Jump to content

FFL #9 (Kafka vs Deus Misereatur vs Naroualis vs Cassandra Gotha vs John82 vs Nienor vs Mesmer vs Waylander vs KELAINO vs Ayu vs DinMacXanthi vs abuno vs Eugenia Rose)


northerain

Ποια είναι τα αγαπημένα σας διηγήματα;  

18 members have voted

  1. 1. (4 ψήφοι ο καθένας)

    • Η διήγηση του παππού - Kafka
    • Η εισβολή τους χώρισε - Deus Misereatur
    • ΕΦΤΑ ΑΣΤΕΡΙΕΣ - Naroualis
    • Ζωή από τη ζωή σας - Cassandra Gotha
    • Μέσα του - John82
    • Άτιτλο - Nienor
    • Μέρα 1 - Mesmer
    • Εισβολής στην καταιγίδα - Waylander
    • H ΦΡΥΑ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ - KELAINO
    • Άτιτλο - Ayu
    • Γεννημένοι στο σκοτάδι - DinMacXanthi
    • Μαύρη σφαίρα - abuno
    • No rest for the wicked - Eugenia Rose

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Ladies and Germs,

 

Σας δίνω το θέμα του 9ου Flash Fiction Live διαγωνισμού:

ΕΙΣΒΟΛΗ

 

 

Γράψτε ρε!

 

Κλέβοντας τους κανόνες απο το 8ο FFL:

 

Κανονισμοί

 

Σήμερα Σάββατο, 9 Φεβρουαρίου, και ώρα 19:00, οι υποψήφιοι συμμετέχοντες συγγραφείς συγκεντρώνονται σ'αυτό το τόπικ (λίγο νωρίτερα). Από τη στιγμή, με το ρολόι, που ανακοινωθεί το θέμα στο παρόν ποστ, έχετε ακριβώς 90 λεπτά για να γράψετε μια μικρή, ολοκληρωμένη ιστορία πάνω στο θέμα. Οι ιστορίες πρέπει να έχουν τουλάχιστον 400 λέξεις. Ανώτερο όριο δεν υπάρχει, αλλά να θυμάστε πως τα λεπτά κυλούν και δεν πρόκειται να δωθεί η παραμικρή παράταση. Οι ιστορίες πρέπει να είναι αποκλειστικά fantasy (συμπεριλαμβανομένων και παραμυθιών), επιστημονικής φαντασίας, ή τρόμου, και ολοκληρωμένες!

 

Θα ανεβάσετε τις ιστορίες σας στο παρόν τόπικ. Μετά, όταν διαβάσετε τις ιστορίες, θα ψηφίσετε στο πολλ που θα ανοίξουμε στο αρχικό τόπικ με ψήφους για τις ιστορίες που σας άρεσαν περισσότερο (ακόμα δεν ξέρουμε πόσες ανάλογα την συμμετοχή). Mπορούν να ψηφίσουν όλα τα μέλη του sff είτε πήραν μέρος στο διαγωνισμό είτε όχι.

 

Η ψηφοφορία θα διαρκέσει μία εβδομάδα, δηλαδή μέχρι και τα μεσάνυχτα 16 Φεβρουαρίου (προς Κυριακή), μια που οι ιστορίες των FFL είναι συνήθως αρκετά μικρές ώστε να μπορούν να διαβαστούν σε σχετικά λίγο χρόνο. Ο/η συγγραφέας της νικήτριας ιστορίας, εκτός από τον τίτλο "Γρηγορότερο Μολύβι του SFF" κερδίζει και το δικαίωμα να θέσει το θέμα και να διοργανώσει, αν θέλει, τον επόμενο FFL διαγωνισμό. Editing στο ποστ με την ιστορία σας επιτρέπεται αρκεί να μην έχει λήξει ο χρόνος του συγγραφικού μέρους, δηλαδή τα 90 λεπτά. Μετά, κανένα edit ούτε για ένα typo. :cardR:

 

Θα εκπλαγείτε, όσοι δεν έχει τύχει να διαβάσετε ιστορίες προηγουμένων FFL, με το πόσο καλές ιστορίες μπορούν να γραφτούν "φλασαριστά" μέσα σε 90 μόνο λεπτά!

 

Τα διηγήματα του διαγωνισμού, με σειρά συμμετοχής:

Η διήγηση του παππού - Kafka

Η εισβολή τους χώρισε - Deus Misereatur

ΕΦΤΑ ΑΣΤΕΡΙΕΣ - Naroualis

Ζωή από τη ζωή σας - Cassandra Gotha

Μέσα του - John82

Άτιτλο - Nienor

Μέρα 1 - Mesmer

Εισβολής στην καταιγίδα - Waylander

H ΦΡΥΑ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ - KELAINO

Άτιτλο - Ayu

Γεννημένοι στο σκοτάδι - DinMacXanthi

Μαύρη σφαίρα - abuno

No rest for the wicked - Eugenia Rose

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Ακριβώς όταν έπρεπε να βγω...

Έγραψα κάτι, δε ξέρω τί τύχη μπορεί να έχει αλλά σημασία έχει η συμμετοχή :) Είναι 482 λέξεις.

 

Συνεπώς σας παρουσιάζω την Διήγηση του Παππού:

 

Η διήγηση του παππού

 

Μέχρι αυτή την περίοδο ήταν εξαιρετικά δύσκολο να νοικιαστεί, πόσο μάλλον να πωληθεί, το οποιοδήποτε σπίτι ήταν ανώγειο. Η οικονομική κρίση το άλλαξε αυτό, αν και οι γηγενείς κάτοικοι της πόλης μοιάζουν και πάλι να αντιμετωπίζουν τη μετοίκισή τους σε ένα τέτοιο χώρο μόνο ως την έσχατη λύση. Αρχικά πίστευα οτι αυτή η απέχθεια για τα ανώγεια οφειλόταν στην εύλογη κρίση πως κανείς διατρέχει ένα μεγαλύτερο κίνδυνο να πέσει θύμα διάρρηξης αν ζει εκεί όπου μπορεί να σκαρφαλώσει ο καθένας. Μόλις πέσει η νύχτα, ιδίως στα μικρά σοκάκια, κανείς δεν υπάρχει για να παρατηρήσει τους κλέφτες, που ενδυναμωμένοι απο τη δική τους ανέχεια γίνονται ολοένα ριψοκίνδυνοι.

Εγώ ζω στο δεύτερο όροφο. Αν ζούσα έστω και λίγο χαμηλότερα δε ξέρω αν θα το άντεχα. Είμαι ήδη ηλικιωμένος και το σώμα μου δεν αντέχει καμία μεγάλη συγκίνηση. Και μπορεί να τρέμω λιγάκι όταν ακούω πως κάποιος στην περιοχή έπεσε θύμα ληστείας, απο την άλλη όμως φοβάμαι πολύ περισσότερο κάτι άλλο.

Τώρα είμαι γέρος, όμως νέος ακόμα είχα ακούσει για το μύθο του σκαφτιά. Τότε δεν είχα δώσει σημασία. Μου τον είχε εκμυστηρευτεί ένα βράδυ στο σπίτι του ο ακόμα πιο γερασμένος απο εμένα τώρα, παππούς μου. Σύμφωνα με αυτόν όλη η πόλη είναι σκαμμένη απο κάτω, μεγάλα συστήματα απο κατακόμβες διατρέχουν όλα τα μήκη και τα πλάτη. Όμως αυτά δεν έχουν γίνει η αφορμή για το φόβο των παλιών ανθρώπων. Υπάρχει, κατά το μύθο, πέρα απο τα μεγάλα υπόγεια περάσματα που δημιουργήθηκαν για λόγους άγνωστους κατά τη διάρκεια των αιώνων, και μια νέα δημιουργία σε εκείνα τα βάθη. Είναι ένας που σκάβει, την αξίνα την κρατάει μπροστά, αέναα, ασταμάτητα, προσπαθώντας προφανώς κάπου να φτάσει, μα δεν είναι γνωστό κάτι για τον προορισμό του. Διηγήσεις για το παρουσιαστικό του δεν υφίστανται, μόνο σε παραφθορές του βασικού μύθου έχουν προστεθεί τέτοια τμήματα, αυτά όμως υπάρχουν καταχρηστικά. Ο σκαφτιάς είναι ανώνυμος, απρόσωπος. Βρίσκεται κάτω απο την πόλη, κινείται παντού, απο τα μεγαλύτερα βάθη απο τις κατακόμβες, στο εσωτερικό της γης, ως και την επιφάνεια.

Γι αυτό, κατέληγε ο παππούς, δεν πρέπει ποτέ κανείς να ζει σε ένα σπίτι που έχει για πάτωμα το έδαφος, ή κάποια κτισμένη στρώση που γειτνιάζει με αυτό. Η ησυχία ποτέ δε θα λυπηθεί έναν τέτοιο κακόμοιρο για να του προσφερθεί, θα φοβάται πάντα τις νύκτες, δίχως και ο ίδιος να μπορεί να καταλάβει το λόγο, είτε έχει κάποτε ακούσει το μύθο του σκαφτιά, είτε του διαφεύγει ολότελα εκείνος.

Θα νομίζει οτι καμιά φορά ακούει κάτι υπόκωφους, μονότονους ήχους. Θα πιστεύει οτι άλλοτε ειρηνικά τοποθετημένα αντικείμενα στα έπιπλα φανερώνουν ένα στιγμιαίο τρεμούλιασμα. Η πραγματικότητα είναι οτι ο σκαφτιάς περνούσε εκείνη την ώρα, ανύποπτα, μυστικά, κάτω απο τα πόδια του, με προορισμό – μακάρι! – που δε θα οδηγούσε την αξίνα ξαφνικά να στραφεί προς τα πάνω, θρεμμένη απο το χάλασμα του πατώματος που σύντομα θα γινόταν συντρίμμια, δε θα εγκαταλειπόταν πια, προτού να σφηνωθεί πέρα απο αυτό και σε ανθρώπινη σάρκα.

Link to comment
Share on other sites

Η εισβολή τους χώρισε

 

Δύο χρόνια πέρασαν από την αποφυλάκισή μου από τα κρατητήρια του Ναυπλίου. Είχα καταδικαστεί ως υπεύθυνος για τον θάνατο ενός καλού μου φίλου… Η αλήθεια είναι ότι έφταιγα. Οδηγούσα μεθυσμένος το αυτοκίνητό μου με τον φίλο μου ακόμα πιο μεθυσμένο να μισοκοιμάται στο κάθισμα του συνοδηγού. Δεν είδα ποτέ το διερχόμενο αυτοκίνητο. Έπεσα πάνω του και ο φίλος μου ο Παντελής πέθανε ακαριαία. Δεν συγχώρησα ποτέ τον εαυτό μου και δέχτηκα την τιμωρία μου χωρίς καμία διαμαρτυρία.

 

Πριν από μερικές ημέρες πήγα στο πατρικό μου, όπου έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο. Ήταν από εκείνα που μου είχε δανείσει ο Παντελής πριν από χρόνια. Ξεχασμένο στην βιβλιοθήκη μου, σκονισμένο, το έπιασα και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ήταν ένα ιστορικό βιβλίο για την εισβολή στην Κύπρο. Η καταγωγή του ήταν από το νησί και διάβαζε συνέχεια για τα γεγονότα του 1974. Μου είχε κινήσει και εμένα το ενδιαφέρον και δανειζόμουν βιβλία για να μελετήσω. Καθώς λοιπόν ξεφύλλιζα αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο, έπεσε ένα διπλωμένο χαρτί. Ήταν μία διπλωμένη φωτογραφία ενός ζευγαριού, η οποία είχε κάποιες σημειώσεις πάνω της˙

 

"Η εισβολή τους χώρισε" έγραφε στο πάνω μέρος της φωτογραφίας. "Χάθηκαν τα ίχνη και των δύο το 1975" έγραφε πιο κάτω. Τι να σήμαιναν αυτά τα πράγματα; Ποιο ήταν αυτό το ζευγάρι; Ερωτήματα που κάτι μου έλεγε ότι έπρεπε να απαντηθούν. Έκατσα και διάβασα το βιβλίο από την αρχή. Ενώ δεν έβγαζα καμία συσχέτιση με την διπλωμένη φωτογραφία, εντούτοις έβρισκα διάφορες σημειώσεις σκορπισμένες στις σελίδες του. Σε γενικές γραμμές έλεγε για ένα ζευγάρι, αγνώστων λοιπόν στοιχείων το οποίο είχε χωρίσει κατά την εισβολή και μετά εξαφανίστηκαν από προσώπου γης χωρίς να έχει μείνει ούτε ένα ίχνος τους. Γιατί όμως ο Παντελής ασχολήθηκε τόσο εκτεταμένα με αυτό το ζευγάρι; Το μυαλό μου πήγε στο γεγονός ότι ήταν συγγενικά του πρόσωπα. Ήθελα να πάω στους γονείς του μήπως μάθαινα κάτι περισσότερο, αλλά η ντροπή μου δεν με άφηνε να κάνω κάτι τέτοιο. Πήρα τα άλλα δύο βιβλία που μου είχαν μείνει στο σπίτι από την συλλογή του Παντελή, όμως δεν υπήρχε τίποτα σχετικό. Τίποτα, εκτός από έναν αριθμό τηλεφώνου!

 

Όλη νύχτα η ιστορία αυτή στριφογυρνούσε στο μυαλό μου. Την επόμενη ημέρα μάζεψα όλο το θάρρος μου και κάλεσα τον αριθμό. Απάντησε ένας ηλικιωμένος κύριος. Από την προφορά του φαινόταν ότι ήταν από την Κύπρο. Των ρώτησα αν γνώριζε τον Παντελή, αλλά μου απάντησε αρνητικά. Του είπα την ιστορία που σχετίζεται με την φωτογραφία και με μεγάλη μου έκπληξη, το τηλέφωνο έκλεισε χωρίς να πάρω καμία απάντηση. Αυτό μου κέντρισε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον. Το μυστήριο έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να χρησιμοποιήσω την γειτόνισσα μου, η οποία με γλυκοκοιτάζει εδώ και καιρό. Αυτή δουλεύει σε υπηρεσία τηλεφωνικού καταλόγου, έτσι της έδωσα το τηλέφωνο για να μου πει την διεύθυνση. Γνωρίζοντας την διεύθυνση, αποφάσισα να πάω να δω από κοντά τι συμβαίνει με την ελπίδα ότι θα ανακάλυπτα κάτι.

 

Την επόμενη ημέρα, κατά το μεσημέρι, πήγα στην διεύθυνση. Ήταν ένα σπίτι αρκετά παλιό που το περιτριγύριζε ένας αμελημένος κήπος. Σπασμένα παράθυρα και τρύπες στην οροφή συμπλήρωναν μία θλιβερή εικόνα. Εδώ ζούσε αυτός ο ηλικιωμένος κύριος ή ήταν κάποια λάθος καταχώρηση στην υπηρεσία τηλεφωνικού καταλόγου; Πέρασα την εξώπορτα του κήπου, και προχώρησα αργά προς την πόρτα. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος από μέσα. Χτύπησα και περίμενα μερικές στιγμές. Τίποτα. Κοίταξα από το παράθυρο αλλά ήταν πολύ σκοτεινά.

 

Γύρισα να φύγω, αλλά αφού έκανα μερικά βήματα και πριν προλάβω να φτάσω στην εξώπορτα, η πόρτα πίσω μου άνοιξε. Κοίταξα και ένας ηλικιωμένος άνθρωπος στεκόταν σε άθλια κατάσταση. Η όψη του με τρόμαξε καθώς ήταν μισόγυμνος, ο χρόνος τον είχε επηρεάσει φανερά, δόντια δεν πρέπει να είχε, ενώ το πιο τρομαχτικό πάνω του ήταν τα μάτια του. Ο κύριος ήταν σίγουρα τυφλός, αλλά τα μάτια του είχαν ένα πολύ περίεργο χρώμα. Τον χαιρέτισα αλλά δεν μου απάντησε. Του είπα ότι είμαι εγώ που του τηλεφώνησα χθες. Πάλι χωρίς να μου απαντήσει μου έκανε νόημα να περάσω στο σπίτι, ενώ παράλληλα γύρισε και προχώρησε πρώτος.

 

Τον ακολούθησα διστακτικά, όμως με την περιέργεια να μην με αφήνει ήσυχο. Το σπίτι μύριζε πολύ άσχημα με μία μίξη σαπισμένου φαγητού με κατουριές. Ο κύριος είχε κάτσει ήδη στην πολυθρόνα του και κοίταζε προς το μέρος μου. Αυτό πραγματικά με τρόμαξε, καθώς οι νεκρές κόρες των ματιών του ήταν κυριολεκτικά καρφωμένες πάνω μου. Έκατσα σε ένα σκαμνί που βρισκόταν σχεδόν απέναντί του. Ο κύριος άρχισε να μιλάει χωρίς να τον ρωτήσω τίποτα. Μου είπε για το ζευγάρι, ότι ήταν ένα πολύ αγαπημένο ανδρόγυνο που θα παντρευόταν πριν τους χωρίσει η εισβολή. Το περίεργο όμως ήταν ότι η γυναίκα που βρέθηκε στην Αμμόχωστο εξαφανίστηκε λίγο καιρό μετά χωρίς να γνωρίζει κανείς το πώς και το γιατί. Δύο μέρες μετά έγινε το ίδιο και με τον άνδρα ο οποίος είχε φιλοξενηθεί σε κάποια συγγενικά πρόσωπα στην Πάφο. Ζήτησα περισσότερες λεπτομέρειες μήπως καταλάβω για πιο λόγο ασχολήθηκε μαζί τους ο Παντελής. Καθώς ο κύριος έλεγε ότι δεν γνώριζε κανέναν με αυτό το όνομα, είδα μία φωτογραφία στον τοίχο του σαλονιού. Παλιά φωτογραφία, αλλά ο εικονιζόμενος ήταν ίδιος με τον άνδρα του ζευγαριού! Όπως καταλαβένετε η επόμενη ερώτησή μου ήταν ποιος ήταν στην φωτογραφία εκείνη. Ο κύριος σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει, προφανώς για να θυμηθεί ποια φωτογραφία βρισκόταν σε εκείνον τον τοίχο. Μετά από λίγο μου απάντησε πως ήταν ο ίδιος.

 

Κάποια συσχέτιση υπήρχε, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Δεν τόλμησα να ρωτήσω κάτι άλλο, όμως αυτό που μου είπε στο τέλος με τρόμαξε πραγματικά˙

"Μην τα ψάχνεις αυτά τα θέματα νεαρέ, θα σου τύχουν πράγματα που δεν θα επιθυμούσες" είπε κουνώντας παράλληλα απειλητικά το χέρι του. Πετάχτηκα πάνω και έφυγα σχεδόν τρέχοντας, ενώ σκουντούφλησα σε κάποια έπιπλα που βρέθηκαν στον δρόμο μου. Ο παππούς είχε σηκωθεί και προχωρούσε προς το μέρος μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καθώς έφτανα στην πόρτα. Γύρισα για μία γρήγορη ματιά πίσω μου. Ο κύριος συνέχισε να έρχεται προς το μέρος μου, ενώ στο χέρι του βαστούσε κάτι που έμοιαζε με μακρύ μαχαίρι ή ίσως ένα σπαθί. Μίλησε ξανά απειλητικά λέγοντας

"Η εισβολείς τιμωρούνται με θάνατο" ενώ παράλληλα σήκωσε και το μαχαίρι του. Βγήκα τρέχοντας, τα παπούτσια μου γέμισαν λάσπες, αλλά δεν σταμάτησα μέχρι που έφτασα στο αυτοκίνητό μου. Μπήκα μέσα, το έβαλα μπροστά και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κοίταξα για μια στιγμή πίσω μου να δω αν ο κύριος είχε βγει έξω. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπεσα πάνω στο αυτοκίνητο που περνούσε από μπροστά μου…

Edited by Deus Misereatur
Link to comment
Share on other sites

Έτοιμο!

Αριθμός λέξεων: 1120

Είδος: Ούρμπαν Φάντασυ (?)

Βία: Όχι

Σεξ: Καθόλου. Δεν βοηθάει. (Άραγε, σεξ μεταξύ νεκρών είναι νεκροφιλία; )

Σχόλια: Για το πάρτυ που λέγεται FFL9.

Ζωή από τη ζωή σας - FFL9.doc

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Μέσα του

 

Ο Αντρέας έριξε μια βαριεστημένη ματιά γύρω του. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που οι δειλές ακτίνες του πρωινού ήλιου χάιδεψαν το υγρό έδαφος και, μετά από μια σύντομη πάλη, έδιωξαν το πυκνό σκοτάδι της νύχτας. Αυτός όμως, αν και είχε περάσει ξάγρυπνος τις προηγούμενες ώρες, δεν ένοιωθε κουρασμένος.

Κούραση, συλλογίστηκε κι ένα βεβιασμένο χαμόγελο αυλάκωσε το πρόσωπό του. Γιατί να την νοιώσω;

Οι ώρες είχαν κυλήσει, αλλά δεν πέρασε κανείς που να του κίνησε, έστω κι ελάχιστα. το ενδιαφέρον. Λίγοι περαστικοί, μα κανείς που να δείχνει πως άξιζε να ασχοληθεί μαζί του.

Πλέον όμως είχε ξημερώσει. Σε λίγο οι δρόμοι θα γέμιζαν, άνθρωποι κάθε φύλου και ηλικίας θα έκαναν την εμφάνισή τους και αυτός θα μπορούσε να πια να ικανοποιήσει την όρεξή του.

Είχε καιρό να την αισθανθεί. Για λίγους μήνες μήνες μάλιστα είχε τολμήσει να ονειρευτεί πως είχε απαλλαγεί οριστικά από την συντροφιά της. Δεν ήξερε γιατί, αμφέβαλε αν καν ήταν άξιος για μια τέτοια τύχη, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Το είχε ελπίσει, το είχε πιστέψει και όταν η αρρωστημένη όρεξη έκανε ξανά την εμφάνισή της λίγο πριν τα μεσάνυχτα της προηγούμενης ημέρας, τον χτύπησε λες και άγγιξε ένα γυμνό καλώδιο.

Πόνεσε, θέλησε να κλάψει, θέλησε να ουρλιάξει. Δεν είχε όμως αυταπάτες. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει και γνώριζε πως ήταν το μοναδικό μονοπάτι που μπορούσε να επιλέξει.

«Αυτή είναι», μονολόγησε ψιθυριστά. Είχε περάσει την βραδιά του μέσα σε ένα μικρό σοκάκι. Μισοξαπλωμένος στο βρώμικο πεζοδρόμιο, η πλάτη ακούμπαγε σε ένα ένα ετοιμόρροπο τοίχο. Κάνεις δεν τον είχε ενοχλήσει, είχε μάθει πως μπορούσε να μένει αθέατος. Ακόμα και να κάποιος περνούσε από δίπλα του, ακόμα και αν ο ένας άγγιζε τον άλλο, κανείς δεν θα μπορούσε να τον αντιληφθεί εκτός εάν το ήθελε ο Αντρέας.

Εκείνη πέρασε από μπροστά του, κοντοστάθηκε για λίγες στιγμές. Απορημένη κοίταξε γύρω της, η καρδιά του Αντρέα άρχισε να χτυπά λίγο πιο γρήγορα.

Δεν με κατάλαβε, σκέφτηκε ανακουφισμένος. Εκείνη άρχισε βιαστικά να απομακρύνεται και αυτός πετάχτηκε όρθιος και την ακολούθησε. Δεν είχε φόβο μην την χάσει. Το χρυσαφί φως που αναδυόταν από κάθε γωνιά της ύπαρξής της μπορούσε να γίνει αντιληπτό από δεκάδες μέτρα μακριά.

Βάδιζε μέσα στο πλήθος. Ήταν βιαστικός, η όρεξη όλο και μεγάλωνε. Γινόταν δυνατότερη, κυρίευε το σώμα, κυριαρχούσε στο μυαλό του και ήξερε πως μόνο με έναν τρόπο θα την ηρεμούσε.

Έπρεπε να μπει...

Η κοπέλα φαινόταν εξίσου βιαστική με εκείνον.

Μάλλον θα έχει αργήσει στην δουλεία της, υπέθεσε. Τον ευχαρίστησε αυτή η πιθανότητα. Οι βιαστικοί άνθρωποι πάντα κάνουν ευκολότερα λάθος.

Εκείνη τάχυνε κι άλλο το βήμα της. Την είδε να κοιτάζει το ρολόι της, φαινόταν αναστατωμένη. Την είδε να μπαίνει σε ένα απόμερο στενό. Όχι και η καλύτερη επιλογή, όλοι στην περιοχή ήξεραν πως έπρεπε να αποφεύγουν τέτοια σημεία. Ο χρόνος μάλλον την πίεζε. Είχαν λοιπόν κάτι κοινό. Κι αυτός δεν είχε την πολυτέλεια να χρονοτριβεί. Τινάχτηκε ξαφνικά, άρχισε να τρέχει στο κατόπι της. Την πλησίαζε. Δέκα μέτρα μακριά της. Η όρεξη μέσα του άρχισε να μουγκρίζει από προσμονή. Πέντε μέτρα και μια ζεστασιά άρχισε να αναδεύεται από την βάση της σπονδυλικής του στήλης, ανέβηκε στριφογυριστά μέχρι το κεφάλι του και εγκαταστάθηκε στο μέσο του μυαλού του.

Τρία μέτρα, δύο μέτρα, ένα μέτρο. Βρέθηκε κολλημένος πίσω της, άκουγε την ανάσα της. Την ανάγκασε να γυρίσει. Είδε την έκπληξη στο βλέμμα όταν τον αντίκρισε. Την έπιασε από τους ώμους, την ταρακούνησε και την πέταξε στον τοίχο. Εκείνη έπεσε με δύναμη πάνω στο κρύο τσιμέντο, κάτι ακούστηκε να σπάει και σωριάστηκε στο έδαφος.

Την πλησίασε. Ήταν ακόμα ζωντανή.

Ωραία, δεν θέλει κάτι διαφορετικό, είπε στον εαυτό του. Γονάτισε πλάι της, οι ματιές τους έσμιξαν και τότε αυτός πίεσε με τους αντίχειρές του τα μάτια της.

«Όλη δική σου» είπε δυνατά. «Μπες μέσα στο μυαλό της και πάρε ότι θέλεις.»

Δεν διήρκεσε πολύ. Ανακουφισμένος στάθηκε μετά από λίγο όρθιος.

«Ικανοποιημένη;» ρώτησε την όρεξη μέσα του.

«Ναι. Ξέρω πως δεν σου αρέσει, μα μόνο έτσι μπορώ να μπαίνω μέσα στο μυαλό των ανθρώπων και να σβήνω την πείνα μου.»

«Όπως κάποτε εισέβαλες και στο δικό μου μυαλό...»

Για λίγο η όρεξη έμεινε σιωπηλή.

«Ακριβώς έτσι», αποκρίθηκε τελικά. «Αλλά μέσα σε αυτήν άφησα κι ένα δώρο. Επέλεξες καλά αυτήν την φορά Αντρέα. Χαιρέτα την αδερφή σου.»

Ο Αντρέας άκουσε κάτι να σέρνεται πίσω του. Έστρεψε αργά το σώμα του και τότε είδε την κοπέλα όρθια να του χαμογελά.

«Γεια σου αδερφέ. Πάμε σπίτι τώρα», του είπε. Άπλωσε το χέρι της, η παλάμη της χάθηκε στην δικιά του και πήραν, χωρίς βιασύνη πια, τον δρόμο του γυρισμού.

Link to comment
Share on other sites

Τόσο χαλαρά φλας δεν έχω ξαναγράψει :p

974 λέξεις, άρχισα να γράφω 7:05 και δεν έχω ιδέα αν μπορεί να θεωρηθεί εντός θέματος (και είναι η πρώτη μου φορά ομολογώ) παρόλο που για μένα ήταν ξεκάθαρο, γιατί ήταν το πρώτο πράγμα στο οποίο πήγε το μυαλό μου με την εισβολή. Όπως και να χει, το καταθέτω και το βλέπετε.

 

 

Στεκότανε εκεί ακίνητη, δεν είχε ιδέα πόση ώρα. Μπροστά της ο πλάτανος, πίσω της το ρέμα. Τζιτζίκια τζιτζικίζανε, μικρά έντομα σέρνονταν γύρω της χρουτσχρουτσρίζοντας τα φύλλα και το χώμα. Ο ήλιος περνούσε μικρές λιμνούλες ανάμεσα στα φυλλώματα του πλατάνου. Κοίταζε μια τέτοια που στρογγυλοκαθόταν στην παλάμη της. Άκουγε το νερό να κυλάει, τα έντομα να βουίζουν. Μύριζε το μεσημέρι και τη φρέσκια φύση.

Η χρυσή λιμνούλα στην παλάμη της έγινε πραγματικό χρυσάφι. Μετρούσε χρυσά νομίσματα, πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο. Το χέρι της ήταν βαρύ και είχε κάλους στα δάχτυλα. Τρίχες στο επάνω μέρος του. Δεν ήτανε δικό της.

Όλα ήτανε όμορφα, όλα ήταν στη θέση τους, λογικά, φυσικά, κυλούσαν όπως πάντα. Όμως εκείνη δεν είχε ιδέα τι έκανε εκεί. Δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε μεσημεριάτικο, από την αιώρα της στην κουβέρτα της Λαμπερής, πάνω στο βουνό, δίπλα στο ρυάκι του Νερτάρου, κοντά στο πατρικό της.

Το χέρι εκείνο είχε παρέα. Έχωνε τα τελευταία νομίσματα μέσα σε ένα πουγκί. Κι άλλα δυο χέρια, πιο κομψά τούτα, πιο καλλίγραμμα, μα όχι γυναικεία, πήραν το πουγκί. Το πήραν κοφτά, χωρίς ν’ αγγίξουν το άλλο χέρι, εκείνο που δικό της δεν ήτανε μα δικό της το ένιωθε.

Κοιτούσε τη λιμνούλα ηλιόφως στο χέρι της με απορία, τα δάχτυλα δίπλα της είχαν χώμα και μικρές γρατζουνιές σε όλο το μήκος τους. Ξαφνικά αισθάνθηκε εξαντλημένη, πόνο στα γόνατά της, τα χέρια την έτσουζαν, το πρόσωπό της ήταν ιδρωμένο.

Κοίταξε το φουστάνι της: ήταν το ίδιο που φορούσε όταν κοιμότανε ακόμα στο απαλό λίκνισμα του λιμανιού, περιμένοντας να πάρουνε το μπάρκο να βάλουνε πλώρη με τη Λαμπερή για τον Απηλιώτη. Κι αυτό ήταν ένα καλό σημάδι, το μόνο ίσως. Δε θυμότανε τίποτα άλλο εκτός από αυτό, κι εκείνο το ίδιο εκδρομικό φουστάνι ήταν καλυμμένο με χώμα από πάνω ως κάτω.

Το μυαλό της έμοιαζε σιγά σιγά να ξεμουδιάζει, μα απλώς οι αισθήσεις της έμοιαζαν να βγάζουν λίγο περισσότερο νόημα. Η μνήμη της παρέμενε κενή.

Κατέβασε τα χέρια της και κοίταξε γύρω της. Το ρέμα, το ρυάκι, οι θάμνοι κι ένας ανθρώπινος σκελετός. Σκέφτηκε για μια στιγμή να ουρλιάξει, μα δεν είχε τρομάξει τόσο πολύ, όχι στ’ αλήθεια. Ήταν απλά τα κόκαλα ενός ανθρώπου, πεθαμένου από καιρό, που ξεπρόβαλλαν από μια φρεσκοσκαμμένη τρύπα στη γη.

Τα χέρια εκείνα τα άλλα, τα ντελικάτα είχανε τώρα ένα στιλέτο. Προσπάθησε να πιάσει το χέρι που το κρατούσε, μα δεν πρόλαβε. Μια μαχαιριά.

Βόγκηξε. Κοίταξε ξανά τα χέρια της, τις αμυχές, το χώμα, τα σπασμένα νύχια.

Κι άλλη μια.

Η κοιλιά της δεν είχε τίποτα. Τι ήταν αυτό που την πονούσε;

Και μια τρίτη.

Τα μάτια της ήταν υγρά. Από τον πόνο ή το φόβο, δεν ήξερε.

Τα γόνατά της λύγισαν, έσκασε πάνω τους με έναν γδούπο κι ένα βογγητό. Το υπόλοιπο κορμί της έπεσε εκεί, προς τα εμπρός, επάνω στο χέρι της. Μπορεί να λιποθύμησε, μπορεί απλά και να κοιμήθηκε.

 

~~~

 

Στεκόταν μπροστά σε μια παλιά πόρτα, σε ένα σπίτι ούτε πολύ μεγάλο ούτε και πολύ μικρό. Όχι πολύ πλούσιο, ούτε και φτωχικό. Στα αριστερά της, στην αυλή, ήταν μια γυναίκα, όχι πολύ νέα, μα ούτε και γριά, που άπλωνε την μπουγάδα της. Την ώρα εκείνη την πρόσεξε και την χαιρέτισε από μακριά.

Την ήξερε αυτή τη γυναίκα.

Το χέρι της ήταν περασμένο γύρω από τους ώμους της, εκείνη ήταν νεότερη, γυμνή στην αγκαλιά της.

Ανατρίχιασε. Έγνεψε προς το μέρος της. Θυμήθηκε πως το όνομά της ήτανε Μαργαρώ κι είχε την ταβέρνα στην πλατεία.

Κρατούσε το πρόσωπό της ανάμεσα στα δυο χοντρά της χέρια και την κοιτούσε. Ύστερα έσκυψε και τη φίλησε.

«Φτάνει!» Φώναξε δυνατά, ούτε που ήξερε σε ποιον.

«Τώρα, τώρα, τελειώνω» της απάντησε η γυναίκα από μακριά.

Στα ένα της χέρι κρατούσε κάτι. Βαρύ. Το έφερε μπροστά της και το κούνησε. Ένα σακούλι με νομίσματα και χώμα. Το άνοιξε λίγο, το χαρχάλεψε: χρυσά.

Η γυναίκα ήρθε κοντά της χαμογελώντας.

«Ποιανού είσαι εσύ, κοκόνα μου;» Τη ρώτησε καθώς άνοιγε την πόρτα του σπιτιού. «Πωπώ και πώς έχεις λασπωθεί έτσι;» Ρώτησε ξανά χωρίς να περιμένει απάντηση. «Έλα μέσα, έχω γλυκό τριαντάφυλλο και νερό να πλυθείς.»

Αντί για απάντηση της πρότεινε το πουγκί. Η Μαργαρώ την κοίταξε περίεργη. Το πουγκί είχε πάνω του ραμμένο ένα καραβάκι, μέσα σε μια πυξίδα.

«Πού το βρήκες αυτό;»

«Δεν έχω ιδέα» της απάντησε ειλικρινά.

 

~~~

 

«Σ’ ευχαριστώ.» Της είπε. Ήταν ψηλός, γεμάτος, μεσήλικας και με χέρια μεγάλα σαν κουπιά, τριχωτά και με κάλλους.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε απορημένη.

«Αυτός που βοήθησες» της είπε απλά. «Δε είχα άλλο τρόπο, σου ζητώ συγνώμη» συνέχισε.

«Τι μου έκανες;»

Κοίταξε τα χέρια του αμήχανα. «Σε δανείστηκα.»

«Είσαι νεκρός;»

Της χαμογέλασε.

«Σε σκότωσαν;»

Της έδωσε το χέρι του. Κι εκείνη το έπιασε.

Υπέγραφε μια συμφωνία, δεν πρόλαβε να τη διαβάσει ακριβώς μα ήξερε: λάθος εμπόρευμα σε σωστό λιμάνι. Ο έμπορας θα έχανε, ο αντίπαλος θα κέρδιζε. Κι εκείνος θα κέρδιζε, δέκα τέτοια σακούλια.

Φοβόταν. Δεν το είχε ξανακάνει. Και καλά έκανε και φοβόταν. Η προδοσία ήταν διπλή. Αυτός που τα κανόνισε είχε κανονίσει και το θάνατό του.

Η γυναίκα του έκλαιγε στο ακρογιάλι. Έκλαιγε το καράβι που ναυάγησε. Της τον είχε πάρει η Αλμυρή της είχαν πει. Πλανιόταν δίπλα της, όλα αυτά τα χρόνια, σαν μια ριπή ανέμου, σαν το θρόισμα των φύλλων.

Είχε ξαναπροσπαθήσει να εισβάλλει στις σκέψεις των ανθρώπων, να τους δείξει, να τους βάλει να της εξηγήσουν. Μα εκείνη ήταν η μόνη που δε φοβήθηκε. Η μόνη που τον άφησε. Η μόνη που δεν τον έδιωξε. Της έδειξε μεγάλους άντρες να χτυπάνε τα μούτρα τους με μανία, κορίτσια να στριγγλίζουν κι έναν νεαρό να ξαναθάβει το πτώμα του δίπλα στο ρυάκι. Της έδειξε κι εκείνη, να προσπαθεί μονάχα να καταλάβει, χωρίς φόβο, χωρίς κακία.

«Σ’ ευχαριστώ» της είπε ξανά κι άφησε το χέρι της. «Πήγαινε και πες της τα, όλα. Σου έχει φτιάξει σουτζουκάκια για να σε δυναμώσει. Σε έπλυνε κι όλας, σου χει καθαρά ρούχα στην καρέκλα δίπλα σου. Πήγαινε και πες της τα, σε παρακαλώ.»

«Εντάξει, στο καλό» του είπε απλά και ξύπνησε.

Link to comment
Share on other sites

Στο τσακ.

 

Τίτλος : Εισβολής στην καταιγίδα

Σχόλια : Πολύ βιαστηκό και ίσως εκτός θέματος :p

 

 

Ήταν μια παράξενη νύχτα. Ο άνεμος που φυσούσε από το απόγευμα, ασταμάτητα και δυνατά, κουβάλαγε μαζί του την αλμύρα της θάλασσας και κάτι κατάμαυρα σύννεφα που σαν προφήτες μαρτυρούσαν την καταιγίδα που επρόκειτο να ξεσπάσει σύντομα. Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού, ψαράδες στην πλειοψηφία, είχαν κλειστεί στα μικρά, ξύλινα σπίτια τους, για να προστατευτούν από τον κατακλυσμό που ερχόταν. Ήμουν ο μόνος που κυκλοφορούσε στον ακόμα, καθώς επέστρεφα από το κάστρο του τοπικού άρχοντα όπου υπηρετούσα ως βαλές του.

Το μόνο που πρόδιδε ότι σε ετούτο το μέρος κατοικούσαν ζωντανοί άνθρωποι, ήταν το φως από τα κεριά που χρησιμοποιούσαν οι χωριάτες για να βλέπουν και οι περιστασιακές, μακρινές αστραπές που φώτιζαν για λίγο πριν σβήσουν για πάντα. Έφτασα στην μικρή πλατεία και κατέβηκα από το άλογο μου καθώς το σπίτι μου βρισκόταν εκεί δίπλα. Πριν προλάβω να ευχαριστήσω την τύχη μου που επέστρεψα πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, ένιωσα κάποιον να με σκουντάει στην πλάτη. Δεν είμαι δειλός, αλλά η σκοτεινή νύχτα, σε συνδυασμό με τις βροντές που ακούγονταν με έκαναν να γυρίσω τρομαγμένος.

Γυρνώντας έντρομος, είδα τον νεαρό Τζακ, το γιο του μυλωνά. Τον μουγκό γιο του μυλωνά που από τότε που ο πατέρας του πέθανε, ζούσε μόνος, στα όρια του χωριού.

“Τη κάνεις έξω με τέτοιο καιρό;” γρύλισα, ελπίζοντας να αποθαρρύνω την όποια προσπάθεια του μικρού για επικοινωνία. Συνήθως αντιμετώπιζα με συμπάθεια τον μικρο παρά την φήμη του που έκανε τους περισσότερους να τον αντιμετώπιζαν σαν τρελό, αλλά σήμερα δεν είχα και την καλύτερη διάθεση.

Ο μικρός, άρχισε να με τραβάει από τον ωμό και να μου δείχνει προς την κατεύθυνση της θάλασσας με ζωηρά νοήματα. Ο τρελός μάλλον βρήκε παράξενη μέρα να πάει για ψάρεμα.

“Θα αρχίσει να βρέχει σύντομα Τζακ. Σκοπεύω να πάω σπίτι και καλύτερα να κάνεις το ίδιο.” του είπα τινάζοντας το χέρι του από τον ώμο μου ενοχλημένος.

Έκανα να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου, αλλά με άρπαξε ξανά από τον ώμο και άρχισε να με τραβάει επίμονα. Γύρισα έτυμος να τον διαλοστείλω, αλλά σταμάτησα αντικρίζοντας το πρόσωπο του. Είχε πάρει μια έκφραση τρόμου, με ορθάνοιχτο το στόμα σαν να ούρλιαζε, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.

“Ένταξη αγόρι, φοβάσαι την καταιγίδα μόνος σου, έτσι; Θες να έρθεις μέσα;” τον ρώτησα κουνώντας το κεφάλι μου και παίρνοντας το χέρι του από τον ώμο μου. Τον λυπόμουν κάπως.

Η καταιγίδα, φαίνεται δεν ήταν αυτό που φοβόταν μάλλον, γιατί, αφού με κοίταξε με γουρλωμένα τα μάτια του, οπισθοχώρησε λίγο και με μια γρήγορη κίνηση, άρπαξε το πουγκί που βρισκόταν στην ζώνη μου και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση που προηγουμένως έδειχνε.

Βλαστήμησα σιωπηλά και άρχισα να τρέχω ξωπίσω του. Είχα περάσει την ηλικία, που θα μπορούσα να παραβγώ έναν έφηβο στο τρέξιμο και έτσι σύντομα έμεινα πίσω, μέχρις ότου λαχανιασμένος σταμάτησα τελείως. Τον είχα χάσει.

Κοίταξα τριγύρω και είδα ότι είχαμε τρέξει μέχρι τον όρμο. Ο άνεμος είχε σταματήσει να φυσά και εκτός από τον μανιασμένο ήχο των κυμάτων που έσκαγαν στην μικρή προκυμαία ρυθμικά, επικρατούσε σιωπή.

Η ησυχία πριν από την καταιγίδα.

Ήμουνα έτοιμος να γυρίσω προς το χωριό αφήνοντας τον τρελό Τζακ να πνιγεί αν ήθελε και χάρισμα του το πουγκί, όταν ξαφνικά στο φως μια αστραπής τον είδα. Στεκόταν στην άκρη της προκυμαίας και κοιτούσε προς την μανιασμένη θάλασσα.

Πλησίασα τον μικρο νευριασμένος χωρίς να με καταλάβει. Του έσκασα μια καρπαζιά στο κεφάλι κάνοντας τον να σωριαστεί στο έδαφος και έσκυψα να πάρω το πουγκί μου.

“Γύρνα σπίτι σου αγόρι” ψιθύρισα και έκανα να φύγω. Παρά τις πρώτες ψιχάλες που είδη έπεφταν, αν ήμουν τυχερός θα προλάβαινα να φτάσω σπίτι έγκαιρα.

Όταν ένιωσα ξανά το χέρι του στην πλάτη μου, ήμουν έτοιμος να τον πετάξω ο ίδιος στην θάλασσα. Γυρνώντας όμως, μια αστραπή μου αποκάλυψε αυτό που ο μικρός προσπαθούσε απεγνωσμένα να μου δείξει.

Αψηφώντας την καταιγίδα, μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα βρισκόταν τρία πελώρια πλοία. Κάποιοι άτυχοι που απέπλευσαν εδώ, για να προστατευτούν από την θαλασσοταραχή σκέφτηκα, αλλά η επόμενη αστραπή βιάστηκε να με διάψευση, καθώς μου φανέρωσε καλύτερα τα πλοία, αποκαλύπτοντας μου την ταυτότητα τους.

Τα πλοία που οι αναβάτες τους σκόρπιζαν τον τρόμο σε κάθε παραθαλάσσιο χωριό και πόλη, ενώ οι ιστορίες για τις λεηλασίες και τις σφαγές που έκαναν, λεγόταν κάτι νύχτες σαν και ετούτη, γύρω από τη φωτιά για να τρομάξουν τα παιδιά.

Διπλά μου ο Τζακ έκλαιγε σιωπηλά. Εγώ έστεκα εκεί, πετρωμένος, κοιτάζοντας τα πλοία να πλησιάζουν όλο και ποιο κοντά, ενώ ευχόμουν να κάνω λάθος και να μην είναι αυτοί που νομίζω. Αλλά ήξερα ότι οι ευχές μου δεν θα εισακούονταν. Οι κεφαλές των δράκων που στόλιζαν τις πρίμες των καραβιών δεν άφηναν περιθώρια λάθους.

Ήταν αυτοί.

Οι Βίκινγκς.

Εισβολείς.

Edited by Waylander
Link to comment
Share on other sites

H ΦΡΥΑ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

 

 

 

 

Τα παλιά τα χρόνια, όπως είναι γνωστό, η Φρύα μέσα στην απέραντη σοφία της αποφάσισε να φτιάξει ανθρώπους. Τότε ο κόσμος δεν ήταν έτσι όπως είναι τώρα, ήταν πιο μιαμιά, σαν πατηκωμένοι χουρμάδες ένα πράγμα.

Τέλος πάντων, τριγύριζε λοιπόν η Φρύα μέσα στην απέραντη σοφία της και έπαιρνε χούφτες-χούφτες από το μιαμιά που ήταν ο κόσμος και έπλαθε ανθρωπάκια. Τα πρώτα της βγήκαν λίγο κάπως, αλλά γρήγορα πήρε το κολάι και άρχισε να τα φτιάχνει όλο και καλύτερα. Γι’ αυτό αν δεις μερικοί άνθρωποι είναι κακομούτσουνοι, φαίνεται ότι ήταν από τους πρώτους που έφτιαξε.

Μόλις τα έφτιαχνε, τα ανθρωπάκια πηδούσαν από το πλοκάμι της και τριγύριζαν εδώ και κει χωρίς σκοπό. Τι να τον κάνουν τον σκοπό, έτσι χύμα που ήταν ο κόσμος, θα με πεις. Η Φρύα μέσα στην απέραντη σοφία της χαιρόταν πολύ και έφτιαχνε κι άλλα. Μετά όμως της φάνηκε κάπως μονότονη η εικόνα, μόνο ένας ασουλούπωτος κόσμος και διάφορα μπαρμπαδάκια να περιφέρονται πάνω του, και άρχισε να φτιάχνει κι άλλα σχέδια. Έφτιαξε δέντρα και τρυποκάρυδους, πεταλούδες και χελώνες, μολόχες και ελέφαντες και περνούσε τον χρόνο της πολύ-πολύ ευχάριστα, θα έλεγα, αν υπήρχε τότε χρόνος. Που δεν υπήρχε, αλλά κάτσε να δεις τι έγινε.

 

Είχε λοιπόν γεμίσει παντού ζωντανά πράγματα που έτρωγαν ή πηδούσαν το ένα το άλλο και όλα ήταν πολύ όμορφα και ευτυχισμένα, μέχρι που τα σκοτεινά τζιν, εκείνα που ζούσαν πίσω από τα άστρα, άρχισαν να ρίχνουν ματιές στον κόσμο. Τελευταία φορά που τον είχανε δει ήταν ψιλοάμορφη μάζα, αλλά τώρα είχε αλλάξει. Υπήρχαν χρώματα και χώμα και βουνά φτιαγμένα από τα κόκκαλα των γιγάντιων ζώων που ζούσαν στους βυθούς των ωκεανών και άλλα πράγματα θαυμαστά. Όπως ήταν φυσικό, ζήλεψαν.

Μαζεύτηκαν όλα μαζί να δουν τι να κάνουν. Τους φάνηκε ξαφνικά μεγάλη αδικία, ο κόσμος να έχει γίνει έτσι τζιτζί και τα ίδια να στριμώχνονται ανάμεσα στις φεγγαραχτίδες και να τρώνε κομήτες. Καλά ήταν, αλλά πόσους κομήτες να φας, στο τέλος το βαριέσαι.

Οπότε, αποφάσισαν να περάσουν ένα βράδυ μέσα από τις τρύπες των άστρων και να κατέβουν στην γη. Έπρεπε να το κάνουν κρυφά, επειδή ως γνωστόν οι θεοί και τα τζιν δεν τα πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους και έτσι δεν ήθελαν να τα δει η Φρύα μέσα στην απέραντη σοφία της.

Όντως, ένα βράδυ άφησαν τα σώματά τους εκεί πίσω από τα αστέρια, κι έτσι αόρατα κατρακύλησαν αργά σαν δάκρυα γλυκόπικρων αναμνήσεων, και έπεσαν στη γη ένα-ένα, μαλακά και τρυφερά. Κι όταν ήρθε και το τελευταίο, άρχισαν να σέρνονται και να κοιτάζουν γύρω τους και να ψάχνουν για κάπου να τρυπώσουν. Μερικά πήγαν και χώθηκαν σε κάτι μυρμήγκια που βρήκανε εκει πέρα πρόχειρα, αλλά γρήγορα ξαναβγήκαν φρικαρισμένα, αρνιόμενα να απαντήσουν τι είχαν δει και απαντώντας στις ερωτήσεις των άλλων κουνώντας με δύναμη τα κεφάλια τους.

Άλλα άρχισαν να μπαίνουν σε ότι έβρισκαν μπροστά τους, χωρίς να έχουν καλύτερη τύχη. Μερικά μπήκαν σε κάτι φίδια αλλά ξεπάγιασαν, κάποια χώθηκαν σε κάτι κουκουβάγιες αλλά αηδίασαν από τα υπολείμματα ποντικιών στα έντερα και ξαναβγήκαν. Οι τυφλοπόντικες είχαν πολύ σπασμένα νύχια, τα γεωσκώληκα μια απαίσια γεύση σαπίλας στο στόμα και οι πέτρες παραήταν συμπαγείς. Στο μεταξύ, ο ουρανός στην ανατολή είχε αρχίσει να ανοίγει, κι αυτό τα έκανε να ανησυχήσουν, επειδή τα τζιν δεν τα πάνε και πολύ καλά ούτε με τον ήλιο. Γενικά δεν τα πάνε και πολύ καλά με τίποτα, ούτε και μεταξύ τους, όπως διαπιστώνουμε εδώ και αιώνες, αλλά προτρέχω.

 

Εκεί λοιπόν που άρχισαν να αγχώνονται και να ψάχνουν όλο και πιο εντατικά, ένα από αυτά έτυχε να σκουντουφλήσει πάνω σε κάτι ζεστό και μαλακό που κοιτόταν στο χώμα. Το πράγμα αναδεύτηκε και έκανε μούχου-χνούχου και το τζιν χωρίς να χάσει καιρό βούτηξε μέσα του.

Εκεί το περίμενε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Το πλάσμα έμοιαζε με κάτι άλλα που είχε δοκιμάσει, αλλά είχε και κάποιες διαφορές. Εκείνο το μαλακό πράγμα μέσα στο κρανίο του ας πούμε. Πω πω, ήταν πολύ! Και τι δεν θα μπορούσε να κάνει!

Αργά και προσεχτικά απλώθηκε και χώθηκε σε κάθε μέλος του πλάσματος και το σώμα του ταίριαξε γάντι, καλύτερα κι από κείνο που έιχε αφήσει πίσω από τα αστέρια, θα έλεγε κανείς. Με τον ενθουσιασμό να το πλημυρίζει, το τζιν άνοιξε τα μάτια του πλάσματος και αντίκρυσε έναν κόσμο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο, μια απέραντη ασημιά νύχτα και τα αστέρια σαν γυαλιστερή σκόνη στο στερέωμα και τότε άνοιξε το στόμα του πλάσματος και έβγαλε από μέσα τις πρώτες λέξεις που ακούστηκαν ποτέ στον κόσμο:

-- Μαλάκες, ρε, τρέχτε να δείτε!

Τα τζιν μαζεύτηκαν γύρω του αστραπιαία. Έρριξαν μια ματιά στο άτριχο ζώο που είχε σηκωθεί στα πίσω του πόδια και ανεβοκατέβαζε τα χέρια χαρωπά, αν και κάπως άγαρμπα, και χωρίς άλλα χασομέρια κοίταξαν τριγύρω και βρήκαν το υπόλοιπο κοπάδι να κοιμάται λίγο πιο κει.

Τότε έγινε ένα ψιλομπάχαλο, γιατί όλα τα τζιν ορμήσανε να χωθούνε μέσα στα κοιμησμένα πλάσματα, τα οποία δεν έφταναν για όλους. Σημειώθηκαν μικροκαυγάδες, αλλά στο τέλος κατάφεραν να βολευτούν τα περισσότερα. Μερικά μπήκαν δύο μαζί, ενώ άλλα αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε διπλανούς θάμνους, βράχους, φίδια, όπου βρήκαν πρόχειρα και τέλος, σηκώθηκε ο ήλιος. Και έλαμψε πάνω σε έναν κόσμο ο οποίος δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος.

 

Αυτό το κατάλαβε η Φρύα μέσα στην απέραντη σοφία της, με την πρώτη ματιά, όταν κατέβηκε να κάνει τη βόλτα της στον κόσμο, όπως το συνήθιζε. Αντί να βρει τα μπαρμπαδάκια της να τρώνε, να πηδιούνται και να παίζουν, τα βρήκε να κάθονται όλα μαζί σε έναν κύκλο και να αγριοκοιτιούνται. Αμέσως έσμιξε τα φρύδια Της, στήριξε τα πλοκάμια στους γοφούς της και έβαλε φωνή μεγάλη.

-- Τι έχουμε εδώ;

Τα τζιν, που πλέον δεν ήταν τζιν αλλά είχαν καταφέρει να γίνουν οι πρώτοι άνθρωποι, γύρισαν και την κοίταξαν.

--

Συζητάμε αν θα πρέπει να Σας προσφέρουμε χοές, σπονδές ή ανθρωποθυσίες, είπε ένας ηλικιωμένος με μούσια. Συγνώμη, αλλά εγώ δεν το βρίσκω σωστό να τη βγάλουμε με μέλι και λίγα φρούτα, όπως μερικοί.

 

Έρριξε ένα πλάγιο βλέμμα όλο σημασία σε μια ομάδα που στεκόταν παρακεί και συνέχισε.

 

-- Στο κάτω-κάτω, μας πλάσατε.

 

Η Φρύα, πάντα μέσα στην απέραντη σοφία της κοίταξε αυτόν που της μίλησε, την γενειάδα, την γκελεμπία από δέρμα σκίουρου που φορούσε και τη μαγκούρα από νεαρή δρυ στο χέρι του, και είπε:

 

-- Για μισό λεπτό. Εγώ δεν έπλασα τέτοια πράγματα.

 

Έδειξε με μια κίνηση τον τύπο με το μούσι και μετά έστρεψε το βλέμμα της στους άλλους. Εκείνοι ήταν μερικοί νεαροί και νεαρές με μακρυά μπερδεμένα μαλλιά. Φορούσαν φουστάνια από πλεγμένα βούρλα και στα κεφάλια στεφάνια από αγριολούλουδα.

 

-- Δεν έχουμε δικαίωμα να αφαιρούμε τη ζωή από κανένα ζώο, πουλί, φυτό ή ορυκτό, Της είπε ένας από αυτούς με τραγουδιστή φωνή. Οι υπόλοιποι χτύπησαν ρυθμικά κάτι πέτρες που κρατούσαν στα χέρια τους, κάνοντας ένα μακρόσυρτο χμμ.

 

Και τότε η Φρύα μέσα στην απέραντη σοφία της, πολύ φοβάμαι ότι απλά έκανε μεταβολή, καβάλησε τον πύρινο δεινόσαυρό της και πέταξε στα ουράνια. Τράβηξε ίσα για την κατοικία των θεών, οι οποίοι ήταν σίγουρη ότι θα της έλεγαν ‘’στά λεγα εγώ’’ και ‘’δεν είπαμε άμα φτιάχνεις κόσμους να τους τυλίγεις με την προστατευτική μεμβράνη;’’ Και ποτέ δεν ξαναφάνηκε ανάμεσά μας, όσες παρθένες κι αν έσφαξαν οι άνθρωποι για να τη φέρουν πίσω. Κι αν μερικοί ισχυρίζονται ότι την βλέπουν κατά καιρούς, μην τους πιστεύεις.

Η αλήθεια είναι ότι μας άφησε έτσι, να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Και αυτό κάνουμε από τότε, οι δύστυχοι.

Edited by KELAINO
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

«Τα ψάρια άρχισαν να βγαίνουν από τις θάλασσες τον προηγούμενο μήνα.» Πάτησε το pause στο κασετοφωνάκι κι έκλεισε τα μάτια σφιχτά για να συγκεντρωθεί. Αναγούλιασε. Έβηξε προσπαθώντας να μην ξεράσει. Έφερε το μανίκι του στη μύτη και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ξαναπάτησε το κουμπί εγγραφής. «Πρέπει να ήταν τέλη Φεβρουαρίου, 2013. Δεν ξέρω αν έχει κανένα νόημα αυτό για σας. Τα πρώτα που βγήκαν σύρθηκαν μερικά μέτρα και ψόφησαν από ασφυξία. Βούηξε ο τόπος—οικολογική καταστροφή πρωτοφανούς κλίμακας, λέει, και δώστου πλάνα με τα γυαλιστερά κουφάρια ανά χιλιάδες στις ακτές, και δώστου οι τρι χάγκερς από πάνω να χτυπιούνται. Μέχρι και ολονυχτίες έκαναν, λέει, για τις ψυχές των ψαριών, με κεριά κι απ’ όλα. Μερικές φορές μου περνάει απ’ το μυαλό πως με τέτοιο βαρεμένο κόσμο που κυκλοφορεί—κυκλοφορούσε—μπορεί και να υπάρχει μια σοφία πίσω απ’ την όλη κατάσταση. Μπορεί και όχι. Δε βαριέσαι.

»Όταν τα πουστοπράματα άρχισαν να βγάζουν πόδια και να παίρνουν τους δρόμους έμοιαζε με κακογυρισμένη φοιτητική ταινία. Στην αρχή. Μετά ο κόσμος σταμάτησε να κάνει παραλληλισμούς και άρχισε ν’ αμύνεται όπως-όπως. Αργήσαμε να καταλάβουμε ότι έπρεπε ν’ αμυνθούμε. Οι περισσότεροι στην αρχή απλά σιχαθήκαμε. Χωρίς παρεξήγηση. Σιχαίνομαι τα λέπια. Σιχαίνομαι αυτήν την ψαρίλα. Δε θέλω να πεθάνω μ’ αυτή τη γαμημένη ψαρίλα στα ρουθούνια μου. Χωρίς παρεξήγηση.

»Εξελιχθήκατε πιο γρήγορα από ‘μας. Όχι αρκετά γρήγορα για να μπορέσουμε να συνυπάρξουμε. Ήσαστε πολύ περισσότεροι. Και πλέον πολύ δυνατότεροι.

Δεν ξέρω γιατί φτιάχνω αυτήν την κασέτα. Φαντάζομαι θα το ‘χουν κάνει κι άλλοι. Ίσως είναι ένας από τους τρόπους που έχουμε—είχαμε—εμείς οι άνθρωποι για να διατηρούμε τα λογικά μας. Το ότι θα υπάρξει κάποιος ν’ ακούσει αυτά που είχαμε να πούμε όταν θα έχουμε εκλείψει. Θα το έχετε άραγε κι εσείς αυτό; Ίσως απλά βλέπουμε πολλές ταινίες. Δεν ξέρω καν αν θα μπορείτε να καταλάβετε τις γλώσσες μας.»

Απομάκρυνε το κασετοφωνάκι από τα χείλη του, χωρίς να σταματήσει την εγγραφή. Κοιτούσε το μισοσκόταδο της αποθήκης, χωρίς να το βλέπει. Το μυαλό του γυρνούσε στα κρύα, αβλέφαρα μάτια του πρώτου πλάσματος που του επιτέθηκε. Μάτια κατάμαυρα, χωρίς βλέμμα. Πρόσωπο χωρίς χαρακτηριστικά—χωρίς χαρακτηριστικά που να μπορεί ο ίδιος να ερμηνεύσει. Δεν είχαν καν χέρια, ακόμα. Το καμάκωσε χωρίς δεύτερη σκέψη στο κέντρο του κεφαλιού. Ρίγησε όταν άγγιξε το κρύο δέρμα—τα λέπια—για ν’ ανασύρει το καμάκι του. Ήταν τόσο διαφορετικοί. Μόνο όταν είδε τα βράγχια να τρεμουλιάζουν ρουφώντας την τελευταία ανάσα που τους αναλογούσε από τον αέρα του πλανήτη, μόνο τότε του πέρασε για πρώτη φορά απ’ το μυαλό ότι μόλις είχε σκοτώσει το επόμενο βήμα της εξέλιξης. Ένιωσε όπως ο τυραννόσαυρος μπροστά στον μετεωρίτη.

Ένας γδούπος και η γνωστή ασημιά αντανάκλαση έξω από το τζάμι τον επανέφεραν στο παρόν. Ξαναπλησίασε τα χείλη του στο κασετοφωνάκι και ψιθύρισε: «Ελπίζω εσείς να τα σκατώσετε λιγότερο. Μέχρι τότε, αυτός ο τυραννόσαυρος θα τρώει σούσι. Κι ας σιχαίνομαι τη γαμημένη την ψαρίλα.»

Άφησε το κασετοφωνάκι στο τραπέζι να γράφει, πήρε το καμάκι του, κι ετοιμάστηκε ν’ αντιμετωπίσει το μέλλον του κόσμου.

Edited by Ayu
Link to comment
Share on other sites

Μαύρη σφαίρα

 

..................................

 

 

 

 

Περίπου διακόσια χρόνια πριν

...............................................

 

Ένα παράξενο μαύρο αντικείμενο πέφτει από τον ουρανό κάπου στα βορινά βουνά της Αλάσκα.

 

 

 

Σήμερα

...............................

 

Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος. Οι άνθρωποι της πόλης μας αποκαλούν βουνίσιους. Ζω ξεκομμένος από τον κόσμο σε ένα έρημο, παλιό σπίτι, βόρεια της επαρχίας της Μανιτόμπα. Είμαι αυτάρκης εδώ.

Έχω τον κήπο μου όπου καλλιεργώ τα εκάστοτε ζαρζαβατικά εποχής. Δυο φορές το μήνα αφήνω το σπίτι μου και πάω για κυνήγι στα ψηλά βουνά του βορρά. Έτσι εξασφαλίζω το κρέας του μήνα, αλλά και ζεστές γούνες για το χειμώνα, χαλιά από τις προβιές των θηραμάτων και διάφορα άλλα εργαλεία, όπως κέρατα και δόντια.

Στο προηγούμενο ταξίδι μου στα δάση του βουνού, βρήκα ένα παράξενο αντικείμενο. Ήταν αρχές Άνοιξης και τα χιόνια είχαν αρχίσει να λιώνουν.

Είχα κατασκηνώσει δυο μέρες εκεί πάνω και είχα στήσει το καρτέρι μου λίγα μέτρα μακριά από τη σκηνή μου. Ο τόπος είχε ελάφια και ζαρκάδια, αλλά υπήρχαν και αρκούδες που καλά θα ήταν να μην συναντούσες μπροστά σου.

 

Καθώς ήμουν σκυμμένος λοιπόν και σημάδευα το θύμα μου, ένας περίεργος ήχος ήρθε στ’ αυτιά μου. Κάτι σαν λεπτό σφύριγμα, συνεχόμενο και εκνευριστικό. Το ζώο άρχισε να τρέχει αμέσως μακριά και η δυνατότητα βολής χάθηκε. Σηκώθηκα και κίνησα προς την πηγή του ήχου. Τότε είδα μια τρύπα στο χιόνι και αφού έβαλα το χέρι μου μέσα, έπιασα κάτι σκληρό, σε σχήμα σφαίρας. Το χρώμα του ήταν μαύρο. Αμέσως το έβαλα στην δερμάτινη τσάντα μου και συνέχισα το κυνήγι, αυτή τη φορά σε άλλο ξέφωτο.

 

Την επόμενη μέρα γύρισα στο σπίτι φορτωμένος με ένα ελάφι και δυο σκίουρους. Αρκετά άσχημη συγκομιδή. Θα χρειαστεί να επιστρέψω σύντομα εκεί πάνω. Έβγαλα τις γούνινες μπότες και σαν έφτασε το βράδυ ένιωθα κατάκοπος, έπεσα και κοιμήθηκα βαριά δίπλα στην αναμμένη φωτιά του τζακιού.

 

Ξαφνικά στον ύπνο μου άρχισε κάτι να με ενοχλεί, ήταν πάλι αυτός ο περίεργος συρτός ήχος. Σηκώθηκα και έψαξα τη τσάντα μου. Η μαύρη μυστηριώδης σφαίρα δεν ήταν εκεί. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα προσπαθώντας να θυμηθώ μήπως την άφησα κάπου αλλού, αλλά μάταια. Τότε έξω από το παράθυρό μου, μέσα στο ζοφερό σκοτάδι της κρύας νύχτας είδα ένα φως. Ένα γαλάζιο, μικροσκοπικό φως που παρόμοιό του πρώτη φορά αντίκριζα. Αμέσως φόρεσα την κάπα μου και βγήκα έξω. Το φως τότε άρχισε να κινείται αργά και να απομακρύνεται από εμένα. Άρχισα να το ακολουθώ και κάθε φορά που επιτάχυνα για να το φτάσω, το ίδιο έκανε και εκείνο, με αποτέλεσμα ποτέ να μην φτάνω αρκετά κοντά του. Με παρέσυρε αρκετά μακριά από το σπίτι μου, μέσα στο δάσος. Και αφού εισχωρήσαμε αρκετά μέσα του, σταμάτησε και ακινητοποιήθηκε. Το ίδιο έκανα και εγώ. Μετά η λάμψη του μεγάλωσε και άρχισε να με τυφλώνει. Κάλυψα τα μάτια μου με τον αριστερό μου αγκώνα και πισωπάτησα. Σε λίγα δευτερόλεπτα το φως έσβησε και χάθηκε, αφήνοντάς με σχεδόν στο απόλυτο σκοτάδι. Ευτυχώς το φεγγάρι φώτιζε όσο χρειαζόταν για να μπορώ να βλέπω που πατάω. Σε λίγο το γαλάζιο φως εμφανίστηκε πάλι, αυτή τη φορά μέσα στο χιόνι που βρισκόταν μπροστά στα πόδια μου. Έπεσα στα γόνατα και ψαχούλεψα με το χέρι μου για να το βρω και να το πιάσω. Τα κατάφερα. Το κρατούσα στο χέρι μου. Το σήκωσα αμέσως και αντίκρισα την ίδια παράξενη σφαίρα που είχα βρει στο βουνό. Αμέσως το φως έσβησε ξανά. Γύρισα στο σπίτι και αφού έβαλα την μαύρη σφαίρα στη δερμάτινη τσάντα μου, ξάπλωσα συνεχίζοντας τον ύπνο μου. Το πρωί θα σκεφτόμουν αυτά που είχαν συμβεί με καθαρότερο μυαλό.

 

Ο ήλιος τρύπησε τα βλέφαρά μου. Η φωτιά στο τζάκι είχε σβήσει και κάπνιζε. Σηκώθηκα, πλύθηκα και έφτιαξα καφέ.Έψαξα τη τσάντα μου για να δω πάλι εκείνη την παράξενη σφαίρα. Αυτή τη φορά δεν έλειπε μόνο η σφαίρα αλλά και η τσάντα. Έκανα το σπίτι άνω κάτω αλλά τίποτα. Η δερμάτινη τσάντα πουθενά, άφαντη!

Η ώρες πέρασαν και ήρθε πάλι το βράδυ. Σε κάποια πολύ περασμένη μεταμεσονύχτια ώρα άκουσα πάλι την εκνευριστική μελωδία. Σηκώθηκα και αντίκρισα πάλι αυτό το φως. Όλα έγιναν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με χθες.

Ξανά το ακολούθησα, ξανά με οδήγησε στο δάσος, πάλι η λάμψη μεγάλωσε, έσβησε και μετά ψάχνοντας στο χιόνι βρήκα τη τσάντα μου, η οποία μέσα της είχε αυτή την απόκοσμη μαύρη σφαίρα. Γύρισα στο σπίτι και κλείδωσα τη τσάντα στο ξύλινο μπαούλο. Έπειτα έπεσα πάλι για ύπνο. Το πρωί εξαφανίστηκε ολόκληρο το μπαούλο! Αυτό που συνέβαινε ήταν απίστευτο. Αποφάσισα να πάω στο ίδιο μέρος τώρα που ήταν μέρα, μήπως και έβρισκα κάτι. Μάταια. Γύρισα στο σπίτι και περίμενα να βραδιάσει. Όλη αυτή η ιστορία μου είχε γίνει εμμονή.

Η νύχτα ήρθε απρόσκοπτα και το ίδιο και ο ύπνος.

Το σκηνικό που ακολούθησε ήταν ακριβώς το ίδιο. Αυτή τη φορά όμως, όσο το φως στεκόταν απέναντί μου και με καλούσε σιωπηλά, εγώ πήρα μαζί μου και φωτιά και σκοινιά και έναν μικρό σουγιά, Σε περίπτωση που βρω στο δάσος ολόκληρο το μπαούλο. Έτσι και έγινε. Έσυρα ολόκληρο το ξύλινο μπαούλο με σκοινιά και πολύ κόπο, μέσα στο χιόνι και τη νύχτα μέχρι το σπίτι και το άνοιξα. Μέσα υπήρχε η δερμάτινη τσάντα μου και μέσα της, η σατανική σφαίρα.

Αυτή τη φορά θα έπαιρνα τα μέτρα μου. Πήρα τη σφαίρα αγκαλιά και τυλίχτηκα κάτω από τη κουβέρτα.

 

Ξύπνησα θαμμένος μέσα στην υγρή γη.

Edited by abuno
Link to comment
Share on other sites

No rest for the wicked. Δεν ξέρω πόσες λέξεις.

 

Ο Τόμμυ ανάσαινε σαν ετοιμοθάνατο άλογο. Με κοίταξε με δακρυσμένα μάτια, ίσως από την προσπάθεια, ίσως από τον φόβο.

 

“Εντάξει Τάιλερ, τις κάρφωσα γερά, ούτε φως δεν θα περάσει από αυτό το ρημάδι” είπε και μου χαμογέλασε αμήχανα. Περίμενε ένα μπράβο για να φτιάξει η μέρα του.

 

“Μπράβο Τομ, είσαι μεγάλη βοήθεια” είπα και τον χτύπησα ενθαρρυντικά στον ώμο.

 

Ένας ξερακιανός τύπος που μέχρι χτες μοίραζε την αλληλογραφία στη γειτονιά μου με τέσσερα κομμένα δάχτυλα και μια πληγή στο πόδι στο μέγεθος γροθιάς δεν ήταν μεγάλη βοήθεια εκείνη τη στιγμή. Αλλά ήταν ο μόνος που είχα, αν και ήξερα ότι μάλλον θα μας άφηνε σύντομα. Ο Πάτερ Τζέικομπο αρνιόταν να κουνήσει έστω και το μικρό του δαχτυλάκι. Μόνο κάθε τόσο σήκωνε τα γαλάζια μάτια του, ένα γαλάζιο που έμοιαζε με κάτι λάμπες φθορίου που είχα στο υπόγειο, στον ουρανό ή εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είναι ο ουρανός και προσευχόταν.

 

Πήρα τον Τομ και μια μπουκάλα ουίσκι και καθίσαμε στο πάτωμα με την πλάτη κόντρα στην πόρτα, έτσι για μεγαλύτερη ασφάλεια. Κοίταξα αυτόν τον τεμπέλη γέρο και το πόσο στοργικά αγκάλιαζε τον μικρό Μπράιαν δήθεν για να τον ηρεμήσει. Από την άλλη δεν είχε κανένα πρόβλημα να κοιτάζει εμάς τους δύο με μισό μάτι και να μας κάνει κηρύγματα για το αλκοόλ και το τέλος του κόσμου που βρίσκεται έξω από αυτή την πόρτα. Λίγο παραπέρα τα τρία κορίτσια στην εφηβεία από το κατηχητικό Αγίου Πέτρου, είχαν στριμωχτεί σε μια γωνία και προσεύχονταν λες και αυτό θα έκανε την πόρτα να μείνει κλειστή για πάντα.

 

Ο γερομαλάκας μου έριξε άλλη μια ματιά προσπαθώντας να με πείσει πως είμαι αμαρτωλός.

 

“Τι θες;” του απάντησα αγριεμένα μπας και κόψει αυτή την κακιά συνήθεια. Μάταια.

 

“Δεν με τρομάζεις εμένα Τάιλερ. Σε ξέρω καιρό και σε ξέρω καλά. Θα στο πω άλλη μια φορά. Έχεις μια μόνο ευκαιρία να μετανοήσεις για τα εγκλήματα που διέπραξες. Αν όχι για όλα της αμαρτωλής ζωής σου, τουλάχιστον αυτά των τελευταίων ωρών. Είναι η τελευταία που σου δίνω να εξομολογηθείς παιδί μου”.

 

“Αυτό σημαίνει ότι θα σταματήσεις να μου τα πρήζεις;” απάντησα ειρωνικά.

 

“Τέρας! Πως τολμάς να μου μιλάς έτσι; Εσύ και οι όμοιοι σου φέρατε το τέλος! Αυτά τα πλάσματα δεν ήρθαν για ανθρώπους σαν και εμάς αλλά για σένα. Βγες λοιπόν έξω και παραδώσου για να αφήσουν τους αθώους στην ησυχία τους!”

 

Σήκωσα αργά το μπουκάλι μου και κοίταξα τον παπά μέσα από το γυαλί. Το κεφάλι του έμοιαζε στην αρχή μικρό σαν πινέζα και μετά σαν κλεψύδρα.

 

“Εγώ θα πρόσεχα αν ήμουνα στη θέση σου” είπα και έδειξα τον μικρό που του κρατούσε σφιχτά το χέρι. Σε έχω δει πολλές φορές να αγκαλιάζεις τους μικρούς πιστούς. Που ξέρεις πως δεν ήρθαν για εσένα;”

 

Για μια στιγμή το πρόσωπό του συσπάστηκε και φάνηκε να τα χάνει. Άφησε ακόμα και το χέρι του μικρού ο οποίος έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από τα κρασιά, την σοδειά του 80΄ συγκεκριμένα. Ο πάτερ Τζεικόμπο γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τον μικρό που έτρεχε.

 

“Μπράιαν!” φώναξε. Ύστερα γύρισε πάλι σ’ εμένα και μου γρύλισε. Αυτή η αγριεμένη φωνή ακούστηκε πολύ πιο αληθινή από την άλλη, την ψυχρή και μελετημένη. “Νομίζεις πως θα στον αφήσω; Δεν τελειώσαμε ακόμα εμείς”.

 

Τον άφησα να κυνηγήσει τον μικρό, και συνειδητοποίησα πως δεν είχα ακούσει τον Τομ για το τελευταίο λεπτό. Ο ξερακιανός μου φίλος είχε γείρει στο πλάι και μισοκοιμόταν από την εξάντληση Η πληγή στο πόδι του είχε χειροτερέψει γι άλλο και πέρα από αποστείρωση, εφόσον εδώ μέσα το αλκοόλ έρεε άφθονο, δεν είχα να του προσφέρω κάτι άλλο. Κατάλαβε ότι τον κοιτούσε και σήκωσε λίγο το κεφάλι του με κόπο.

 

“Μη, μην σηκώνεσαι... του ψιθύρισα. Κάτσε να ξεκουραστείς. Έκανες αρκετά”.

 

“Τίποτα δεν έκανα” είπε και γέλασε. “Κοίτα πως είμαι Τάιλερ, δεν θα βγω ζωντανός από εδώ μέσα”.

 

“Όχι!” φώναξα και μετά συνειδητοποίησα πως οι κοπέλες είχαν αφήσει τις ψαλμωδίες και με κοιτούσαν σαν τρελό.

 

Τον είχα συμπαθήσει τον κακομοίρη τον Τομ που τώρα ήταν ένα ανθρώπινο κουρέλι. Και ας μην είχαμε ανταλλάξει πάνω από δέκα κουβέντες όσο τον γνώριζα πριν γίνουν όλα αυτά. Όμως πιο πολύ από τον θάνατο του Τομ φοβόμουν πως θα έμενα μόνος. Μόνος με πέντε θρησκόληπτους, λάθος τέσσερις θρησκόληπτους και ένα παιδί μην το ξεχνάμε, να προσεύχονται μέχρι να μπουν αυτά εδώ μέσα και να μας ξεκοιλιάσουν. Αυτό δεν θα το άντεχα με τίποτα. Έβρισα λίγο από μέσα μου για να μην τρομάξω της δεσποινίδες και κατάπια άλλη μια γερή γουλιά ουίσκι.

 

“Ξέρεις...” ξεκίνησε την κουβέντα ο Τομ και τον κοίταξα στα μάτια για να του δείξω πως είχε την αμέριστη προσοχή μου. “Καλά έκανες πριν, όταν ήμασταν έξω. Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έκανα, αν δεν προλάβαιναν δηλαδή να με κάνουν έτσι αυτά” μου έδειξε τις πληγές του. “Όμως αναρωτιέμαι, αν έχει δίκιο ο παπάς; Αν δεν έπρεπε να σκοτώσουμε κανένα τους; Αν τώρα θύμωσαν περισσότερο;”

 

Ανατρίχιασα.

 

“Όχι και εσύ. Σε λίγο θα μου πεις πως πιστεύεις στην Αποκάλυψη”.

 

Κούνησε τον κεφάλι του αρνητικά.

 

“Όχι, δεν πιστεύω αλλά να... πριν που καρφώναμε τις σανίδες και είχα πάει στην άλλη άκρη με πλησίασε ο μικρός”.

 

“Πέτυχες τον μικρό μόνο του; Και τι έκανες;”

 

“Τίποτα Τάιλερ, δεν έκανα τίποτα απολύτως... δεν μπορούσα καταλαβαίνεις; Μου είπε πως εκεί έξω είναι ο θεός, οι θεοί μάλιστα! Και πως δεν μπορεί κανείς να τους σταματήσει από το να μας βρουν”.

 

Είχα αρπάξει από τον ώμο τον Τομ και τον έσφιγγα με τόση δύναμη που έβγαλε ένα βαθύ βογγητό Δεν το έκανα επίτηδες. Απλά είχα γίνει έξω φρενών.

 

“Πέτυχες τον μικρό μόνο του, σου είπε τέτοια πράγματα και δεν έκανες τί-πο-τα; Γαμώτο Τομ έτσι και πεθάνουμε όλοι εξαιτίας σου θα σε βρω και θα σε σκοτώσω!”

 

Πετάχτηκα επάνω σαν τρελός. Έξω, πέρα από τις κούτες με το αλκοόλ που στιβάξαμε στα παράθυρα και στην πόρτα, ακουγόταν το μονότονο μουγκρητό τους αλλά και κάποια ουρλιαχτά από τους άτυχους που είχαν μείνει ακόμα ζωντανοί. Κάθε τόσο έβρισκαν και κάποιον να περιφέρεται ή να κρύβεται και τότε δεν ήθελα ούτε καν να φαντάζομαι τι τους έκαναν, αν και είχα μια πολύ καλή ιδέα.

 

Μια μυρωδιά από γλυκό κρασί μου γαργάλησε την μύτη και κατάλαβα ότι ερχόταν από την σοδειά του 80’. Ξεροκατάπια. Αποφάσισα να πάω να δω τι έγινε ο ξεροκέφαλος παπάς. Ακολούθησα την μυρωδιά και έστριψα δεξιά, προσπέρασα τα λευκά κρασιά και μπήκα στο σκοτεινό μέρος του διαδρόμου. Άκουσα χαμηλόφωνες προσευχές και έναν μακρόσυρτο ρόγχο. Η ανησυχία μου μεγάλωσε και άρχισα να κοιτάω ανάμεσα από ράφια και πίσω από μπουκάλια.

 

“Τζεικόμπο; Που στο διάολο είσαι;” φώναξα νευριασμένος.

 

Δεν άργησα να τον βρω. Ήταν πεσμένος στο πάτωμα με τα μαγαζιά του ανοιχτά και ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί καρφωμένο στο λαρύγγι. Ήταν από το μπουκάλι που βρισκόταν σπασμένο δίπλα του. Δεν ήταν σοδειά του 80’ τελικά. Σπαρταρούσε ακόμα καθώς η ζωή έφευγε από μέσα του και τα γαλάζια μάτια του έμοιαζαν πιο πολύ από ποτέ φτιαγμένα από νέον. Γονάτισα από πάνω του και τον έκανα να με κοιτάξει.

 

“Ηλίθιε γέρο, που πήγε ο μικρός;”

 

Είδα τις κόρες του να στρέφονται προς το κελάρι και ύστερα προς τον ουρανό, όπου και σταμάτησαν. Σηκώθηκα και έτρεξα προς το κελάρι τραβώντας παράλληλα το περίστροφο που είχα χωμένο στη ζώνη. Το σκοτάδι ήταν πηχτό αλλά ήξερα το μέρος σαν την παλάμη του χεριού μου. Πλησίασα αργά και έψαξα με την πλάτη μου να βρω τον διακόπτη, αν και δεν ήμουν σίγουρος πως δεν θα λειτουργεί. Άκουσα ένα μουγκρητό στο βάθος και δύο κόκκινα μάτια άναψαν, ευτυχώς ακόμα μακριά μου. Λίγο πιο πέρα η πόρτα για τα εμπορεύματα έσπαγε σιγά σιγά από το βάρος και την επιμονή τους. Ναι, είχαμε πολλά παιδιά στο Κάμντεν.

 

Στο περίστροφο μου είχαν μείνει τέσσερις σφαίρες. Ο μικρός είχε αρχίσει να περπατάει όπως και τα άλλα εκεί έξω. Αργά και ασυντόνιστα, ανατριχιαστικά Έβγαζε μόνο μουγκρητά και μικρές κραυγές από το στόμα λες και ξαφνικά το μυαλό του είχε γίνει πουρές. Δεν είχα καταλάβει τι τα έπιανε όλα και γινόντουσαν έτσι. Ήξερα όμως πως αργά ή γρήγορα θα γινόταν.

 

Καθώς τραβούσα την ασφάλεια του όπλου είπα να κάνω μια μικρή εξομολόγηση για καλό και για κακό μιας και το τέλος ήταν κοντά.

 

“Με λένε Τάιλερ Χερνάντεζ και σήμερα το πρωί σκότωσα είκοσι παιδιά έξω από την πόρτα του κατηχητικού. Το ξέρω πως θα το θεωρείς ασέβεια, ήταν όμως θέμα ζωής και θανάτου. Αν μετανιώνω για κάτι; Σίγουρα. Μετανιώνω που δεν έφαγα και τα υπόλοιπα. Αλλά κυρίως αυτό εδώ το σκατό όταν έπρεπε και άφησα τον παπά να έχει ευθύνη για τον αγαπημένο του μαθητή”.

 

Σημάδεψα ανάμεσα στα δύο κόκκινα μάτια και πάτησα την σκανδάλη. Πάντα το έλεγα πως κάτι τους κάνουν εκεί στο κατηχητικό.

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Show's over folks! Ελπίζω να περασατε καλά και καλη επιτυχία σε όλους.

Link to comment
Share on other sites

Έκανα έντιτ γιατί συνειδητοποίησα πως δεν είχα τίτλο. Είναι 1420 λέξεις. Ούφ ουφ ουφφφφφφ

Link to comment
Share on other sites

Χαχαχαχα κι εγώ μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν έχω τίτλο. Να με συμπαθάτε, το Scrivener μ' έκαψε στην αντιγραφή. Αλλά δεν κάνω έντιτ. Και τα μυαλά στα κάγκελα. Πλάκα είχε :bleh:

Link to comment
Share on other sites

Αγώνας δρόμου κανονικά, σπρίντ κιόλας. Ουυυφ. Μου αξίζει μια μπύρα...

Edited by abuno
Link to comment
Share on other sites

Ετοίμασα το poll, αλλά μην ψηφίσει κανείς μέχρι να οριστεί πόσες ψήφους έχει δικαίωμα ο καθένας. Ελπίζω να μη βιάζεστε και τόσο :p

 

DinMacXanthi, δεν μπορώ να ανοίξω το Word σου. Δες μήπως έχει κάποιο πρόβλημα και πρέπει να το ξαναανεβάσεις.

Link to comment
Share on other sites

Πλάκα είχε.

 

Δεν έγραψα αριθμό λέξεων, όμως, δεν το σκέφτηκα ότι χρειαζόταν. Γύρω στις 1230, συν πλην καμιά δεκαριά από αλλαγές τελευταίας στιγμής.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..