Jump to content

Αλκμίνη


Annad89

Recommended Posts

Όνομα συγγραφέα: Λίζα

Είδος: Φαντασίας

Βία: Όχι

Σεξ: Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3.208

Αυτοτελής: Ναι

Σχόλια: Δεν είμαι ακόμα σίγουρη για τον τίτλο εφόσον δεν έχω τελειώσει την ιστορία μου. Στέλνω τις πρώτες σελίδες εδώ για να σιγουρευτώ ότι προχωράω σωστά ώστε να τελειώσω το βιβλίο. Η κάθε γνώμη σας (θετική ή αρνητική) μετράει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1

 

 

"… Σκεφτόταν μαζί με τα’ άλλα πως όταν τον βρίσκαν αυτές οι κρίσεις της επιληψίας, υπήρχε μια φάση σχεδόν πριν πέσει χάμω, όταν ξαφνικά μέσα στην θλίψη της ψυχικής του καταχνιάς, της κατάθλιψης, στιγμές-στιγμές σαν να πετούσε το μυαλό του φλόγες κι όλες μέσα του οι δυνάμεις της ζωής τανύζονταν διαμιάς με ορμή ασυνήθιστη."

   Η Αλκμίνη έκλεισε το βιβλίο και έσβησε το φως υπνωτισμένη απ τις φράσεις του  Ντοστογιέφσκι μα κι απ’ τις διαμελισμένες θλιβερές αναμνήσεις της, τις οποίες προσπαθούσε να εξαφανίσει απ’ το υποσυνείδητό της. Σκοτάδι μες το δωμάτιο… Πόσο πολύ το αναζητούσε εκείνη την ημέρα, προσευχόταν από το πρωί να τελειώσει αυτή η καταραμένη ημέρα ,η εβδομάδα ,ο μήνας ,ο χρόνος… Ήθελε τόσο πολύ να κοιμηθεί, αν και ήξερε ότι αν έπεφτε στην αγκαλιά του  Μορφέα ήταν  σαν να έπεφτε από τον πιο ψηλό γκρεμό, όπου οι εφιάλτες της θα κομμάτιαζαν την ψυχή της. Παρ’ όλα αυτά έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να μην σκέφτεται τίποτα, μα βυθίστηκε ξανά στον βούρκο της απελπισίας. Ακούγοντας τον πένθιμο ψαλμό της εκκλησίας και τα ανυπόφορα κλάματα των κοριτσιών που θρηνούσαν μέσα από τον μικρό κόσμο τους, άναψε ένα κερί χωρίς να ρίξει ούτε ένα δάκρυ, ούτε έναν ψίθυρο. Πενθούσε κι εκείνη, χωρίς να θέλει να δείξει την παραμικρή στεναχώρια σ’ όλους τους συγγενείς ή φίλους. Ήταν άνθρωπος που της άρεσε να υποφέρει μόνος του.

            Όταν άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε το ρολόι κουρασμένη και κατάλαβε ότι είχε κοιμηθεί μονάχα τρείς ώρες. Χωρίς να το σκεφτεί σηκώθηκε. Ένα δάκρυ έπεσε στο ιδρωμένο μέτωπό της, και μετά ακλούθησαν και άλλα, μα αυτό δεν την εμπόδισε να πάει στο γραφείο της για να γράψει. Τουλάχιστον έτσι θα έβρισκε διέξοδο η στεναχώρια της. Έξω ο αέρας φυσούσε σαν μανιασμένος μαζί με  τα φύλλα που θρόιζαν. Ξαφνικά τινάχτηκε από έναν ήχο στο μπαλκόνι. Όταν η καρδιά της επανήλθε στον συνηθισμένο αργό χτύπο σηκώθηκε και άνοιξε τα πατζούρια. Η παλιομοδίτικη κουρτίνα ανέμισε σαν να χόρευε τον χορό της φρίκης, και ξαφνικά έπεσε στο πάτωμα. Η Αλκμίνη δεν έδωσε σημασία και βγήκε έξω. Η γλάστρα είχε πέσει από το πεζούλι και είχε σπάσει, αφήνοντας τα χώματα να χοροπηδήσουν έξω. Τι αέρας και αυτός… Σκούπισε τα χώματα γρήγορα και στάθηκε λίγο έξω να θαυμάσει την επιβλητική θέα. Στον ουρανό δεν φαινόταν το φεγγάρι, μόνο σύννεφα παντού, αστραπές και βροχή η οποία έπεφτε στον απέραντο κήπο, ποτίζοντας το γρασίδι και τα φυτά που το περικύκλωναν.

            Όπως πήγαινε ξανά μέσα, άκουσε μια δυνατή βροντή και μονομιάς έσβησαν όλα τα φώτα. Παραπατώντας έφθασε στην κουζίνα και άναψε αρκετά κεριά για να τα μοιράσει σε όλο το σπίτι. Όλες αυτές οι κινήσεις γίνονταν μηχανικά εδώ και πολύ καιρό. Μόλις ακούμπησε και το τελευταίο κερί πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, είδε τα δυο μικρά κορίτσια να κατεβαίνουν την σκάλα κλαίγοντας.

«Μαμά, φοβάμαι.» είπε με τρεμάμενη φωνή το μεγαλύτερο κατάξανθο κορίτσι, καθώς η μικρότερη αδελφή του ούρλιαζε μετά από κάθε βροντή.

«Μην φοβάστε αγάπες μου, μια καταιγίδα είναι, θα περάσει. Κάθε φορά περνάει. Πάμε στο δωμάτιό μου να σας κοιμήσω.» είπε η Αλκμίνη και τις χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι. Τις πήρε στην αγκαλιά της, ανεβαίνοντας τις μεγάλες άσπρες σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο για το δωμάτιό της. Ξάπλωσαν όλες μαζί στο κρεβάτι με ουρανό και σιγά - σιγά τα κορίτσια έπεσαν σε βαθύ ύπνο ακούγοντας την φωνή της μητέρας τους που τους διάβαζε το αγαπημένο τους παραμύθι. Η καταιγίδα δεν είχε κοπάσει ακόμα. Η Αλκμίνη σηκώθηκε αργά, έκλεισε την πόρτα πίσω της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο για να γράψει ξανά. Οι λέξεις, που με δυσκολία αποτυπώνονταν στο τσαλακωμένο της χαρτί, την χλεύαζαν και άκουγε ακόμα και τα κουφά γέλια της επιτροπής απέναντί της. Αμέσως όλο αυτό το καρναβάλι σκίστηκε και έπεσε στο καλάθι μαζί με τα υπόλοιπα χαρτιά. Έσβησε το κερί δίπλα της, μιας και το ξημέρωμα την αντάμωνε, πήρε ένα καινούριο χαρτί και άρχισε να γράφει πάλι από την αρχή.

            Η ώρα ήταν επτά και έτσι σηκώθηκε για να ξυπνήσει τα κορίτσια. Ανέβηκε τις σκάλες, μα προς έκπληξή της είδε ανοιχτή την πόρτα του δωματίου της. Ήταν σίγουρη πως την είχε κλείσει. Χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία μπήκε μέσα και είδε τα κορίτσια να κοιμούνται γαλήνια. Κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να τις χαϊδεύει απαλά μιλώντας τους.

«Ελάτε αγάπες μου, θα χάσετε το σχολικό.»

«Λίγο ακόμα μαμά.» γκρίνιαξε το μεγαλύτερο κορίτσι. Ήξερε πως δεν είχαν κοιμηθεί καλά και οι δυο τους αφού πάντα φοβόντουσαν τις καταιγίδες και τους κεραυνούς, μα δεν είχε άλλη επιλογή από το να τις ξυπνήσει. Τις πήρε στην αγκαλιά της, κοιμησμένες όπως ήταν, ανακγάζοντάς τις να ξυπνήσουν. τις έντυσε γρήγορα και κατέβηκαν κάτω για το πρωινό τους.

«Μαμά δεν θέλω να πάω στο σχολείο σήμερα.» είπε το μελαχρινό κορίτσι.

«Μην λες ανοησίες. Και οι δυο θα πάτε.» είπε αυστηρά χωρίς να τους αφήσει περιθώριο, αν και ήξερε ότι είχαν δίκιο. Δεν άργησε να κορνάρει το σχολικό, και τους φόρεσε τις τσάντες και πηγαίνοντάς τες μέχρι έξω. Μόλις έφυγαν κλείδωσε την εξώπορτα και άρχισε να μαζεύει το τραπέζι, μα σταμάτησε όταν άκουσε έναν ήχο από το δωμάτιό της σαν να έπεσε ένα μεγάλο έπιπλο. Πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και ανέβηκε αθόρυβα τα σκαλιά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε φοβηθεί καθόλου. Ποιος μπορεί να είχε μπει εκεί πέρα;. Άνοιξε την πόρτα μα το δωμάτιο ήταν έτσι όπως το είχε αφήσει. Τα πάντα βρίσκονταν στην θέση τους. Όταν κοίταξε καλύτερα όμως είδε ότι το παράθυρο ήταν ανοιχτό, κάνοντας την κουρτίνα να ανεμίζει. Κοίταξε από κάτω αλλά δεν είδε κανέναν. Άλλωστε ήταν πολύ ψηλά για να πηδήξει κάποιος. Το έκλεισε, έστρωσε τα κρεβάτια, και κατέβηκε ξανά κάτω.

            Όλο το πρωινό το πέρασε γράφοντας και σκίζοντας. Τελικά μετά από μια σελίδα, που με τόσο κόπο είχε γράψει, τα παράτησε και ξάπλωσε στον καναπέ του σαλονιού χωρίς να έχει όρεξη να ασχοληθεί με τίποτα. Οι σκέψεις, τις είχαν πλημυρίσει το μυαλό καταβροχθίζοντάς την. Έπιασε μια φωτογραφία από το τραπεζάκι. Κοιτάζοντας τον εαυτό της χαρούμενο δίπλα σ’  έναν άντρα και τα δυο μωρά  στην αγκαλιά της, την έπιασε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Το φλάς την είχε ενοχλήσει, μα συνέχισε να γελάει,  χαϊδεύοντας τα σγουρά απαλά μαλλιά του.

«Τον επόμενο χρόνο θα πάμε όλοι μαζί διακοπές. Είσαι και πάντα θα είσαι η βασίλισσά μου.» της είχε πεί γλυκά ενώ φίλησε τα μωρά. Αυτή η ανάμνηση της έφερε τόσα δάκρυα που έπεσαν μονομιάς σαν καταρράκτες πάνω στο πρόσωπό της. Έβγαλε μια κραυγή απελπισίας και πέταξε την φωτογραφία στο πάτωμα, κάνοντας την κορνίζα χίλια κομμάτια. Σηκώθηκε και έκρυψε όλες τις φωτογραφίες σ’ ένα κουτί. Αυτήν την κίνηση την είχε κάνει αρκετές φορές, μα τις έβγαζε ξανά αφού μετά από λίγη ώρα ένιωθε ντροπιασμένη, οπότε τις ξαναέβαζε πάλι στην θέση τους. Κρύβοντας τώρα ξανά τις αναμνήσεις της, βρήκε διέξοδο σε ένα βιβλίο με ποιήματα. Μετά από κάποιες ώρες διαβάσματος, ξαφνικά άκουσε έναν ήχο απ’ την κουζίνα, σαν να ανακατεύουν τα μαχαιροπίρουνα. Είχε βαρεθεί πια να ακούει συνεχώς περίεργους ήχους. Αναρρωτιόταν μήπως της είχε ‘’στρίψει’’ τελικά. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος που είχε ακουστεί ο ήχος. Τρομοκρατημένη είδε μερικά μαχαιροπίρουνα πάνω στο τραπέζι στημένα στην σειρά. Η Αλκμίνη δεν πίστευε αυτό που έβλεπαν τα μάτια της. Δεν μπορεί να ήταν αληθινό. Σίγουρα όλα αυτά τα φανταζόταν. Όπως περνούσαν στιγμιαία αυτές οι σκέψεις, τα πάντα μαύρισαν γύρω της, και άρχισε να πέφτει.

           

 

 

 

 

 

2

 

 Μόλις άνοιξε τα μάτια της συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο κρεβάτι της. Δεν θυμόταν να πήγε εκεί. Αφού προσπάθησε πολύ να θυμηθεί,  κατάλαβε τι είχε συμβεί και έντρομη κατέβηκε ξανά στην κουζίνα. Το τραπέζι όμως ήταν άδειο και τα πάντα βρίσκονταν στην θέση τους. Μάλλον είχε δει όνειρο. Ίσως είχε σαλτάρει τόσες μέρες μέσα. Κοίταξε το ρολόι και κατάλαβε ότι κοιμόταν πολλή ώρα. Σε λίγο θα ερχόταν το σχολικό. Με το που το σκέφτηκε χτύπησε το κουδούνι. Μάλλον θα ήταν η καθαρίστρια. Δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανέναν, και έτσι της άνοιξε χεραιτώντας την με ένα νεύμα πηγαίνοντας πάλι στο γραφείο σιωπηλή. Ένιωθε τόση μοναξιά, τόση θλίψη. Δεν υπήρχε κανένας να την ακούσει. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που ανοίχτηκε σε κάποιον. Σ' αυτόν που αγαπούσε, σ' αυτόν που θα έδινε τα πάντα για να τον πάρει πίσω. Όσο περνούσε η ώρα, οι σκέψεις της σκοτείνιαζαν φέρνοντας πίσω αναμνήσεις και λεπτομέρειες τις οποίες είχε επίτηδες ξεχάσει. Τότε δεν είχε σημασία, τότε ήταν ευτυχισμένη. Πόσα πολλά πράγματα έπαιζαν κρυφτό στο υποσυνείδητο της. Φαινόταν τόσο ζωντανό σε σχέση με την ψυχή της.

              Και μόλις πήγε να κλείσει τον ‘’διακόπτη’’, πετάχτηκε ακούγοντας το σχολικό. Όπως αρκετές φορές, είχε ξεχαστεί και δεν είχε μαγειρέψει για τα δυο μικρά κορίτσια, τα οποία δεν έφταιγαν σε τίποτα. Συνεχώς όλο και πιο συχνά τα παραμελούσε. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν τα αγαπούσε, αλλά βέβαια τι ήταν η αγάπη μπροστά σ' αυτόν τον εφιάλτη που ζούσε; Έπρεπε τουλάχιστον να δείχνει χαρούμενη μπροστά τους. Έτσι λοιπόν φόρεσε το χαμόγελό της και πήγε προς την πόρτα.

«Μαμά, μαμά»! φώναξαν και οι δυο τους και έτρεξαν χαρούμενες στην αγκαλιά της Αλκμίνης.

«Πως ήταν στο σχολείο; Σας πείραξε κανένας;» τους ρώτησε.

«Μα γιατί να μας πειράξει κάποιος;» ρώτησε το μεγαλύτερο κορίτσι παίζοντας με τις καστανές μπούκλες της. Εκεί ήταν που η Αλκμίνη δεν είχε σκεφτεί απάντηση. Γιατί άραγε ήταν αυτή η ερώτηση που της ήρθε αυθόρμητα στο μυαλό;

«Ελάτε, πάμε μέσα να σας μαγειρέψω». είπε αποφεύγοντας την ερώτησή της.

              Η καθαρίστρια είχε ήδη φύγει, αφού δεν είχε και πολλές δουλειές να κάνει. Η Αλκμίνη ήταν πάντα οργανωμένη και σιχαινόταν την ακαταστασία. Μόνο τον εαυτό της είχε παραμελήσει τώρα τελευταία. Τα κατάμαυρα μαλλιά της είχαν φτάσει ως την μέση, αφού είχε να τα περιποιηθεί από ''τότε''. Στα μάτια της φαινόταν η εξάντληση και οι ρυτίδες από τις λίγες ώρες ύπνου. Είχαν πράσινο ανοιχτό χρώμα με μαύρους κύκλους και ταλαιπωρημένη επιδερμίδα. Ήταν 30 χρονών και πλέον δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει.

«Μαμά, σήμερα στο σχολείο με ρώτησαν που είναι ο μπαμπάς μου, και τους είπα ότι είναι στον παράδεισο.» είπε η Ύριδα, το μικρότερο κορίτσι. Η ομοιότητά της με την μητέρα της ήταν εκπληκτική, είχαν τα ίδια μαύρα ίσια μαλλιά και σχεδόν τα ίδια καταπράσινα μάτια, και ήταν μόλις 6 χρονών. Η Κασάνδρα την περνούσε μόνο δυο χρόνια. Είχε καστανές μπούκλες μέχρι την μέση της πλάτης της και με έντονα καστανά μάτια. Ήταν και οι δυο πανέξυπνες, και ο χρόνος που θα καταλάβαιναν το μαρτύριο της Αλκμίνης όλο και μίκραινε.

«Αυτό δεν θα έπρεπε να το ρωτήσουν, είναι κάτι προσωπικό. Σωστά μαμά;» απάντησε η Κασάνδρα, προσπαθώντας να κάνει την έξυπνη στην μικρή της αδελφή. Η Αλκμίνη πραγματικά ένιωθε ότι ο χρόνος την πίεζε, ότι μίκραιναν τα περιθώριά της, και όλο αυτό μετατρεπόταν σε κλειστοφοβία την οποία αδυνατούσε να κατανοήσει.

              Αποφεύγοντας να τους απαντήσει ξανά, άλλαξε θέμα λέγοντάς τους ότι σύντομα θα ερχόταν η ημέρα των διακοπών και έτσι άρχισαν να λένε ονειρεμένα μέρη όπου θα ήθελαν να πάνε. Το φυσιολογικό σε μια τέτοια κουβέντα θα ήταν να την κάνει να ξεχαστεί μπαίνοντας στον κόσμο τους, μα αντί να ξεφύγει απ' την πραγματικότητα, εκείνη όλο και πιο πολύ βυθιζόταν στις σκοτεινές σκέψεις της, και αυτός ο φόβος την έκανε να αιωρείται στο σκοτάδι φοβούμενη πιο πολύ το αβέβαιο μέλλον. Της ξύπνησαν τόσες αναμνήσεις από παλιά, ένιωσε μια νοσταλγία. Πόσο πολύ της έλειπαν αυτά τα χρόνια. Και πάλι της ήρθαν οι σκέψεις για το παρόν. Είχαν περάσει τρία χρόνια και ακόμα δεν το είχε ξεπεράσει. Για όλη της την ζωή θα ήταν έτσι; Θα υπέφερε πάντα σιωπηλά; Φυσικά δεν μπορούσε να δείξει την αδυναμία της εκείνη την στιγμή, οπότε προσπάθησε να υψώσει πάλι τον τοίχο ανάμεσα στα συναισθήματα και να βγάλει στην επιφάνεια την λογική.

                Ενώ τα κορίτσια διάβαζαν στα δωμάτιά τους, η Αλκμίνη καθόταν στο γραφείο της μην μπορώντας όμως να αποτυπώσει τίποτα στο χαρτί. Ήταν τρελό να έχει τόσα συναισθήματα, τα οποία όμως δεν μπορούσε να τους δώσει ζωή γράφοντάς τα. Δεν είχε ένα πλάνο, αυτό μάλλον ήταν το πρόβλημα. Όπως και στην ζωή της, όλα φαινομενικά είχαν ένα πρόγραμμα, μια ροή, μα ήταν σίγουρη πως κανένας δεν μπορούσε έστω να μαντέψει τον πόλεμο που γινόταν μέσα της. Όλα αυτά τα συναισθήματα καταστροφής. Ο ήλιος έδυε, κι εκείνη είχε γράψει μονάχα τρεις σελίδες, μα δεν υπήρχε αίσθημα ικανοποίησης. Ακόμα τις θεωρούσε σκουπίδια και ήταν στα πρόθυρα να τις τσαλακώσει ξανά και να τις πετάξει εκεί που άνηκαν. στον σκουπίδοντενεκέ. Αυτήν την φορά όμως αντιστάθηκε και αποφάσισε να τις διαβάσει αργότερα. Ίσως ήταν η σκέψη της στιγμής.

                 Τώρα τα κορίτσια έπαιζαν στο σαλόνι σιωπηλά, χωρίς να θέλουν να ενοχλήσουν την μητέρα τους. Η Αλκμίνη, όπως και κάθε μέρα, τους εξέτασε και πάλι όλα ήταν σωστά και έτσι όπως έπρεπε. Ευτυχώς δεν είχε κανένα παράπονο απ' αυτές. Είχε σουρουπώσει εδώ και λίγη ώρα και έτσι αποφάσισε να πάει μια βόλτα στο κήπο, μήπως νιώσει καλύτερα. Βγήκε απ' την πόρτα αντικρίζοντας τα δυο αγάλματα δεξιά και αριστερά της, τα οποία απεικόνιζαν δυο αγγέλους, μια γυναίκα και έναν άντρα. Είχαν σκυμμένο κεφάλι και κλειστά μάτια, ενώ τα φτερά τους ήταν σαν να επρόκειτο να ανοίξουν και να πετάξουν μακριά. Κατέβηκε τα σκαλιά και κάθισε στο σιντριβάνι λίγο πιο μπροστά απ' την είσοδο του αρχοντικού. Γύρω της υπήρχαν θάμνοι, μα ούτε ένα πολύχρωμο λουλούδι. Υπήρχε τόση ομορφιά μπροστά της, μα εκείνη δεν την έβλεπε. Λίγο πιο μπροστά υπήρχε ένας λαβύρινθος από φυτά. Κάποιος που δεν είχε μεγαλώσει σ' αυτό το σπίτι ίσως και να χανόταν, αλλά η Αλκμίνη τον ήξερε πολύ καλά. Είχε δυο εξόδους. Η αριστερή έβγαζε σε έναν άλλο κήπο και μια μικρή αποθήκη, όπου ήταν όλα τα σύνεργα του κήπου, και ένα μικρό σπιτάκι που θα μπορούσε να είναι το σπίτι του κηπουρού. Στην δεξιά πλευρά υπήρχε μια επιφάνια με κούνιες για τα κορίτσια, ένα τραπεζάκι και υπόστεγο για τον ήλιο.

                Εκεί που στεκόταν, στα δεξιά της ήταν η καγκελόπορτα. Είχε σκεφτεί αμέτρητες φορές να φύγει και να μην ξαναγυρίσει. Από το ''τότε'' είχε σκεφτεί αρκετές φορές να μετακομίσει, μα δεν υπήρχε άλλος απόγονος της οικογένειάς της μιας και ήταν μοναχοκόρη, και δεν ήθελε να νοικιάσει το σπίτι. Καλύτερα να ζούσε μέσα στην θλίψη, παρά να έφευγε και ο πόνος να την ακολουθούσε όπου και να πήγαινε. Άρχισε να προχωράει μέσα στον λαβύρινθο, όπου έκοβε το ελαφρύ αεράκι, μην ξέροντας που θα καταλήξει. Και τότε το είδε. Έναν άντρα τόσο όμορφο μα και τόσο άγριο. Για μια στιγμή της θύμισε τόσο τον άντρα στην φωτογραφία, αλλά μάλλον ήταν της φαντασίας της. Εκείνος ήταν ακριβώς στην δεξιά γωνία των φυτών, και ήταν κάπως σαν διαφανής. Ήταν μια πλάνη του μυαλού της, αφού ο κηπουρός είχε κλειδώσει την καγκελόπορτα όπως έφευγε. Εκείνος της χαμογέλασε, μα όχι με το αληθινό χαμόγελο κάποιου, ένα χαμόγελο σατανικό, πονηρό. Αυτό όμως που την τρόμαξε περισσότερο ήταν τα μάτια του. Εκτός του ότι ήταν τεράστια και υπερβολικά ανοιχτόχρωμα σαν ψεύτικα, είχαν κάτι σκοτεινό μέσα τους. Κάτι που την έκανε να πισωπερπατήσει τρέμοντας. Μόλις ένα δευτερόλεπτο και ο άντρας είχε εμφανιστεί από πίσω της και της χάιδευε τα μακριά μαλλιά της. Και μετά… ξύπνησε στο δωμάτιό της.

          

 

 

 

 

  3

 

   Δεν μπόρεσε να καταλάβει πως κατέληξε εκεί, αφού δεν θυμόταν να είχε κοιμηθεί. Αυτές οι διαλείψεις γίνονταν όλο και πιο έντονες αυτές τις ημέρες.

«Κασάνδρα, Ύριδα, που είστε»; φώναξε γεμάτη άγχος. Ευτυχώς τα δυο κορίτσια εμφανίστηκαν στην πόρτα του δωματίου της.

«Εδώ ήμασταν, παίζαμε στο δωμάτιό μου». είπε η Κασάνδρα.

«Πού ήσουν μαμά»; η Αλκμίνη προσπάθησε να κρατήσει σταθερή την φωνή της. «Ήμουν κουρασμένη, έτσι κοιμήθηκα λίγο».

«Μα είναι έντεκα η ώρα, σε περιμέναμε να δειπνίσουμε». της απάντησε η Κασάνδρα. Είχε αποκοιμηθεί τόσες ώρες; Πως ξεχάστηκε τόσο πολύ; Η αλήθεια ήταν ότι ακόμη και τώρα ένιωθε εξαντλημένη, μα σηκώθηκε.

«Απλά ήμουν κουρασμένη, πάμε κάτω να σας ετοιμάσω να φάτε κάτι».

«Κάτι ακούστηκε πριν λίγο στον κήπο και φοβήθηκα». είπε η Ύριδα κοντεύοντας να βάλει τα κλάματα.

«Σσσ...μην λες τέτοια πράγματα στην μαμά»! της ψιθύρισε η Κασάνδρα λίγο πιο δυνατά, ώστε να το ακούσει η μητέρα τους. Τότε εκείνη κατέβασε το κεφάλι και είπε

«Μάλλον θα ήταν του μυαλού μου». Η Αλκμίνη δεν απάντησε και κατευθύνθηκαν προς την κουζίνα.

                  Έξω άρχισε να βροντάει ξανά και ο αέρας έκανε τα παραθυρόφυλλα να κουνιούνται και να χτυπούν. Όσο έτρωγαν και οι τρεις του ήταν σιωπηλές. Η τραπεζαρία ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να χωράει ένα μεγάλο μακρύ τραπέζι με έναν πολυέλαιο αντίκα από πάνω, ο οποίος είχε πολύτιμη αξία. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένοι πίνακες με τους προγόνους της Αλκμίνης. Ήταν ο πατέρας της, ο οποίος είχε πεθάνει όταν εκείνη ήταν πολύ μικρή. Ήταν ένας άντρας με γκριζοκάστανα μαλλιά και μούσι. Ήταν φανερό ότι είχε πάρει τα μάτια του. Δίπλα στο πορτρέτο απεικονιζόταν η μητέρα της, μια εκθαμβωτική γυναίκα με κατάμαυρα μαλλιά και εκφραστικά καστανά μάτια. Ήταν τόσο όμορφη που κάθε άντρας θα ήθελε να την έχει δίπλα του. Λίγο πιο δεξιά υπήρχαν τα πορτρέτα των παππούδων της και των προπαππούδων της και ούτο καθ' εξής. Τα κορίτσια έτρωγαν ήσυχα, μα η Ύριδα φαινόταν ακόμα τρομαγμένη.

                    Αφού τα κορίτσια κοιμήθηκαν, η Αλκμίνη, αφού δεν νύσταζε τόσο, πήγε στο γραφείο της να διαβάσει αυτές τις σελίδες, μήπως αλλάξει γνώμη. Ενώ πήγε να σηκώσει την σελίδα, ξαφνικά έκλεισαν όλα τα φώτα σαν να έγινε διακοπή ρεύματος, και ξανάναψαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Τότε έντρομη κοίταξε την σελίδα, όπου είχαν εμφανιστεί λέξεις πάνω απ' τα δικά της γράμματα, με κόκκινο χρώμα. Για μια στιγμή της φάνηκε σαν αίμα. «ΦΥΓΕ ΜΑΚΡΥΑ» Κοίταξε έκπληκτη και κατατρομαγμένη το φύλο χαρτί, και αμέσως της έπεσε στο πάτωμα. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, πριν αρχίσει να ουρλιάζει ξανάσβησαν τα φώτα και το δωμάτιο άρχισε να σειέται όλο το δωμάτιο. Έντρομη η Αλκμίνη κρατήθηκε από κάπου για να μην πέσει. Τα παράθυρα είχαν ανοίξει μ' έναν κρότο, και όλος ο παγωμένος αέρας μπήκε στο δωμάτιο. Εντελώς ξαφνικά άνοιξαν τα φώτα και αυτό που αντίκρισε την έκανε να βγάλει μια πνιχτή φωνή και να βάλει τα χέρια της στο στόμα της προσπαθώντας να μην λιποθυμήσει.

                    Το δωμάτιο είχε γίνει σαν να είχε μπει διαρρήκτης. Τα βιβλία είχαν πέσει στο πάτωμα ανοιγμένα, τα άδεια φύλα είχαν σκορπιστεί παντού, τα έπιπλα είχαν μετακινηθεί ελαφρώς και εκείνη είχε μείνει εκεί, ανίκανη να κουνηθεί. Τι είχε συμβεί μόλις τώρα; μήπως ονειρευόταν; Άρπαξε το φύλο χαρτί που μόλις πριν είχε διαβάσει, μα πλέον δεν υπήρχε γραμμένο τίποτα πάνω του, μονάχα τα δικά της γράμματα. Να έπαιρνε τηλέφωνο την αστυνομία; Και τι να τους έλεγε; Δεν είχε μπει διαρρήκτης. Όλα αυτά ήταν πέρα απ' αυτό που χώραγε στο μυαλό της. Σίγουρα θα την περνούσαν για τρελή. Έτσι αποφάσισε να τα τακτοποιήσει όλα μόνη της, εκτός απ' τα έπιπλα, που θα χρειαζόταν την βοήθεια της υπηρέτριας. Όταν ερχόταν εκείνη η στιγμή θα έβρισκε τι θα της έλεγε. Δεν μπορεί αυτό να ήταν της φαντασίας της, ούτε να έβλεπε εφιάλτη. Όλα αυτά τα χρόνια δεν της είχε συμβεί τίποτα παρόμοιο. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της και βρήκε το κουράγιο να πάει στα δωμάτια των παιδιών να δει αν όλα ήταν στην θέση τους.

                    Ευτυχώς και οι δυο κοιμόντουσαν και δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Σε ποιον θα το έλεγε; Ή μάλλον ποιος θα την πίστευε; Δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή στο παρελθόν που να είχε πιστέψει καθόλου στα υπερφυσικά φαινόμενα. Και όσο πιο πολύ τα σκεφτόταν, όλος ο κόσμος της είχε αρχίσει να αναποδογυρίζει. Σκέφτηκε όλους αυτούς τους εφιάλτες που έβλεπε αυτά τα τρία τελευταία χρόνια αλλά είχε μείνει μόνο μέχρι εκεί. Αν άρχιζε να τα πιστεύει δεν θα ήταν πλέον ο εαυτός της. Θα γινόταν κάποια άλλη γεμάτη δεισιδαιμονίες. Όχι, δεν το ήθελε αυτό. Αρνιόταν να το πιστέψει. Η πραγματικότητα ήταν έτσι όπως φαινόταν, απλή. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα απ' αυτό. Και δεν θα την άλλαζε κανένας και τίποτα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Αυτό δεν θυμόμουν ότι το είχα ανεβάσει παλιότερα. Προφανώς τώρα το έχω διορθώσει... 


Είναι το ίδιο με την 'Περιπλάνηση" καλύτερα διαβάστε εκείνο.

Link to comment
Share on other sites

Ποιος είναι ο συγγραφέας εδώ;

 

Αυτό δεν θυμόμουν ότι το είχα ανεβάσει παλιότερα. Προφανώς τώρα το έχω διορθώσει... 


Είναι το ίδιο με την 'Περιπλάνηση" καλύτερα διαβάστε εκείνο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..