Jump to content

Έλληνες VS ξένοι συγγραφείς


giorgos lagonas

Recommended Posts

 

 

O.T.

Να διευκρινίσουμε βέβαια, για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες, ότι ο Μανωλιός μόνο Δρ δεν είναι, εκτός από τις περιπτώσεις που στέλνει συστημένες βόμπες σ' εκείνον που αιώνια στα βάθη της θαλάσσηςκοιμάται.

 

 

Ναι, αλλά θα είσαι πάντα Δρ στην καρδιά μας... θες δε θες!

 

Αλλιώς ρε παιδιά, να προτείνω μια "τιμής ένεκεν" ανακήρυξη του κ. Μανωλιού σε Δρ, εντός του πλαισίου του φόρουμ;

 

Να είναι επίσημο τουλάχιστον!

 

O.T.

Συμφωνώ να επισημοποιηθεί. Για να μην προσποιείται κανείς ότι δε συμβαίνει (αν και μάλλον αυτό είναι too much to ask).
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Επειδή μέχρι στιγμής δεν βλέπω αναλυτική επιχειρηματολογία επί του θέματος, ας κάνω εγώ τη διαφορά και ας υποστηρίξω την θέση μου, ότι ΕΥΤΥΧΩΣ στην χώρα μας δεν υπάρχει ένα κοινό και συνιστάμενο συγγραφικό ύφος που χαρακτηρίζει τους Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού.

Κατ’ αρχήν πρέπει να ορίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε ότι ενδεχομένως οι Έλληνες συγγραφείς του είδους εμφανίζουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Κάποιοι παραπάνω είπαν ότι ναι, εμφανίζουν, διότι λέει «σε κάποια είδη υπολειπόμεθα ως χώρα». Εγώ προσωπικά δεν ορίζω με αυτόν τον τρόπο τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελούν trademark στην λογοτεχνία του φανταστικού, όσον αφορά την Ελλάδα. Εγώ στέκομαι σε τυχόν πριμοδοτήσεις συγγραφικού ύφους και τεχνικής, ή ακόμη και περιεχομένου, έναντι άλλων υφών, τεχνικής, περιεχομένου, πράγμα που όπως προείπα ΕΥΤΥΧΩΣ –κατ’ εμέ- δεν υπάρχει και μακάρι να μην υπάρξει ποτέ.

Γιατί δεν θέλω να υπάρξει ποτέ;; Για τους ίδιους λόγους που δεν μου αρέσει το γεγονός, πως το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου επιλέγει να πριμοδοτήσει ταινίες συγκεκριμένου είδους, τεχνικής και ιδεών έναντι άλλων, με αποτέλεσμα να επιχορηγείται για παράδειγμα ο Κυνόδοντας και να μην επιχορηγείται ο Αδάμαστος. Και ρωτώ: Ένα τέτοιο μέλλον οραματίζεστε και για την λογοτεχνία του φανταστικού; Το να εκβιάζεται δηλαδή μια συγκεκριμένη προσφορά, ακόμη κι αν η ζήτηση του κοινού είναι διαφορετική; Εγώ, όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Θέλω πλουραλισμό.

Επιπλέον, υπάρχει μια σοβαρή διαφορά μεταξύ της τέχνης του κινηματογράφου και της μουσικής, από την λογοτεχνία. Ο κινηματογράφος και η μουσική, είναι πανεύκολο να προβάλλονται σε ένα ξένο κοινό. Για την μουσική υπάρχει π.χ. το youtube, επομένως το να είναι προσβάσιμη σε ένα ξένο κοινό, είναι κάτι το πανεύκολο. Για τον κινηματογράφο υπάρχουν π.χ. τα διεθνή φεστιβάλ. Η λογοτεχνία αντίθετα –κακά τα ψέματα- μέχρι στιγμής προσφέρεται κυρίως για εσωτερική κατανάλωση, με την έννοια ότι σπάνια μεταφράζονται βιβλία σε άλλες γλώσσες και διανέμονται στο εσωτερικό. Αν υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα, ΤΟΤΕ και ΜΟΝΟΝ ΤΟΤΕ, θα αποφάσιζε το ξένο κοινό ποια είναι εκείνα τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν (αν υπάρχουν) και που χαρακτηρίζουν την ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού ως trademark. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να το κρίνουμε εμείς –το ελληνικό κοινό- αλλά μπορούν να το αξιολογήσουν περισσότερο οι κάτοικοι του εξωτερικού, όπως έγινε με τον κινηματογράφο και την μουσική. Εμείς, δεν νομίζω ότι είμαστε σε θέση να κρίνουμε σωστότερα από αυτούς.

Αυτά σε πρώτη φάση. Δεν θα γράψω περισσότερα προς το παρόν γιατί βαριέμαι. Απ’ όλα αυτά, οφείλει να παραμείνει το αίτημα που έθεσα, να ξεκαθαρίσουμε πώς αντιλαμβανόμαστε τα στοιχεία που θεωρούμε ότι χαρακτηρίζουν το ελληνικό φανταστικό και που το διαφοροποιούν από το ξένο. Κατ’ εμέ, με βάση τα κριτήρια που θέτω εγώ, δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση

Edited by alien666
Link to comment
Share on other sites

Άτοπη σύγκριση από πολλές απόψεις, αλλά θα αναφέρω μόνο 2-3 βασικές, γιατί αλλιώς θα γράφω με τις ώρες. 

Καταρχήν, γιατί ο συγγραφέας που θα ξεχωρίσει ανάμεσα στους δεκάδες ή εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλους, είτε είναι Έλληνας, είτε είναι Αμερικάνος, είτε είναι Άγγλος, είτε είναι από το Τιμπουκτού, θα ξεχωρίσει γιατί έχει ιδιαίτερα στοιχεία. Αυτό, φυσικά, δεν έχει να κάνει μόνο με το είδος μας, αλλά είναι πολύ γενικότερο φαινόμενο στη λογοτεχνία. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά του Marquez και το Σπίτι των Πνευμάτων της Allende. Ίδιο βασικό premise (η ιστορία μιας οικογένειας για αρκετές γενιές), ίδια καταγωγή συγγραφέων (Λατινική Αμερική), ίδιο είδος (μαγικός ρεαλισμός). Βάζοντάς τα πλάι-πλάι, μπορεί κανείς κάλλιστα να καταλάβει γιατί ο Marquez ήταν Νομπελίστας και η Allende όχι. Να σημειώσουμε ότι και τα δύο βιβλία έγιναν best-sellers, επομένως δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση critically acclaimed vs. best-selling author. Θέλω, μ'αυτό, να καταλήξω ότι ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η εγχώρια σκηνή είναι τόσο έντονα συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο είδος (εν προκειμένω, η Λατινική Αμερική με το μαγικό ρεαλισμό), η ιδιαίτερη φωνή είναι αυτή που θα ξεχωρίσει και θα κάνει το μπαμ, η πολύ καλή φωνή αλλά χωρίς ιδιαίτερη χροιά μπορεί να πουλήσει αλλά ποτέ δεν θα κάνει την υπέρβαση και, από εκεί και έπειτα, υπάρχει η θάλασσα του απλώς καλού και του μετρίου. 

Κρατώντας, λοιπόν, αυτό, πάω στο sff. Ποια βιβλία μεταφράζονται στα Ελληνικά; Αυτά που πουλάνε στο εξωτερικό, ως επί το πλείστον. Και ορισμένα κλασικά, βραβευμένα ή critically acclaimed αλλά, ας μη γελιόμαστε, δεν έχουμε ούτε κατά διάνοια την πρόσβαση και τη δυνατότητα επιλογής που έχουν οι αγγλόφωνοι αναγνώστες. Γιατί όταν ένας μεταφρασμένος συγγραφέας πουλήσει, ο εκδοτικός θα μεταφράσει όλα του τα βιβλία και μετά θα ψάξει να βρει τους κλώνους του. Δεν είναι, λοιπόν, ότι οι ξένοι συγγραφείς γράφουν όλοι πανομοιότυπα, είναι ότι οι εδώ εκδοτικοί οίκοι θα επικεντρωθούν στο τι πουλάει διότι, προφανώς, η αγορά είναι κατά πολύ μικρότερη απ' ότι στο εξωτερικό και οι εκδότες δεν είναι διατεθειμένοι να πάρουν ρίσκα. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι και οι εκδότες του εξωτερικού ευνοούν την ομοιομορφία με το ίδιο σκεπτικό και, ως ένα βαθμό, αυτό ισχύει. Το θέμα είναι ότι έξω, μπορεί σε ένα χρόνο να βγουν 100 βιβλία φαντασίας και τα 90 να είναι κλώνοι του Martin, αφού ο Martin πουλάει, αλλά θα βγουν και 10 που δεν θα είναι. Μετά από τη διαδικασία φιλτραρίσματος και επιλογής για το τι θα μεταφραστεί στα Ελληνικά, εδώ θα μεταφραστούν τα 2 από τα 90, αφού ο Martin πουλάει, κι όχι τα 2 από τα 10, ούτε 1 από τα 90 και 1 από τα 10. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί πολύ εύκολα να θεωρήσει ότι έξω όλοι γράφουν σαν τον Martin και, άρα, όλοι είναι κλώνοι και η πρωτοτυπία έχει πεθάνει και τώρα όπου να'ναι θα κηδέψουμε το είδος. 

Έλληνες συγγραφείς του χώρου δεν έχω διαβάσει όσους θα ήθελα, τώρα που γύρισα για τα καλά από το εξωτερικό αρχίζω να κάνω μια επανασύνδεση με τη σκηνή. Δεν έχω δει, όμως, ούτε κατά διάνοια τόση πολυφωνία όση έχω δει στο εξωτερικό και είναι απόλυτα λογικό για δύο λόγους: πρώτον, δεν είμαστε τόσοι πολλοί και, δεύτερον, έχουμε μεγάλα κενά όσον αφορά την εξέλιξη του είδους -λόγω του τι μεταφράζεται και τι όχι, όπως έλεγα παραπάνω. Αυτό μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην αποτελέσει πρόβλημα, αλλά θα φτάσει μοιραία εκείνη η στιγμή που θα πέσεις στον απαιτητικό αναγνώστη, ο οποίος θα σου πει "αυτό το έχω ξαναδεί" και θα σου φέρει ως παράδειγμα το τάδε βιβλίο, του τάδε πασίγνωστου συγγραφέα, τον οποίο όμως δεν ξέρεις γιατί ποτέ δεν μεταφράστηκε στη γλώσσα σου. Δεν λέω πως η ελληνική σκηνή δεν έχει πράγματα να δώσει, αντιθέτως. Αλλά τώρα μαθαίνει να περπατάει, δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε με τους Αμερικάνους ή τους Άγγλους που έχουν εκπαιδευτεί να τρέχουν Μαραθώνιο. 

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Εγώ προσωπικά, κρατάω αυτό 

 

...Οι Έλληνες συγγραφείς αδικούνται (κατά μέσο όρο) από τη σύγκριση, επειδή εδώ στην Ελλάδα διαβάζουμε (ακόμα και από το πρωτότυπο) μόνο τους φτασμένους, επιτυχημένους, κορυφαίους ξένους, ή τέλος πάντων, εκείνους που έχουν περάσει τα σύνορά τους, και οι οποίοι, για να το καταφέρουν αυτό, έχουν πρώτα επικρατήσει του ανελέητου ανταγωνισμού εντός των συνόρων. Διαβάζουμε δηλαδή, κυρίως, τους νικητές αυτής της λογοτεχνικής μάχης. Βγαίνουν και στην αγγλόφωνη αγορά πατάτες, και φυσικά περισσότερες απ’ ό,τι εδώ. Αλλά φιλτράρονται και δεν φτάνουν μέχρι εδώ τόσες πολλές αναλογικά.

 

Περίληψη: Υπάρχουν καλοί και κακοί ξένοι και Έλληνες. Οι ξένοι, σε απόλυτη ποιότητα, είναι καλύτεροι.  Οι ξένοι είναι επίσης καλύτεροι κατά μέσο όρο. Αλλά ποιοι ξένοι: Οι ξένοι που φτάνουν μέχρι την Ελλάδα.

 

Και, φυσικά, αυτό

 

... Γιατί όταν ένας μεταφρασμένος συγγραφέας πουλήσει, ο εκδοτικός θα μεταφράσει όλα του τα βιβλία και μετά θα ψάξει να βρει τους κλώνους του. Δεν είναι, λοιπόν, ότι οι ξένοι συγγραφείς γράφουν όλοι πανομοιότυπα, είναι ότι οι εδώ εκδοτικοί οίκοι θα επικεντρωθούν στο τι πουλάει διότι, προφανώς, η αγορά είναι κατά πολύ μικρότερη απ' ότι στο εξωτερικό και οι εκδότες δεν είναι διατεθειμένοι να πάρουν ρίσκα....Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί πολύ εύκολα να θεωρήσει ότι έξω όλοι γράφουν σαν τον Martin και, άρα, όλοι είναι κλώνοι και η πρωτοτυπία έχει πεθάνει και τώρα όπου να'ναι θα κηδέψουμε το είδος...

 

Με άλλα λόγια, τελικά δε μπορούμε να συγκρίνουμε άμεσα την Ελληνική με κάποια άλλη (Αμερικάνικη κλπ) συγγραφική σκηνή, γιατί το "όργανο" με το οποίο παρατηρούμε και μετράμε τα δεδομένα είναι στραβό, για τους ανωτέρω λόγους. Μάλλον μπορούμε να έχουμε καθαρή (κατά το δυνατόν) εικόνα μόνο για τα καθ' ημάς...

 

ΟΠΟΤΕ : 

 

Θα μπορούσε κάποιος να σταχυολογίσει τα γνωρίσματα (καλά, κακά, παράξενα, ξερωγώ) της Ελληνικής φανταστικής λογοτεχνίας; Anybody willing to try?

Link to comment
Share on other sites

 

Θα μπορούσε κάποιος να σταχυολογίσει τα γνωρίσματα (καλά, κακά, παράξενα, ξερωγώ) της Ελληνικής φανταστικής λογοτεχνίας; Anybody willing to try?

 

Αυτό ομολογώ ότι με ενδιαφέρει και εμένα που υποστηρίζω την αντίθετη άποψη με την πλειοψηφία. Μέχρι στιγμής διαβάζω ότι οι Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού έχουν κάποια κοινα΄χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεταξύ τους, αλλά δεν διαβάζω ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

 

Επαναλαμβάνω ότι με βάση τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που εγώ θεωρώ σημαντικά, οι Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού εμφανίζουν ακόμη και μέσα στο ίδιο genre, διαφορές στο ύφος και τεχνική, μερικές φορές ακόμη και στο περιεχόμενο των ιστοριών που επιλέγει ο κάθε συγγραφέας να γράψει.

 

Ποια είναι λοιπόν τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν μεταξύ των Ελλήνων συγγραφέων του φανταστικού;;;

 

Επίσης με ενδιαφέρει να γνωρίζω αν το να εμφανίζουν κάποια κοινά στοιχεία στους τομείς που προανέφερα, αποτελεί ΑΙΤΗΜΑ που κάποιοι εδώ θέτουμε και που το προτιμούμε έναντι της πολυφωνίας (αν εικάσουμε ότι δεν υπάρχει πολυφωνία).

 

Σε αυτή την περίπτωση αναλογιστείτε πώς θα αισθανθείτε ως αναγνώστες αν βλέπετε να εκδίδεται ένα "ενιαίο συμπαγές πράγμα" το οποίο υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην είναι του γούστου σας (διότι το φάσμα του γούστου του καθενός μας, διαφέρει). Σκεφτείτε επίσης ότι δύσκολα θα μπορείτε να γράψετε θέματα που γουστάρετε πραγματικά, με τον τρόπο που γουστάρετε πραγματικά να το κάνετε, αλλά θα αναγκαστείτε -μοιραία- να κάνετε πολλές παραχωρήσεις στην γραφή σας, πράγμα που συνεπάγεται μια σχετική ανελευθερία έκφρασης.

 

Στην παραπάνω περίπτωση, στην περίπτωση δηλαδή που υπάρχουν βιβλία ελληνικού φανταστικού με υπερβολικά πολλές ομοιότητες στην γραφή, στην τεχνική και στη θεματολογία και ΔΕΝ είναι του γούστου μου, τότε εγώ προσωπικά δεν πρόκειται να μαζοχιστώ σαν αναγνώστης με το ελληνικό φανταστικό και θα στραφώ -μοιραία- αποκλειστικά στο εισαγόμενο.

 

Με ενδιαφέρει λοιπόν επίσης, αν ΕΥΧΕΣΤΕ να υπάρχουν αυστηρές προδιαγραφές στο εγχώριο προιον και αν το θεωρείτε αυτό κάτι  το θετικό.

Edited by alien666
Link to comment
Share on other sites

Τα κοινά χαρακτηριστικά στη γραφή δεν αναπτύσσονται επειδή τα επιβάλλει κάποιος εξωτερικός προς τη λογοτεχνία παράγοντας, αλλά για δύο λόγους: είτε επειδή κάτι πουλάει, είτε επειδή υπάρχει τριβή μεταξύ συγγραφέων και αναγνωστών που οδηγεί στην αναζήτηση της έκφρασης των κοινών τους εμπειριών. Αυτές οι κοινές εκφράσεις θα 'ναι πράγματα αδιόρατα στον ανύποπτο παρατηρητή, θα 'ναι μία μικρή ιδέα, μία ιδιαίτερη υφή, ένας απροσδιόριστος χαρακτήρας, αλλά θα δένουν αμετάκλητα τα έργα συγγραφέων που μεγάλωσαν στην ίδια χώρα ή πόλη την ίδια εποχή, με παρόμοια αναγνώσματα και αλληλεπιδρούν μεταξυ τους.

 

Δηλαδή ένα βιβλίο ελληνικού φανταστικού που δεν θα μιλάει στον Έλληνα αναγνώστη του φανταστικού είτε δεν είναι βιβλίο ελληνικού φανταστικού (αλλά βιβλίο φανταστικού στην ελληνική γλώσσα,) είτε έχει αναπτύξει κάποια χαρακτηριστικά που ξενίζουν γιατί "αυτό πουλάει."

Edited by Myyst
Link to comment
Share on other sites

Μετά από πολύ πιεστική σκέψη, πασχίζοντας να βρω κάποια στοιχεία που να διαφορίζουν τους Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού από τους ξένους, κατάφερα και εντόπισα ένα.

 

Για πολλούς και διάφορους λόγους όμως (που θα πάρει πολύ για να τους αναλύσω και δεν θέλω) δεν το έχω εντοπίσει σε όσους έχουν εκδοθεί ήδη, αλλά σε όσους γενικότερα γράφουν ιστορίες.

 

Επειδή συμβαίνει να εστιάζω πάντα στα καλά χαρακτηριστικά μιας ιστορίας και να την απολαμβάνω για όσο διαρκεί, μου ήταν πολύ δύσκολο να εντοπίσω αυτό το στοιχείο που σκοπεύω να αναφέρω σε οποιαδήποτε ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΗ ιστορία. Συμβαίνει όμως να είμαι πάρα πολύ αυστηρός όταν διαβάζω ένα μεγάλο σύνολο ιστοριών και διαπιστώνω ότι ενώ μεμονωμένα μου άρεσαν πολύ, ορισμένα στοιχεία που δεν είναι του γούστου μου, επαναλαμβάνονται διαρκώς.

 

Και αυτό που επαναλαμβάνεται συχνά-πυκνά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει την λογοτεχνία ένας πρωτάρης Έλληνας ή κάποιος Έλληνας που γράφει για το ντουλάπι του και δεν έχει μπει σε μία διαδικασία ξεσκαρταρίσματος του έργου του, είναι το εξής στοιχείο:

 

Η απαξίωση (εστω και ασυνείδητα) της ιδέας και της πλοκής. Πολλές φορές δίδεται η αίσθηση στον αναγνώστη ότι ο συγγραφέας δεν είχε μία συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό του όταν ξεκίνησε να γράφει την ιστορία, ή ότι ακόμη κι αν είχε, δεν είχε σχεδιάσει (έστω και μέσες-άκρες) την πλοκή της ή (ακόμη χειρότερα) ότι δεν θεωρεί την πλοκή καν ως ζωτικό στοιχείο στην ιστορία του.

 

Για κάποιο παράξενο λόγο, η αντιμετώπιση της ιστορίας προτίστως ως πλοκή και ως ιδέα, θεωρείται "φτου-κακά" στην ελληνική διαπραγμάτευση. "Η γραφή μετράει (λέει) και η ιστορία είναι απλώς μια πρόφαση". Μήπως αυτή η αντιμετώπιση όμως "κουράζει" από ένα σημείο κι έπειτα;

 

Έχει συμβεί να διαβάσω πολλές ιστορίες του φανταστικού που αναρτώνται στο διαδίκτυο από ξένους αγγλόφωνους και διαπιστώνω ότι εκείνοι αντιμετωπίζουν την ιστορία προτίστως ως ιδέα και ως πλοκή και από εκεί και πέρα η καλή γραφή εξυπηρετεί την καλή εκτέλεση της ιδέας και της πλοκής.

 

Αντίθετα στην Ελλάδα, κάπου έχω την αίσθηση ότι ξεκινάμε με την γραφή. Από εκεί και πέρα,  για την ιδέα και την πλοκή είτε βλέπουμε στην πορεία, είτε πασχίζουμε να κρύψουμε το πόσο σημασία δίνουμε σε αυτά τα στοιχεία (στη ιδέα και στην πλοκή) γιατί όποιος δίνει σημασία σε αυτά (και καλά) "δεν ξέρει".

 

Αυτά ως "ενιαίο στοιχείο" από κάποιον που πιστεύει ότι στο ελληνικό φανταστικό δεν υπάρχουν -ΕΥΤΥΧΩΣ- ενιαία στοιχεία.

Edited by alien666
Link to comment
Share on other sites

Η ίδια η γραφή πιο σημαντική από αυτό που περιγράφει;

Δεν νομίζω ότι ισχύει, Βασίλη, νομίζω πως αυτό που περιγράφεις είναι πιο πολύ "παιδική ασθένεια" της συγγραφής, εκείνου δηλαδή που ξεκινάει να γράφει για να δοκιμάσει τα νερά της συγγραφής χωρίς να έχει διαβάσει, χωρίς να ξέρει πραγματικά πού θέλει να πάει, παρά εκείνων που το κάνουν για χρόνια.

 

Κατά την άποψή μου, αυτό που δεν έχουμε, σε μεγάλο βαθμό σαν Ελλάδα, είναι συνέχεια. Συγγραφείς του φανταστικού με πέντε-δέκα-είκοσι βιβλία και παραπάνω, στο όνομά τους. Όχι έναν και δύο, αλλά πολλούς. Ίσως αυτό να είναι και το κοινό μας γνώρισμα, τελικά. Για να αλλάξει αυτό... θα πρέπει να αποκτήσουμε κοινό, αναγνώστες (πολλούς-πολλούς περισσότερους από αυτούς που έχουμε), ώστε η συγγραφή να γίνει επάγγελμα ώστε όταν ρωτάς έναν άσχετο στο δρόμο "πες έναν συγγραφέα τρόμου" να μην απαντάει Κινγκ (55 βιβλία), και όταν ρωτάς "πες έναν συγγραφέα φάντασυ", να μην απαντάει Μάρτιν (25 βιβλία).
Αλλά η συγγραφή φανταστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα (ακόμα;) δεν μπορεί να θεωρηθεί επάγγελμα.

Κοινώς, σε αντίθεση με τους καλύτερους ξένους συγγραφείς, οι καλύτεροι Έλληνες συγγραφείς είναι θέλουν-δε θέλουν χομπίστες. Αυτή είναι ίσως η διαφορά μας.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

έλληνες για να υποστηρίξουμε κ την τοπική οικονομία, κατά προτίμηση ο συγγραφέας της γειτονιάς σου

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Η ίδια η γραφή πιο σημαντική από αυτό που περιγράφει;

Δεν νομίζω ότι ισχύει, Βασίλη, νομίζω πως αυτό που περιγράφεις είναι πιο πολύ "παιδική ασθένεια" της συγγραφής, εκείνου δηλαδή που ξεκινάει να γράφει για να δοκιμάσει τα νερά της συγγραφής χωρίς να έχει διαβάσει, χωρίς να ξέρει πραγματικά πού θέλει να πάει, παρά εκείνων που το κάνουν για χρόνια.

 

Κατά την άποψή μου, αυτό που δεν έχουμε, σε μεγάλο βαθμό σαν Ελλάδα, είναι συνέχεια. Συγγραφείς του φανταστικού με πέντε-δέκα-είκοσι βιβλία και παραπάνω, στο όνομά τους. Όχι έναν και δύο, αλλά πολλούς. Ίσως αυτό να είναι και το κοινό μας γνώρισμα, τελικά. Για να αλλάξει αυτό... θα πρέπει να αποκτήσουμε κοινό, αναγνώστες (πολλούς-πολλούς περισσότερους από αυτούς που έχουμε), ώστε η συγγραφή να γίνει επάγγελμα ώστε όταν ρωτάς έναν άσχετο στο δρόμο "πες έναν συγγραφέα τρόμου" να μην απαντάει Κινγκ (55 βιβλία), και όταν ρωτάς "πες έναν συγγραφέα φάντασυ", να μην απαντάει Μάρτιν (25 βιβλία).

Αλλά η συγγραφή φανταστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα (ακόμα;) δεν μπορεί να θεωρηθεί επάγγελμα.

 

Κοινώς, σε αντίθεση με τους καλύτερους ξένους συγγραφείς, οι καλύτεροι Έλληνες συγγραφείς είναι θέλουν-δε θέλουν χομπίστες. Αυτή είναι ίσως η διαφορά μας.

 

Αυτό με την αποσπασματικότητα του ελληνικού φανταστικού νομίζω ότι όλοι το κατανοούμε και ότι το διαπιστώνουμε καθημερινά, σε σημείο που επειδή είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει, ίσως θα πρέπει να το θεωρήσουμε δεδομένο και να το αντιμετωπίσουμε σαν έναν εξωτερικό παράγοντα που επεμβαίνει στο κείμενο.

 

Άλλος θα πει ότι δεν επεμβαίνει καθόλου, αλλά τότε εγώ θα ρωτήσω "γιατί στην Ελλάδα δεν εκδίδονται πολλά 1000σέλιδα μυθιστορήματα από Έλληνες;" και η απάντηση θα καταλήξει στο ότι οι υπάρχουσες συνθήκες (τεχνικής και οικονομικής φύσεως) επεμβαίνουν.

 

Το άλλο που είπα σχετικά με τη υπερτίμηση της γραφής, ξεκαθάρισα ότι δεν αφορά αυτούς που το κάνουν για χρόνια. :mf_surrender:

Edited by alien666
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 

 

Το άλλο που είπα σχετικά με τη υπερτίμηση της γραφής, ξεκαθάρισα ότι δεν αφορά αυτούς που το κάνουν για χρόνια. :mf_surrender:

 

Τότε, πρέπει να πω ότι η υπερτίμηση της γραφής δεν είναι τοπικό φαινόμενο. Προσωπικό παράδειγμα: θυμάμαι στο μεταπτυχιακό συμφοιτητές οι οποίοι πραγματικά δεν είχαν να πούνε τίποτα, αφήνοντας κείμενα που παρέδιδαν σαν αποσπάσματα χωρίς να πηγαίνουν πουθενά, όμως είχαν όμορφη γραφή και ήταν ατακαδόροι. Γράψιμο για να εντυπωσιάσει και όχι για να πει κάτι, από άτομα που έψαχναν ακόμα τη φωνή τους και την κλίση τους. Πέντε χρόνια αργότερα, μιλάω με λίγα από αυτά τα παιδιά (παιδιά... 25-35 ετών ήταν τότε οι ηλικίες) και ξέρω ότι οι περισσότεροι δεν το συνέχισαν ποτέ το γράψιμο. Και μιλάμε για άτομα που το έκαναν σαν μεταπτυχιακό, δηλαδή έστω το πίστευαν τότε σε αρκετά μεγάλο βαθμό για να έρθουν από τις ΗΠΑ ή από την Αγγλία.

Επίσης, αν διαβάσεις blogs από εκδότες περιοδικών που δημοσιεύουν ιστορίες, εκεί θα δεις horror stories...

Link to comment
Share on other sites

Και εμένα σαν αναγνώστης η γραφή μου αρέσει πολύ, διότι μπορεί να αναδείξει ακόμη και κοινότοπες ιστορίες.

 

Όμως ξέρω ότι για την κάθε κοινότοπη ιστορία με κορυφαία γραφή που θα διαβάσω, θα υπάρχει και μία άλλη, με γραφή που είναι απλώς συμπαθητική, αλλά και με κορυφαία ιδέα και πλοκή. Κι έτσι γίνεται ένα αλισβερίσι!

Link to comment
Share on other sites

Σε αυτό το Έλληνας vs ξένος (ξένος=αγγλόφωνος, από δυτικού τύπου κοινωνία), προσωπικά δε μπορώ να διακρίνω τη διαφορά ούτε στα θέματα, ούτε στα διλήμματα, ούτε στον τρόπο σκέψης και κατ' επέκταση ούτε στις πλοκές και τις σκηνές. Και δεν έχει σημασία που η sff (και καλά, κι αυτή τη θεωρώ κι από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις που υπάρχουν γύρω μου) δεν πατάει σε κόσμους πραγματικούς συνήθως, όλα τον άνθρωπο αφορούν, όλα τις ανθρώπινες κοινωνίες, όλα τον σύγχρονο τρόπο σκέψης (και οκ, πατάνε λιγότερο ή περισσότερο σε παλιότερους κτλ). Οκ, παίζουνε σίγουρα ρόλο η μόρφωση, η αλληλεπίδραση με το όποιο περιβάλλον έχεις γύρω σου, παίζουνε ρόλο τα πάντα, απλά δεν πιστεύω πως στην πραγματικότητα όλα αυτά έχουν μεγαλύτερες διαφορές από χώρα σε χώρα από ό,τι από γειτονιά σε γειτονιά. Τουλάχιστον τόσο μεγάλες που να μπορώ να τις εντοπίσω εγώ απλά διαβάζοντας και να δω κοινά μοτίβα. Από την άλλη πλευρά οι διαφορές από συγγραφέα σε συγγραφέα σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση είναι τεράστιες. Τόσο τεράστιες όσο διαφορετικοί είναι και οι άνθρωποι μεταξύ τους.

 

Οι μόνες διαφορές που μπορώ να εντοπίσω στην πραγματικότητα είναι δύο κι αυτές είναι η ποσότητα και η ποιότητα της δουλειάς η μία, και η προφανής, που είναι ο χειρισμός της γλώσσας η άλλη.

 

Συμφωνώ απολύτως με τους παραπάνω για τον τρόπο που δουλεύουν για ένα βιβλίο στον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη για παράδειγμα και το πόσο υστερεί η Ελλαδίτσα σε αυτό. Αν κάθε Ελληνικό βιβλίο είχε τη δυνατότητα να περάσει όλα τα χέρια που περνάει ένα Αμερικάνικο (και πάλι μιλάμε για αναγνωρισμένο Έλληνα συγγραφέα και για αναγνωρισμένο Αμερικάνο) πιστεύω πως δε θα τη βλέπαμε τη διαφορά ποτέ. Και φυσικά σε εμάς εδώ φτάνει εκείνο το βιβλίο που έχει περάσει όλα αυτά τα χέρια κι ακόμα περισσότερα (αυτά που χρειάζεται η μετάφραση) και συνήθως για λάθος λόγους. Γιατί οκ, και ο Πατάκης επιχειρηματίας είναι, προφανώς θέλει να μεταφράσει και να μας φέρει να διαβάσουμε αυτά που είναι πιο πιθανό να αγοράσουμε για να τα διαβάσουμε, οπότε να βγάλει λεφτά και να πληρώσει τον κόσμο του και μετά να φέρει κι άλλα. Μου είναι κι εμένα ξεκάθαρα αυτά.

 

Για τον χειρισμό της γλώσσας δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας τρόπος να κάνω τη σύγκριση. Δεν ξέρω κατά πόσον το μεγαλύτερο μέρος των ξένων συγγραφέων χειρίζεται σωστά την αγγλική. Οι διαφορές που μπορώ να καταλάβω εγώ είναι μόνο του στυλ διαβάζεται ή δε διαβάζεται, μου αρέσει ή δε μου αρέσει. Και φυσικά κάτι που δε διαβάζεται για μένα, μπορεί να μην διαβάζεται επειδή ακριβώς τα αγγλικά του είναι υπεργαμάτα ενώ εμένα μου είναι πιο εύκολο να διαβάζω τα αγγλικά αμερικάνικης σαπουνόπερας. Αυτό που μπορώ να διακρίνω όμως είναι ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε φανταστικούς μεταφραστές. Οκ, έχουμε και κακούς. Αλλά επειδή για πάρα πολλά χρόνια μεταφράζαμε τα πάντα, σαν είδος, σαν επάγγελμα, έχουμε ανθρώπους που έκαναν και κάνουνε αυτή τη δουλειά εξαιρετικά καλά. Έχουμε μεταφραστές που στην πραγματικότητα είναι λογοτέχνες (χωρίς να οφείλουν για μένα να είναι). Και πιστεύω πως έχουμε λιγότερους συγγραφείς, ολοένα και λιγότερους, που έστω γνωρίζουν (ή θέλουν να γνωρίζουν) την ελληνική γλώσσα τόσο πολύ καλά όσο οι μεταφραστές.

 

Οπότε, αυτό που προκείπτει για μένα από το θέμα "Έλληνες vs ξένοι" με την προσθήκη "εκδομένοι στην ελληνική γλώσσα" είναι ότι εκτός από την πολλή και καλή δουλειά που έχει γίνει για ένα βιβλίο προτού να φτάσει στη χώρα μου, σε ένα 60 ή 70% των περιπτώσεων, το μεταφρασμένο βιβλίο θα μιλάει και καλύτερα ελληνικά από το ελληνικό. Δεν είναι τρομερό;

 

Αυτό το πράγμα είναι κάτι που το σκέφτομαι χρόνια, το τι σημαίνει να σκέφτομαι για ένα ελληνικό κείμενο ότι "μοιάζει με πολύ καλή μετάφραση". Έχω καταλήξει πως εγώ πάντοτε όταν το λέω αυτό το λέω για καλό.

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Οπότε, αυτό που προκείπτει για μένα από το θέμα "Έλληνες vs ξένοι" με την προσθήκη "εκδομένοι στην ελληνική γλώσσα" είναι ότι εκτός από την πολλή και καλή δουλειά που έχει γίνει για ένα βιβλίο προτού να φτάσει στη χώρα μου, σε ένα 60 ή 70% των περιπτώσεων, το μεταφρασμένο βιβλίο θα μιλάει και καλύτερα ελληνικά από το ελληνικό. Δεν είναι τρομερό;

 

 

:good:

 

Ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό αυτό.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αυτό που μπορώ να διακρίνω όμως είναι ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε φανταστικούς μεταφραστές. Οκ, έχουμε και κακούς. Αλλά επειδή για πάρα πολλά χρόνια μεταφράζαμε τα πάντα, σαν είδος, σαν επάγγελμα, έχουμε ανθρώπους που έκαναν και κάνουνε αυτή τη δουλειά εξαιρετικά καλά. Έχουμε μεταφραστές που στην πραγματικότητα είναι λογοτέχνες (χωρίς να οφείλουν για μένα να είναι). Και πιστεύω πως έχουμε λιγότερους συγγραφείς, ολοένα και λιγότερους, που έστω γνωρίζουν (ή θέλουν να γνωρίζουν) την ελληνική γλώσσα τόσο πολύ καλά όσο οι μεταφραστές.

 

Οπότε, αυτό που προκείπτει για μένα από το θέμα "Έλληνες vs ξένοι" με την προσθήκη "εκδομένοι στην ελληνική γλώσσα" είναι ότι εκτός από την πολλή και καλή δουλειά που έχει γίνει για ένα βιβλίο προτού να φτάσει στη χώρα μου, σε ένα 60 ή 70% των περιπτώσεων, το μεταφρασμένο βιβλίο θα μιλάει και καλύτερα ελληνικά από το ελληνικό. Δεν είναι τρομερό;

 

Αυτό το πράγμα είναι κάτι που το σκέφτομαι χρόνια, το τι σημαίνει να σκέφτομαι για ένα ελληνικό κείμενο ότι "μοιάζει με πολύ καλή μετάφραση". Έχω καταλήξει πως εγώ πάντοτε όταν το λέω αυτό το λέω για καλό.

 

Επειδή μεταφράζουμε υπερβολικά πολλά βιβλία στη γλώσσα μας σε σχέση με τον πληθυσμό μας (ακόμα περισσότερα σε σχέση με το ποσοστό του πληθυσμού που διαβάζει), έχουμε και τεράστιο αριθμό μεταφραστών σε σχέση με τον πληθυσμό μας. Δεν μπορούν όλοι να έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε έναν συγγραφέα (π.χ. Μπόρχες, Πύντσον) για να μπορέσουν να τον αποδώσουν όπως του αξίζει. Δεν μπορούν όλοι τους να έχουν ήθος και άποψη, όπως αυτοί που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε εδώ μέσα. Δεν μπορούν καν να είναι όλοι ευσυνείδητοι επαγγελματίες, ούτε και έχουν οι πάντες εμπειρία χρόνων. Ορισμένοι κάνουν μια-δυο μεταφράσεις σε όλη τους τη ζωή, όντας φοιτητές ή άνεργοι. Άλλοι είναι οι ίδιοι οι μικροεκδότες. Δεν είναι απαραίτητα φιλόλογοι ή έστω της θεωρητικής κατεύθυνσης. Όσο για τη γνώση της γλώσσας από την οποία μεταφράζουν, ας αφήσουμε καλύτερα τι προσόντα έχουν...

 

Το αποτέλεσμα;

 

Δυστυχώς, κάποια πράγματα που με ξένιζαν σε μεταφράσεις στην εφηβεία μου τα βλέπω πλέον σε πολλά βιβλία των τελευταίων ετών, γιατί στο μυαλό των συγγραφέων της γενιάς μου και των ακόμα μικρότερων, έχουν περάσει ως "μπορεί να μην τα λέμε όταν μιλάμε, αλλά αυτή είναι η γραπτή ελληνική γλώσσα". Ακόμα χειρότερα, οι αγγλισμοί γίνονται συνεχώς όλο και περισσότεροι, ακόμα και σε κείμενα ανθρώπων που ξέρω πως δεν έχουν ιδέα από αγγλικά και διαβάζουν μόνο μεταφρασμένα βιβλία.

 

Όπως θα πουν και οι γνωρίζοντες, οι προθεσμίες είναι συχνά τέτοιες που ούτε οι καλοί μεταφραστές δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους σωστά, ενώ η επιμέλεια μετάφρασης συχνά γίνεται στο πόδι ή και καθόλου. Μια μετάφραση στα γρήγορα, μηδέν διόρθωση και το βιβλίο έξω στα ράφια. Μη μου πει κανείς πως δε βλέπει κάθε τόσο ασυνάρτητες φράσεις σε μεταφρασμένα βιβλία. Σε παλιές εκδόσεις, άντε να το καταπιώ. Αλλά σήμερα, την εποχή της Wikipedia και του Urban Dictionary, είναι απαράδεκτο να μην καταλαβαίνει κάποιος τι μεταφράζει και να βάζει ό,τι του φανεί, λέξη-λέξη.

 

Μπράβο στους λίγους καλούς μεταφραστές, λοιπόν. Αλλά για τους υπόλοιπους, "φονιάδες των ελληνικών, μεταφραστές"

 

[πάντως, η κακή χρήση των ελληνικών από τους Έλληνες συγγραφείς πάει πακέτο με την όλο και κατώτερη γνώση της γλώσσας που προσφέρει η ελληνική παιδεία]

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Ορισμένοι κάνουν μια-δυο μεταφράσεις σε όλη τους τη ζωή, όντας φοιτητές ή άνεργοι. Άλλοι είναι οι ίδιοι οι μικροεκδότες. Δεν είναι απαραίτητα φιλόλογοι ή έστω της θεωρητικής κατεύθυνσης. Όσο για τη γνώση της γλώσσας από την οποία μεταφράζουν, ας αφήσουμε καλύτερα τι προσόντα έχουν...

Φορ δη ρέκορντ: εμείς αυτούς ΔΕΝ τους θεωρούμε συναδέλφους.

 

Και η γνώση της γλώσσας πηγής δεν είναι απαραίτητο να είναι τέλεια. Αν ψάξεις θα βρεις. Το ζήτημα είναι να αντιληφθείς ότι πρέπει να ψάξεις. Το πρόβλημα είναι ότι είναι άσχετοι από ελληνικά: όταν διαβάζουν στα ελληνικά τις τερατολογίες που γράφουν τις θεωρούν σωστές. Ας πούμε, όταν διαβάζεις σε αυτό που έγραψες "δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, εκτός από έναν εκδικητικό στρατό από σκονισμένους κούνελους" πρέπει να αντιληφθείς ότι κάτι δεν έχεις καταλάβει καλά απ' το πρωτότυπο και να πας πίσω να ξαναψάξεις, και ψάχνοντας, αργά ή γρήγορα, θα βρεις.

 

Τώρα σε ό,τι αφορά προθεσμίες κ.λπ., όσοι έχουν συνείδηση προσπαθούν να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες προθεσμίες γίνεται. Το κακό είναι ότι η δουλειά μας είναι τόσο κακοπληρωμένη, μα τόσο κακοπληρωμένη, που για να μπορέσεις να ζήσεις πρέπει να πάρεις και άλλες 200 δουλειές παράλληλα, οπότε ακόμα και 6 μήνες να σου δώσουν για ένα βιβλίο, ενδιάμεσα θα κάνεις και άλλες 10-20 πολύ πιο καλοπληρωμένες μεταφραστικές δουλειές. Βέβαια, και 2 μήνες να σου δώσουν, πάλι θα χώσεις ενδιάμεσα 5-6 δουλειές για να μπορέσεις να βγεις - οπότε είναι πάντα καλύτερες οι μεγάλες προθεσμίες!

 

Ωστόσο, η λογοτεχνική μετάφραση είναι τόσο, μα τόσο, μα τόσο κακοπληρωμένη δουλειά, ώστε πλέον όσοι από εμάς βγάζουμε καλά λεφτά από άλλους χώρους έχουμε αποχωρήσει τρέχοντας - κάθε λεπτό ενασχόλησης με τη λογοτεχνική μετάφραση αποδεικνύεται πλέον τεράστια [και λίγα λέω] φύρα. Παλιότερα, που δεν ήταν τόσο ζόρικα τα πράγματα, έκανες και μια λογοτεχνική μετάφραση για τη σωτηρία της ψυχής σου - και έπαιρνες το χαρτζιλίκι που έδιναν. Τώρα, που έχεις να πληρώσεις ακατέβατο τέλος επιτηδεύματος εξήμισι κατοστάρικα το χρόνο και ΤΕΒΕ τουλάχιστον ένα εξακοσάρι το δίμηνο και φορολογείσαι με 26% από το πρώτο ευρώ, σιγά μην καθίσεις να σώσεις την ψυχή σου.

Edited by Count Baltar
  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

 

Ορισμένοι κάνουν μια-δυο μεταφράσεις σε όλη τους τη ζωή, όντας φοιτητές ή άνεργοι. Άλλοι είναι οι ίδιοι οι μικροεκδότες. Δεν είναι απαραίτητα φιλόλογοι ή έστω της θεωρητικής κατεύθυνσης. Όσο για τη γνώση της γλώσσας από την οποία μεταφράζουν, ας αφήσουμε καλύτερα τι προσόντα έχουν...

Φορ δη ρέκορντ: εμείς αυτούς ΔΕΝ τους θεωρούμε συναδέλφους.

 

Και η γνώση της γλώσσας πηγής δεν είναι απαραίτητο να είναι τέλεια. Αν ψάξεις θα βρεις. Το ζήτημα είναι να αντιληφθείς ότι πρέπει να ψάξεις. Το πρόβλημα είναι ότι είναι άσχετοι από ελληνικά: όταν διαβάζουν στα ελληνικά τις τερατολογίες που γράφουν τις θεωρούν σωστές. Ας πούμε, όταν διαβάζεις σε αυτό που έγραψες "δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, εκτός από έναν εκδικητικό στρατό από σκονισμένους κούνελους" πρέπει να αντιληφθείς ότι κάτι δεν έχεις καταλάβει καλά απ' το πρωτότυπο και να πας πίσω να ξαναψάξεις, και ψάχνοντας, αργά ή γρήγορα, θα βρεις.

 

Τώρα σε ό,τι αφορά προθεσμίες κ.λπ., όσοι έχουν συνείδηση προσπαθούν να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες προθεσμίες γίνεται. Το κακό είναι ότι η δουλειά μας είναι τόσο κακοπληρωμένη, μα τόσο κακοπληρωμένη, που για να μπορέσεις να ζήσεις πρέπει να πάρεις και άλλες 200 δουλειές παράλληλα, οπότε ακόμα και 6 μήνες να σου δώσουν για ένα βιβλίο, ενδιάμεσα θα κάνεις και άλλες 10-20 πολύ πιο καλοπληρωμένες μεταφραστικές δουλειές. Βέβαια, και 2 μήνες να σου δώσουν, πάλι θα χώσεις ενδιάμεσα 5-6 δουλειές για να μπορέσεις να βγεις - οπότε είναι πάντα καλύτερες οι μεγάλες προθεσμίες!

 

Ωστόσο, η λογοτεχνική μετάφραση είναι τόσο, μα τόσο, μα τόσο κακοπληρωμένη δουλειά, ώστε πλέον όσοι από εμάς βγάζουμε καλά λεφτά από άλλους χώρους έχουμε αποχωρήσει τρέχοντας - κάθε λεπτό ενασχόλησης με τη λογοτεχνική μετάφραση αποδεικνύεται πλέον τεράστια [και λίγα λέω] φύρα. Παλιότερα, που δεν ήταν τόσο ζόρικα τα πράγματα, έκανες και μια λογοτεχνική μετάφραση για τη σωτηρία της ψυχής σου - και έπαιρνες το χαρτζιλίκι που έδιναν. Τώρα, που έχεις να πληρώσεις ακατέβατο τέλος επιτηδεύματος εξήμισι κατοστάρικα το χρόνο και ΤΕΒΕ τουλάχιστον ένα εξακοσάρι το δίμηνο και φορολογείσαι με 26% από το πρώτο ευρώ, σιγά μην καθίσεις να σώσεις την ψυχή σου.

 

 

Είχα γράψει κι άλλα πράγματα στο ποστ μου, αλλά το κουτσούρεψα γιατί είναι λίγο εκτός θέματος εδώ. Ούτε και τώρα θα τα πω. Δεν είναι η ουσία πως τις προθεσμίες τις ανέφερα για να πω ότι καμιά φορά δεν προλαβαίνει ο μεταφραστής να δει τι έχει γράψει, ούτε έχει τόση σημασία αυτό που είπε η Τασώ Καββαδία για τις γλώσσες.

 

Η ουσία είναι:

 

α) Οι μεταφραστές στην Ελλάδα συχνά δεν κάνουν την καλύτερη δυνατή δουλειά, είτε επειδή δε διαθέτουν τα προσόντα, είτε επειδή δεν τους το επιτρέπουν οι συνθήκες (όλο και συχνότερα)

β) Σε μια λογοτεχνική αγορά η οποία κυριαρχείται από τις μεταφράσεις, αυτές συμβάλουν και στη διαμόρφωση της γνώσης της τοπικής γλώσσας, ειδικά αφού η παιδεία αφήνει πολλά κενά. Με βάση το (α), οι μεταφράσεις κατά μέσο όρο συμβάλουν προς το χειρότερο, δυστυχώς

 

Νομίζω πως δε θα διαφωνήσεις

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Θα διαφωνήσω. Όσοι έχουν κερδίσει το δικαίωμα να λέγονται μεταφραστές, κάνουν πάρα πολύ καλή δουλειά. Για τα στίφη των αλεξιπτωτιστών δεν μπορούμε να είμαστε υπόλογοι. Υπάρχει ένα τεράστιο σώμα κειμένων στα ελληνικά που ανταποκρίνεται ακριβώς στις προδιαγραφές που ανέφερε η Nienor. Επίσης, μεγάλο μέρος της κακής κριτικής για μεταφράσεις, ιδίως από την πλευρά του κοινού, προέρχεται από άγνοια. 1 στα 3 αρνητικά σχόλια έχει να κάνει με το ότι κάποια λέξη θεωρήθηκε πολύ εξεζητημένη, πολύ ελληνικούρα, πολύ λαϊκή, πολύ, πολύ, πολύ - ενώ για τους περισσότερους από εμάς είναι καθημερινή λέξη του λεξιλογίου μας. Και, εντάξει, ουκ ολίγες φορές έχω δει λαθοθήρες να κυνηγάνε με το τουφέκι το ορθογραφικό σε κατά τα άλλα αρτιότατες μεταφράσεις μόνο και μόνο για να ρίξουν τη χολή τους. Και μετά διαβάζεις σε κείμενα Ελλήνων κάτι απίστευτες πατάτες, και όλο καημό σκέφτεσαι πως αν τα είχε κάνει αυτά μεταφραστής θα τον είχαν κρεμάσει στην πλατεία Συντάγματος.

 

Ναι, υπάρχουν κακές μεταφράσεις. Κάκιστες. Που όπως τα χαλασμένα ρολόγια λένε δυο φορές τη μέρα σωστά την ώρα, έτσι κι αυτές αφήνουν πού και πού να φανεί κάνα σωστό νόημα. Αν προσέξετε, όμως, θα δείτε ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν φωλιές.

 

Πού θα συμφωνήσω; Θα συμφωνήσω στο ότι επειδή ειδικά στη λογοτεχνία που διαβάζεται εδώ μέσα, μεγάλο σώμα κειμένων μεταφράστηκε σε μια εποχή χωρίς διαδίκτυο και χωρίς τους σημερινούς πόρους, και σε μια εποχή που ομολογουμένως η μετάφραση γινόταν πιο ερασιτεχνικά από τους επαγγελματίες της [προσοχή σε αυτό] είναι γεγονός ότι πέρασαν στη γλώσσα αρκετά σφάλματα, τα οποία διαμόρφωσαν εσφαλμένο γλωσσικό κριτήριο.

 

Και κάτι ακόμα: όταν οι συνθήκες είναι κακές [προθεσμίες, λεφτά κ.λπ.] οι καλοί συνάδελφοι, μεταφραστές και επιμελητές, μπορεί, ομολογουμένως, να μην κάνουν την καλύτερη δουλειά που θα μπορούσαν να είχαν κάνει, αλλά, πιστέψτε με, κάνουν πάρα πολύ καλή δουλειά.* Και, το ξαναλέω, όταν οι συνθήκες γίνονται αφόρητες και αβίωτες, και οδηγούν σε διακύβευση ακόμα και αυτής της ποιότητας, δεν παίρνουν τη δουλειά. Και τότε, το έργο πέφτει στους ώμους των αλεξιπτωτιστών - και ακολουθεί η μάχη της Κρήτης.

 

*Όπως τότε που, στις κακές του μέρες, ο Γκάλης έβαζε "μόνο" 20 πόντους.

Edited by Count Baltar
  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Προσπαθώ να συνθέσω αυτά που έγραψαν η Nienor, ο Electroscribe κι ο Count Baltar. Για να βγάλω μια άκρη, βοηθήστε με λίγο. Η δική μου αίσθηση από τη mainstream και κλασική λογοτεχνία που κυρίως διαβάζω, είναι ότι οι μεταφράσεις είναι κατά κανόνα πολύ υψηλού επιπέδου (όχι ότι διαθέτω κανένα σοβαρό κριτήριο, αλλά λέμε τώρα). Έχω πέσει και σε σχετικά κακές (έως κάκιστες) μεταφράσεις και αρκετά συχνά αφορούσαν μικρούς, 'άγνωστους' εκδοτικούς οίκους, βιβλία περιπτέρου, αρπαχτές 'απάντων' και δυστυχώς sff genres. Μπορεί όλα αυτά να είναι συμπτωματικά ή προκαταλήψεις μου, αλλά να ρωτήσω κάτι; Υπάρχει περίπτωση ο εκάστοτε εκδοτικός οίκος να επιλέγει μεταφραστή – πληρωμή μετάφρασης ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται το βιβλίο; Δηλαδή ο 'σοβαρός' εκδοτικός οίκος, ο οποίος ειδικεύεται σε βιβλία μακροπρόθεσμης πώλησης, να μην τολμά να βγάλει προς τα έξω μια πρόχειρη μετάφραση, χωρίς επιμέλεια, διότι οι κριτικοί κι οι (συνήθως μιας κάποιας ηλικίας και παιδείας) αναγνώστες του θα τον 'κράξουν' αγρίως, ενώ αντίστοιχα ένας άλλος εκδοτικός οίκος να λειτουργήσει με τη λογική 'έλα μωρέ, αυτό το φάντασυ δεκαπεντάχρονα θα το διαβάσουν, σιγά μη μας φύγει καμιά απόχρωση, βγάλε το τώρα που είναι πρόσφατη κι η ταινία;'. Φυσικά δεν τα λέω αυτά για να προσβάλλω τους μεταφραστές, αλλά για να καταλάβω αν υπάρχουν συγκεκριμένοι χώροι όπου παρεισφρύουν οι 'αλεξιπτωτιστές' μεταφραστές κι αν έχουν συγκεκριμένης νοοτροπίας εργοδότες.

  

Link to comment
Share on other sites

Εύκολη η απάντηση:

 

Όταν μίλησα για "φωλιές" δεν εννοούσα τόσο το genre, όσο τον χώρο, τον εκδοτικό οίκο. Οι μεγάλοι μέινστριμ οίκοι χρησιμοποιούν κατά κανόνα βαριά χαρτιά σε μετάφραση και επιμέλεια, και ακόμα και όταν βγάζουν κάτι "διαφορετικό" ή "μειωμένης σοβαρότητας" [διπλά τα εισαγωγικά εδώ, ένα για την παράθεση και ένα για τη διαστρέβλωση της λέξης] σε ανάλογης εμβέλειας άτομα θα δώσουν τη δουλειά - προφανώς δεν θα δώσουν ένα φάντασι ή ένα χόρορ σε έναν Μπερλή, ας πούμε, διότι υποθέτω [επαναλαμβάνω, υποθέτω, διότι οι άνθρωποι δεν παύουν να μας εκπλήσσουν] ότι δεν θα το δεχτεί εκείνος. Το Οξύ, ας πούμε, με όλα του τα στραβά, και παρά τις κατά καιρούς αστοχίες, προσπαθούσε να έχει καλούς μεταφραστές και επιμελητές - ε, πού και πού η μεταγραφή δεν βγαίνει, τι να κάνουμε, και το σέντερ φορ που σου ήρθε μετά βαίων και κλάδων βγαίνει παλτό. Συμβαίνουν αυτά. Ή οι εκδόσεις Jemma. Ή ο Τρίτων [όπου εκεί, ναι, ο μικροεκδότης μετέφραζε ο ίδιος πολύ πράγμα, αλλά μιλάμε για τον παμμέγιστο γλωσσοπλάστη συνάδελφο Δημήτρη Αρβανίτη]. Οι μικροί αυτοί εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν ενσυνείδητα να προσελκύσουν τους καλύτερους επαγγελματίες που μπορούσε να αντέξει ο χαμηλός προϋπολογισμός τους.

Αν για κάτι μπορούν να κατηγορηθούν οι "μεγάλοι", ιδίως μετά την έλευση της κρίσης, είναι ότι δίνουν μεταφράσεις σε πιο άπειρους μεταφραστές, επιστρατεύοντας στη συνέχεια βαριά ονόματα της επιμέλειας για να διορθώσουν τα αδιόρθωτα. Όπως φαίνεται από τις 5 τελευταίες λέξεις που έγραψα, η μέθοδος αυτή απέχει παρασάγγες από το να είναι η καλύτερη δυνατή, ή έστω μια απλώς καλή μέθοδος, σίγουρα όμως εδώ δεν στέκει η κατηγορία τού "χωρίς επιμέλεια".

Από την άλλη, υπάρχουν γνωστές και σεσημασμένες χρόνια τώρα "φωλιές", που αλιεύουν είλωτες από την τεράστια δεξαμενή των "έχω πάρει το προφίσιενσι" [ή ό,τι άλλο παρεμφερές που αποδεικνύει ότι μπορεί να ξέρω γαμάτα αγγλικά, αλλά, το κέρατό μου μέσα, μεταφραστής δεν είμαι, όπως ο καθηγητής φυσικής δεν σημαίνει ότι ξέρει από υδραυλικά επειδή είναι τζιμάνι στην υδροδενξερωτί που κάνουν στη φυσική] και ειλικρινά, δεν ξέρω καν αν κάνουν κάποια επιμέλεια. Φωλιές που δίνουν εξωφρενικές προθεσμίες, με αμοιβές επιπέδου εργασιακού κάτεργου [sweatshop] των περιχώρων της Τζακάρτας, τις οποίες, απ' ό,τι ακούω, κι αυτές τις δίνουν τελικά λειψές. Και δεν περίμεναν, βέβαια, την κρίση για να τα κάνουν όλα αυτά. Πλήθος έρχονταν οι καταγγελίες παλαιόθεν. Και τι κρίμα, αυτές οι φωλιές συνήθως φάνταζι και τα αγαπημένα εδώ μέσα genre εκδίδουν.

 

Εννοείται, λοιπόν, ότι σε αυτή την τελευταία περίπτωση, υποθέτω πως ναι, μάλλον λειτουργεί το "έλα μωρέ, αυτό το φάντασυ δεκαπεντάχρονα θα το διαβάσουν, σιγά μη μας φύγει καμιά απόχρωση, βγάλε το τώρα που είναι πρόσφατη κι η ταινία". Όταν δεν σέβεσαι τους συνεργάτες σου, θα σεβαστείς τον αναγνώστη;

Edited by Count Baltar
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..