες τι να μηνούν ;

 

θα τις ακολουθήσουν μήπως

 

ύμνοι τραγούδια χαρές

 

ή πολυβόλα θ' αντηχήσουνε

 

απαίσια

 

να σπείρουνε

 

τον όλεθρο ολούθε ;

 

 

ένα σας λέω :

 

όλοι να τρέξουνε αμέσως

 

στα γκώλ -πόστ

 

παιδιά !

 

στα γκώλ -πόστ !

 

στα γκώλ -πόστ

 

άγρυπνοι

 

- ακοίμητοι φρουροί -

 

πανέτοιμοι

 

το μάτι εδώ εκεί

 

να γρηγορούμε

 

 

μην αρχινίσουνε να πέφτουνε

 

τα τέρματα

 

βροχή

 

και

 

ηττηθούμε

 

 

 

 

 

 

 

 

 

http://www.griechische-kultur.de/Autoren_Neuerscheinungen/Seferis/Seferis_gedichte.htm

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΑΛΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ (ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ)

 

 

 

Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη

 

με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.

 

κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,

 

μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.

 

Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση

 

στην ιδέα «Οδυσσέας»

 

που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια

 

να περιμένουν στο προαύλιο

 

των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.

 

Εκεί στο παλάτι του νησιού

 

με τους φτιαχτούς ορίζοντες

 

μιας γλυκερής αγάπης

 

και το πουλί απ’ το παράθυρο

 

να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο

 

είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης

 

την προσωπογραφία του έρωτα.

 

Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο

 

βαστώντας μια κούπα καφέ

 

πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός

 

να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.

 

 

 

Η σκιά του στον τοίχο

 

σημάδι από έπιπλο που μόλις το σήκωσαν

 

αίμα από αρχαίο φόνο

 

μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη

 

στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.

 

Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος

 

όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά

 

το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ' τα χέρια

 

η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο

 

το χώμα και το φτυάρι

 

το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.

 

 

 

Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα

 

την υποβλητική μουσική του φόβου

 

τα κρουστά της παραίτησης

 

το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας

 

χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου

 

τις περίπλοκες συγχορδίες

 

μιας άπειρης ευγνωμοσύνης

 

για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται

 

νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα

 

όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα

 

αγγίγματα και δαγκώματα

 

φωνούλες στα σκοτάδια

 

μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.

 

Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός

 

και του ’κλείσε την πόρτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

O μοντερνισμός, και στη Λογοτεχνία και στη Μουσική και στις Τέχνες γενικότερα, είναι ένα απ' τα πιο αγαπημένα μου κινήματα!

 

 

Μπράβο, μου άρεσε κι εμένα το αφιέρωμα! :)

Link to comment
Share on other sites

 

 

Ποια ποιήματα σας αρέσουν?

 

Ανεβάστε τους στίχους των αγαπημένων σας ποιητών.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Από το 'The Love Song of J. Alfred Prufrock' του Έλιοτ (όλο

εδώ)

[...]

And indeed there will be time

To wonder, “Do I dare?” and, “Do I dare?"

Time to turn back and descend the stair,

With a bald spot in the middle of my hair—

(They will say: “How his hair is growing thin!”)

My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,

My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—

(They will say: “But how his arms and legs are thin!”)

Do I dare

Disturb the universe?

In a minute there is time

For decisions and revisions which a minute will reverse.

For I have known them all already, known them all:

Have known the evenings, mornings, afternoons,

I have measured out my life with coffee spoons;

I know the voices dying with a dying fall

Beneath the music from a farther room.

So how should I presume?

And I have known the eyes already, known them all—

The eyes that fix you in a formulated phrase,

And when I am formulated, sprawling on a pin,

When I am pinned and wriggling on the wall,

Then how should I begin

To spit out all the butt-ends of my days and ways?

And how should I presume?

And I have known the arms already, known them all—

Arms that are braceleted and white and bare

(But in the lamplight, downed with light brown hair!)

Is it perfume from a dress

That makes me so digress?

Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.

And should I then presume?

And how should I begin?

[...]

Edited by Ayu
Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραίο το αφιέρωμα :good:

 

Στην Ελλάδα έχουμε υπέροχα δείγματα μοντερνισμού από όλη τη μεταπολεμική γενιά[μπορεί να σε μιμηθώ μια μέρα και να κάνω ένα αντίστοιχο αφιέρωμα αλλά επιφυλλάσομαι για την ώρα] . Φυσικά προσωπική μου άποψη είναι πώς δεν καταργήθηκαν ποτέ οι φόρμες, απλά έπαψαν να είναι δεσμευτικές. Στο μορφη έγιναν μεγάλα βήματα με σχεδόν απόλυτη ελευθερία μορφολογίας αλλά το περιεχόμενο εξακολουθεί να έχει [ και μάλλον ορθως ή έστω δε γίνεται αλλιώς ] δομές,καλούπια κλπ.

 

και πάλι συγχαρητήρια :good:

Link to comment
Share on other sites

Φυσικά προσωπική μου άποψη είναι πώς δεν καταργήθηκαν ποτέ οι φόρμες, απλά έπαψαν να είναι δεσμευτικές. Στο μορφη έγιναν μεγάλα βήματα με σχεδόν απόλυτη ελευθερία μορφολογίας αλλά το περιεχόμενο εξακολουθεί να έχει [ και μάλλον ορθως ή έστω δε γίνεται αλλιώς ] δομές,καλούπια κλπ.

 

Γι' αυτό υπάρχει ο μεταμοντερνισμός. Κι ο μετα-μεταμοντερνισμός :bleh:

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πολυ πολυ ωραιο το αφιερωμα Τετη! Ευχαριστουμε!

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Αχ τι καλό τόπικ... Λοιπόν ώρα να μοιραστώ και γω τα αγαπημένα μου...

Παρακαλώ εσείς οι πιο ειδικοί του θέματος να με διορθώσετε αν κάνω λάθος παράθεση. Νομίζω η Dickinson ανήκει στους modernists έτσι δεν είναι;

I m nobody. Who are you?

By Emily Dickinson

I'm Nobody! Who are you?

Are you – Nobody – too?

Then there's a pair of us-don't tell!

They'd banish us – you know!

How dreary to be Somebody!

How public like a Frog

To tell your name the livelong day

To an admiring Bog!

Και συνεχίζω "πεθαίνοντας". Της ιδίας....

Dying

I heard a fly buzz when I died;

The stillness round my form

Was like the stillness in the air

Between the heaves of storm.

 

The eyes beside had wrung them dry,

And breaths were gathering sure

For that last onset, when the king

Be witnessed in his power.

 

I willed my keepsakes, signed away

What portion of me I

Could make assignable,-and then

There interposed a fly,

 

With blue, uncertain, stumbling buzz,

Between the light and me;

And then the windows failed, and then

I could not see to see.

 

Όταν την είχα πρωτοδιαβάσει την μίσησα... Τώρα σα να έχω αρχίσει να αλλάζω γνώμη. Και μια αγκαλιά στην Ayu...

Edited by Oceanborn
Link to comment
Share on other sites

friends.gif

 

(Δεν είμαι ειδική.) Η Emily Dickinson πέφτει ανάμεσα στις δύο περιόδους κι έχει χαρακτηριστικά τόσο από τον Ρεαλισμό (ως προς τα θέματα, την ηθική στάση, τη χρήση προσωποποίησης, κλπ) όσο κι από τον Μοντερνισμό (όπως πχ. το απρόβλεπτο στυλ και το σπάσιμο της φόρμας του 19ου αι.). Δεν νομίζω ότι υπάρχει συμφωνία ως προς το κίνημα το οποίο ανήκει περισσότερο. Νομίζω πως μπορεί να θεωρηθεί μεταβατική μορφή.

Link to comment
Share on other sites

Κοιτάξτε κι αυτούς τους στίχους που δανείζονται από την αστρονομία για να εκφράσουν την καθημερινότητα:

 

Νίκος Καρούζος

 

Τὶ εἶπα κάποτε σ᾿ ἕναν ἰπτάμενο

 

Σὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν λαίμαργη ἀστρονομία

 

δὲν εἶναι πιότερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπίδα ποὺ διαστέλλει

 

τὴν κίνηση μέσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτάδι.

 

Δὲν ἔχει πόσιμη σημασία νὰ σταλάξουμε

 

τσιγγούνικες ἀλήθειες καὶ σταγονίδια βεβαιότητας

 

δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ ἐξυπνάδα

 

πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις

 

ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του

 

τὴν ὥρα ποὺ σέρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πένα.

 

Δὲν ἔχει μητρότητα ὁ ἴλιγγος

 

δὲν ἔχει πατρότητα ἡ νύχτα.

 

Μίλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτόνια.

 

Οἱ σκοτεινοί μας σύντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μάκρη

 

μὲ τοῦ κύκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεύουν.

 

Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης

 

εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος

 

καὶ τὸ ὕψος ἀνεύρετη μελῳδία στὰ πλάτη...

 

Τράβηξα τὴν σκονισμένη αἰωνιότητα σὰν κουρτίνα

 

μὲ τόση εὐκολία καὶ τά ῾χασα βλέποντας

 

τὸ λάγνο τίποτα τῆς ἀναφρόδιτης καμπύλης!

 

Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ ἔαρός μου φώναξε: -Μὴ στενεύεις,

 

ἁγίαζε μονάχα, μὴ σκοπεύεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλίχιο

 

δαιμόνιο τῆς ἀγάπης πιὸ πέρ᾿ ἀκόμη τράβα κι ἂς εἶπες

 

θὰ κομματιάσω τὸν κόσμο γιὰ νὰ ματιάσω

 

τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας.

 

Ἔλα, λυτρώσου τώρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτήματος τὴν ἔλλειψη

 

νὰ γίνεις ὀμορφότερος νὰ μείνεις ὄντως μόνος...

 

 

 

[Χορταριασμένα Χάσματα, 1974]

 

 

Link to comment
Share on other sites

 

πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις

 

ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του

 

[...]

 

Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης

 

εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος

 

 

Απίθανοι στίχοι! Να 'σαι καλά!

Link to comment
Share on other sites

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος εμπνέεται από τα μαθηματικά για φτιάξει ένα ποιήμα:

 

Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοί

 

Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκει

 

τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,

 

οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.

 

Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου

 

γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,

 

ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον

 

τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου

 

καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι

 

ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω

 

ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.

 

 

 

Ή από τον στάσιμο χρόνο (και θυμίζει πολλά έργα Ε. Φ. με αντίστοιχο θέμα):

 

 

 

Σοῦ στήνω μία καλύβα

 

 

 

Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων,

 

ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι,

 

μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος

 

ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!

 

Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,

 

νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,

 

νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,

 

νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου

 

τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Δεν εχω προλαβει να κατσω σαν ανθρωπος να ανεβασω και εγω μερικα ποιηματα που θελω... αλλα για την ωρα διαβαζοντας μονο τα post σας... νιωθω.... :yahoo:

Edited by laas7
Link to comment
Share on other sites

ΕΤΗ ΦΩΤΟΣ

 

Οι απέραντες εκτάσεις μετρημένες

 

μ'έτη φωτός,δεν μου λένε τίποτα.

 

Εσύ ήσουνα λίγα μέτρα μακριά

 

και δεν μπορούσα να σ'αγγίξω

 

σαν απλησίαστο απλανή αστέρα.

 

 

 

Τίτος Πατρίκιος

 

 

Link to comment
Share on other sites

 

 

ΔΟΥΚΑΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗΣ, Ο θρύλος της γυναίκας-αράχνης *

 

 

 

Κάτι επικίνδυνο στο σύμπαν ελλοχεύει

 

καλά κρυμμένο σε πυρήνες πλανητών

 

αργά κι αθόρυβα στο σύμπαν ταξιδεύει.

 

Νύχτα, ξεβάφεσαι, καθρέφτης κι ασετόν,

 

 

 

σέρνεις τα μάτια με το ζόρι στα δικά μου,

 

κάτι κακό παραμονεύει στο σκοτάδι,

 

κι έτσι όπως έχεις πάρε-δώσε με τον Άδη,

 

τ’ αντιλαμβάνεσαι – εγώ ; . . . στην άγνοιά μου.

 

 

 

Θ’ αναρωτιέσαι πώς βρεθήκαμε μαζί,

 

τώρα που βλέπεις μοναχή τα πεπρωμένα

 

( καθόλου ευχάριστα για σένα και για μένα ),

 

και λίγο ντρέπεσαι – λες και θα φταις εσύ.

 

 

 

Κάτι επικίνδυνο στο σύμπαν ταξιδεύει·

 

Κάτι επικίνδυνο στο σύμπαν ταξιδεύει.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Καλα ε... εχω παθει πλακα... τα δυο τελευταια ποιηματα που ανεβασε η Τετη .... απλα σκιζουν! :good:

 

Κατι επικινδυνο στο συμπαν ταξιδευει....

 

Εσύ ήσουνα λίγα μέτρα μακριά

 

και δεν μπορούσα να σ'αγγίξω

 

σαν απλησίαστο απλανή αστέρα.

Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω αν αυτό το ποίημα θεωρείται μοντερνισμός ή μπαλάντα. Ας διαφωτίσει κάποιος...

 

 

Along the shore the cloud waves break,

The twin suns sink behind the lake,

The shadows lengthen

In Carcosa.

Strange is the night where black stars rise,

And strange moons circle through the skies,

But stranger still is

Lost Carcosa.

Songs that the Hyades shall sing

,Where flap the tatters of the King,

Must die unheard in

Dim Carcosa.

Song of my soul, my voice is dead,

Die thou, unsung, as tears unshed

Shall dry and die in

Lost Carcosa.

 

—"Cassilda's Song" in The King in Yellow Act 1, Scene 2

Edited by abuno
Link to comment
Share on other sites

Δεν παιρνω ορκο... αλλα δεν νομιζω να ειναι μπαλαντα (η μπαλαντα εχει 28 στιχους απο 8 συλλαβες ο καθενας, που κατανεμονται σε τρεις οκταστιχες στροφες και μια τετραστιχη... αν και υπαρχουν και παραλλαγες...από δεκάστιχες ή δωδεκάστιχες στροφές, με envoi πέντε ή έξι στίχων. Έχουν γραφτεί επίσης διπλές μπαλάντες, με έξι οκτάστιχες ή δεκάστιχες στροφές, κάποιες φορές χωρίς envoi, και μπαλάντες μεδιπλό ρεφραίν, στις οποίες επαναλαμβάνεται και ο τέταρτος στίχος κάθε στροφής, εκτός από τον τελευταίο... η wikipedia μου προκαλεσε πονοκεφαλο :dazzled: ). Οποτε θα ελεγα τι καλα που δημιουργηθηκε ο μοντερνισμος!

Edited by laas7
Link to comment
Share on other sites

ολοκαύτωμα + πατριαρχία =

SYLVIA PLATH

Η ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ

Απόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη

 

 

Το έκανα ξανά.

Κάθε δέκα χρόνια μια φορά

Το καταφέρνω -

 

Κάτι σαν περιφερόμενο θαύμα, το δέρμα μου

Φωτεινό όπως αμπαζούρ των ναζί,

Το δεξί μου πόδι

 

Ένα πρες παπιέ,

Το πρόσωπό μου άμορφο, λεπτό

Εβραϊκό λινό.

 

Ξετύλιξε τη γάζα

ω εχθρέ μου.

Προξενώ τον τρόμο; -

 

Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, η πλήρης σειρά των δοντιών;

Η στυφή αναπνοή

Σε μια μέρα θα χαθεί.

 

Γρήγορα, γρήγορα η σάρκα

Η φαγωμένη από του τάφου τη σπηλιά

Θα είναι πάνω μου μια χαρά

 

Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.

Είμαι μονάχα τριάντα χρονών.

Κι όπως η γάτα έχω να πεθάνω εννιά φορές.

 

Αυτή είναι η νούμερο «Τρία».

Τι ανοησία

Να εκμηδενίζεις κάθε δεκαετία.

 

Πόσα εκατομμύρια κλωστές.

Το πλήθος μασουλώντας φιστίκια

Στριμώχνεται να τους δει

 

Να με ξετυλίγουν χέρια πόδια -

Το μεγάλο στριπτίζ

Κυρίες και κύριοι

 

Ιδού τα χέρια μου

Ιδού τα γόνατά μου.

Μπορεί να είμαι κόκαλο και πετσί,

 

Κι όμως είμαι η ίδια κι απαράλλαχτη γυναίκα.

Την πρώτη φορά που συνέβη ήμουν στα δέκα

Ήταν ατύχημα.

 

Τη δεύτερη φορά είχα σκοπό

Να κρατήσει και να μην γυρίσω πίσω.

Λικνιζόμουν κλειστή

 

Καθώς κοχύλι.

Έπρεπε να με φωνάξουν και να με ξαναφωνάξουν

Και να μαζέψουν από πάνω μου τα σκουλήκια σαν

λιπαρά μαργαριτάρια.

 

Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως κάθε τι.

Το κάνω εξαιρετικά καλά.

 

Το κάνω έτσι που να μοιάζει κόλαση.

Το κάνω έτσι που να μοιάζει αληθινό.

Μπορείτε να πείτε πως διαθέτω κλίση σ αυτό.

 

Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω σ ένα κελί.

Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω και να μείνω εκεί.

Είναι η θεατρική

 

Επιστροφή μέρα μεσημέρι

Στα ίδια μέρη, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια βάρβαρη

Εύθυμη κραυγή:

 

«Θαύμα»

Που μου δίνει τη χαριστική βολή.

Υπάρχει επιβάρυνση

 

Για να κοιτάξετε τις ουλές μου, υπάρχει επιβάρυνση

Για ν ακούσετε την καρδιά μου

-πράγματι χτυπάει.

 

Και υπάρχει επιβάρυνση, πολύ μεγάλη επιβάρυνση

Για μια λέξη ή ένα άγγιγμα

Ή για λίγο αίμα,

 

Η ένα κομμάτι απ τα μαλλιά μου ή τα ρούχα μου.

Λοιπόν, λοιπόν, χερ Ντόκτορ.

Λοιπόν, χερ εχθρέ.

 

Είμαι το έργο σου,

Είμαι το τιμαλφές σου,

Ένα μωρό σκέτο χρυσάφι

 

Που αναλύεται σε μια στριγκλιά.

Στριφογυρίζω και παίρνω φωτιά.

Μη νομίζεις πως υποτιμώ το μέγα ενδιαφέρον σου.

 

Στάχτη στάχτη -

Σκαλίζεις κι αναδεύεις.

Σάρκα, κόκαλα, τίποτε δεν υπάρχει εκεί -

 

Μια πλάκα σαπούνι,

Μια βέρα,

Ένα σφράγισμα χρυσό.

 

Χερ Ύψιστε, χερ Εωσφόρε

Πρόσεξε

Πρόσεξε.

 

Από τη στάχτη βγαίνω

Με πορφυρά μαλλιά

Τ αντράκια τα μασάω

Τα κάνω μια χαψιά

Edited by Rikochet
Link to comment
Share on other sites

 

Χρῆστος Δημάκης - Τὰ bit εἶναι σιωπηλά

Ξέρω πὼς τὰ bit τρέχουν σιωπηλὰ

στὶς ὑπερλεωφόρους τῆς πληροφορίας.

Θεωρία πεδίου ἠλεκτρομαγνητικοῦ

ἔχω διδαχθεῖ ἐπαρκῶς,

κυκλώματα ξέρω ἀρκετὰ

καθὼς καὶ ἰκανὰ στοιχεῖα ἠλεκτρονικῆς

ἔτσι ὥστε νὰ μὴ μὲ τρομάζει

τῆς ἐπιστήμης τῶν Τηλεπικοινωνιῶν

ὁ ὑπέρλαμπρος ἀστερόης οὐρανός.

 

Γνωρίζω λοιπὸν ὅτι τὰ bit ἄηχα εἶναι.

Οἱ ἤχοι εἶναι ἀπὸ πράγματα πολὺ πεζότερα,

κινητηράκια δηλαδὴ κι ἀνεμιστῆρες

ἴσως κι ἐλαττωματικὰ τροφοδοτικά,

πράγματα ζωτικὰ μὲν γιὰ τὴν ἀπαγωγὴ

τῆς ἀνεπιθύμητης θερμότητας

καὶ τὴν κυκλοφορία τῶν ἠλεκτρονίων,

ὄχι ὅμως καθ᾿ ἑαυτὰ οὐσίες ζῶσες

καὶ προορισμένες γιὰ ὀργάνωση ἀνώτερη,

ὅπως οἱ μνῆμες, οἱ ἐπεξεργαστές,

οἱ διαμορφωτές, οἱ ἀποδιαμορφωτές,

οἱ κωδικοποιητές κι οἱ ἀποκωδικοποιητές.

 

Ὅμως ἐμένα μ᾿ ἀρέσει νὰ νομίζω

πὼς καὶ ἡ σκέψη θόρυβο μπορεῖ νὰ προκαλεῖ

καὶ πάταγο καμιὰ φορὰ νὰ κάνει.

Ἔτσι, ἀφήνομαι στὸν ἦχο

τοῦ ὑπολογιστῆ μου ἢ τοῦ modem,

στὸ βουητὸ τοῦ δέκτη ἢ τοῦ πομποῦ

καὶ λέω μέσα μου:

«νάτες οἱ σκέψεις ποὺ ἀναμεταξύ τους ὁμιλοῦν

τρέχοντας πέρα-δῶθε καὶ ξεσαλώνουν...»

 

Μὰ μὲ τρομάζει ὅταν ξαφνικὰ

μένουν ξεκρέμαστα ὅλα στὸν ἀέρα,

μετέωρα μὲ τὸ θανατηφόρο ἄνοιγμα

κάποιου βάρβαρου διακόπτη.

Καὶ μετὰ ἀπορῶ:

Τὶ γίναν ὅλα αὐτὰ τὰ bit,

ποῦ πῆγαν, ποῦ χάθηκαν

καθὼς καμαρωτὰ ὁδεύαν

ὡς παρελαύνουσες μαθήτριες

πρὸς ἕνα ἐκτυπωτή, ἕνα δίσκο, ἢ μιὰ ὀθόνη,

πρὶν καταφέρουν νὰ γίνουν γράμμα,

εἰκόνα,

ἦχος,

περιοχὴ συγκεκριμένης μαγνήτισης

ἢ φῶς;

 

 

Link to comment
Share on other sites

Τάσος Λειβαδίτης

 

 

 

 

 

ΚΑΝΤΑΤΑ (απόσπασμα)

 

 

 

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,

 

ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια», πήρε

 

μια γυναίκα,

 

μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο, αντί να γδυθεί και να

 

επαναλάβει την αιώνια κίνηση,

 

γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει

 

να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,

 

«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα», οι άλλοι επ’ έξω

 

δόστου χτυπήματα στην πόρτα. Με τα πολλά

 

άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές – ακούς εκεί

 

διαστροφή

 

να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.

 

Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.

 

Κανείς δεν τον ξανάδε πια.

 

Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θαρθεί η αναπότρεπτη ώρα

 

μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,

 

πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθειά, την πιο

 

μεγάλη ερωτική πράξη

 

μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

 

 

 

 

Η μπαλαντα του ομορφου συντροφου

του Εζρα Παουντ

 

Γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τοὺς ραβίνους

δὲ χάσαμε τὸν ὀμορφότερό μας σύντροφο;

Ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε τοὺς μαχητές,

τὰ γερὰ σκαριὰ καὶ τὶς ἀνοιχτὲς θάλασσες.

 

Σὰν ἤρθανε τὰ πλήθη

νὰ αἰχμαλωτίσουνε τὸν Ἄνθρωπό μας

νὰ τὸν ἔβλεπες μονάχα πῶς χαμογελοῦσε.

«Πρῶτα ν’ ἀφήσετε νὰ φύγουν οἱ ὑπόλοιποι»

ἔτσι τοὺς εἶπε ὁ ὄμορφός μας σύντροφος

«ἀλλιῶς θὰ εἴσαστε καταραμένοι…»

 

Ἔτσι μᾶς ἔδιωξε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς λόγχες τους,

ἔτσι γελοιοποίησε τὴ συμμορία

«γιατί δὲ μὲ συλλάβατε» τοὺς εἶπε

«τότε ποὺ μόνος μὲς στὴν πόλη περπατοῦσα;»

 

Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ μᾶς συντρόφευσε

ἤπιαμε στὴν ὑγειά του φίνο κόκκινο κρασὶ

γιατὶ ἦταν ὁ πιὸ ἄνθρωπος ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους,

γιατὶ δὲν ἤτανε παχὺς παπὰς κι εὐνοῦχος.

 

Τὸν εἶδα μὲ μιὰ τριχιὰ στὸ χέρι

νὰ κυνηγάει καμιὰ ἑκατοστὴ ἐμπόρους, γιατὶ

-μὴ σᾶς ξαφνιάζει- τὸ τίμιο κι ἁγιασμένο σπίτι του

τὸ καταντήσανε παζάρι καὶ χρηματιστήριο.

 

Δὲ θὰ τὴ βρεῖτε, δὲ χωράει στὰ βιβλία ἡ ζωή του,

ὅσο περίτεχνα κι ἂν γράφονται.

Δὲν εἶναι ποντικὸς στὰ κιονόκρανα

ὁ ὄμορφός μας σύντροφος

ποὺ ἀγαποῦσε τὶς ἀνοιχτὲς θάλασσες.

 

Γελιοῦνται παράφορα ὅσοι νομίζουν

πὼς παγιδέψανε τὸν ὄμορφό μας σύντροφο·

«πηγαίνω στὴ γιορτή» μᾶς εἶπε

«παρ’ ὅλο ποὺ πηγαίνω στὴν ἀγχόνη.

Εἴδατε πῶς θεράπευσα κουτσοὺς κι ἀόμματους,

πῶς ἀνάστησα νεκρούς» μᾶς εἶπε

«τώρα θὰ δεῖτε κάτι ἀνώτερο:

πῶς πεθαίνει στὸ σταυρὸ ἕνας γενναῖος».

 

Ὁ γιὸς τοῦ θεοῦ, ὁ ὄμορφός μας σύντροφος,

μᾶς κάλεσε νὰ γίνουμε ἀδέρφια του.

Τὸν εἶδα νὰ τρομάζει χίλιους ἄντρες.

Τὸν εἶδα σταυρωμένο.

 

Δὲν ἔβγαζε μιλιὰ ὅταν τοῦ κάρφωναν τὰ χέρια,

ὅταν ἀνάβλυζε τὸ αἷμα του ζεστό.

Ὅταν ἀλυχτοῦσαν τὰ βρωμόσκυλα

τοῦ κόκκινου οὐρανοῦ

ὁ ὄμορφός μας σύντροφος δὲν ἔβγαζε μιλιά.

 

Τὸν εἶδα στὰ ὑψώματα τῆς Γαλιλαίας

νὰ τρομάζει χίλιους ἄντρες·

περνοῦσε ἤρεμος ἀνάμεσά τους

κι ἐκεῖνοι κλαψουρίζανε

κι ἦταν τὰ μάτια του ὡραία

σὰν τὴ γαλάζια θάλασσα.

Σὰν θάλασσα φουρτουνιασμένη

ποὺ δὲν ἀνέχεται ταξίδια.

Σὰν τῆς Γεννησαρὲτ τὴ θάλασσα

ποὺ τὴν ὑπόταξε μὲ δυό του λέξεις.

 

Τὸν Κύριο, τὸν ὄμορφό μας σύντροφο,

τῆς θάλασσας τ’ ἀδέρφι καὶ τ’ ἀνέμου,

γελιοῦνται αἰωνίως, φίλε μου,

ὅσοι νομίζουν πὼς τὸν ἔχουν θανατώσει.

 

Τὸν εἶδα νὰ τρώει γλυκιὰ κερήθρα

κι ἃς τὸν εἴχανε πρὶν μέρες σταυρωμένο.

Edited by laas7
Link to comment
Share on other sites

Τα ενδύματα - Les vêtements

Τα τεκμήρια έμεναν πάντοτε στου φονέως τον κήπο, ξεσκισμένα από τέλειο φάσγανο, σαν προικιά βουλιαγμένα στα έλη, σαν να τα ’σπειρε κάποιος αλόγιστα στο φευγιό του απάνω.

 

Πελερίνες, μετάξια και δίμιτα, με την αίγλη που έπρεπε τότε, χλιαρές αλλαξιές που ποτίστηκαν μυρωδιές και θορύβους, ζιπουνάκια λευκά και στηθόπανα μ’ αραιές μαχαιριές και φεστόνια, και τα εύθραυστα εκείνα ενδύματα που τα λέγαν το πάλαι ποτέ καμιζόλες.

 

Ονειρώδεις οι θάνατοι και ο δράστης αθώος. Μ’ ένα τραύμα τυφλό, σαν παράθυρο που πατιόταν μονάχα τις νύχτες.

 

 

--------------------------------------------------------------

 

 

Les pièces à conviction restaient toujours dans le jardin de l’assassin, déchirées d’un couteau infaillible, comme un trousseau noyé dans les marais, éparpillé sans y penser par un fuyard.

 

Pélerines, soies et percales, éclatantes comme il seyait alors, linge tiède imbibé d’odeurs et de bruits, boléros blancs, couvre-gorge à festons troués par le poignard, et ces vêtements fragiles appelés camisoles jadis.

 

Morts pleines de songe, innocent leur auteur. Et sa blessure aveugle, comme une fenêtre qu’on ne forçait que la nuit.

 

 

 

Traduction : Michel Volkovitch

 

Ελένη Βακαλό

 

 

 

Το μάτι του πατέρα μου

 

 

 

 

 

Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.

 

Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του

 

κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-

 

ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.

 

 

 

Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Επαιζε το μάτι

 

στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.

 

‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.

 

 

 

Ερριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώ-

 

νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να

 

κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.

 

 

 

Αυτό το ποίημα

 

δεν είναι για να το διαβάσουν

 

όσοι δεν μ’ αγαπούνε

 

ακόμη

 

κι από κείνους

 

που δεν θα με ξέρουν

 

αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα

 

σαν

 

και κείνους.

 

 

 

Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια.

Edited by deadend
Link to comment
Share on other sites

Νομιζω πως πρεπει να ανεβασουμε Ελιοτ (θεωρειται ο ηγετης του μοντερνισμου στην ποιηση-εχει βραβευτει με νομπελ το 1948) και για να μην ανεβασω την ερημη χωρα, το γνωστοτερο ποιημα του... ειπα να βαλω "Το ερωτικο τραγουδι του Τζ. Αλφρεντ Προυφροκ" που θεωρεται ως η απαρχη της μοντερνας ποιησης.

 

(The Love Song of J. Alfred Prufrock) - 1917

 

Let us go then, you and I,

When the evening is spread out against the sky

Like a patient etherised upon a table;

Let us go, through certain half - deserted streets,

The muttering retreats

Of restless nights in one-night cheap hotels

And sawdust restaurants with oyster-shells:

Streets that follow like a tedious argument

Of insidious intent

To lead you to an overwhelming question ...

Oh, do not ask, "What is it?"

Let us go and make our visit.

 

Πάμε λοιπόν εσύ κι εγώ,

καθώς απλώνεται το δειλινό στην ουρανό

Σαν ναρκωμένος με αιθέρα ασθενής στο χειρουργείο.

Πάμε, μέσ' από κάποια μισοέρημα στενά,

Αποτραβιούνται τα μουρμουρητά τα σιγανά

Των χωρίς ησυχία

Νυχτών σε μιας βραδιάς φτηνά ξενοδοχεία

Και ρεστοράν με πριονίδια και κελύφη από στρείδια :

Στενά, που σαν συζήτηση ανιαρή τραβάνε

Με στόχο δόλιο να σε πάνε

Σε μια ανυπόφορη αμφιβολία ...

Ω, μη ρωτάς "Τι είναι αυτή η σκέψη;"

Ας κάνουμε, έλα, την επίσκεψη.

 

 

 

Επισης να δηλωσω πως ανακαλυψα εναν "νεο" κοσμο με τα ποιηματα που ανεβαζετε ολοι... σας ευχαριστω!

Συνεχιστε...keep on walking... ειμαι με γουρλωμενα ματια μπροστα στην οθονη για το επομενο!

Edited by laas7
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..