MadnJim Posted October 11, 2014 Share Posted October 11, 2014 Όνομα Συγγραφέα: MADnJIMΕίδος: Τρόμος - φρίκηΒία; Ναι, λίγηΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: Περίπου 1380Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Διάβαζα την short story του Joshua Flowers "Where the meat comes from" σε μία ξενόγλωσση βιβλιοθήκη (δεν ξέρω αν κάνει να την αναφέρω ή να βάλω λινκ, πείτε μου στα σχόλια αν θέλετε), και δοκίμασα να φτιάξω κάτι δικό μου πάνω στην ιδέα του. Κράτησα τη βασική ιδέα και το τέλος που, δεν ξέρω γιατί, μου φαίνεται ιδιαίτερα φρικτό. Το αποτέλεσμα είναι αυτό εδώ.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΥΠΟΓΕΙΟΥ.. Ο Προκόπης στα σαρανταεφτά του ήταν για όλους αυτό που έλεγε το όνομά του, ένας προκομμένος άνθρωπος. Η γυναίκα του εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πριν δέκα περίπου χρόνια, κι από τότε είχε αφοσιωθεί στο μικρό μπακάλικό του. Στη μικρή γειτονιά τον ήξεραν και τον συμπαθούσαν όλοι, κι όποιον και να ρώταγε κανείς θα άκουγε μόνο καλά λόγια γι' αυτόν. Και πως θα γινόταν αλλιώς, αφού ποτέ του δεν είχε δώσει την παραμικρή αφορμή για σχόλια, αντίθετα ήταν υπόδειγμα ηθικής, και ήταν πολλές οι κυρίες που τον χρησιμοποιούσαν σαν παράδειγμα στους άντρες τους όταν τους γκρίνιαζαν επειδή ας πούμε άργησαν λίγο παραπάνω στο καφενείο, ή ήπιαν μια δυο μπύρες με τα φιλαράκια βλέποντας το ματς. Κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ το μυστικό που φύλαγε πολύ προσεκτικά στο υπόγειό του κοντά είκοσι χρόνια! Μόλις είχε κλείσει για βράδυ. Κλείδωσε το μαγαζάκι του και έσφιξε πάνω του το παλιό παλτό του. Αν και φθινόπωρο ακόμα αυτό το βράδυ έκανε κρύο. Μπήκε στο αμάξι του, έβαλε μπρος, και κίνησε για το κέντρο οδηγώντας αργά με σκυφτό το κεφάλι. Δεν πήγαινε σπίτι, όχι ακόμα. Πρώτα είχε να τελειώσει μια δουλειά που δεν σήκωνε άλλη αναβολή, δεν άντεχε κι άλλη μια νύχτα να ακούει τα ασταμάτητα κλαψουρίσματα από το υπόγειο. Έφτασε έξω από ένα μεγάλο κλαμπ της πόλης και πάρκαρε παράμερα στο πάρκινγκ. Είχε πάει αρκετές φορές εκεί και είχε μάθει καλά τα κατατόπια, είχε περπατήσει όλα τα γύρω στενά, και ήξερε το δρόμο για το σπίτι του και με κλειστά τα μάτια. Διάλεξε μια σκοτεινή γωνία και περίμενε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα άρπαζε κάποιον. Την προηγούμενη εβδομάδα ήταν ένας νεαρός που ξέκοψε από την παρέα του και στάθηκε πίσω από τα αυτοκίνητα για να κατουρήσει. Τον κοπάνησε στο κεφάλι με το γαλλικό κλειδί και τον έχωσε γρήγορα στο πορτμπαγκάζ. Έφτασε μέχρι προχθές. Πιο πριν ήταν ένας κινέζος μικροπωλητής, μια άλλη φορά μια γυναίκα στην ηλικία του, κάποια άλλη φορά ένας χοντρός επιχειρηματίας. Αυτός έφτασε για σχεδόν δυο βδομάδες!! Σχεδόν είκοσι χρόνια άρπαζε τουλάχιστον τρεις ανθρώπους το μήνα. Δεν τον ενδιέφερε ή ηλικία ή το φύλο, αρκεί να ήταν μόνοι και κανείς να μην τον έβλεπε. Ήταν πολύ προσεκτικός και ποτέ δεν είχε κανένα πρόβλημα, ποτέ κανείς δεν ήξερε ότι αυτός ήταν πίσω απ' όλες αυτές τις εξαφανίσεις που αρκετές φορές είχε αναφέρει μέχρι και η τηλεόραση. Στην αρχή ένιωθε τύψεις, ήταν άρρωστος για μέρες, και κάθε φορά ορκιζόταν κλαίγοντας πως θα ήταν η τελευταία. Απ' όταν έχασε τη γυναίκα του όμως σκλήρυνε πολύ μέσα του. Έπαψε να τον ενδιαφέρει ποιον θα αρπάξει, αρκεί να ήταν βολική η περίπτωσή του. Έκανε χωρίς δισταγμό ότι χρειαζόταν για να μην ακούει τα κλαψουρίσματα στο υπόγειο. Μια κοπέλα όχι πάνω από εικοσιπέντε βγήκε από το κλαμπ και τράβηξε προς το πάρκινγκ με βιαστικό βήμα. Ο Προκόπης ετοιμάστηκε αμέσως. Έσφιξε το γαλλικό κλειδί που για ακόμα μια νύχτα είχε μαζί του, και βγήκε σιωπηλά από το αυτοκίνητο. Έκανε πως ανάβει τσιγάρο για να αφήσει την κοπέλα να 'ρθεί πιο κοντά, και μόλις τον πλησίασε αρκετά ξεκίνησε να περπατά αντίθετα ώστε να διασταυρωθούν. Πέρασε δίπλα της χωρίς καν να την κοιτάξει. Μόλις βρέθηκε πίσω της γύρισε απότομα και της κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι που την έριξε μεμιάς μπρούμυτα στην κρύα άσφαλτο. Την έσυρε γρήγορα κοιτώντας ανέκφραστος γύρω του μην εμφανιστεί κανείς, και την στρίμωξε με έμπειρες κινήσεις στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Λίγα λεπτά μετά οδηγούσε προς το σπίτι του, προσέχοντας να μην τρέχει και να σταματάει στα στοπ και στα φανάρια. Θα ήταν μεγάλη ειρωνεία να τον σταματήσει κανείς αστυνομικός για τροχαία παράβαση! Έμενε σε μονοκατοικία, με αυλή μπρος και πίσω, και γκαράζ για το αμάξι. Πάτησε το κουμπί του κοντρόλ που ανοίγει τη γκαραζόπορτα και σταμάτησε μέσα ενώ έκλεινε πάλι πίσω του. Έβγαλε την αναίσθητη κοπέλα και την έσυρε από την εσωτερική πόρτα μέσα στο σπίτι. Τώρα ήταν ασφαλής, κανείς δεν τον ενοχλούσε ποτέ, δεν είχε φίλους να τον επισκέπτονται, και οι γείτονες τον άφηναν πάντα στην ησυχία του. Την πήγε κατευθείαν στην πόρτα του υπογείου, και την άφησε κάτω για να ξεκλειδώσει τα δύο λουκέτα που χρησιμοποιούσε για να την κλειδώνει από τότε, δέκα χρόνια πριν, που κατάφερε να βγει ένα βράδυ. Αυτός δεν ήταν σπίτι, είχε φύγει μη αντέχοντας άλλο τα κλαψουρίσματα για να βρει κάποιο καινούριο άτυχο θύμα, και η γυναίκα του ήταν μόνη στο σαλόνι. Όταν γύρισε και είδε τι είχε συμβεί κόντεψε να καταρρεύσει, αλλά τελικά μάζεψε τον εαυτό του και απλά καθάρισε σχολαστικά τα αίματα και συγκέντρωσε ότι κομμάτια της είχαν απομείνει, και τα κατέβασε στο υπόγειο. Το άλλο πρωί ξεφορτώθηκε τα καλύμματα του καναπέ και το χαλί που είχαν λερωθεί, και δυο μέρες μετά δήλωσε την εξαφάνισή της. Όλη η γειτονιά τον λυπήθηκε. Φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν ότι τον είχε παρατήσει για κάποιον νεαρό, κι αυτός δεν είπε τίποτα. Προτίμησε να αφήσει τα κουτσομπολιά να οργιάζουν παρά να ρισκάρει να μαθευτεί το μυστικό του. Από τότε όμως έβαλε δυο μεγάλα λουκέτα να κρατούν σίγουρα κλειστή την πόρτα του υπογείου. Κατέβηκε τη σκοτεινή σκάλα σέρνοντας πίσω του την άτυχη κοπέλα, και στάθηκε μόλις πάτησε στο πάτωμα. Δεν υπήρχε παράθυρο στο υπόγειο, μόνο ένας μικρός εξαερισμός, ένας ανεμιστήρας σε μια τρύπα ψηλά στον τοίχο, που απ' έξω είχε καμουφλάρει μ' ένα σκυλόσπιτο. Δεν είχε ποτέ του σκύλο, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Ένα σκυλόσπιτο ήταν πάντα κάτι ταιριαστό στην αυλή μιας μονοκατοικίας. Δεν έφτανε όμως να τραβήξει όλη τη μυρωδιά από το υπόγειο, και πάντα ένιωθε το στομάχι του να γυρνάει όποτε κατέβαινε εκεί κάτω. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να συνηθίσει κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Όπως δεν μπορούσε να συνηθίσει τα κλαψουρίσματα, τον τρέλαιναν κάθε φορά που τα άκουγε. Τράβηξε την κοπέλα προς το κέντρο του σκοτεινού δωματίου και την άφησε στο πάτωμα. Είχε αρχίσει να κουνιέται, σημάδι ότι συνέρχονταν. Πήρε από τον πάγκο δίπλα μια φαρδιά κολλητική ταινία και μια βρώμικη παλιά πετσέτα, και της βούλωσε καλά το στόμα. Μετά της έδεσε σφιχτά τα χέρια και τα πόδια. Είχε ανοίξει τα μάτια της και τιναζόταν πανικόβλητη, αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου. Έτσι γινόταν σχεδόν πάντα με όσους άρπαζε κι έφερνε στο υπόγειο. Έτσι ήθελε να γίνεται, γιατί ήξερε πως τους προτιμούσε να χτυπιούνται και να μουγκρίζουν. Όπως παίζει η γάτα με το ποντίκι πριν το φάει. Παλιότερα είχε σκεφτεί μήπως του άρεσε να μυρίζει τον φόβο τους, γι' αυτό τους προτιμούσε ζωντανούς και με τις αισθήσεις τους, αλλά με τα χρόνια σταμάτησε να το σκέφτεται, μόνο το έκανε. Έτσι ησύχαζε από τα κλαψουρίσματα για λίγες μέρες. Μέχρι να τελειώσει και να ξαναρχίσει, αναγκάζοντάς τον να βγει πάλι αναζητώντας καινούριο θύμα. Τα μάτια του είχαν προσαρμοστεί στο σκοτάδι, και το είδε που καθόταν κουλουριασμένο στην αγαπημένη του γωνία. Το χλωμό λευκό δέρμα του σχεδόν ξεχώριζε καθαρά. Κρατούσε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και κουνιόταν ρυθμικά μπρος πίσω ασταμάτητα. Και κλαψούριζε πάλι! Δεν θα έκανε τίποτα όσο ήταν εκεί. Ποτέ δεν έφευγε από τη γωνιά του όσο ο Προκόπης ήταν ακόμα στο υπόγειο. Το κοίταξε και θυμήθηκε την πρώτη φορά που χρειάστηκε να του φέρουν κάποιον άνθρωπο. Μέχρι τότε βολευόταν με μικρά ζώα, άρπαζε και μασούλαγε ποντίκια, γάτες, πουλιά καμιά φορά που αγόραζε ο Προκόπης από διάφορα pet shops, ενώ ακόμα ήταν ζωντανά και έσκουζαν απεγνωσμένα. Δεν του αρκούσαν όμως, και το κλαψούρισμα δεν σταμάταγε ποτέ. Ήθελε να το σκοτώσει τότε, να ξεμπερδεύει μια και καλή, αλλά η γυναίκα του δεν τον είχε αφήσει. Τον εκλιπαρούσε κλαίγοντας να μην το πειράξει, και την άκουσε. Πόσο ήθελε να μην την είχε ακούσει! Γύρισε κι ανέβηκε αργά τη σκάλα. Όταν έφτασε στην πόρτα το άκουσε που βγήκε από τη γωνιά του και σύρθηκε κοντά στην κοπέλα. Στάθηκε για λίγο πριν κλείσει την πόρτα και άκουσε τον ήχο που έκανε η σάρκα της καθώς την ξεκόλλαγε με τα δόντια του. Το άκουσε να μασάει, να ροκανίζει, άκουγε την κοπέλα να μουγκρίζει και ήταν σίγουρος πως θα ευχαριστιόταν με τον φόβο της. Αναστέναξε και έκλεισε την πόρτα. Μαζί έκλεισε και τους ήχους από τα σαγόνια του. Μια στιγμή πριν την κλείσει όμως το άκουσε ξανά καθαρά, άκουσε ξανά αυτό που άκουγε να του λέει κάθε φορά πριν κλείσει την πόρτα. Άκουσε τις δύο λέξεις που τον στοίχιωναν τόσα χρόνια. Με χέρια που τρέμανε κλείδωσε τα λουκέτα και πήγε στο σαλόνι, πήρε από το μικρό μπαράκι του το μπουκάλι με τη βότκα και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Τουλάχιστον δεν θα κλαψούριζε άλλο για λίγες μέρες, όσο θα του έφτανε το σώμα της κοπέλας για να χορταίνει. Μόνο που η βότκα δεν μπορούσε να σβήσει τη φωνή του όταν του έλεγε εκείνες τις δυο λέξεις: “Ε-ε-ευχα-αρ-ριστώ μπ-μπαμπ-ά” ..- By MADnJIM 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.